Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Εκκλησιαστική Ιστορία

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Εκκλησιαστική Ιστορία ονομάζουμε την επί της βάση της αντικειμενικής εκτιμήσεως και της εκκλησιολογικής αξιολογήσεως των σοζώμενων πηγών επιστημονική έκθεση, της όλης εξελίξεως του εσωτερικού και του εξωτερικού βίου της Εκκλησίας, κατά την ανάπτυξη της στο χώρο και στο χρόνο ως μιας αδιάκοπης και αυθεντικής συνεχίσεως της ιστορικής πορείας για την εκπλήρωση της αποστολής στον κόσμο. Ο Ιησούς Χριστός σε αυτή προβάλλεται όχι μόνο ως κέντρο αλλά και ανακεφαλαίωση της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους.

Ο όρος εκκλησία χρησιμοποιείται ήδη από τους αποστολικούς χρόνους, για να δηλώσει τη νέα εν Χριστώ πραγματικότητα, του κόσμου η οποία φανερώνεται με τη συγκρότηση του Εκκλησιαστικού σώματος σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή, ως προέκταση του σώματος του Χριστού, στον χρόνο και την ιστορία της σωτηρίας (Christus prolongatus) . Στην Παλαιά Διαθήκη συναντάτε ως qahal (συνάθροιση ή σύναξη του περιούσιου λαού για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους) συνολικά 96 φορές. Στην Καινή Διαθήκη συναντάτε 114 φορές αλλά όχι στα Ευαγγέλια.

Σύμφωνα με την Εκκλησιαστική παράδοση η Εκκλησία προϋπήρχε ως προαιώνια βουλή, σοφία και πρόνοια του Θεού και τελειώθηκε εν χρόνω με την ενανθρώπηση του Υιού και την αποστολή του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή. Αυτή σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη[1] «ούκ εστίν εκ του κόσμου τούτου» και θα τελειωθεί στη συντέλεια του αιώνος[2]. Έτσι ως σκοπός της εκκλησίας εμφανίζεται η ανακεφαλαίωση, η ανακαίνιση και η τελείωση του ανθρωπίνου γένους και όλης της δημιουργίας για την αποκαταλλαγή και αποκατάσταση της προπτωτικής ανθρωπότητας.

Από Ίδρυση της Εκκλησίας ως τoν Μέγα Κωνσταντίνο

Ίδρυση και διάδοση του χριστιανισμού

Τα πρωτοχριστιανικά χρόνια

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα συγκροτήθηκε στα Ιεροσόλυμα. Η απαρχή και γενέθλιος ημέρα της εκκλησίας του Χριστού θεωρήθηκε η Πεντηκοστή. Η νεοσύστατη εκκλησία διαχωριζόταν πλέον από την ιουδαϊκή μεσσιανική προσμονή και στο πρόσωπο του Χριστού, ικανοποιούσε την προσμονή για τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους.

Η συμπεριφορά απέναντι στη μικρή χριστιανική κοινότητα στην περιοχή των Ιεροσολύμων ποίκιλε ανάλογα με τα πεποιθήσεις των εβραϊκών τάξεων. Έτσι οι Σαδδουκαίοι, που ήσαν ζηλωτές του νόμου και αυστηροί σε ότι αφορά το τυπικό της Ιουδαϊκής θρησκείας, υποδέχτηκαν με εχθρικές και επιθετικές διαθέσεις την νέα αυτή κοινότητα, εν αντιθέσει με τους Φαρισαίους, που ήταν πιο φιλελεύθεροι και που αρχικά συμπαθούσαν τους χριστιανούς, για τον ιδιαίτερο ζήλο που επεδείκνυαν, αλλά και γιατί συμμετείχαν στις ιουδαϊκές εορτές και τελετές. Οι Φαρισαίοι την εποχή αυτή, όπως διαφαίνεται από τα ευαγγέλια, είχαν ιδιαίτερα ερείσματα στη Ιουδαϊκή κοινωνία και η επιεικής στάση που κράτησαν είχε σαν αποτέλεσμα να επιτρέψουν μια γρηγορότερη μετάδοση του Χριστιανικού μηνύματος και σε γειτονικές περιοχές, όπως τη Σαμάρεια, τη Γαλιλαία, την Ιορδανία, τη Φοινίκη και την Ιορδανία. Αυτή η ανάπτυξη έφερε στους κόλπους ελληνίζοντες χριστιανούς οι οποίοι σχεδόν άμεσα άρχισαν να βλέπουν προβλήματα στην τήρηση του Μωσαϊκού νόμου, ειδικά για την περεταίρω διάδοση του Ευαγγελίου. Το 37 αρχίζουν οι πρώτοι διωγμοί κυρίως σε ελληνίζοντες χριστιανούς από Ιουδαίους. Μάλιστα σε αυτές τις διώξεις συμμετείχε και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος υπήρξε από τους προεξάρχοντες του διωγμού και ο οποίος μετεστράφη αργότερα στο χριστιανισμό. Οι διωγμοί ξεκίνησαν διότι οι Ελληνοχριστιανοί με την αποκοπή τους από τη Ιουδαϊκή παράδοση προκάλεσαν τη μήνη των Φαρισαίων, οι οποίοι ξεκίνησαν και τον διωγμό κατά των χριστιανών. Το ζήτημα αρχικά προέκυψε από τη διαφωνία των χριστιανών στην Αντιόχεια, οπού φαίνεται πως δημιουργήθηκαν δύο εκκλησίες, Ιουδαιοχριστιανών και Ελληνιζόντων, οι οποίες είχαν τόσο χαλαρές σχέσεις σε σημείο να απαγορεύουν την μεταξύ του συνκοινωνία. Την ίδια εποχή, η Αντιόχεια φαίνεται να μετατρέπεται σε κέντρο των Ελληνιζόντων χριστιανών, ενώ σταδιακά η συνείδηση της νέας εκκλησίας διαχωριζόταν από την Ιουδαϊκή παράδοση. Ήδη τελείτε το ευχαριστιακό δείπνο ενώ το Σάββατο έχει αντικατασταθεί από την Κυριακή ημέρα.

Για την καλύτερη διαχείριση των εκκλησιαστικών θεμάτων στον επισκοπικό θρόνο των Ιεροσολύμων τοποθετήθηκε, λόγω συγγένειας με τον Ιησού Χριστό, ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ενώ οι Ελληνίζοντες χριστιανοί βλέποντας τη σπουδή για την ανάπτυξη της κοινότητας των Ιεροσολύμων, διαμαρτυρήθηκαν ότι παραμελούνταν[3], με αποτέλεσμα να χειροτονηθούν άλλοι 7 διάκονοι.[4].

’’Δείτε ακόμα: Πεντηκοστή’’

Διάδοση Χριστιανισμού στα Αποστολικά χρόνια

Η ενέργεια του Βαρνάβα να αναζητήσει τον Παύλο μετά του διωγμούς στην Ταρσό, σήμερα θεωρείται πως κινούταν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του τάγματος των προφητών. Η αποστολή τους εν συνεχεία στα «έθνη» είχε ως στόχο τον Ευαγγελισμό, κατά την Κυριακή ρύση. Έτσι ξεκίνησαν μεγάλες περιοδείες σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, χειροτονώντας μάλιστα διαρκώς πρεσβυτέρους[5], με στόχο την εκκλησιαστική μέριμνα του εκάστοτε τοπικού ποιμνίου. Η λήξη αυτή της πρώτης περιοδείας είχε σαν αποτέλεσμα τη αποστολική σύνοδο των Ιεροσολύμων ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα τα οποία τίθεντο από το εξ εθνών ποίμνιο, με κυρίαρχο ζήτημα την περιτομή. Με το πέρας αυτής βρέθηκε μια μέση οδός στο ζήτημα, δηλαδή να εγκαταλειφθεί η περιτομή στους «εξ εθνών» χριστιανούς και να επιτρέπεται στους Ιουδαίους, αλλά με την προϋπόθεση οι «εξ εθνών» να απέχουν από θυσίες ειδολοθύτων[6]. Στα κείμενα των Πράξεων των Αποστόλων και επιστολή προς Γαλάτας παρουσιάζονται διαφορές ως προς τη απόφαση, αλλά τόσο ο Β.Φειδάς, όσο και Β.Στεφανίδης συμφωνούν πως αυτό συνέβη, διότι αρχικά ζητήθηκε μια απλή συνεισφορά ελεημοσύνης και μετά την αναχώρηση του Αποστόλου Παύλου και Βαρνάβα[7], τους κοινοποιήθηκαν οι πρόσθετες αποφάσεις. Ο Λουκάς, αποφαίνονται, πως προσπάθησε να συνδυάσει τις δύο αποφάσεις σε μια ενιαία.

Κύριος απόστολος του ευαγγελισμού των «εθνών» είναι ο απόστολος Παύλος, οποίος πραγματοποιώντας μεγάλες περιοδείες κήρυξε και δίδαξε το λόγο του ευαγγελίου ,αλλά διενήργησε και σημαντικό ποιμαντικό έργο και μέσω των επιστολών του, λόγω των φυλακίσεων που υπέστη. Ο Απόστολος Παύλος διενήργησε 3 περιοδείες μετά βεβαιότητος, αλλά η εκκλησιαστική παράδοση αποφαίνεται πως είναι 4, αν και αυτό αμφισβητείτε λόγω έλλειψης αναφοράς σε πηγές. Ο θάνατος του Αποστόλου Παύλου, υπήρξε η κορωνίδα των αγώνων του και το μήνυμά της αντήχησε, στα αξιολογότερα κέντρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Οι ενέργειες του Αποστόλου Πέτρου καθίστανται πιο δυσδιάκριτες λόγω της έλλειψης πρωτογενών πηγών. Γνωρίζουμε πως πήγε στην Αντιόχεια και πως το τέλος της ζωής του ήταν στη Ρώμη. Ο Απόστολος Πέτρος διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο ανάμεσα στους Ιουδαίους τόσο στη τοπική εκκλησία, όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Ο Ευσέβιος[8] αναφέρει πως ο Πέτρος έδρασε και στον Πόντο, τη Βιθυνία, την Καππαδοκία και τη Μακεδονία κάτι που όμως σήμερα δεν επαληθεύεται. Επίσης μάλλον αρνητικό φαντάζει το ενδεχόμενο να βρέθηκε στην Κόρινθο λόγω αναφοράς μερίδος οπαδών του στην τοπική εκκλησία όπως ο Διονύσιος Κορίνθου μας πληροφορεί[9], εφόσον κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει απαραίτητα και εκεί παρουσία του. Ακόμα και η παρουσία του αποστόλου στη Ρώμη, δεν προκύπτει από κείμενα αλλά από την αρχαιολογική σκαπάνη[10] αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις[11]. Η επισκοπή του Πέτρου σήμερα στη Ρώμη αποκλείεται λόγω του χαρακτήρα της αποστολικής λειτουργίας, αλλά και από τον αρχαιότερο σωζώμενο επισκοπικό κατάλογο[12] που αναφέρει πρώτο επίσκοπο Ρώμης το Λίνο, αλλά και την επιστολή του Ιππολύτου[13]

’’ Δείτε ακόμα: Απόστολος Παύλος’’
’’ Δείτε ακόμα: Απόστολος Πέτρος’’

Διάδοση του Χριστιανισμού στα μεταποστολικά έτη

Κατά γενική ομολογία η διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους 3 αιώνες υπήρξε ραγδαία, ιδίως μετά από τα πρώτα αποστολικά έτη.
‘’’Μέση ανατολή’’’. Στη Παλαιστίνη πάρα τη διάλυση της «Μητέρας των εκκλησιών» το 70, συνεχίστηκε απρόσκοπτα η διάδοση του χριστιανισμού, καθώς και το έργο, η ποίμανση και η ιεραποστολή. Επίσης από την περιγραφή του Ευσεβίου[14], οι επισκοπές Ιεροσολύμων, Τύρου, Καισαρείας ήταν ιδιαίτερα ακμαίες, ενώ κατά το τέλος του 2ου αιώνα υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Μεσοποταμία, την Παρθία και την Περσία. Η Αντιόχεια αποτέλεσε το μεγαλύτερο ιεραποστολικό και πνευματικό κέντρο της εποχής.
‘’’Μικρά Ασία’’’. Η διάδοση του χριστιανισμού στην Μικρά Ασία ξεκίνησε από την εποχή των περιοδειών του αποστόλου Παύλου, ενώ σημαντική συμβολή υπήρξε και των Αποστόλων Ανδρέα, Ιωάννη και Φιλίππου. Η ανάπτυξη σε αυτή την περιοχή ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή κατά τον 2ο αιώνα, με την παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων όπως του Πολυκάρπου Σμύρνης. Σημαντική ανάπτυξη ιδίως κατά τον 3ο αιώνα εμφάνισε και η Καππαδοκία με παρουσία πολλών σπουδαίων θεολόγων.
‘’’Ελλαδικός χώρος’’’. Στον Ελλαδικό χώρο η ανάπτυξη του Χριστιανισμού υπήρξε άμεση, αφού υπήρξε ιδιαίτερος στόχος των Αποστόλων. Μαθαίνουμε πως επισκοπές όπως της Βέροιας, της Κορίνθου, της Αχαΐας, της Θεσσαλονίκης κατείχαν ιδιαίτερη αυθεντία ανάμεσα στις άλλες τοπικές εκκλησίες. Η διάδοση του χριστιανισμού όμως στα νησιά έγινε με βραδύτερο ρυθμό.
‘’’Αφρική’’’. Στην Αίγυπτο ο Χριστιανισμός εισήχθη από τον ευαγγελιστή Μάρκο ο οποίος διεξήγαγε σπουδαίο αγώνα, όπως και στη περιοχή της Λιβύης. Στη βόρειο Αφρική η ανάπτυξη ήταν εντυπωσιακή με κέντρα την Καρθαγένη και τη Νουμιδία. Στην Ανατολική Αφρική σημαντικό έργο πραγματοποίησε ο Απόστολος Θωμάς, ιδίως στη Αιθιοπία, επεκτείνοντας τα όρια του Χριστιανισμού ακόμα περισσότερο.
‘’’Δυτική Ευρώπη’’’. Η εισχώρηση του Χριστιανισμού στη Δυτική Ευρώπη υπήρξε βραδύτερη σε σχέση με την Ανατολή. Η Ρώμη αποτέλεσε το κέντρο πνευματικό, ιεραποστολικό, οργανωτικό, με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα να θεωρείται η υπεροχηκότερη εκκλησία Πρεσβειών Τιμής. Στη Γαλλία, σύμφωνα με μεταγενέστερες παραδόσεις ο χριστιανισμός προήλθε από τον Λάζαρο και τις αδελφές αυτού, Μαρία και Μάρθα. Περί το 177 μαθαίνουμε για το μαρτύριο «των εν Λουγδούνω μαρτυρησάντων»[15], καθώς και τη σημαντική οργάνωση των εκκλησιών της Αρελάτης και της Μασσαλίας. Στην Ισπανία η εκκλησιαστική παράδοση θεωρεί πως ο χριστιανισμός διδάχθηκε από τον Απόστολο Παύλο, ενώ κατά το 2ο αιώνα παρατηρούνται[16] ήδη ανεπτυγμένες εκκλησίες ενώ γίνεται και αναφορά για δύο πεπτωκότες ονόματι Βασιλείδη και Μαρτιάλη. Στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία η διάδοση άρχισε από τα μέσα του 2ου αιώνα και οφείλεται στη μεγάλη μετανάστευση πληθυσμών από την Ανατολή

Η ταχεία διάδοση του χριστιανισμού σήμερα αποδίδεται σε τρεις λόγους:

  1. Την ικανοποίηση των αγωνιωδών ζητημάτων για την προέλευση του ανθρώπου, την πνευματική του υπόσταση, τη σχέση Θεού ανθρώπου, το θάνατο, τη μεταθανάτια ζωή, το φυσικό-ηθικό κακό, την πνευματική αναγέννηση, τη θέωση ,την οντολογική ισότητα
  2. Το ζήλο των πρώτων Χριστιανών, τη θέρμη και τον ενθουσιασμό που επιδείκνυαν. Τη διάθεση τους για μαρτυρικό θάνατο.
  3. Την ενότητα και την τήρηση της Αποστολικής παραδόσεως.

Ο Πνευματικός βίος της Εκκλησίας

Ο βίος των πιστών

Ο Πνευματικός βίος της εκκλησίας κατά τους πρώτους τρεις αιώνες στην εκκλησία, αναμφισβήτως εστιαζόταν στη μυστηριακή ζωή των πιστών. Οι πιστοί βίωναν μια νέα ζωή, λιτή, απέρριτη, ασκητική, ζωή ακτημοσύνης, με συχνές συνάξεις, με έντονο αίσθημα αδελφοποίησης αλλά και των ενθουσιαστικών τάσεων, ότι ο καιρός του ερχομού του Κυρίου για τη δευτέρα παρουσία Του, είναι «εγγύς». Το συνεκτικό κομμάτι όμως αυτής την εν Χριστώ πνευματικής ζωής, ήταν τα μυστήρια της εκκλησίας. Αφενός μεν το βάπτισμα που ήταν απαραίτητο για την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της εκκλησίας, αλλά κυρίως με την Ευχαριστιακή σύναξη, η οποία αποτελούσε την επιτομή της εν χριστώ ζωής και την κορωνίδα, της ζωοποιού-ενεργής συμμετοχής στο σώμα της εκκλησίας του Χριστού. Η εξομολόγηση φαίνεται κατά κανόνα να προηγείται της ευχαριστίας[17] ενώ οι εορτές του Πάσχα είχαν ήδη καθιερωθεί με Χριστιανικό πνεύμα[18]. Επίσης είχαν αρχίσει να τελούνται και νηστείες οι οποίες διέφεραν, ανάλογα με την εορτή ή ακόμα και την εκκλησία. Σημαντικό κομμάτι του πνευματικού βίου της εκκλησίας αποτελούσαν τα χαρίσματα τα οποία συνδέονταν κατά κύριο λόγο με τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς και της προφητείας, με το δεύτερο να έχει πολύ σημαντική αποδοχή στους εκκλησιαστικούς κύκλους.

’’Δείτε ακόμα: ‘’Γλωσσολαλιά

Η μυστηριακή ζωή των Χριστιανών

Βάπτισμα και συναφείς έριδες
’’Κύριο άρθρο: Βάπτισμα’’

Το βάπτισμα αποτελούσε την επιτομή της εισόδου, στο σώμα της εκκλησίας και διενεργείτο μετά από σύντομη κατήχηση. Η τελετουργία μέσα στους 3 πρώτους αιώνες άλλαξε μορφή αρκετά, σε ότι αφορά το χώρο, την τελετουργία, την διάρκεια της κατήχησης, όμως ο τρόπος βάπτισης παρέμεινε σταθερός, τελούμενος με τριττή κατάδυση. Σχετικά με το βάπτισμα όμως στην εκκλησία προήλθαν διαμάχες, κυρίως για την εγκυρότητα του βαπτίσματος, για τους πεπτωκότες χριστιανούς ή αυτούς που είχαν ασπασθεί έτερο χριστιανικό δόγμα, ιδίως κατά τον 3ο αιώνα. Κυρίως δε εστιάστηκε στο αν οι μετεστραφέντες Μοναρχιανοί, πρέπει να αναβαπτισθούν. Η ίδια διαμάχη επεκτάθηκε και κατά την εμφάνιση των Νοβατιανών, των οποίων το βάπτισμα θεωρείτο άκυρο. Μετά την τέλεση εργασιών 3 συνόδων (Αφρικής, Νουμιδίας Μαυριτανίας), αποφασίστηκε η αναβάπτιση όλων των αιρετικών. Ο Στέφανος Ρώμης αρνήθηκε όμως να εφαρμόσει την απόφαση των συνόδων με τις εκκλησίες της Μικράς Ασίας, απειλώντας να διακόψει κοινωνία και με τις εκκλησίες της Αφρικής. Τελικά επήλθε πάλι ηρεμία στο εσωτερικό της εκκλησίας όταν ο Βαλεριανός έθεσε σε ισχύ μεγάλο διωγμό, επικρατώντας μια συμβιβαστική λύση.

Θεία Ευχαριστία και Θεία Λειτουργία
’’Κύριο άρθρο: Θεία Ευχαριστία’’
’’Κύριο άρθρο:Θεία Λειτουργία’’

H Θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο της λατρευτικής ζωής των πιστών και κάθε μυστήριο, συνδεόταν με αυτήν. Η Κυριακάτικη Ευχαριστία ήδη είχε αρχίσει από τα αποστολικά έτη να ξεχωρίζει από τις Ευχαριστίες των υπολοίπων ημερών. Έτσι θα λέγαμε πως αποτέλεσε κέντρο του πνευματικού βίου της Χριστιανικής ζωής. Παράλληλα όμως με τη Θεία Ευχαριστία αναπτύχθηκε ένα λειτουργικό πλαίσιο, το οποίο αποκλήθηκε Θεία Λειτουργία. Σαφείς αναφορές για τη διαμόρφωση της Θείας Λειτουργίας έχουμε κατά τον 2ο αιώνα, οπού διαφαίνεται και ο διαχωρισμός των μερών σε κατηχητικό και μυστηριακό. Παράλληλα με την Θεία Λειτουργία και την Θεία Ευχαριστία, τελούνταν και οι αγάπες, που όμως με τον καιρό αποχωρίστηκαν από την θεία λειτουργία και τα λατρευτικά γεγονότα.

‘’Δείτε ακόμα Η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου’’
’’Δείτε ακόμα Αγάπες’’
Το Πάσχα και οι εκκλησιαστικές έριδες
’’Κύριο άρθρο: Πάσχα’’.

Το Πάσχα καθιερώθηκε ως ετήσια εορτή σε όλες τις τοπικές εκκλησίες κατά τον 2ο αιώνα. Αρχικά εορταζόταν ως ανάμνηση της Αναστάσεως του Κυρίου, η Κυριακή ημέρα. Κρίθηκε όμως σκόπιμο να θεσπιστεί και μια ετήσια εορτή. Η θέσπιση όμως του Πάσχα επέφερε έριδες στο σώμα της εκκλησίας οι οποίες ενεφανίσθησαν από τη δημιουργία του ετήσιου κύκλου της εορτής. Έτσι ήδη πληροφορούμαστε την συνάντηση του Πολύκαρπου Σμύρνης με τον Ανίκητο Ρώμης, για τη διευθέτηση μια κοινής ημερολογιακής εορτής, από τις δύο εκκλησίες καθώς στην Μικρά Ασία η εορτή τελείτο την 14η του μήνα Νισάν, ενώ στη Δύση την πρώτη Κυριακή μετά την 14η Νισάν. Η συνάντηση αυτή δεν επέφερε κάποια σύγκλιση απόψεων, όμως απέχει πολύ από το χαρακτήρα της έριδος. Η υποβόσκουσα αυτή διαφωνία όμως επιτεινόταν με τον καιρό, καθώς υπεισέρχονταν και άλλες παράμετροι, με περισσότερο θεολογικό χαρακτήρα. Σχεδόν όλες οι εκκλησίες πλην της Μικράς Ασίας, είχαν διαφοροποιηθεί από την Ιωάννεια εφαρμογή του Πάσχα κατά την 14 του μήνα Νισάν, καθώς ήθελαν να διαχωρίσουν πλήρως το περιεχόμενο του Χριστιανικού Πάσχα, από οποιαδήποτε παραλληλισμό προς το αντίστοιχο Εβραϊκό. Η σύνοδος της Λαοδικείας προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα που άρχισε να γίνεται πιο έντονο, κάτι που όμως δεν κατάφερε. Η πραγματικότητα ήταν βεβαίως πως ουδείς δεν έθετε ανοιχτά το θέμα, σεβόμενος το δικαίωμα της ελευθερίας επιλογής, παρά τις ανοιχτές πλέον διαφωνίες (Απολλινάριος Ιεροσολύμων-Μελίτων Σάρδεων). Το πρόβλημα οξύνθηκε κατά τις μεταναστεύσεις Μικρασιατών στη Ρώμη. Αυτοί ονομάζονταν και «τεσσαρεσκαιδεκατίτες» και εόρταζαν την εορτή του Πάσχα σε διαφορετική ημερομηνία από την εκκλησία της Ρώμης. Ο Βίκτωρ Ρώμης προσπάθησε να διευθετήσει το θέμα, όμως οι «τεσσαρεσκαιδεκατίτες» δεν συμμορφώθηκαν και αντιθέτως έριζαν για τη κανονικότητά τους στην τέλεση της εορτής, σε σχέση με τη εκκλησία της Ρώμης. Ο Βίκτωρ εν τέλει πήρε μια σκληρή απόφαση και διέκοψε κοινωνία με τις εκκλησίες της Μικράς Ασίας, αλλά και έπαψε να αναγνωρίζει ως Χριστιανούς όσους παρέμεναν προσκολλημένοι στην παλαιά ημερομηνία. Παρότι όλες οι τοπικές εκκλησίες είχαν συμφωνήσει στην μεταφορά του Πάσχα, αποδοκίμασαν και δε συμμερίστηκαν την απόφαση του Βίκτωρα, προτάσσοντας την ενότητα της εκκλησίας ως πρώτο μέλημα. Τελικά οι περισσότεροι «τεσσαρεσκαιδεκατίτες» προσαρμοστήκαν στη νέα ημερομηνία με τον καιρό, ενώ μετά τη Α΄ Οικουμενική σύνοδο ρυθμίστηκε πλήρως το ζήτημά τους, μη αναγνωρίζοντας όσους συνεχίζουν να εορτάζουν σε αυτή την ημερομηνία.

Τόποι Λατρείας

Οι τόποι λατρείας των Χριστιανών, τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Χριστιανισμού, ποίκιλαν ανάλογα με την περιοχή, τις συνήθειες και την ελευθέρια που είχαν. Στα Ιεροσόλυμα οι χριστιανοί μετέβαιναν στο ναό των Ιουδαίων, καθώς και στις συναγωγές τους. Όμως οι ναοί που χρησιμοποιούνταν μπορούσαν να είναι σπίτια, σπήλαια ή κατακόμβες. Ακόμα και υπαίθριοι χώροι χρησιμοποιούνταν για την τέλεση λατρευτικών αναγκών. Από το 2ο αιώνα αρχίζουν δειλά, δειλά να δημιουργούνται οι πρώτοι ναοί, συνήθως σε κοιμητήρια ενώ ήσαν πάντα στραμμένοι προς ανατολάς, όπως μας πληροφορεί ο Τερτυλλιανός[19]. Με το πέρασμα των διωγμών και την αύξηση των πιστών, υπήρξε ανάγκη για μεγαλύτερους λατρευτικούς χώρους. Αυτοί ονομάζονταν «ευκτήρια», «βασιλικαί», «Κυριακά», «Μαρτύρια». Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν απλός και συνήθως περιείχε παραστάσεις όπως σταυρούς, ιχθύες, φοίνικες, τον Καλό Ποιμένα, γράμματα όπως Ι.Χ ή Α Ω. Στην ανατολική κόγχη των ναών βρισκόταν η αγία τράπεζα, ενώ ήδη χρησιμοποιούνταν πολύτιμα σκεύη όπως Άγιο Ποτήριο, Άγιος Δίσκος, Υδροχόη, Κιβωτός κ.α. που ήταν συνήθως ξύλινα, χάλκινα, υάλινα και σπανιότερα από χρυσό και άργυρο. Από το 2ο αιώνα άρχισε η εκκλησία να τηρεί μαρτυρολόγια, με παράλληλη ημέρα εορτής γενεθλίου ημέρας κάθε μάρτυρα[20], δηλαδή την ημέρα θανάτου.

Το πολίτευμα της Εκκλησίας

Ιεραρχία

Το ιερατείο της εκκλησίας αρχικά διαχωρίστηκε σε δύο κατηγορίες, το οικουμενικό ιερατείο και το τοπικό ιερατείο. Στην πρώτη τάξη αναφέρονται οι Απόστολοι και οι προφήτες, ενώ στη δεύτερη οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Η αποστολική τάξη θεωρείται η ανώτερη τάξη λόγω της απευθείας ανάθεσης του έργου από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Μετά το πέρας των αποστόλων, οι προφήτες ήσαν οι ανώτεροι στην ιεραρχία της εκκλησίας, που πολλές φορές αποκαλούνταν και απόστολοι ή απλώς με το όνομά τους δηλωτικό της αναγνώρισης στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Παρόλα αυτά, υπάρχουν διαφωνίες για το κατά πόσο αποτελεί ιερατική τάξη ή απλώς φυσικό χάρισμα, όπως η προτεσταντίζουσες απόψεις ευνοούν. Σήμερα η επικρατούσα σήμερα άποψη είναι αυτή που ο R.Bultmann εξέφρασε, δηλαδή ότι δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί και η ιεροσύνη από το φυσικό χάρισμα.[21]. Οι προφήτες θεωρούνταν οι άμεσοι διάδοχοι των αποστόλων, ενώ είχαν δικαίωμα χειροτονίας όταν οι απόστολοι ήταν ακόμα εν ζωή, αλλά και να τελούν μυστήρια.Το τοπικό ιερατείο συνδέθηκε με τις ανάγκες τις τοπικής εκκλησίας. Ο διάκονος αποτελούσε βαθμίδα μικρότερη από τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο, ρόλοι που στα πρώτα χρόνια της εκκλησίας δε διαχωρίζονταν με βάση το ρόλο που είχαν στην τοπική εκκλησία και μάλλον ταυτίζονταν. Με το πέρασμα των ετών ο ρόλος αυτός σταδιακά διαχωρίστηκε και ο επίσκοπος συνδέθηκε προς την οικουμενική τάξη μετά το πέρας των προφητών κατά το παράδειγμα του Ιγνατίου, εν αντιθέση με τον πρεσβύτερο που συνδέθηκε με την ενορία. Το τοπικό ιερατείο αδυνατούσε να τελέσει χειροτονίες, ενώ τα μυστήρια τα τελούσε μόνο μετά από ειδική παραχώρηση του αποστόλου, προφήτη και αργότερα επισκόπου. Ο διάκονος ήταν ο προπαρασκευαστικό στάδιο πριν τη χειροτονία σε ιερέα, ενώ αργότερα υπήρξαν και άλλες βαθμίδες του κατώτερου κλήρου όπως υποδιάκονος, αναγνώστης κ.α.

’’Δείτε ακόμα: Πρεσβύτερος, Διάκονος, Αναγνώστης’’

Αποστολική διαδοχή

’’Κύριο άρθρο: Επίσκοπος’’

Με το πέρας το της εποχής των προφητών, οι επίσκοποι ήσαν αυτοί που κλήθηκαν, να διαδεχτούν την κεφαλή της εκκλησίας. Το πέρασμα όμως στους προφήτες ως αποστολική διαδοχή από πολλούς θεολόγους αμφισβητείται έντονα. Ο επίσκοπος αναμφισβήτητα κατά την πρώτη αποστολική περίοδο συνδεόταν με την τοπική εκκλησία, είχε δηλαδή σαφώς διαφορετική εννοιολογική σημασία ως όρος από τον μετέπειτα επίσκοπο και ως εκ τούτου αδυνατούσε να έχει ιδιότητες, όπως η χειροτονία ή η τέλεση μυστηρίων. Όμως κατά τον 2ο αιώνα φαίνεται πως έχει αρχίσει η διαδοχή των ρόλων, όπως κατά την επιστολή του Ιγνατίου προς Εφεσίους διαφαίνεται. Οι προφήτες οι οποίοι εξ αρχής ήσαν συνδεδεμένοι με κάποιο τοπικό ιερατείο, εγκατασταθήκαν προς το τέλος της ζωής τους σε κάποια τοπική εκκλησία, χειροτονώντας το διάδοχό τους, ο οποίος είχε σαφώς μικρότερη, αλλά υπερτοπική εξουσία, κατά το πρότυπο αποστόλων – προφητών. Ο Ιγνάτιος μάλιστα στην επιστολή του[22] στον Ονήσιμο προβαίνει σε χαρακτηρισμούς , όπως «εν σαρκί επισκόπου», «μάλλον επισκοπημένω υπό Θεού Πατρός και Ιησού Χριστού». Η εξέλιξη μάλιστα του επισκοπικού αξιώματος διαφαίνεται και στον Ποιμήν του Ερμά[23] καθώς «οι μεν ουν λίθοι…εισίν απόστολοι και διδάσκαλοι και διάκονοι… και επισκοπήσαντες και διδάξαντες … οι μεν αν κεκοιμημένοι, οι δε εστί όντες».

Το σύστημα αυτό αρχικά φαίνεται πως δεν έγινε ιδιαίτερα αποδεκτό και δημιουργηθήκαν αντιδράσεις, πολλές φορές προς ιδίων όφελος κάποιων κληρικών που επέβλεπαν σε υψηλοτέρα αξιώματα, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη προσπάθεια ώστε να πεισθεί το ποίμνιο για την αναγκαιότητά του. Παρόλα αυτά στο «Μαρτύριο του Πολύκαρπου» [24] διαφαίνεται η πορεία της διαδοχής της εκκλησίας, αφού ο Πολύκαρπος εμφανώς εγκαταστάθηκε κατά το Ιωάννειο μοντέλο σε μια επισκοπή, καταστώντας την κέντρο του έργου του.

Σχέση Εκκλησίας Ρωμαϊκού κράτους

Γενικά

Ο Χριστιανισμός στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντιμετωπίστηκε σαν αίρεση του Ιουδαϊσμού. Αυτό συνέβη αφενός γιατί η μονοθεϊστική αντίληψη των Χριστιανών απέρριπτε κάθε ενοθεϊστική αντίληψη ή αποδοχή άλλων Θεοτήτων, κάτι που Ιουδαίοι αποδέχονταν προσφέροντας και θυσίες στους εθνικούς Θεούς, αφετέρου δημιουργούσε την αίσθηση μιας «νέας» θρησκείας παρόμοιας με το πλήθος Ανατολικών θρησκειών που είχαν εισαχθεί στη Ρώμη. Δηλαδή σα μια Μυστική θρησκεία-οργάνωση. Αυτή εντεινόταν από την μυστικιστική-κρυφή λειτουργία των πιστών της και του ιερατείου με αποτέλεσμα να δημιουργεί φοβικά σύνδρομα στους πιστούς της εθνικής θρησκείας, οδηγώντας τους σε διαρκή δημαγωγία και δαιμονοποίηση των τελετουργικών πρακτικών της, με κατηγορίες περί αιμομιξίας, μαγείας κ.α.. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση του Τάκιτου, ως «βδελυρή δεισιδαιμονία»[25]. Με βάση την αντίληψη που οι Ρωμαϊκές αρχές αντιλαμβάνονταν τον Χριστιανισμό, αλλά και την αντίδραση του λαού, οι διωγμοί που επακολούθησαν κρίνονται ευλογοφανείς, με βάση τα δεδομένα της εποχής. Πολλοί ιστορικοί κρίνουν μέχρι και σήμερα πως ο χριστιανισμός αντιμετωπίστηκε με αστυνομικού χαρακτήρα μέτρα, γι’αυτό το λόγο δεν υπάρχει και σαφής διάταξη γενίκευσης του διωγμού κατά των Χριστιανών. Αυτή η αντίληψη σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί καθώς παρουσιάζει πολλά κενά, αφού τόσο επί Μάρκου Αυρηλίου, Πλινίου και Τραϊανού, οι έπαρχοι δε θα ζητούσαν οδηγίες σχετικά με τις διώξεις κατά των χριστιανών. Ο Νέρωνας ήταν ο πρώτος Αυτοκράτορας που ξεκίνησε τους διωγμούς, με πρόφαση ότι οι χριστιανοί προκάλεσαν τη μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης. Ο Τάκιτος όμως, απορρίπτει εμφατικώς πως οι χριστιανοί προκάλεσαν την φωτιά[26].

Η στάση των Αυτοκρατόρων (68249)

Κατά γενική ομολογία με το πέρασμα των ετών, με την αύξηση του ποιμνίου, αλλά και με την πιο εξωστρεφή πολιτική που ακολούθησε, η εκκλησία, έγινε πιο αποδεκτή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Απέκτησε συμπάθειες σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές τάξεις με αποτέλεσμα να ασκηθεί μια πιο ήπια πολιτική, χωρίς όμως να αποκλείονται εξαιρέσεις, που περισσότερο οφείλονταν στην πρόταξη μια κοινής ενοθεϊστικής θρησκείας με απώτερο στόχο την ενότητα και αναβάθμιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά με το πέρασμα των ετών και με μια πιο σταθερή συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής των πιστών, η εκκλησία έκανε αργά αλλά προοδευτικά βήματα για την αναγνώρισης της, ως μια θρησκεία και όχι ως μια μυστική εταιρία, όπως τη θεωρούσαν προσχηματικώς οι Ρωμαίοι πολιτικοί και επιτιμητές της.

  • 68 – 81 : Βεσπασιανός και Τίτος. Μετά τον σκληρό διωγμό του Νέρωνα στην εξουσία τον διαδέχθηκε αρχικά ο Βεσπασιανός και εν συνεχεία ο Τίτος. Η πολιτική που ακολούθησαν ήταν παρόμοια με την αντιμετώπιση των Ιουδαίων, αφού τους θεώρησαν ως μια αίρεση του ιουδαϊσμού. Αυτή την εποχή τα πράγματα ήταν λίγο πιο εύκολα για του Χριστιανούς.
  • 81-96 :Δομιτιανός. Ο Δομιτιανός επέβαλλε σκληρό διωγμό κατά πολλών θρησκειών. Μέσα σε αυτές ήταν ο Χριστιανισμός και ο Ιουδαϊσμός. Θέλησε να προτάξει την «εθνική» θρησκεία και επέβαλλε σκληρά βασανιστήρια σε όσους δε συμμορφώνονταν, όπως σταυρικούς θανάτους, καύση στην πυρά, χρήση λεόντων κ.α.
  • 98-117: Τραϊανός. Ο Τραϊανός διαδέχθηκε το Νέρβα, ο οποίος στα 2 έτη που μεσολάβησαν (96-98) δεν επέδρασε σημαντικά στη διαφοροποίηση των δεδομένων όπως αυτά επί Δομιτιανού είχαν επικρατήσει. Ο Τραϊανός υπήρξε πολύ προσεκτικός σε όλες τις αποφάσεις του για τους Χριστιανούς και την εκκλησία. Έτσι επανάφερε τον νόμο περί μυστικών εταιρειών, όμως έπαψε να λαμβάνει σοβαρά τις ανώνυμες καταγγελίες σε βάρος του χριστιανισμού, που τις περισσότερες φορές ήταν ψευδείς και αποσκοπούσαν είτε σε συμφέροντα, είτε ήταν απόρεια των φοβικών συνδρόμων του λαού. Ο Τραϊανός μάλιστα εφήρμοσε ένα πολύ ελκυστικό μέτρο που είχε σοβαρή απήχηση, κατά το οποίο όποιος μαρτυρούσε πίστη στον Αυτοκράτορα, οδηγείτο στη Ρώμη. Αυτή την εποχή, πολλοί Χριστιανοί εξέπεσαν, αλλά αργότερα δημιουργήθηκε κύμα επιστροφής στην εκκλησία. Οι μαρτυρίες που έχουμε για την εποχή αυτή πηγάζουν από την αλληλογραφία του Τραϊανού με τον Πλίνιο.
  • 117-138: Αδριανός. Επί Αδριανού, ο διωγμός έπαψε να είναι γενικός, όπως συνέβαινε επί Δομιτιανού, Νέρβα και Τραϊανού. Ο Αδριανός κράτησε μια πιο ήπια στάση, χωρίς όμως να εξαλείψει του διωγμούς και αντιμετωπίζοντας τον Χριστιανισμό με τοπικού χαρακτήρα μέτρα, όπου έκρινε ότι ήταν αναγκαίο. Παρότι είχαν ήδη περάσει περισσότερο από 100 χρόνια, από την εμφάνιση του Χριστιανισμού, οι χριστιανοί δεν είχαν καμία νομιμοποίηση, πολιτική, οικονομική, νομική, ενώ ο νόμος ουσιαστικά δεν τους απέδιδε κανένα δικαίωμα, σε οποιοδήποτε ζήτημα , ακόμα και όταν αδικούνταν.
  • 138-161: Αντωνίνος. Ο Αντωνίνος ονομάστηκε από τους Χριστιανούς και ως ευσεβής. Ο ίδιος αρχικά συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του, με το πέρας των ετών όμως έγινε ακόμα ποιο διαλλακτικός. Στην εποχή του μαρτύρησε ο Πολύκαρπος Σμύρνης, ενώ η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει πως την επιεική στάση που κράτησε την οφείλει στην Αγία Παρασκευή. Κατά γενική ομολογία στάθηκε ο πλέον επιεικής Αυτοκράτορας, που με τη στάση του βοήθησε πολύ τον χριστιανισμό να αναπτυχθεί.
  • 161-180: Μάρκος Αυρήλιος: Ο Μάρκος Αυρήλιος συνέχισε μια πιο επιεική πολιτική σε σχέση με τα πρώτα χρόνια αλλά αρκετά αυστηρότερη από τον Αντωνίνο. Από τον Ευσέβιο πληροφορούμαστε πως επί εποχής του η εκκλησία ανέδειξε πλήθος μαρτύρων. Σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσει του χριστιανούς, οι οποίοι είχαν πληθήνει αρκετά στη εποχή του, εισήγαγε καταναγκαστικά έργα αλλά και για τους πιο «δραστήριους» την εξορία.
  • 180-193:Κόμοδος: Ο Κόμοδος αδιαφόρησε παντελώς για την εκκλησία με αποτέλεσμα να ατονήσουν οι διωγμοί, οι οποίοι τώρα γίνονταν από τους επάρχους, όπως αυτοί νόμιζαν. Η στάση του ευνόησε την ανάπτυξη του χριστιανισμού.
  • 193-211:Σεπτίμιος Σεβήρος: Επί εποχής του οι χριστιανοί πρώτη φορά άρχισαν να ανέρχονται στα υψηλότερα κλιμάκια της Αυτοκρατορίας, κυρίως λόγω ότι ήταν οι κύριοι συμπαραστάτες του, κατά Λισκινίου Νίγηρα στην Ασία του 262. Ο ίδιος όμως εφήρμοσε διάταγμα κατά του προσηλυτισμού, που κυρίως έπληξε τις Εκκλησίες της βορείου Αφρικής.
  • 211-235: Τρεις αυτοκράτορες διετέλεσαν αυτήν την εποχή. Ο Αντώνιος Καρακάλλας (211-217), ο Ηλιογάβαλος (217-222) και ο Σεβήρος (222-235) και επικράτησε γενική ησυχία, ανάπτυξη στις εκκλησίες, ενώ τα μαρτύρια χαρακτηρίζονται μεμονωμένα. Παρά όμως τις ευνοϊκές συνθήκες της εποχής οι χριστιανοί δεν είχαν ακόμα νομική υπόσταση.
  • 235-238: Μαξιμίνος ο Θραξ. Ο Μαξιμίνος άλλαξε την πολιτική επιείκειας και χαλαρότητας υπέρ των χριστιανών. Εκδίωξε του Χριστιανούς με γενικό διωγμό, ειδικά όσους βρίσκονταν σε ανώτερες θέσεις, ενώ πραγματοποίησε εκτεταμένο διωγμό κατά του κλήρου[27]
  • 238-249: Μαξιμίνος Γορδιανός (238-243) και Φίλιππος ο Άραβας (243-249), δε συμμερίστηκαν την πολιτική του Μαξιμίνου Θρακός και ανέστειλαν το γενικό διωγμό. Βοήθησαν με τη στάση τους να αναπτυχθεί ο Χριστιανισμός, λίγο πριν τους μεγάλους εκτεταμένους γενικούς διωγμούς που θα ακολουθούσαν.

Οι γενικοί διωγμοί του 3ου και 4ου αιώνα

Το 249, στο θρόνο ανήλθε ο Δέκιος, ο οποίος παρέμεινε μέχρι και το 252. Ο Δέκιος βλέποντας την παρακμή στην οποία είχε περιέλθει η Αυτοκρατορία, επιχείρησε μια προσπάθεια ανασύνταξης με αφορμή το Ιωβηλαίο από σύστασή της. Αιχμή της ανασύνταξης τού κράτους έθεσε την «εθνική» θρησκεία, καταδικάζοντας παράλληλα το χριστιανισμό ως religio illitica και ανακοινώνοντας με τον πιο επίσημο τρόπο το νομικό καθεστώς των διωγμών σε όλη την Αυτοκρατορία. Οι διάδοχοί του Τριβωνιανός Γάλλος (253) και Λικίνιος Βαλεριανός (253-260) απεκατέστησαν την πρότερη ειρήνη αρχικά αλλά εν συνεχεία το 257 με διάταγμα ο Βαλεριανός άλλαξε στάση και δήμευσε όλη την περιουσία της εκκλησίας που περιοριζόταν για την εποχή σε κοιμητήρια, όπου με πρόσχημα είχαν δημιουργήσει και κάποιους ναούς. Ταυτόχρονα εξαπέλυσε και ευρύ διωγμό κατά των κληρικών. Ο διάδοχός του, Γαλλιηνός (260-268) επέστρεψε ότι είχε αφαιρεθεί από την εκκλησία, ενώ ουσιαστικά αναγνώρισε με έμμεσο τρόπο το Χριστιανισμό, διατηρώντας αλληλογραφία, με τοπικές εκκλησίες[28]. Με την επιστροφή της περιουσίας ο Χριστιανισμός δε θεωρήθηκε religio litica, αλλά προήλθε de facto αναγνώριση της εκκλησίας για πρώτη φορά.

Τον 3ο αιώνα η εξωτερίκευση της εκκλησιαστικής ζωής δημιούργησε κύμα συμπάθειας υπέρ της. Έτσι κατά τους τελευταίους διωγμούς, η επιθετική-διωκτική πολιτική βρήκε και πλήθος μη Χριστιανών που δε συμφωνούσαν με αυτή την ενέργεια. Παράδειγμα αυτής της δυσαρέσκειας ήταν η εποχή του Διοκλητιανού, όπου ενώ αρχικά διατηρήθηκε μια σχετική ειρήνη, στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του κράτους - Τετραρχία, διενήργησε εκτεταμένο γενικό διωγμό (284-303). Αποτέλεσμα την εμφάνιση πολλών μαρτύρων και την εντυπωσιακή ανάπτυξη του χριστιανισμού. Στην εποχή του υπερπληρωθήκαν οι φυλακές, τα ορυχεία, ενώ στάλθηκαν πολλοί στην εξορία. Ο διωγμός αυτός έληξε επί Γαλερίου το 311 όταν με ένα αντιφατικό διάταγμα, ουσιαστικά αποδέχτηκε την αποτυχία του διωγμού[29]. Το πέρας της μοναρχίας του Γαλερίου, βρήκε στην διάταξη τα τετραρχίας τον Μαξέντιο και Κωνσταντίνο στα δυτικά και Μαξιμίνο και Λικίνιο στα Ανατολικά. Πλην του Μαξιμίνου οι υπόλοιποι 3 διατήρησαν μια συμβιβαστική πολιτική.

Νοθεύσεις του Χριστιανισμού

’’Κύριο άρθρο: Γνωστικισμός’’
’’Κύριο άρθρο: Μοντανισμός’’
’’Κύριο άρθρο: Χιλιασμός’’

Λόγοι εμφάνισης

Η εμφάνιση του χριστιανισμού κατέρριπτε ουσιαστικά το κοσμοείδωλο των 2 επικρατέστερων κοσμοθεωριών της εποχής. Του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού. Η επιμόρφωση, ως την εμφάνιση του Χριστιανισμού δυσχέραινε διαρκώς την προσπάθεια της εκκλησίας για την δική της θεώρηση, αφού ο μεν ιουδαϊσμός στρεφόταν προς μια μεσσιανική φιλοσοφία και μια θεομονιστική προσέγγιση, ο δε ελληνισμός προς μια «κοσμοκεντρική» θεώρηση. Αντιθέτως ο χριστιανισμός μιλούσε για μια ανακεφαλαίωση της ανθρώπινης φύσης, που υπερέβαινε και τις δύο κοσμοθεωρήσεις. Έτσι προέβαλλε μια Θεοκεντρική προσέγγιση, ανθρώπου κόσμου, ανατρέποντας και την κοσμοθεωρητική ελληνιστική τάση. Παρόλα αυτά οι δύο αυτές τάσεις επηρέασαν ουσιαστικά το χριστιανισμό, ιδίως όταν η επιείκεια εισήλθε στους κόλπους της εκκλησίας. Οι κυριότερες τάσεις που αναπτύχθηκαν, νοθεύοντας το μήνυμα της εκκλησίας ήταν ο Μοντανισμός και γενικότερα οι χιλιαστικές δοξασίες και ο Γνωστικισμός. Ο Μοντανισμός πρόβαλλε ιδιαίτερα μια ιουδαΐζουσα διαλεκτική και απείλησε ουσιαστικά να νοθεύσει τον ίδιο το χαρακτήρα του Χριστιανισμού, ενώ ο Γνωστικισμός μια ελληνίζουσα, με κύρια απειλή την ένταξη σε κάποιο φιλοσοφικό χώρο. Ο Μοντανισμός απέκτησε μεγάλη απήχηση λόγω της οργάνωσης άμυνας απέναντι στο γνωστικισμό, αλλά και λόγω τη χαλάρωσης των ηθών και της ηθικής αυστηρότητας που είχε ήδη παρατηρηθεί στην εκκλησία. Η ιουδαΐζουσα θεώρηση του Μοντανισμού προέκυψε κυρίως όχι από την ενστέρνιση Ιουδαϊκών νόμων και πρακτικών, αλλά κυρίως από την τυπολατρική προσέγγιση του νόμου της εκκλησίας, προβάλλοντας αυστηρή προσκόλληση στις γραφές, αγνοώντας όμως το πνεύμα του νόμου και τις ανάγκες τις εκάστοτε εποχής.

Η επιρροή πού άσκησε κάθε ένα από τα κινήματα αυτά ήταν καθοριστική, διότι στην προσπάθεια που κατέβαλε η κάθε τοπική εκκλησία να ανταπεξέλθει στη διαλεκτική αντιπαράθεση, υιοθετήθηκαν θεολογικά σχήματα και δημιουργήθηκαν σχολές που επηρέασαν σημαντικά τη διαμόρφωση της εκκλησίας, δομικά, μυστηριακά, θεολογικά, κοινωνικά. Τα γνωστικά συστήματα και ο Μοντανισμός παρότι υιοθέτησαν το αρχικό μήνυμα του αποστολικού κηρύγματος και παρότι είχαν αρκετά κοινά σημεία, ήταν και ταυτόχρονα και αντίθετα με αποτέλεσμα τη σφοδρή σύγκρουσή τους. Οι δύο αυτές τάσεις γνώρισαν ιδιαίτερες εποχές ανάπτυξης και απήχησης του μηνύματός τους, όμως δεν κατάφεραν να διατηρηθούν, είτε λόγω του πολύ σκληρού ασκητικού βίου, είτε λόγω της χαλαρής διασύνδεσης των κοινοτήτων τους, είτε λόγω της αδυναμίας να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες και ανάγκες. Ο κυριότερος λόγος όμως της αποτυχίας τους όμως, ήταν η έμμεση αλλά συστηματική περιφρόνηση του παρόντος βίου και του κόσμου, εν αντιθέσει με το χριστιανισμό που προέβαλλε την εν Χριστώ αποκάλυψη ως το κέντρο του κόσμου της όλης ιστορίας και σωτηρίας.

Σχίσματα και έριδες στο σώμα της Εκκλησίας

Λόγοι δημιουργίας

Ήδη σε προηγούμενες ενότητες αναφέρθηκαν οι πρώτες έριδες οι οποίες αφορούσαν το Πάσχα και το βάπτισμα. Όμως οι μεγαλύτερες έριδες στο εσωτερικό της εκκλησίας προήλθαν από το ζήτημα της μετανοίας. Η προβληματική που αναπτύχθηκε, αφορούσε την εξομολόγηση και τη μετάνοια των βαρέων αμαρτημάτων. Η εκκλησία αρχικά τήρησε αυστηρή στάση, που με τον καιρό, λόγω της αύξησης του ποιμνίου και των πολλών πεπτωκότων , χαλάρωσε, υιοθετώντας πιο επιεική στάση. Οι πιέσεις όμως που δεχόταν η εκκλησία από τις Μοντανιστικές θέσεις, που επηρέαζαν σε σημαντικό βαθμό και πολλούς εκκλησιαστικούς, επέφερε τη δημιουργία σχισμάτων στο εσωτερικό της εκκλησίας. Η διαφωνία εστιάστηκε κατά κύριο λόγο στη διάρκεια της μετάνοιας των πεπτωκότων και των βαρέα αμαρτανόντων (θανάσιμα αμαρτήματα) και στο κατά πόσο οι δις πεπτωκότες δύνατο, να γίνουν δεκτοί στο σώμα της εκκλησίας. Οι Μοντανιστές απέρριπταν κάθε επιείκεια στην εκκλησία, όμως το ζήτημα δεν ήταν καθόλου φιλολογικό όπως από τις χιλιαστικές δοξασίες αντιμετωπίστηκε, αλλά άκρως πρακτικό, καθώς πέρα από το πλήθος μαρτύρων η εκκλησία ανέδειξε και πλήθος πεπτωκότων, με αποτέλεσμα η σκληρή πολιτική να αποτρέπει την είσοδο πιστών στους κόλπους της, οπού μόνο σε αυτήν βρισκόταν η σωτηρία Αποτέλεσμα των σχισμάτων αυτών ήταν η αμφισβήτηση, ότι η ιστορική αποστολή της εκκλησίας που προεκτεινόταν υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, ως του αυθεντικού σώματος του Χριστού, έπαψε να αποτελεί αληθές δόγμα, διεκδικώντας αποσχιστικά, το κάθε σχίσμα ή αίρεση το δικαίωμα αυτό. Τα σχίσματα που δημιουργήθηκαν ήταν το Σχίσμα του Φηλικισσίμου, των Νοβατιανών, του Ιππολύτου, του Μελιτιανού και των Δονατιστών. Επηρέασε κατά κόρον τις εκκλησίες της Ρώμης και της βορείου Αφρικής, με προεκτάσεις προς τις εκκλησίες της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας.

’’Δείτε ακόμα; Πεπτωκότες’’

Τα σχίσματα

’’Δείτε ακόμα:Έριδα των Διονυσίων

Συμπεράσματα από την εμφάνιση των σχισμάτων

Τα σχίσματα με αφορμή τη μετάνοια των πεπτωκότων δημιουργήθηκαν από δύο τάσεις. Τις τάσεις επιείκειας που προέκυπταν από την ανάγκη της σωτηρίας των πιστών, αφού η σωτηρία μπορούσε να προέλθει μόνο μέσα από την εκκλησία -Μια απόφαση που τηρήθηκε σχεδόν καθολικά από τους επισκόπους των μεγάλων τοπικών εκκλησιών και αφορούσε τον προβληματισμό για την πολύ σκληρή γραμμή των πρώτων αιώνων, που είχε σαν αποτέλεσμα τους πιστούς να είναι πιο διστακτικοί στην εισχώρησή τους στην εκκλησία, ενώ και η ύφεση που είχε αρχίσει να παρατηρείται στο Μοντανισμό, μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση ευνοούσε τα πράγματα- αλλά και προσχηματικά, λόγω διαφόρων τοπικών υποβοσκουσών διαφωνιών των εκκλησιών. Το κομβικό σημείο όμως για την εκκλησία ήταν ταυτόχρονα να διατηρηθεί ακέραια η αποστολική παράδοση, χωρίς να υποκύψει στις Μοντανιστικές πιέσεις. Η εκκλησία κρίνεται πως ανταπεξήλθε σε αυτήν την πρόκληση αντιμετωπίζοντάς την, διατηρώντας την αποστολική παράδοση προσαρμόζοντάς τη στο πνεύμα και τη λογική της και ενσκήπτοντας πάνω από το πρόβλημα όπως διαμορφωνόταν σε κάθε εποχή, αφού τα προβλήματα που ενεφανίζονταν είχαν κάθε φορά διαφορετικό περιεχόμενο.

Η ενότητα της Εκκλησίας

Γενικά

Η εκκλησία τους τρεις πρώτους αιώνες διήνησε μια εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο. Οι επιθέσεις που δέχθηκε ήταν πολυποίκιλες και προήλθαν από πολιτικούς φορείς με τους διωγμούς, από το λαό, από τους φιλοσόφους, από αντιμαχόμενες θρησκείες ή φιλοσοφικά κινήματα, ακόμα και από το εσωτερικό της από τις διάφορες έριδες που αναπτύχθηκαν ή από τα σχίσματα ή λόγω βλέψεων φιλόδοξων κληρικών. Παρόλες τις αντιξοότητες η εκκλησία, σε σχέση με όλα τα κινήματα της εποχής βγήκε ενισχυμένη. Οι λόγοι όμως που οδήγησαν την εκκλησία όχι μόνο να μην εξαφανιστεί, αλλά και να αναπτυχθεί ραγδαία ήταν πολλοί. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που επέτρεψε στην εκκλησία να γιγαντωθεί ήταν ο κοινωνικός της ρόλος, αλλά και η ικανότητα να προσαρμόζεται με βάση τα νέα δεδομένα και προκλήσεις κάθε εποχής, με οδηγό το παράδειγμα της αποστολικής συνόδου.

Οι λόγοι

Η σημερινή θεολογική έρευνα καταλήγει πως 7 κύριοι λόγοι επέτρεψαν στην εκκλησία, να διατηρήσει τη συνέκτικοτητά της και να μπορέσει να αναπτυχθεί τόσο πληθυσμιακά, όσο και γεωγραφικά.

  • Οργάνωση. Με το πέρας της προφητικής λειτουργίας, η εκκλησία οριστικά πέρασε στο επισκοπικοκεντρικό σύστημα οργάνωσης. Με σαφώς υπερτοπική λειτουργία, οι επίσκοποι ήσαν συνήθως κληρικοί με ιδιαίτερη μόρφωση και θεολογική κατάρτιση, με δυνατότητα να αντικρούσουν τις κακοδοξίες. Οι επίσκοποι δε, εκλέγονταν και από το λαό, με αποτέλεσμα συνήθως να είναι αρεστοί στο χριστιανικό ποίμνιο, κάτι που τους συνιστούσε πηγή ενότητος του εκάστοτε τοπικού εκκλησιαστικού σώματος.
’’Κύριο άρθρο: Κανόνας της Καινής Διαθήκης’’
  • Κανόνας της Καινής Διαθήκης. Στην προσπάθεια της εκκλησίας να διατηρηθεί η γραπτή παράδοση ακέραιη από τις ψευδεπίγραφες Γραφές, η εκκλησία αντέταξε μια οργανωμένη προσπάθεια σύνταξής των. Το όνομα που της αποδόθηκε ήταν Κανόνας της Καινής Διαθήκης. Ήδη στην εποχή του Ειρηναίου υπήρχε «αμύθητον πλήθος» απόκρυφων και νόθων γραφών[30]. Πέρα όμως από τη σύνταξη των βιβλίων η εκκλησία προσπάθησε να διατηρήσει και να συντηρήσει τα βιβλία αυτά σε κάθε τοπική εκκλησία, καθώς ήταν αδύνατον να συντηρηθούν από ιδιώτες. Πρώτος κανόνας που δημιουργήθηκε ήταν ο Μουρατόρειος κατά το τέλος του 2ου αιώνα ενώ τελευταίος του Μεγάλου Αθανασίου τον 4ο αιώνα.
’’Κύριο άρθρο: Σύμβολο της Πίστεως’’
  • Σύμβολα της πίστεως. Τα σύμβολα της πίστεως, κρίθηκαν από την εκκλησία αναγκαία για την αντιμετώπιση των αιρέσεων. Σκοπός ήταν μια συνοπτική και περιεκτική δογματική τοποθέτηση των αληθειών της εκκλησίας και της αποστολικής παράδοσης. Τα σύμβολα αυτά δεν αναπτύχθηκαν ομοιόμορφα σε όλες τις εκκλησίες ένεκα του διαφορετικού κινδύνου, που αντιμετώπιζε η κάθε τοπική εκκλησία. Το πρώτο τέτοιο σύμβολο που διασώζεται είναι του Τερτυλλιανού[31], το οποίο σήμερα εντυπωσιάζει για την πληρότητά του, λόγω της ασάφειας που επικρατούσε για πολλές δογματικές αλήθειες την εποχή αυτή.
  • Θεία Ευχαριστία εν τω επισκόπω και το επισκοπικό χρίσμα. Η Θεία ευχαριστία εξέφραζε την ενότητα και την πληρότητα του σώματος της εκκλησίας. Ο Ιγνάτιος[32] θεμελιώνει μάλιστα αυτή την οργανική ενότητα στην υπό τον επίσκοπο τελουμένη Θεία Ευχαριστία. Έτσι στο πρόσωπο του επισκόπου συνοψιζόταν η πληρότητα της τοπικής εκκλησίας.

Σημαντικό σημείο επίσης ενότητας της εκκλησία ήταν οι χειροτονίες, η οποίες τελούντο υπό των κοντινοτέρων επισκόπων, παρουσία όμως πλήθους άλλων, κάτι που επιβεβαίωνε τις στενές σχέσεις των επισκοπών, που ήταν κεφαλή του πληρώματος κάθε τοπικής εκκλησίας εκφράζοντας την συνολική ενότητα του σώματος της εκκλησίας.

  • Συνοδικό σύστημα. Το συνοδικό σύστημα το οποίο πρώτη φορά εμφανίστηκε κατά τους αποστολικούς χρόνους το 49, διατηρήθηκε ως μια προσπάθεια ενότητας και αντιμετώπισης των εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων, για την εκκλησία. Στόχος η διαχρονική αυθεντικότητα της βιούμενης αποστολικής παράδοσης και η ενίσχυση των θεσμών ενότητος μεταξύ των μελών της.
’’Κύριο άρθρο: Τα Πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών
  • Πρεσβεία τιμής. Ο θεσμός των πρεσβειών τιμής καταστάθηκε ένας ακόμα σημαντικός θεσμός ενότητας και οργάνωσης της εκκλησίας .Ήδη από το 2ο αιώνα παρατηρείται από τον Τερτυλλιανό[33] υπεροχικότητα κάποιων τοπικών εκκλησιών, που αργότερα αποδόθηκε με τον όρο Πρεσβεία τιμής. Μάλιστα τα πρεσβεία τιμής αποτέλεσαν τον πρόδρομο του Μητροπολιτικού συστήματος οργάνωσης της εκκλησίας κατά τον 4ο αιώνα. Η σημαντικότητα του θεσμού έγκειται στην αλληλεπιχώρηση μεταξύ των επισκόπων, που δε νοήτο ως πρωτείο, που οι άλλες εκκλησίες υποχρεώνονταν σε συμμόρφωση, αλλά ως ένας εθιμικός παραχωρούμενος τίτλος, λόγω σεβασμού.
  • Ιερός κλήρος. Κλήρος θεωρείτο ολόκληρο το σώμα της εκκλησίας και ο αρχικός διαχωρισμός είχε να κάνει με το διαχωρισμό ιερού κλήρου και λαϊκών. Οι πρεσβύτεροι σε κάθε ναό ήταν ανάλογοι με το πλήθος των πιστών, ενώ οι διάκονοι ορίζονταν από τον αριθμό 7 των Πράξεων των Αποστόλων και έτσι λόγω μεγαλύτερων αναγκών θεσπίστηκαν οι υποδιάκονοι. Επίσης στον κατώτερο κλήρο θεσπίστηκαν και άλλα διακονήματα όπως του ψάλτη, εν συνεχεία σε πρωτοψάλτη και λαμπαδάριο, του αναγνώστη, του εξορκιστή, του νεωκόρου, του θυρωρού ή πυλωρού και των ακολούθων. Οι γυναίκες σύμφωνα με τη Παύλεια θεολογία, αποκλείονταν από τον ιερό κλήρο, όμως θεσπίστηκαν διακονήματα όπως των χηρών και των διακονισσών με κύριο στόχο την κατήχηση και τη φιλανθρωπία στο χώρο τω γυναικών. Ο ιερός κλήρος υπήρξε σημαντικό κομμάτι της ενότητας της εκκλησίας γιατί έτσι δινόταν η δυνατότητα στους λαϊκούς για αμεσότερη επαφή προς το ιερατείο και την εξυπηρέτηση τους, σε κάθε έκφανση της ζωής των, είτε αυτή αφορούσε τα αμιγώς θρησκευτικά ζητήματα, είτε αυτή αφορούσε κοινωνικά ζητήματα.

Εκκλησιαστική Γραμματεία των τριών πρώτων αιώνων

Η εκκλησιαστική γραμματεία των 3 πρώτων αιώνων χαρακτηρίζεται ως αντιρρητική. Αυτή την ιδιότητα την απέκτησε σε μια προσπάθεια να αντικρουστούν οι ετεροδοξίες αλλά και οι χαλκευμένες δοξασίες περί Χριστού και σωτηρίας, υποχρεώνοντας τους απολογητές να γράψουν πολλά ορθολογικά κείμενα ώστε να αντικρουστούν οι κακοδοξίες, προτάσσοντας την άποψη της εκκλησίας. Η κυριότερη έμφαση δόθηκε στο πρόσωπο του Ιησού και τη φύση του σε σχέση με τον Πατέρα. Οι ετερόδοξες ομάδες επικεντρώθηκαν σε μονομερείς διδασκαλίες εν αντιθέση με την εκκλησία που ανέπτυξε μια ισόρροπη διδασκαλία βασισμένη στην «Ιωάννεια Θεολογία». Ταυτόχρονα όμως στην προσπάθεια να αντιμετωπιστούν αυτές οι διδασκαλίες και ανάλογα με την περιοχή και το είδος της αντιπάλου ιδεολογίας, αναπτύχθηκαν σχολές, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στη μέθοδο αντιμετώπισης των ετέρων δοξασιών. Έτσι δημιουργήθηκε η Αντιοχειανή σχολή, με βάση τον Αριστοτελικό ορθολογισμό, η Αλεξανδρινή με βάση την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας και η Μικρασιατική που κατά κύριο λόγο επέδρασε και στη δυτική θεολογία. Κυριότεροι συγγραφείς της εποχής ήταν ο Αγρίππας Κάστωρ (κατά του Βασιλείδη), ο Μωσαίος, ο Ηγήσιππος, ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός. Τα μεγαλύτερα προβλήματα προέκυψαν στην Αλεξάνδρεια όπου το κίνημα των Γνωστικών ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση. Οι εξέχουσες απολογητικές μορφές που διακρίθηκαν ήταν οι Ωριγένης και Κλήμης Αλεξανδρείας. Το επίκεντρο αναμφισβήτητα των 3 πρώτων αιώνων ήταν ο προσδιορισμός της φύσης ή της υπόστασης ή της σχέσης του Λόγου με τον πατέρα. Το ευαγγέλιο μάλιστα που επικεντρώθηκε η διαμάχη ήταν το εκτενές κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Οι απόψεις αυτήν την εποχή δεν ήταν καθορισμένες για το πρόσωπο του Ιησού και οι γραμματεία πολλών θεολόγων (Ωριγένης, Κλήμης) δεν έδινε σαφείς απαντήσεις. Γενικά όμως η τάση ήταν προς το χαρακτηρισμό της ομοουσιότητας που αργότερα κατά την Α΄ οικουμενική σύνοδο αποδόθηκε.

Και πράγματι, σύμφωνα με τον Θεοδώρητο, η θεολογία περί ομοουσίου δεν ήταν κάτι νέο:

"ο Θεοδώρητος, διερμηνεύων την κοινήν γνώμην των τε Πατέρων της εν Νικαία Συνόδου και των μετ' αυτήν, βεβαιοί, ότι "ού καινή τις η του ομοουσίου πρόσρησις, ουδέ υπό των τότε συναθροισθέντων Πατέρων εξευρεθείσα, αλλ' άνωθεν εκ προγόνων εις εγγονούς καταγόμενη"."[34].

Αρκετά νωρίς, στον Ειρηναίο, βλέπουμε ότι "η ιδέα του ομοουσίου υπάρχει εις τα έργα του"[35] και "ο Υιός έχει κοινήν μετά του Πατρός την ουσίαν"[36].:

"Ο Πατήρ είναι Κύριος και ο Υιός είναι Κύριος, ο Πατήρ είναι Θεός και ο Υιός είναι Θεός, διότι εκείνος, όστις εγεννήθη εκ του Θεού, είναι Θεός. Ούτω, λοιπόν, κατά τήν ουσίαν και την φύσιν της υπάρξεως Του υπάρχει μόνον εις Θεός, δια την οικονομίαν όμως της απολυτρώσεώς μας υπάρχει εις Υιός και εις Πατήρ"[37].

Από εκεί και πέρα, "η θεολογία του ομοουσίου είναι καθαρά επίτευγμα των αλεξανδρινών θεολόγων: Ωριγένης, Διονύσιος, Θεόγνωστος, Αθανάσιος."[38]. Ο όρος ομοούσιος για τον Υιό, χρησιμοποιείται δύο φορές από τον Ωριγένη: σε σχόλιό του στο Κατά Ματθαίον[39], και σε ένα απόσπασμα της ερμηνείας του στην προς Εβραίους επιστολή, το οποίο αναφέρει ο Πάμφιλος[40].

Αν και ο όρος ομοούσιος είναι άγραφος (δηλ. μη βιβλικός), εν τούτοις για τους εκκλησιαστικούς άνδρες των πρώτων αιώνων, εκείνο που έχει σημασία είναι "η παρουσία της κατά περιεχόμενον σχετικής διδασκαλίας εις την Αγίαν Γραφήν"[41]. Όπως γράφει ο Μ. Αθανάσιος:

"γινωσκέτω δε όμως, ει τις εστι φιλομαθής, ότι ει και μη ούτως εν ταις γραφαίς εισίν αι λέξεις, αλλά, καθάπερ είρηται πρότερον, την εκ των γραφών διάνοιαν έχουσι και ταύτην εκφωνούμεναι σημαίνουσι τοις έχουσιν εις ευσέβειαν την ακοήν ολόκληρον"[42].

Mοναρχιανισμός

’’ Κύριο άρθρο: Μοναρχιανισμός’’

Στην εκκλησιαστική γραμματεία, το κίνημα που επέδρασε καταλυτικότερα από όλα τα άλλα της εποχής ήταν ο Μοναρχιανισμός. Ο Μοναρχιανισμός ήταν κίνημα ή τάση που αναπτύχθηκε από τα σπλάχνα της εκκλησίας με στόχο τον προσδιορισμό της σχέσης μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδας. Όμως παρέκλινε της πορείας του συντασσόμενο προς ξένες απόψεις προς τις απόψεις της εκκλησίας, στην προσπάθεια να ανάγει την τριάδα στον Ένα Θεό. Αποτέλεσμα αυτής της εμφάνισης ήταν ακόμα και η εμφάνιση ερίδων στην εκκλησία, όπως των Διονυσίων Ρώμης και Αλεξανδρείας. Οι παρενέργειες της εμφάνισης αυτού του κινήματος συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια και έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς στην περίπτωση του Λουκιανού του Αποσυναγώγου, ο οποίος ίδρυσε τη μεγάλη Αντιοχειανή Θεολογική Σχολή, η οποία λειτούργησε καθαρά με Μοναρχιανικές αντιλήψεις στον τρόπο ερμηνείας των Γραφών, αλλά όχι της θεολογικής διδασκαλίας. Αποτέλεσμα αυτού του τρόπου σκέψης ήταν η θεολογική αντίληψη του Αρειανισμού.

’’Δείτε ακόμα: Ωριγένης, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Αντιοχειανή Θεολογική Σχολή, Λουκιανός ο Αποσυνάγωγος.

Από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως και το τέλος της εικονομαχίας

Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου και οι συνέπειες για την εκκλησία

Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου

Η συμπεριφορά του Ρωμαϊκού κράτους σε σχέση με το Χριστιανισμό και η προοδευτική ανοχή έγιναν αντιληπτά από σε προηγούμενη ενότητα. Αυτή η κατάσταση όμως άλλαξε άρδην, όταν ο Κωνσταντίνος έγινε Μονοκράτορας της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος, είχε μητέρα που είχε ασπασθεί το χριστιανισμό, ενώ από την αρχή της διακυβέρνησής του, είχε δείξει επιεική στάση απέναντι στους χριστιανούς, η οποία εκδηλώθηκε με το διάταγμα των Μεδιολάνων με σαφή τρόπο και κορυφώθηκε με την επικράτηση επί του Μαξεντίου. Η προοδευτική στροφή του προς το χριστιανισμό σήμερα κρίνεται από την ιστορική έρευνα σε 2 άξονες. Αφενός σε μια ενοθεϊστική τάση του Κωνσταντίνου, η οποία προερχόταν από τη συνήθη πολιτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά τον 3ο αιώνα, με κύριο εκφραστή τον Αυρηλιανό, πολιτική που ακολούθησε και ο πατέρας του Κωνσταντίνου, κάτι που διαφαίνεται και από τον Ευσέβιο στο «Βίο του Κωνσταντίνου» και αφετέρου σε μια γενικότερη θρησκευτική πολιτική η οποία στο κέντρο της είχε το Χριστιανισμό, που δεν μπορούσε πλέον να τον απορρίψει αφού τα 2/5 της Αυτοκρατορίας του αποτελούνταν από Χριστιανούς. Στο κέντρα αυτής της αλλαγής όμως βρέθηκε και το όραμα του ιδίου, γύρω από το οποίο φαίνεται να περιφέρεται η όλη συμπεριφορά του. Ο Λακτάντιος αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος είδε αυτό το όραμα κοιμώμενος, ενώ ο Ευσέβιος περιορίζεται στην Ιστορία του σε απλή επίκληση του Θεού των Χριστιανών[43], ενώ στο Βίο του Κωνσταντίνου αναφέρει πως είδε όντως όραμα. Μάλιστα ο H.Gregoire αναφέρει πως η επίκληση του Ευσεβίου είναι πλαστή και πως στηρίχτηκε σε παλαιότερη αφήγηση οράματος του Κωνσταντίνου σε ναό του Ηλίου[44], όμως αυτή η άποψη δε βρήκε πολλούς υποστηρικτές καθώς η υπερβολική αναπαράσταση ένεκα της ταυτίσεως της ενοθεΐας με τον αυστηρό Μονοθεϊσμό δε φαίνεται να βρίσκουν κοινά σημεία.

Διάταγμα Μεδιολάνων

Η αρχή της ανεξιθρησκείας κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορία ίσχυε για όσες θρησκείες θεωρούνταν religio litica. Βέβαια η εθνική θρησκεία είχε μια ιδιαίτερη πρόταση, καθώς ήταν η θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους. Έτσι ουσιαστικά το ‘’Διάταγμα των Μεδιολάνων’’, το οποίο σήμερα τείνει η ιστορική έρευνα να μην το θεωρεί διάταγμα, καθώς ήταν μια απλή απόφαση η οποία συνοδευόταν από συμπλήρωση οδηγιών στους επάρχους, αποτελούσε επέκταση της ανεξιθρησκείας και για το χριστιανισμό. Σε αυτή την απόφαση ο Κωνσταντίνος καθόρισε ως βασικές αρχές:

  1. Γενική αρχή της ανεξιθρησκείας
  2. Ένταξη του χριστιανισμού σε αυτή την αρχή
  3. Ελευθερία επιλογής συνειδήσεως για ένταξη σε οποιαδήποτε θρησκεία
  4. Άμεση επιστροφή των αλλοτριωθέντων χώρων της εκκλησίας
  5. Επιστροφή χωρίς αποζημίωση, της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Συνέπειες

Οι συνέπειες του Διατάγματος της Ανεξιθρησκείας, είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη θρησκευτική ελευθερία για το χριστιανισμό και την απελευθέρωσή της από τις δεσμεύσεις του παρελθόντος. Συνέπεια αυτού ήταν η αθρόα προσέλευση στους κόλπους της εκκλησίας πολλών «εθνικών» που ως τότε είχαν αναστολές λόγω του νομικού καθεστώτος. Σήμερα κρίνεται ιδιαιτέρα ευνοϊκή η μεταχείριση του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς την εκκλησία, που παρότι δεν ανακηρύχθηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους, απέκτησε όμως ισότιμη μεταχείριση με τη εθνική θρησκεία. Οι χριστιανικοί ναοί αυξήθηκαν, ενώ πάρθηκαν και άλλα μέτρα υπέρ της εκκλησίας, όπως τη δυνατότητα κατοχής περιουσιακών στοιχείων, επιχορηγήσεων, την καθιέρωση της Κυριακής ως αργία, η δυνατότητα ανέλιξης Χριστιανών σε ανώτερα αξιώματα της Αυτοκρατορίας. Με αυτές τις ενέργειες ουσιαστικά υποβάθμισε σταδιακά την εθνική θρησκεία η οποία ουσιαστικά διατηρείτο ως επίσημη.

Η θρησκευτική πολιτική των αυτοκρατόρων και η επικράτηση του Χριστιανισμού

Κώνστας. O Κώνστας μαζί με τον Κωνστάντιο, ήταν οι διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διοίκησε το Ανατολικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας, με μετριοπάθεια, ακολουθώντας της πολιτική που χάραξε ο πατέρας του. Παρέμεινε πιστός στο δόγμα της Ά Οικουμενικής συνόδου. Ακολούθησε όμως συγκεκριμένη πολιτική ενίσχυσης του χριστιανισμού, παίρνοντας μέτρα σε βάρος όλων των θρησκειών, πλην του χριστιανισμού.

Κωνστάντιος Β' (337-361). Ο Κωνστάντιος υπήρξε Αυτοκράτορας της Δυτικής ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενώ μετά το θάνατο του Κώνστα υπήρξε μονοκράτορας. Ο ίδιος συνειδητά ασπάσθηκε τον Αρειανισμό, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε περαιτέρω διάσπαση την ενότητα της εκκλησίας. Από κοινού όμως με τον Κώνστα τήρησαν ομόφωνη στάση στο ζήτημα της «εθνικής» θρησκείας, με μικρές διαφορές λόγω της δυναμικής στις δυτικές επαρχίες. Έτσι απαγόρευσαν τις θυσίες, έκλεισαν αρκετούς εθνικούς ναούς, αν και οι περισσότεροι αυτή την εποχή άρχισαν να εγκαταλείπονται. Παρόλα αυτά διατήρησαν το αξίωμα του μεγάλου αρχιερέα. Ο Κωνστάντιος μάλιστα στη Δύση εφάρμοσε και μέτρα υπέρ των «εστιάδων», ενώ συνέχισε και τις οικονομικές ενισχύσεις των εθνικών ναών. Επίσης ο Κωνστάντιος, δεν βαπτίστηκε Χριστιανός.

Ιουλιανός (361-363). Ο Ιουλιανός διενήργησε την τελευταία ευρεία συντεταγμένη προσπάθεια επαναφοράς της εθνικής θρησκείας, ως επίσημη του κράτους. Σε αυτήν την προσπάθεια, διενήργησε μια πολεμική πολιτική σε βάρος του χριστιανισμού και της επίσημης εκκλησίας, θέλοντας να πετύχει τον ουτοπικό όπως αποδείχθηκε στόχο της επιστροφής της «πατρώας θρησκείας». Έλαβε μάλιστα μέτρα όπως το κλείσιμο ναών, την αποχή Χριστιανών από την κλασσική παιδεία, προέβη σε βέβηλες κατά τους Χριστιανούς πράξεις[45], με αποτέλεσμα να γίνει ιδιαίτερα μισητός. Το εγχείρημα τελικά στέφθηκε με αποτυχία, η οποία ουσιαστικά σήμαινε και το κύκνειο άσμα της «Πατρώας θρησκείας» και την ανάδειξη του χριστιανισμού ως η κυρίαρχη θρησκευτική-κοινωνική δύναμη.

Ιοβιανός (363-364). Ο Ιοβιανός κατήργησε τους νόμους του Ιουλιανού, επανέφερε τους νόμους του Κωνσταντίνου, εφαρμόζοντας ανεξιθρησκεία, ενώ επέστρεψε και τις δημευμένες εκκλησιαστικές περιουσίες.

Βεσπασιανός (364-375) και Ουάλης (364-378). Επί της εποχής τους η Αυτοκρατορία επανήλθε στη διαρχία. Ο Βεσπασιανός ανέλαβε τη Δύση και ήταν αξιωματικός, ένθερμος υποστηρικτής του Χριστιανισμού, που είχε συμμετάσχει και σε αγώνες κατά του Ιουλιανού. Χαρακτηριστικό δε είναι, ότι επιλογή του έγινε από το στενό συνεργάτη του Ιουλιανού Σαλλούστιο. Ο Ουάλης ανέλαβε το ανατολικό κομμάτι και γρήγορα κλήθηκε να αντιμετωπίσει επανάσταση από τον Ιουλιανό Προκόπιο το 366, η οποία είχε κίνητρα θρησκευτικά καθώς υποκινήθηκε από οπαδούς της εθνικής θρησκείας. Ο Ουάλης κήρυξε ευρύ διωγμό μετά από αυτόν τον πόλεμο κατά των υποστηρικτών της επανάστασης. Ο δε Βεσπασιανός στη Ρώμη, κατά τον Αμμιανό, κήρυξε επιλεκτικούς διωγμούς κατά της αριστοκρατίας που ακόμα στήριζε της εθνική πίστη. Ουσιαστικά και οι δύο δεν άλλαξαν το θεσμικό πλαίσιο της εθνικής θρησκείας, αλλά εξουδετέρωσαν με την πολιτική τους, τους εθνικούς, δίνοντας περισσότερα προνόμια στους χριστιανούς. Ο Ουάλης όμως ασπάσθηκε τον Αρειανισμό, εφαρμόζοντας σκληρά μέτρα και για τους ακολούθους των οικουμενικών συνόδων, εν αντιθέση με το Βεσπασιανό που δεν αναμίχθηκε στα εσωτερικά της εκκλησίας.

Γρατιανός (375-383). Μέγας Θεοδόσιος (379-395). Οι Γρατιανός και Θεοδόσιος ουσιαστικά έκλεισαν τον κύκλο της διαλεκτικής αντιπαράθεσης εθνική θρησκείας και Χριστιανισμού. Ο Γρατιανός παρότι δεν ήταν νόμιμος διάδοχος του θρόνου, συγκέντρωσε στα χέρια του την αυτοκρατορική εξουσία, λόγω του νεαρού του νομίμου διαδόχου, Ουαλεντινιανού. Αρνήθηκε μάλιστα κατά το Ζώσιμο[46], το προνόμιο του μεγάλου αρχιερέα, ουσιαστικά καταργώντας το. Μαζί με το Θεοδόσιο το 380 όρισαν ως κριτήριο ενότητας της εκκλησίας την πίστη των επισκόπων Ρώμης και Αλεξανδρείας, ενώ ένα χρόνο αργότερα θέσπισαν σαν μοναδική αποδεκτή πίστη τον χριστιανισμό, αν και αρχικά η πολιτική αυτή δεν επιβλήθηκε. Ο Γρατιανός στην προσπάθεια που κατέβαλε βρήκε σημαντική ενίσχυση από τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων, ένα δραστήριο και χαρισματικό επίσκοπο, με αποτέλεσμα και την επικράτηση του χριστιανισμού και στη Δύση. Ο Θεοδόσιος ήταν ακόμη διαλλακτικότερος στη θρησκευτική πολιτική του, με αποτέλεσμα να ασχοληθεί περισσότερο με τις εκκλησιαστικές έριδες και τις αποκλίσεις της Ά Οικουμενικής συνόδου. Η άνοδος στο επαρχικό αξίωμα του Ματέρνου Κυνηγίου όξυνε την πολιτική του, σε βάρος των εθνικών, αλλά επανήλθε στη μετριοπαθή προσέγγιση όταν διόρισε τον Ευτόλμιο Τατιανό. Η θρησκευτική του πολιτική όμως επαναπροσδιορίστηκε και πάλι, όταν ξέσπασε επανάσταση υποκινούμε από τον Φλάβιο Ευγένιο και τον πρώην έμπιστό του Νικόμαχο Φλαβιανό, με στόχο την άνοδο στο θρόνο της δυτικής Αυτοκρατορίας αλλά και την αναβίωση της «εθνικής» θρησκείας. Η νίκη του Θεοδοσίου δεν σήμανε έναρξη διωγμών κατά των εθνικών, αλλά με νέα διατάγματα ενίσχυσε ιδιαίτερα τη θέση των χριστιανών στη αυτοκρατορία.

Αποτέλεσμα των αλλαγών μεταξύ 313 ως και 527 ήταν η πλήρης επικράτηση του χριστιανισμού και η καθιέρωση της χριστιανού ως ιδανικού ανθρώπου.

Σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους

Τον 4ο αιώνα η εκκλησία αποτελούσε τη σπουδαιότερη και αρτιότερα οργανωμένη θρησκευτική και κοινωνική οργάνωση στα όρια της Αυτοκρατορίας, κάτι που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τα υψηλά διοικητικά κλιμάκια. Αποτέλεσμα ήταν ο θρησκευτικός μετασχηματισμός της Αυτοκρατορίας και της θεολογικής και κοινωνικής συνειδήσεως της πλειοψηφίας των κατοίκων εντός, αλλά και στα ευρύτερα πλαίσια της, με αφορμή την επαφή με όμορους γεωγραφικά λαούς.

Η εκκλησία από τα πρώτα αποστολικά έτη, υιοθέτησε δική της πολιτική θεώρηση, βασισμένη στην Παύλεια θεολογία[47], κατά την οποία ο θεσμός της εξουσίας διαχωριζόταν σαφώς από τον εξουσιάζοντα, τον οποίο οι πιστοί έπρεπε να υπακούν όταν οι αποφάσεις του δεν έρχονταν σε σύγκρουση με το Θείο νόμο, αλλά και να προσεύχονται για αυτόν. Η χριστιανική θεολογία ουσιαστικά όμως, ήρθε σε ρήξη με την ισχύουσα στωική εξουσιαστική θεώρηση που έθετε τον βασιλέα ή άρχοντα στο κέντρο μιας θεοδώρητης αποστολής, με στόχο μια οικουμενική αποστολή της αυτοκρατορίας, που οι πολίτες της θα εκπαιδεύονταν στο δίκαιο και τη γνώση, οι δε άρχοντες θα κυβερνούσαν με σοφία, φιλανθρωπία και δικαιοσύνη. Οι χριστιανοί πάνω σε αυτή τη βάση αρνήθηκαν την απόδοση θεϊκών τιμών στους βασιλείς, οδηγώντας σε σύγχυση την κατεστημένη Ρωμαϊκή συνείδηση ότι ο άρχοντας ήταν φορέας θεϊκής εξουσίας και η πίστη σε αυτόν έδειχνε την ακράδαντη αφοσίωση του υπηκόου στην εξουσία του.

Όταν η εκκλησία έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους, βρέθηκε ενώπιον αντίστοιχων προβληματισμών, αφού οι «pontifex maximus» της «εθνικής» θρησκείας θέλησαν να εισέλθουν στο εσωτερικό της με ανάλογες ή αντίστοιχες αρμοδιότητες. Για την ίδια αιτία Μεγάλος Κωνσταντίνος και Μεγάλος Αθανάσιος, ήρθαν σε ρήξη. Συστηματικά η πολιτική ιδεολογία της εκκλησίας συντάχθηκε από τους πατέρες της εκκλησίας Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο, που παρά τη σαφή διαφορά στους ρόλους, δεν παρέβλεπε την αρμονική συμβίωση των δύο ρόλων. Το ζήτημα τελικά σχέσεως πολιτείας κράτους, το οποίο έμελλε να καθορίσει την πολιτειακή ταυτότητα της Αυτοκρατορίας, με την ένταξη του χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της, με την οικουμενική προοπτική της στο εσχατολογικό όραμα της πολιτικής πραγματώσεως της, θεσπίστηκε με τον πιο επίσημο τρόπο με τον Ιουστινιανό κώδικα και ειδικά με την ΣΤ΄ Νεαρά, οπού φαίνεται ο σαφής διαχωρισμός από το ιερατείο, αλλά και ο σεβασμός του βασιλέως στον θεϊκό νόμο. Αυτές οι αποφάσεις παρέμειναν η βάση των σχέσεων των δύο φορέων ως το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με εξαίρεση τη σοβαρή κρίση που ταλάνισε για περισσότερο από 100 χρόνια την Αυτοκρατορία, επί εικονομαχίας και τις καισαροπαπικές αξιώσεις και βλέψεις των Αυτοκρατόρων της περιόδου αυτής, με στόχο την ανατροπή της ιουστινιάνειας βάσης όχι τόσο σε επίπεδο εξουσιών, όσο σε επίπεδο φορέων. Το ζήτημα τελικά διευθετήθηκε με το νομοθέτημα «Εισαγωγή Νόμου» ή «Επαναγωγή» επί Μεγάλου Φωτίου, κατοχυρώνοντας την «συναλληλία» και «ομοφροσύνη» των δύο εξουσιών, ενώ τέθηκε πλέον ο σαφέστερος διαχωρισμός των τίτλων πλέον, Πατριάρχη – Αυτοκράτορος.


Διάδοση του χριστιανισμού

Γενικά

Η οριστική επικράτηση του χριστιανισμού στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο κατά τον 4ο αιώνα υπήρξε άμεση συνέπεια τόσο του διατάγματος των Μεδιολάνων, όσο και της αναγνώρισης ως επίσημης αναγνωρισμένης θρησκείας της Αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 4ου αιώνα στην ανατολή ο Χριστιανισμός κειμενόταν μεταξύ 50-60%, ενώ στη δύση περί το 30%. Η κατάρρευση της εθνικής θρησκείας, της οποίας με σαφέστατο τρόπο διαφάνηκε η ζωογόνος εξάρτηση από το κράτος, αλλά και η δυναμική αντιμετώπιση των παγανιστικών αναζητήσεων, εν τέλει συνέβαλε στο θρησκευτικό μετασχηματισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά τις κατά καιρούς εμφανίσεις αποκλινόντων Χριστολογικών δογμάτων. Την ίδια όμως εποχή η συναναστροφή της Αυτοκρατορίας με όμορους λαούς, που διακαώς επιδίωκαν την είσοδό τους στα όρια της, επέφερε περαιτέρω εκχριστιανισμό πέρα από τα όρια της Αυτοκρατορίας.

Ανατολή

Αρμενία. Το πρωταρχικό κήρυγμα του ευαγγελίου στη Αρμενία συνδέεται με τον Απόστολο Θαδδαίο. Ο Τερτυλλιανός αναφέρει ύπαρξη Χριστιανών[48] στην περιοχή και ο Ευσέβιος[49] αναφέρει τις συνέπειες του διωγμού του Μαξιμίνου στους ντόπιους χριστιανούς. Κύριος απόστολος του χριστιανισμού στην περιοχή υπήρξε ο Γρηγόριος ο Φωτιστής, ενώ το 300 ο βασιλιάς Τιριδάτης κατέστησε το χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους. Η διαδοχή στο θρόνο ήταν κληρονομική και έτσι ο διάδοχος του Γρηγορίου, Αριστακές έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Νίκαιας. Οι σχέσεις της τοπικής εκκλησίας ήταν στενές με την Καππαδοκία και μάλιστα ο Μέγας Βασίλειος φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά δρώμενα. Μετά την της Β΄ Οικουμενική σύνοδο οι σχέσεις Βυζαντίου-Αρμενίας χαλάρωσαν λόγω της κατάκτησης μεγάλου τμήματος από τους Πέρσες. Σημαντική προσωπικότητα αναδείχθηκε ο Ισαάκ ο Μέγας, ο οποίος κατήρτισε μαζί με τον Μεσράπ, νέο αλφάβητο, ενώ μετέφρασε πατερικά κείμενα. Μετά το διωγμό πολλών νεστοριανών, οι οποίοι κατέφυγαν στην Αρμενία, η εκκλησία επηρεάστηκε θεολογικά από τη Νεστοριανή θεολογία, στρέφοντάς την, μακριά από τα δόγματα των οικουμενικών συνόδων.

Ιβηρία (Γεωργία). Η διάδοση του χριστιανισμού στη Γεωργία, ανέρχεται στα αποστολικά έτη και τη δράση του αποστόλου Ανδρέα. Η ευρύτερη διάδοση του χριστιανισμού όμως επετεύχθη κατά τον 4ο αιώνα, με αρωγό την αποστολική δράση της ιεραποστόλου Νίνας, που ενισχύθηκε από τη γειτονική Αρμενία. Μάλιστα Αρμένιοι ιστορικοί υποστηρίζουν, πως η τοπική εκκλησία υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Αρμενικής εκκλησίας, αν και κάτι τέτοιο δεν βρίσκει σήμερα πειστικές αποδείξεις[50]. Το 581 οι Πέρσες κατέλαβαν την ανατολική Ιβηρία. Οι Γεωργιανοί όμως παρά τις πιέσεις παρέμειναν πιστοί στη Χαλκηδόνια σύνοδο, παρά την έντονη προσπάθεια των Νεστοριανών και την αποκοπή κοινωνίας από την Αρμενική εκκλησία.

Περσία. Η διάδοση του χριστιανισμού ξεκίνησε τον 4ο αιώνα. Η ιεραποστολή στην Περσία, ενισχυόταν από την Έδεσσα, αλλά λόγω της καχυποψίας των Περσών από την έντονη διαμάχη των δύο κρατών, οι χριστιανοί διώκονταν. Μετά το 341 και την 3η οικουμενική σύνοδο, οι Νεστοριανοί εκδιώχτηκαν από το Βυζάντιο και βρήκαν καταφύγιο στην Περσία. Μάλιστα εκεί διέδωσαν απρόσκοπτα το Νεστοριανισμό, καθώς λογίζονταν ως εχθροί του Βυζαντίου, συμμετέχοντας και σε εκστρατείες κατά των βυζαντινών, με αποτέλεσμα τη εντυπωσιακή ανάπτυξη τους.

Αιθιοπία. Η διάδοση στη Αιθιοπία σχετίζεται με την ανάληψη αποστολικού έργου από τον Απόστολο Ματθαίο. Ήδη κατά τον 4ο αιώνα γνωρίζουμε πως στην Αιθιοπία, η ανάπτυξη του χριστιανισμού είναι ραγδαία λόγω του ιεραποστολικού έργου των μοναχών Φρουμέντιου και Αιδέσιου. Ο πρώτος μάλιστα παρέμεινε καθόλη τη ζωή του στην Αιθιοπία και απέκτησε το προσωνύμιο «Πατέρας της αγάπης». Παρά τις συνεχείς προσπάθειες Αρειανοφρόνων στη περιοχή ο Αρειανισμός δε βρήκε ανταπόκριση, αλλά μετά τη διακοπή σχέσεων με την Κωνσταντινούπολη και το Βυζάντιο, η εκκλησία της Αξώμης περιέπεσε σε παρακμή και επηρεάστηκε από κοπτικές παραδόσεις.

Αραβία. Ο χριστιανισμός ήδη κατά τον 3ο αιώνα είχε διεισδύσει στην Αραβία. Οι εκκλησίες μάλιστα της Συρίας και της Μεσοποταμίας είχαν αναλάβει το έργο του ευαγγελισμού της. Όμως μετά τη Χαλκηδόνια σύνοδο σταδιακά πολλοί Άραβες μετεστράφησαν στον αντιχαλκηδονισμό. Την εποχή του Ιουστινιανού, η μονοφυσιτική θεολογία ήταν ιδιαίτερα αποδεκτή στους Άραβες και παρά την προσπάθεια του ιδίου για μεταστροφή, δεν βρήκε ανταπόκριση. Η επιλογή όμως του μονοφυσιτισμού βοηθούσε τα σχέδια του Αυτοκράτορα, καθώς ο μονοφυσιτισμός ήταν ισχυρός αντίποδας τού νεστοριανισμού, με αποτέλεσμα να αποτρέπει περαιτέρω εξάπλωσή του, ενώ έβρισκε και ένα σύμμαχο με κοινό εχθρό, του Πέρσες.

Ισλαμισμός

Η αμφιταλάντευση βυζαντινών και Περσών είχε σαν αποτέλεσμα, ειδικά μετά τη νίκη του Ηράκλειου, τη διευκόλυνση των Αράβων για την κυριαρχία νέων έφορων περιοχών. Την ίδια στιγμή ο Μωάμεθ, ένας έξυπνος ποιμένας και έμπορος, συνέθεσε μια νέα θρησκεία με στοιχεία Ζωροαστρισμού, Ιουδαϊσμού, χριστιανισμού και μανιχαϊσμού, θεωρώντας εαυτό, ως μέγιστο των προφητών. Οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα επωφελήθηκαν της συγχύσεως Βυζαντίου-Περσών, κατακτώντας, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, αφομοιώνοντας πλήθος χριστιανών στον ισλαμισμό, ενώ οι εναπομείναντες πιστοί πέρασαν στη δικαιοδοσία των τοπικών εκκλησιών.

Δύση

Βησιγότθοι. Τον χριστιανισμό τον διέδωσε ο Ουλφίλας, Αρειανός κληρικός, Γοτθικής καταγωγής. Το κήρυγμα του βρήκε ιδιαίτερη απήχηση κατά τον 4ο αιώνα. Μάλιστα ο Κωνστάντιος ενημερώνονταν για το έργο της ιεραποστολής του και διαρκώς τον ενίσχυε. Οι Βησιγότθοι έτσι συνδέθηκαν με τον Αρειανισμό και πιο συγκεκριμένα με την διδασκαλία των ομοίων.

Οστρογότθοι. Ο χριστιανισμός εισήλθε στον λαό αυτό, όταν στράφηκαν προς τον Αυτοκράτορα Ουάλη για βοήθεια, λόγω της επιδρομής των Ούνων. Ο ίδιος επέτρεψε να εισέλθουν στα όρια της Αυτοκρατορίας και να κατοικήσουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές. Αρχικά η διείσδυση στους Οστρογότθους ήταν ελάχιστη, κατά τη μετάστασή τους όμως στην κεντρική Ευρώπη και την Ισπανία, όπου και κυριάρχησαν μετά από μακροχρόνιους πολέμους ασπάσθηκαν τον Αρειανισμό, περισσότερο επηρεασμένοι από το έτερο Γοτθικό φύλο. Οι Ορθόδοξοι (Καθολικοί), αρνήθηκαν όμως σε αυτές τις περιοχές να ασπαστούν τον Αρειανισμό. Οι Οστρογότθοι επί Ιουστινιανού καταλυθήκαν, ενώ στα μέρη αυτά μετά την εποχή Ιουστινιανού κατοίκησαν Λογγοβάρδοι, οι οποίοι ασπάστηκαν την πίστη των Οικουμενικών συνόδων.

Φράγκοι. Οι Φράγκοι ως γερμανικό φύλλο, αρχικά διατήρησαν την προγονική θρησκεία τους. Ο βασιλιάς όμως Κλάβιος εκμεταλλευόμενος τις έριδες εκκλησίας – Αρειανισμού κυριάρχησε στην κεντρική Ευρώπη και μετά τη νίκη επί των Αλαμαίων, έχρισε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους του. Οι λόγοι που τον οδήγησαν ήταν η βοήθεια των χριστιανών, αλλά και η επιρροή της χριστιανής γυναίκας του. Οι Βοργούνδιοι αναγνώρισαν την επικυριαρχία των Φράγκων, βαπτιζόμενοι χριστιανοί, ενώ η αποσύνθεση των Γοτθικών φύλλων, ουσιαστικά εξάλειψε τον αρειανισμό από την Ευρώπη κατά τον 6ο αιώνα. Το 589 στη σύνοδο του Τολέδο εισήχθη το filioque, το οποίο είχε αρχικά χρησιμοποιηθεί σε σύνοδο του 547 στην ίδια πόλη. Τελικά επικυρώθηκε το 796 στη σύνοδο της Φρανκφούρτης, ως δογματική θέση.

Βρετανία. Η διάδοση του Χριστιανισμού στη Βρετανία χρονολογείται από τον 3ο αιώνα. Η είσοδος γερμανικών φύλλων όμως αναχαίτισε την ευρύτερη ανάπτυξη του, η οποία επετεύχθη κατά τον 5ο αιώνα. Την ίδια εποχή ο Γρηγόριος ο Α΄ ο Διάλογος, απέστειλε ιεραποστολή από 39 μοναχούς στο Καντέρμπουρι. Με τη βοήθεια μάλιστα του Κεντ Έθελμπεργκ, ηγεμόνα του κρατιδίου η ανάπτυξη υπήρξε εντυπωσιακή. Ο χριστιανισμός δε κατά τον 7ο αιώνα φαίνεται να επικρατεί πλήρως με τη μεταστροφή του βασιλιά Όσγολντ (Oswald) της Νορθούμπρια. Μεγάλη προσωπικότητα με πολυποίκιλο έργο ήταν ο Θεόδωρος ο Ταρσέας, που ίδρυσε θεολογική και ιερατική σχολή και εισήγαγε τη μελέτη πατερικών κειμένων και της Θείας Λειτουργίας στην εκπαίδευση.

Καρλομάγνος και Βονιφάτιος

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη του Χριστιανισμού στο Φραγκικό κράτος οφείλεται σε μεγάλο έργο στο ιεραποστολικό έργο του Βονιφάτιου που σαν στόχο είχε θέσει τον ευαγγελισμό όλων των Γερμανικών φύλων. Ο ίδιος εφάρμοσε τις αποφάσεις της συνόδου του Χέρφρορντ υπό την προεδρία του Θεόδωρου του Ταρσέα. Επίσης ίδρυσε και ένα μοναστήρι, το μοναστήρι της Φούλντας, το οποίο υπήρξε το εφαλτήριο του ιεραποστολικού του έργου.

Ο Καρλομάγνος ουσιαστικά βρήκε γόνιμο έδαφος, από τον Βονιφάτιο και επέβαλε με δυναμικό τρόπο το Χριστιανισμό. Ο ίδιος ανέθεσε στον μοναχό Αλκουίνο τη ιεραποστολή στις νέες κατακτήσεις. Ο Αλκουίνος μάλιστα πραγματοποίησε σπουδαίο έργο, δημιουργώντας αξιόλογη θεολογική σχολή στο παλάτι (Academia palatine), ενώ οργάνωσε και σχολές στα σημαντικότερα μοναστήρια. Ήταν υπερασπιστής του filioque, γράφοντας και σχετικές πραγματείες (Adaptionismus, filioque). Ουσιαστικά επί Καρλομάγνου το Φραγκικό κράτος γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στην οποία παγιώθηκε ο χριστιανισμός στην κεντρική και Δυτική Ευρώπη.

Αρειανισμός και Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Υποσημειώσεις

  1. Ιωάννης 18,36
  2. A΄ Κορινθίους 15,24
  3. Πράξεις Αποστόλων 6,1
  4. Πράξεις Αποστόλων 6,6
  5. Πράξεις 14,28
  6. Πράξεις 15, 28-29 και Προς Γαλάτας 2, 9-10
  7. Πράξεις 21,25
  8. Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. 3
  9. A΄ Κορινθίους 1,12
  10. Lietzmann Petrus et Paulus in Rom,Berlin,1937,238
  11. Ch.Guignotte, K. Heussi
  12. Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων 2, 3,3
  13. >Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. 5,28
  14. Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. 5, 23-25
  15. Ευσεβίου εκκλ. Ιστορ. 5, 1κεξ
  16. Ειρηναίου, κατά αιρέσεων, 10,2 κ Τερτυλλιανός Adv. Jud.,7
  17. Διδαχή 14,1
  18. Α΄ Κορινθίους 5,7
  19. Adv.Valent. 31
  20. Μαρτύριο Πολυκάρπου, 2
  21. Theology of the NT 2,107
  22. Προς Εφεσίους 1,3
  23. Όρασις 3,5,1
  24. Ειρηναίου κατά Αιρέσεων 3,3,4
  25. Annales 15,44
  26. Annales, 15,44
  27. Ευσεβίου εκκλ. Ιστορ. 6,28
  28. Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορία 7,13
  29. Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορία 9,1,36
  30. Ειρηναίου Κατά Αιρέσεων 10,20,1
  31. Adv.Prax.
  32. Προς Εφεσίους 4,1
  33. De praeser. 37,2
  34. Καρμίρης Ιωάννης, 'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 61
  35. Θεοδώρου Ανδρέας, 'Ιστορία των Δογμάτων - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.', Γρηγόρης, Αθήνα 1978, σελ. 159
  36. Ό.π., σελ. 160 και υποσημ. 466
  37. Ό.π., υποσημ. 465
  38. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, 'Πατρολογία', τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 467
  39. "Κατά φύσιν εγέννησεν ο Πατήρ διόπερ ομοούσιος εγεννήθη" (PG 17:309)
  40. "Sic et sapientia ex Deo procedens ex ista substantia Dei generatur. Sic nihilominus et secundum similitudinem corporalis aporrhoeae esse dicitur aporrhoea gloriae omnipotentis pura et sincera. Quae utraeque similitudines manifestissime ostendunt communionem substantiae esse filio cum patre. Aporrhoea enim ομοούσιος videtur, id est unius substantiae cum illo corpore ex quo est vel aporrhoea vel vapor" (PG 17:580-581)
  41. Ξεξάκης Γ. Νικόλαος, 'Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν', Αθήνα 2000, σελ. 132
  42. PG 25:453ΑΒ
  43. Εκκλ. Ιστορ. 9,9,1-13
  44. La Conversion de Constantin, 1931
  45. Μεταφορά και καταστροφή ιερών λειψάνων
  46. Εκκλ. Ιστορ. 4,36
  47. Ρωμαίους 13,1 κεξ
  48. PL 2,610
  49. Εκκλ. Ιστορία 4,8,2
  50. H ιστορική-θεολογική έρευνα υποστηρίζει σήμερα, πως η εκκλησία υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Συρο-Περσικής εκκλησίας, ενώ το 451 περιήλθε στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης (Μ.Tarchnisvili, ενθ’αν,182 κεξ)

Βιβλιογραφία

  • Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Διήγηση, 2002
  • Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, 1998