Επιστολή Βαρνάβα
Η Επιστολή Βαρνάβα, αποτελεί μία ψευδεπίγραφη και απόκρυφη επιστολή[1] της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας, που αποδίδεται στον Απόστολο Βαρνάβα. Ο συντάκτης της επιστολής αυτής είναι άγνωστος, ενώ η επιστολή εκφράζει ένα έντονο αντιιουδαϊκό κλίμα. Το έργο μπορεί να θεωρηθεί προστάδιο του Μαρκίωνος και γενικότερα του γνωστικισμού[2], διότι εντός αυτής προτάσσεται η γνώση και καταδικάζεται η Παλαιά Διαθήκη. Η επιστολή κατατάσσεται στα δοκίμια, διαιρείται σε δύο τμήματα και χρονολογείται περίπου μεταξύ των ετών 70 και 130, με πιθανότερη ημερομηνία μεταξύ των 96 και 98[3].
Περιεχόμενα
Ο συγγραφέας
Ο συγγραφέας της επιστολής Βαρνάβα, συχνά αποκαλείται και ψευδο-Βαρνάβας. Παραμένει άγνωστο σε εμάς ποιος ήταν, αλλά από τη μελέτη του έργου εικάζεται πως πρόκειται για χριστιανό ο οποίος προερχόταν από το εθνικό περιβάλλον της εποχής, που εργάστηκε ως διδάσκαλος και προφήτης[4] αν και «δεν εκπροσωπεί πάντοτε τη γνήσια Παράδοση της εκκλησίας»[5]. Κατά τον Robillard μάλιστα είναι δυνατόν ο συγγραφέας να προέρχεται από άτομο που βρισκόταν στο περιβάλλον του Βαρνάβα, ίσως δε και μαθητή του. Με βάση το Αλεξανδρινό ιδεολογικό χρώμα, πιθανολογείται ότι συνετάχθη στην Αλεξάνδρεια[6], κατ'άλλους στην Παλαιστίνη[7], αν και κάτι τέτοιο δε δύναται να επιβεβαιωθεί. Από τις πληροφορίες που λαμβάνουμε από την επιστολή αποκλείεται ο Βαρνάβας ως ο συγγραφέας της[8], ενώ από την κριτική φιλολογική έρευνα φαίνεται να έχει επιδεχθεί και περεταίρω επεξεργασιών από δύο ακόμα συγγραφείς «ένα ιουδαιοχριστιανό ελληνιστή περί το 90 με 115 και ένα αντινομιστή γνωστικό περί το 130»[9]. Η πραγματεία μάλιστα φαίνεται πως έληγε στο κεφάλαιο 17 και ίσως και να περιλάμβανε και μερικούς ακόμα στίχους, οι οποίοι σήμερα ανευρίσκονται στην μεν λατινική μετάφραση στο κεφάλαιο 17, στη δε ελληνική στο 12, 7, ενώ το τμήμα των περί των δύο οδών, αναμφισβήτητα έχει επεξεργαστεί, όπως προανεφέρθη από κάποιο γνωστικό συγγραφέα.
Ο Κλήμης Αλεξανδρείας[10] και ο Ωριγένης[11] αναγνωρίζουν ως συγγραφέα τον Βαρνάβα, παράδοση που ακολουθεί και ο Σιναΐτικος Κώδικας ο οποίος μάλιστα περιλαμβάνει την επιστολή στον κανόνα των γνησίων βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Ο Ευσέβιος αντιθέτως απορρίπτει τη γνησιότητά της και την κατατάσσει στα νόθα κείμενα[12], ενώ στη Δύση δε φαίνεται να θεωρήθηκε ποτέ γνήσια κάτι που επέδρασε βραδύτερον και σε όλη την εκκλησία[13]. Παρόλα αυτά στη Δύση παρατηρείται περίεργο το φαινόμενο να θεωρεί ο μεν ο Ιερώνυμος το κείμενο ως γνήσιο του Βαρνάβα, αλλά αυτό να αναγιγνώσκεται μεταξύ των αποκρύφων[14], κάτι που πιθανώς δείχνει πως ίδιος μεν δεχόταν τον συγγραφέα, η δε εκκλησία όχι, αλλά το χρησιμοποιούσε για την οικοδομή των πιστών[15].
Το περιεχόμενο
Η Επιστολή Βαρνάβα κατά βάση είναι δοκίμιο, το οποίο «είναι ουσιωδώς πραγματεία η οποία έχει μόνο μερικά άτυπα επιστολικά γνωρίσματα»[16]. Διακηρύσσει την κατάργηση του ιουδαϊκού τελετουργικού νόμου, με σκοπό να αναδείξει την πνευματικότητα της χριστιανικής λατρείας και επιμερίζεται σε δύο μέρη, το μεν πρώτο το οποίο εμπεριέχεται στα κεφάλαια 2, 1 έως και 17 και ένα δεύτερο, το οποίο αποτελεί την υπόλοιπη επιστολή, δηλαδή τα κεφάλαια 18 έως 21. Το πρώτο μέρος μάλιστα διαχωρίζεται σε δύο επί μέρους τμήματα, ήτοι ένα πρώτο από το 2, 1 κεφάλαιο μέχρι και 5, 4 το οποίο περιλαμβάνει κατά βάση προτροπές προς τους αναγνώστες ώστε να ακολουθούν το δρόμο της δικαιοσύνης και έν δεύτερο από το 5, 4 μέχρι και το 17, όπου περιέχεται η θεολογική πραγματεία της επιστολής και προτάσσεται η απόρριψη της χρησιμότητας του ιουδαϊσμού. Τα κεφάλια 18-21 περιέχουν τη διδασκαλία των δύο οδών. Στόχος του συγγραφέα είναι να καταδείξει πως «η Ιουδαϊκή Διαθήκη είχεν αθετηθή ευθύς εξ αρχής, αφετέρου...επεδιώξε να στηρίξη μέρος της αξίας της, δι'αλληγορίσεως του περιεχομένου της»[17]. Στην πραγματεία αυτή μάλιστα διαφαίνεται και ακραία αλληγορική διάθεση από το συγγραφέα, ο οποίος φτάνει σε σημείο να ισχυριστεί πως ο νόμος είναι αλληγορικός. Εκεί ακριβώς αρχίζει να εμφανίζεται και η ελαφρώς γνωστική του τάση, αφού ο άνθρωπος δε δύναται να κατανοήσει τις χριστιανικές αλήθειες, γιαυτό και σκοπός κάθε χριστιανού αποβαίνει η γνώση[18], η οποία αποτελεί την εμβάθυνση στο περιεχόμενο της διδασκαλίας.
Τα βασικά σημεία της διδασκαλίας του είναι τρία. Ζωή, ελπίς, αρχή και τέλος της πίστεως ημών, δικαιοσύνη κρίσεως και αγάπη[19]. Στο ζήτημα της χριστολογίας, όπως και ο Ποιμένας του Ερμά, στέκεται σε μια πνευματολογική προσέγγιση, αφού το πνεύμα οδηγεί τους προφήτες[20], είναι δε το θείο στοιχείο το οποίο κατέρχεται στο σώμα του Χριστού[21], με αποτέλεσμα προ αιωνίως να υπάρχει δυάς και όχι τριάς, γι αυτό και η ενανθρώπηση νοήται δοκητικώς[22]. Ο Νόμος του Μωυσή είναι άνευ αξίας λαμβανοντάς τον κατά γράμμα, αφού ο Θεός ελλάλησεν εν πνεύματι και όχι εν γράμματι[23]. Επίσης αξίζει να αναφερθεί και η έννοια του Σαββάτου κατά τον συγγραφέα, αφού αυτή δεν έγινε για λόγους ανάπαυσης, αλλά ως προτύπωση των εσχάτων ημερών. Η κάθε ημέρα μάλιστα ανταποκρίνεται σε έξι χιλιετίες της ιστορίας της ανθρωπότητος και την εβδόμη θα πληρωθούν αυτά δια της ελεύσεως της επιγείου βασιλείας του Χριστού, που μετά το τέλος της (όγδοη ημέρα) θα αρχίσει η ατελεύτητος ημέρα της μακαρίας ζωής. Στο δεύτερο τμήμα της επιστολής «αλλάζει αποτόμως η ατμόσφαιρα διαπραγματεύσεως, ακόμα και δια των εισαγωγικών λόγων του»[24] και θυμίζει πολύ τη Διδαχή των Αποστόλων ως κείμενο. Έτσι οι δύο οδοί περιγράφονται μέσω 50 περίπου θετικών και αρνητικών παραγγελμάτων, χαρακτηριζόμενες αναλόγως το περιεχόμενο ως οδοί φωτός ή σκότους. Ο διαρχικός χαρακτήρας του κειμένου είναι εμφανής, ενώ έντονο παρουσιάζεται το κοινωνικό στοιχείο[25].
Κώδικες και μεταφράσεις
Το κείμενο της επιστολής σήμερα διασώζεται στην ελληνική γλώσσα, αλλά και σε λατινική και συριακή μετάφραση. Η λατινική μάλιστα μετάφραση διασώζει ολόκληρη την πραγματεία σε ένα ενιαίο κώδικα[26], η δε συριακή περιλαμβάνει μόνο το δεύτερο μέρος και τις δύο οδούς (18-21), αν και σήμερα διασώζονται μόνο τα 19 και 20 κεφ. Το ελληνικό πρωτότυπο διασώζεται σε δύο κώδικες, το Σιναΐτικο κώδικα, ο οποίος εξεδόθη από τον C. Tischendorf και τον κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη ή Ιεροσολυμίτικο κώδικα, ο οποίος περιείχε και άλλα έργα Αποστολικών Πατέρων. Οι υπόλοιποι μεταγενέστεροι εκδιδόμενοι κώδικες προέρχονται εξ αυτού του αρχετύπου.
Υποσημειώσεις
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 185
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 185
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 404
- ↑ Επιστολή Βαρνάβα 1, 4, 1, 8
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 185
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 404
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 186
- ↑ Νομίζει ότι οι Σύροι περιτμώνται, αγνοεί ιουδαϊκά έθιμα, υποτιμά τους Αποστόλους
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 186
- ↑ Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς 2, 6, 32 κ.α.
- ↑ Κατά Κέλσου 1, 63. Περί αρχών 3, 3
- ↑ Εκκλ. Ιστορία 6, 14, 1
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 404
- ↑ De viris illustribus 6
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 404
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 402
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 400
- ↑ Επιστολή Βαρνάβα, 1, 5
- ↑ ενθ.αν. 1, 6
- ↑ ενθ.αν. 6, 14. 12, 2
- ↑ ενθ.αν. 7, 4
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 400
- ↑ Επιστολή Βαρνάβα, 4, 6-8
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 402
- ↑ Επιστολή Βαρνάβα 19, 8
- ↑ Cod.Corbeiensis Q.V.I. 38/39
Βιβλιογραφία
- Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Αθήνα 2000.
- Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.