Εκκλησιαστική γραμματολογία

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 14:23, 4 Μαΐου 2008 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Νέα σελίδα: Με τον όρο '''Εκκλησιαστική γραμματολογία''' αναφερόμαστε στην επιστημονική σπουδή των [[Πατρολογ...)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο Εκκλησιαστική γραμματολογία αναφερόμαστε στην επιστημονική σπουδή των Πατέρων και Συγγραφέων της Εκκλησίας[1]. Για το ίδιο περιεχόμενο χρησιμοποιούνται και οι όροι Χριστιανική Γραμματολογία αλλά και Πατρολογία[2] που είναι όμως "στενωτάτου περιεχομένου"[3] αφού σε "πολλές Πατρολογίες εξετάζονται μαζί με τους Πατέρες και οι αιρετικοί συγγράφεις"[4].

Πρέπει να επισημανθεί ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ταυτίζονται με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και η μόρφωση δεν αποτελεί ουσιαστικό γνώρισμα του Πατρός αλλά η χαρισματική του παρουσία και η αυθεντική του διδασκαλία. Αντιθέτως, οι γνώμες των εκκλησιαστικών συγγραφέων[5] δεν περιβάλλονται με την "αγιότητα, το κύρος και την αυθεντία που αναγνωρίζει η συνείδηση της Εκκλησίας στους Πατέρες"[6].

Τα λογογραφικά είδη που καλλιέργησε η εκκλησιαστική γραμματεία είναι τα ακόλουθα[7]:

  • Επίσημα δογματικά κείμενα (Σύμβολα κατηχητικά ή βαπτισματικά, αποφάσεις Οικουμενικών και μεγάλων τοπικών συνόδων κ.λπ.).
  • Εκκλησιαστικές διατάξεις (Διατάξεις και Ιεροί Κανόνες που αφορούν τη διοίκηση της Εκκλησίας, την εκλογή και χειροτονία των κληρικών, την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ηθικών και διοικητικών παραπτωμάτων).
  • Ιστοριογραφικά κείμενα (Ιστορικά συγγράμματα με έμφαση τις κινήσεις και συγκρούσεις στο πεδίο της πίστεως).
  • Πραγματείες (Λόγοι (βιβλία) Πατέρων με περιεχόμενο απολογητικό, δογματικό, εξηγητικό, ποιμαντικό, ασκητικό κ.λπ.).
  • Ερμηνείες (Υπομνήματα, σχόλια, μεταφράσεις κυρίως επάνω στα βιβλία της Αγίας Γραφής).
  • Ομιλίες (Λόγοι και διδαχές με περιεχόμενο απολογητικό, δογματικό, εξηγητικό, ποιμαντικό που είναι καταγεγραμμένες εκ των προτέρων και απαγγέλονται ή εκφωνούνται εκ του προχείρου και σώζονται από ταχυγράφους).
  • Επιστολές (Μέσο επικοινωνίας με αμεσότητα διαλόγου όπου συχνά αναπτύσσονται θέματα μεγάλης σπουδαιότητας).
  • Ποιήματα (Πέραν της υμνολογίας, το είδος αυτό αναπτύχθηκε περιορισμένα).

Πρώτος ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία του[8] συνέλεξε πληροφορίες για τη ζωή και τα συγγράμματα των εκκλησιαστικών συγγραφέων πριν από το 325 μ.Χ.. Το εγχείρημα του Ευσεβίου συνεχίστηκε από τους ιστορικούς Γελάσιο Καισαρείας, Φιλοστόργιο, Σωκράτη, Σωζόμενο, Ευάγριο Σχολαστικό, τον πατριάρχη Φώτιο κ.ά..

Υπάρχουν πολλές συλλογές πατερικών έργων. Η πιο γνωστή και πλήρης είναι η έκδοση του J.P. Migne (+ 1875) η οποία έχει δύο Σειρές[9]:

  • Patrologiae cursus completus, Series Graeca (συντομογραφίες M.P.G. ή P.G.), τόμοι 161[10] (1857-1866) και περιέχει συγγράμματα μέχρι το 1439. Χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας[11] σε ανατύπωση της πρώτης εκδόσεως (Παρίσι 1859).
  • Patrologiae cursus completus, Series Latina (συντομογραφίες M.P.L. ή P.L.), τόμοι 221 και 4 τόμοι με Πίνακες (1844-1855) και περιέχει συγγράμματα μέχρι το 1216.

Υποσημειώσεις

  1. Τσάμης Γ. Δημητρίος, 'Εκκλησιαστική Γραμματολογία', (ανατύπωση Α' έκδ. 1983), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 17.
  2. Ο όρος Πατρολογία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1653 από τον λουθηρανό θεολόγο, Johann Gerhard.
  3. "Γραμματολογία Χριστιανική", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 04, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 645.
  4. Τσάμης, στο ίδιο, σελ. 22.
  5. Τον όρο εισήγαγε ο Ευσέβιος Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία 1,5).
  6. Τσάμης, ό.π..
  7. Τα στοιχεία προέρχονται από τη Θ.Η.Ε., ό.π., στ. 649-650.
  8. PG 20,45-906.
  9. Στοιχεία από το: Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, 'Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας', Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 59.
  10. Η έκδοση περιλαμβάνει συνολικά 169 βιβλία καθώς διαιρούνται: ο τόμος 7 σε δύο μέρη, ο τόμος 16 σε τρία μέρη, ο τόμος 25 σε δύο μέρη, ο τόμος 29 σε δύο μέρη, ο τόμος 86 σε δύο μέρη, ο τόμος 87 σε τρία μέρη.
  11. Στην Ελλάδα εκδίδεται από το Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων (ΚΕ.Π.Ε.) (1993).