Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Καισαροπαπισμός"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως [[Θε...)
 
 
(22 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Η [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως [[Θεοκρατία|Θεοκρατική]], είτε ως [[Καισαροπαπισμός|Καισαροπαπική]], εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου<ref>Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο ''Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία'', τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.</ref>.  
+
[[Καισαροπαπισμός]] ονομάζεται το σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία οφείλει να είναι υποταγμένη στην απόλυτη εξουσία του ''καίσαρα'', δηλαδή του κράτους<ref>"Kαισαροπαπισμος", εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 31, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005. </ref>. Αν και το σύστημα αυτό χαρακτήριζε κυρίως τα ειδωλολατρικά κράτη (όπως π.χ. οι μεγάλες θεοκρατικές μοναρχίες της Ανατολής, Αίγυπτος κλπ.)<ref>"καισαροπαπισμός", ''e-δομή'' (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ''ΔΟΜΗ''), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].</ref>, εν τούτοις η βαθύτερη εξέτασή του είναι αναγκαία και στην περίπτωση του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]].
 +
 
 +
Ως γνωστόν, ο χριστιανισμός γεννήθηκε και διαδόθηκε ανεξάρτητα από την κρατική εξουσία και μάλιστα βρέθηκε αντιμέτωπος με το πνεύμα της Ρωμαϊ­κής αυτοκρατορίας και υπέστη διωγμούς. Ωστόσο, μετά την αναγνώριση της Χριστιανικής θρησκείας πολιτειακά από τον [[Μέγας Κωνσταντίνος|Μέγα Κωνσταντίνο]], αρχίζουν οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας ''"να παρουσιάζουν μια ιδιομορφία που η εξέλιξη της απομάκρυνε, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, την όλη υπόθεση από τις βασικές αρχές, που ήταν αρχικά και παρέμεναν στη συνέχεια, τουλάχιστο θεωρητικά, αποδεκτές στην Ανατολή"''<ref>Ζαχαρόπουλος Νίκος, ''Ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα'', τόμ. Α'-Εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 65.</ref>.
 +
 
 +
Η [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] όμως, δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως [[Θεοκρατία|Θεοκρατική]]<ref>''"Δεν υπήρξε βυζαντινή θεοκρατία, εφ' όσον θεοκρατία υφίσταται όπου ταυτίζεται ο θείος με τον ανθρώπινον νόμον και όπου ταυτίζεται ο θρησκευτικός με τον πολιτικόν άρχοντα. Εις το Βυζάντιον δε δεν παρατηρείται ούτε το εν ούτε το άλλο. Επομένως άλλως πρέπει να τεθούν τα πράγματα..."'' (Χρήστου Παναγιώτης, στο περιοδ. ''Κληρονομία'', τόμ. 5, τεύχ. 2 (ΙΟΥΛ 1973), Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σελ. 436).</ref>, είτε ως [[Καισαροπαπισμός|Καισαροπαπική]], εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου<ref>Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο ''Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία'', τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.</ref>.  
  
 
Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο [[Βυζάντιο]] επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος<ref>βλ. Diehl Charles, ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: ''"H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη"''.</ref>, παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών<ref>(Βασίλειος Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181</ref>. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, ''"οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"''<ref>"caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).</ref>.  
 
Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο [[Βυζάντιο]] επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος<ref>βλ. Diehl Charles, ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: ''"H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη"''.</ref>, παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών<ref>(Βασίλειος Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181</ref>. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, ''"οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"''<ref>"caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).</ref>.  
Γραμμή 5: Γραμμή 9:
 
Σύμφωνα με τον π. [[Γεώργιος Μεταλληνός|Γεώργιο Μεταλληνό]], επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων<ref>Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, ''Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση'', Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24</ref>. Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν ''"η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"''<ref>Μπούμης Ι. Παναγιώτης, ''Κανονικόν Δίκαιον'', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182</ref> ενώ και ''οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689</ref>.
 
Σύμφωνα με τον π. [[Γεώργιος Μεταλληνός|Γεώργιο Μεταλληνό]], επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων<ref>Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, ''Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση'', Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24</ref>. Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν ''"η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"''<ref>Μπούμης Ι. Παναγιώτης, ''Κανονικόν Δίκαιον'', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182</ref> ενώ και ''οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689</ref>.
  
