Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Επιστολή προς Διόγνητον"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Η προέλευση και ο αποδέκτης της επιστολής)
μ (Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης της επιστολής)
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
 
==Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης της επιστολής==
 
==Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης της επιστολής==
  
Μέχρι και σήμερα ερευνητές και θεολόγοι δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε και από ποιόν γράφτηκε η επιστολή αυτή, αλλά και προς ποιόν παραδόθηκε με βεβαιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα, πρέπει να στηριχθούμε εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που παίρνουμε από την επιστολή και οι οποίες μόνο με έμμεσο τρόπο μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Οι μαρτυρίες όμως αυτές κρίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς<ref>Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619</ref>. Το κείμενο στο χειρόγραφο του ''Arezzo'' κατείχε την πέμπτη θέση μετά από τέσσερα έργα, που ψευδεπιγράφως αποδίδονταν στον [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνο]]. Ο Ιουστίνος όμως απορρίπτεται ως συγγραφέας, διότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα μνημονευόταν στα ιστορικά ντοκουμέντα. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε ο Ιουστίνος, η σκέψη των ερευνητών κινήθηκε ανάμεσα σε πολλούς συγγραφείς, χωρίς να επέλθει μία οριστική συμφωνία. Με βάση τη συνολική εικόνα που λαμβάνουμε από το σύγγραμα, η επιστολή πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200<ref>Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619</ref>. Ο συγγραφέας μέσα από την επιστολή διαφαίνεται να έχει γνώση της απολογίας του [[Αριστείδης Αθηναίος|Αριστείδη του Αθηναίου]], αλλά και του έργου του [[Κλήμης ο Αλεξαδρεύς|Κλήμη Αλεξανδρείας]], ο οποίος προερχόταν από την ''Αθήνα'', κάτι που ίσως να σημαίνει ότι ο συγγραφέας της απολογίας ήταν Αθηναίος, ενώ δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μαθητή του Αριστείδη ή του [[Αθηναγόρας|Αθηναγόρα]] ή ακόμα και διδάσκαλο του Κλήμεντος<ref>Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619-620</ref>.
+
Μέχρι και σήμερα ερευνητές και θεολόγοι δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε και από ποιόν γράφτηκε η επιστολή αυτή, αλλά και προς ποιόν παραδόθηκε με βεβαιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα, πρέπει να στηριχθούμε εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που παίρνουμε από την επιστολή και οι οποίες μόνο με έμμεσο τρόπο μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Οι μαρτυρίες όμως αυτές κρίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς<ref>Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619</ref>. Το κείμενο στο χειρόγραφο του ''Arezzo'' κατείχε την πέμπτη θέση μετά από τέσσερα έργα που ψευδεπιγράφως αποδίδονταν στον [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνο]]. Ο Ιουστίνος όμως απορρίπτεται ως συγγραφέας, διότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα μνημονευόταν στα ιστορικά ντοκουμέντα. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε ο Ιουστίνος, η σκέψη των ερευνητών κινήθηκε ανάμεσα σε πολλούς συγγραφείς, χωρίς να επέλθει μία οριστική συμφωνία. Με βάση τη συνολική εικόνα που λαμβάνουμε από το σύγγραμα, η επιστολή πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200<ref>Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619</ref>. Ο συγγραφέας μέσα από την επιστολή διαφαίνεται να έχει γνώση της απολογίας του [[Αριστείδης Αθηναίος|Αριστείδη του Αθηναίου]], αλλά και του έργου του [[Κλήμης ο Αλεξαδρεύς|Κλήμη Αλεξανδρείας]] ο οποίος προερχόταν από την ''Αθήνα'', κάτι που ίσως να σημαίνει ότι ο συγγραφέας της απολογίας ήταν Αθηναίος, ενώ δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μαθητή του Αριστείδη ή του [[Αθηναγόρας|Αθηναγόρα]] ή ακόμα και διδάσκαλο του Κλήμεντος<ref>Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619-620</ref>.
  
 
Το έτερο σημείο της ιστορικής έρευνας περί της επιστολής, είναι το ποιος τελικώς ήταν ο αποδέκτης. Η επιστολή απευθύνεται προς κάποιο ''Διόγνητο'' με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές βασίμως να θεωρούν πως αυτή αποδόθηκε στο δάσκαλο του ''Μάρκου Αυρηλίου''. Όμως υπάρχουν και πολλοί σκεπτιστικές. Αφενός το όνομα ''Διόγνητος'' ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα στην εποχή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε ιστορικά ντοκουμέντα περισσότεροι από 10 επίσημοι γνωστοί άνθρωποι που φέρουν το όνομα Διόγνητος, αφετέρου η αναφορά "κράτιστος Διόγνητος" υποστηρίζεται ότι πιθανώς αναφέρεται σε πρόσωπο που κατείχε επίσημη θέση. Άλλοι ερευνητές θεωρούν πως το Διόγνητος είναι μία γενική αναφορά πως κάθε ειδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τη στιγμή που μέσα από την επιστολή διαφαίνεται πως ο παραλήπτης έχει ζητήσει μία σχετική ενημέρωση περί της χριστιανικής διδασκαλίας, κάτι που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε αν όντως συνέβη από το δάσκαλο του Αυρηλίου. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι σχετικά επισφαλές να συμπεράνουμε στον ποιόν τελικά παραδόθηκε αυτή η επιστολή.
 
Το έτερο σημείο της ιστορικής έρευνας περί της επιστολής, είναι το ποιος τελικώς ήταν ο αποδέκτης. Η επιστολή απευθύνεται προς κάποιο ''Διόγνητο'' με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές βασίμως να θεωρούν πως αυτή αποδόθηκε στο δάσκαλο του ''Μάρκου Αυρηλίου''. Όμως υπάρχουν και πολλοί σκεπτιστικές. Αφενός το όνομα ''Διόγνητος'' ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα στην εποχή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε ιστορικά ντοκουμέντα περισσότεροι από 10 επίσημοι γνωστοί άνθρωποι που φέρουν το όνομα Διόγνητος, αφετέρου η αναφορά "κράτιστος Διόγνητος" υποστηρίζεται ότι πιθανώς αναφέρεται σε πρόσωπο που κατείχε επίσημη θέση. Άλλοι ερευνητές θεωρούν πως το Διόγνητος είναι μία γενική αναφορά πως κάθε ειδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τη στιγμή που μέσα από την επιστολή διαφαίνεται πως ο παραλήπτης έχει ζητήσει μία σχετική ενημέρωση περί της χριστιανικής διδασκαλίας, κάτι που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε αν όντως συνέβη από το δάσκαλο του Αυρηλίου. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι σχετικά επισφαλές να συμπεράνουμε στον ποιόν τελικά παραδόθηκε αυτή η επιστολή.

Αναθεώρηση της 10:34, 16 Οκτωβρίου 2008

Η Προς Διόγνητον Επιστολή είναι μια άγνωστης προελεύσεως απολογητική επιστολή του 2ου αιώνα. Αποτελεί ένα σύντομο κείμενο που συνήθως χαρακτηρίζεται ως επιστολή, αλλά ουσιαστικά αποτελεί πραγματεία[1]. Η πραγματεία αυτή, παρά την αποσιώπησή της μέσα από τις ιστορικές πηγές, αποτελεί μία σημαντική χριστιανική μαρτυρία, η οποία απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο, υποτιθέμενο ή τουλάχιστον άγνωστο προς εμάς και χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικός αδάμαντας[2].

Το ιστορικό εύρεσης της επιστολής

Η Επιστολή προς Διόγνητον δεν παρουσιάζεται σε αρχαίες πηγές, εμφανίζεται δε στο προσκήνιο σε νεώτερους χρόνους και ιδίως περί τον 15ο αιώνα και προ της Αλώσεως. Διασώστης του χειρογράφου αυτού είναι ο λατίνος κληρικός Thomas d' Arrezzo, ο οποίος το βρήκε στην Κωνσταντινούπολη όταν την επισκέφτηκε κατά το 1436. Ο Κώδικας που διέσωσε είναι ο Argentoratensis Gr. 9, ο οποίος χρονολογήθηκε τον 14ο αιώνα και ο οποίος τοποθετήθηκε στη Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου. Ο Arrezzo ισχυρίστηκε πως βρήκε το χειρόγραφο αυτό σε ένα ιχθυοπωλείο, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν απηχεί στην πραγματικότητα, όχι μόνο διότι την εποχή εκείνη σπάνιζε το χαρτί και λόγω της γνωστής αγάπης των Βυζαντινών προς τα βιβλία, αλλά και λόγο της γνωστής περίστασης της υπεξαίρεσης πολύτιμων χειρογράφων από δυτικούς οι οποίοι συνήθως κατέφευγαν στον ισχυρισμό ότι κάπου τα βρήκαν. Εν πάση περιπτώσει το κείμενο διαφυλάχθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου, αλλά τελικώς κάηκε μετά από το βομβαρδισμό του Πρωσικού στρατού το 1870. Ο Κώδικας μάλιστα δεν περιείχε μόνο την πραγματευόμενη επιστολή, αλλά συνολικά 22 απολογητικά και αντιαιρετικά τεμάχια.

Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης της επιστολής

Μέχρι και σήμερα ερευνητές και θεολόγοι δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε και από ποιόν γράφτηκε η επιστολή αυτή, αλλά και προς ποιόν παραδόθηκε με βεβαιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα, πρέπει να στηριχθούμε εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που παίρνουμε από την επιστολή και οι οποίες μόνο με έμμεσο τρόπο μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Οι μαρτυρίες όμως αυτές κρίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς[3]. Το κείμενο στο χειρόγραφο του Arezzo κατείχε την πέμπτη θέση μετά από τέσσερα έργα που ψευδεπιγράφως αποδίδονταν στον Ιουστίνο. Ο Ιουστίνος όμως απορρίπτεται ως συγγραφέας, διότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα μνημονευόταν στα ιστορικά ντοκουμέντα. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε ο Ιουστίνος, η σκέψη των ερευνητών κινήθηκε ανάμεσα σε πολλούς συγγραφείς, χωρίς να επέλθει μία οριστική συμφωνία. Με βάση τη συνολική εικόνα που λαμβάνουμε από το σύγγραμα, η επιστολή πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200[4]. Ο συγγραφέας μέσα από την επιστολή διαφαίνεται να έχει γνώση της απολογίας του Αριστείδη του Αθηναίου, αλλά και του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος προερχόταν από την Αθήνα, κάτι που ίσως να σημαίνει ότι ο συγγραφέας της απολογίας ήταν Αθηναίος, ενώ δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μαθητή του Αριστείδη ή του Αθηναγόρα ή ακόμα και διδάσκαλο του Κλήμεντος[5].

Το έτερο σημείο της ιστορικής έρευνας περί της επιστολής, είναι το ποιος τελικώς ήταν ο αποδέκτης. Η επιστολή απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές βασίμως να θεωρούν πως αυτή αποδόθηκε στο δάσκαλο του Μάρκου Αυρηλίου. Όμως υπάρχουν και πολλοί σκεπτιστικές. Αφενός το όνομα Διόγνητος ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα στην εποχή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε ιστορικά ντοκουμέντα περισσότεροι από 10 επίσημοι γνωστοί άνθρωποι που φέρουν το όνομα Διόγνητος, αφετέρου η αναφορά "κράτιστος Διόγνητος" υποστηρίζεται ότι πιθανώς αναφέρεται σε πρόσωπο που κατείχε επίσημη θέση. Άλλοι ερευνητές θεωρούν πως το Διόγνητος είναι μία γενική αναφορά πως κάθε ειδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τη στιγμή που μέσα από την επιστολή διαφαίνεται πως ο παραλήπτης έχει ζητήσει μία σχετική ενημέρωση περί της χριστιανικής διδασκαλίας, κάτι που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε αν όντως συνέβη από το δάσκαλο του Αυρηλίου. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι σχετικά επισφαλές να συμπεράνουμε στον ποιόν τελικά παραδόθηκε αυτή η επιστολή.

Το περιεχόμενο της επιστολής

Η αξιολόγηση της επιστολής

Υποσημειώσεις

  1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
  2. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
  3. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
  4. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
  5. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619-620

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.