Επιστολή προς Φιλιππησίους Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 11:23, 19 Ιουλίου 2009 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Βιβλιογραφία)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Πολύκαρπος Σμύρνης υπήρξε εξέχουσα μορφή και φυσιογνωμία της Εκκλησίας της Μικράς Ασίας κατά 2ο αιώνα. Διετέλεσε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη, δηλαδή του κατεξοχήν αποστολικού θεολόγου. Ο ίδιος χειροτονήθηκες επίσκοπος από αποστόλους, καθώς πληροφορεί ο μαθητής και συνεχιστής της παραδόσεώς του Ειρηναίος Λουγδούνου[1]. Το κύρος του Πολύκαρπου έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε φορέας της γνήσιας αποστολικής παραδόσεως, σε μια εποχή που η Εκκλησία γνώρισε στους κόλπους της πλήθος διδασκάλων, οι οποίοι εξέφραζαν αμφίβολη ή αιρετική θεολογική ερμηνεία των γραφών.

Σημαντικό ρόλο στην πνευματική πορεία του Πολυκάρπου διαδραμάτισε η γνωριμία του στη Σμύρνη (107-117) με τον Άγιο Ιγνάτιο, από τον οποίο είχε λάβει και προσωπική Επιστολή, στην οποία τον επαινεί και τον συμβουλεύει. Η αποστολικότης του φρονήματος τού Πολυκάρπου εξηγεί το κύρος του και την ειρηνευτική του αποστολή στη Ρώμη κατά τους χρόνους του Ανίκητου (154-166) για τη διαφορά ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα[2].

Ο Πολύκαρπος παρέδωσε το πνεύμα του, εν μέσω μαρτυρίου, σε μεγάλη ηλικία στο στάδιο της Σμύρνης, την Εκκλησία της οποίας ποίμανε για έξι δεκαετίες. Για το χρόνο του μαρτυρίου, που η παράδοση τοποθετεί στο έτος 155/156, έγιναν πρόσφατα νέες προτάσεις 167 /8 ή 177. Η πρώτη από αυτές (167-168) θεωρείται πιθανή, ενώ πολλοί πατρολόγοι δέχονται ακόμη την παραδοσιακή χρονολογία.

Η Επιστολή Πολυκάρπου

Ο Πολύκαρπος κατά τον Ειρηναίο συνέταξε επιστολές προς διάφορες εκκλησίες. Από αυτές σήμερα διασώζεται μία, την όποια είχε αποστείλει στους Φιλιππησίους, ικανοποιώντας το αίτημά τους, να αποκτήσουν επιστολές του Ιγνατίου, ο οποίος πρόσφατα είχε περάσει από την πόλη τους, πορευόμενος για τη Ρώμη. Η εκκλησία των Φιλίππων είχε ζητήσει από τον Πολύκαρπο να τους απευθύνει λόγους προτροπής, να προωθήσει με δικό του αγγελιοφόρο την επιστολή που είχαν απευθύνει στην Συριακή Εκκλησία και να τους στείλει όσες επιστολές του Ιγνατίου διέθετε.

Η επιστολή είναι πρακτική - συμβουλευτική και εκφράζει τη θερμή πίστη του συντάκτη της, ενώ θίγει λίγα θεολογικά ζητήματα της εποχής, με ιδιαίτερη έμφαση στην πραγματικότητα της ενσαρκώσεως του Κυρίου. Αυτό που φαίνεται να απασχολεί κυρίως τον άγιο Πολύκαρπο, είναι το θέμα της διαγωγής των Χριστιανών της εποχής του. Φαίνεται ότι η αύξηση του Χριστιανικού πληθυσμού, έφερε μαζί της και την αναπόφευκτη έκπτωση των ηθών, με αποτέλεσμα να διασύρεται το όνομα του Κυρίου από σκάνδαλα. Έτσι συμβουλεύει, να προειδοποιεί και να ενισχύει τον αγώνα των χριστιανών, με υπομονή και επιμονή στο δρόμο του Κυρίου. Γι' αυτό και τους αναφέρει ως παράδειγμα τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Πολύ σημαντική είναι και η πληροφορία του αγίου Πολυκάρπου, για το πώς αντιμετώπιζαν οι πρώτοι Χριστιανοί, όσους εξέπιπταν της πίστεως, όπως τον πρώην Πρεσβύτερο Ουάλεντα που αναφέρει[3].

Η επιστολή αυτή συσχετίζεται επίσης στενά με τις επιστολές και το μαρτύριο του Ιγνατίου. Οι Φιλιππήσιοι είχαν πρόσφατα υποδεχθεί και συνοδεύσει στον δρόμο τους ορισμένους δεσμώτες[4]. Από μια μεταγενέστερη σημείωση στην επιστολή, φαίνεται πως ο Ιγνάτιος ήταν ένας από αυτούς[5]. Εκτός αυτού, αναφέρονται και άλλοι δύο, ονομαστικά, ήτοι ο Ζώσιμος και ο Ρούφος. Μια όχι απίθανη εικασία θέλει αυτά τα άτομα να είναι Χριστιανοί της Βιθυνίας, οι οποίοι είχαν σταλεί από τον Πλίνιο στην Ρώμη για να δικασθούν εκεί, και συναντήθηκαν με τον Ιγνάτιο στους Φιλίππους. Στην περίπτωση αυτή, θα είχαν τεθεί κάτω από την ίδια φρουρά με τον Ιγνάτιο, και θα είχαν συνεχίσει μαζί του προς την Ρώμη, φρουρούμενοι από τις «δέκα λεοπαρδάλεις»[6]. Είναι προφανές πως ο Ιγνάτιος – πιθανότατα δια προφορικού λόγου – είχε δώσει στους Φιλιππησίους την ίδια νουθεσία που είχε δώσει γενικά στις εκκλησίες[7], δηλαδή, συνιστούσε να αποστείλουν επιστολές και (όπου ήταν δυνατό) και αντιπροσώπους, για να συγχαρούν την Εκκλησία της Αντιόχειας επί τη αποκαταστάσει της ειρήνης. Εξ ου και το αίτημα των Φιλιππησίων - ενισχυόμενο και από τον ίδιο τον Ιγνάτιο - να προωθήσει ο Πολύκαρπος την επιστολή τους στην Συρία. Επίσης γίνεται αντιληπτό πως είχαν ακούσει – είτε από τον ίδιο τον Ιγνάτιο, ή από τους γύρω του – για τις επιστολές που είχε απευθύνει και στις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, ειδικότερα δε της Σμύρνης. Εξ ου και το περαιτέρω αίτημα να τους στείλει ο Πολύκαρπος όσες από αυτές τις επιστολές είχε στην κατοχή του. Η επίσκεψη του Ιγνατίου ήταν πρόσφατη – τόσο πρόσφατη μάλιστα, ώστε ο Πολύκαρπος να μην έχει βέβαιη γνώση για το γεγονός του μαρτυρίου. Έτσι, ρωτά τους Φιλιππησίους – οι οποίοι είναι πολύ πιο κοντά στην Ρώμη απ’ ότι η Σμύρνη – να του μεταφέρουν οποιαδήποτε σχετική πληροφορία έχουν λάβει για τον άγιο και τους συντρόφους του[8].

Πέραν αυτών των αναφορών στον Ιγνάτιο, η επιστολή δεν περιέχει άλλα προσωπικά θέματα. Ο Πολύκαρπος αναφέρει τις επικοινωνίες του Αποστόλου Παύλου με τους Φιλιππησίους, γραπτές και προφορικές[9]. Κάνει μνεία για την φήμη της Εκκλησίας των Φιλίππων τις πρώτες μέρες του Ευαγγελίου, και τους συγχαίρει για την διατήρηση της καλής φήμης[10]. Αναφέρει επίσης πως οι Φιλιππήσιοι είχαν μεταστραφεί στο Ευαγγέλιο πριν από τους Σμυρνείς[11], αναφορά που εναρμονίζεται πλήρως με τις σημειώσεις των δύο εκκλησιών στην Καινή Διαθήκη. Η καλή φήμη όμως της Εκκλησίας των Φιλίππων είχε σπιλωθεί από την αμαρτία ενός ανάξιου ζεύγους. Ο Ουαλέντιος και η σύζυγός του, οι Ανανίας και Σαπφείρα της κοινότητας των Φιλιππησίων, ήσαν ένοχοι κάποιας πράξεως πλεονεξίας, πιθανόν απάτης και ανεντιμότητας. Ο Ουαλέντιος ήταν ένας από τους Πρεσβύτερους, έτσι η Εκκλησία ήταν πιο άμεσα αρμόδια για το έγκλημά του. Ο Πολύκαρπος εκφράζει την βαθύτατη λύπη του, ενώ το πάθος της φιλαργυρίας, παρατηρούμε, να καταγγέλλεται επαναληπτικώς μέσα στο σώμα της επιστολής[12].

Η επιστολή έχει σταλεί δια χειρός κάποιου Κρήσκεντος. Η αδελφή του Κρήσκεντος επίσης, η οποία προτίθεται να επισκεφθεί τους Φιλίππους, αναφέρεται με καλές συστάσεις σ’ αυτούς[13]. Το 1936 ο P. Harrison έκανε μια νέα και ευλογοφανή υπόθεση προς λύση του φιλολογικού προβλήματος της επιστολής. Από το σώμα του κειμένου χώρισε το κεφ. 13, το όποιο θεώρησε γράμμα-σημείωμα (ή μέρος του γράμματος), με το οποίο ο Πολύκαρπος συνόδευσε τις επιστολές του Ιγνατίου που απέστειλε στους Φιλιππησίους. Το υπόλοιπο κείμενο αποτελεί δεύτερη επιστολή, που τοποθετείται μεταξύ 135 και 137. Ανεξάρτητα με την ορθότητα της υποθέσεως αυτής, που πάντως δεν είναι εύκολο να απορριφθεί, το κείμενο της δεύτερης έστω επιστολής κατανοείται ευχερέστερα, εάν δεχθούμε ότι γράφηκε λίγο καιρό μετά τα γεγονότα του Ιγνατίου (107-117).

Πηγές και αξιοπιστία της επιστολής του αγίου Πολυκάρπου

Η επιστολή του αγίου Πολυκάρπου, είναι σ' εμάς γνωστή, από αρχαία Ελληνικά αλλά και Λατινικά χειρόγραφα που υπάρχουν στη διάθεσή μας. Οι πηγές από τις οποίες παραλάβαμε και ανασυνθέσαμε την επιστολή του Αγίου Πολυκάρπου είναι οι εξής (Τα Ελληνικά χειρόγραφα (με ένδειξη «G»):

  1. Vaticanus 859 [ v ]
  2. 0ttobonianus 348 [ o ]
  3. Florentinus Laur. vii. 21 [ f ]
  4. Parisiensis Graec. 937 [ p ]
  5. Casanatensis G. V. 14 [ c ]
  6. Theatinus [ t ]
  7. Neapolitanus Mus. Nat. II. A. 17 [ n ]
  8. Salmasianus [ s ]
  9. Andrius [ a ]

Τα χειρόγραφα αυτά, ανήκουν στην ίδια «οικογένεια» χειρογράφων, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι η Επιστολή του Πολυκάρπου συνεχίζει μέσα στην Επιστολή του Βαρνάβα χωρίς καμία διακοπή, το δε ακρωτηριασμένο τέλος του τμήματος § 9 Πολυκάρπου (αποθανόντα και δι' ημάς υπό του Θεού αναστάντα) είναι ακολουθούμενο από την ακρωτηριασμένη αρχή της Επιστολής Βαρνάβα § 5 (τον λαόν τον καινόν κτλ.).

Εντός της «οικογενείας» αυτής όμως, τα χειρόγραφα εμπίπτουν σε δύο υποδιαιρέσεις:

  • Με τις ενδείξεις v, o, p και f επισημαίνονται όλα τα χειρόγραφα στα οποία η Επιστολή Πολυκάρπου έχει επισυναφθεί στις ψευδο-Ιγνατιανές Επιστολές. Στην πρώτη αυτή υποδιαίρεση, τα χειρόγραφα με ένδειξη o, p και f έχουν προέλθει άμεσα ή έμμεσα από την πηγή v, και δεν περιλαμβάνουν καμία ανεξάρτητη πηγή.
  • Με τις ενδείξεις c, t, n και a (στις οποίες ίσως προσθέσουμε και ένα s), η επιστολή είναι μόνη της.
Η Λατινική έκδοση (με ένδειξη «L»).

Στην αρχή της επιστολής η εκδοχή αυτή είναι χρήσιμη, για τη διόρθωση του κειμένου του σωζόμενου Ελληνικού χειρογράφου, όπου αυτό περιέχει λάθη. Διότι, αν και αρκετά παραφρασμένο, είχε διαμορφωθεί από μια παλαιότερη μορφή Ελληνικών. Όμως και τα δύο κείμενα, (Ελληνικών και Λατινικών πηγών), συσχετίζονται στενά, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι η λατινική εκδοχή, πάντοτε βρίσκεται συσχετισμένη με τα Λατινικά των ψευδο-Ιγνατιανών επιστολών και μοιάζει να έχει μεταφρασθεί από τον ίδιο Τόμο που τις περιείχε.

Για το τελευταίο τμήμα της επιστολής, από την § 10 και έπειτα, Οι Λατινικές είναι οι αποκλειστικές πηγές που διαθέτουμε, με εξαίρεση τα τμήματα της § 12, τα οποία έχουν διατηρηθεί στην Συριακή σε εδάφια του Τιμοθέου και του Σεβήρου ή αλλού, καθώς και ολόκληρη η § 13, η οποία παρέχεται από τον Ευσέβιο στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του. Οι Λατινικές πηγές, από τις οποίες έγινε η συρραφή του τελικού κειμένου της επιστολής, είναι και αυτά συνολικά εννέα στον αριθμό:

  1. Reginensis 81 [ r ]
  2. Trecensis 412 [ t ]
  3. Pansiensis 1639, formerly Colbertinus 1039 [ c ]
  4. Bruxellensis 5510 [ b ]
  5. Oxon. Balliolensis 229 [ o ]
  6. Palatinus 150 [ p ]
  7. Florentinus Laur. xxiii. 20 [ f ]
  8. Vindobonensis 1068 [ v ]
  9. Oxon. Magdalenensis 78 [ m ]

Στα Ελληνικά και στα Λατινικά χειρόγραφα που υπάρχουν ως πηγές, η Επιστολή Πολυκάρπου συνδέεται στενά με την Μακρά Κριτική Αναθεώρηση των Ιγνατιανών Επιστολών. Το γεγονός αυτό, αν ήταν μεμονωμένο, θα προξενούσε ανυποληψία ως προς την ακεραιότητα του κειμένου. Θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς πως το ίδιο χέρι που παρεμβλήθηκε στις Μακρές Επιστολές Ιγνατίου είχε παρεμβληθεί και σ’ αυτή την επιστολή. Όμως τα εσωτερικά τεκμήρια, και ειδικότερα το υπαινικτικό των αναφορών στις Ιγνατιανές Επιστολές είναι αποφασιστικό υπέρ της γνησιότητας της επιστολή αυτής.

Σε ότι αφορά τα εξωτερικά τεκμήρια, όχι μόνο ο Ειρηναίος, μαθητής του Πολυκάρπου, υπαινίσσεται την «πολύ επαρκή επιστολή του Πολυκάρπου την απευθυνόμενη στους Φιλιππησίους», αλλά και οι αναφορές του Ευσεβίου, του Τιμοθέου και του Σεβήρου, μαζί με τα άλλα Συριακά αποσπάσματα, αποτελούν σημαντικά πειστήρια. Μας δείχνουν πως, η επιστολή αυτή ήταν γνωστή, υπαρκτή και έγκυρη, πολύ πριν γεννηθεί ο χαλκευτής των Μακρών Ιγνατιανών επιστολών.

Υποσημειώσεις

  1. Έλεγχος III 3,4
  2. Ρώμη: Κυριακή μετά το Εβραϊκό Πάσχα, Μ. Ασία: 14η του μηνός Νισάν
  3. § 11.4
  4. § 1
  5. § 9
  6. Ιγνατ. Ρωμ. 5
  7. Φιλαδελφ. 10, Σμυρν. 11, Πολυκαρπ. 7
  8. § 13
  9. §§ 3, 11
  10. §§ 1, 11
  11. § 11
  12. §§ 2, 4, 6, 11
  13. § 14

Βιβλιογραφία

  • Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος,"Πατρολογία", Τόμος Α’, Αθήνα 1982, Β΄ Έκδοση.