Αρκετοί είναι επίσης οι ερευνητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του ''Ευσεβίου'' και άλλες θέσεις τις οποίες χαρακτηρίζει ''"εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."''<ref>Φειδάς, ''Εκκλησιαστική Ιστορία...'', στο ίδιο, σελ. 428</ref>. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος ''"είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."''<ref>στο ίδιο, σελ. 430</ref>. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας ''"είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου"'' διαφορετικά, η σύνοδος ''"αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)"''<ref>στο ίδιο, σελ. 431</ref>. Συνεπώς ''"τα εγκώμια...του Ευσεβίου στον αυτοκράτορα δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως αποδεικτικά στοιχεία των δικαιωμάτων του βασιλιά στην Εκκλησία....Από την προσεκτική μελέτη...όλων των πηγών, και όχι μόνο των στοιχείων που παραθέτει ο Ευσέβιος, καταφαίνεται, ότι ο ρόλος του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά πράγματα ήταν κατά βάσιν προστατευτικός"''<ref>Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, ''Ιστορία Δογμάτων'', τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 67.</ref>.  
+
Όπως θα δούμε παρακάτω, δε συμμερίζονται όλοι οι ερευνητές τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, είναι η περιγραφή του ''Ευσεβίου'' και άλλες θέσεις, τις οποίες ο καθ. Ιω. Φειδάς χαρακτηρίζει ως ''"εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 428</ref>. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος ''"είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."''<ref>στο ίδιο, σελ. 430</ref>. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας ''"είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου"'' διαφορετικά, η σύνοδος ''"αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)"''<ref>στο ίδιο, σελ. 431</ref>. Συνεπώς ''"τα εγκώμια...του Ευσεβίου στον αυτοκράτορα δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως αποδεικτικά στοιχεία των δικαιωμάτων του βασιλιά στην Εκκλησία....Από την προσεκτική μελέτη...όλων των πηγών, και όχι μόνο των στοιχείων που παραθέτει ο Ευσέβιος, καταφαίνεται, ότι ο ρόλος του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά πράγματα ήταν κατά βάσιν προστατευτικός"''<ref>Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, ''Ιστορία Δογμάτων'', τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 67.</ref>.  
  
 
Αλλά και γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε ''"ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."''<ref>Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 1.</ref> και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος ''"της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"''<ref>ό.π., στ. 2.</ref> παραβλέπουν ότι ''"θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών"'' εφόσον βέβαια, ''"αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"''<ref>ό.π..</ref>.  
 
Αλλά και γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε ''"ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."''<ref>Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 1.</ref> και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος ''"της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"''<ref>ό.π., στ. 2.</ref> παραβλέπουν ότι ''"θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών"'' εφόσον βέβαια, ''"αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"''<ref>ό.π..</ref>.  
  
Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα περί ''Καισαροπαπισμού'' στο [[Βυζάντιο]], θα έπρεπε να επανεξεταστεί με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας<ref>Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), ''Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism'', Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.</ref>, αφού, πρώτον, ''"δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο"''<ref>"caesaropapism", Britannica, ό.π..</ref> και δεύτερον, ''"πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"''<ref>Στο ίδιο.</ref>. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της [[Εικονομαχία|εικονομαχικής έριδας]] η οποία ''"κράτησε περισσότερο από εκατό χρόνια, πράγμα που δείχνει τις βαθιές ρίζες αυτής της παράδοσης και πόσο ο καισαροπαπισμός μακροσκοπικά δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα. Τέτοια παραδείγματα και τέτοιες περιπέτειες είναι αρκετές στην ιστορία του Βυζαντίου, όπως είναι η απελπισμένη προσπάθεια βυζαντινών αυτοκρατόρων να επιτύχουν ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας"''<ref>Ιωάννου Δαμασκηνού, «''Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...''», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 20.</ref>, αλλά και πολλές άλλες που περιγράφονται στις παραγράφους που ακολουθούν:
+
Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα περί ''Καισαροπαπισμού'' στο [[Βυζάντιο]], θα έπρεπε να επανεξεταστεί με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας<ref>Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), ''Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism'', Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.</ref>, αφού, πρώτον, ''"δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο"''<ref>"caesaropapism", Britannica, ό.π..</ref> και δεύτερον, ''"πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"''<ref>Στο ίδιο.</ref>. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της [[Εικονομαχία|εικονομαχικής έριδας]] η οποία ''"κράτησε περισσότερο από εκατό χρόνια"'' αλλά και ''"η απελπισμένη προσπάθεια βυζαντινών αυτοκρατόρων να επιτύχουν ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας"''<ref>Ιωάννου Δαμασκηνού, «''Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...''», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 20.</ref>, γεγονός το οποίο αποτελεί ένα από τα ''"πειστικότερα επιχειρήματα κατά του βυζαντινού καισαροπαπισμού"'' καθώς, ο αυτοκράτορας αν και μπόρεσε ''"να καθαιρέσει τρεις διαφορετικούς πατριάρχες'' [...] ''δεν μπόρεσε να ελέγξει ή να προσβάλει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας και την ορθόδοξη πίστη της"''<ref>Meyendorff John, Παπαδάκης Αριστείδης, ''Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού. Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453'', ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 341.</ref>. Και οι περιπτώσεις αυτοκρατορικής αποτυχίας δεν είναι μόνο αυτές:
  
* ''"Ο Κωνσταντίνος...επέβαλε τον αρειανισμό"''<ref>Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 4.</ref> και ο ''"Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού, εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 341.</ref>.
+
*Απέτυχε ο Μ. Κωνσταντίνος όταν προσπάθησε να επιβάλλει συμβιβασμό με τον αρειανισμό ώστε να επιτύχει εκκλησιαστική ενότητα<ref>Βλ. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 483. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 4. </ref> αλλά και ο ''"Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού"'' και ''"εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία...'', ό.π., σελ. 341.</ref>.
  
* Καταγράφεται η ''"απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού"'' που ''"αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"''<ref>Καραμπελιάς Γιώργος, ''1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού'', Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.</ref>.
+
*Απέτυχε η ''"απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού"''. Η προσπάθεια αυτή ''"αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"''<ref>Καραμπελιάς Γιώργος, ''1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού'', Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.</ref>.
  
* Ο σφετεριστής ''"Βασιλίσκος [επέβαλε] τον Μονοφυσιτισμό"''<ref>λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..</ref>, ''"καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"''<ref>Σαββίδης Αλέξης, ''Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ.'', Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.</ref>.
+
*Απέτυχε ο σφετεριστής ''Βασιλίσκος'' να επιβάλει ''"τον Μονοφυσιτισμό"''<ref>λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..</ref>, όπως και όταν ''"καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"''<ref>Σαββίδης Αλέξης, ''Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ.'', Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.</ref>.
  
* Ο αυτοκράτορας ''"Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"''<ref>Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.</ref> και τελικά ''"παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> η οποία πλέον δεν μνημονευόταν ''"ως υποχρεωτική"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα'', 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.</ref>.
+
*Το ίδιο συνέβη όταν ο αυτοκράτορας ''"Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"''<ref>Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.</ref> και τελικά ''"παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> η οποία πλέον δεν μνημονευόταν ''"ως υποχρεωτική"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα'', 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.</ref>.
  
* Ο Ιουστινιανός ''"δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και </ref> με διάταγμα του 564 μ.Χ.<ref>Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον'', 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.</ref> και ''"όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"''<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', ''Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.'', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.</ref>.
+
*Απέτυχε και ο Ιουστινιανός όταν ''"δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και </ref> με διάταγμα του 564 μ.Χ.<ref>Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον'', 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.</ref> και ''"όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"''<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', ''Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.'', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.</ref>.
  
* Ο Ηράκλειος ''"επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> με την ''"Έκθεση"'' του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.<ref>Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.</ref>.
+
*Απέτυχε και ο Ηράκλειος όταν ''"επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> με την ''"Έκθεση"'' του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.<ref>Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.</ref>.
  
* Ο ''"Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι [επέβαλαν] την εικονομαχίαν"''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο.</ref>(η οποία μάλιστα ''εκφυλίσθηκε'' όταν έμεινε ''"χωρίς την αυτοκρατορική υποστήριξη"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 788.</ref>).  
+
*Επίσης απέτυχαν ο ''"Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι"'' όταν επέβαλαν ''"την εικονομαχίαν"''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο.</ref> (η οποία μάλιστα ''εκφυλίσθηκε'' όταν έμεινε ''"χωρίς την αυτοκρατορική υποστήριξη"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 788.</ref>).  
  
* H ''"προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους...βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτωρ αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"''<ref>Vasiliev Α.Α., ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.</ref>.
+
*Δεν έγινε αποδεκτή η ''"προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους"'' αφού ''"βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου [...] αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"''<ref>Vasiliev Α.Α., ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.</ref>.
  
* Η αυτοκρατορική πολιτική ''"εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν μαρτυρεί τάσεις προς καισαροπαπισμόν, ο οποίος όμως απέτυχεν"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που ''"στη σύνοδο του  1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"''<ref>Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, ''Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων'', Αθήνα 1995.</ref>.
+
*Απέτυχε η αυτοκρατορική πολιτική ''"εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που ''"στη σύνοδο του  1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"''<ref>Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, ''Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων'', Αθήνα 1995.</ref>.
  
Φαίνεται τελικά ότι η ''"πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό"'' δεν φαίνεται ικανή ''"να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."''<ref>Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.</ref>. Άλλωστε ''"ένας αυτοκράτορας των Χριστιανών...δεν ίσταται προ του θυσιαστηρίου, δεν τελεί τα μυστήρια, δεν φέρει τα τεκμήρια της Ιερωσύνης"''<ref>Φλορόφσκυ Γεώργιος, ''Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα'' (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 333.</ref>.
+
Φαίνεται τελικά ότι η ''"πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό"'' δεν φαίνεται ικανή ''"να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."''<ref>Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.</ref>. Άλλωστε ''"ένας αυτοκράτορας των Χριστιανών...δεν ίσταται προ του θυσιαστηρίου, δεν τελεί τα μυστήρια, δεν φέρει τα τεκμήρια της Ιερωσύνης"''<ref>Φλορόφσκυ Γεώργιος, ''Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα'' (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 333.</ref>. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το Βυζάντιο για Καισαροπαπισμό, με την έννοια της υποταγής της Εκκλησίας στην Πολιτεία<ref>Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), ''Η Ορθόδοξη Εκκλησία'' (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 73.</ref>. Εκκλησία και Πολιτεία σχημάτιζαν ένα οργανικό σύνολο, όμως μέσα σ' αυτόν τον οργανισμό υπήρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεία, ''"η ιερωσύνη (sacerdotium) και η αυτοκρατορική εξουσία (imperium)'' [...] ''και κανένα στοιχείο δεν εξασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω στό άλλο"''<ref>Ware Κάλλιστος, ''Η Ορθόδοξη Εκκλησία'', ό.π.</ref>.
  
 
Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:
 
Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:
Γραμμή 35: Γραμμή 39:
 
:''"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.</ref>.
 
:''"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.</ref>.
  
Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις, ''"ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής...[και] των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"''<ref>λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.</ref> και ακόμη περισσότερο, η αυτοκρατορική εξουσία συνάντησε πολύ σοβαρές αντιστάσεις ώστε να μην κατορθώσει ποτέ ''"να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το [[δόγμα]] και τα [[Ιερά Μυστήρια|μυστήρια]]"''<ref>Deno J. Geanakoplos, ό.π., σελ. 397: ''"Αs we have shown, the em­peror was never able successfully to penetrate into the church's inner core, the more spiritual form relating to dogma and the sacraments"''.</ref>.
+
Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, ''"ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής"'' και ''"των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"''<ref>λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.</ref>. Ασφαλώς, η μικροσκοπική ''"εξέταση των ιστορικών γεγονότων δείχνει πως καισαροπαπικές επιβολές έγιναν πάμπολλες, σε περιπτώσεις κυρίως διοικητικές και σε εκλογές εκκλησιαστικών ηγετών"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία''', τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 457.</ref>. Εξετάζοντας όμως με μια ''"μακροσκοπική θεώρηση"'' τη σύγκρουση αυτοδιοικούμενης Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας<ref>Ματσούκας, ''Δογματική...'', Β΄, σελ. 458.</ref>, ο ''"καισαροπαπισμός δεν κατόρθωσε τίποτα ουσιαστικό σε σοβαρά ζητήματα της Αυτοκρατορίας"''<ref>Ματσούκας, ''Δογματική...'', Β΄, σελ. 457.</ref>, ιδιαίτερα σε εκείνα τα οποία η Εκκλησία θεωρούσε ως ζωτικής σημασίας<ref>Ματσούκας, ''Δογματική...'', Β΄, σελ. 458.</ref>, με αποτέλεσμα, η αυτοκρατορική εξουσία να μην κατορθώσει ποτέ ''"να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το [[δόγμα]] και τα [[Ιερά Μυστήρια|μυστήρια]]"''<ref>Deno J. Geanakoplos, ό.π., σελ. 397: ''"Αs we have shown, the em­peror was never able successfully to penetrate into the church's inner core, the more spiritual form relating to dogma and the sacraments"''.</ref>.  
  
Κατά συνέπεια, ο όρος ''Καισαροπαπισμός'' ''"έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της [[Βυζάντιο|Βυζαντινής]] πολιτικής πραγματικότητας"''<ref>Στο πρωτότυπο: ''"The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality."'' (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", ''The Oxford Dictionary of Byzantium'', Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).</ref>.
+
Κατά συνέπεια, ο όρος ''Καισαροπαπισμός'' ''"έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της [[Βυζάντιο|Βυζαντινής]] πολιτικής πραγματικότητας"''<ref>Στο πρωτότυπο: ''"The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality."'' (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", ''The Oxford Dictionary of Byzantium'', Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).</ref>. Μάλιστα, ο άγιος [[Μάξιμος Ομολογητής]] (7ος αι.), στον αγώνα του εναντίον των διαταγμάτων του Ηρακλείου και του Κώνσταντος Β΄, διατύπωσε σαφείς απόψεις που ''"δείχνουν το ισχύον βυζαντινό πρότυπο"''<ref>Ματσούκας, ''Δογματική...'', Β΄, σελ. 456.</ref>:
 +
 
 +
:''"Και ουδείς των βασιλέων ηδυνήθη μέσαις φωναίς πείσαι τους θεηγόρους πατέρας συμβιβασθήναι τοις επί αυτών αιρετίζουσιν αλλά ταις τραναίς και κυρίαις και καταλλήλοις τω ζητουμένω δόγματι εκέχρηντο, λέγοντες προφανώς ότι ιερέων εστί το ζητείν και ορίζεσθαι περί των σωτηρίων δογμάτων της Καθολικής Εκκλησίας. Και είπας· τι ουν; ουκ έστι πας βασιλεύς χριστιανός και ιερεύς; Και είπον ουκ έστιν ουδέ γαρ παρίσταται θυσιαστηρίω"''<ref>Μαξίμου Ομολογητού, ''Εξήγησις της κινήσεως'', ''PG'' 90,117ΑΒ.</ref>.
 +
 
 +
Στην πραγματικότητα, ο χαρακτηρισμός του βυζαντινού συστήματος ως ''καισαροπαπισμός'', είχε σκοπό δυσφημιστικό, τελικά όμως ''"απορρίφθηκε εμφαντικά από πολλούς ικανούς μελετητές του Βυζαντίου σαν πλήρης παρανόηση, σαν προκατειλημμένος αναχρονισμός"''<ref>Φλορόφσκυ Γεώργιος, ''Χριστιανισμός και πολιτισμός'' (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 98.</ref>. Σε αιρετικούς αυτοκράτορες δεν υπήρξε υπακοή<ref>Μέγιεντορφ Ιωάννης, ''Η Βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία'' (μτφρ. Μόσχος Δημήτρης), Αρμός, Αθήνα 1990, σελ. 19.</ref>. Σημαντικά εκκλησιαστικά πρόσωπα όπως ο [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας]] (+373), ο [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος]] (+407), ο [[Μάξιμος ο Ομολογητής]] (+662), ο [[Ιωάννης ο Δαμασκηνός]] (+750), ο [[Θεόδωρος ο Στουδίτης]] (+826), αντιστάθηκαν στην αυτοκρατορική εξουσία, ενώ, η μνήμη πολλών αυτοκρατόρων, ειδικά του ''Κωνσταντίου'' του Α΄ (337-361), του ''Λέοντος'' του Γ΄ (717-741), του ''Κωνσταντίνου'' του Ε΄ (του ''Κοπρωνύμου'') (741-775) και του ''Μιχαήλ'' του Η΄ (1250-1282), αναθεματίστηκαν επίσημα, επειδή υποστήριξαν ετερόδοξες διδασκαλίες<ref>Μέγιεντορφ, ''Η Βυζαντινή κληρονομιά...'', ό.π.</ref>.
  
