Ευαγγέλιο

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 18:04, 2 Ιουνίου 2008 από τον Magda (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Βιβλιογραφία: bg, en, ro)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο όρος εὐαγγέλιον ή ευαγγέλιο σημαίνει "καλά νέα", "χαρμόσυνη είδηση", "χαρούμενη αγγελία".

Χρήση του όρου

Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος Ευαγγέλιο χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν στην ελληνική γλώσσα ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης και διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής και του θανάτου του Ιησού, εκθέτουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά σημεία του χριστιανισμού.

Η ονομασία του φιλολογικού αυτού είδους προέρχεται από μια λέξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου που πήρε νέο περιεχόμενο στο χριστιανισμό. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, η λέξη "ευαγγέλιο" που τη συναντάμε από τον 8ο αιώνα π.Χ. στα έπη του Ομήρου[1], έχει την έννοια της χαρμόσυνης αγγελίας κάποιας νίκης ή της αμοιβής που παίρνει ο κομιστής της αγγελίας ή και της θυσίας που προσφέρεται στους θεούς για τη χαρμόσυνη είδηση της νίκης.

Στον Χριστιανισμό, όπως φαίνεται κι από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων αιώνων, με τη λέξη ευαγγέλιο δηλώνεται είτε το λυτρωτικό μήνυμα της Καινής Διαθήκης γενικά, είτε κάποιο από τα τέσσερα βιβλία της Καινής Διαθήκης που περιέχουν και αφηγούνται το γεγονός της νίκης του Χριστού κατά των δαιμονικών δυνάμεων με τα θαύματα, τις διδασκαλίες του, το θάνατο και την ανάσταση του. Η χρήση του όρου ευαγγέλιο ως τον 3ο αιώνα περιέγραφε και τα 4 Ευαγγέλια μαζί, ενώ από τον 4ο αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος και για καθένα από τα βιβλικά Ευαγγέλια[2].

Μεταγενέστερα, στην αυτοκρατορική λατρεία των ελληνορωμαϊκών χρόνων, η μέρα της γέννησης του αυτοκράτορα θεωρείται "ευαγγέλιο".

Το περιεχόμενο του Χριστιανικού ευαγγελίου

Η κατεξοχήν χαρμόσυνη αγγελία για την ανθρωπότητα είναι η λύτρωση που προσφέρει ο Θεός στον κόσμο με τη γέννηση, το σταυρό και την ανάσταση του Χριστού. Στην ορολογία της πρώτης εκκλησίας η λέξη "ευαγγέλιο" αναφέρεται στη νίκη του Χριστού επί των δυνάμεων του κακού, που είχαν δέσμιους τους ανθρώπους. Τη λέξη αυτή χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Χριστός[3] και κατόπιν η εκκλησία για το έργο του Χριστού, ιδιαίτερα για το σταυρικό του θάνατο και την ανάσταση καθώς και για τη λύτρωση που προσφέρθηκε στην ανθρωπότητα.

Τα Eυαγγέλια ως φιλολογικό είδος στη σύγχρονη επιστημονική ερευνά

Πριν από την τελική καταγραφή των ευαγγελίων, είχαν διαμορφωθεί μέσα στην πρώτη χριστιανική κοινότητα, διηγήσεις για λόγια και έργα του Ιησού που εξυπηρετούσαν την ιεραποστολή, την κατήχηση, τη διδαχή, τη λατρεία, την απολογητική και άλλους τομείς της δράσης της πρώτης εκκλησίας.
Οι διηγήσεις αυτές, αποτελούν την προϊστορία των ευαγγελίων με την εξέταση των οποίων ασχολήθηκε η λεγόμενη Μορφοϊστορική μέθοδος που αναπτύχθηκε στη Γερμανία από το 1920 και μετά. Η επιστημονική αυτή άποψη της Μορφοϊστορικής Σχολής, δεχόταν ότι οι ευαγγελιστές ήταν απλά και μόνο συλλέκτες και καταγραφείς της παράδοσης της εκκλησίας σχετικά με τον Ιησού, άρα δεν πρέπει να αναζήτα κανείς στα κείμενά τους απόλυτη συνοχή.

