Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της Χαλκηδόνας, αποκαλείται η εκκλησιαστική σύνοδος που διενεργήθηκε στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το 451. Συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, προήδρευσαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος και ως κύριο στόχο είχε «την καταδίκη της αντιθέτου προς το νεστοριανισμό αιρέσεως του μονοφυσιτισμού»[1].

Οι χριστολογικές τάσεις των δύο μεγάλων θεολογικών σχολών παρά τη σημαντική συμφωνία στα πλαίσια του «Όρου των Διαλλαγών» συνέχιζαν να κινούνται προς αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Άλλωστε «η ασάφεια του Όρου των Διαλλαγών ήταν συνέπεια των διαφορετικών προϋποθέσεων των δύο θεολογικών παραδόσεων, καθώς η επιλεκτική ορολογία του προσφερόταν για ποικίλες θεολογικές αξιολογήσεις»[2], τη στιγμή που βασικό πρόβλημα παρέμενε η σύγχυση των όρων πρόσωπο και υπόσταση. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος μετά από μια ταραχώδη περίοδο ήρθε ως το αναγκαίο επιστέγασμα της διασφάλισης της καθολικής πλειοψηφίας του σώματος των μελών της εκκλησίας ως προς την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, την επικύρωση στην πίστη του συμβόλου της Πίστεως τόσο της Νίκαιας, όσο και της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού κανόνα της ορθοδόξου εκκλησίας σύμφωνα με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος, το οποίο για περισσότερο από 80 έτη βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής διαμάχης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Ημερομηνία 451
Τόπος Χαλκηδόνα Κωνσταντινουπόλεως
Αποδοχή Ορθόδοξη Εκκλησία, Καθολική εκκλησία, Αγγλικανική εκκλησία, Λουθηρανισμός.
Προηγούμενη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος)
Επόμενη Ε΄ Οικουμενική Συνόδος (Β΄ Κωνσταντινούπολης)
Συγκλήθηκε από Μαρκιανός και Πουλχερία
Προήδρευσε Ανατόλιος Αλεξανδρείας, αντιπρόσωποι του Πάπα
Συμμετοχή Περίπου 630 επίσκοποι.
Λόγοι σύγκλησης Νεστοριανισμός,
Μονοφυσιτισμός
Υπόσταση Ιησού Χριστού
Διοκητική οργάνωση της Εκκλησίας



Η πορεία προς τη σύνοδο

Εισαγωγή

Κατά τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο αντιμετωπίστηκε συνοδικώς για πρώτη φορά από το σύνολο του εκκλησιαστικού πληρώματος, το πρόβλημα της φύσεως και της ενώσεως θεϊκής και ανθρωπίνης φύσεως, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Σε αυτή τη σύνοδο η κύρια προσπάθεια των συνοδικών πατέρων ήταν ο ορισμός μιας κοινής θεολογικής διατύπωσης του χριστολογικού δόγματος, διότι οι δύο μεγάλες θεολογικές παραδόσεις, απέκλιναν με βάση τη θεολογική τους προσέγγιση στο ζήτημα της ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύση. Το πρώτο έναυσμα όμως είχε δοθεί από τον Απολλινάριο, ένα σεβαστό επίσκοπο της εκκλησίας, που είχε διεξάγει σημαντικό αγώνα κατά του Αρειανισμού. Οι θέσεις του Απολλινάριου στην προσπάθεια αναίρεσης του Αρειανισμού, δε παρέμειναν στα συνήθως αυστηρά πλαίσια της τριαδολογίας, αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλα ζητήματα της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου, όπως τη χριστολογία του, η οποία πέρα από την υποστήριξη της κτιστότητας τού Υιού και την κατωτερότητά του, κερμάτιζε και την ανθρωπότητα τού Ιησού, αφού δε δεχόταν ψυχή στην ενωθείσα υπόστασή Του. Ο Απολλινάριος, όμως στην προσπάθεια αυτή, διατύπωσε την θέση πως ο Ιησούς έχει μεν ψυχή, αλλά κατά το πλατωνικό τριμερές πρότυπο, όχι λογική ψυχή, που τη θέση της κατέλαβε ο Λόγος. Η εκκλησία καταδίκασε την διδασκαλία αυτή, αντιμετωπίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία το σεβάσμιο πρόσωπό του, το οποίο δε δέχθηκε προσωπικό αναθεματισμό. Ο Απολλιναρισμός όμως διετέλεσε τον πρόδρομο του μονοφυσιτισμού, δηλαδή της ακριβώς αντίθετης χριστολογικής προσέγγισης ως προς το νεστοριανισμό στο ζήτημα της εκκλησιαστικής χριστολογίας, αφού δεχόταν πως εφόσον υπάρχουν δύο φύσεις, θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχουν και δύο πρόσωπα και εφόσον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ανθρώπινη φύση αφομοιώθηκε (όχι όμως και απαλείφθηκε) από τη θεϊκή.

Οι λόγοι και το ιστορικό της σύγκλησης

Ο «Όρος των Διαλλαγών», μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο είναι βέβαιο πως μπορεί να ικανοποίησε τις μετριοπαθείς προσεγγίσεις των θεολογικών σχολών, κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη και με τις ακραίες τάσεις, οι οποίες θεωρούσαν τον όρο ως έκπτωση. Η αρχή μάλιστα δόθηκε από τους Αντιοχειανούς θεολόγους, οι οποίοι παρερμήνευαν συστηματικά των «Όρο των Διαλλαγών» με βάση τα δεδομένα της θεολογίας τους, αφετέρου επανέφεραν στο προσκήνιο τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας και του Διοδώρου Ταρσού για να ακυρώσουν την απαγόρευση των έργων του Νεστορίου, που μάλιστα εξέφραζε μετριοπαθέστερες απόψεις από ότι ο Θεόδωρος και ο Διόδωρος[3]. Τα νέα αυτά έφτασαν και στον Κύριλλο, ο οποίος προσπάθησε να αναιρέσει αυτή τη θεολογία[4], ενώ υπήρξε και μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο κορυφής, για να σταματήσει η επιρροή του έργου των δύο θεολόγων στην περιοχή της Μ. Ασίας και γενικότερα της Ανατολής. Οι Αντιοχειανοί πλέον πρόσαπταν στον Κύριλλο αιρετικές δοξασίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, γι αυτό και ο ίδιος χωρίς δυσκολία τις καταδίκαζε[5]. Ο ίδιος δε, θεωρούσε πως στόχο είχαν να τον διασύρουν προσωπικά, συνάμα με τη θεολογία του και πως αυτές οι διδασκαλίες τού αποδίδονταν λόγω «της προπετείας της εν Εφέσσω καθ ημών γενομένοις ευρυσιολογείν τοιαύτα τινά ινά μη δοκείν μάτην κεκίνησθαι, ελέγχει γαρ αυτούς το σύνειδος»[6]. Μάλιστα αποδεικνύεται από σειρά επιστολών του Κυρίλλου, πως οι Αντιοχειανοί είχαν υπερβεί «κάθε έννοια θρησκευτικού φανατισμού και έφθαναν πολλές φορές σε απαράδεκτες διώξεις κάθε αντιφρονούντος»[7]. Έτσι ο θάνατος των Κυρίλλου Αλεξανδρείας (444), Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (446) και Ιωάννη Αντιοχείας (442) και η αντικατάστασή τους, επανέφερε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση τις ακραίες τάσεις των δύο πλευρών.

