Δονατισμός

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 23:32, 13 Φεβρουαρίου 2010 από τον Inistea (Συζήτηση | Συνεισφορά) (ro)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Δονατισμός αποτέλεσε εκκλησιαστικό σχίσμα της τοπικής εκκλησίας της Βορείου Αφρικής, με κεκαλυμμένη αιτία το ζήτημα επιστροφής των πεπτωκότων στην εκκλησία. Το όνομα του σχίσματος δόθηκε απο το Μέγα Δονάτο, ο οποίος υπήρξε ευνοούμενος της Λουκίλλας, που ήταν η ηγέτιδα πίσω απο την απόσχιση. Ο Δονάτος με την εύνοιά της αλλά και τη συνέργεια τοπικών επισκόπων και πρεσβυτέρων εξελέγη σχισματικώς, επίσκοπος Καρθαγένης.

Τα αίτια

Οι επίσκοποι Καρθαγένης Μενσούριος και ο διάδοχός του Καικιλιανός δέχονταν σε κοινωνία πεπτωκότες μετά από πρόσκαιρη μετάνοια. Στη Βόρεια Αφρική όμως λόγω των Μοντανιστικών επιρροών, οι αυστηρές τάσεις ήσαν ιδιαίτερα διαδεδομένες σε σημείο μία τέτοια τακτική να προσκρούει σε σημαντικές αντιδράσεις πιστών και ιερέων. Χαρακτηριστικό είναι πως πολλοί μοντανίζοντες πιστοί και ιδίως οι Δονατιστές, ζητούσαν επιτακτικά από περαστικούς να τους δολοφονήσουν, ώστε να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Μάλιστα όταν δεν ικανοποιούσαν το αίτημά τους, κινδύνευε η ίδια τους η ζωή. Τόσο ο Μενσούριος, όσο και ο Καικιλιανός, καταδίκαζαν αυτές τις ενέργειες, οι οποίες σε συνδυασμό με την επιείκεια που είχαν εφαρμόσει, σε κάποιους κύκλους επέφερε δυσαρέσκεια. Η αφορμή όμως για τη δημιουργία σχίσματος προέκυψε, όταν ο Καικιλιανός παρατήρησε δημόσια τη Λουκίλλα, μια πανίσχυρη πλούσια γυναίκα με σημαντική εκκλησιαστική επιρροή, διότι απέδιδε τιμή σε λείψανα τα οποία δεν είχαν επιτιμηθεί από την εκκλησία. Μετά τη δημόσια παρατήρηση, που η Λουκίλλα την εξέλαβε ως προσβλητική, συνάσπισε τους αρχικά απογοητευμένους επισκόπους από την ήττα τους στη εκλογή της επισκοπής, Βότρο και Κελέστιο, καθώς και τους επισκόπους Νουμιδίας, που δεν είχαν κληθεί κατά την εκλογή του Καικιλιανού, αναντίον του Καικιλιανού.

Το σχίσμα

Οι αντίπαλοι του Καικιλιανού συνάχθηκαν και σε σύνοδο το 312, αποκήρυξαν τον Καικιλιανό και αρχικά έθεσαν τον Μαγιορίνο, ευνοούμενο της Λουκίλλας, επίσκοπο Καρθαγένης. Τα αίτια ήταν η επιείκεια στην εκκλησία, αλλά ως κύρια αφορμή έθεσαν την κατηγορία πως ο Φήλικας Απτούγγας, στενός συνεργάτης του Καικιλλιανού, είχε παραδώσει ιερά βιβλία στους «εθνικούς». Μετά από τρία χρόνια πέθανε ο Μαγιορίνος και εξελέγη στη θέση του, ο Μέγας Δονάτος, επίσκοπος Μαύρων Καλυβών. Η απήχηση του Δονατισμού ήταν ευρεία και ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε καταστεί στη Δύση απόλυτος κυρίαρχος, προσπάθησε να εξαλείψει τους Δονατιστές, αφού η επιρροή τους έφτασε και στην Ρώμη, είτε αποκλείοντας κάθε οικονομική ενίσχυση, είτε κλείνοντας τις εκκλησίες τους, είτε διώκοντάς τους. Το αποτέλεσμα όμως ήταν όμως αντίθετο των προσδοκιών καθώς οι Δονατιστές επιδείκνυαν ιδιαίτερο ζήλο προς ομολογία. Έτσι ο Μέγας Κωνσταντίνος προσπάθησε να λύσει το θέμα με τη δικονομική Ρωμαϊκή διαδικασία contradictio. Συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη στην οποία τελικά επικυρώθηκε η κανονικότητα του Καικιλιανού, αφού αθωώθηκε ο στενός συνεργάτης του, Φήλικας Απτούγγας. Στη δίκη αυτή αποδείχτηκε πως είχε συκοφαντηθεί από τους Δονατιστές για παράδοση ιερών βιβλίων την περίοδο των διωγμών. Αυτή αποτελούσε την κύρια αποσχιστική αφορμή που προβλήθηκε από τους Δονατιστές, με αποτέλεσμα η σύνοδος να τους θεωρήσει σχισματικούς. Οι Δονατιστές τελικά απέρριψαν την απόφαση του συμβουλίου, αφού ήσαν αρκετά ισχυροί και αυτόνομοι, έχοντας το 330 περίπου 270 επισκόπους.

Οι παραδοχές των Δονατιστών

Οι Δονατιστές υποστήριζαν ότι η παράδοση των ιερών βιβλίων αποτελούσε είδος εκπτώσεως από το Χριστιανισμό και μάλιστα όποιος τελούσε μυστήρια, ενώ είχε προβεί σε μια τέτοια ενέργεια, δεν ήταν έγκυρα[1]. Αυτή πιθανώς η λογική εισήχθη, ώστε να μπορέσει να θεμελιωθεί ακόμα καλύτερα η απόσχιση από το κανονικό σώμα της Εκκλησίας. Συνεπώς το μυστήριο εξαρτάτο από την χάρη του κληρικού. Ο ιερός Αυγουστίνος αντιτάχθηκε σε αυτή την παράδοση σημειώνοντας πως το κύρος του μυστηρίου δεν εξαρτάται από την ηθική υπόσταση του ιερέα, αλλά το μυστήριο είναι έγκυρο διότι είναι «έργου ειργασμένου». Επίσης θεωρούσαν άκυρο οποιοδήποτε άλλο βάπτισμα πλην τω Δονατιστών, επέβαλλαν αναβάπτιση, ενώ τέλος εισήγαγαν υποχρεωτικό νηπιοβαπτισμό. Όποιος κληρικός υπέπιπτε σε βαρύ αμάρτημα, καθαιρείτο. Οι Δονατιστές επίσης απέρριπταν κάθε ανάμιξη του κράτους στα εσωτερικά τους. Κατά γενική ομολογία οι Δονατιστές διακρίνονταν για την τυπολατρική προσήλωσή τους σε παλαιότερες μορφές εσωτερικής εκκλησιαστικής πνευματικότητας.

Όλες οι σύνοδοι της Καρθαγένης ασχολήθηκαν ουσιαστικώς με την υπόθεση των Δονατιστών, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα. Στόχος ήταν κάποιο σημείο επαφής με τους δονατιστές ώστε να εισέλθουν πάλι στους κόλπους της εκκλησίας. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη. Ο Δονατισμός σταδιακά άρχισε να μειώνεται όταν η Βόρειος Αφρική έπεσε στα χέρια των Βανδάλων, ενώ εξαλήφθηκαν κατά την εποχή των κατακτητών Αράβων.

Υποσημειώσεις

  1. Οπτάτος Mιλέβης, De schismate

Βιβλιογραφία

  • «Εκκλησιαστική Ιστορία» - Βλασίου Φειδά
    Eκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002.