Μεταξύ των εκπροσώπων της σχολής αυτής υπήρχαν διαφορετικές απόψεις όπου κατά μία εκδοχή αναγνωρίστηκε μεγαλύτερη ελευθερία στη δημιουργικότητα της εκκλησίας, ενώ άλλη εκδοχή έκανε λόγο για ένα πιο σίγουρο ιστορικό πυρήνα στην παράδοση της εκκλησίας σχετικά με τον Ιησού.

Αργότερα, με την εμφάνιση της "Ιστορίας της σύνταξης", η προσοχή των ερευνητών στράφηκε στο γεγονός ότι οι ευαγγελιστές δεν είναι απλοί συλλέκτες, αλλά θεολόγοι με ξεχωριστή θεολογική τάση ο καθένας και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία διαπιστώνονται τόσο με την εκλογή του υλικού μεταξύ των στοιχείων της παράδοσης όσο και με τον τρόπο καταγραφής του, όπου εκφράζονται οι ιδιάζουσες σε κάθε ευαγγελιστή θεολογικές τάσεις.

Από εκει και πέρα, νεώτερες επιστημονικές τάσεις όπως η Στρουκτουραλιστική ανάλυση επικεντρώνονται περισσότερο με φιλολογικό ενδιαφέρον στα κείμενα, με την εξέταση της γλωσσικής τους δομής, των σχημάτων λόγου και των ρητορικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για την απόδοση του μηνύματος που περιέχουν.

Οι επιστημονικές αυτές τάσεις, στο ερώτημα σχετικά με τις διαφορές που συχνά συναντάμε σε εξωτερικές διατυπώσεις κάποιων διδασκαλιών στα ευαγγέλια, η απάντηση που συνήθως δίδεται είναι πως αυτές σχετίζονται με το σκοπό που επιδίωκε ο κάθε ευαγγελιστής γράφοντας το ευαγγέλιο του και με τις ανάγκες των χριστιανών στους οποίους απευθύνεται. Στο σύνολο τους οι διηγήσεις των ευαγγελιστών συμπληρώνουν η μία την άλλη.

Επίσης, σχετικά με τις επισημάνσεις που γίνονται κατά καιρούς περί "αντιθέσεων" μεταξύ των ευαγγελιστών, υποστηρίζεται πως συνήθως τίθεται θέμα μη επιστημονικής αντιμετώπισης των φιλολογικών προβλημάτων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είτε, οι επισημάνσεις αυτές γίνονται για λόγους ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η επιστημονική θεολογική κοινότητα υποστηρίζει πως κάθε ευαγγελιστής βάζει την προσωπική του σφραγίδα, θεολογική ή φραστική, στο κοινό υλικό της παράδοσης ή στο υλικό που αντλεί από τις γραπτές πηγές, ανάλογα με τους παραλήπτες στους οποίους απευθύνεται.

Υποσημειώσεις

  1. Στην ξ ραψωδία της Οδύσσειας (στίχοι 152 και 166) αναφερεται «ἀλλ' ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ, ὡς νεῖται Ὀδυσεύς· εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω αὐτίκ', ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ' ἵκηται ... τὸν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· ὦ γέρον, οὔτ' ἄρ' ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τείσω οὔτ' Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται».
  2. Alexander Souter, The Text and Canon of the New Testament Second ed., 1953, σελ. 11.
  3. βλ. Μαρκ. 1:15.8,35. 10:29.13:10.14:9.16:15 κ.λπ.

Βλέπε επίσης

Βιβλιογραφία

  • Ιωαννίδη Β., «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», 1960
  • Αγουρίδη Σ., «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», Γρηγόρη, 1991
  • Παναγόπουλου Ι., «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», Ακρίτας, 1993
  • Raymond Brown, «An Introduction to the New Testament», Doubleday, 1997
  • Καραββιδόπουλου Ι., «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», Πουρναρά, 1998
  • L.D.Reynolds & N.G.Wilson, «Αντιγραφείς και Φιλόλογοι», ΜΙΕΤ, 1981
  • Elpidio Mioni, «Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία», ΜΙΕΤ, 1985
  • E.G. Turner, «Ελληνικοί Πάπυροι», ΜΙΕΤ, 1981
  • The Problem of the New Testament Canon, Kurt Aland, Λονδίνο, Mowbray, 1962.