Μέγα Σχίσμα του 1054

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 21:55, 21 Ιουλίου 2008 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Αιτίες του Μεγάλου Σχίσματος)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν λήμμα ή τμήμα του χρήζει Επιμέλειας (δηλ., μορφοποίηση). Μπορείτε να βοηθήσετε το OrthodoxWiki αναλαμβάνοντας την επιμέλειά του.
64px-Stop hand.svg.png Η ακρίβεια αυτού του άρθρου αμφισβητείται.

Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του άρθρου.

Με τον όρο Μέγα Σχίσμα των Εκκλησιών, αναφερόμαστε στο εξαιρετικής σημασίας εκκλησιαστικό γεγονός του 11ου αιώνα, κατά το οποίο, η μία αδιαίρετος Εκκλησία του Χριστού διαιρέθηκε σε δύο μεγάλες Εκκλησίες, την Ανατολική Ορθόδοξη και την Ρωμαϊκή[1]. Αν και το γεγονός εντοπίζεται χρονολογικά στο έτος 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν μεταξύ τους Αναθέματα, στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο το δραματικό τέλος μιας μακράς διαδικασίας διαφοροποιήσεως της Δυτικής Εκκλησίας έναντι της Ανατολικής, η οποία είχε αρχίσει από το τέλος του 5ου αιώνα και κορυφώθηκε κατά την περίοδο της κρίσεως των σχέσεων Ρώμης - Κων/πόλεως με πρόσχημα την κανονικότητα της εκλογής του πατριάρχη Φωτίου (863-867)[2].

Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν διαφωνίες σχετικά με την παπική αρχή — ο Πάπας απαιτούσε να έχει εξουσία ανώτερη των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής και να ασκεί δικαιοδοσία πάνω τους, ενώ οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική, και έτσι είχε εξουσία μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης — και η εισαγωγή του όρου filioque στο Σύμβολο της Νικαίας. Υπήρχαν και άλλοι, λιγότερο σημαντικοί καταλύτες για το σχίσμα, συμπεριλαμβανομένης της διαφοράς στη λειτουργική πρακτική και των συγκρουόμενων αξιώσεων περί της αρμοδιότητας.

Η διάσπαση των εκκλησιών με βάση δογματικά, θεολογικά, γλωσσικά, πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, και το θεμελιώδες ρήγμα δεν θεραπεύτηκαν ποτέ. Αν και θεωρείται ότι οι δύο εκκλησίες επανασυνδέθηκαν το 1274 (με τη Β΄ Σύνοδο της Λυών) και το 1439 (με τη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας), αυτές οι σύνοδοι αποκηρύχθηκαν από τον ορθόδοξο κόσμο συνολικά, δεδομένου ότι οι ιεράρχες είχαν υπερβεί την αρμοδιότητά τους με τη συγκατάθεση σε αυτές τις αποκαλούμενες "ενώσεις". Οι περαιτέρω προσπάθειες να συμφιλιωθούν οι δύο οργανισμοί έχουν αποτύχει, εντούτοις, διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες που πλαισίωσαν αρχικά την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία έπειτα προσκολλήθηκαν στο Βατικανό, και καλούνται τώρα Ελληνόρυθμες Καθολικές εκκλησίες (Ουνία). Ως επί το πλείστον, όμως, οι δυτικές και ανατολικές εκκλησίες βρίσκονται σε διάσταση. Καθεμία υποστηρίζει ότι είναι η "Μια Αγία, Καθολική και Αποστολική εκκλησία", υπονοώντας ότι ήταν η άλλη ομάδα που άφησε την αληθινή εκκλησία κατά τη διάρκεια του σχίσματος.

Προέλευση

Από τους πρώτους ακόμα αιώνες, η εκκλησία αναγνώριζε την ιδιαίτερη θέση τριών επισκόπων, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως Πατριάρχες: του Επισκόπου Ρώμης, του Επισκόπου Αλεξανδρείας, και του Επισκόπου Αντιοχείας. Σε αυτούς προστέθηκαν οι Επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων που αναγνωρίστηκαν ως Πατριάρχες από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος το 451. Οι Πατριάρχες κατείχαν τα πρωτεία έναντι των άλλων επισκόπων της εκκλησίας. Ανάμεσά τους, ο επίσκοπος Ρώμης διατήρησε πρωτείο τιμής, λόγω της θέσης του ως διάδοχου του Αποστόλου Πέτρου. Επιπλέον, η παπική έδρα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά τη μετακίνηση της έδρας της Αυτοκρατορίας από το Μέγα Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη (Νέα Ρώμη) το 330, ο Πάπας διατήρησε τη θέση του ως "πρώτος μεταξύ ίσων" (primus inter pares) στην ιεραρχία, αν και αυτό δεν συνοδεύθηκε από οποιοδήποτε είδος αρνησικυρίας ή άλλων εξουσιαστικών απαιτήσεων πάνω στους άλλους Πατριάρχες.

Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέβαλλε στη περαιτέρω εκκλησιαστική διάσταση. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας, ο οποίος πέθανε το 395, ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε την ενωμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά το θάνατό του, το έδαφός της Αυτοκρατορίας διαιρέθηκε σε δυτικό και ανατολικό κράτος, έχοντας το καθένα δικό του Αυτοκράτορα. Μέχρι το τέλος του πέμπτου αιώνα, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε αποδεκατιστεί από τους βαρβάρους, ενώ η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (γνωστή επίσης ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία) συνέχισε να αναπτύσσεται. Κατά συνέπεια, η πολιτική ενότητα στην αυτοκρατορία ήταν η πρώτη που κατέρρευσε. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα στην Ρώμη που κατηγόρησαν τότε την Ανατολική Αυτοκρατορία για την έλλειψη βοήθειας μπροστά στις επιδρομές των Γότθων. Αυτή ήταν μια ιστορία που επρόκειτο να επαναληφθεί από την αντίθετη μεριά όταν το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια ενάντια στους Τούρκους.

Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στη μεταξύ Ανατολής και Δύσης διάσταση. Κυρίαρχη γλώσσα στη Δύση ήταν τα Λατινικά, ενώ στην Ανατολή επικρατούσε η ελληνική γλώσσα. Σύντομα μετά την πτώση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, ο αριθμός των ατόμων που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες άρχισε να ελαττώνεται, και η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών έγινε δυσκολότερη. Μετά τη γλωσσική ενότητα, η πολιτιστική ενότητα άρχισε επίσης να θρυμματίζεται. Τα δύο μέρη της εκκλησίας, που διαιρέθηκαν σύμφωνα με τα πολιτικά σύνορα, χρησιμοποιούσαν διαφορετικό λειτουργικό τυπικό και είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω σε θρησκευτικά δόγματα. Αν και το μεγάλο σχίσμα ήταν ακόμα αιώνες μακριά, είχε αρχίσει ήδη να σκιαγραφείται.

Προγενέστεροι κλυδωνισμοί στην ενότητα της Εκκλησίας

Το Σχίσμα του 1054 δεν ήταν το πρώτο σχίσμα ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, στην πραγματικότητα, είχαν υπάρξει πάνω από δύο αιώνες σχίσματος κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας της εκκλησίας. Από το 343 έως το 398, η εκκλησία ήταν χωρισμένη εξ αιτίας του Αρειανισμού, μίας αίρεσης που βρήκε πολλούς υποστηρικτές στην Ανατολή, αλλά συνάντησε την έντονη αντίδραση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Μια νέα διαμάχη προέκυψε το 404, όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αρκάδιος απέπεμψε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Χρυσόστομο. Ο Πάπας διέκοψε σύντομα την κοινωνία με όλα τα Πατριαρχεία της Ανατολής, γιατί είχαν επιτρέψει την εξορία του Χρυσοστόμου. Η διχοστασία σταμάτησε μόνο το 415, όταν αναγνώρισαν αναδρομικά οι Πατριάρχες της Ανατολής το Χρυσόστομο ως κανονικό Πατριάρχη.

Μια άλλη σύγκρουση ξέσπασε όταν, το 482, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ζήνων εξέδωσε ένα διάταγμα γνωστό ως "Ενωτικόν", το οποίο επιδίωξε να ρυθμίσει τις διαφορές μεταξύ της επίσημης εκκλησίας (που πρέσβευε ότι ο Ιησούς Χριστός έχει δύο φύσεις: ανθρώπινη και θεία) και των Μονοφυσιτών (που πρέσβευαν ότι ο Ιησούς Χριστός είχε μόνο μια θεία φύση). Το διάταγμα, εντούτοις, καταδικάστηκε από τον Πάπα Φήλικα Γ΄. Στα 484, ο Πάπας διέκοψε την κοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο που ώθησε το Ζήνωνα να εκδώσει το "Ενωτικόν". Το σχίσμα έληξε το 519 — πάνω από τριάντα έτη αργότερα — όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστίνος Α΄ αναγνώρισε την εκκλησιαστική ρήτρα προς τον Ακάκιο. Παρά ταύτα μεγάλο μέρος του ποιμνίου των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, κυρίως τοπικοί πληθυσμοί που αποζητούσαν την ανεξαρτησία τους από τους Βυζαντινούς, στράφηκαν προς το Μονοφυσιτισμό και απέρριψαν τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Κατά συνέπεια, αν και επανασυνδέεται τεχνητά, η εκκλησία απέκλινε στην πράξη.

