Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

6 bytes προστέθηκαν, 18:56, 23 Ιουνίου 2008
μ
Το χρονικό της Συνόδου
Η σύνοδος στις αρχικές συνεδρίες της λειτούργησε ως ανώτερο συνοδικό δικαστήριο. Κατηγορούμενοι ήσαν οι ''Διόσκορος Αλεξανδρείας'', αλλά και οι ''Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων'', ''Θαλάσσιος Καισαρείας'' κ.α. Ο ''Διόσκορος'' μάλιστα αρχικώς τοποθετήθηκε στη θέση του κριτή και όχι του κατηγορούμενου, κάτι το οποίο προκάλεσε τη έκρηξη του ''Πασχασίνου'', ο οποίο απείλησε με αποχώρηση από τη σύνοδο. Τελικώς ο ''Διόσκορος'' τοποθετήθηκε στη θέση του κατηγορούμενου, ενώ κύριος κατήγορός του αναδείχθηκε ο ''Ευσέβιος Δορυλαίου''. Η είσοδος όμως στο χώρο του ''Θεοδώρητου Κύρου'', προκάλεσε νέες εντάσεις από τη μεριά των Αλεξανδρινών. Θεωρούσαν το Θεοδώρητο πολέμιο του ''Κυρίλλου'' και αξίωσαν την άμεση αποχώρησή του από τη σύνοδο. Οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι επαναφέροντας την τάξη, προέταξαν το ζήτημα της ανάγνωσης των εγγράφων του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ο ''Διόσκορος'' όμως μεταβίβασε την όποια ευθύνη από το πρόσωπό του στον ''Ιουβενάλιο'' και το ''Θαλάσσιο'', με έντονη αντίδραση από τους προαναφερθέντες, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι προέβησαν στις όποιες ενέργειες εν μέσω βίας και εντόνων πιέσεων<ref>Mansi, VI, 590 κεξ</ref>. Κατά την ανάγνωση της δογματικής επιστολής του ''Κυρίλλου'' προς τον ''Ιωάννη Αντιοχείας'', πάντες στην αίθουσα διακήρυξαν τη συμφωνία τους στην πίστη του ''Κυρίλλου'' και αποδοκίμασαν τις απόψεις του ''Ευτυχή''<ref>Mansi, VI, 674 κεξ</ref>. Σε αυτό το σημείο οι κυριότεροι συνεργάτες του Διοσκόρου, ο ''Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων'' μαζί με τον ''Πέτρο Κορίνθου'' αλλά και την πλειονότητα των επισκόπων του ''Α. Ιλλυρικού'' και της ''Αιγύπτου'', απεδέχθησαν την ορθοδοξία του ''Κυρίλλου'' και του ''Φλαβιανού'', ουσιαστικά εγκαταλείποντας τον, αν και ο ίδιος παρέμενε σταθερά πεπεισμένος για την ορθή καταδίκη του Φλαβιανού<ref>Mansi, VI, 678-680 κεξ</ref>.
Η πρόταση μετά το τέλος του κατηγορητηρίου ήταν αποπομπή όλων των εμπλεκομένων επισκόπων στην καταδίκη του Φλαβιανού, στη «''Ληστρική''» σύνοδο της ''Εφέσου'', παρά την ηπιότερη προσέγγιση των ελλαδικών επισκόπων<ref>Mansi, VI, 902-936 κεξ</ref>. Η εκδικητική διάθεση όμως των παπικών αντιπροσώπων για τον αναθεματισμό του Πάπα Λέοντα και η ευνόητη εμπάθεια των Αντιοχειανών εναρμονίστηκαν με τις βεβιασμένες και ακραίες επιλογές των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 645</ref> με αποτέλεσμα την κρίση των εξαρχόντων της «''Ληστρικής''» Συνόδου και την αποχώρησή τους από τη σύνοδο. Το ζήτημα έτσι πλέον εισήλθε στο δογματικό Όρο της συνόδου. Αρχικά παρατηρήθηκε διστακτικότητα στην καταγραφή συγκεκριμένου δογματικού όρου, κάτι που επιδείκνυε διάθεση να τεθεί ως βάση ο ''Τόμος Λέοντος''<ref>Mansi, VI, 953 κεξ</ref>. Οι ελλαδικοί όμως επίσκοποι είχαν σαφείς επιφυλάξεις σε κάποιες διατυπώσεις οι οποίες άφηναν περιθώρια νεστοριανικών ερμηνειών<ref>Mansi, VI, 953 κεξ</ref>. Η προσπάθεια του Αέτιου να καταδείξει ότι επίμαχες φράσεις συνταυτίζονται με τη διδασκαλία του Κυρίλλου, μάλλον δεν έπεισε και γι αυτό δόθηκε προθεσμία 5 ημερών μέχρι την απόφαση υπογραφής του Τόμου, προς τους συγκεκριμένους επισκόπους<ref>Mansi, VI, 974 κεξ</ref>. Στη τρίτη συνεδρία στις 