Οι κινήσεις όμως των αντιοχειανών θεολόγων δεν άφησε αδιάφορους τους αντινεστοριανούς, οι οποίοι με πρωτεργάτη τον Ευτυχή, ένα αρχιμανδρίτη μοναχό από στην Κωνσταντινούπολη συνεργάτη του Κυρίλλου στον αγώνα κατά του Νεστορίου, αντέδρασαν στην αντιοχειανή επιθετικότητα. Η επιρροή του Ευτυχή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη μέσα στο παλάτι, ενώ οι μονοφυσιτικές τάσεις στην Ανατολή ενισχύθηκαν περαιτέρω με την άνοδο στο επισκοπικό αξίωμα του Διοσκόρου στην Αλεξάνδρεια, ο οποίος στήριζε μονοφυσιτικές απόψεις, έστω και όχι σε ακραίο επίπεδο. Ο Ευτυχής όμως υποστήριζε ακραίες μονοφυσιτικές τάσεις στην προσπάθεια να αντικρούσει τους αντιοχειανούς και θεολογούσε πως «τας γαρ δύο φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος μετά την ένωσιν συγκραθήναι και εις μίαν αποτελεσθήναι φύσιν», ενώ εξέφραζε πως στη θεότητα προσαρμόζονταν και τα πάθη[8]. Έτσι ομολογούσε «εκ δύο φύσεων γεγένησθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μία φύσιν ομολογώ»[9]. Μια τέτοια διδασκαλία φυσικά ερχόταν σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δε δεχόταν ούτε σύγχυση, ούτε τροπή. Ο Ευτυχής δε, προχωρούσε ακόμα περισσότερο, αφού πέρα από την αποδοχή της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως από την θεϊκή, δε δεχόταν και το ομοούσιο της ανθρωπότητος του Ιησού προς την ανθρώπινη φύση, αφού μπορεί να είναι ανθρώπινο, αλλά όχι «ομοούσιον ημίν, επειδή είδα αυτόν θεόν ημών»[10]. Η υπόθεση αυτή προφανώς προερχόταν από τη μη διάκριση «μεταξύ φύσεως και προσώπου», αφού «αμφότεροι (Ευτυχής και Νεστόριος) εταύτιζον τας δύο ταύτας έννοιας, φρονούντες ότι φύσιν και πρόσωπον είναι αχώριστα»[11]. Όπως όμως και στην περίπτωση του Νεστοριανισμού, όπου και το θεολογικό αισθητήριο των αλεξανδρινών θεολόγων λειτούργησε προς την κατάδειξη των εσφαλμένων θεολογικών προτάσεων, έτσι τώρα αντιστοίχως κλήθηκαν οι αντιοχειανοί θεολόγοι να καταδείξουν πως αυτή η θεολογική πρόταση δε συμβιβάζετε προς τη θεολογία του Κυρίλλου και της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Άμεσα λοιπόν ο Δόμνος Αντιοχείας κατήγγειλε τις απόψεις του Ευτυχή, ενώ ο Θεοδώρητος Κύρου ανέλαβε τη θεολογική αναίρεσή του[12]. Στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα σύνοδος, το Νοέμβρη του 448, αναθεμάτισε τις απόψεις του Ευτυχή, ο οποίος όμως δεν εξέλαβε σοβαρά τις αποφάσεις αυτές και ουδέποτε εφάρμοσε τα πρακτικά της συνόδου.

Μετά τα γεγονότα αυτά, η διαμάχη έλαβε οικουμενικές διαστάσεις. Το ζήτημα έφτασε μέχρι τη Ρώμη, όπου ο Πάπας Λέων δεν έδειξε να συμμερίζεται τις απόψεις του Ευτυχή και αντ’αυτού, εξέδωσε δογματικό Τόμο, υποστηρίζοντας τις δυοφυσιτικές απόψεις, των Δόμνου Αντιοχείας, Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως και της θεολογίας του «Όρου των Διαλλαγών»[13]. Ο Αυτοκράτορας όμως Θεοδόσιος Β΄, ήταν δυσαρεστημένος από την αξίωση καταδίκης του Ευτυχή (και ιδίως ο Χρυσάφιος, ευνούχος και πρωθυπουργός της Αυτοκρατορίας), αλλά και λόγω της απόρριψης της Πουλχερίας να καρή από την τοπική εκκλησία στη θέση της διακόνισσας, και έτσι συγκάλεσε σύνοδο με «αποκρυπτώμενον σκοπόν της αθωώσεως του Ευτυχούς και της καταδίκης του Φλαβιανού»[14]. Η σύνοδος αυτή συνεκλήθη στην Έφεσο το 449 και τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν εντός αυτής καθώς και οι αποφάσεις που ελήφθησαν της απέδωσαν το όνομα «ληστρική» (latrocinium Ephesinum). Διεξήχθη δε μέσω πρωτοφανούς βίας και επικύρωσε τη Μονοφυσιτική ορολογία, του Ευτυχή καθαιρώντας τους αντιφρονούντες επισκόπους, αποστέλλοντας δε μερικούς στην εξορία. Όταν μαθεύτηκαν τα γενόμενα στη σύνοδο της Εφέσου «εσημειώθη πανταχού γενική κατακραυγή και εξέγερσις κατά των βιαιοτήτων και των εσπευσμένων και αδίκων και πεπλανημένων αποφάσεων αυτής»[15]. Έτσι άμεσα προτάθηκε η ακύρωση αυτής και διενέργεια νέας αυτή τη φορά Οικουμενικής Συνόδου, η απόφαση της οποίας πάρθηκε σε σύνοδο της Ρώμης, το 449.

Η σύνοδος

Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου

Η σύνοδος συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 451. Μετά από το καθολικό αίτημα των μελών της εκκλησίας οι νέοι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία αποφάσισαν να ικανοποιήσουν τα αίτημα της εκκλησίας ώστε να επιλυθεί το παρατεινόμενο και διογκούμενο πρόβλημα της χριστολογικής έριδας. Η σύνοδος τελικώς συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο ναό της Αγίας Ευφημίας[16], στο προάστιο της πόλεως που αποκαλείτο Χαλκηδόνα. Το προσκλητήριο παραδόθηκε στους επισκόπους προς συγκρότηση της συνόδου για τη Νίκαια της Βιθυνίας στις 1 Σεπτεμβρίου του 451 αρχικώς, λόγω όμως «της απασχολήσεως του αυτοκράτορος εις πολεμικάς προπαρασκευάς, ως και διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου, διετάχθη η μεταφορά της έδρας»[17], με αποτέλεσμα η σύνοδος να καθυστερήσει ένα και πλέον μήνα.

Η σύνοδος της Χαλκηδόνος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε συμμετοχή Οικουμενική Σύνοδο αφού συμμετείχαν σε αυτή περίπου 630 επίσκοποι[18], αν και έχει εκφραστεί η άποψη ότι σε κάθε συνεδρία είναι πιθανό να μην παρευρίσκοντο περισσότεροι από 350[19]. Προεδρεύοντες της συνόδου ήταν ο Ανατόλιος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οι παπικοί αντιπρόσωποι, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν για την τάξη της συνόδου οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι. Ο Πάπας Λεόντιος δεν παρευρέθη στη σύνοδο επικαλούμενος την ανάγκη παρουσίας του στην Ιταλία λόγω των επιδρομών του Αττίλα[20]. Κυριότερες προσωπικότητες της συνόδου ήταν Μάξιμος Αντιοχείας, Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, οι Πασχασίνος, Λουκέντιος και Ιουλιανός, αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης στη σύνοδο, ο Δορυλαίου Ευσέβιος και ο Θεοδώρητος Κύρου.

Οι διεργασίες της Συνόδου

Το έργο της συνόδου

Η σύνοδος κατά την πρώτη συνεδρία κήρυξε τη «Ληστρική» σύνοδο της Εφέσου ως παράνομη και καταδίκασε άμεσα το Διόσκορο για τα πεπραγμένα του κατά τη διάρκεια της Ληστρικής συνόδου. Επίσης καταδίκασε τον Ευτυχή και τις απόψεις του, ενώ αποκατέστησε τους αναθεματισμένους επισκόπους της «Ληστρικής» συνόδου. Ταυτόχρονα δικαίωσε και το Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, αφού έκανε δεκτό το δογματικό χριστολογικό όρο που είχε αποδώσει στον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Μετά την αποκατάσταση της τάξης η σύνοδος προέβη στο κανονικό και δογματικό της έργο. Βάση του δογματικού όρου υπήρξε αναμφισβητήτως ο «Όρος των Διαλλαγών» καθώς και «η χριστολογική διδασκαλία των Αλεξανδρινών θεολόγων και μάλιστα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας της των Αντιοχέων και ιδιαίτατα του Θεοδώρητου, και της των δυτικών, ως απετυπώθη από τη επιστολή Λέοντος προς τον Φλαβιανόν»[21]. Σε αυτή τη φάση μάλιστα μετά τη μεγάλη νίκη της Αλεξανδρινής θεολογίας στη Γ΄ Οικουμενική σύνοδο θα λέγαμε πως παρατηρήθηκε μεγάλη νίκη των αντιοχειανών θεολόγων[22].

Η σύνοδος της Χαλκηδόνας οριστικά απέρριψε πως ο Ιησούς Χριστός είναι «ψιλός» άνθρωπος και πως ο Λόγος απλώς εγκατοίκησε στο σώμα του Ιησού και πως η ένωσή Του ήταν απλώς ηθική και εν απλή συνάφεια (Νεστοριανισμός). Ταυτόχρονα τώρα απέκλεισε σύγκραση, σύγχυση ή τροπή των δύο φύσεων καθώς και την περίπτωση της μη ομοουσιότητας του σώματος του Χριστού προς την ανθρώπινη φύση και το πάθος της θεϊκής υποστάσεως (μονοφυσιτισμός). Διακήρυξε δε πως ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος καθεκάστη φύση προς το Θεό και τον άνθρωπο, πως η ένωση τελέσθη αδιαιρέτως και αχωρίστως (νεστοριανισμός), ασυγχήτως και ατρέπτως (μονοφυσιτισμός) σε μία υπόσταση. «Η δογματική αυτή διατύπωση, βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και της προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως και εξελίξεως εν τη εκκλησία, αποτελεί επιτυχή και ορθόδοξον σύνθεσιν ένθεν μεν της νεστοριανικής διαιρέσεως του ενός χριστού και των δύο φύσεων αυτού, ετερώθεν δε της μονοφυστικής ενώσεως του ενός Χριστού και των δύο εν Χριστώ φύσεων»[23]. Επιπρόσθετα εκηρώθησαν τα σύμβολα των Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ συντελέσθη και ιδιαίτερα σημαντικό κανονικό έργο, το οποίο αποδίδεται σε 30 κανόνες με ιδιαίτερη βάση σε διοικητικά ζητήματα.

Το χρονικό της Συνόδου

Για τη σύνοδο αυτή διασώζονται ογκώδη και λεπτομερή πρακτικά, τα οποία περιέχουν έγγραφα της συνόδου, ομιλίες, συζητήσεις, ακόμα και ανταλλασσόμενες επιστολές και έγγραφα μεταξύ των επισκόπων. Μάλιστα διασώζοντα τρεις συλλογές στην ελληνική γλώσσα οι οποίες περιέχουν τα γεγονότα της συνόδου και μας δίνουν ξεκάθαρη εικόνα περί των συμβάντων και πεπραγμένων της συνόδου.

Η σύνοδος στις αρχικές συνεδρίες της λειτούργησε ως ανώτερο συνοδικό δικαστήριο. Κατηγορούμενοι ήσαν οι Διόσκορος Αλεξανδρείας, αλλά και οι Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, Θαλάσσιος Καισαρείας κ.α. Ο Διόσκορος μάλιστα αρχικώς τοποθετήθηκε στη θέση του κριτή και όχι του κατηγορούμενου, κάτι το οποίο προκάλεσε τη έκρηξη του Πασχασίνου, ο οποίος απείλησε με αποχώρηση από τη σύνοδο. Τελικώς ο Διόσκορος τοποθετήθηκε στη θέση του κατηγορούμενου, ενώ κύριος κατήγορός του αναδείχθηκε ο Ευσέβιος Δορυλαίου. Η είσοδος όμως στο χώρο του Θεοδώρητου Κύρου, προκάλεσε νέες εντάσεις από τη μεριά των Αλεξανδρινών. Θεωρούσαν το Θεοδώρητο πολέμιο του Κυρίλλου και αξίωσαν την άμεση αποχώρησή του από τη σύνοδο. Οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι επαναφέροντας την τάξη, προέταξαν το ζήτημα της ανάγνωσης των εγγράφων του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ο Διόσκορος όμως μεταβίβασε την όποια ευθύνη από το πρόσωπό του στον Ιουβενάλιο και το Θαλάσσιο, με έντονη αντίδραση από τους προαναφερθέντες, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι προέβησαν στις όποιες ενέργειες εν μέσω βίας και εντόνων πιέσεων[24]. Κατά την ανάγνωση της δογματικής επιστολής του Κυρίλλου προς τον Ιωάννη Αντιοχείας, πάντες στην αίθουσα διακήρυξαν τη συμφωνία τους στην πίστη του Κυρίλλου και αποδοκίμασαν τις απόψεις του Ευτυχή[25]. Σε αυτό το σημείο οι κυριότεροι συνεργάτες του Διοσκόρου, ο Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων μαζί με τον Πέτρο Κορίνθου αλλά και την πλειονότητα των επισκόπων του Α. Ιλλυρικού και της Αιγύπτου, απεδέχθησαν την ορθοδοξία του Κυρίλλου και του Φλαβιανού, ουσιαστικά εγκαταλείποντας τον, αν και ο ίδιος παρέμενε σταθερά πεπεισμένος για την ορθή καταδίκη του Φλαβιανού[26].

Η πρόταση μετά το τέλος του κατηγορητηρίου ήταν αποπομπή όλων των εμπλεκομένων επισκόπων στην καταδίκη του Φλαβιανού, στη «Ληστρική» σύνοδο της Εφέσου, παρά την ηπιότερη προσέγγιση των ελλαδικών επισκόπων[27]. Η εκδικητική διάθεση όμως των παπικών αντιπροσώπων για τον αναθεματισμό του Πάπα Λέοντα και η ευνόητη εμπάθεια των Αντιοχειανών εναρμονίστηκαν με τις βεβιασμένες και ακραίες επιλογές των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων[28] με αποτέλεσμα την κρίση των εξαρχόντων της «Ληστρικής» Συνόδου και την αποχώρησή τους από τη σύνοδο. Το ζήτημα έτσι πλέον εισήλθε στο δογματικό Όρο της συνόδου. Αρχικά παρατηρήθηκε διστακτικότητα στην καταγραφή συγκεκριμένου δογματικού όρου, κάτι που επιδείκνυε διάθεση να τεθεί ως βάση ο Τόμος Λέοντος[29]. Οι ελλαδικοί όμως επίσκοποι είχαν σαφείς επιφυλάξεις σε κάποιες διατυπώσεις οι οποίες άφηναν περιθώρια νεστοριανικών ερμηνειών[30]. Η προσπάθεια του Αετίου να καταδείξει ότι επίμαχες φράσεις συνταυτίζονται με τη διδασκαλία του Κυρίλλου, μάλλον δεν έπεισε και γι αυτό δόθηκε προθεσμία 5 ημερών μέχρι την απόφαση υπογραφής του Τόμου, προς τους συγκεκριμένους επισκόπους[31]. Στη τρίτη συνεδρία στις 13 Οκτωβρίου, κλήθηκε ο Διόσκορος σε τελική απολογία. Ο ίδιος δεν παρέστη[32] και έτσι καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μια απόφαση η οποία περιορίστηκε σε μόνο αίτιο τη μη απολογία του ενώπιον της συνόδου[33]. Ο ίδιος Διόσκορος ποτέ δεν ταυτιζόταν με τις ακραίες απόψεις του Ευτυχή, καθώς παρέμενε πιστά προσηλωμένος με τις απόψεις του Κυρίλλου, η αποδοχή όμως των απόψεών του προφανώς προήλθε «από τη συγκάλυψη των αιρετικών δοξασιών στην Ομολογία πίστεως, την οποία υπέβαλλε προς το Διόσκορο και τη σύνοδο της Εφέσου»[34]. Οι εναπομείναντες επίσκοποι Αιγύπτου, παρότι συμφώνησαν με τη σύνοδο, ζήτησαν να μην υπογράψουν την πράξη, με πρόσχημα τον καταστατικό κανόνα της Αιγυπτιακής διοικήσεως, η οποία του υποχρέωνε να ακολουθούν μόνο τις αποφάσεις του επισκόπου τους. Έτσι ζήτησαν να τις προσυπογράψουν μετά την εκλογή νέου επισκόπου, καθώς ερμηνεύοντας το κλίμα που επικρατούσε στη δικαιοδοσία τους, πίστευαν πως μία τέτοια κίνηση θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους[35]. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους υπολοίπους, με αποτέλεσμα τις τραγικές εξελίξεις μετά το πέρας της συνόδου στην Αίγυπτο.

