Κακό

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το κακό είναι έννοια που νοείται πάντοτε σε συσχετισμό προς το αγαθό[1] και τις σημασίες που αποδίδονται στο αντίθετό του, "το καλό"[2] προς το οποίο και αντιτίθεται ριζικά[3]. Σύμφωνα με την πατερική γραμματεία "τίποτε άλλο δεν είναι το κακό παρά στέρηση του αγαθού, όπως και το σκότος είναι στέρηση του φωτός. Το αγαθό είναι φως νοητό, όπως και το κακό είναι σκότος νοητό"[4]. Κατά μία έννοια, "κακό" είναι κάθε τι που η κρίση μας απαξιώνει, θεωρεί ότι θα έπρεπε να εκλείπει, κάθε τι που διεγείρει την αποστροφή μας[5].

Το κακό ως "μη ον"

Είναι γεγονός ότι, αν και η "η χριστιανική διδασκαλία" είναι "πέρα για πέρα αντίθετη προς τη διαρχία" χρησιμοποιεί την έννοια της σύγκρουσης "θεϊκών και δαιμονικών δυνάμεων", στην περίπτωση αυτή όμως, "δανείζεται μονάχα το σχήμα της πάλης του καλού και του κακού" με το '"κακό" να παραμένει "ως πράγμα" ανύπαρκτο και να "εννοείται μονάχα ως διαβρωμένη...αγαθή πραγματικότητα"[6]. Κατά συνέπεια "είναι μη ον...δεν έχει...υπόσταση...αλλά είναι παρυπόσταση"[7]. Όπως σημειώνει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης:

"Διο ούτε υπόστασιν έχει το κακόν, αλλά παρυπόστασιν, του αγαθού ένεκα και ουχ εαυτού γινόμενου"[8].

Το κακό ως έλλειψη τελειότητας

Από τη στιγμή που δεχόμαστε τον Θεό ως την Πρώτη Αιτία των πάντων, ως Παντοδύναμο, Παντογνώστη, Πανταχού παρόντα και Άπειρο, κατά συνέπειαν, ως κακό ορίζουμε την έλλειψη αυτών των χαρακτηριστικών. Γιατί δεν μπορεί παρά η Πρώτη και Μοναδική Αιτία των πάντων, να αποτελεί το σημείο αναφοράς της κάθε έννοιας του υπαρκτού. Όμως εφ' όσον μόνο η Πρώτη Αιτία αυτή, μόνο ο Θεός, μπορεί να έχει τις ανωτέρω ιδιότητες, κατ' ανάγκην όλα τα κτίσματα τις στερούνται στον απόλυτο αυτό βαθμό. Γιατί όσα και αν γνωρίζει κάποιος, δεν μπορεί να είναι παντογνώστης, ούτε παντοδύναμος, ούτε πανταχού παρών, ούτε άπειρος. Η ομοιότητα του κτιστού με τον Άκτιστο Θεό, κατ' ανάγκην υπολείπεται του Θεού και θα υπολείπεται πάντα, όσο και αν τον προσεγγίσει.

Έτσι η έλλειψη του καλού, νοείται ως κακό. Γι' αυτό και στη Γένεση της Αγίας Γραφής, η κτίση του Θεού, δεν αναφέρεται ως τέλεια, αλλά λίαν καλή. Γιατί το λίαν καλό, υπολείπεται του τελείου. Αυτή η θεώρηση, δίνει και τη λύση, στο γιατί στον κόσμο του καλού Θεού, υπάρχει το κακό, δηλαδή το ατελές. Επειδή τίποτα δεν μπορεί να περιέχει το πλήρες και το τέλειο, εκτός μόνο του Θεού. Και εξηγεί την ύπαρξη της κτίσεως ως πορεία, από το λιγότερο καλό προς το Καλό. Αυτή η θεώρηση δίνει και το στόχο της πορείας της κτίσεως προς την αφθαρσία και το καθ' ομοίωσιν του Θεού, ως μία πορεία απελευθέρωσης από το μη ον, προς το Ον, που όμως είναι ατέρμονη, καθώς κινείται προς Τον Άπειρο Θεό.

Η προέλευση του ηθικού κακού

Το ηθικό κακό, δηλαδή το κακό που εξαρτάται και γίνεται από κάποια νοήμονα οντότητα, βρίσκει και αυτό την εξήγησή του, στην πορεία των κτισμάτων προς το καθ' ομοίωσιν του Θεού. Για να ομοιάσει κάποιος με τον Θεό, πρέπει κατ' ανάγκην να το επιλέξει αυτό ελεύθερα, όπως Ελεύθερος είναι ο Θεός, και ελεύθερα βουλήθηκε να είναι αυτό που είναι. Ομοίως, μόνο εν ελευθερία μπορεί κάποιος να επιλέξει την ομοίωσή του με τον ελεύθερο Θεό. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να δημιουργήσει ο Θεός όντα αναγκασμένα να ακολουθήσουν αυτή την πορεία, αλλά έπρεπε τα όντα αυτά, να επιλέξουν την πορεία αυτή, ή την αντίθετη.

Η αντίθετη επιλογή λοιπόν κάποιων νοημόνων κτισμάτων, από την πορεία προς το καθ' ομοίωσιν, οδηγεί κατ' ανάγκην σε στέρηση της ομοίωσης αυτής, (ακόμα και οπισθοδρόμηση μακρύτερα και από το κατά φύσιν της ανθρώπινης ουσίας), κάτι που είναι κατ' ουσίαν κακό, και οδηγεί σε αυτό που λέμε ηθικό κακό. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ηθικού κακού και αρχηγός των αποστατών από την πορεία αυτή, είναι το πνευματικό πλάσμα που γνωρίζουμε με το όνομα Διάβολος ή Σατανάς. Μαζί του και ένας μεγάλος αριθμός άλλων πνευματικών όντων, που έπεσαν πριν ακόμα από την πτώση του Αδάμ. Οι φορείς του ηθικού κακού λοιπόν, είναι κτίσματα που πλάσθηκαν σε αθωότητα από τον Θεό, και με τη δυνατότητα να ομοιάσουν σ' Αυτόν, ή να επιλέξουν τον δικό τους δρόμο, αλλά επέλεξαν τον λάθος δρόμο, που απομακρύνει από τον Θεό. Ο Θεός δεν πλάθει κτίσματα κακά, αλλά κτίσματα αθώα και ελεύθερα, που τα ίδια τα κτίσματα επιλέγουν την πορεία τους και τον τρόπο που θα πολιτευθούν στην κτίση του Θεού.

Υποσημειώσεις

  1. λήμμ. "Κακό, το", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 31, εκδ. Δίας, Αθήνα 2004.
  2. λήμμ. "Κακό", εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, τόμ. 14, Αθήνα 2004.
  3. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, ό.π..
  4. Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί διαβόλου και δαιμόνων στο Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 107.
  5. λήμμ. "Κακόν", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 07, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 198.
  6. Ματσούκας Α. Νίκος, Το πρόβλημα του κακού - Δοκίμιο πατερικής θεολογίας, 3η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 273.
  7. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Β' (Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 211.
  8. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, PG 3,732C.

Βιβλιογραφία

"Κατά Μανιχαίων Διάλογος" του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού.