Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιππόλυτος Ρώμης"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Ο βίος του)
μ (Ο βίος του)
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
 
Παραδόξως οι πρώτοι ιστορικοί δεν αναφέρουν τον τόπο δράσεώς του ([[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσέβιος]], [[Ιερώνυμος]]), αλλά οι μετέπειτα ιστορικοί ([[Λεόντιος Βυζάντιος]], [[Αναστάσιος Σιναΐτης]]) τον αναφέρουν σαφώς. Η αιτία  είναι ότι δεν μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν την επισκοπεία του στη Ρώμη, κάτι λογικό, αφού είτε συνυπήρξε επίσκοπος σχισματικά, είτε καθόλου. Η δράση του Ιππόλυτου αρχικώς προσδιορίζεται επί εποχής [[Ζεφυρίνος Ρώμης|Ζεφυρίνου Ρώμης]] (198-217), ίσως και νωρίτερα -επί Βίκτορα Ρώμης<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374</ref>, οπότε και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από την εποχή αυτή καταγράφει πλήθος συγγραμμάτων, κατά βάση αντιαιρετικά, αλλά και δογματικά, οργανωτικά και ποιμαντικά. Η φήμη του είχε υπερβεί μάλιστα τα όρια της Ρώμης, σε σημείο ο [[Ωριγένης]] να βρεθεί στη Ρώμη για να τον ακούσει<ref>Ιερώνυμος De viris illustribus 61</ref>. Ο ίδιος υπήρξε φλογερός κήρυκας, με ισχυρή προσωπικότητα, που αντιμετώπιζε τα προβλήματα της εκκλησίας με οξύτητα, πολλές φορές επικίνδυνη για την ειρήνη της<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370</ref>. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, ήταν να έρχεται σε σύγκρουση με τις όποιες αιρετικές αποκλίσεις και ιδίως τους [[Μοναρχιανισμός|μοναρχιανούς]]<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721</ref>. Γι αυτό και χαρακτηρίζεται ως άκαμπτος χαρακτήρας, εν αντιθέσει με τον ευέλικτο [[Κάλλιστος Ρώμης|Κάλλιστο]], ο οποίος κατά το τέλος της ζωής του Ζεφυρίνου, ήταν ο ανταγωνιστής στον επισκοπικό θώκο.  
 
Παραδόξως οι πρώτοι ιστορικοί δεν αναφέρουν τον τόπο δράσεώς του ([[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσέβιος]], [[Ιερώνυμος]]), αλλά οι μετέπειτα ιστορικοί ([[Λεόντιος Βυζάντιος]], [[Αναστάσιος Σιναΐτης]]) τον αναφέρουν σαφώς. Η αιτία  είναι ότι δεν μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν την επισκοπεία του στη Ρώμη, κάτι λογικό, αφού είτε συνυπήρξε επίσκοπος σχισματικά, είτε καθόλου. Η δράση του Ιππόλυτου αρχικώς προσδιορίζεται επί εποχής [[Ζεφυρίνος Ρώμης|Ζεφυρίνου Ρώμης]] (198-217), ίσως και νωρίτερα -επί Βίκτορα Ρώμης<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374</ref>, οπότε και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από την εποχή αυτή καταγράφει πλήθος συγγραμμάτων, κατά βάση αντιαιρετικά, αλλά και δογματικά, οργανωτικά και ποιμαντικά. Η φήμη του είχε υπερβεί μάλιστα τα όρια της Ρώμης, σε σημείο ο [[Ωριγένης]] να βρεθεί στη Ρώμη για να τον ακούσει<ref>Ιερώνυμος De viris illustribus 61</ref>. Ο ίδιος υπήρξε φλογερός κήρυκας, με ισχυρή προσωπικότητα, που αντιμετώπιζε τα προβλήματα της εκκλησίας με οξύτητα, πολλές φορές επικίνδυνη για την ειρήνη της<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370</ref>. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, ήταν να έρχεται σε σύγκρουση με τις όποιες αιρετικές αποκλίσεις και ιδίως τους [[Μοναρχιανισμός|μοναρχιανούς]]<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721</ref>. Γι αυτό και χαρακτηρίζεται ως άκαμπτος χαρακτήρας, εν αντιθέσει με τον ευέλικτο [[Κάλλιστος Ρώμης|Κάλλιστο]], ο οποίος κατά το τέλος της ζωής του Ζεφυρίνου, ήταν ο ανταγωνιστής στον επισκοπικό θώκο.  
  
Η σύγκρουση των δύο ανδρών έγινε ορατή και έντονη όταν ο Ιππόλυτος κατηγόρησε τον Κάλλιστο πως εξέφραζε μοναρχιανικές απόψεις. Ο Κάλλιστος ανταπέδωσε κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως διθεΐτη. Ο μεν Ιππόλυτος μιλούσε για υποταγή του Λόγου, ο δε Κάλλιστος αντιμετώπιζε το θέμα υπό το πρίσμα της εκκλησιαστικής παρουσίας της τριάδος<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721</ref>. Η άποψη του Ιππόλυτου ότι ο Κάλλιστος, ήταν κοινωνός Σαβελλινιαστικών απόψεων, ήταν μάλλον υπερβολική, αφού ο Κάλλιστος είχε καταδικάσει και απορρίψει τον Σαβελιανισμό<ref>Κατά Αιρέσεων 9, 7</ref>, όχι όμως και η ανοχή που επεδείκνυε εξ αιτίας της βοήθειας που λάμβανε στον αγώνα ενάντια των [[Μοντανισμός|Μοντανιστών]]<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 371</ref>. Η διαφωνία όμως επεκτάθηκε και στο ζήτημα της μετανοίας, όπου ο Κάλλιστος είχε εισάγει τη συγχώρηση των βαρέων αμαρτημάτων, ακόμα και στους κληρικούς<ref>Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία Α΄, σελ. 295</ref>. Οι "αυστηροί" της Ρώμης τελικά εξεγέρθηκαν και εξέλεξαν νέο επίσκοπο τον Ιππόλυτο, απορρίπτοντας τον Κάλλιστο, χαρακτηρίζοντας τους ακολούθους του, ως "σχολή". Η άποψη πάντως ότι εξελέγη επίσκοπος, από μερικούς θεολόγους αμφισβητείται<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374</ref>. Το σχίσμα αυτό ονομάστηκε [[Σχίσμα Ιππολύτου]].
+
Η σύγκρουση των δύο ανδρών έγινε ορατή και έντονη όταν ο Ιππόλυτος κατηγόρησε τον Κάλλιστο πως εξέφραζε μοναρχιανικές απόψεις. Ο Κάλλιστος ανταπέδωσε κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως διθεΐτη. Ο μεν Ιππόλυτος φαινόταν να μιλά για υποταγή του Λόγου, στην προσπάθεια να αποκρούσει τους μοναρχιανούς, ο δε Κάλλιστος αντιμετώπιζε το θέμα υπό το πρίσμα της εκκλησιαστικής παρουσίας της τριάδος, με πιθανές μοναρχιανίζουσες απόψεις<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721</ref>. Η άποψη του Ιππόλυτου ότι ο Κάλλιστος, ήταν κοινωνός Σαβελλινιαστικών απόψεων, ήταν μάλλον υπερβολική, αφού ο Κάλλιστος είχε καταδικάσει και απορρίψει τον Σαβελιανισμό<ref>Κατά Αιρέσεων 9, 7</ref>. Από την άλλη ήταν πραγματικότητα ότι επεδείκνυε μία σχετική ανοχή υπέρ τους, εξ αιτίας της βοήθειας που λάμβανε στον αγώνα ενάντια των [[Μοντανισμός|Μοντανιστών]]<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 371</ref>. Η διαφωνία όμως επεκτάθηκε και στο ζήτημα της μετανοίας, όπου ο Κάλλιστος είχε εισάγει τη συγχώρηση των βαρέων αμαρτημάτων, ακόμα και στους κληρικούς<ref>Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία Α΄, σελ. 295</ref>. Οι "αυστηροί" της Ρώμης τελικά εξεγέρθηκαν και εξέλεξαν νέο επίσκοπο τον Ιππόλυτο, απορρίπτοντας τον Κάλλιστο, χαρακτηρίζοντας τους ακολούθους του, ως "σχολή" και "διδασκαλείο". Η άποψη πάντως ότι εξελέγη επίσκοπος, από μερικούς θεολόγους αμφισβητείται<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374</ref>.
  
Η πιθανή επισκοπεία του διήρκεσε και επί [[Ουρβάνος Ρώμης|Ουρβάνου]] (222-230) και [[Ποντιανός Ρώμης|Ποντιανού]] (230-236). Κατά τον 235 ο Μαξιμίνος Θράκας εξαπέλυσε διωγμό, όπου τόσο ο Ποντιανός όσο και ο Ιππόλυτος εξορίστηκαν στη Σαρδηνία. Εκεί σύμφωνα με τον Προυδέντιο<ref>Peristephanon 11, 153 κ.ε.</ref>, συμφιλιώθηκαν, παύοντας το σχίσμα. Στη Σαρδηνία επίσης φαίνεται να εκοιμήθη ο Ιππόλυτος περί το 236, κάτω από βάρβαρη μεταχείριση<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 722</ref>. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι ο Ιππόλυτος στο [[Λιβεριανός Κατάλογος|Λιβεριανό κατάλογο]], αναφέρεται ως μάρτυρας και πρεσβύτερος, όχι όμως και ως επίσκοπος<ref>Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 440</ref>. Η μνήμη του τιμάται την 30 Ιανουαρίου.
+
Η πιθανή επισκοπεία του διήρκεσε και επί [[Ουρβάνος Ρώμης|Ουρβάνου]] (222-230) και [[Ποντιανός Ρώμης|Ποντιανού]] (230-236). Κατά τον 235 ο Μαξιμίνος Θράκας εξαπέλυσε διωγμό, όπου τόσο ο Ποντιανός όσο και ο Ιππόλυτος εξορίστηκαν στη Σαρδηνία. Εκεί σύμφωνα με τον Προυδέντιο<ref>Peristephanon 11, 153 κ.ε.</ref>, συμφιλιώθηκαν, παύοντας το σχίσμα. Στη Σαρδηνία επίσης φαίνεται να εκοιμήθη ο Ιππόλυτος περί το 236, κάτω από βάρβαρη μεταχείριση<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 722</ref>. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι ο Ιππόλυτος στο [[Λιβεριανός Κατάλογος|Λιβεριανό κατάλογο]], αναφέρεται ως [[μάρτυρας]] και [[πρεσβύτερος]], όχι όμως και ως [[επίσκοπος]]<ref>Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 440</ref>. Η μνήμη του τιμάται την 30 Ιανουαρίου.
  
 
==Η γραμματεία του==
 
==Η γραμματεία του==

Αναθεώρηση της 19:24, 3 Νοεμβρίου 2009

Ιππόλυτος Ρώμης
Hippolytus martyrdom.jpg
Το μαρτύριο του Αγίου Ιππολύτου (σύμφωνα με το θρύλο του Προυδέντιου)
Γέννηση περ. 170
Κοίμηση περ. 236
Εορτασμός 30 Ιανουαρίου
Σημαντικές ημερομηνίες
Τίτλος Εκκλησιαστικός συγγραφέας


Ο Ιππόλυτος Ρώμης, είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έδρασε κατά τη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου αιώνα στη Ρώμη. Αντλούσε πιθανώς την καταγωγή του από την περιοχή της σημερινής Γαλλίας και αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της εποχής του. Για το βίο του διασώζονται λίγες πληροφορίες, αλλά έχει διασωθεί σημαντικό μέρος της γραμματείας του, καθώς ο ίδιος αποτέλεσε ένα από τους γονιμότερους συγγραφείς της εποχής του. Εκοιμήθη εξορισμένος, περί τα μέσα του Γ΄ αιώνος, στη Σαρδηνία.

Ο βίος του

Η εικόνα περί του βίου του Ιππολύτου, αλλά και της προσωπικότητάς, κατά βάση οφείλονται σε σύγχρονες ανακαλύψεις παρά στα αρχαία συγγράμματα. Οι ανακαλύψεις αυτές ήταν τόσο σημαντικές, και ιδίως του συγγράμματός του "Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος" που ανευρέθη κατά το 1842, που αν δεν τις είχαμε, θα είχαμε μία μάλλον ελλιπή και συγκεχυμένη εικόνα[1], εξ αιτίας των αντιφατικών πληροφοριών που μας δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς[2]. Η εικόνα που έχουμε αποκτήσει σήμερα είναι κατά γενική ομολογία αποδεκτή από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, αν και υπάρχουν σχετικές αμφισβητήσεις[3].

Στοιχεία για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν έχουμε[4]. Σύμφωνα με την πληροφορία του Μεγάλου Φωτίου, ο Ιππόλυτος στο σύγγραμμα "Σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων", αναφέρει πως διετέλεσε μαθητής του Ειρηναίου[5]. Από αυτό συνάγουμε την άποψη πως πιθανόν η Λυών είναι ο τόπος γέννησής του[6], ενώ η ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται περί το 170. Η μόρφωσή του θεωρείται άρτια. Ήταν μέτοχος της Ελληνικής παιδείας και των φιλοσοφικών συστημάτων, καθώς όχι μόνο τα είχε σπουδάσει, αλλά έφερε και φιλοσοφικό τρίβωνα[7].

Παραδόξως οι πρώτοι ιστορικοί δεν αναφέρουν τον τόπο δράσεώς του (Ευσέβιος, Ιερώνυμος), αλλά οι μετέπειτα ιστορικοί (Λεόντιος Βυζάντιος, Αναστάσιος Σιναΐτης) τον αναφέρουν σαφώς. Η αιτία είναι ότι δεν μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν την επισκοπεία του στη Ρώμη, κάτι λογικό, αφού είτε συνυπήρξε επίσκοπος σχισματικά, είτε καθόλου. Η δράση του Ιππόλυτου αρχικώς προσδιορίζεται επί εποχής Ζεφυρίνου Ρώμης (198-217), ίσως και νωρίτερα -επί Βίκτορα Ρώμης[8], οπότε και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από την εποχή αυτή καταγράφει πλήθος συγγραμμάτων, κατά βάση αντιαιρετικά, αλλά και δογματικά, οργανωτικά και ποιμαντικά. Η φήμη του είχε υπερβεί μάλιστα τα όρια της Ρώμης, σε σημείο ο Ωριγένης να βρεθεί στη Ρώμη για να τον ακούσει[9]. Ο ίδιος υπήρξε φλογερός κήρυκας, με ισχυρή προσωπικότητα, που αντιμετώπιζε τα προβλήματα της εκκλησίας με οξύτητα, πολλές φορές επικίνδυνη για την ειρήνη της[10]. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, ήταν να έρχεται σε σύγκρουση με τις όποιες αιρετικές αποκλίσεις και ιδίως τους μοναρχιανούς[11]. Γι αυτό και χαρακτηρίζεται ως άκαμπτος χαρακτήρας, εν αντιθέσει με τον ευέλικτο Κάλλιστο, ο οποίος κατά το τέλος της ζωής του Ζεφυρίνου, ήταν ο ανταγωνιστής στον επισκοπικό θώκο.

Η σύγκρουση των δύο ανδρών έγινε ορατή και έντονη όταν ο Ιππόλυτος κατηγόρησε τον Κάλλιστο πως εξέφραζε μοναρχιανικές απόψεις. Ο Κάλλιστος ανταπέδωσε κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως διθεΐτη. Ο μεν Ιππόλυτος φαινόταν να μιλά για υποταγή του Λόγου, στην προσπάθεια να αποκρούσει τους μοναρχιανούς, ο δε Κάλλιστος αντιμετώπιζε το θέμα υπό το πρίσμα της εκκλησιαστικής παρουσίας της τριάδος, με πιθανές μοναρχιανίζουσες απόψεις[12]. Η άποψη του Ιππόλυτου ότι ο Κάλλιστος, ήταν κοινωνός Σαβελλινιαστικών απόψεων, ήταν μάλλον υπερβολική, αφού ο Κάλλιστος είχε καταδικάσει και απορρίψει τον Σαβελιανισμό[13]. Από την άλλη ήταν πραγματικότητα ότι επεδείκνυε μία σχετική ανοχή υπέρ τους, εξ αιτίας της βοήθειας που λάμβανε στον αγώνα ενάντια των Μοντανιστών[14]. Η διαφωνία όμως επεκτάθηκε και στο ζήτημα της μετανοίας, όπου ο Κάλλιστος είχε εισάγει τη συγχώρηση των βαρέων αμαρτημάτων, ακόμα και στους κληρικούς[15]. Οι "αυστηροί" της Ρώμης τελικά εξεγέρθηκαν και εξέλεξαν νέο επίσκοπο τον Ιππόλυτο, απορρίπτοντας τον Κάλλιστο, χαρακτηρίζοντας τους ακολούθους του, ως "σχολή" και "διδασκαλείο". Η άποψη πάντως ότι εξελέγη επίσκοπος, από μερικούς θεολόγους αμφισβητείται[16].