13 Οκτωβρίου, κλήθηκε ο Διόσκορος σε τελική απολογία. Ο ίδιος δεν παρέστη<ref>Mansi, VI, 1038 κεξ</ref> και έτσι καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μια απόφαση η οποία περιορίστηκε σε μόνο αίτιο τη μη απολογία του ενώπιον της συνόδου<ref>Mansi, VI, 1094 κεξ</ref>. Ο ίδιος ''Διόσκορος'' ποτέ δεν ταυτιζόταν με τις ακραίες απόψεις του Ευτυχή, καθώς παρέμενε πιστά προσηλωμένος με τις απόψεις του Κυρίλλου, η αποδοχή όμως των απόψεών του προφανώς προήλθε «από «''από τη συγκάλυψη των αιρετικών δοξασιών στην Ομολογία πίστεως, την οποία υπέβαλλε προς το Διόσκορο και τη σύνοδο της Εφέσου''»<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 647</ref>. Οι εναπομείναντες επίσκοποι Αιγύπτου, παρότι συμφώνησαν με τη σύνοδο, ζήτησαν να μην υπογράψουν την πράξη, με πρόσχημα τον καταστατικό κανόνα της Αιγυπτιακής διοικήσεως, η οποία του υποχρέωνε να ακολουθούν μόνο τις αποφάσεις του επισκόπου τους. Έτσι ζήτησαν να τις προσυπογράψουν μετά την εκλογή νέου επισκόπου. Οι ίδιοι ερμηνεύοντας το κλίμα που επικρατούσε στη δικαιοδοσία τους, πίστευαν πως μία τέτοια κίνηση θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους<ref>Mansi, VIΙ, 53-60 κεξ</ref>. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους υπολοίπους, με αποτέλεσμα τις τραγικές εξελίξεις μετά το πέρας της συνόδου στην Αίγυπτο.
Βάση τελικώς του δογματικού όρου της συνόδου τέθηκαν τα σύμβολα των [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Α΄]] και [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ Οικουμενικών Συνόδων]], οι επιστολές του ''Κυρίλλου'' προς τον ''Ιωάννη Αντιοχείας'' και ο ''Τόμος του Πάπα Ρώμης Λέοντος''. Έτσι στην Πέμπτη συνεδρία τέθηκε το θέμα του Όρου. Μερικοί ανατολικοί επίσκοποι έθεσαν πάλι το ζήτημα της αποδοχής του Τόμου Λέοντος, οι επιφυλάξεις όμως ήταν αρκετές με αποτέλεσμα ήδη μια επιτροπή να έχει ξεκινήσει της διαδικασία σύνταξης ενός κοινά αποδεκτού όρου<ref>Mansi, VIΙ, 99 κεξ</ref>. Για το γεγονός δυσφόρησαν μάλιστα έντονα οι παπικοί εκπρόσωποι που απείλησαν εκ νέου με αποχώρηση, αλλά η σθεναρή αντίσταση από τους ελλαδικούς και επισκόπους και του Ανατολίου, δεν άφηνε περιθώρια για επιβολή του Τόμου. Η διαφωνία προφανώς προήλθε από την διατύπωση περί της φύσης του Χριστού. Έτσι οι ελλαδικοί επίσκοποι πρότειναν τον όρο «''εκ δύο φύσεων''» το οποίο άφηνε περιθώρια για μία φύση μετά την ένωση, ώστε να μην περιπέσουν σε νεστοριανή ερμηνεία, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι «''εν δύο φύσεσιν''», το οποίο απέκλειε κάθε μονοφυσιτική. Η ασάφεια τελικά φαίνεται να παρέμεινε και μετά τη σύνοδο, αφού το ελληνικό πρωτότυπο διασώζει τελικά τον πρώτο όρο, ενώ η λατινική τον δεύτερο, αλλά είναι προφανές ότι κατά την συνεδρία επικράτησε σαφώς ο όρος «''εν δύο φύσεσι''»<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 255</ref>. Έτσι στην έκτη συνεδρία στις 25 Οκτωβρίου του 451, παρουσία των Αυτοκρατόρων ''Μαρκιανού'' και ''Πουλχερίας'', υπογράφηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα ο όρος της συνόδου από όλα τα μέλη της εκκλησίας<ref>Mansi, VIΙ, 129 κεξ</ref>, ενώ προαναγγέλθηκε το έργο κατά τις επόμενες συνεδρίες για την επίλυση κανονικών ζητημάτων<ref>Mansi, VIΙ, 170 κεξ</ref>. Οι συνεδρίες της συνόδου ήταν πιθανώς 17<ref>SAC, τ. IΙ, 1, 1 σελίς 55</ref> και κήρυξε περάτωση εργασιών στις 1 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης