Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Λαύρα

1.118 bytes προστέθηκαν, 11:42, 28 Νοεμβρίου 2008
Νέα σελίδα: Με τον ελληνικό όρο '''Λαύρα'' που σημαίνει ''δρόμος'' ή ''σοκάκι'', εννοείτο στην πρώιμη χριστιανική ...
Με τον ελληνικό όρο '''Λαύρα'' που σημαίνει ''δρόμος'' ή ''σοκάκι'', εννοείτο στην πρώιμη χριστιανική εκκλησία εκείνη η συγκέντρωση [[μοναχισμός|αναχωρητών]], που ζούσαν σε ξεχωριστές κατοικίες ή κελλιά και συναθροίζονταν μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές. Υπό τον ίδιο αργότερα απαντάται το όνομα μειζόνων και σημαντικών κοινοβιακών μονών. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελούν οι Λαύρες της [[Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία|Ρωσικής Εκκλησίας]] και ο ρόλος τους στη συνοχή και την εκπαίδευση της ρωσικής κοινωνίας, όπως επίσης και η Μεγάλη Λαύρα ή Λαύρα του όρους Άθως που ιδρύθηκε από τον [[άγιος|άγιο]] Αθανάσιο τον Αθωνίτη το [[962].
1.166
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης