Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(επαναφορά 1)
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
  
 
Κατά τη [[Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο]] αντιμετωπίστηκε συνοδικώς για πρώτη φορά από το σύνολο του εκκλησιαστικού πληρώματος, το πρόβλημα της φύσεως και της ενώσεως θεϊκής και ανθρωπίνης φύσεως, στο πρόσωπο του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]]. Σε αυτή τη σύνοδο η κύρια προσπάθεια των συνοδικών πατέρων ήταν ο ορισμός μιας κοινής θεολογικής διατύπωσης του ''χριστολογικού δόγματος'', διότι οι δύο μεγάλες θεολογικές παραδόσεις, απέκλιναν με βάση τη θεολογική τους προσέγγιση στο ζήτημα της ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύση. Το πρώτο έναυσμα όμως είχε δοθεί από τον ''Απολλινάριο'', ένα σεβαστό [[Επίσκοπος|επίσκοπο]] της εκκλησίας, που είχε διεξάγει σημαντικό αγώνα κατά του [[Αρειανισμός|Αρειανισμού]]. Οι θέσεις του ''Απολλινάριου'' στην προσπάθεια αναίρεσης του ''Αρειανισμού'', δε παρέμειναν στα συνήθως αυστηρά πλαίσια της ''τριαδολογίας'', αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλα ζητήματα της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου, όπως τη χριστολογία του, η οποία πέρα από την υποστήριξη της κτιστότητας τού Υιού και την κατωτερότητά του, κερμάτιζε και την ανθρωπότητα τού Ιησού, αφού δε δεχόταν ψυχή στην ενωθείσα υπόστασή Του. Ο ''Απολλινάριος'', όμως στην προσπάθεια αυτή, διατύπωσε την θέση πως ο [[Ιησούς Χριστός|Ιησούς]] έχει μεν ψυχή, αλλά κατά το πλατωνικό τριμερές πρότυπο, όχι ''λογική ψυχή'', που τη θέση της κατέλαβε ο Λόγος. Η εκκλησία καταδίκασε την διδασκαλία αυτή, αντιμετωπίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία το σεβάσμιο πρόσωπό του, το οποίο δε δέχθηκε προσωπικό αναθεματισμό. Ο [[Απολλιναρισμός]] όμως διετέλεσε τον πρόδρομο του ''μονοφυσιτισμού'', δηλαδή της ακριβώς αντίθετης χριστολογικής προσέγγισης ως προς το νεστοριανισμό στο ζήτημα της εκκλησιαστικής χριστολογίας, αφού δεχόταν πως εφόσον υπάρχουν δύο φύσεις, θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχουν και δύο πρόσωπα και εφόσον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ανθρώπινη φύση αφομοιώθηκε (όχι όμως και απαλείφθηκε) από τη θεϊκή.
 
Κατά τη [[Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο]] αντιμετωπίστηκε συνοδικώς για πρώτη φορά από το σύνολο του εκκλησιαστικού πληρώματος, το πρόβλημα της φύσεως και της ενώσεως θεϊκής και ανθρωπίνης φύσεως, στο πρόσωπο του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]]. Σε αυτή τη σύνοδο η κύρια προσπάθεια των συνοδικών πατέρων ήταν ο ορισμός μιας κοινής θεολογικής διατύπωσης του ''χριστολογικού δόγματος'', διότι οι δύο μεγάλες θεολογικές παραδόσεις, απέκλιναν με βάση τη θεολογική τους προσέγγιση στο ζήτημα της ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύση. Το πρώτο έναυσμα όμως είχε δοθεί από τον ''Απολλινάριο'', ένα σεβαστό [[Επίσκοπος|επίσκοπο]] της εκκλησίας, που είχε διεξάγει σημαντικό αγώνα κατά του [[Αρειανισμός|Αρειανισμού]]. Οι θέσεις του ''Απολλινάριου'' στην προσπάθεια αναίρεσης του ''Αρειανισμού'', δε παρέμειναν στα συνήθως αυστηρά πλαίσια της ''τριαδολογίας'', αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλα ζητήματα της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου, όπως τη χριστολογία του, η οποία πέρα από την υποστήριξη της κτιστότητας τού Υιού και την κατωτερότητά του, κερμάτιζε και την ανθρωπότητα τού Ιησού, αφού δε δεχόταν ψυχή στην ενωθείσα υπόστασή Του. Ο ''Απολλινάριος'', όμως στην προσπάθεια αυτή, διατύπωσε την θέση πως ο [[Ιησούς Χριστός|Ιησούς]] έχει μεν ψυχή, αλλά κατά το πλατωνικό τριμερές πρότυπο, όχι ''λογική ψυχή'', που τη θέση της κατέλαβε ο Λόγος. Η εκκλησία καταδίκασε την διδασκαλία αυτή, αντιμετωπίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία το σεβάσμιο πρόσωπό του, το οποίο δε δέχθηκε προσωπικό αναθεματισμό. Ο [[Απολλιναρισμός]] όμως διετέλεσε τον πρόδρομο του ''μονοφυσιτισμού'', δηλαδή της ακριβώς αντίθετης χριστολογικής προσέγγισης ως προς το νεστοριανισμό στο ζήτημα της εκκλησιαστικής χριστολογίας, αφού δεχόταν πως εφόσον υπάρχουν δύο φύσεις, θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχουν και δύο πρόσωπα και εφόσον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ανθρώπινη φύση αφομοιώθηκε (όχι όμως και απαλείφθηκε) από τη θεϊκή.
 +
 +
=== Οι λόγοι και το ιστορικό της σύγκλησης ===
 +
 +
Ο «''Όρος των Διαλλαγών''», μετά την ''Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο'' είναι βέβαιο πως μπορεί να ικανοποίησε τις μετριοπαθείς προσεγγίσεις των θεολογικών σχολών, κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη και με τις ακραίες τάσεις, οι οποίες θεωρούσαν τον όρο ως έκπτωση. Η αρχή μάλιστα δόθηκε από τους ''Αντιοχειανούς θεολόγους'', οι οποίοι παρερμήνευαν συστηματικά των «''Όρο των Διαλλαγών''» με βάση τα δεδομένα της θεολογίας τους, αφετέρου επανέφεραν στο προσκήνιο τα έργα του ''Θεοδώρου Μοψουεστίας'' και του ''Διοδώρου Ταρσού'' για να ακυρώσουν την απαγόρευση των έργων του ''Νεστορίου'', που μάλιστα εξέφραζε μετριοπαθέστερες απόψεις από ότι ο Θεόδωρος και ο Διόδωρος<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594</ref>. Τα νέα αυτά έφτασαν και στον [[Κύριλλος Αλεξανδρείας|Κύριλλο]], ο οποίος προσπάθησε να αναιρέσει αυτή τη θεολογία<ref>PG 77, 344-345</ref>, ενώ υπήρξε και μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο κορυφής, για να σταματήσει η επιρροή του έργου των δύο θεολόγων στην περιοχή της ''Μ. Ασίας'' και γενικότερα της Ανατολής. Οι Αντιοχειανοί πλέον πρόσαπταν στον ''Κύριλλο'' αιρετικές δοξασίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, γι αυτό και ο ίδιος χωρίς δυσκολία τις καταδίκαζε<ref>PG 77, 225</ref>. Ο ίδιος δε, θεωρούσε πως στόχο είχαν να τον διασύρουν προσωπικά, συνάμα με τη θεολογία του και πως αυτές οι διδασκαλίες τού αποδίδονταν λόγω «τ''ης προπετείας της εν Εφέσσω καθ ημών γενομένοις ευρυσιολογείν τοιαύτα τινά ινά μη δοκείν μάτην κεκίνησθαι, ελέγχει γαρ αυτούς το σύνειδος''»<ref>PG 77, 289</ref>. Μάλιστα αποδεικνύεται από σειρά επιστολών του Κυρίλλου, πως οι Αντιοχειανοί είχαν υπερβεί «''κάθε έννοια θρησκευτικού φανατισμού και έφθαναν πολλές φορές σε απαράδεκτες διώξεις κάθε αντιφρονούντος''»<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594</ref>. Έτσι ο θάνατος των ''Κυρίλλου Αλεξανδρείας'' (444), ''Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως'' (446) και ''Ιωάννη Αντιοχείας'' (442) και η αντικατάστασή τους, επανέφερε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση τις ακραίες τάσεις των δύο πλευρών.
 +
 +
Οι κινήσεις όμως των αντιοχειανών θεολόγων δεν άφησε αδιάφορους τους αντινεστοριανούς, οι οποίοι με πρωτεργάτη τον ''Ευτυχή'', ένα αρχιμανδρίτη μοναχό από στην Κωνσταντινούπολη συνεργάτη του ''Κυρίλλου'' στον αγώνα κατά του ''Νεστορίου'', αντέδρασαν στην αντιοχειανή επιθετικότητα. Η επιρροή του Ευτυχή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη μέσα στο παλάτι, ενώ οι μονοφυσιτικές τάσεις στην Ανατολή ενισχύθηκαν περαιτέρω με την άνοδο στο επισκοπικό αξίωμα του ''Διοσκόρου'' στην ''Αλεξάνδρεια'', ο οποίος στήριζε μονοφυσιτικές απόψεις, έστω και όχι σε ακραίο επίπεδο. Ο Ευτυχής όμως υποστήριζε ακραίες μονοφυσιτικές τάσεις στην προσπάθεια να αντικρούσει τους αντιοχειανούς και θεολογούσε πως «''τας γαρ δύο φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος μετά την ένωσιν συγκραθήναι και εις μίαν αποτελεσθήναι φύσιν''», ενώ εξέφραζε πως στη θεότητα προσαρμόζονταν και τα πάθη<ref>Ζωναράς και Βαλσάμων, ΡΠΣ ΙΙ, 216</ref>. Έτσι ομολογούσε «''εκ δύο φύσεων γεγένησθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μία φύσιν ομολογώ''»<ref>Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio (MCC) VI, 744. HAC II, 165. SAC II 1, 1 σελίς 143 ()</ref>. Μια τέτοια διδασκαλία φυσικά ερχόταν σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δε δεχόταν ούτε σύγχυση, ούτε τροπή. Ο Ευτυχής δε, προχωρούσε ακόμα περισσότερο, αφού πέρα από την αποδοχή  της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως από την θεϊκή, δε δεχόταν και το ομοούσιο της ανθρωπότητος του Ιησού προς την ανθρώπινη φύση, αφού μπορεί να είναι ανθρώπινο, αλλά όχι «''ομοούσιον ημίν, επειδή είδα αυτόν θεόν ημών''»<ref> Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159</ref>. Η υπόθεση αυτή προφανώς προερχόταν από τη μη διάκριση «''μεταξύ φύσεως και προσώπου''», αφού «''αμφότεροι (Ευτυχής και Νεστόριος) εταύτιζον τας δύο ταύτας έννοιας, φρονούντες ότι φύσιν και πρόσωπον είναι αχώριστα''»<ref> Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159</ref>. Όπως όμως και στην περίπτωση του ''Νεστοριανισμού'', όπου και το θεολογικό αισθητήριο των αλεξανδρινών θεολόγων λειτούργησε προς την κατάδειξη των εσφαλμένων θεολογικών προτάσεων, έτσι τώρα αντιστοίχως κλήθηκαν οι αντιοχειανοί θεολόγοι να καταδείξουν πως αυτή η θεολογική πρόταση δε συμβιβάζετε προς τη θεολογία του Κυρίλλου και της ''Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου''. Άμεσα λοιπόν ο ''Δόμνος Αντιοχείας'' κατήγγειλε τις απόψεις του ''Ευτυχή'', ενώ ο [[Θεοδώρητος Κύρου]] ανέλαβε τη θεολογική αναίρεσή του<ref> Με το έργο Ερανιστής. PG 83, 28-317</ref>. Στην ''Κωνσταντινούπολη'' μάλιστα σύνοδος, το Νοέμβρη του 448, αναθεμάτισε τις απόψεις του ''Ευτυχή'', ο οποίος όμως δεν εξέλαβε σοβαρά τις αποφάσεις αυτές και ουδέποτε εφάρμοσε τα πρακτικά της συνόδου.
 +
 +
Μετά τα γεγονότα αυτά, η διαμάχη έλαβε οικουμενικές διαστάσεις. Το ζήτημα έφτασε μέχρι τη ''Ρώμη'', όπου ο [[Πάπας Λέων]] δεν έδειξε να συμμερίζεται τις απόψεις του Ευτυχή και αντ’αυτού, εξέδωσε δογματικό Τόμο, υποστηρίζοντας τις δυοφυσιτικές απόψεις, των ''Δόμνου Αντιοχείας'', ''Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως'' και  της θεολογίας του «''Όρου των Διαλλαγών''»<ref>T.H.Bindley-F.W.Green μν.ε.σ.159 εξ.</ref>. Ο Αυτοκράτορας όμως ''Θεοδόσιος Β΄'', ήταν δυσαρεστημένος από την αξίωση καταδίκης του ''Ευτυχή'' (και ιδίως ο ''Χρυσάφιος'', ευνούχος και πρωθυπουργός της Αυτοκρατορίας), αλλά και λόγω της απόρριψης της ''Πουλχερίας'' να καρή από την τοπική εκκλησία στη θέση της διακόνισσας, και έτσι συγκάλεσε σύνοδο με «''αποκρυπτώμενον σκοπόν της αθωώσεως του Ευτυχούς και της καταδίκης του Φλαβιανού''»<ref>SAC II, 1, 1 σελίς 35</ref>. Η σύνοδος αυτή συνεκλήθη στην ''Έφεσο το 449'' και τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν εντός αυτής καθώς και οι αποφάσεις που ελήφθησαν της απέδωσαν το όνομα «''ληστρική''» (''latrocinium Ephesinum''). Διεξήχθη δε μέσω πρωτοφανούς βίας και επικύρωσε τη Μονοφυσιτική ορολογία, του Ευτυχή καθαιρώντας τους αντιφρονούντες επισκόπους, αποστέλλοντας δε μερικούς στην εξορία. Όταν μαθεύτηκαν τα γενόμενα στη σύνοδο της Εφέσου «''εσημειώθη πανταχού γενική κατακραυγή και εξέγερσις κατά των βιαιοτήτων και των εσπευσμένων  και αδίκων και πεπλανημένων αποφάσεων αυτής''»<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 167</ref>. Έτσι άμεσα προτάθηκε η ακύρωση αυτής και διενέργεια νέας αυτή τη φορά [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Οικουμενικής Συνόδου]], η απόφαση της οποίας πάρθηκε σε σύνοδο της Ρώμης, το 449.
 +
 +
== Η σύνοδος ==
 +
 +
===Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου===

