Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Αλλαγές

Ιεροσύνη

19.152 bytes προστέθηκαν, 18:58, 13 Δεκεμβρίου 2010
μ
Οι γυναίκες
{{Λειτουργική}}Η '''ιερωσύνη''' είναι το [[Ιερά Μυστήρια|μυστήριο]] της εκκλησίας το οποίο παρέχει την ''"εξουσιαστική χαρισματική δύναμη εξουσία που κατευθύνει ή συντονίζει όλες τις υπόλοιπες χαρισματικές εκδηλώσεις"'' της Εκκλησίας και θέτοντας ''"σε λειτουργική έκφραση όλα τα άλλα μυστήρια"'', ''"συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα σελίδες 489-490.</ref>. Η Αυτή η χαρισματική εξουσία μεταβιβάζεται μέσω της αδιάκοπης [[Αποστολική διαδοχή|Αποστολικής διαδοχής]] και καθιστά τους [[Επίσκοπος|επισκόπους]] ή τους [[Πρεσβύτερος|πρεσβυτέρους]] τα ''"απαραίτητα όργανα"'' διά των οποίων ''"ο μέγας αρχιερεύς Ιησούς Χριστός επιτελεί"'' τα [[Ιερά Μυστήρια]]<ref>"Μυστήριον", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'', τόμ. 9, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 236.</ref>. Έτσι, η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]] και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό<ref>Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «''Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς''»</ref><ref>Εβραίους 8, 6. 9, 15: «''και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...''»</ref>. Δηλαδή Ουσιαστικά αποτελεί ουσιαστικά το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη διαχωρίζεται στη γενική τελικά είναι το χάρισμα που δίνει ο Κύριος μέσω της ζωοποιητικής του θυσίας και ειδική ιεροσύνη και αποτελεί χαρισματική εξουσία η οποία ενεργοποιείται μέσα στο σώμα ανάστασης σε όλα τα μέλη της εκκλησίας<ref>Νικόλαος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 491</ref>ενώ ως καρπός του σώματος προκύπτουν μέλη τα οποία μέσω ειδικού πλέον χαρίσματος οδηγούνται στη λεγόμενη ειδική ιεροσύνη
==Θεολογία==
===Γενική ιεροσύνη===
Το σώμα της εκκλησίας κατευθύνεται και συντονίζεται από μία κεντρική και χαρισματική εξουσία. Η κεντρική αυτή εξουσία είναι το μυστήριο της ιεροσύνης<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, 489</ref>. Αυτή η χαρισματική εξουσία , που στην εκκλησία πλέον δε νοείται όμως ως μεσιτική εξουσία, όπως αυτή ήταν κατά την [[Παλαιά Διαθήκη]]<ref>Εβραίους 7, 1-28</ref>, αφού πηγή του εξουσιαστικού αυτού σώματος είναι ο Κύριος ημών [[Ιησούς Χριστός]]. Στη βάση λοιπόν του μυστηρίου αυτού ''"είναι το μυστήριο της θυσίας και της ανάστασης της φθαρτής φύσης των λογικών πλασμάτων και ολόκληρης της κτίσης"''<ref>Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490</ref>. Η εξουσιαστική αυτή δύναμη είναι η κινητήριος δύναμη του εκκλησιαστικού σώματος η οποία θέτει σε κίνηση όλα τα υπόλοιπα μυστήρια, που είναι απαραίτητα για την αναγέννηση και προκοπή του όλου σώματος. Εξού και με την ιεροσύνη του Χριστού ''"μετέχουν τα μέλη του σώματος σε όλα τα αγαθά της θείας δόξας, στην αλήθεια και την αγαθότητα. Γι αυτό ακριβώς η ιερωσύνη δεν είναι μεσιτική λειτουργία, αλλά εγκέφαλος και συντονιστικό κέντρο των άλλων λειτουργιών"''<ref>Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490</ref>. Έτσι τελικά αποβαίνει το χάρισμα της κυβέρνησης του εκκλησιαστικού σώματος, χωρίς όμως αυτό να μπορεί ποτέ να νοηθεί κατά τα σχολαστικά πρότυπα ως ιερατική κάστα ή ως κληρονομική εξουσία<ref>Σε άλλα ιερατικά συστήματα</ref>. Γι αυτό και όλα τα μέλη της εκκλησίας κατ αρχήν μετέχουν σε αυτή την εξουσία και τη δύναμη του Χριστού, ως ''βασίλειον ιεράτευμα''<ref>Α΄ Πέτρου 2, 5 και 9«''ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς·''»</ref>. Έτσι αντιλαμβανόμαστε πλέον Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως σκοπός της χαρισματικής εξουσίας αυτής είναι η ενοποίηση των μελών με το Θεό, η οποία συγκροτείται σε ένα διακλαδιζόμενο σώμα, το οποίο περιέχει την ειδική ιεροσύνη, που αποτελεί ειδική κλίση και χάρισμα.
===Ειδική ιεροσύνη===
Η ειδική ιεροσύνη των τριών βαθμών του [[Διάκονος|διακόνου]], του [[Πρεσβύτερος|πρεσβυτέρου]] και του [[Επίσκοπος|επισκόπου]] είναι η χαρισματική λειτουργία που κάνει δυνατή την αύξηση του σώματος της εκκλησίας<ref>Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 491</ref>. Είναι ουσιαστικά το μυστήριο το οποίο καθιστά ικανό ένα μέλος της εκκλησίας να επιτελεί τις ''"αναγκαίες λειτουργίες με τις οποίες πραγματοποιείται και καρποφορεί μεταξύ των ανθρώπων το σωτηριώδες έργο του Ιησού Χριστού"''<ref>Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 55</ref>. Η λειτουργία τους όμως δε νοείται κυριαρχικά ή μεσιτικά, αφού τόσο το χάρισμα αυτό νοείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας, όσο και λειτουργεί ως χαρισματικός καρπός του σώματος<ref>ενθ.αν.</ref>. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε δε νοούνται μυστήρια δίχως την παρουσία του λαού. Πρόκειται ουσιαστικά ''"για μια μετοχή του λαού στην ιερωσύνη του Χριστού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, το οποίο είναι αναντικατάστατο μέσα στη λειτουργική ποικιλία των χαρισμάτων"''<ref>Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 492</ref>. Η ορθόδοξη εκκλησία θα λέγαμε ότι με αυτή τη θεώρηση διασώζει τον αληθινό, αταξικό και μη ειδωλολατρικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το ιερατείο αυτονομείται, με αποτέλεσμα ο λαός να χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ στον προτεσταντισμό παραμένει ο γενικός ρόλος της ιεροσύνης, απορρίπτοντας το ρόλο της ειδικής. Έτσι στην εκκλησία ''"υπάρχει χαρισματική κοινωνία και όχι κυριαρχική τάξη μέσα σε μία νομικά συγκροτημένη κοινωνία, όπου ο ανώτερος καταπιέζει για οποιοδήποτε λόγο τον κατώτερο. Σ Σε ένα σώμα δε νοείται καμία κυριαρχική καταπίεση ενός μέλους στο άλλο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση αν συμβεί κάτι τέτοιο υπάρχει αλάθητο σύμπτωμα της αρρώστιας του σώματος"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος Κοινωνία Άνθρωπος κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόρης, Αθήνα 1980, σελ. 237</ref>. ==Η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού== Κατά τον συντάκτη της [[Προς Εβραίους]] επιστολή ο [[Ιησούς Χριστός]] ''"δια το μένειν εις το αιώνα, απαράβατον έχει την ιεροσύνην"''<ref>Εβραίους 7, 24</ref>, συνάμα όμως είναι ''"μεσίτου θεού και ανθρώπου"''<ref>Α΄ Τιμόθεον 2, 5</ref> και ''"διαθήκης καινής μεσίτου"''<ref>Εβραίους 8, 6</ref>. Έτσι τελικά η ιεροσύνη της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]] αποβαίνει η προετοιμασία της ιεροσύνης του Χριστού. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αποσαφηνιστεί η πατερική διδασκαλία. Ο Ιησούς ως σαρκωμένος Λόγος δεν είναι μόνο ο άσαρκος Λόγος της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]], αλλά και η ανακεφαλαίωση και ενοποίηση της ιστορίας του περιούσιου λαού, όπου κυριαρχούσαν τρεις εξουσίες. Η βασιλική, η ιερατική και η προφητική. Το χρίσμα σε κάθε μια από αυτές τις τάξεις έδινε το δικαίωμα για διακυβέρνηση και καθοδήγηση του λαού. Τα τρία αυτά αξιώματα δεν συνυπήρχαν πάντοτε, ενώ πολλές φορές βρίσκονταν και σε αντιμαχόμενες πλευρές. Στο πρόσωπο όμως του Χριστού πλέον αυτές οι τρεις εξουσίες συνενώνονται. Η εκκλησία πλέον ως σώμα και κοινωνία των λογικών και νοερών όντων και ως βασίλειο ιεράτευμα δε μπορεί να νοείται δίχως αυτές τις τρεις εξουσίες. Οι εξουσίες αυτές είναι: ''"η βασιλική εξουσία [που] είναι η δύναμη που πραγματώνει το ίδιο το έργο της δημιουργίας, η προφητική [που] είναι η δύναμη του λόγου που κάνει τη διαφορότητα και την ποικιλία των κτιστών όντων μέσα σε ένα κυριαρχικό σώμα...Η ιερατική εξουσία [που] είναι η δύναμη που συνέχει τα λογικά όντα με το Θεό, ώστε να αναφέρονται προς αυτόν και να ευδοκιμούν στην τελειωτική τους πορεία"''<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική..., σελ. 300</ref>. Έτσι λοιπόν ως βασιλέας συνέτριψε τις δαιμονικές δυνάμεις και έθεσε τα θεμέλια του οικοδομήματος της εκκλησίας, θριαμβεύοντας επί του θανάτου με την ένδοξή του Ανάσταση. Ως προφήτης με το λόγο, διόρθωσε τη φύση των αμαρτωλών οδηγώντας στην κάθαρση και την ανανέωση μέσω της φανέρωσης της αλήθειας και τέλος ως αρχιερέας και μοναδικός μεσίτης της κτίσης και του θεού, προσφέροντας θυσία τον ίδιο του τον εαυτό. Τα τρία αυτά αξιώματα συνυπάρχουν στο πρόσωπο του Χριστού και κανένα δεν αυτονομείται από το άλλο<ref>ενθ.αν.</ref>. Επιπρόσθετα τα αξιώματα αυτά πλέον ο Κύριος τα μεταβιβάζει και τα εντάσσει στην εκκλησία. Εξού και ο θείος Παύλος στην προς Εβραίους επεξηγώντας το αρχιερατικό έργο του Θεού ''"κάνει λόγο για την κατάργησή της με την εμφάνιση και τη λειτουργία της ιεροσύνης του Χριστού"''. Τελικά τα τρία αυτά αξιώματα είναι ο πληρωμένος τύπος της ιστορίας του περιούσιου λαού, η αναζήτηση της σωτηρίας και της ορθής σχέσης με το [[Θεός|Θεό]]. Έτσι πλέον η εκκλησία, είναι ο νέος Ισραήλ που ως στόχο έχει μια εξελικτική πορεία, μία εσχατολογική τελείωση προς την πορεία του θελήματος της θείας οικονομίας<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική..., σελ. 308</ref>.