Η πιθανή επισκοπεία του διήρκεσε και επί Ουρβάνου (222-230) και Ποντιανού (230-236). Κατά τον 235 ο Μαξιμίνος Θράκας εξαπέλυσε διωγμό, όπου τόσο ο Ποντιανός όσο και ο Ιππόλυτος εξορίστηκαν στη Σαρδηνία. Εκεί σύμφωνα με τον Προυδέντιο[17], συμφιλιώθηκαν, παύοντας το σχίσμα. Στη Σαρδηνία επίσης φαίνεται να εκοιμήθη ο Ιππόλυτος περί το 236, κάτω από βάρβαρη μεταχείριση[18]. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι ο Ιππόλυτος στο Λιβεριανό κατάλογο, αναφέρεται ως μάρτυρας και πρεσβύτερος, όχι όμως και ως επίσκοπος[19]. Η μνήμη του τιμάται την 30 Ιανουαρίου.

Η γραμματεία του

Θεώρηση

Τα έργα του Ιππολύτου είναι πολυάριθμα και αποδεικνύουν ένα συγγραφέα παραδοσιακό, φορέα της θεολογίας του Ιγνατίου και του Ειρηναίου[20]. Το ύφος του είναι απλό και σαφές, με πλατιά κατάρτιση, γνώση της φιλοσοφίας και του γνωστικισμού. Γενικά χαρακτηρίζεται ως δημιουργικός και γόνιμος, αλλά σε μερικά σημεία διαφαίνεται μία συμπιληματικότητα. Χρησιμοποιεί αρκετά την αλληγορική μέθοδο και τη μικρασιατική τυπολογία, η οποία του κληρονόμησε κάποιες χιλιαστικές αντιλήψεις, χωρίς όμως να αγνοεί και να παραθεωρεί την ιστορικοφιλολογική[21]. Η γραμματεία του επίσης υπήρξε σημαντικό βοήθημα για την αντιμετώπιση του μοναρχιανισμού κυρίως ως αντίδραση και όχι τόσο θεολογικά, αν και η επιμονή στα δύο πρόσωπα του Χριστού υπήρξε σημαντική συμβολή στον αγώνα αυτό.

Ως συγγραφέας είναι πολυγραφότατος και καλύπτει αξιοσημείωτη θεματική ευρύτητα. Είναι χαρακτηριστικό πως συχνά αντιπαραβάλλεται με τον Ωριγένη ως προς την θεματική ευρύτητα, αλλά θεωρείται σαφέστερος ως προς τη διατύπωση[22]. Ο Ιππόλυτος χαρακτηρίζεται κατά βάση ως αντιγνωστικός και αντιαιρετικός συγγραφέας, που χρησιμοποιεί κατοχυρωμένα επιχειρήματα, με σαφή και επιμελημένο λόγο και λαγαρή, διαρθρωμένη και μεθοδική σκέψη[23]. Με τον Ιππόλυτο επίσης θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως κλίνει ένα κεφάλαιο της αντιαιρετικής θεολογίας και εισερχόμαστε σε μία βαθύτερη και συστηματικότερη μελέτη του χριστιανικού δόγματος. Παρόλα αυτά άφησε αξιόλογο έργο, τόσο από ιστορικής, όσο και από θεολογικής άποψης, στηριζόμενος κατά βάση στον Ειρηναίο, την Αγία Γραφή και την εκκλησιαστική παράδοση[24].

Τα έργα του

Η διδασκαλία του

Εισαγωγή

Ο Ιππόλυτος ήταν Έλληνας θεολόγος που κατά βάση εκπροσωπούσε τη μικρασιατική και συριακή εκκλησιαστική παράδοση[25]. Υπήρξε θεολόγος με αξιοσημείωτη ευρύτητα και πολυμέρεια, αποτελώντας τον καλύτερο μάρτυρα της λειτουργικής παραδόσεως της Ρωμαϊκής εκκλησίας, συνάμα όμως και τον τελευταίο ο οποίος έγραψε στην ελληνική[26]. Η θεολογία του κατά βάση αποτελεί αντίδραση στους διωγμούς, την επιείκεια των αμαρτημάτων, τις σχέσεις με την εξουσία, την εγκατάλειψη της αγωνιστικότητας και των ενθουσιαστικών στοιχείων και ιδίως προς τις αιρετικές αποκλίσεις και δη τον μοναρχιανισμό. Η γλώσσα μάλιστα που χρησιμοποιούσε (Ελληνική), δεικνύει πως ήταν εκλεκτικιστής, καθώς στην εποχή του τη χρησιμοποιούσαν οι διανοούμενοι, που ανήκαν συνήθως στις πιο αυστηρές και ενθουσιώδεις ομάδες[27]. Ο ίδιος παρότι ήταν μέτοχος της φιλοσοφικής παιδείας και χρησιμοποιούσε στοιχεία και σχήματα για να στηρίξει τη θεολογία του, απέρριπτε τη φιλοσοφία ως θεολογικό σύστημα και προέτασσε την καθαρότητα της πίστεως από τέτοιου είδους στοιχεία.

Η θεολογία του στηρίζεται πάνω στην Αγία Γραφή και επιχειρεί να εναρμονιστεί στην εκκλησιαστική παράδοση[28]. Χρησιμοποιεί έτσι τόσο την κατά γράμμα ερμηνεία, όσο και την αλληγορία. Αναπτύσσει και διατυπώνει δογματικά ζητήματα με τρόπο εντυπωσιακό για την εποχή του, παραμένοντας πάντα σαφής, μεστός και απλός[29]. Σε μερικά σημεία είναι άκαμπτος, χωρίς όμως να μπορεί να χαρακτηριστεί ως πνεύμα απολυτότητας. Αυτό που διαφαίνεται τελικά μέσα από το έργο του είναι πως δε συμβιβάζεται και δε γνωρίζει το δρόμο των εκκλησιαστικών ελιγμών.

Η θεολογική σκέψη του Ιππολύτου είναι προωθημένη και πρωτότυπη. Δε μπορεί να αντιπαραβληθεί προς αυτή του Ωριγένη, αλλά μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα ανανεωτικό πνεύμα στα έργα του[30]. Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς στηρίχτηκαν σε αυτή, παρότι έμεινε στο περιθώριο για πολλά χρόνια. Γι αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος θεολόγος της Ρωμαϊκής εκκλησίας κατά τον Γ΄ αιώνα. Η δυτική θεολογία φαίνεται όμως πως επωφελήθηκε λίγο από το έργο του και σύντομα το λησμόνησε, καθώς αφενός αυτό ήταν γραμμένο στα ελληνικά, αφετέρου η τριαδολογία και η χριστολογία του, ξεπεράστηκε[31].

Θεός, Λόγος, Κόσμος

Η θεολογία του Ιππολλύτου, αποβλέπει σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αποτελεί την ενότητα του Θεού και η δεύτερη στη διακήρυξη της τριαδικότητάς του[32]. Έτσι ο Θεός και ο κόσμος για τον Ιππόλυτο είναι δύο διαφορετικές πραγματικότητες, καθότι ο πρώτος είναι αυθύπαρκτος, ενώ ο δεύτερος κτιστός, δημιούργημα του πρώτου[33]. Ο Λόγος του Θεού είναι και αυτός Θεός διότι προέρχεται από τον Θεό. Ο κόσμος όμως είναι κάτι το διαφορετικό διότι προέρχεται "εξ ουδενός". Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιππόλυτος:

"Ούτως ουν μόνος και κατά πάντων Θεός Λόγον πρώτον εννοηθείς απογεννά...Τούτου ο Λόγος μόνος εξ αυτού, διο και Θεός, ουσία υπάρχων Θεού. Ο δε κόσμος εξ ουδενός, διο ου Θεός. Ούτως επιδέχεται και λύσιν, ότε βούλεται ο κτίσας"[34]

Η σχέση μεταξύ Θεού και Λόγου είναι στενή και στηρίζεται στην Αγία Γραφή[35]. Ο Λόγος μάλιστα δεν είναι απλώς από την ουσία του Θεού, όπως είδαμε, αλλά εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του θεού κατά τη δημιουργία. Ο θεός λοιπόν είναι ένας, απαθής, αγένητος, αθάνατος[36] και περιέχει το Λόγο και τη Σοφία, οι οποίοι εκδηλώνονται κατά τη βούλησή του[37]. Ο Ιππόλυτος ουσιαστικά, όπως και οι απολογητές, προτάσσει τη σχέση της οικονομικής τριάδος. Έτσι ο Πατέρας είναι ένας, από τον οποίο όλα ξεκίνησαν[38], αλλά ο Υιός και το Πνεύμα δε στερούνται της δυνάμεως ή υπολείπονται της θεότητος[39]. Γι αυτό αναφέρει πως:

"Τις γαρ ουκ ερεί Θεόν είναι; Αλλ ου την οικονομίαν αναιρήσει;"[40] και "Εις θεός εστί, όσον δε κατά την οικονομίαν, τριχής η επίδειξη"[41].

Ο Λόγος αποκαλύφτηκε κατά τη δημιουργία, αλλά είχε γεννηθεί προ αυτής[42]. Στο σημείο αυτό ο Ιππόλυτος υποστηρίζει το φαινόμενο της υποταγής του Λόγου και τις δύο καταστάσεις του Λόγου. Τον προφορικό και τον ενδιάθετο[43]. Ο Λόγος δηλαδή αρχικά ήταν ενδιάθετος (δηλ. αόρατος και ανυπόστατος) και εν συνεχεία έγινε προφορικός (δηλ. ορατός και υποστατικός). Το παράδειγμα αυτό το βλέπουμε συχνά στους απολογητές και ιδίως τον Ιουστίνο. Ο Ιππόλυτος όμως προσθέτει και μία τρίτη κατάσταση, αυτή την υιότητος, δηλαδή της ενσαρκώσεως[44].

Εδώ η διδασκαλία του φαίνεται προβληματική[45]. Ο ίδιος μάλιστα σε κάποιες αναφορές του δείχνει και μία τάση διθεϊσμού όπως τον κατηγορούσε ο Κάλλιστος καθώς ισχυριζόταν πως "Ένα (θεόν ορώ), πρόσωπα δε δύο, οικονομία δε τρίτην τη χάριν του Αγίου Πνεύματος"[46]. Ο ίδιος όμως τόνιζε πως "Έις Θεός, ον ουκ άλλοθεν επιγιγνώσκομεν, αδελφοί εκ των Αγίων Γραφών..."[47] και πως "Ο ων πατήρ επί πάντων, ο δε Υιός δια πάντων, το δε Άγιον Πνεύμα εν πάσιν. Άλλως τε ένα Θεόν νομίσαι μη δυνάμεθα, εαν μη όντως Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι πιστεύσωμεν"[48]. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως στη διδασκαλία του Ιππόλυτου προτάσσονταν τα φαινόμενα αυτά, όπως και από άλλους θεολόγους της εποχής, για να να εξαρθεί την ενότητα της τριάδος, η οποία επιβεβαιωνόταν από την υποταγή στην εξουσία του Πατρός Θεού[49], κάτω από την πίεση των μοναρχιανών[50].