Αναθεώρηση της 19:26, 12 Οκτωβρίου 2008

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της Χαλκηδόνας, αποκαλείται η εκκλησιαστική σύνοδος που διενεργήθηκε στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το 451. Συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, προήδρευσαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος και ως κύριο στόχο είχε «την καταδίκη της αντιθέτου προς το νεστοριανισμό αιρέσεως του μονοφυσιτισμού»[1].

Οι χριστολογικές τάσεις των δύο μεγάλων θεολογικών σχολών παρά τη σημαντική συμφωνία στα πλαίσια του «Όρου των Διαλλαγών» συνέχιζαν να κινούνται προς αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Άλλωστε «η ασάφεια του Όρου των Διαλλαγών ήταν συνέπεια των διαφορετικών προϋποθέσεων των δύο θεολογικών παραδόσεων, καθώς η επιλεκτική ορολογία του προσφερόταν για ποικίλες θεολογικές αξιολογήσεις»[2], τη στιγμή που βασικό πρόβλημα παρέμενε η σύγχυση των όρων πρόσωπο και υπόσταση. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος μετά από μια ταραχώδη περίοδο ήρθε ως το αναγκαίο επιστέγασμα της διασφάλισης της καθολικής πλειοψηφίας του σώματος των μελών της εκκλησίας ως προς την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, την επικύρωση στην πίστη του συμβόλου της Πίστεως τόσο της Νίκαιας, όσο και της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού κανόνα της ορθοδόξου εκκλησίας σύμφωνα με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος, το οποίο για περισσότερο από 80 έτη βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής διαμάχης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Ημερομηνία 451
Τόπος Χαλκηδόνα Κωνσταντινουπόλεως
Αποδοχή Ορθόδοξη Εκκλησία, Καθολική εκκλησία, Αγγλικανική εκκλησία, Λουθηρανισμός.
Προηγούμενη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος)
Επόμενη Ε΄ Οικουμενική Συνόδος (Β΄ Κωνσταντινούπολης)
Συγκλήθηκε από Μαρκιανός και Πουλχερία
Προήδρευσε Ανατόλιος Αλεξανδρείας, αντιπρόσωποι του Πάπα
Συμμετοχή Περίπου 630 επίσκοποι.
Λόγοι σύγκλησης Νεστοριανισμός,
Μονοφυσιτισμός
Υπόσταση Ιησού Χριστού
Διοκητική οργάνωση της Εκκλησίας