==Οι βαθμοί της ιεροσύνης==
===Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης μέσα στην Καινή Διαθήκη===
Μέσα από την [[Καινή Διαθήκη|Καινοδιαθηκική]] γραμματεία είναι εμφανές πως ο λαός του Θεού πλέον καλείται ''"έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα"''<ref>Α΄ Πέτρου 2, 9«''ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς·''»</ref> καθώς και ''"ιερείς του Θεού και του Χριστού"''<ref>Αποκάλυψη Κ΄κ΄, 6«''μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ χίλια ἔτη.''»</ref>. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται πως οι [[Απόστολοι]] δια επιθέσεως των χειρών τους τελούσαν το μυστήριο της χειροτονίας, δημιουργώντας ένα ιερατικό σώμα προς διακονία και επιτέλεση των μυστηρίων. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Στις [[Πράξεις των Αποστόλων]] περιέχονται οι ονομασίες όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, με τους δύο όμως τελευταίους να συγχέονται και να μη διαχωρίζονται, αφού ακόμα ο θεσμός του επισκόπου δεν είχε λάβει την ύστερη έννοιά του. Έτσι παρατηρείται εξ αρχής, όταν οι Απόστολοι ήταν εν ζωή, πως υπήρχε ένα σώμα ακολούθων διακρινόμενο σε δύο τάξεις. Αυτό του πρεσβυτέρου-επισκόπου καθώς και του διακόνου.
Για το θεσμό του [[Διάκονος|διακόνου]] μας παρέχονται αρκετές αποδείξεις στις [[Πράξεις των Αποστόλων]], όταν επτά διάκονοι εξελέγησαν ενώπιον των [[Απόστολοι|αποστόλων]]. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή οι χείρες αυτών επετέθησαν επι επί την κεφαλή τους, μετά από προσευχή<ref>Πράξεις των Αποστόλων 6, 6«''οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.''»</ref>. Το αξίωμα του πρεσβυτέρου επίσης αναφέρεται στις πράξειςΠράξεις, οι οποίοι το οποίο σαφώς και δεν είναι αναφέρεται σε ηλικιακά πρεσβύτεροιπρεσβυτέρους, αλλά έφεραν σε φέροντες εκκλησιαστικό αξίωμα<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 294</ref>. Χαρακτηριστική είναι επίσης η περιγραφή των Πράξεων κατά την οποία Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε ακόμα, πως οι [[Απόστολος Παύλος|Παύλος]] και [[Απόστολος Βαρνάβας|Βαρνάβας]], κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στα ''Λύστρα'', το ''Ικόνιο'' και την ''Αντιόχεια'' χειροτόνησαν ''"κατ'εκκλησίαν πρεσβυτέρους"''<ref>Πράξεις 14, 23«''χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι''»</ref>.
Το επισκοπικό αξίωμα δεν είχε την έννοια ακόμα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, καθότι υπήρχαν οι [[Απόστολοι]]<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295</ref>. Ο θεσμός του επισκόπου θα διακριθεί, από την εποχή που άρχισαν να εκλείπουν οι Απόστολοι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του [[Ιγνάτιος ο Θεοφόρος|Ιγνατίου του Θεοφόρου]]<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν. 290</ref>. Μέσα στην [[Καινή Διαθήκη]] οι πρεσβύτεροι, όπως παρατηρούμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, καλούνται και επίσκοποι. Χαρακτηριστικές Σημαντικές είναι αναφορές γίνονται για προς τους Εφεσίους και Φιλιππησίους πρεσβυτέρους<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295</ref>. Στην περίπτωση μάλιστα των Φιλιππησίων, ανακαλεί μόνο δύο θεσμούς, αυτόν του επισκόπου και του διακόνου.
Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να τονιστεί με έμφαση πως πέραν των προ λεγομένων προλεγομένων θεσμών, υπήρξε και ακόμα ένας εκκλησιαστικός θεσμός ο οποίος αποκλήθηκε [[Τάξη των Προφητών]]. Είναι φανερό μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία, πως οι ιδιαίτεροι συνεργάτες των Αποστόλων, όπως ο [[Τίτος]] και ο [[Τιμόθεος]] είχαν μείζονα εξουσία σε σχέση με τον τοπικό κλήρο. Δε διαφαίνεται να κατέχουν Αποστολική δικαιοδοσία, αλλά δικαιούντο να εγκαθιστούν πρεσβυτέρους κατά πόλεις, να χειροτονούν<ref>Ά κορινθίους Κορινθίους 12,28-31</ref> και να εκπροσωπούν του αποστόλους<ref>Πράξεις 15,22,32«''32 ᾿Ιούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν. 33 ποιήσαντες δὲ χρόνον ἀπελύθησαν μετ᾿ εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους. 34 ἔδοξε δὲ τῷ Σίλᾳ ἐπιμεῖναι αὐτοῦ.''»</ref>. Διαφαίνεται εξ αυτού του λόγου, πως ενώ ο Απόστολος Παύλος ήταν ήδη εν ζωή, είχε δημιουργηθεί η τρίτη τάξη ιεροσύνης<ref>Π> . Τρεμπέλας, ενθ.αν., 295</ref>.
Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με την πατερική γραμματεία ο όρος ιερέας (secredos) για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Τερτυλλιανό<ref>Epist. 58 M. L. 3, 1005</ref>, δανειζόμενος από τον οικείο ειδωλολατρικό χώρο<ref>Παναγιώτης Τρεμπέλας, Δογματική Γ΄, σελίδα 289</ref>. Στην ανατολή ο όρος ιερέας διδόταν μόνο στον επίσκοπο κατά τους πρώτους αιώνες, αλλά μετά τον τέταρτο επικράτησε για όλες τις βαθμίδες, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος να αποκαλείται αρχιερέας<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν.</ref>.
===Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη===
Μαρτυρίες περί : Βλέπε κύριο άρθρο ''"[[Επίσκοπος]]"'' Επεξηγώντας το έργο προς τους [[Απόστολοι|Αποστόλους]], ο [[Ιησούς Χριστός]] αναφέρει: : ''"καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς... λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται...αλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν."''<ref>Ιωάννην 20, 21-23, 15, 16</ref>,  ενώ προσευχόμενος:  :''"καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον. καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ"''<ref>Ιωάννην 17, 18-19</ref>.  Είναι λοιπόν φανερό πως μαζί με την αποστολή στους μαθητές του, ο ίδιος ο Κύριος μετέδωσε και τα χαρίσματά του<ref>Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των βαθμών της ιεροσύνης διασώζονται σε πηγές των αμέσως επομένων αποστολικών ετώνπρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 55</ref>. Χαρακτηριστική Τα χαρίσματα αυτά είναι το προφητικό χάρισμα, δηλαδή η επιστολή του εξουσία οι Απόστολοι να κηρύττουν το ευαγγέλιο, το αρχιερατικό χάρισμα, δηλαδή η εξουσία να τελούν [[Κλήμης ΡώμηςΙερά Μυστήρια|Κλήμεντα Ρώμηςμυστήρια]] περί , καθώς και το 100βασιλικό, για ήτοι η εξουσία να ποιμαίνουν την ένταση στην εκκλησία της Κορίνθου<ref>ο.π.</ref>. Μάλιστα ο ίδιος ο Κύριος αναφέρει πως: : ''"῾Ο ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με"''<ref>Λουκάν 10, η 16</ref>.  Ο [[Διδαχή των ΑποστόλωνΚλήμης Ρώμης]] υπομνηματίζει δεικνύοντας συνάμα και την εκκλησιαστική συνείδηση της εποχής πως ''"οι απόστολοι ημίν ευηγγελίσθησαν από Ιησού Χριστού, Ιησούς Χριστός από του Θεού και ειδικώς οι επιστολές Απόστολοι από του Χριστού εγένετο ουν αμφότερα εκτάκτως εκ θελήματι Θεού"''<ref>Κλήμης Ρώμης, Α΄ Κορινθίους 42, 1-2. PG 1, 292A</ref>. Οι Απόστολοι με τη σειρά τους εξέλεξαν νέα στελέχη της εκκλησίας, όπως τον Τίτο και τον Τιμόθεο, όπου δια επιθέσεως των χειρών τους μετέδωσαν [[Ιγνάτιος ο ΘεοφόροςΆγιο Πνεύμα|Αγίου ΙγνατίουΠνεύμα Άγιο]]. Και πάλι εδώ ο Κλήμης Ρώμης μας αναφέρει πως οι Απόστολοι : ''"όπως εάν κοιμηθώσι διαδέξονται έτεροι διακεκριμένοι άνδρες την λειτουργίαν αυτών"''<ref>Κλήμης Ρώμης, μέσω των οποίων διασώζεται και η μετάβαση της εξουσίας στον εκκλησιαστικό θεσμό του επισκόπουΑ΄ Κορινθίους 44, συνταχθείσες το αργότερο μέχρι το 1202</ref>. Χαρακτηριστική αναφορά  Χαρακτηριστικό όμως είναι και εν προκειμένω γίνεται στην ενότητα του σώματος στον επίσκοποπως η χάρη αυτή δίδεται από το Θεό, δια μέσου της ευχαριστιακής συνάξεως. Ο μεγάλος απολογητής καθώς όπως ο [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|ΙουστίνοςΑπόστολος Παύλος]]λέγει: : ''"προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, κάνει αναφορές επανειλημμένως περί ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος."''<ref>Πράξεις 20, 28</ref>. Εκ των ανωτέρω γίνεται φανερό ''"του προεστώτως ότι η ιερωσύνη έχει την αρχή της από το Θεό όπως και η εκκλησία και συνυπάρχει μαζί της...ο ισχυρισμός των αδελφώνπροτεσταντικών εκκλησιών και ομολογιών ότι οι Απόστολοι είχαν και μετέδιδαν ιερωσύνη χωρίς μυστήριο, η δε επίθεση ήταν απλώς μία τελετή διορισμού σε κάποιο εκκλησιαστικό υπούργημα έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές ανωτέρω"''<ref>ΙουστίνουΔημητρίου Βάκαρου, Α΄ ΑπολογΗ ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 57</ref>. 65 Από τις αρχές του δευτέρου αιώνα ο όρος [[επίσκοπος]] ταυτίστηκε προς τον φορέα της αποστολικής διαδοχής σε κάθε τοπική εκκλησία<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία, 3 και 67Τόμος Α΄, 4 σελ. 101</ref>. Ύστερες μαρτυρίες είναι οι Ο όρος αυτός διαφαίνεται σαφώς μέσα από τις επιστολές του [[Κλήμης ΑλεξανδρείαςΙγνάτιος ο Θεοφόρος|Ιγνατίου]], αφού ο ίδιος αποκαλεί επισκόπους τόσο τον [[Ονήσιμος Εφέσου|Κλήμεντος ΑλεξανδρείαςΟνήσιμο Εφέσου]] , όσο και του τον [[ΩριγένηςΠολύκαρπος Σμύρνης|ΩριγένουςΠολύκαρπο]] οι οποίοι ρητώς κατονομάζουν τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης<ref>Κλήμης ΑλεξανδρείαςΙγνατίου, προς Εφεσίους 1, Παιδαγωγός 3 Μ 8</ref>. Ο δε Πολύκαρπος στην ''Προς Φιλιππησίους'' αποκαλείται ''"Πολύκαρπος και οι συν αυτώ πρεσβύτεροι"'', 677κάτι που δείχνει την μετάλλαξη του όρου που είχε αρχίσει να συντελείται. Στρωματείς Γ΄Έτσι η εξέλιξη του όρου, πριν το 120 όπου τοποθετείται το αργότερο ο θάνατος του Ιγνατίου, διαφαίνεται ήδη συντελεσμένη<ref>Βλάσιος Φειδάς, 12 Μ 8ενθ.αν., 1180σελ. 103</ref>. Από Έτσι ''"η χειροτονία από τον προφήτη ή απόστολο των διαδόχων της εξουσίας του σε κάθε τοπική εκκλησία της περιοχής ευνόησε την αμεσότερη και ευρύτερη σύνδεση του νέου θεσμικού στοιχείου του ιερατείου της τοπικής εκκλησίας με το όνομα και τη λειτουργία της επισκοπής...αφαίρεσαν δε τον τρίτο αιώνα τίτλο από τους πρεσβυτέρους"''<ref>ο.π.</ref>. Γι αυτό και ''"δεν είναι ορθές οι ακραίες παραδοχές της προτεσταντικής έρευνας, οι οποίες πηγάζουν από την κάθετη διάκριση του τοπικού ιερατείου από την οικουμενική τάξη των χαρισματούχων κατά την αποστολική εποχή...Οι προφήτες υπήρξαν άμεσοι διάδοχοι των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής...εφοδιασμένοι δια αποστολικής χειροτονίας...μετά το θάνατο τους συνέχισαν το αποστολικό έργο... η εξαρτημένη από τους προφήτες τοπική αυθεντία της επισκοπής...αφαιρέθηκε από τους επισκόπους του μόνιμου ιερατείου και ύστερα έχουμε πλειάδα αναφορών απορροφήθηκε από τους προφήτες ή και λόγων περί ιεροσύνηςαπό τους κατά τόπους χειροτονηθέντες διαδόχους της αυθεντίας επισκόπους"''<ref>Βλάσιος Φειδάς, ενθ.αν., σελ.109-112</ref>.
===Οι βαθμοί της ιεροσύνης===
Στο σημερινό εκκλησιαστικό σύστημα οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις. Ο βαθμός του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Η εκκλησία όμως από νωρίς δημιούργησε και θεσμούς κατωτέρου κλήρου ''"δια χειροθεσίας απλής έξω του βήματος ευλογούμενος και μη κοινωνών του μυστηρίου της ιερωσύνης"''<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291</ref>. Στον κατώτερο κλήρο ανήκαν τα αξιώματα του υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτη, ωδού, κηροφόρου, δεσποτάτου ή πυλωρού. Στη δυτική εκκλησία επιπρόσθετα υπήρχαν και θεσμοί του εξορκιστή και του ακολούθου<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291</ref>. Στη σημερινή πράξη της εκκλησίας ισχύουν ακόμα οι θεσμοί του υποδιακόνου, του αναγνώστου και του ψάλτη.
Οι ορθόδοξοι ιερείς χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Το λευκό ή έγγαμο κλήρο, καθώς και το μαύρο ή άγαμο<ref>Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460</ref>. Τις εξουσίες κάθε βαθμού ρητώς και σαφώς αναφέρουν οι [[Αποστολικές Διαταγές]]. Σύμφωνα με το κείμενο ο διάκονος απαγορεύεται να να τελεί το μυστήριο του βαπτίσματος ή να δίδει ευλογία ή να χειροτονεί. Ο πρεσβύτερος χειροθετεί, αλλά δεν μπορεί να χειροτονήσει<ref>Αποστολικές διαταγές Η, 4, 3-4</ref>, δεν δύναται να καθαιρέσει ή να αφορίζει. Το πρεσβυτέριο είναι φανερό μέσα από την πατερική παράδοση πως ουδέποτε παρενέβαινε στη διαδικασία της χειροτονίας<ref>Κυπριανός epist. 67, 5</ref><ref>Μ. Αθανασίου, Απολ. κατά Αρειανών 12, Μ. 25, 269</ref>.
Ο επίσκοπος χειροτονεί, χειροθετεί, ευλογεί, δύναται να καθαιρέσει κληρικό, πλην επισκόπου σύμφωνα με το κείμενο των αποστολικών διαταγών. Είναι ουσιαστικά ο μόνος αρμόδιος για την τέλεση του ''"μυστηρίου της ιεροσύνης"''. Όπως διαφαίνεται μέσα από την επιστολή προς Τιμόθεο<ref>Τιμόθ. 1, 6</ref>, ο Τιμόθεος κατεστάθη ανώτερος λειτουργός της εκκλησίας, καθιστώντας κατά πόλη πρεσβυτέρους ή επισκόπους (με την καινοδιαθηκική έννοια). Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μαθητής των Αποστόλων Τίτος<ref>Τίτον 1, 5</ref>. Οι μαθητές αυτοί λοιπόν όπως προλέχθη, καθίσταντο ήδη εν ζωή η τρίτη βαθμίδα ιεροσύνης και εν συνεχεία, όπως διαβλέπουμε στις επιστολές Ιγνάτιου, παρέδωσαν τις αρμοδιότητές τους στο σώμα των επισκόπων το οποίο πλέον διαχωρίστηκε από την έννοια του πρεσβυτερίου. Ο επίσκοπος από τον 6ο ή 7ο αιώνα πρέπει να είναι άγαμος, ενώ τουλάχιστον από το 14ο έπρεπε να είναι και μοναχός<ref>Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 461</ref>.
Στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] οι γυναίκες λαμβάνουν βαθμό ιερωσύνης. Αυτός ο βαθμός είναι ο βαθμός της διακόνισσας, που αντιστοιχεί σε αυτό του διακόνου<ref>Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 462</ref>. Οι γυναίκες μάλιστα χειροτονούνταν εντός του [[Ιερό Βήμα|βήματος]], όπως ακριβώς ο διάκονος και μάλιστα στην παράδοση της εκκλησίας έφεραν και [[οράριο]]. Δε λάμβαναν δηλαδή απλώς χειροθεσία, αλλά χειροτονία<ref>Π. Τρεμπέλα, ενθ.αν., σελ. </ref>. Έτσι και οι γυναίκες φαίνεται πως είχαν λειτουργικό ρόλο στην εκκλησία, πιθανώς όπως και κάθε άνδρας διάκονος. Βοηθούσαν ιδιαίτερα στο βάπτισμα των γυναικών και εκτελούσαν ποιμαντικό έργο ανάμεσα στις γυναίκες της κοινότητας. Δεν υπάρχουν όμως επαρκείς πληροφορίες για το αν διαδραμάτιζαν ρόλο στη διεξαγωγή της λειτουργίας<ref>Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., 462</ref>. Η τάξη των διακονισσών δεν καταργήθηκε ποτέ από την εκκλησία αλλά από τον 6ο με 7ο αιώνα ο θεσμός σταδιακά πέρασε σε αχρησία, ώσπου εξαφανίστηκε κατά τον 12ο<ref>ο.π.</ref>.
Σε ότι αφορά την ιεροσύνη των γυναικών και τη σύγχρονη προβληματική. Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ιεροσύνη έγινε ''"ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Οικουμενική θεολογία, σελ. 275</ref>. Κατά βάση σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε τις αρχικές πιθανές επιφυλάξεις των ανθρώπων της εποχής κυρίως για τον παραλληλισμό με τις αντίστοιχες ιέρειες των μυστηριακών θρησκειών<ref>ο.π.</ref>. Στην εκκλησία λοιπόν είναι αναμφισβήτητη η ισοτιμία των μελών<ref>Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Γένεσ., ομιλία 17, 8. PG 53, 144: «''Εγώ μεν εξ αρχής ομότιμον σε εδημιούργησα, και της αυτής αξίας εν άπασιν αυτώ, κοινωνείν ηβουλήθην, και ώσπερ τω ανδρί, ούτω και σοι την κατά πάντων αρχήν ενεχείρησα''»</ref>, όπως συμβαίνει σε ένα κατά φύση σώμα, όμως ''"η χορήγηση των χαρισμάτων από τον τελετάρχη ιερέα Χριστό πραγματοποιείται σύμφωνα με τη ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα κάθε μέλους, ενώ ισοτιμία και ισότητα παραμένουν αμετακίνητες"''<ref>ο.π., 278</ref>. Έτσι λοιπόν η εκκλησία χωρίς να θεσπίσει κάποιο δόγμα απέκλεισε τη γυναίκα από το αξίωμα αυτό, δηλαδή του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Αυτό δε συνέβη όμως διότι ο Χριστός κάλεσε άνδρες αποστόλους, αφού είναι εμφανές ότι στην εκκλησιαστική παράδοση και ιδίως σε σχέση με τη θέση της γυναίκας της εποχής στον αντίστοιχο ειδωλολατρικό χώρο, οι γυναίκες της εκκλησίας είχαν σαφώς ανώτερη θέση. Αυτό επίσης δε συνέβη, διότι η [[Θεοτόκος]] δεν άσκησε κάποιο ιερατικό ρόλο. Χαρακτηριστική σε αυτό το σημείο είναι η θέση της στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως το αγιότερο πλάσμα πάσης της κτίσεως, τοποθετούμενη μετά την Αγία Τριάδα. Επισπρόσθετα αυτο Επιπρόσθετα αυτό δε συνέβη ούτε διότι ο Χριστός ήταν άνδρας. Αυτή μάλιστα η άποψη οδηγεί και σε αιρετική αντίληψη του δόγματος του Χαλκηδόνος, αφού έτσι θα έχριε μόνο την ανδρική φύση, αλλά όχι το πλήρωμα της ανθρωπότητας. Ο δε [[Μάξιμος ο Ομολογητής|Μάξιμος ο Ομολογητής]] είναι σαφής πως ο Ιησούς με την θεϊκή ένωση κατάργησε τη διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός<ref>Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1309D</ref>. Τελικά το γεγονός αυτό είναι μία μακραίωνη παράδοση της εκκλησίας, η οποία προκύπτει από την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα των μελών και κατά κανένα τρόπο τα μέλη της εκκλησίας, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού δε σημαίνει πως δεν είναι ομότιμα και ισότιμα<ref>ο.π., 280</ref>. Τελικά αν η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει το ειδικό χρίσμα της ιεροσύνης στους άνδρες, αυτό δε συμβαίνει διότι υποτιμά το γυναικείο φύλλο ή γιατί θέλει να συντηρήσει μία ανισότητα, αλλά γιατί είναι απόλυτος ο σεβασμός και η πιστότητα στην αλήθεια του ανθρώπου και της φύσης του -η σωτηρία η ίδια- που δεν είναι άσχετη με την πραγματικότητα της φύσης του ανθρώπου και της διακριτότητας του ρόλου των δύο φύλων. Η εκκλησία δηλαδή, η κοινωνία των λογικών όντων, με τη συμπληρωματική λειτουργία των χαρισμάτων, θέλει να παραμείνει πιστή στη φύση και τη διαφορότητα των ενεργειών της φύσης, την ίδια τελικά τη διάκριση των ιερατικών ρόλων του άνδρα και τη γυναίκας. Αυτή δε η διάκριση σώζει από κάθε συμβατική εξομοίωση τις απεριόριστες προσωπικές δυνατότητες της αληθινής θηλυκότητας και του αληθινού ανδρισμού. Ο άνδρας λοιπόν ποιεί τα μυστήρια της εκκλησίας και η γυναίκα το επίσης μέγα μυστήριο της δημιουργίας της ζωής. Εξου και η Παναγία η βρεφοκρατούσα στην Ορθόδοξη αγιογραφία εικονίζεται ως θρόνος της Θεότητας με αποτέλεσμα ο Ορθόδοξος πιστός να την βλέπει ως την κατεξοχήν ιερουργό της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου<ref>Χ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, σελ. 144</ref>.
==Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης==
Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Εμφατικά κάτι τέτοιο τονίζεται από τον Απόστολο Παύλο, στις [[Πράξεις των Αποστόλων]], όπου αναφέρει πως το Πνεύμα το Άγιο θέτει επισκόπους στην Εκκλησία και άρα μία τέτοια κίνηση είναι χάρισμα διδόμενο από το Θεό και όχι μία απλώς ανθρώπινη θέληση και κλίση<ref>Πράξεις 20, 28: «''προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος''»</ref>. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά [[Ιεροί Κανόνες|κανονικών]] και ηθικών κωλυμάτων, που δε θα πρέπει να κωλύουν το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο.
Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει [[Βάπτισμα|βαπτιστεί]] με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και να έχει αναγνωριστεί από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]]. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες)|19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου]], που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]] ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος ''"ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"''<ref>Α΄ Τιμόθεον 3, 6«''μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου.''»</ref>. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας<ref>Νεοκαισαρείας, καν. 11</ref><ref>Εν Τρούλω, καν. 15</ref>, ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον ''Π. Τρεμπέλα'' σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303</ref>. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου [[Φώτιος Α΄ ο Μέγας|Φωτίου]] και του [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως]], διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303</ref>.
Κατά την [[Καινή Διαθήκη]] και δη την επιστολή προς Τιμόθεον<ref>Α΄ Τιμόθεον, 5, 22«''χείρας ταχέως μηδενί επιτίθει, μηδέ κοινώνει αμαρτίαις αλλοτρίαις· σεαυτόν αγνόν τήρει.''»</ref> πρέπει να εξετάζεται ο πρότερος έντιμος βίος του λαϊκού που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. Ταυτόχρονα όμως κατά τον Απόστολο Παύλο χρειάζεται και δοκιμασία προς διακρίβωση από το χειροτονούντα για το αν ο πληροί ο πιστός τα κριτήρια του πρότερου έντιμου βίου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως αν κάποιος πιστός έχει στο παρελθόν τελέσει έκλυτο βίο, προ του βαπτίσματος , τότε καθαίρεται από το μυστήριο. Εν αντιθέσει με τον ήδη βαπτισμένο, που στην περίπτωσή του ισχύει ο 9ος κανόνας της συνόδου Νεοκαισαρείας που ορίζει:
:''"Πρεσβύτερος εαν ημαρτηκώς σώματι προσαχθή και ομολογήσει, ότι ήμαρτε προ της χειροτονίας, μη προσφερέτω, μένων εν τοις λοιποίς δια την άλλην σπουδήν"''.
Σε αυτή την περίπτωση να αν κάποιος κατά παρέκκλιση οδηγηθεί στο μυστήριο, ισχύουν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου : ''"Πάντας μέν ο θεός Θεός ου χειροτονεί δια , διά πάντων δέ αυτός ενεργεί"''<ref>Χρυσοστόμου Ομιλία εις την Β΄ Τιμόθεον 2, 3 Μ. 62, 610</ref>. Επιπρόσθετα ο μέλλων κληρικός πρέπει να προσέρχεται στο μυστήριο χωρίς καμία πίεση και ακουσίωςεκουσίως. Μέσα από βιογραφίες αγίων υπάρχουν παραστάσεις Αγίων οι οποίοι φαίνεται να αρνούνται λόγω αίσθησης αναξιότητας το μυστήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως πάντοτε αυτοπροαιρέτως συγκατατίθουν υπέρ της τέλεσης. Σε ότι αφορά τους επισκόπους πρέπει να ειπωθεί πως σήμερα είναι υποχρεωτικό να είναι άγαμοι. Αυτό δε συνέβαινε πάντοτε και είναι αρχικά μέτρο διοικητικό<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 306</ref>, το οποίο θεσπίστηκε οριστικώς από την ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο και τον 12ο κανόνα της.
==Η τέλεση του μυστηρίου(Χειροτονία)==
[[Image:Deacon ordination.jpg|200px|right|thumb|Χειροτονία διακόνου]]
Η λέξη χειροτονία σημαίνει ''"ανάταση των χειρών"''<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 308</ref>. Με το θεσμό λοιπόν της χειροτονίας, δηλαδή της επίθεσης των χειρών επί της κεφαλής του λαϊκού που θα εισέλθει στον κλήρο, καθώς και τις απαραίτητες ευχές του επισκόπου τελείται η εξωτερική πλευρά του μυστήριου. Ήδη παρατηρείται στην Καινή Διαθήκη η τάξη αυτή<ref>Πράξεις 6, 6</ref>. Η χειροτονία των ανωτέρων βαθμών του κλήρου λαμβάνει πάντα χώρα κατά τη διάρκεια της [[Θεία Λειτουργία|λειτουργίας]], ενώ μία μόνο χειροτονία εκάστου βαθμού επιτρέπεται, ανά λειτουργία<ref>Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 459</ref>. [[Διάκονος]] και [[πρεσβύτερος]] χειροτονούνται υπό του επισκόπου, ενώ ο επίσκοπος από τουλάχιστον δύο<ref>ενθ.αν.</ref>. Επειδή όμως είναι συνοδικό σχήμα, σήμερα συνήθως χειροτονείται με απόφαση ολόκληρης της συνόδου. Κατά την αρχαία τάξη της εκκλησίας απαιτείται και η συμφωνία του λαού. Ο λαός συγκατανεύει στην χειροτονία κραυγάζοντας «Άξιος!». Στην Ελλαδική εκκλησία κατά τον 20ο αιώνα υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο λαός εξέφρασε την αντίθεσή του προς χειροτονία, χωρίς όμως τελικά κάποια αναστροφή ματαίωση της χειροτονίας. Στη θεωρία όμως αν κάτι τέτοιο συμβεί θα πρέπει τότε να σταματήσει η χειροτονία<ref>Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460</ref>.
==Υποσημειώσεις==
*Ανδρέας Θεοδώρου, "''Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά"'', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.
*Νικόλαος Ματσούκας, ''"Οικουμενική θεολογία"'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005.
*Βλάσιος Φειδάς, ''"Εκκλησιαστική ιστορία"'', Τόμος Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
*Δημήτριος Βάκαρος, ''"Η ιεροσύνη κατά τη γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων"'', Θεσσαλονίκη 1986.
{{Μυστήρια}}
[[Κατηγορία:Μυστήρια της Εκκλησίας|ΕΙ]][[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Ι]]
[[en:Ordination]]
[[es:Ordenación]]
[[fr:Ordination]]
[[ro:Hirotonie]]
12.398
επεξεργασίες