Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
μ (Βιβλιογραφία)
 
(2 ενδιάμεσες εκδόσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
 
Είναι αλήθεια ότι στην χριστιανική αρχαιότητα, συναντάμε ευκαιριακά και μόνο, περιορισμένες πληροφορίες εισαγωγικής φύσης στους προλόγους ερμηνευτικών υπομνημάτων ή σε αντιαιρετικά έργα συγγραφέων όπως ο ''Ειρηναίος'', ο ''Τερτυλλιανός'', ο ''Ωριγένης'', ο ''Ευσέβιος'' κ.ά.<ref>Καραβιδόπουλος, ό.π..</ref>. Η εξήγηση είναι ότι, στο περιβάλλον της αρχαίας Εκκλησίας αυτό που κυρίως αμφισβητείται, είναι η αληθινή έννοια των ιερών κειμένων και όχι τα περιστατικά της γένεσής τους, οπότε οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και [[Πατρολογία|Πατέρες]] δεν ασχολήθηκαν ποτέ συστηματικά με τα θέματα που απασχολούν μια σύγχρονη ''Εισαγωγή''<ref>Αγουρίδης, ό.π..</ref>.  
 
Είναι αλήθεια ότι στην χριστιανική αρχαιότητα, συναντάμε ευκαιριακά και μόνο, περιορισμένες πληροφορίες εισαγωγικής φύσης στους προλόγους ερμηνευτικών υπομνημάτων ή σε αντιαιρετικά έργα συγγραφέων όπως ο ''Ειρηναίος'', ο ''Τερτυλλιανός'', ο ''Ωριγένης'', ο ''Ευσέβιος'' κ.ά.<ref>Καραβιδόπουλος, ό.π..</ref>. Η εξήγηση είναι ότι, στο περιβάλλον της αρχαίας Εκκλησίας αυτό που κυρίως αμφισβητείται, είναι η αληθινή έννοια των ιερών κειμένων και όχι τα περιστατικά της γένεσής τους, οπότε οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και [[Πατρολογία|Πατέρες]] δεν ασχολήθηκαν ποτέ συστηματικά με τα θέματα που απασχολούν μια σύγχρονη ''Εισαγωγή''<ref>Αγουρίδης, ό.π..</ref>.  
  
Κατά συνέπεια, η ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'' ανήκει στους κλάδους της νεώτερης επιστήμης<ref>Αγουρίδης Σάββας, ''Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην'', 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991 (c1971), σελ. 17.</ref> αφού αναπτύχθηκε μόλις από τον 18ο αιώνα και εξής<ref>Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη'', 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 18.</ref> και το πρόσωπο που συνέβαλε στην αποδοχή της ως κλάδος ''"ειδικής επιστημονικής ερεύνης"''<ref>Βούλγαρης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 28.</ref>, είναι ο αναγνωρισμένος θεμελιωτής της, ο Ρωμαιοκαθολικός διανοούμενος και μοναχός ''Richard Simon'' (1638-1712)<ref>Βλ. και Αγουρίδης, ''Εισαγωγή...'', ό.π. / Καραβιδόπουλος, ''Εισαγωγή...'', σελ. 20.</ref>.
+
Κατά συνέπεια, η ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'' ανήκει στους κλάδους της νεώτερης επιστήμης<ref>Αγουρίδης Σάββας, ''Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην'', 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991 (c1971), σελ. 17.</ref> αφού αναπτύχθηκε, με κριτικό πνεύμα,  μόλις από τον 18ο αιώνα και εξής<ref>Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη'', 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 18.</ref> και το πρόσωπο που συνέβαλε στην αποδοχή της ως κλάδος ''"ειδικής επιστημονικής ερεύνης"''<ref>Βούλγαρης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 28.</ref>, είναι ο αναγνωρισμένος θεμελιωτής της, ο Ρωμαιοκαθολικός διανοούμενος και μοναχός ''Richard Simon'' (1638-1712)<ref>Βλ. και Αγουρίδης, ''Εισαγωγή...'', ό.π. / Καραβιδόπουλος, ''Εισαγωγή...'', σελ. 20.</ref>.  
  
Στην πραγματικότητα, ο [[Διαφωτισμός]] του 17ου αιώνα αποτελεί το υπόβαθρο της ''Εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη'' με τη σημερινή της μορφή, ενώ ουσιαστική επίδραση άσκησαν σ' αυτή η [[Μεταρρύθμιση]], η φιλοσοφία του ''Σπινόζα'' και η εμφάνιση μιας γενικότερης αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε υπερβατικό στοιχείο στον κόσμο<ref>Βούλγαρης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 42.</ref>. Ο ''Richard Simon'', προσπάθησε να δείξει στους [[Διαμαρτυρόμενοι|Διαμαρτυρόμενους]] ότι μόνη της η [[Αγία Γραφή]] ήταν ανεπαρκής για την ανάπτυξη των θεμάτων της πίστεως, αναφέρθηκε στην απώλεια των αυτογράφων των βιβλίων και στην εμφάνιση απειράριθμων παραλλαγών στα αντίγραφα, τάχθηκε ενάντια στην μηχανική [[Θεοπνευστία]] και μελέτησε τα [[Απόκρυφα]]. Έθεσε έτσι τα θεμέλια για μια σοβαρή επιστημονική εργασία επάνω στην [[Καινή Διαθήκη]]<ref>Στο ίδιο, σελ. 43.</ref> η οποία προχώρησε ακόμη περισσότερο κατά τον 19ο και 20ο αιώνα.
+
Η έρευνα της Κ.Δ. αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στον προτεσταντικό χώρο με κέντρο την Γερμανία, εξαιτίας της απόλυτης και μοναδικής αυθεντίας που απέδιδαν οι διαμαρτυρόμενοι στην [[Αγία Γραφή]] (sola scriptura)<ref>Παναγόπουλος, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 56.</ref>. Ο ''Richard Simon'', προσπάθησε να τους δείξει ότι μόνη της η [[Αγία Γραφή]] ήταν ανεπαρκής για την ανάπτυξη των θεμάτων της πίστεως, αναφέρθηκε στην απώλεια των αυτογράφων των βιβλίων και στην εμφάνιση απειράριθμων παραλλαγών στα αντίγραφα, τάχθηκε ενάντια στην μηχανική [[Θεοπνευστία]] και μελέτησε τα [[Απόκρυφα]]. Έθεσε έτσι τα θεμέλια για μια σοβαρή επιστημονική εργασία επάνω στην [[Καινή Διαθήκη]]<ref>Βούλγαρης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 43.</ref> η οποία προχώρησε ακόμη περισσότερο στους επόμενους αιώνες, υποβοηθούμενη από το γενικότερο πνεύμα αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε υπερβατικό στοιχείο στον κόσμο<ref>Βούλγαρης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 42.</ref>, που έφερε ο [[Διαφωτισμός]] και o ορθολογισμός, από τον 18ο αιώνα και εξής<ref>Αγουρίδης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 18.</ref>.
 +
 
 +
Στους επόμενους αιώνες, καθώς ενισχύθηκε και η έρευνα του ραββινικού [[Ιουδαϊσμός|Ιουδαϊσμού]], του [[Γνωστικισμός|Γνωστικισμού]], των [[Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας|κειμένων του Κουμράν]] κ.λπ., το ιστορικο-κριτικό πνεύμα με προοδευτικότερες ή συντηρητικότερες τάσεις κάθε φορά, δημιούργησε διάφορες σχολές εξέτασης της Καινής Διαθήκης, όπως η ''"διαλεκτική"'', η ''"υπαρξιακή"'', η ''"μαρξιστική"'', η ''"στρουκτουραλιστική"'', η ''"γλωσσολογική"'', η ''"φεμινιστική"'' κ.ά.<ref>Παναγόπουλος, ''Εισαγωγή...'', σελ. 57.</ref>.
 +
 
 +
Στη σημερινή εποχή, οι μέθοδοι που εφαρμόζονται διεθνώς στην έρευνα της Κ.Δ. είναι η ''"Ιστορία των φιλολογικών ειδών"'' που εξετάζει τις διάφορες μορφές με τις οποίες παραδόθηκε αρχικά το [[Συνοπτικά Ευαγγέλια|Συνοπτικό υλικό]] και αργότερα η διδασκαλία των λοιπών βιβλίων της Κ.Δ. και αναζήτησε στην ζωή της πρώτης Εκκλησίας τον χώρο μέσα από τον οποίο προήλθαν, και η ''"Ιστορία της τελικής συντάξεως"'', η οποία ερευνά την ιδιαίτερη θεολογική διδασκαλία καθενός Συνοπτικού Ευαγγελιστή<ref>Παναγόπουλος, ''Εισαγωγή...'', σελ. 56.</ref>.
  
