Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ιεροσύνη

3.345 bytes προστέθηκαν, 18:58, 13 Δεκεμβρίου 2010
μ
Οι γυναίκες
{{Λειτουργική}}Η '''ιερωσύνη''' είναι το [[Ιερά Μυστήρια|μυστήριο]] της εκκλησίας το οποίο παρέχει την ''"εξουσιαστική χαρισματική δύναμη εξουσία που κατευθύνει ή συντονίζει όλες τις υπόλοιπες χαρισματικές εκδηλώσεις"'' της Εκκλησίας και θέτοντας ''"σε λειτουργική έκφραση όλα τα άλλα μυστήρια"'', ''"συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα σελίδες 489-490.</ref>. Η Αυτή η χαρισματική εξουσία μεταβιβάζεται μέσω της αδιάκοπης [[Αποστολική διαδοχή|Αποστολικής διαδοχής]] και καθιστά τους [[Επίσκοπος|επισκόπους]] ή τους [[Πρεσβύτερος|πρεσβυτέρους]] τα ''"απαραίτητα όργανα"'' διά των οποίων ''"ο μέγας αρχιερεύς Ιησούς Χριστός επιτελεί"'' τα [[Ιερά Μυστήρια]]<ref>"Μυστήριον", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'', τόμ. 9, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 236.</ref>. Έτσι, η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]] και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό<ref>Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «''Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς''»</ref><ref>Εβραίους 8, 6. 9, 15: «''και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...''»</ref>. Δηλαδή Ουσιαστικά αποτελεί ουσιαστικά το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη διαχωρίζεται στη γενική τελικά είναι το χάρισμα που δίνει ο Κύριος μέσω της ζωοποιητικής του θυσίας και ειδική ιεροσύνη και αποτελεί χαρισματική εξουσία η οποία ενεργοποιείται μέσα στο σώμα ανάστασης σε όλα τα μέλη της εκκλησίας<ref>Νικόλαος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 491</ref>ενώ ως καρπός του σώματος προκύπτουν μέλη τα οποία μέσω ειδικού πλέον χαρίσματος οδηγούνται στη λεγόμενη ειδική ιεροσύνη
==Θεολογία==
==Η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού==
Κατά τον συντάκτη της προς [[Προς Εβραίους ]] επιστολή ο [[Ιησούς Χριστός]] ''"δια το μένειν εις το αιώνα, απαράβατον έχει την ιεροσύνην"''<ref>Εβραίους 7, 24</ref>, συνάμα όμως είναι ''"μεσίτου θεού και ανθρώπου"''<ref>Α΄ Τιμόθεον 2, 5</ref> και ''"διαθήκης καινής μεσίτου"''<ref>Εβραίους 8, 6</ref>. Έτσι τελικά η ιεροσύνη της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]] αποβαίνει η προετοιμασία της ιεροσύνης του Χριστού.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αποσαφηνιστεί η πατερική διδασκαλία. Ο Ιησούς ως σαρκωμένος Λόγος δεν είναι μόνο ο άσαρκος Λόγος της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]], αλλά και η ανακεφαλαίωση και ενοποίηση της ιστορίας του περιούσιου λαού, όπου κυριαρχούσαν τρεις εξουσίες. Η βασιλική, η ιερατική και η προφητική. Το χρίσμα σε κάθε μια από αυτές τις τάξεις έδινε το δικαίωμα για διακυβέρνηση και καθοδήγηση του λαού. Τα τρία αυτά αξιώματα δεν συνυπήρχαν πάντοτε, ενώ πολλές φορές βρίσκονταν και σε αντιμαχόμενες πλευρές. Στο πρόσωπο όμως του Χριστού πλέον αυτές οι τρεις εξουσίες συνενώνονται. Η εκκλησία πλέον ως σώμα και κοινωνία των λογικών και νοερών όντων και ως βασίλειο ιεράτευμα δε μπορεί να νοείται δίχως αυτές τις τρεις εξουσίες. Οι εξουσίες αυτές είναι: ''"η βασιλική εξουσία [που] είναι η δύναμη που πραγματώνει το ίδιο το έργο της δημιουργίας, η προφητική [που] είναι η δύναμη του λόγου που κάνει τη διαφορότητα και την ποικιλία των κτιστών όντων μέσα σε ένα κυριαρχικό σώμα...Η ιερατική εξουσία [που] είναι η δύναμη που συνέχει τα λογικά όντα με το Θεό, ώστε να αναφέρονται προς αυτόν και να ευδοκιμούν στην τελειωτική τους πορεία"''<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική..., σελ. 300</ref>. Έτσι λοιπόν ως βασιλέας συνέτριψε τις δαιμονικές δυνάμεις και έθεσε τα θεμέλια του οικοδομήματος της εκκλησίας, θριαμβεύοντας επί του θανάτου με την ένδοξή του Ανάσταση. Ως προφήτης με το λόγο, διόρθωσε τη φύση των αμαρτωλών οδηγώντας στην κάθαρση και την ανανέωση μέσω της φανέρωσης της αλήθειας και τέλος ως αρχιερέας και μοναδικός μεσίτης της κτίσης και του θεού, προσφέροντας θυσία τον ίδιο του τον εαυτό. Τα τρία αυτά αξιώματα συνυπάρχουν στο πρόσωπο του Χριστού και κανένα δεν αυτονομείται από το άλλο<ref>ενθ.αν.</ref>. Επιπρόσθετα τα αξιώματα αυτά πλέον ο Κύριος τα μεταβιβάζει και τα εντάσσει στην εκκλησία. Εξού και ο θείος Παύλος στην προς Εβραίους επεξηγώντας το αρχιερατικό έργο του Θεού ''"κάνει λόγο για την κατάργησή της με την εμφάνιση και τη λειτουργία της ιεροσύνης του Χριστού"''. Τελικά τα τρία αυτά αξιώματα είναι ο πληρωμένος τύπος της ιστορίας του περιούσιου λαού, η αναζήτηση της σωτηρίας και της ορθής σχέσης με το θεό[[Θεός|Θεό]]. Έτσι πλέον η εκκλησία, είναι ο νέος Ισραήλ που ως στόχο έχει μια εξελικτική πορεία, μία εσχατολογική τελείωση προς την πορεία του θελήματος της θείας οικονομίας<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική..., σελ. 308</ref>.
==Οι βαθμοί της ιεροσύνης==
Μέσα από την [[Καινή Διαθήκη|Καινοδιαθηκική]] γραμματεία είναι εμφανές πως ο λαός του Θεού πλέον καλείται ''"έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα"''<ref>Α΄ Πέτρου 2, 9 «''ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς·''»</ref> καθώς και ''"ιερείς του Θεού και του Χριστού"''<ref>Αποκάλυψη κ΄, 6 «''μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ χίλια ἔτη.''»</ref>. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται πως οι [[Απόστολοι]] δια επιθέσεως των χειρών τους τελούσαν το μυστήριο της χειροτονίας, δημιουργώντας ένα ιερατικό σώμα προς διακονία και επιτέλεση των μυστηρίων. Στις [[Πράξεις των Αποστόλων]] περιέχονται οι ονομασίες όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, με τους δύο όμως τελευταίους να συγχέονται και να μη διαχωρίζονται, αφού ακόμα ο θεσμός του επισκόπου δεν είχε λάβει την ύστερη έννοιά του. Έτσι παρατηρείται εξ αρχής, όταν οι Απόστολοι ήταν εν ζωή, πως υπήρχε ένα σώμα ακολούθων διακρινόμενο σε δύο τάξεις. Αυτό του πρεσβυτέρου-επισκόπου καθώς και του διακόνου.
Για το θεσμό του [[Διάκονος|διακόνου]] μας παρέχονται αρκετές αποδείξεις στις [[Πράξεις των Αποστόλων]], όταν επτά διάκονοι εξελέγησαν ενώπιον των [[Απόστολοι|αποστόλων]]. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή οι χείρες αυτών επετέθησαν επί την κεφαλή τους, μετά από προσευχή<ref>Πράξεις των Αποστόλων 6, 6 «''οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.''»</ref>. Το αξίωμα του πρεσβυτέρου επίσης αναφέρεται στις Πράξεις, το οποίο σαφώς και δεν αναφέρεται σε ηλικιακά πρεσβυτέρους, αλλά σε φέροντες εκκλησιαστικό αξίωμα<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 294</ref>. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε ακόμα, πως οι [[Απόστολος Παύλος|Παύλος]] και [[Απόστολος Βαρνάβας|Βαρνάβας]], κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στα ''Λύστρα'', το ''Ικόνιο'' και την ''Αντιόχεια'' χειροτόνησαν ''"κατ'εκκλησίαν πρεσβυτέρους"''<ref>Πράξεις 14, 23 «''χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι''»</ref>.
Το επισκοπικό αξίωμα δεν είχε την έννοια ακόμα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, καθότι υπήρχαν οι [[Απόστολοι]]<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295</ref>. Ο θεσμός του επισκόπου θα διακριθεί, από την εποχή που άρχισαν να εκλείπουν οι Απόστολοι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του [[Ιγνάτιος ο Θεοφόρος|Ιγνατίου του Θεοφόρου]]<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν. 290</ref>. Μέσα στην [[Καινή Διαθήκη]] οι πρεσβύτεροι, όπως παρατηρούμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, καλούνται και επίσκοποι. Σημαντικές είναι αναφορές προς τους Εφεσίους και Φιλιππησίους πρεσβυτέρους<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295</ref>. Στην περίπτωση μάλιστα των Φιλιππησίων, ανακαλεί μόνο δύο θεσμούς, αυτόν του επισκόπου και του διακόνου.
Στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] οι γυναίκες λαμβάνουν βαθμό ιερωσύνης. Αυτός ο βαθμός είναι ο βαθμός της διακόνισσας, που αντιστοιχεί σε αυτό του διακόνου<ref>Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 462</ref>. Οι γυναίκες μάλιστα χειροτονούνταν εντός του [[Ιερό Βήμα|βήματος]], όπως ακριβώς ο διάκονος και μάλιστα στην παράδοση της εκκλησίας έφεραν και [[οράριο]]. Δε λάμβαναν δηλαδή απλώς χειροθεσία, αλλά χειροτονία<ref>Π. Τρεμπέλα, ενθ.αν., σελ. </ref>. Έτσι και οι γυναίκες φαίνεται πως είχαν λειτουργικό ρόλο στην εκκλησία, πιθανώς όπως και κάθε άνδρας διάκονος. Βοηθούσαν ιδιαίτερα στο βάπτισμα των γυναικών και εκτελούσαν ποιμαντικό έργο ανάμεσα στις γυναίκες της κοινότητας. Δεν υπάρχουν όμως επαρκείς πληροφορίες για το αν διαδραμάτιζαν ρόλο στη διεξαγωγή της λειτουργίας<ref>Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., 462</ref>. Η τάξη των διακονισσών δεν καταργήθηκε ποτέ από την εκκλησία αλλά από τον 6ο με 7ο αιώνα ο θεσμός σταδιακά πέρασε σε αχρησία, ώσπου εξαφανίστηκε κατά τον 12ο<ref>ο.π.</ref>.
Σε ότι αφορά την ιεροσύνη των γυναικών και τη σύγχρονη προβληματική. Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ιεροσύνη έγινε ''"ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Οικουμενική θεολογία, σελ. 275</ref>. Κατά βάση σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε τις αρχικές πιθανές επιφυλάξεις των ανθρώπων της εποχής κυρίως για τον παραλληλισμό με τις αντίστοιχες ιέρειες των μυστηριακών θρησκειών<ref>ο.π.</ref>. Στην εκκλησία λοιπόν είναι αναμφισβήτητη η ισοτιμία των μελών<ref>Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Γένεσ., ομιλία 17, 8. PG 53, 144: «''Εγώ μεν εξ αρχής ομότιμον σε εδημιούργησα, και της αυτής αξίας εν άπασιν αυτώ, κοινωνείν ηβουλήθην, και ώσπερ τω ανδρί, ούτω και σοι την κατά πάντων αρχήν ενεχείρησα''»</ref>, όπως συμβαίνει σε ένα κατά φύση σώμα, όμως ''"η χορήγηση των χαρισμάτων από τον τελετάρχη ιερέα Χριστό πραγματοποιείται σύμφωνα με τη ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα κάθε μέλους, ενώ ισοτιμία και ισότητα παραμένουν αμετακίνητες"''<ref>ο.π., 278</ref>. Έτσι λοιπόν η εκκλησία χωρίς να θεσπίσει κάποιο δόγμα απέκλεισε τη γυναίκα από το αξίωμα αυτό, δηλαδή του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Αυτό δε συνέβη όμως διότι ο Χριστός κάλεσε άνδρες αποστόλους, αφού είναι εμφανές ότι στην εκκλησιαστική παράδοση και ιδίως σε σχέση με τη θέση της γυναίκας της εποχής στον αντίστοιχο ειδωλολατρικό χώρο, οι γυναίκες της εκκλησίας είχαν σαφώς ανώτερη θέση. Αυτό επίσης δε συνέβη, διότι η [[Θεοτόκος]] δεν άσκησε κάποιο ιερατικό ρόλο. Χαρακτηριστική σε αυτό το σημείο είναι η θέση της στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως το αγιότερο πλάσμα πάσης της κτίσεως, τοποθετούμενη μετά την Αγία Τριάδα. Επιπρόσθετα αυτό δε συνέβη ούτε διότι ο Χριστός ήταν άνδρας. Αυτή μάλιστα η άποψη οδηγεί και σε αιρετική αντίληψη του δόγματος του Χαλκηδόνος, αφού έτσι θα έχριε μόνο την ανδρική φύση, αλλά όχι το πλήρωμα της ανθρωπότητας. Ο δε [[Μάξιμος ο Ομολογητής|Μάξιμος ο Ομολογητής]] είναι σαφής πως ο Ιησούς με την θεϊκή ένωση κατάργησε τη διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός<ref>Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1309D</ref>. Τελικά το γεγονός αυτό είναι μία μακραίωνη παράδοση της εκκλησίας, η οποία προκύπτει από την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα των μελών και κατά κανένα τρόπο τα μέλη της εκκλησίας, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού δε σημαίνει πως δεν είναι ομότιμα και ισότιμα<ref>ο.π., 280</ref>. Τελικά αν η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει το ειδικό χρίσμα της ιεροσύνης στους άνδρες, αυτό δε συμβαίνει διότι υποτιμά το γυναικείο φύλλο ή γιατί θέλει να συντηρήσει μία ανισότητα, αλλά γιατί είναι απόλυτος ο σεβασμός και η πιστότητα στην αλήθεια του ανθρώπου και της φύσης του -η σωτηρία η ίδια- που δεν είναι άσχετη με την πραγματικότητα της φύσης του ανθρώπου και της διακριτότητας του ρόλου των δύο φύλων. Η εκκλησία δηλαδή, η κοινωνία των λογικών όντων, με τη συμπληρωματική λειτουργία των χαρισμάτων, θέλει να παραμείνει πιστή στη φύση και τη διαφορότητα των ενεργειών της φύσης, την ίδια τελικά τη διάκριση των ιερατικών ρόλων του άνδρα και τη γυναίκας. Αυτή δε η διάκριση σώζει από κάθε συμβατική εξομοίωση τις απεριόριστες προσωπικές δυνατότητες της αληθινής θηλυκότητας και του αληθινού ανδρισμού. Ο άνδρας λοιπόν ποιεί τα μυστήρια της εκκλησίας και η γυναίκα το επίσης μέγα μυστήριο της δημιουργίας της ζωής. Εξου και η Παναγία η βρεφοκρατούσα στην Ορθόδοξη αγιογραφία εικονίζεται ως θρόνος της Θεότητας με αποτέλεσμα ο Ορθόδοξος πιστός να την βλέπει ως την κατεξοχήν ιερουργό της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου<ref>Χ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, σελ. 144</ref>.
==Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης==
''»</ref>. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας<ref>Νεοκαισαρείας, καν. 11</ref><ref>Εν Τρούλω, καν. 15</ref>, ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον ''Π. Τρεμπέλα'' σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303</ref>. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου [[Φώτιος Α΄ ο Μέγας|Φωτίου]] και του [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως]], διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303</ref>.
Κατά την [[Καινή Διαθήκη]] και δη την επιστολή προς Τιμόθεον<ref>Α΄ Τιμόθεον 5, 22 «''χεῖρας χείρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθειμηδενί επιτίθει, μηδὲ μηδέ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν αμαρτίαις αλλοτρίαις· σεαυτόν αγνόν τήρει. ''»</ref> πρέπει να εξετάζεται ο πρότερος έντιμος βίος του λαϊκού που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. Ταυτόχρονα όμως κατά τον Απόστολο Παύλο χρειάζεται και δοκιμασία προς διακρίβωση από το χειροτονούντα για το αν ο πληροί ο πιστός τα κριτήρια του πρότερου έντιμου βίου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως αν κάποιος πιστός έχει στο παρελθόν τελέσει έκλυτο βίο προ του βαπτίσματος, τότε καθαίρεται από το μυστήριο. Εν αντιθέσει με τον ήδη βαπτισμένο, που στην περίπτωσή του ισχύει ο 9ος κανόνας της συνόδου Νεοκαισαρείας που ορίζει:
:''"Πρεσβύτερος εαν ημαρτηκώς σώματι προσαχθή και ομολογήσει, ότι ήμαρτε προ της χειροτονίας, μη προσφερέτω, μένων εν τοις λοιποίς δια την άλλην σπουδήν"''.
Σε αυτή την περίπτωση αν κάποιος κατά παρέκκλιση οδηγηθεί στο μυστήριο, ισχύουν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου : ''"Πάντας μέν ο θεός Θεός ου χειροτονεί δια , διά πάντων δέ αυτός ενεργεί"''<ref>Χρυσοστόμου Ομιλία εις την Β΄ Τιμόθεον 2, 3 Μ. 62, 610</ref>. Επιπρόσθετα ο μέλλων κληρικός πρέπει να προσέρχεται στο μυστήριο χωρίς καμία πίεση και εκουσίως. Μέσα από βιογραφίες αγίων υπάρχουν παραστάσεις Αγίων οι οποίοι φαίνεται να αρνούνται λόγω αίσθησης αναξιότητας το μυστήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως πάντοτε αυτοπροαιρέτως συγκατατίθουν υπέρ της τέλεσης. Σε ότι αφορά τους επισκόπους πρέπει να ειπωθεί πως σήμερα είναι υποχρεωτικό να είναι άγαμοι. Αυτό δε συνέβαινε πάντοτε και είναι αρχικά μέτρο διοικητικό<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 306</ref>, το οποίο θεσπίστηκε οριστικώς από την ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο και τον 12ο κανόνα της.
==Η τέλεση του μυστηρίου (Χειροτονία)==
{{Μυστήρια}}
[[Κατηγορία:Μυστήρια της Εκκλησίας|ΕΙ]][[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Ι]]
[[en:Ordination]]
[[es:Ordenación]]
[[fr:Ordination]]
[[ro:Hirotonie]]
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης