Ειδωλολατρία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ειδωλολατρεία, σύμφωνα με την επιστήμη της θρησκειολογίας, αποκαλείται η απόδοση λατρείας σε αγάλματα που εικονίζουν Θεούς[1], ενώ κατά το χριστιανισμό ως ειδωλολατρεία κρίνεται η απόδοση λατρείας σε οποιοδήποτε κτιστό αντικείμενο[2], δηλαδή σε οποιοδήποτε αντικείμενο είναι δημιούργημα του ακτίστου και αιωνίου Θεού, όπως μαρτυρείται και από την Παλαιά Διαθήκη.

Ιστορική αναδρομή

Η ειδωλολατρεία στην πρωτόγονη μορφή της αποτελούσε λατρεία των φυσικών φαινομένων, καθώς ο άνθρωπος αδυνατώντας να επικρατήσει των στοιχείων της φύσεως[3], προσπαθούσε με μηχανιστικούς τρόπους να κατευνάσει και να εξευμενίσει τα στοιχεία αυτά. Με την πάροδο των ετών όμως η ειδωλολατρεία έγινε ένα πιο εκλεπτυσμένο φαινόμενο, υιοθετώντας σταδιακά σύμβολα (τοτέμ), τα οποία δηλώνουν τη δύναμη της θεότητας ή την ίδια τη θεότητα[4].

Το φαινόμενο της ειδωλολατρίας έχει τη ρίζα του στο φαινόμενο της παραστάσεως των εικόνων, των ιδεών και των φαινομένων[5]. Η διάκριση όμως του εικονιζόμενου από το πρότυπο, όπως ο Μέγας Βασίλειος μας πληροφορεί για τις εικόνες των χριστιανών, είναι μία ύστερη κατάκτηση, καθώς η ανθρωπότητα αρχικώς δε διεχώριζε το είδωλο, από το φανταστικό πρότυπο. Αντιθέτως τα ταύτιζε[6]. Έτσι το εκάστοτε αντικείμενο δεν εικόνιζε απλώς, αλλά ταυτίζονταν με το Θεό. Τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε σήμερα αρκετά στην γραμματεία που διαθέτουμε, όπως προκύπτουν από Αιγυπτιακά, Ελληνικά[7] και άλλα συγγράμματα.

Η ειδωλολατρεία πέραν τούτων, αναγνωρίζει και φάσεις-στάδια ανάπτυξης. Κατά την παλαιολιθική εποχή, ανακαλύπτουμε εικονικές παραστάσεις θεοτήτων σε σπήλαια, ενώ αργότερα ανακύπτουν οι αγαλματικές μορφές, αρχικώς με ζωώδη εμφάνιση και εν συνεχεία με ανθρώπινη. Η πρώτη θρησκευτική ομάδα, ιστορικώς, η οποία απέρριψε το φαινόμενο αυτό ήταν Εβραίοι. Κατά την περίοδο της εμφάνισης του χριστιανισμού, τόσο ο χριστιανισμός, όσο και ο Εβραϊσμός αντιτέθηκαν στη λατρεία των ειδώλων.