Η πορεία προς τη σύνοδο

Εισαγωγή

Κατά τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο αντιμετωπίστηκε συνοδικώς για πρώτη φορά από το σύνολο του εκκλησιαστικού πληρώματος, το πρόβλημα της φύσεως και της ενώσεως θεϊκής και ανθρωπίνης φύσεως, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Σε αυτή τη σύνοδο η κύρια προσπάθεια των συνοδικών πατέρων ήταν ο ορισμός μιας κοινής θεολογικής διατύπωσης του χριστολογικού δόγματος, διότι οι δύο μεγάλες θεολογικές παραδόσεις, απέκλιναν με βάση τη θεολογική τους προσέγγιση στο ζήτημα της ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύση. Το πρώτο έναυσμα όμως είχε δοθεί από τον Απολλινάριο, ένα σεβαστό επίσκοπο της εκκλησίας, που είχε διεξάγει σημαντικό αγώνα κατά του Αρειανισμού. Οι θέσεις του Απολλινάριου στην προσπάθεια αναίρεσης του Αρειανισμού, δε παρέμειναν στα συνήθως αυστηρά πλαίσια της τριαδολογίας, αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλα ζητήματα της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου, όπως τη χριστολογία του, η οποία πέρα από την υποστήριξη της κτιστότητας τού Υιού και την κατωτερότητά του, κερμάτιζε και την ανθρωπότητα τού Ιησού, αφού δε δεχόταν ψυχή στην ενωθείσα υπόστασή Του. Ο Απολλινάριος, όμως στην προσπάθεια αυτή, διατύπωσε την θέση πως ο Ιησούς έχει μεν ψυχή, αλλά κατά το πλατωνικό τριμερές πρότυπο, όχι λογική ψυχή, που τη θέση της κατέλαβε ο Λόγος. Η εκκλησία καταδίκασε την διδασκαλία αυτή, αντιμετωπίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία το σεβάσμιο πρόσωπό του, το οποίο δε δέχθηκε προσωπικό αναθεματισμό. Ο Απολλιναρισμός όμως διετέλεσε τον πρόδρομο του μονοφυσιτισμού, δηλαδή της ακριβώς αντίθετης χριστολογικής προσέγγισης ως προς το νεστοριανισμό στο ζήτημα της εκκλησιαστικής χριστολογίας, αφού δεχόταν πως εφόσον υπάρχουν δύο φύσεις, θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχουν και δύο πρόσωπα και εφόσον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ανθρώπινη φύση αφομοιώθηκε (όχι όμως και απαλείφθηκε) από τη θεϊκή.

