Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Ιερά Μονή Χιλανδαρίου

Αναθεώρηση ως προς 14:58, 22 Νοεμβρίου 2012 από τον Maglavites (Συζήτηση | Συνεισφορά)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ιερά Μονή Χιλανδαρίου
Hilan2.jpg
Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου
Τοποθεσία Άγιο Όρος (Άθως)
Ίδρυση τέλη 12ου αιώνα
Ιδρυτής Όσιος Συμεών (Στέφανος Νεμάνια)
Τύπος Μοναστηριού Κοινόβιο
Ημερομηνία εορτής 21 Νοεμβρίου
Καθολικό Εισόδια της Θεοτόκου


Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (ή Χελανδαρίου) είναι μία από τις είκοσι Μονές του Αγίου Όρους, της αυτόνομης μοναστικής πολιτείας που βρίσκεται στη Β. Ελλάδα και στο νότιο τμήμα της χερσονήσου του Άθω, της ανατολικότερης από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Η Μονή Χιλανδαρίου είναι σερβική, κοινόβια[1] και γιορτάζει τα Εισόδια της Θεοτόκου, στις 21 Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη στη σειρά των μονών της ΒΑ. παραλίας και βρίσκεται κοντά στη Μονή Εσφιγμένου, μισή ώρα περίπου από τη θάλασσα, όπου βρίσκεται μόνο ο αρσανάς[2] του.

Ιστορικά στοιχεία

Για την ονομασία του μοναστηριού υπάρχουν διάφορες εκδοχές: για τη μορφή Χελανδαρίου, πιστεύεται ότι προέρχεται από παλαιότερη εποχή, κατά πάσα πιθανότητα από τον ιδρυτή του πρώτου κτίσματος στο χώρο αυτό ο οποίος λεγόταν Χελανδάριος ή Χελανδάρις, όνομα που βρίσκουμε σε μια γραπτή μαρτυρία του 10ου κιόλας αιώνα: "Έγράψαμε διά Γεωργίου του λεγομένου Χελανδάρι"[3]. Είναι πιθανόν το όνομα αυτο να προέρχεται από την ιδιοκτησία ενός βυζαντινού τύπου εμπορικού πλοίου το οποίο ονομαζόταν Χελάνδιον: "εκ του χελάνδιον το Χελανδάρις, εκ τούτου δε το Χελανδάριον"[4]. Για τη μορφή Χιλανδαρίου, ερευνητές υποστηρίζουν ότι ετυμολογείται είτε από το χίλιοι και αντάρα (ομίχλη), ή από το χίλιοι και άνδρες, δηλαδή από τον αριθμό των πειρατών που, σύμφωνα με την παράδοση, επιτέθηκαν κάποτε με ληστρικές διαθέσεις εναντίον του μοναστηριού χωρισμένοι σε δύο ομάδες και που αλληλοεξοντώθηκαν λόγω της πυκνής ομίχλης, γιατί ήταν αδύνατο να καταλάβουν ποιοι ήταν οι δικοί τους και ποιοι οι ξένοι[5].

 
Άγιο Όρος

Η ίδρυση του μοναστηριού, με τη σημερινή μορφή της χρονολογείται από το 1197[6] ή 1198[7] και οφείλεται στον ηγεμόνα της Σερβίας Στέφανο Νεμάνια και τον γιο του Ράστκο. Ο δεύτερος, αν και ήταν πρίγκιπας και υποψήφιος διάδοχος του θρόνου, προτίμησε τον μοναστικό βίο, ήρθε κρυφά στο Άγιο Όρος και έγινε μοναχός με το όνομα Σάββας. Κάποια στιγμή εγκαταστάθηκε στο Βατοπέδι και λίγο διάστημα μετά τον ακολούθησε και ο πατέρας του Στέφανος Νεμάνια, που είχε γίνει κιόλας μοναχός σε μονή της Σερβίας με το όνομα Συμεών. Οι δύο άνδρες παρέμειναν στη Μονή Βατοπεδίου μέχρις ότου τους παραχωρηθεί, ύστερα από παράκληση του νέου ηγεμόνα των Σέρβων Στεφάνου Β΄ Νεμάνια (αδελφός του Σάββα), το μικρό και ερειπωμένο τότε κτίσμα του Χιλανδαρίου. Η παραχώρηση επικυρώθηκε με χρυσόβουλλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ του Αγγέλου, σύμφωνα με το οποίο δόθηκε το Χιλανδάρι "όπως είναι τοις Σέρβοις δώρον αιώνιον"[8]. Καθώς ο πρώην ηγεμόνας Συμεών και ο γιος του Σάββας φρόντισαν για την ανοικοδόμηση και την επέκταση της μονής, δικαίως θεωρούνται οι πρώτοι κτήτορες και ιδρυτές του μοναστηριού. Μάλιστα, ο Συμεών (πρ. Στέφανος) εξαιτίας της οσιακής ζωής του, αναγνωρίστηκε και διακηρύχθηκε ως άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εορτάζεται η μνήμη του στις 13 Φεβρουαρίου[9].

Οι αιώνες που αμέσως ακολούθησαν την ίδρυση, ήταν περίοδος ακμής για τη μονή λόγω των πλούσιων δωρεών των Σέρβων ηγεμόνων, με τις οποίες δημιουργήθηκαν και οχυρωματικά έργα των οποίων η αξία φάνηκε το 1307, όταν οι Καταλανοί επιτέθηκαν στο μοναστήρι. Πλούσιες ήταν και οι δωρεές των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων, ενώ τον 16ο και τον 17ο αιώνα η ακμή συνεχίστηκε κάτω από την προστασία των Βλάχων ηγεμόνων και των τσάρων της Ρωσίας.

Από εκεί και πέρα όμως αρχίζει η παρακμή του μοναστηριού, ιδιαίτερα από το έτος 1675, όταν προσαρτήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο η αρχιεπισκοπή Ιπεκίου[10]. Από τότε, η προσέλευση Σέρβων σιγά σιγά λιγοστεύει μέχρι το σημείο τον επόμενο αιώνα να ζουν στο μοναστήρι κυρίως βουλγαρόφωνοι μοναχοί (τέλος 18ου αι.). Στα χρόνια 1722 και 1891 το μοναστήρι καταστράφηκε από δύο αντίστοιχες πυρκαγιές, που λίγο έλειψε να το καταστρέψουν ολοσχερώς. Το έτος 1896 επισκέφθηκε τη Μονή Χιλανδαρίου ο βασιλιάς της Σερβίας Αλέξανδρος Α΄, ο οποίος το ανακούφισε από τα μεγάλα χρέη και έστειλε πολλούς Σέρβους μοναχούς, οι οποίοι τελικά επικράτησαν, πήραν ξανά τη διοίκηση του μοναστηριού και τη διατηρούν μέχρι σήμερα.

Η μονή διαθέτει 13 ακόμη παρεκκλήσια. Από αυτά τα 11 βρίσκονται μέσα στο μοναστήρι σε διάφορα σημεία του ενώ τα άλλα δύο, έξω από αυτό. Στις Καρυές, 15 κελλιά ανήκουν επίσης στο Χελανδάρι. Από τα μετόχια του μοναστηριού σήμερα σώζονται μόνο τρία: της ΚομίτσαςΚομίτισσας) σε δύο ώρες περίπου απόσταση, της Ζωοδόχου Πηγής κοντά στην Ιερισσό και της Καλαμαριάς ή του Αγίου Νικολάου στη Σωζόπολη της Χαλκιδικής.

Πνευματική κίνηση - Τέχνη - Κειμήλια

Η μονή, κατά τον 13ο και 14ο αιώνα έγινε το πνευματικό κέντρο, από όπου πέρασαν όλοι σχεδόν οι ηγέτες της Σερβικής Εκκλησίας. Από εδώ βγήκαν πολλοί σοφοί άνδρες και μορφωμένοι κληρικοί, που έγιναν πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, ενώ γράφτηκαν ή μεταφράστηκαν πολλά βιβλία που βοήθησαν στην πρόοδο και την πνευματική ανάπτυξη του σερβικού λαού[11].

Σπουδαία είναι και τα μνημεία τέχνης τα οποία βρίσκονται στη μονή Χιλανδαρίου και αφορούν χειρόγραφους κώδικες, εικόνες, τοιχογραφίες, κειμήλια και κτίρια. Το Καθολικό έχει αφιερωθεί στα Εισόδια της Θεοτόκου και ανάγει την αρχική του ανέγερση στον 12ο αι. Η αγιογράφηση του έγινε το 1319-1320 πιθανώς από τον Γεώργιο Καλλιέργη ενώ το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, σκαλισμένο το 1774. Η Τράπεζα της μονής φέρει τοιχογραφίες από το 1623 του Σέρβου αγιογράφου Γεωργίου Μητροφάνοβιτς. Εξάλλου, στο μουσείο της μονής σώζεται και μια σειρά από καλά διατηρημένες εικόνες από τον 14ο αιώνα.

Η βιβλιοθήκη της μονής διαθέτει πολλά ελληνικά και σλαβικά χειρόγραφα, πολλά εξ αυτών με ωραίες μικρογραφίες, και επίσης παλαιούς κώδικες ανάμεσα στους οποίους Μηναίο του 13ου αι., αντίγραφα πατερικών έργων από τον 11ο αιώνα, ψαλτήριο και ευαγγέλιο από τον 13ο αι. κ.ά.

Ανάμεσα στα κειμήλια που διαθέτει η μονή υπάρχουν ανάγλυφα σε λίθο του 11ου - 12ου αιώνα με άγιες μορφές, ξυλόγλυπτες εικόνες, ποιμαντορικές ράβδοι, λάβαρα, νομίσματα κ.ά.[12].

Υποσημειώσεις

  1. Κοινόβιο ονομάζεται το μοναστήρι όπου ο βίος των Μοναχών είναι κοινός ως προς την εργασία, τα έσοδα, την ενδυμασία, τις δαπάνες, την τραπεζαρία, την προσευχή (Μαλαβάκης Νίκος, Βυζαντινολόγιο-Λεξικό Εκκλησιαστικών και Θρησκευτικών όρων, Αστήρ, Αθήνα 1999, σελ. 78-79). Οι μοναχοί στερούνται κάθε είδους περιουσίας και διατρέφονται από περιουσιακά στοιχεία της μονής που διαχειρίζεται το ηγουμενοσυμβούλιο (Βεργωτής Γεώργιος, Λεξικόν Λειτουργικών και Τελετουργικών Όρων, 3η έκδ. βελτιωμένη και επαυξημένη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 126).
  2. Αρσανάς ή Ταρσανάς ονομάζεται το παράλιο οίκημα μιας Μονής το οποίο χρησιμεύει ως σταθμός των πλοιαρίων που προορίζονται για την Μονή και επίσης περιλαμβάνει αποθήκες εμπορευμάτων (1. Βεργωτής Γεώργιος, Λεξικόν Λειτουργικών και Τελετουργικών Όρων, 3η έκδ. βελτιωμένη και επαυξημένη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 43-43. 2. "Αρσανάς", ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟ της Ελληνικής Γλώσσας, εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 2005 [CD-ROM]).
  3. Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σελ. 57.
  4. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 122.
  5. Καδάς, Το Άγιον Όρος..., ό.π.
  6. Χατζηφώτης Μ.Ι., Η καθημερινή ζωή στο Άγιο Όρος, Παπαδήμας, Αθήνα 1999, σελ. 41.
  7. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 122.
  8. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 122.
  9. Τσολακίδης Δ. Χρήστος, Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας, έκδ. 2η, εκδ. Χ.Δ. Τσολακίδη, Αθήνα 2001, σελ. 168. Βλ. και Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. Β΄. Φεβρουάριος, έκδ. 8η, Αθήναι 2004, σελ. 334.
  10. Πρόκειται για το Πετς (τουρκ. Ιπέκ - Ιπέκιον), πόλη της Σερβίας, η μεγαλύτερη στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, σημαντικό θρησκευτικό χριστιανικό κέντρο ("Πετς", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 49, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM]).
  11. Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σελ. 58.
  12. Βλ. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 128-129.

Βιβλιογραφία

  • "Άθως" > "Περιγραφή των κυρίαρχων Μονών", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 4, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
  • Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1-12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962-1968 (τα σχετικά με τις Μονές άρθρα).
  • Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995.
  • Χαριτόπουλος Ευστάθιος, Άγιον Όρος. Οι άγιοι τόποι της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2002.
  • Χατζηφώτης Μ.Ι., Η καθημερινή ζωή στο Άγιο Όρος, Παπαδήμας, Αθήνα 1999.

Σύνδεσμοι