Μορφές και αίτια της ειδωλολατρίας

Στη σύγχρονη εποχή η ειδωλολατρία εμφανίζεται με νέα πρόσωπα, καθώς με την πρόοδο της ζωής οι συνθήκες μεταβλήθηκαν. Αφενός η έλευση του χριστιανισμού που αποειδωλοποίησε την κτιστή πραγματικότητα και αφετέρου τα σύγχρονα ρεύματα, όπως η διάσπαση του ορθού και πρακτικού λόγου του Καντ, του διαφωτισμού και της φυσικής θεολογίας, αλλά και του σύγχρονου αθεϊσμού, η προσκύνηση των ειδώλων με τη μορφή που την περιγράψαμε έπαψε. Τα αρχικά κίνητρα όμως της ειδωλολατρίας παραμένουν ως σήμερα και έτσι αυτή παραμένει μασκαρεμένη και αδιόρατη γύρω από σύγχρονες μορφές. Γι αυτό κατά τους πατέρες της εκκλησίας, ειδωλολάτρης είναι κάθε άνθρωπος ο οποίος δεν λατρεύει τον αληθινό Θεό. Έτσι είναι δυνατόν οι άνθρωποι σήμερα να κρύβονται πίσω από ιδεολογίες, που αντικαθιστούν την παλαιά χοντροκομμένη ειδωλολατρία, τη στιγμή που η ίδια είναι ικανή να ακουμπήσει ακόμα και το σώμα των πιστών τη αληθινής εκκλησίας, καθώς όταν οι άνθρωποι δεν έχουν ξεπεράσει την προσκόλλησή τους με τα ανθρώπινα και περατά υποκείμενα, χάνουν την ελευθερία τους, τελικώς διαστρέφοντας το κατ'εικόνα του αληθινού Τριαδικού Θεού.

Ο Μάξιμος Ομολογητής εν προκειμένω μας αναφέρει πως αν ο άνθρωπος, χάσει το Θεό, χάσει δηλαδή τη σχέση με τη θεία Χάρη, τότε αναπότρεπτα οδηγείται στη ειδωλολατρία, καθώς πλέον οδηγείται στη λατρεία της κτίσης ή κάποιας άλλης υλικής ή πνευματικής δύναμης[8]. Κατά την ερμηνεία του Νίκου Ματσούκα στο έργο του Μάξιμου, η ειδωλολατρία δεν είναι μόνο η ταύτιση της θεότητας ή μίας θεότητας με μία φυσική περιοχή, αλλά η απώλεια της θεότητας και η προσκόλληση σε οποιαδήποτε κτιστή εξάρτηση[9]. Ο Θεός έτσι γίνεται κάτι το φυσικό, το αντικειμενικό, το ατομικό. Αλλά και ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος αποτελεί τον πατέρα της εκκλησίας που ασχολήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο με το ζήτημα αυτό, οι αιρετικοί αρειανοί επίσης εμπίπτουν στο στάδιο της ειδωλολατρίας. Η θέληση αυτών είναι πράγματι μια προσπάθεια εύρεσης της αλήθειας, η οποία όμως βρίσκεται εκτός της θείας χάριτος, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην πλάνη, απομειώνοτας το απολυτρωτικό έργο της θείας οικονομίας και υποβιβάζοντας τη σωτηρία σε ένα δημιούργημα γεννητών-κτιστών πραγμάτων[10].

Τα αίτια της ειδωλολατρίας μας τα περιγράφει, επίσης με λαγαρό τρόπο, ο Μέγας Αθανάσιος. Το είδωλο δεν είναι αυτό που προέχει και εν συνεχεία διαβρώνει την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά η ανθρώπινη ύπαρξη διαμένοντας για πολύ καιρό μακριά της χάριτος και εμμένοντας στην κακία επινοεί τα είδωλα[11]. Τα είδωλα άλλωστε δεν προκαλούν το κακό ή δεν προσβάλλουν τον Θεό, καθότι είναι ανύπαρκτα. Το κακό είναι αυτό που επινοεί τα είδωλα και ως εκ τούτου η ειδωλολατρία αποτελεί βαριά ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος δηλαδή επινοεί τα είδωλα, εξ αιτίας της παραμονής του σε μια φαντασματική και εκμηδενιστική κατάσταση, όπου ενώπιον της, έχει ανάγκη από στηρίγματα και παρηγοριά[12]. Ο άνθρωπος τελικά υπό την επήρεια των μηδενιστικών και φθοροποιών δαιμονικών δυνάμεων τείνει προς τον αφανισμό της προσωπικής ελευθερίας.

Τα ερεθίσματα που οδηγούν τον άνθρωπο στη ειδωλολατρία προκύπτουν μέσα από την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου. Ο εξωτερικός φυσικός κόσμος από τη μία είναι εχθρικός και κλειστός και προβάλει διαρκώς απειλές στην σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας, με αποτέλεσμα η προσκύνηση των ειδώλων, αφανής ή εμφανής, ορατή ή αδιόρατη, να μην είναι τίποτε περισσότερο από μια απεγνωσμένη προσπάθεια εξευμενίσεως των εξωτερικών δυνάμεων και απειλών, συνάμα δε και προσπάθεια ευόδωσης των πρακτικών σκοπών της ζωής[13]. Στην εσωτερική και προσωπική σφαίρα, αποτελεί τη συσπείρωση στο Εγώ, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην απομάκρυνση από την κατά φύση κοινωνική ζωή. Ο άνθρωπος τελικά ενώπιον του φόβου του αφανισμού, στην εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα αναπτύσσει την ειδωλολατρία, πολλές φορές δίχως ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται. Γι αυτό και ο σημερινός άνθρωπος, ταυτίζεται άλλοτε με ιδεολογίες και άλλοτε θεοποιεί το Εγώ, ως μοναδική λύση κάθε είδους απειλών. Εξου και η σύγχρονη ειδωλολατρία έχει την πλέον εκλεπτυσμένη μορφή, αφού αφενός η θρησκεία των ιδεολογιών αποτελεί το αδιόρατο είδωλο εκατομμυρίων ανθρώπων, αφετέρου αναμφισβήτητα ο άνθρωπος σήμερα πιο πολύ από ποτέ, έχει αποθεώσει τον εαυτό του και τις δυνατότητες του. Έπαυσε δηλαδή να λατρεύει τα είδωλα ή να εκμαιεύει μέσω μαγικών ενεργειών τη θεία εύνοια, αλλά υπέκυψε στη δουλεία του Εγώ και των κτιστών δημιουργημάτων της ανθρώπινης διανόησης.

Η ειδωλολατρία αυτή εμφανίζεται και στο εκκλησιαστικό σώμα, εκεί όπου αναπτύσσεται η εχθρότητα, ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία ως μόνος τρόπος υπερασπίσεως των θρησκευτικών αληθειών. Η θείας χάρις όμως, οι ζωοποιητικές άκτιστες θείες ενέργειες δια μέσου του κοινωνικού σώματος της εκκλησίας και των μυστηρίων της, αποτελούν την υπέρβαση της ειδωλολατρίας και την ένωση με το Τριαδικό Θεό.

Ειδωλολατρία και εικόνες

Υποσημειώσεις

  1. ΘΗΕ, τ. 5, σελ. 359-360
  2. Ν. Ματσούκας, Θεολογία, Κτισιολογία...Αθανάσιο, σελ. 129
  3. Ν. Ματσούκας, Άνθρωπος....Ομολογητή, σελ. 195
  4. ΘΗΕ, ο.π.
  5. ο.π.
  6. ΘΗΕ, ο.π.
  7. Φερ ειπείν ο Αριστοτέλης μας αναφέρει στο Πολιτικά του (1253Β 35)για αγάλματα Θεών με κίνηση και νόηση
  8. Ν. Ματσούκας, Άνθρωπος...Ομολογητή, σελ. 194
  9. ο.π., σελ. 195
  10. Ν. Ματσούκας, Θεολογία...Αθανάσιο, σελ. 40
  11. Μ. Αθανάσιου, Κατά Ελλήνων 7, PG 26, 16C & Περί ενανθρωπήσεως Λόγος 1 PG 25, 96D-97A
  12. Μ. Αθανάσιος, Περί ενανθρωπήσεως Λόγου 11
  13. Ν. Ματσούκας, θεολογία...Αθανάσιο, σελ. 130

Βιβλιογραφία

  • Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ε', Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
  • Νίκου Ματσούκα, "Θεολογία, Κτισιολογία, Εκκλησιολογία κατά το Μέγα Αθανάσιο", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Νίκου Ματσούκα,. "Κόσμος, Άνθρωπος, Κοινωνία κατά το Μάξιμο Ομολογητή", Γρηγόρης, Αθήνα 1980.