Ιουστίνος ο Μάρτυς

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ιουστίνος ο Μάρτυς
Η κορυφαία απολογητική προσωπικότητα του 2ου αιώνος

Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (περ. 110-περ. 165), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πρωτοχριστιανικής ιστορίας. Ήταν ο απολογητής ο οποίος "έδωσεν εις τον χριστιανισμόν αφθωνότερα από πάντα άλλον τα μέσα δια να επεκταθή ευρέως εις τας τάξις των διανοούμενων του ελληνορωμαϊκού κόσμου"[1], ενώ το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Ιουστίνος ήταν φιλόσοφος που διατήρησε τον φιλοσοφικό τήβεννο και μετά τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή[2]. Αν και η σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να αποκεφαλιστεί το 165 μαζί με μια ομάδα μαθητών του.

Ο βίος του

Η πηγή των βιογραφικών στοιχείων του Ιουστίνου είναι τα έργα του, αλλά και έτερες πηγές όπως ο Τατιανός, ο Ειρηναίος, ο Ιππόλυτος, ο Τερτυλλιανός και ο Ευσέβιος. Ο σπουδαίος αυτός απολογητής γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστινιακής Σαμάρειας, πάνω στα ερείπια της πόλης Συχέμ (σήμερα Ναμπλούς), περί το 110[3]. Ήταν γιος του Πρίσκου και του Βακχείου και παρά το λατινικό του όνομα ήταν Ελληνικής καταγωγής[4]. Στο θρήσκευμα ήταν εθνικός, μέχρι τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό[5]. Κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ήταν ανήρ μη απέχοντας πολύ από την αρετή των Αποστόλων και θαυμασιώτατος.

Κατά τα νεανικά του χρόνια ειλκύσθη στη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, περιήρχετο εν μέσω πολλών διδασκάλων, αλλά στην αναζήτησή του αυτή περιέπεσε σε πολλές απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό είναι πως είχε απορρίψει την πιθανότητα να παραστεί σε μαθήματα της Στοάς, διότι ταύτιζαν το λόγο του Σύμπαντος με το Θεό μη έχοντας ουσιαστική θεολογία, τη σχολή του Περιπάτου διότι του ζητούσαν χρήματα, κάτι που το θεωρούσε αναξιοπρεπές για ένα φιλόσοφο, αλλά είχε απορριφθεί και από τον πυθαγόρειο διδάσκαλο, διότι δεν είχε παρακολουθήσει προτέρως μαθήματα μουσικής, αστρονομίας και γεωμετρίας που ήταν απαραίτητα για την απαλλαγή της ψυχής από τα κοσμικά και την προετοιμασία της για τα νοητά. Την εποχή εκείνη όμως έγινε δεκτός από τον Πλατωνικό διδάσκαλο όπου γοητεύτηκε από τη θεωρία των ιδεών[6]. Το που παρακολούθησε τα μαθήματα αυτά δεν είναι επακριβώς γνωστό. Το πιο πιθανό, κατά τον Παν. Χρήστου, είναι να συνέβη στην Αθήνα, αλλά δεν αποκλείεται η Καισάρεια της Παλαιστίνης[7].

Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή[8], πιθανώς στην Αίγυπτο[9]. Βρισκόμαστε στο 135 όταν καθώς βρισκόταν σε ερημικό παραθαλάσσιο χώρο, συνάντησε κάποιο γέροντα, ο οποίος χρησιμοποιώντας τη μαιευτική σωκρατική μέθοδο, μετά από διάλογο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψύχωσης, τονίζοντάς του τη σημασία των προφητών που ήσαν οι μόνοι που είδαν το Θεό. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την Αγία Γραφή και δεν επανεμφανίστηκε ποτέ[10]. Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το χριστιανισμό, από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του μαρτυρίου και του θανάτου[11]. Λίγο αργότερα ο φιλόσοφος και μάρτυς συνάντησε τον Τρύφωνα.

Περί το 136 ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το το μαρτύριό του. Στη Ρώμη, άνοιξε φιλοσοφική σχολή (πιθανότατα στο σπίτι κάποιου Μαρτίνου[12]) και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας. Του χριστιανισμού[13]. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα και ναός[14] όπου τελούντο λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασσιανοί και Φρύγες, μεταξύ αυτών δε ο Τατιανός ο Σύρος, ίσως και ο Ειρηναίος Λουγδούνου.

Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών αρχών, ιδίως δε από τις καταγγελίες των κυνικών και των Γνωστικών[15], ενώ η στάση της Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε αρκετά σκληρότερη[16]. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου Κρήσκεντος (ο Κρήσκης υπήρξε διδάσκαλος του Αυρηλιανού), ο οποίος έβλεπε τους μαθητές του να μειώνονται, αλλά και εξ αιτίας του ελέγχου που συχνά του ασκούσε[17] . Κατά την επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου Ρούστικου (163-167), συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε μαζί με ομάδα μαθητών του[18], γεγονός που διασ'ωζεται και σε επίσημο δικαστικό έγγραφο της εποχής[19]. Το γεγονός του μαρτυρίου συνέβη περί το 165[20]. Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιουνίου.

Η αποτίμηση της προσφοράς του

Γενικά

Το μεγαλείο της προσφοράς του σπουδαίου αυτού απολογητή, δε βρίσκεται τόσο στο αποτέλεσμα της προσπάθειας την οποία κατέβαλε, αλλά στην πρωτοτυπία[21]. Στόχος του καταστάθηκε η προσπάθεια να δημιουργήσει το νέο και αληθή φιλόσοφο. Το χριστιανό φιλόσοφο[22]. Μολονότι του αποδόθηκε το όνομα φιλόσοφος, ο ίδιος δεν είναι ένας στοχαστής ή ερευνητής, αλλά διδάσκαλος της εκκλησίας. Είναι ένας κατηχητής και γνήσιος διδάσκαλος του χριστιανισμού που προσπάθησε να επιτύχει μία μεγάλη πρόκληση. Την απάντηση στον ιουδαϊσμό και το γνωστικισμό, συνάμα με την απάντηση και την αποδοχή από τον Ελληνισμό. Το φιλοσοφικό του παρελθόν πολλές φορές χρωματίζει το έργο του, αλλά οι προϋποθέσεις της σκέψεώς του είναι αγιογραφικές[23]. Έτσι θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος που αντιλήφθηκε την ανάγκη της ελληνικής φιλοσοφίας.

Η φιλοσοφική του κατάρτιση αποτελεί σημαντικό όργανο στο λόγο του, αλλά δε τη χρησιμοποιεί ως βάση της αλήθειας[24]. Δε μετεστοιχείωσε τελικά την ευαγγελική αλήθεια σε φιλοσοφική, αλλά προσπάθησε να εκφράσει τις χριστιανικές αλήθειες με τη γλώσσα της εποχής του[25]. Έτσι το έργο του Ιουστίνου δεν αποβαίνει θεωρητική φιλοσοφία, αφού πρώτιστο επιχείρημα αποβαίνει η ηθική ζωή των χριστιανών, εκφράζοντας παράλληλα ένα πολύ διαφορετικό κλίμα από ότι είχαμε συνηθίσει μελετώντας τα έργα του Ιγνατίου και του Ειρηναίου. Ο ίδιος προσπάθησε να επιλύσει τα ουσιαστικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν στην εποχή του οι χριστιανοί και οι καταβολές του από το εθνικό περιβάλλον τον οδήγησαν σε μια προσπάθεια γεφύρωσης με τον εθνικό κόσμο, χρησιμοποιώντας όπου μπορούσε να ανεύρει τα κοινά τους σημεία. Η προσπάθεια αυτή όμως τον οδήγησε συγχρόνως και σε διδασκαλίες οι οποίες δεν έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις (σπερματικός λόγος φερ ειπείν). Η θεολογία του τελικά δεν εγκολπώθηκε στους κόλπους της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του Ειρηναίου[26], παρότι έδειξε να απευθύνεται ταυτοχρόνως τόσο στους χριστιανούς όσο και τους εκτός αυτού ανθρώπους.

Το έργο του συγγραφέα κινήθηκε σε δύο άξονες. Τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου να προσεγγίσει την αλήθεια και την επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπό του Ιησού Χριστού. Γενικότερα θα λέγαμε πως ο Ιουστίνος είναι πρώτος ο οποίος χρησιμοποίησε τη βαθύτερη ανάλυση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, χρησιμοποιώντας την αλληγορική και τυπολογική μέθοδο των ιουδαίων[27]. Το έργο του δεν είναι συστηματικό και καθολικό της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά κάτι τέτοιο είναι λογικό διότι μέρος του έργου του χάθηκε, ενώ η γραμματεία του καθορίστηκε από το περιβάλλον και το κλίμα της εποχής. Η επιστημονική κατανόηση του έργου του καθώς και του προσώπου χαρακτηρίζεται ως δυσχερής καθότι υπήρξε φύση απλή και θερμή, θεολογώντας σε χώρο που δε γνωρίζουμε ιστορικά επαρκώς[28]. Παρόλα αυτά είναι ο πρώτος, που έστω και δίχως μεγάλη επιτυχία, αλλά με σοβαρότητα, τόλμη και σύνεση επιχείρησε να αντιπαραβάλει τη χριστιανική αλήθεια με τη φιλοσοφική σκέψη και δη την Πλατωνική[29].

Ελληνισμός και χριστιανισμός στον Ιουστίνο

Η σημαντικότητα του Ιουστίνου, ως προς την ιστορία της σχέσης Ελληνισμού και χριστιανισμού κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική και σπουδαία. Από όλους του χριστιανούς θεολόγους της εποχής ο Ιουστίνος αναμφισβήτητα υπήρξε ο πλέον θετικός ως προς μία κατεύθυνση εναρμονισμού της φιλοσοφίας και του χριστιανισμού. Δε δέχεται βέβαια την ειδωλολατρική λατρεία και τη θρησκευτική μυθολογία των Ελλήνων, αλλά μόνο τη φιλοσοφία τους[30]. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως εκλεκτικός, περνώντας τη φιλοσοφία από κριτικό έλεγχο για να διακρίνει τα ωφέλιμα σημεία της, αλλά και τα αποβλητέα. Σε πολλά σημεία για παράδειγμα επικροτεί την ηθική φιλοσοφία των στωικών, δεν αρνείται όμως και να επιτιμήσει τις μοιρολατρικές και υλιστικές τους αντιλήψεις. Ο ίδιος μάλιστα βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ Πλατωνισμού και χριστιανισμού, ώστε να θεωρεί πως η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο δεν έχει ανάγκη από μία επαναστατική αλλαγή, συνάμα όμως δεν ξεχνά να αντιτεθεί στη θεωρία του Πλάτωνος περί ψυχών ή περί δημιουργίας, αναζητώντας παρόλα αυτά και σε αυτές τις περιπτώσεις κοινά σημεία[31].

Το σπουδαιότερο σημείο του έργου του, είναι η προσπάθεια να δικαιολογήσει αυτές τις ομοιότητες, αφενός προσφέροντας μια ιστορική εξήγηση (δανεισμός αληθειών από ΠΔ), αλλά και με τη θεωρία περί σπερματικού λόγου. Έτσι προσπαθεί να βρει κοινά στοιχεία με τη θεωρία των στωικών, μία προσπάθεια που είχε καταβληθεί επί εποχής Φίλωνος του Ιουδαίου. Γι αυτό Ιουστίνος επιχειρεί να πείσει κατά βάση, πως ο Λόγος είναι ο Χριστός[32], με αποτέλεσμα και οι Έλληνες να έχουν έρθει κοντά στην αλήθεια. Με αυτή την προσπάθεια όμως ο Ιουστίνος υποτάσσει τη θεολογία στη φιλοσοφία, αφού η έννοια του Θεού εξαρτάται πια από την αντίληψη που έχει κανείς για τον κόσμο[33].
  1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543
  2. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 233
  3. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 103
  4. ο.π.
  5. Ιουστίνου, Διάλογος 41
  6. Παν. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, Β΄, σελ. 543
  7. Π.Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
  8. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
  9. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 104
  10. Ιουστίνου, Διάλογος, 2-8
  11. Ιουστίνου, Β΄ Απολογία 12, 1
  12. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 238
  13. Διάλογος 8
  14. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 544
  15. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 545
  16. Τατιανού Σύρου, Προς Έλληνας 19
  17. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 238
  18. Τερτυλλιανού, Adv. Valentinianos 5. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 28
  19. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 104
  20. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 545
  21. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233
  22. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233
  23. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233
  24. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234
  25. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234
  26. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234
  27. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 235
  28. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 237
  29. ο.π.
  30. Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 165
  31. Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 165-166
  32. Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 167
  33. Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 167