Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Με τον γενικό όρο Θεός (πληθ. θεοί) στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα εννοείται η θεότητα ή η υπέρτατη οντότητα που φέρεται κυρίως στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες ως Δημιουργός του Κόσμου. Στην αρχαιότητα στην βοιωτική διάλεκτο σύμφωνα με το λεξικό Liddell-Scott η λέξη απαντάτο ως θιός ή σιός, στην Λακωνική σιός, στη Δωρική θεύς, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Καινή Διαθήκη, ως Θεός. Η έκταση της δικαιοδοσίας της έννοιας του θεού ή των Θεών στην Ελληνική Μυθολογία ήτοι στη Κοσμογονία ποικίλλει από μυθολογία σε μυθολογία. Ως θέαινα ή θεά απαντάται η θηλυκή θεότητα, παρούσα κυρίως στις πολυθεϊστικές θρησκείες

Ετυμολογία

Η ακριβής προέλευση της λέξης Θεός δεν είναι σήμερα γνωστή και καθώς η έρευνα σχετικά με την ακριβή παρέλευσή της ακόμα συνεχίζεται, αφού φιλόλογοι και γλωσσολόγοι δεν έχουν καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα.

Μια πιθανή λέξη προέλευσης της λέξεως Θεός παράγεται από το ρήμα θεώμαι, που αποδίδεται σήμερα την έννοια «βλέπω τα πάντα» και κατά συνέπεια ως Θεός ορίζεται αυτός που επιβλέπει τα πάντα, ο Παντεπόπτης. Κατά άλλους προέρχεται από το ρήμα τίθημι, ήγουν τοποθετώ και άρα θέλει να δηλώσει τον Δημιουργό. Άλλοι φιλόλογοι υποστηρίζουν πως η λέξη προέρχεται από το ρήμα αίθω, ήτις ο «τα πάντα καίων», ενώ άλλοι πως πιθανή ρίζα του μπορεί να είναι ρήμα θέω ή θείω, όπερ και δεικνύει τον πανταχού παρόντα. Τέλος μια άλλη ομάδα γλωσσολόγων θεωρεί πως και λέξη θοόω, δηλαδή «κάνω κάτι κοπτερόν, αιχμηρόν» τελικώς κρύπτεται πίσω από την ονομασία και άρα υπονοεί τον δικαιοκρίτη.

Οι πλειοψηφία των γλωσσολόγων θεωρεί πως σήμερα η λέξη προέρχεται από την από την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία της προβαβελίου και έχει σχέση προς την σανσκριτική λέξη deva ή dyaus, προς το λατινικό deus ακόμα και το Ελληνικό Δευς ή Ζευς, οπότε κατ αυτήν την διασύνδεση, η έννοια του Θεού, σχετίζεται με την έννοια του φωτός.

Ο Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας

Ο αληθινός Θεός ημών, είναι Τριαδικός. Είναι δηλαδή Είς και Τριάς. Είναι ένας κατά την ουσίαν και την ύπαρξη και τρεις κατά τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα. Η ουσία, η υπερούσιος ουσία του Θεού είναι απολύτως τελεία, απλή και ασύνθετος. Η γνώση του Θεού μάλιστα, λόγω της αδυναμίας της διάνοιάς του ανθρώπου να τον αντιληφθεί, δύναται να τον γνωρίσει μόνο μέσω των ενεργειών του[1]. Ο Θεός είναι ακατάληπτος, κατά την ουσία του και άγνωστος, ενώ μόνο καταληπτό είναι η απειρία του[2], αλλά και απερινόητος, αόρατος[3].

Όπως προανεφέρθη είναι τρεις υποστάσεις. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ είναι άναρχος και αγέννητος, ο Υιός, γεννητός, συνάναρχος, συναΐδιος και ομοούσιος τω Πατρί, ενώ το Πνεύμα το Άγιο εκπορευτό εκ του Πατρός και άρα και ομούσιο. Ομοούσιος όμως δεν σημαίνει εκ ομοίας ουσίας, αλλά ιδίας ουσίας, ήγουν ταυτότητα υπάρξεως και ουσίας.

Δείτε επίσης

Υποσημειώσεις

  1. Μεγάλου Βασιλείου, 234 επιστολή
  2. Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της πίστεως, δ
  3. Ανάγνωση ιερέως κατά την Αγίαν αναφοράν της Θείας Λειτουργίας

Πηγές

  • «Ορθόδοξος Πίστη και Ζωή», Αρχιμ. Δοσιθέου, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας Ταρτάνης Ευρυτανίας.