 
==Αξία==
 
==Αξία==
Γραμμή 46: Γραμμή 50:
 
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη|*]]
 
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη|*]]
 
[[Κατηγορία:Θεολογία]]
 
[[Κατηγορία:Θεολογία]]
 +
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Ε]]

Τελευταία αναθεώρηση της 07:48, 9 Σεπτεμβρίου 2008

Στη θεολογική έρευνα, ο όρος Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ξεχωριστή, βοηθητική επιστήμη του ερμηνευτικού κλάδου της θεολογίας, που διερευνά κάθε είδους δεδομένα που έχουν σχέση με την Καινή Διαθήκη, γλωσσικά, φιλολογικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, θρησκειολογικά, πνευματικά και θεολογικά[1].

Περιεχόμενο

Η επιστήμη της Εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη έχει χαρακτήρα ιστορικό, που λειτουργεί υποβοηθητικά για το έργο της Θεολογίας (αφού το ιστορικό στοιχείο είναι αναπόσπαστο τμήμα της Θείας αποκαλύψεως)[2] ενώ, τα επιστημονικά συμπεράσματα των ερευνητών, βασίζονται στις γενικές αρχές και τα κριτήρια που εφαρμόζονται στην Φιλολογία και τις ιστορικές επιστήμες[3].

Το έργο της Εισαγωγής επικουρείται από τα πορίσματα και τις μεθόδους έρευνας άλλων κλάδων της επιστήμης, όπως η Φιλολογία, η Γλωσσολογία, η Παλαιογραφία, η Παπυρολογία, η Επιστολογραφία, η Επιγραφική, η Γραμματολογία, η Ιστοριογραφία, η Ιστορία των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων, η Αρχαιολογία, η Ιστορική Γεωγραφία και Τοπογραφία, η Ιστορία των Θρησκευμάτων, η Ιστορία του πολιτισμού, η Εκκλησιαστική Ιστορία, και η Ιστορία του Δόγματος[4].

Γενικά, η Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη μελετά:

α) την ιστορία της γενέσεως κάθε ενός από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, που σημαίνει ότι, εξετάζει κάθε είδους μαρτυρίες, εσωτερικές ή εξωτερικές, για την ταυτότητα του συγγραφέα, τους παραλήπτες, τον τόπο, τον χρόνο, την αιτία και το σκοπό της συγγραφής, την γνησιότητα, ακεραιότητα και την ενότητα, τις πηγές, το περιεχόμενο, τη γλώσσα και την αξία του.
β) την ιστορία του Κανόνα της Καινής Διαθήκης, δηλ. την ιστορία και τις συνθήκες της συγκροτήσεως των 27 βιβλίων σε μία ενιαία συλλογή και τη θέση κάθε βιβλίου στη ζωή της Εκκλησίας.
γ) την ιστορία της παραδόσεως του κειμένου των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τα διάφορα χειρόγραφα, τις αρχαίες και νεώτερες μεταφράσεις, το έντυπο κείμενο, τις κριτικές εκδόσεις.

Στην συνάφεια αυτή, η Εισαγωγή μπορεί να περιέχει μια συνοπτική ιστορία της αποστολικής Εκκλησίας καθώς και αναφορές στην απόκρυφη φιλολογία της Κ.Δ.[5]. Επίσης, μπορεί να εξετάζει τα θέματα της θεοπνευστίας[6] και της ιστορίας της ερμηνείας[7].

Ιστορία

Είναι αλήθεια ότι στην χριστιανική αρχαιότητα, συναντάμε ευκαιριακά και μόνο, περιορισμένες πληροφορίες εισαγωγικής φύσης στους προλόγους ερμηνευτικών υπομνημάτων ή σε αντιαιρετικά έργα συγγραφέων όπως ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης, ο Ευσέβιος κ.ά.[8]. Η εξήγηση είναι ότι, στο περιβάλλον της αρχαίας Εκκλησίας αυτό που κυρίως αμφισβητείται, είναι η αληθινή έννοια των ιερών κειμένων και όχι τα περιστατικά της γένεσής τους, οπότε οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και Πατέρες δεν ασχολήθηκαν ποτέ συστηματικά με τα θέματα που απασχολούν μια σύγχρονη Εισαγωγή[9].

Κατά συνέπεια, η Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη ανήκει στους κλάδους της νεώτερης επιστήμης[10] αφού αναπτύχθηκε, με κριτικό πνεύμα, μόλις από τον 18ο αιώνα και εξής[11] και το πρόσωπο που συνέβαλε στην αποδοχή της ως κλάδος "ειδικής επιστημονικής ερεύνης"[12], είναι ο αναγνωρισμένος θεμελιωτής της, ο Ρωμαιοκαθολικός διανοούμενος και μοναχός Richard Simon (1638-1712)[13].

Η έρευνα της Κ.Δ. αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στον προτεσταντικό χώρο με κέντρο την Γερμανία, εξαιτίας της απόλυτης και μοναδικής αυθεντίας που απέδιδαν οι διαμαρτυρόμενοι στην Αγία Γραφή (sola scriptura)[14]. Ο Richard Simon, προσπάθησε να τους δείξει ότι μόνη της η Αγία Γραφή ήταν ανεπαρκής για την ανάπτυξη των θεμάτων της πίστεως, αναφέρθηκε στην απώλεια των αυτογράφων των βιβλίων και στην εμφάνιση απειράριθμων παραλλαγών στα αντίγραφα, τάχθηκε ενάντια στην μηχανική Θεοπνευστία και μελέτησε τα Απόκρυφα. Έθεσε έτσι τα θεμέλια για μια σοβαρή επιστημονική εργασία επάνω στην Καινή Διαθήκη[15] η οποία προχώρησε ακόμη περισσότερο στους επόμενους αιώνες, υποβοηθούμενη από το γενικότερο πνεύμα αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε υπερβατικό στοιχείο στον κόσμο[16], που έφερε ο Διαφωτισμός και o ορθολογισμός, από τον 18ο αιώνα και εξής[17].

Στους επόμενους αιώνες, καθώς ενισχύθηκε και η έρευνα του ραββινικού Ιουδαϊσμού, του Γνωστικισμού, των κειμένων του Κουμράν κ.λπ., το ιστορικο-κριτικό πνεύμα με προοδευτικότερες ή συντηρητικότερες τάσεις κάθε φορά, δημιούργησε διάφορες σχολές εξέτασης της Καινής Διαθήκης, όπως η "διαλεκτική", η "υπαρξιακή", η "μαρξιστική", η "στρουκτουραλιστική", η "γλωσσολογική", η "φεμινιστική" κ.ά.[18].

Στη σημερινή εποχή, οι μέθοδοι που εφαρμόζονται διεθνώς στην έρευνα της Κ.Δ. είναι η "Ιστορία των φιλολογικών ειδών" που εξετάζει τις διάφορες μορφές με τις οποίες παραδόθηκε αρχικά το Συνοπτικό υλικό και αργότερα η διδασκαλία των λοιπών βιβλίων της Κ.Δ. και αναζήτησε στην ζωή της πρώτης Εκκλησίας τον χώρο μέσα από τον οποίο προήλθαν, και η "Ιστορία της τελικής συντάξεως", η οποία ερευνά την ιδιαίτερη θεολογική διδασκαλία καθενός Συνοπτικού Ευαγγελιστή[19].

Αξία

Κατά τήν εξέταση των εισαγωγικών ιστορικοφιλολογικών πλαισίων της συγγραφής των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, δεν παραγνωρίζεται ο διπλός χαρακτήρας αυτών των βιβλίων: "Είναι μεν «Γραφή» της Εκκλησίας, έργα δηλαδή που έγραψαν «υπό πνεύματος αγίου φερόμενοι...από Θεού άνθρωποι» (Β' Πέτρ. 1,21), αλλά και ανθρώπινη φιλολογική παραγωγή"[20]. Άρα, η Κ.Δ. είναι ανθρώπινη και θεία, και για τον λόγο αυτό "επιβάλλεται να αποδώσουμε την αρμόζουσα αξία και στις δύο, χωρίς να διαχωρίσουμε, να υποτιμήσουμε ή να υπερτονίσουμε καμμία χωριστά"[21]. Σε καμμία περίπτωση λοιπόν, "ο σκοπός της μελέτης των εισαγωγικών θεμάτων δεν εξαντλείται στα όρια της επιστημονικής ιστορικής γνώσης, αλλ' υπηρετεί τη βαθύτερη θεολογική κατανόηση του θείου λόγου που περιέχεται σ' αυτά και που, παρά το ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις, τις υπερβαίνει και είναι πάντα επίκαιρος. Η Εισαγωγή, με άλλα λόγια, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, διότι για να εισχωρήσει κανείς στο «θησαυρό της πίστεως» πρέπει να περάσει μέσα από το ανθρώπινο «οστράκινο σκεύος» που τον περιβάλλει (Β' Κορ 4,7)"[22].

Ελληνική βιβλιογραφία

Όπως σημειώνει στα 1971 ο Σάββας Αγουρίδης, "καλάς...Εισαγωγάς εις τα βιβλία της Κ.Δ. ευρίσκει κανείς εις την σειράν των υπομνημάτων εις ολόκληρον την Κ.Δ. του κ. Π. Τρεμπέλα καθώς και εις τα σχετικά λήμματα της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας...Εισαγωγήν εις την Κ.Δ. πλήρη και καθ' όλας τας απαιτήσεις της επιστήμης συντεταγμένην εξέδωκεν ο καθηγητής Βασίλειος Ιωαννίδης, εν Αθήναις, 1960"[23].

Οι εν λόγω Εισαγωγές του Παν. Τρεμπέλα δεν αποτελούν ενιαίο έργο, αλλά βρίσκονται κατανεμημένες στις αρχικές σελίδες κάθε βιβλίου της Κ.Δ., στους 8 τόμους των υπομνημάτων του (εκδόσεις "Ο Σωτήρ"): Υπομνήματα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εις το Κατά Μάρκον, εις το Κατά Λουκάν, εις το Κατά Ιωάννην (4 τόμοι), Υπομνήματα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης (3 τόμοι) και Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων (1 τόμος). Συνολικά οι εισαγωγές αυτές καλύπτουν ύλη 280 περίπου σελίδων.

Στα 1983, ο καθ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος προσθέτει: "Στον τόπο μας έχουν γραφεί ελάχιστες «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη. Κλασικές παραμένουν οι δύο σχετικά πρόσφατες Εισαγωγές, του αείμνηστου Β. Ίωαννίδη (1960) και του ομότιμου, τώρα, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Αθήνας Σ. Άγουρίδη (1971). Σ' αυτές τις δύο πολλά οφείλει και η παρούσα εισαγωγή..."[24].

Μεταγενέστερες αυτών είναι η Εισαγωγή του Ιωάννη Παναγόπουλου (Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994) και η δίτομη του καθ. Χρήστου Βούλγαρη (Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α' & Β', Αθήνα 2005) η οποία παρέχει πολλαπλάσιο όγκο πληροφοριών από όλες τις προαναφερόμενες (1.410 πυκνογραμμένες σελίδες) και πραγματεύεται τα θέματα της με κάθε λεπτομέρεια.

Υποσημειώσεις

  1. Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α', Αθήνα 2005, σελ. 27.
  2. Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 30.
  3. Στο ίδιο, σελ. 31.
  4. Ό.π., σελ. 36.
  5. Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 15. Βλ. και εκτενή παρουσίαση των Αποκρύφων στο: Βούλγαρης, Εισαγωγή..., τόμ. Β', σελ. 1157-1182.
  6. Παναγόπουλος, ό.π., σελ. 440-444.
  7. στο ίδιο, σελ. 444-459.
  8. Καραβιδόπουλος, ό.π..
  9. Αγουρίδης, ό.π..
  10. Αγουρίδης Σάββας, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991 (c1971), σελ. 17.
  11. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 18.
  12. Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 28.
  13. Βλ. και Αγουρίδης, Εισαγωγή..., ό.π. / Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 20.
  14. Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 56.
  15. Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 43.
  16. Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 42.
  17. Αγουρίδης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 18.
  18. Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 57.
  19. Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 56.
  20. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 17.
  21. Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 15.
  22. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 18.
  23. Αγουρίδης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 21.
  24. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 21.

Βιβλιογραφία

  • Αγουρίδης Σάββας, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991 (c1971)
  • Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998 (c1983)
  • Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994
  • Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α' & Β', Αθήνα 2005