Οι λόγοι και το ιστορικό της σύγκλησης

Ο «Όρος των Διαλλαγών», μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο είναι βέβαιο πως μπορεί να ικανοποίησε τις μετριοπαθείς προσεγγίσεις των θεολογικών σχολών, κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη και με τις ακραίες τάσεις, οι οποίες θεωρούσαν τον όρο ως έκπτωση. Η αρχή μάλιστα δόθηκε από τους Αντιοχειανούς θεολόγους, οι οποίοι παρερμήνευαν συστηματικά των «Όρο των Διαλλαγών» με βάση τα δεδομένα της θεολογίας τους, αφετέρου επανέφεραν στο προσκήνιο τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας και του Διοδώρου Ταρσού για να ακυρώσουν την απαγόρευση των έργων του Νεστορίου, που μάλιστα εξέφραζε μετριοπαθέστερες απόψεις από ότι ο Θεόδωρος και ο Διόδωρος[3]. Τα νέα αυτά έφτασαν και στον Κύριλλο, ο οποίος προσπάθησε να αναιρέσει αυτή τη θεολογία[4], ενώ υπήρξε και μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο κορυφής, για να σταματήσει η επιρροή του έργου των δύο θεολόγων στην περιοχή της Μ. Ασίας και γενικότερα της Ανατολής. Οι Αντιοχειανοί πλέον πρόσαπταν στον Κύριλλο αιρετικές δοξασίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, γι αυτό και ο ίδιος χωρίς δυσκολία τις καταδίκαζε[5]. Ο ίδιος δε, θεωρούσε πως στόχο είχαν να τον διασύρουν προσωπικά, συνάμα με τη θεολογία του και πως αυτές οι διδασκαλίες τού αποδίδονταν λόγω «της προπετείας της εν Εφέσσω καθ ημών γενομένοις ευρυσιολογείν τοιαύτα τινά ινά μη δοκείν μάτην κεκίνησθαι, ελέγχει γαρ αυτούς το σύνειδος»[6]. Μάλιστα αποδεικνύεται από σειρά επιστολών του Κυρίλλου, πως οι Αντιοχειανοί είχαν υπερβεί «κάθε έννοια θρησκευτικού φανατισμού και έφθαναν πολλές φορές σε απαράδεκτες διώξεις κάθε αντιφρονούντος»[7]. Έτσι ο θάνατος των Κυρίλλου Αλεξανδρείας (444), Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (446) και Ιωάννη Αντιοχείας (442) και η αντικατάστασή τους, επανέφερε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση τις ακραίες τάσεις των δύο πλευρών.

Οι κινήσεις όμως των αντιοχειανών θεολόγων δεν άφησε αδιάφορους τους αντινεστοριανούς, οι οποίοι με πρωτεργάτη τον Ευτυχή, ένα αρχιμανδρίτη μοναχό από στην Κωνσταντινούπολη συνεργάτη του Κυρίλλου στον αγώνα κατά του Νεστορίου, αντέδρασαν στην αντιοχειανή επιθετικότητα. Η επιρροή του Ευτυχή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη μέσα στο παλάτι, ενώ οι μονοφυσιτικές τάσεις στην Ανατολή ενισχύθηκαν περαιτέρω με την άνοδο στο επισκοπικό αξίωμα του Διοσκόρου στην Αλεξάνδρεια, ο οποίος στήριζε μονοφυσιτικές απόψεις, έστω και όχι σε ακραίο επίπεδο. Ο Ευτυχής όμως υποστήριζε ακραίες μονοφυσιτικές τάσεις στην προσπάθεια να αντικρούσει τους αντιοχειανούς και θεολογούσε πως «τας γαρ δύο φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος μετά την ένωσιν συγκραθήναι και εις μίαν αποτελεσθήναι φύσιν», ενώ εξέφραζε πως στη θεότητα προσαρμόζονταν και τα πάθη[8]. Έτσι ομολογούσε «εκ δύο φύσεων γεγένησθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μία φύσιν ομολογώ»[9]. Μια τέτοια διδασκαλία φυσικά ερχόταν σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δε δεχόταν ούτε σύγχυση, ούτε τροπή. Ο Ευτυχής δε, προχωρούσε ακόμα περισσότερο, αφού πέρα από την αποδοχή της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως από την θεϊκή, δε δεχόταν και το ομοούσιο της ανθρωπότητος του Ιησού προς την ανθρώπινη φύση, αφού μπορεί να είναι ανθρώπινο, αλλά όχι «ομοούσιον ημίν, επειδή είδα αυτόν θεόν ημών»[10]. Η υπόθεση αυτή προφανώς προερχόταν από τη μη διάκριση «μεταξύ φύσεως και προσώπου», αφού «αμφότεροι (Ευτυχής και Νεστόριος) εταύτιζον τας δύο ταύτας έννοιας, φρονούντες ότι φύσιν και πρόσωπον είναι αχώριστα»[11]. Όπως όμως και στην περίπτωση του Νεστοριανισμού, όπου και το θεολογικό αισθητήριο των αλεξανδρινών θεολόγων λειτούργησε προς την κατάδειξη των εσφαλμένων θεολογικών προτάσεων, έτσι τώρα αντιστοίχως κλήθηκαν οι αντιοχειανοί θεολόγοι να καταδείξουν πως αυτή η θεολογική πρόταση δε συμβιβάζετε προς τη θεολογία του Κυρίλλου και της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Άμεσα λοιπόν ο Δόμνος Αντιοχείας κατήγγειλε τις απόψεις του Ευτυχή, ενώ ο Θεοδώρητος Κύρου ανέλαβε τη θεολογική αναίρεσή του[12]. Στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα σύνοδος, το Νοέμβρη του 448, αναθεμάτισε τις απόψεις του Ευτυχή, ο οποίος όμως δεν εξέλαβε σοβαρά τις αποφάσεις αυτές και ουδέποτε εφάρμοσε τα πρακτικά της συνόδου.

Μετά τα γεγονότα αυτά, η διαμάχη έλαβε οικουμενικές διαστάσεις. Το ζήτημα έφτασε μέχρι τη Ρώμη, όπου ο Πάπας Λέων δεν έδειξε να συμμερίζεται τις απόψεις του Ευτυχή και αντ’αυτού, εξέδωσε δογματικό Τόμο, υποστηρίζοντας τις δυοφυσιτικές απόψεις, των Δόμνου Αντιοχείας, Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως και της θεολογίας του «Όρου των Διαλλαγών»[13]. Ο Αυτοκράτορας όμως Θεοδόσιος Β΄, ήταν δυσαρεστημένος από την αξίωση καταδίκης του Ευτυχή (και ιδίως ο Χρυσάφιος, ευνούχος και πρωθυπουργός της Αυτοκρατορίας), αλλά και λόγω της απόρριψης της Πουλχερίας να καρή από την τοπική εκκλησία στη θέση της διακόνισσας, και έτσι συγκάλεσε σύνοδο με «αποκρυπτώμενον σκοπόν της αθωώσεως του Ευτυχούς και της καταδίκης του Φλαβιανού»[14]. Η σύνοδος αυτή συνεκλήθη στην Έφεσο το 449 και τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν εντός αυτής καθώς και οι αποφάσεις που ελήφθησαν της απέδωσαν το όνομα «ληστρική» (latrocinium Ephesinum). Διεξήχθη δε μέσω πρωτοφανούς βίας και επικύρωσε τη Μονοφυσιτική ορολογία, του Ευτυχή καθαιρώντας τους αντιφρονούντες επισκόπους, αποστέλλοντας δε μερικούς στην εξορία. Όταν μαθεύτηκαν τα γενόμενα στη σύνοδο της Εφέσου «εσημειώθη πανταχού γενική κατακραυγή και εξέγερσις κατά των βιαιοτήτων και των εσπευσμένων και αδίκων και πεπλανημένων αποφάσεων αυτής»[15]. Έτσι άμεσα προτάθηκε η ακύρωση αυτής και διενέργεια νέας αυτή τη φορά Οικουμενικής Συνόδου, η απόφαση της οποίας πάρθηκε σε σύνοδο της Ρώμης, το 449.

Η σύνοδος

Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου

  1. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 157
  2. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 620
  3. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594
  4. PG 77, 344-345
  5. PG 77, 225
  6. PG 77, 289
  7. Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594
  8. Ζωναράς και Βαλσάμων, ΡΠΣ ΙΙ, 216
  9. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio (MCC) VI, 744. HAC II, 165. SAC II 1, 1 σελίς 143 ()
  10. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159
  11. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159
  12. Με το έργο Ερανιστής. PG 83, 28-317
  13. T.H.Bindley-F.W.Green μν.ε.σ.159 εξ.
  14. SAC II, 1, 1 σελίς 35
  15. Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 167