Βάση τελικώς του δογματικού όρου της συνόδου τέθηκαν τα σύμβολα των Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, οι επιστολές του Κυρίλλου προς τον Ιωάννη Αντιοχείας και ο Τόμος του Πάπα Ρώμης Λέοντος. Έτσι στην Πέμπτη συνεδρία τέθηκε το θέμα του Όρου. Μερικοί ανατολικοί επίσκοποι έθεσαν πάλι το ζήτημα της αποδοχής του Τόμου Λέοντος, οι επιφυλάξεις όμως ήταν αρκετές με αποτέλεσμα ήδη μια επιτροπή να έχει ξεκινήσει τη διαδικασία σύνταξης ενός κοινά αποδεκτού όρου[36]. Για το γεγονός δυσφόρησαν έντονα οι παπικοί εκπρόσωποι που απείλησαν εκ νέου με αποχώρηση, αλλά η σθεναρή αντίσταση από τους ελλαδικούς και επισκόπους και του Ανατολίου, δεν άφηνε περιθώρια για επιβολή του Τόμου. Η διαφωνία προφανώς προήλθε από την διατύπωση περί της φύσης του Χριστού. Έτσι οι ελλαδικοί επίσκοποι πρότειναν τον όρο «εκ δύο φύσεων» το οποίο άφηνε περιθώρια για μία φύση μετά την ένωση, ώστε να μην περιπέσουν σε νεστοριανή ερμηνεία, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι «εν δύο φύσεσιν», το οποίο απέκλειε κάθε μονοφυσιτική. Η ασάφεια τελικά φαίνεται να παρέμεινε και μετά τη σύνοδο, αφού το ελληνικό πρωτότυπο διασώζει τελικά τον πρώτο όρο, ενώ η λατινική μετάφραση το δεύτερο, αλλά είναι προφανές ότι κατά την συνεδρία επικράτησε σαφώς ο όρος «εν δύο φύσεσι»[37]. Έτσι στην έκτη συνεδρία στις 25 Οκτωβρίου του 451, παρουσία των Αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, υπογράφηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα ο όρος της συνόδου από όλα τα μέλη της εκκλησίας[38], ενώ προαναγγέλθηκε το έργο κατά τις επόμενες συνεδρίες για την επίλυση κανονικών ζητημάτων[39]. Οι συνεδρίες της συνόδου ήταν πιθανώς 17[40] και κήρυξε περάτωση εργασιών στις 1 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.

Το Δογματικό έργο της συνόδου

Εισαγωγή

  1. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 157
  2. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 620
  3. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594
  4. PG 77, 344-345
  5. PG 77, 225
  6. PG 77, 289
  7. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594
  8. Ζωναράς και Βαλσάμων, ΡΠΣ ΙΙ, 216
  9. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio (MCC) VI, 744. HAC II, 165. SAC II 1, 1 σελίς 143 ()
  10. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159
  11. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159
  12. Με το έργο Ερανιστής. PG 83, 28-317
  13. T.H.Bindley-F.W.Green μν.ε.σ.159 εξ.
  14. SAC II, 1, 1 σελίς 35
  15. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 167
  16. Ευάγριος, εκκλ. Ιστορία ΙΙ, 3
  17. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 168
  18. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 156
  19. Das Conzil von Chalkedon, Geschichte und Gegenwart, I, II, III, Wurzburg 1951 - 1954
  20. Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 250
  21. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 168
  22. ενθ.αν. 169
  23. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 168
  24. Mansi, VI, 590 κεξ
  25. Mansi, VI, 674 κεξ
  26. Mansi, VI, 678-680 κεξ
  27. Mansi, VI, 902-936 κεξ
  28. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 645
  29. Mansi, VI, 953 κεξ
  30. Mansi, VI, 953 κεξ
  31. Mansi, VI, 974 κεξ
  32. Mansi, VI, 1038 κεξ
  33. Mansi, VI, 1094 κεξ
  34. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 647
  35. Mansi, VIΙ, 53-60 κεξ
  36. Mansi, VIΙ, 99 κεξ
  37. Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 255
  38. Mansi, VIΙ, 129 κεξ
  39. Mansi, VIΙ, 170 κεξ
  40. SAC, τ. IΙ, 1, 1 σελίς 55