 
==Υποσημειώσεις==
 
==Υποσημειώσεις==
Γραμμή 49: Γραμμή 57:
  
 
[[Κατηγορία:Πολιτική θεολογία]]
 
[[Κατηγορία:Πολιτική θεολογία]]
 +
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Κ]]
 +
 +
[[en:Caesaropapism]]

Τελευταία αναθεώρηση της 20:07, 20 Νοεμβρίου 2011

Καισαροπαπισμός ονομάζεται το σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία οφείλει να είναι υποταγμένη στην απόλυτη εξουσία του καίσαρα, δηλαδή του κράτους[1]. Αν και το σύστημα αυτό χαρακτήριζε κυρίως τα ειδωλολατρικά κράτη (όπως π.χ. οι μεγάλες θεοκρατικές μοναρχίες της Ανατολής, Αίγυπτος κλπ.)[2], εν τούτοις η βαθύτερη εξέτασή του είναι αναγκαία και στην περίπτωση του Χριστιανισμού.

Ως γνωστόν, ο χριστιανισμός γεννήθηκε και διαδόθηκε ανεξάρτητα από την κρατική εξουσία και μάλιστα βρέθηκε αντιμέτωπος με το πνεύμα της Ρωμαϊ­κής αυτοκρατορίας και υπέστη διωγμούς. Ωστόσο, μετά την αναγνώριση της Χριστιανικής θρησκείας πολιτειακά από τον Μέγα Κωνσταντίνο, αρχίζουν οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας "να παρουσιάζουν μια ιδιομορφία που η εξέλιξη της απομάκρυνε, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, την όλη υπόθεση από τις βασικές αρχές, που ήταν αρχικά και παρέμεναν στη συνέχεια, τουλάχιστο θεωρητικά, αποδεκτές στην Ανατολή"[3].

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία όμως, δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως Θεοκρατική[4], είτε ως Καισαροπαπική, εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου[5].

Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Βυζάντιο επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος[6], παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών[7]. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"[8].

Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων[9]. Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"[10] ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι[11].

Όπως θα δούμε παρακάτω, δε συμμερίζονται όλοι οι ερευνητές τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, είναι η περιγραφή του Ευσεβίου και άλλες θέσεις, τις οποίες ο καθ. Ιω. Φειδάς χαρακτηρίζει ως "εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."[12]. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος "είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."[13]. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας "είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου" διαφορετικά, η σύνοδος "αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)"[14]. Συνεπώς "τα εγκώμια...του Ευσεβίου στον αυτοκράτορα δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως αποδεικτικά στοιχεία των δικαιωμάτων του βασιλιά στην Εκκλησία....Από την προσεκτική μελέτη...όλων των πηγών, και όχι μόνο των στοιχείων που παραθέτει ο Ευσέβιος, καταφαίνεται, ότι ο ρόλος του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά πράγματα ήταν κατά βάσιν προστατευτικός"[15].

Αλλά και γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε "ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."[16] και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος "της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"[17] παραβλέπουν ότι "θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών" εφόσον βέβαια, "αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"[18].

Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα περί Καισαροπαπισμού στο Βυζάντιο, θα έπρεπε να επανεξεταστεί με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας[19], αφού, πρώτον, "δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο"[20] και δεύτερον, "πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"[21]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της εικονομαχικής έριδας η οποία "κράτησε περισσότερο από εκατό χρόνια" αλλά και "η απελπισμένη προσπάθεια βυζαντινών αυτοκρατόρων να επιτύχουν ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας"[22], γεγονός το οποίο αποτελεί ένα από τα "πειστικότερα επιχειρήματα κατά του βυζαντινού καισαροπαπισμού" καθώς, ο αυτοκράτορας αν και μπόρεσε "να καθαιρέσει τρεις διαφορετικούς πατριάρχες [...] δεν μπόρεσε να ελέγξει ή να προσβάλει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας και την ορθόδοξη πίστη της"[23]. Και οι περιπτώσεις αυτοκρατορικής αποτυχίας δεν είναι μόνο αυτές:

  • Απέτυχε ο Μ. Κωνσταντίνος όταν προσπάθησε να επιβάλλει συμβιβασμό με τον αρειανισμό ώστε να επιτύχει εκκλησιαστική ενότητα[24] αλλά και ο "Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού" και "εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"[25].
  • Απέτυχε η "απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού". Η προσπάθεια αυτή "αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"[26].
  • Απέτυχε ο σφετεριστής Βασιλίσκος να επιβάλει "τον Μονοφυσιτισμό"[27], όπως και όταν "καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"[28].
  • Το ίδιο συνέβη όταν ο αυτοκράτορας "Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"[29] και τελικά "παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"[30] η οποία πλέον δεν μνημονευόταν "ως υποχρεωτική"[31].
  • Απέτυχε και ο Ιουστινιανός όταν "δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"[32] με διάταγμα του 564 μ.Χ.[33] και "όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"[34].
  • Απέτυχε και ο Ηράκλειος όταν "επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"[35] με την "Έκθεση" του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.[36].
  • Επίσης απέτυχαν ο "Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι" όταν επέβαλαν "την εικονομαχίαν"[37] (η οποία μάλιστα εκφυλίσθηκε όταν έμεινε "χωρίς την αυτοκρατορική υποστήριξη"[38]).
  • Δεν έγινε αποδεκτή η "προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους" αφού "βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου [...] αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"[39].
  • Απέτυχε η αυτοκρατορική πολιτική "εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν"[40] όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που "στη σύνοδο του 1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"[41].

Φαίνεται τελικά ότι η "πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό" δεν φαίνεται ικανή "να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."[42]. Άλλωστε "ένας αυτοκράτορας των Χριστιανών...δεν ίσταται προ του θυσιαστηρίου, δεν τελεί τα μυστήρια, δεν φέρει τα τεκμήρια της Ιερωσύνης"[43]. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το Βυζάντιο για Καισαροπαπισμό, με την έννοια της υποταγής της Εκκλησίας στην Πολιτεία[44]. Εκκλησία και Πολιτεία σχημάτιζαν ένα οργανικό σύνολο, όμως μέσα σ' αυτόν τον οργανισμό υπήρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεία, "η ιερωσύνη (sacerdotium) και η αυτοκρατορική εξουσία (imperium) [...] και κανένα στοιχείο δεν εξασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω στό άλλο"[45].

Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:

"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"[46].

Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, "ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής" και "των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"[47]. Ασφαλώς, η μικροσκοπική "εξέταση των ιστορικών γεγονότων δείχνει πως καισαροπαπικές επιβολές έγιναν πάμπολλες, σε περιπτώσεις κυρίως διοικητικές και σε εκλογές εκκλησιαστικών ηγετών"[48]. Εξετάζοντας όμως με μια "μακροσκοπική θεώρηση" τη σύγκρουση αυτοδιοικούμενης Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας[49], ο "καισαροπαπισμός δεν κατόρθωσε τίποτα ουσιαστικό σε σοβαρά ζητήματα της Αυτοκρατορίας"[50], ιδιαίτερα σε εκείνα τα οποία η Εκκλησία θεωρούσε ως ζωτικής σημασίας[51], με αποτέλεσμα, η αυτοκρατορική εξουσία να μην κατορθώσει ποτέ "να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια"[52].

Κατά συνέπεια, ο όρος Καισαροπαπισμός "έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της Βυζαντινής πολιτικής πραγματικότητας"[53]. Μάλιστα, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής (7ος αι.), στον αγώνα του εναντίον των διαταγμάτων του Ηρακλείου και του Κώνσταντος Β΄, διατύπωσε σαφείς απόψεις που "δείχνουν το ισχύον βυζαντινό πρότυπο"[54]:

"Και ουδείς των βασιλέων ηδυνήθη μέσαις φωναίς πείσαι τους θεηγόρους πατέρας συμβιβασθήναι τοις επί αυτών αιρετίζουσιν αλλά ταις τραναίς και κυρίαις και καταλλήλοις τω ζητουμένω δόγματι εκέχρηντο, λέγοντες προφανώς ότι ιερέων εστί το ζητείν και ορίζεσθαι περί των σωτηρίων δογμάτων της Καθολικής Εκκλησίας. Και είπας· τι ουν; ουκ έστι πας βασιλεύς χριστιανός και ιερεύς; Και είπον ουκ έστιν ουδέ γαρ παρίσταται θυσιαστηρίω"[55].

Στην πραγματικότητα, ο χαρακτηρισμός του βυζαντινού συστήματος ως καισαροπαπισμός, είχε σκοπό δυσφημιστικό, τελικά όμως "απορρίφθηκε εμφαντικά από πολλούς ικανούς μελετητές του Βυζαντίου σαν πλήρης παρανόηση, σαν προκατειλημμένος αναχρονισμός"[56]. Σε αιρετικούς αυτοκράτορες δεν υπήρξε υπακοή[57]. Σημαντικά εκκλησιαστικά πρόσωπα όπως ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας (+373), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407), ο Μάξιμος ο Ομολογητής (+662), ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (+750), ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (+826), αντιστάθηκαν στην αυτοκρατορική εξουσία, ενώ, η μνήμη πολλών αυτοκρατόρων, ειδικά του Κωνσταντίου του Α΄ (337-361), του Λέοντος του Γ΄ (717-741), του Κωνσταντίνου του Ε΄ (του Κοπρωνύμου) (741-775) και του Μιχαήλ του Η΄ (1250-1282), αναθεματίστηκαν επίσημα, επειδή υποστήριξαν ετερόδοξες διδασκαλίες[58].

Υποσημειώσεις

  1. "Kαισαροπαπισμος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 31, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  2. "καισαροπαπισμός", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  3. Ζαχαρόπουλος Νίκος, Ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα, τόμ. Α'-Εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 65.
  4. "Δεν υπήρξε βυζαντινή θεοκρατία, εφ' όσον θεοκρατία υφίσταται όπου ταυτίζεται ο θείος με τον ανθρώπινον νόμον και όπου ταυτίζεται ο θρησκευτικός με τον πολιτικόν άρχοντα. Εις το Βυζάντιον δε δεν παρατηρείται ούτε το εν ούτε το άλλο. Επομένως άλλως πρέπει να τεθούν τα πράγματα..." (Χρήστου Παναγιώτης, στο περιοδ. Κληρονομία, τόμ. 5, τεύχ. 2 (ΙΟΥΛ 1973), Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σελ. 436).
  5. Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.
  6. βλ. Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: "H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη".
  7. (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181
  8. "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
  9. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24
  10. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182
  11. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689
  12. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 428
  13. στο ίδιο, σελ. 430
  14. στο ίδιο, σελ. 431
  15. Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 67.
  16. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 1.
  17. ό.π., στ. 2.
  18. ό.π..
  19. Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.
  20. "caesaropapism", Britannica, ό.π..
  21. Στο ίδιο.
  22. Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 20.
  23. Meyendorff John, Παπαδάκης Αριστείδης, Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού. Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 341.
  24. Βλ. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 483. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 4.
  25. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία..., ό.π., σελ. 341.
  26. Καραμπελιάς Γιώργος, 1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού, Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.
  27. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..
  28. Σαββίδης Αλέξης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.
  29. Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.
  30. ΘΗΕ, ό.π..
  31. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.
  32. ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και
  33. Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.
  34. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ., Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.
  35. ΘΗΕ, ό.π..
  36. Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.
  37. ΘΗΕ, στο ίδιο.
  38. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 788.
  39. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.
  40. ΘΗΕ, ό.π..
  41. Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων, Αθήνα 1995.
  42. Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.
  43. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 333.
  44. Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 73.
  45. Ware Κάλλιστος, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ό.π.
  46. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.
  47. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.
  48. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 457.
  49. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 458.
  50. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 457.
  51. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 458.
  52. Deno J. Geanakoplos, ό.π., σελ. 397: "Αs we have shown, the em­peror was never able successfully to penetrate into the church's inner core, the more spiritual form relating to dogma and the sacraments".
  53. Στο πρωτότυπο: "The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality." (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", The Oxford Dictionary of Byzantium, Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).
  54. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 456.
  55. Μαξίμου Ομολογητού, Εξήγησις της κινήσεως, PG 90,117ΑΒ.
  56. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Χριστιανισμός και πολιτισμός (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 98.
  57. Μέγιεντορφ Ιωάννης, Η Βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Μόσχος Δημήτρης), Αρμός, Αθήνα 1990, σελ. 19.
  58. Μέγιεντορφ, Η Βυζαντινή κληρονομιά..., ό.π.

Βιβλιογραφία

Η αναφερόμενη στις υποσημειώσεις βιβλιογραφία.

Δείτε επίσης