Ο παράγων Φώτιος

Αρχείο:Βιβλιοθήκη του Φωτίου.jpg
Μεταγενέστερη έκδοση της "Βιβλιοθήκης" του Μεγάλου Φωτίου

Όταν καθαιρέθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιγνάτιος (858) εξελέγη στη θέση του ο Φώτιος, ένας λαϊκός αξιωματούχος της Αυτοκρατορικής Αυλής, λαμβάνοντας σε τρεις μέρες τους αντίστοιχους ιερατικούς βαθμούς. Το 861 οι απεσταλμένοι του Πάπα Νικολάου Α΄ ενέκριναν την εκλογή του Φωτίου, αλλά ο ίδιος ο Πάπας αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει. Στα 867, ο Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο που αμφισβήτησε τα δικαιώματα της Εκκλησίας της Ρώμης στη Βουλγαρία καθώς και το δικαίωμα του Πάπα να κρίνει την κανονικότητα της εκλογής άλλων Πατριαρχών και κατεδίκασε ορισμένες λατινικές δογματικές θέσεις.

Το 867 Αυτοκράτορας ανεδείχθη ο Βασίλειος Α', ο οποίος εξόρισε το Φώτιο στην Κύπρο και επανέφερε τον Ιγνάτιο στον Πατριαρχικό Θρόνο. Αν και ο Φώτιος καταδικάστηκε, δύο έτη αργότερα συμφιλιώθηκε με τον Αυτοκράτορα Βασίλειο και τον Ιγνάτιο και μετά το θάνατο του δευτέρου έγινε πάλι Πατριάρχης (877). Ο Πάπας Ιωάννης Η΄ τον αναγνώρισε και έστειλε τους απεσταλμένους στην 8η Οικουμενική Σύνοδο (879880), που συγκάλεσε ο Φώτιος στην Κωνσταντινούπολη. Η Σύνοδος εκτός των άλλων επιβεβαίωσε την κανονικότητα της εκλογής του Φωτίου και ακύρωσε τις συνόδους που τον είχαν καταδικάσει. Ο Μέγας Φώτιος υπήρξε καταλυτικός παράγοντας του διαχωρισμού των Εκκλησιών, ασκώντας έντονη πολεμική μέσω του πολυσχιδούς και ογκωδέστατου έργου του ενάντια στις θεολογικές θέσεις που η Ανατολική Εκκλησία θεωρούσε λατινικές παρεκκλίσεις.

Αιτίες του Μεγάλου Σχίσματος

Το Παπικό Πρωτείο

Κύριο άρθρο Παπικό πρωτείο

Στην πραγματικότητα, μιλώντας για παπικό πρωτείο αναφερόμαστε επί της ουσίας για διαφορά αντιλήψεως σε σχέση με την ορατή οργάνωση της Εκκλησίας, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση[3]. Αυτή η αντίληψη από πλευράς Δύσης, συμπεριελάμβανε την απαίτηση του Πάπα να διαθέτει την απόλυτη εξουσία όχι μόνο στα όρια της Δύσης, αλλά να εκτείνεται η δικαιοδοσία του και στην Ανατολή[4]. Αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκαλούσε τριβές με τα ανατολικά Πατριαρχεία, καθώς οι Ορθόδοξοι απέδιδαν στον Πάπα το πρωτείο τιμής, δεν μπορούσαν όμως να δεχτούν ότι "είναι όχι μόνο επίσκοπος Ρώμης και Πατριάρχης της Δύσης αλλά και τοποτηρητής του Χριστού στη γη, διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και ανώτατος Ποντίφικας".

Οι Βυζαντινοί δεν απασχολούνταν εάν η Δυτική Εκκλησία διοικούνταν συγκεντρωτικά, εφ' όσον δεν παρενέβαινε ο παπισμός στην Ανατολή. Ο Πάπας, εντούτοις, θεώρησε ότι η άμεση αρμοδιότητά του επεκτείνονταν στην Ανατολή όπως και στη Δύση και μόλις προσπάθησε να επιβάλει αυτήν την αξίωση στα Πατριαρχεία της Ανατολής, προέκυψε το πρόβλημα. Οι Έλληνες όρισαν στον Πάπα πρωτοκαθεδρία τιμής, αλλά όχι την καθολική υπεροχή που θεωρούσε η δυτική θεολογία ως οφειλόμενη. Ο Πάπας είδε το αλάθητο ως δικαίωμά αυθεντικής κύρωσης από τον Άκρο Αρχιερέα των αποφάσεων των Συνόδων ενώ οι Έλληνες υποστήριξαν ότι σε θέματα πίστης η τελική απόφαση στηρίζεται όχι στον Πάπα, αλλά στην απόφαση των Συνόδων όπου κυριαρχεί πλήρης ισότητα των επισκόπων. Εδώ διαπιστώθηκαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις της ορατής οργάνωσης της Εκκλησίας.

Ένας Βυζαντινός εκκλησιαστικός συγγραφέας του 12ου αιώνα, ο Αρχιεπίσκοπος Νικομηδείας Νικήτας, γράφει προς τον Πάπα: "Πολυφίλητε αδελφέ μου, δεν αρνούμαστε στη ρωμαϊκή εκκλησία την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των πέντε αδελφών Πατριαρχείων και αναγνωρίζουμε το δικαίωμά της στην πιό τιμητική θέση στην Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά έχει χωριστεί από μας από τις πράξεις της, όταν μέσω της υπερηφάνειας ανέλαβε μια μοναρχία που δεν αρμόζει στη θέση της."

Οι δυτικοί θεολόγοι πρόβαλαν ορισμένες θεωρίες, που έμελλε να γίνουν αποδεκτές ως αληθινές για αιώνες, αργότερα όμως αναγνωρίστηκαν από τους ιστορικούς ως νόθες. Από αυτές ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τρεις: Οι Ψευδοκλημεντίνιες Γραφές, οι Ψευδοισιδώρειες Διατάξεις και η Ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά.

Οι Ψευδοκλημεντίνιες Γραφές

Η προσπάθεια να ανυψωθεί ο Πέτρος και η έδρα της Ρώμης.

Οι Ψευδοκλημεντίνιες γραφές είναι συλλογή ομιλιών που αποδίδονταν λανθασμένα στον επίσκοπο της Ρώμης Κλήμεντα (93 - 101), ο οποίος προσπάθησε να επαναδιατυπώσει τη ζωή του Αποστόλου Πέτρου. Σκοπός ήταν η ανύψωση του Πέτρου πάνω από τους άλλους Αποστόλους και ειδικότερα τον Απόστολο Παύλο, και η εμφάνιση της υπεροχής της Ρωμαϊκής Έδρας ως "Έδρας του Πέτρου" έναντι κάθε άλλης επισκοπής.

Οι Ψευδοισιδώρειες Διατάξεις και η Ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά

Η προσπάθεια νομιμοποίησης του πρωτείου.

Αυτές οι διατάξεις είναι μια συλλογή, που συγκεντρώνεται τον 9ο αιώνα και αποτελείται από συνοδικούς κανόνες καθώς επίσης και από, ως επί το πλείστον, νόθα παπικά διατάγματα, τα οποία προστέθηκαν αργότερα. Η προσπάθεια των συντακτών βρίσκεται στην ειδικευμένη πλαστογράφηση των κανονικών πηγών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεικνύεται η υπεροχή του Πάπα. Η ιεροσύνη, υποστηρίζεται, πως είναι πάνω από την πολιτική εξουσία και προϊστάμενος της ιεροσύνης είναι ο Πάπας, ως εκ τούτου καθίσταται η "Κεφαλή του κόσμου" (caput orbis totius). Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίχθηκε και από μια άλλη νόθα πηγή, την Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά, στην οποία εμφανίζεται ο Μέγας Κωνσταντίνος να δωρίζει στον Επίσκοπο Ρώμης τη βασιλική εξουσία της θέσης του στη Ρώμη.

Το Filioque

Κύριο άρθρο Filioque

Ανατολικοί και Δυτικοί Χριστιανοί διαχωρίστηκαν επίσης για το ζήτημα της προσθήκης του Filioque. Το "Σύμβολο της Νικαίας" που ήταν προϊόν της αντίστοιχης Οικουμενικής Συνόδου το 381 αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα "το εκ του Πατρός εκπορευόμενον". Μια τοπική ισπανική Σύνοδος ιεραρχών στο Τολέδο το 589 παρενέβαλε στην παραπάνω φράση την προσθήκη "και εκ του Υιού" (λατινικά: filioque). Το 796 η Σύνοδος του Cividale υπό τον Παουλίνο Β΄ της Ακυληίας (Paulinus von Aquileja) υιοθέτησε την προσθήκη σε μία προσπάθεια καταπολέμησης της αίρεσης του Adoptianismus, που είχε εισάγει ο Επίσκοπος Ελιπάνδος του Τολέδο.

Στα 809 ο Καρλομάγνος ενέκρινε στη Σύνοδο του Άαχεν τον τύπο του Συμβόλου με το filioque, προσπαθώντας να τo μεταβάλει σε επίσημο δόγμα της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Επιπλέον ανέθεσε στο Σμάραγδο (Smaragdus ή Smaragde) ηγούμενο της Μονής του Αγίου Μιχαήλ στο Βερντέν τη συγγραφή επιστολής προς τον Πάπα και τη διαπραγμάτευση μαζί του. Ο Πάπας Λέων αρνήθηκε να κυρώσει την προσθήκη και διέταξε την αναγραφή του αυθεντικού κειμένου του Συμβόλου της Νικαίας σε δύο ασημένιες πλάκες και την τοποθέτησή τους στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου με την επισήμανση "Haec Leo posui amore et cautela orthodoxae" (Τις τοποθετώ εγώ ο Λέων για την αγάπη και την προστασία της ορθοδοξίας). Στη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το 879-880 καταδικάστηκε οποιαδήποτε προσθαφαίρεση στο Σύμβολο της Πίστεως με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Ιωάννη Η΄. Το Filioque συνέχισε να παρεμβάλεται από τους Φράγκους στο Σύμβολο και με την επικράτησή τους στην έδρα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας υιοθετήθηκε από τους Επισκόπους Ρώμης περί τις αρχές του 11ου αιώνα.

Ο Johannes Grohe, μέλος της οργάνωσης Opus Dei και καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας, σε μελέτη του υποστήριξε ότι μία πρώιμη μορφή του filioque είχε εμφανιστεί ήδη από το 410 σε κάποια εκκλησιαστική Σύνοδο στην Περσία.

Ο ορισμός του Πασχαλίου

Ενδείξεις της επερχόμενης διάσπασης παρατηρούνται από το 200 μ.Χ. όταν οι εκκλησίες των δύο πλευρών της Αυτοκρατορίας διαφώνησαν για τον προσδιορισμό του Πασχαλίου. Οι ανατολικοί Χριστιανοί προσδιόρισαν το Πάσχα σύμφωνα με το εβραϊκό ημερολόγιο. Οι Εβραίοι γιόρταζαν τη Διάβαση της Ερυθράς θάλασσας (Εβραϊκό Πάσχα) τη 14η μέρα του μήνα Νισσάν. Έτσι οι ανατολικοί έθεσαν τον εορτασμό του Πάσχα τη "σωστή ημέρα" μετά το Εβραϊκό, ανεξάρτητα από την ημέρα.

Οι δυτικοί Χριστιανοί προσδιόρισαν την ημέρα της Αναστάσεως την πρώτη Κυριακή μετά το Εβραϊκό Πάσχα. Ο Επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ (189 - 199), μελέτησε το ζήτημα και πρότεινε την τήρηση της Κυριακής. Οι ανατολικοί αρνήθηκαν να το δεχτούν και ο Βίκτωρ διέκοψε τη μεταξύ τους κοινωνία για κάποιο διάστημα. Το 222 ο Ιππόλυτος συνέταξε έναν κατάλογο ημερομηνιών του Πάσχα βασισμένο σε έναν κύκλο 112 ετών. Τέλος, η Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας διευθέτησε το ζήτημα. Οι Χριστιανοί συμφώνησαν γενικά να γιορτάζουν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά το πρώτο πλήρες φεγγάρι της εαρινής ισημερίας.

Εικονομαχικές έριδες

Η χρήση των εικόνων στη λατρεία υπήρξε ακόμα μία πηγή έντασης. Όταν οι Μουσουλμάνοι εισβολείς περιέβαλαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία γύρω στο 700 ο Αυτοκράτορας Λέων Γ΄(717 - 741) επιτέθηκε στη χρήση των εικόνων επειδή ήξερε πως οι Μουσουλμάνοι απέφευγαν τις εικονικές αντιπροσωπεύσεις των ιερών μορφών. Το 726, ο Λέων συγκάλεσε Σύνοδο Επισκόπων και Συγκλητικών για να συζητηθεί το ζήτημα. Η Σύνοδος αυτή απαγόρευσε την προσκύνηση των εικόνων. Διέταξε επίσης όλες οι θρησκευτικές απεικονίσεις πλην του Σταυρού να αφαιρεθούν από τις εκκλησίες για να αντικρούσει τις μουσουλμανικές αιτιάσεις για ειδωλολατρεία των χριστιανών. Το μεγαλύτερο μέρος της ανώτατης ιεραρχίας υποστήριξε τις αποφάσεις της Συνόδου ενώ ο λαός αντέδρασε έντονα. Ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να επιβάλει στρατιωτικά τις διαταγές του. Οι βυζαντινοί αντιστάθηκαν και ακόμη και ο Πατριάρχης στάθηκε ενάντια στον αυτοκράτορα. Ο Λέων τον καθαίρεσε και συνέχισε την εικονομαχική πολιτική του.

Τότε ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ καταδίκασε και αναθεμάτισε τους εικονοκλάστες και υποστήριξε ότι αυτόπτες μάρτυρες έκαναν τις εικόνες του Χριστού, των αποστόλων και των μαρτύρων για εκπαιδευτικούς λόγους. Ο Γρηγόριος στηρίχτηκε σε μία αρχαία παράδοση που ανέφερε ότι ο Ιησούς, ο ίδιος, έστειλε μια εικόνα του στο βασιλιά Άβγαρο της Εδέσσης.

Μετά από αιώνες διαμάχης μεταξύ εικονολατρών και εικονοκλαστών η έβδομη Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας διευθέτησε το ζήτημα το 787, καταδικάζοντας τους εικονοκλάστες και προβαίνοντας στην αναστήλωση των εικόνων, διαχωρίζοντας σαφώς την τιμητική προσκύνηση από τη λατρεία. Η απόφαση αυτή τιμάται στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής με τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας.

Ελάσσονες διαφορές

Η Δυτική Εκκλησία επέβαλε την αγαμία των επισκόπων και των κληρικών όλων των βαθμών ενώ αντίθετα οι ιερείς της Ανατολικής Εκκλησίας πριν τη χειροτονία τους μπορούσαν να επιλέξουν τον έγγαμο βίο. Επίσης οι ιερωμένοι στη Δύση ήταν ελεύθεροι να ξυριστούν ή να αφήσουν γένια ενώ οι κληρικοί στην Ανατολή υποχρεούνταν να έχουν γενειάδα.

Ο τύπος άρτου που χρησιμοποιούνταν στην Θεία Κοινωνία (ένζυμος στην Ανατολή,άζυμος στη Δύση) και η ενθάρρυνση από τους δυτικούς της νηστείας του Σάββατου, πράξη που απαγορεύεται στους ορθοδόξους. Επιπλέον η κατανάλωση κρέατος από στραγγαλισμένα ζώα στη Δύση, θεωρούνταν από τους ανατολικούς άμεση παραβίαση της απόφασης της Αποστολικής Συνόδου της Ιερουσαλήμ που καταγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων κεφ. 15.

Το χρονικό του Σχίσματος

Το 1054 υπήρξε και πάλι μια σφοδρή διαμάχη. Συγκεκριμένα οι Νορμανδοί ανάγκαζαν τους Έλληνες στη βυζαντινή Νότια Ιταλία να προσαρμοστούν στις λατινικές πρακτικές αλλάζοντας τη γλώσσα τους. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Κηρουλάριος, αντιδρώντας απαίτησε να υιοθετήσουν οι λατινικές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ρωμαϊκό - "βυζαντινό" τυπικό.

Αρχείο:Μιχαήλ Κηρουλάριος.jpg
Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος ένθρονος (Μικρογραφία από το "Χρονικόν" του Ιωάννη Σκυλίτζη 12ος αιώνας)

Το 1053, εντούτοις, ο Κηρουλάριος έλαβε μια πιο κατευναστική τοποθέτηση και έγραψε στον παπά Λέοντα Θ΄, προσφερόμενος να αποκαταστήσει το όνομά του στα Δίπτυχα. Ως απάντηση σε αυτήν την προσφορά, και για να συζητήσουν τα θέματα των ελληνικών και λατινικών τυπικών, ο Λέων το 1054 απέστειλε τρεις απεσταλμένους του στην Κωνσταντινούπολη με επικεφαλής τον Καρδινάλιο - Λεγάτο Ουμβέρτο, Επίσκοπο της Silva Candida.

Οι απεσταλμένοι, όταν έγιναν δεκτοί από τον Κηρουλάριο, δε δημιούργησαν ευνοϊκή εντύπωση, ασκώντας έντονη ρητορεία ενάντια στις ρωμαϊκές θεολογικές θέσεις και επικρίνοντας την απροθυμία των ανατολικών Ρωμαίων να δεχτούν την προσθήκη του Filioque. Παραδίδοντάς του μια επιστολή από τον Πάπα αποχώρησαν χωρίς την ανταλλαγή των συνηθισμένων χαιρετισμών. Ο Πατριάρχης, αν και η επιστολή υπογράφονταν από το Λέοντα, λόγω του εχθρικού της τόνου και της διαφοράς μεταξύ των παλαιών και των νέων παπικών σφραγίδων, υπέθεσε ότι είχε συνταχθεί στην πραγματικότητα από τον Ουμβέρτο. Μετά από αυτό αρνήθηκε να έχει περαιτέρω επαφές με τους απεσταλμένους.

Τελικά το πρωί του Σαββάτου της 16 Ιουλίου 1054, και ενώ είχε αρχίσει η θεία Λειτουργία στο Ναό της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος και οι δύο άλλοι απεσταλμένοι του Πάπα εισήλθαν στο ναό και κατευθύνθηκαν στο Ιερό Βήμα. Εκεί κατέθεσαν ένα έγγραφο (μία παπική Βούλα) που περιείχε τον αφορισμό του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Κηρουλάριου πάνω στην Αγία Τράπεζα και απεχώρησαν αναθεματίζοντας τον Πατριάρχη ενώπιον του Αυτοκράτορα και του λαού που εκκλησιάζονταν εκείνη την στιγμή. Σημειώνεται πως ο Πάπας Λέων Θ΄ που το είχε υπογράψει είχε ήδη πεθάνει προ τριμήνου, στις 13 Απριλίου 1054. Καθώς δε πέρασε ο Καρδινάλιος μέσω της δυτικής πύλης, τίναξε τη σκόνη από τα πόδια του με τις λέξεις: "Videat Deus et judicet" (Βλέπει ο Θεός και κρίνει). Ένας Διάκονος έτρεξε και τον ικέτευσε να πάρει πίσω το έγγραφο. Ο Ουμβέρτος αρνήθηκε και ο Διάκονος το πέταξε στο δρόμο.

Σύμφωνα με το έργο Εκκλησιαστική Ιστορία του Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Βασίλειου Στεφανίδη, οι κατηγορίες που απηύθυναν μέσω του αφορισμού στους ποιμένες του Πατριαρχείου ήταν για σιμωνία αλλά και διότι «χειροτονούσιν ευνούχους, αναβαπτίζουσι τους λατίνους, θεωρούσιν έγκυρα μυστήρια μόνον τα ιδικά των, επιτρέπουσι γάμον εις κληρικούς, απέκοψαν το Filioque εκ του συμβόλου της Πίστεως, παν εν ζυμώσει θεωρούσιν έμψυχον, δεν βαφτίζουσι τα θνήσκοντα νήπια προ του καθαρμού της ογδόης ημέρας, δεν δίδουσι το βάπτισμα και την Θείαν Ευχαριστίαν εις κινδυνευούσας γυναίκας εν εμμήνω ή τοκετώ, τρέφουσι κόμην και γένεια και δεν δέχονται εις κοινωνίαν τους ταναντία πράττοντας κληρικούς. Ο Μιχαήλ ο Κηρουλάριος, νουθετηθείς υπό του Πάπα, εδείχθη αδιόρθωτος, ύβρισε τους λατίνους ως αζυμίτας, παντού λόγω και έργω κατεδίωξεν αυτούς εν τοις υιοίς αυτού ανεθεμάτισε την αποστολικήν έδραν».

Μετά από αυτό το γεγονός αποχώρησε αμέσως από την Κωνσταντινούπολη χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις της πράξης του, και στην επιστροφή του στην Ιταλία παρουσίασε το γεγονός ως μια μεγάλη νίκη της Ρώμης.

Στο σημείο αυτό σημειώνεται η επισήμανση πολλών ιστορικών ότι ο Πατριάρχης Μιχαήλ θα μπορούσε να επικαλεστεί την αντικανονικότητα της παπικής αυτής Βούλας, αφού ο Πάπας είχε πεθάνει πριν προκύψει το θέμα, αντίθετα όμως, εκείνος προέβη σε ενέργειες που όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Και 24 ώρες μετά την κατάθεση του κειμένου στην Αγία Τράπεζα ο Πατριάρχης συγκαλεί την Σύνοδο.

Έτσι στις 20 Ιουλίου ο Πατριάρχης Μιχαήλ και η Σύνοδος του Πατριαρχείου ανταπέδωσαν τα αυτά αναθεματίζοντας το περιεχόμενο του εγγράφου, τον Ουμβέρτο και τους άλλους απεσταλμένους, ως συντάκτες αυτού, όχι όμως και τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Όλα δε τα αντίγραφα του επίμαχου κειμένου ρίχθηκαν στην πυρά πλην ενός που κρατήθηκε καλά φυλαγμένο στο αρχείο του Πατριαρχείου. Με τις αποφάσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης συντάχθηκαν και οι Πατριάρχες της Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.

  • Την Κυριακή 24 Ιουλίου ο αναθεματισμός αναγνώστηκε επίσημα στην Αγία Σοφία.

Βέβαια όταν επιδόθηκε το έγγραφο των Αναθεμάτων από τους Λατίνους επισκόπους ο Πάπας Λέων ήταν ήδη νεκρός από τις 19 Απριλίου οπότε ιστορικά τίθεται εν αμφιβόλω η αντιπροσώπευσή του. Αλλά όταν ως διάδοχός του τοποθετήθηκε από το Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Γ' ο Φρειδερίκος της Λορένης (Πάπας Στέφανος Θ΄), ένας από τους δυο συνοδούς του Ουμβέρτου στην πρεσβεία του 1054, η κατάσταση, έναντι και των αντιφορισμών, παγιοποιήθηκε.

Κινήσεις για επανένωση

Αλλά ακόμα και μετά το 1054 οι φιλικές σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης συνεχίστηκαν. Πρώτοι οι Αυτοκράτορες κατέβαλαν πολλές και επίπονες προσπάθειες επανένωσης. Τα δύο μέρη της χριστιανοσύνης δεν είχαν επίγνωση ακόμη του μεγάλου χάσματος που τους χώριζε, και οι άνθρωποι και στις δύο πλευρές ήλπιζαν ότι οι παρανοήσεις θα μπορούσαν να τακτοποιηθούν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Η διαφωνία παρέμεινε κάτι για το οποίο οι απλοί Χριστιανοί στην ανατολή και τη δύση ήταν κατά μεγάλο μέρος απληροφόρητοι. Ήταν οι σταυροφορίες που κατέστησαν το σχίσμα οριστικό. Εισήγαγαν ένα νέο πνεύμα έχθρας και πικρίας, και έκαναν την πράξη των Αναθεματισμών γνωστή στο λαό.

Κατά τον 12ο αιώνα η Μαρωνίτικη Εκκλησία του Λιβάνου και της Συρίας ενώθηκε με την Καθολική Εκκλησία, διατηρώντας ταυτόχρονα το συριακό ρυθμό της Θείας Λειτουργίας. Τους επόμενους αιώνες μέχρι και τον 20ο πολλοί Ορθόδοξοι εισήλθαν σε πλήρη ένωση με την Καθολική Εκκλησία, δημιουργόντας έτσι τους Ελληνόρυθμους Καθολικούς, Ηνωμένους Ρωμαιοκαθολικούς ή Ουνίτες (Uniti). Το πρόβλημα των Ουνιτών είναι μία από τις βασικότερες δυσκολίες στην πορεία του διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Η κίνηση της Ουνίας καταδικάστηκε από την επιτροπή διαλόγου Ορθοδόξων και Καθολικών το 1990 στο Freising της Γερμανίας αλλά δεν υπήρξαν περεταίρω κινήσεις για τη λύση του θέματος από την πλευρά της Καθoλικής Εκκλησίας.

Έπρεπε να περάσουν 9 αιώνες μέχρι τελικά να βρεθούν στο τιμόνι των Εκκλησιών δύο μεγάλες μορφές, πραγματικοί Πνευματικοί Ηγέτες για να αρθούν τα αναθέματα. Το 1965 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ προχώρησαν σε από κοινού άρση των αναθεμάτων του 1054. Στις 27 Νοεμβρίου 1965 στην Κωνσταντινούπολη, με εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και με συντριπτική πλειοψηφία των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου, η Ιερά Σύνοδος αυτού σε ειδική τελετή άρει τις αποφάσεις του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου. Στη συνέχεια στις στις 7 Δεκεμβρίου 1965, κατά την διάρκεια της Β' Βατικάνειας Συνόδου στη Ρώμη και κατά ειδική τελετή ακολουθεί η κοινή ανακοίνωση Καθολικών και Ορθοδόξων που διαβάστηκε από τον Καρδινάλιο Αυγουστίνο Μπέα.

Από τις 7 έως τις 9 Μαΐου του 1999 μετά από πρόσκληση του Θεόκτιστου, Πατριάρχη της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ επισκέφθηκε τη Ρουμανία. Ήταν ο πρώτος Πάπας που επισκέφθηκε Ορθόδοξη χώρα μετά το Σχίσμα του 1054. Κατόπιν της Θείας Λειτουργίας, που τελέστηκε στο Πάρκο Ίζβορ στο Βουκουρέστι, το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί (αποτελούμενο από Ορθόδοξους κυρίως αλλά και Καθολικούς) φώναζε μαζί "Ένωση!". Σε ανταπόδωση της επίσκεψης ο Πατριάρχης Θεόκτιστος επισκέφθηκε το Βατικανό από τις 7 έως τις 14 Οκτωβρίου 2002.

Στις 4 Μαΐου 2001 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ πραγματοποίησε επίσκεψη στην Αθήνα. Συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο και ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τα επώδυνα τραύματα που προκάλεσαν στο παρελθόν οι Καθολικοί έναντι των Ορθοδόξων. Ζήτησε έλεος από το Θεό για την επούλωση των τραυμάτων του παρελθόντος και πρόσθεσε ότι πρέπει να σταματήσει η διαίρεση και να επιδειχθεί πνεύμα αγάπης.

Στις 27 Νοεμβρίου 2004 σε μία ένδειξη καλής θέλησης επεστράφησαν τα λείψανα των Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου από την Αγία Έδρα του Βατικανού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Τον Νοέμβριο του 2006, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' επισκέφθηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α' στην έδρα του Πατριαρχείου στο Φανάρι, συνεχίζοντας την παράδοση των "ειρηνικών επισκέψεων", που είχε εγκαινιάσει ο προκάτοχός του, Πάπας Παύλος ΣΤ' το 1967. Οι δύο προκαθήμενοι συνυπέγραψαν κοινή διακήρυξη που μεταξύ άλλων αφορούσε τις σχέσεις και τον διάλογο των δύο Εκκλησιών.

Υποσημειώσεις

  1. "Εκκλησία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 5, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 500.
  2. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, τόμ. Β', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 93.
  3. Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 87.
  4. Ό.π., σελ. 86-87.

Πρόσθετη ανάγνωση