Εκκλησία

Η εκκλησία αποτελεί κατά τον Ιππόλυτο το θεσμό που διατηρεί την αλήθεια και διαμοιράζει τα ενδιαφέροντα μεταξύ θεσμικής και πνευματικής απόψεως αυτής. Έτσι καταφεύγει συχνά στην τυπολογία για να περιγράψει την εκκλησία, η οποία είναι νύμφη Χριστού, μητέρα των πιστών, η γυνή της αποκαλύψεως, η ενδεδυμένη με τον ήλιον, η οποία γεννά τον τέλειον Χριστόν[51]. Είναι το πλοίο το οποίο χειμάζεται μέσα στην εγκόσμια θάλασσα, αλλά δε χάνεται διότι έχει στο μέσο του τρόπαιο το σταυρό, ναύτες τους αγγέλους και κυβερνήτη το Χριστό. Οι παραστάσεις αυτές μας θυμίζουν τις σκηνές των κατακομβών και των αρχαίων χριστιανικών ναών[52].

Σκοπός της εκκλησίας είναι προσφέρει τα αγαθά της σε όσους βρίσκονται εντός αυτής. Γι αυτό προσφέρει τα μυστήρια, τα οποία αφέουν τις αμαρτίες και προσφέρουν τα μέσα χάριτος, δια του βαπτίσματος, της εξομολογήσεως και της θείας ευχαριστίας. Η εκκλησία είναι κοινωνία αγίων, εξού και δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η συγχώρηση των βαρέων αμαρτημάτων, δηλαδή του φόνου και της μοιχείας[53].

Εσχατολογία

Η εσχατολογία του Ιππολύτου είναι ιδιόμορφη. Φαίνεται να παίζει με τις χιλιετίες, ενώ δεν είναι χιλιαστής[54]. Με βάση την τυπολογική σκέψη του βρίσκει μία σχετική αντιστοιχία των έξι ημερών της δημιουργίας και των χιλιετιών της ανθρωπότητας, υπολογίζοντας ότι από κτίσεως κόσμου είχαν παρέλθει 5.500 χρόνια κατά την εμφάνιση του Χριστού. Μετά το πέρας όμως της εποχής αυτής δε άρχιζε κάποια γήινη χιλιετής βασιλεία, αλλά η αιώνιος και ουράνια[55]. Εκεί ο άνθρωπος θα βρεθεί πλήρως ανανεωμένος, καθώς η ψυχή θα συναντήσει το νέο σώμα το οποίο θα είναι άφθαρτο. Οι φαύλοι και οι αιρετικοί θα οδηγηθούν στο άσβεστο πυρ, όπου δε θα υπάρξει καμία παρηγοριά, ενώ ο θάνατος δε θα μπορεί να τους απαλλάξει από την τιμωρία[56]

Υποσημειώσεις

  1. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 719
  2. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 439
  3. ο.π.
  4. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 439
  5. Μυριόβιβλος 121
  6. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 720
  7. ο.π.
  8. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374
  9. Ιερώνυμος De viris illustribus 61
  10. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370
  11. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721
  12. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721
  13. Κατά Αιρέσεων 9, 7
  14. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 371
  15. Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία Α΄, σελ. 295
  16. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374
  17. Peristephanon 11, 153 κ.ε.
  18. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 722
  19. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 440
  20. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 372
  21. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 441
  22. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 440
  23. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 441
  24. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 441
  25. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370
  26. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370
  27. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 372
  28. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 458
  29. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 458
  30. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 459
  31. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374
  32. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 442
  33. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 740
  34. Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων 10, 33
  35. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 442
  36. Εις τον Δανιήλ 2, 27
  37. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 741
  38. Εις την αίρεσιν του Νοητού 17
  39. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 444
  40. Εις την αίρεσιν Νοητού 3
  41. Εις την αίρεσιν του Νοητού 8
  42. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 741
  43. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 742
  44. Εις την αίρεσιν του Νοητού 17
  45. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 742
  46. Εις την αίρεσιν του Νοητού 18
  47. Εις την αίρεσιν Νοητού 9
  48. Εις την αίρεσιν Νοητού
  49. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 742
  50. Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 447
  51. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 744
  52. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 744
  53. Κατά Αιρέσεων 9, 12
  54. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 744
  55. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 745
  56. Προς Έλληνας και Πλάτωνα 3

Βιβλιογραφία

  • Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, "Πατρολογία", τομ. Α΄, Αθήνα 2000.
  • Χρήστου Παναγιώτης, "Ελληνική Πατρολογία", τόμ. Β΄, Κυρομάνος, Αθήνα 2007
  • Σκουτέρης Κωνσταντίνος, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄, Αθήνα 1998.
  • Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.