Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Γεδεών Μανουήλ

Αναθεώρηση ως προς 21:17, 26 Νοεμβρίου 2008 από τον Agapornis (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Ιδιαίτερη συμβολή)

Ο Μανουήλ Γεδεών, ήταν λόγιος, συγγραφέας και ιστοριοδίφης, καθώς και μέγας χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την περίοδο του Μεσαίωνα, και μάλιστα προτιμούσε να λέγεται Μεσαιωνολόγος. Η συγγραφική του δραστηριότητα εκτείνεται σε περισσότερα από 70 χρόνια. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ιστοριοδίφες και έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο «τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης».[1]

Η ζωή του

Γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής. Το 1869 αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και άρχισε να ασχολείται με την δημοσιογραφία. Συνεργαστηκε αρχικά με την εφημερίδα "Κωνσταντινούπολις", που κυκλοφορούσε στα Ελληνικά, αλλά και με την τουρκόφωνη εφημερίδα "Μικρά Ασία". Αργότερα εξέδωσε ο ίδιος δύο ελληνόφωνες εβδομαδιαίες εφημερίδες, τις "Πρωία" (1876) και "Ανατολή" (1877), όμως αυτή η εκδοτική του δραστηριότητα δεν κράτησε πολύ. Από το 1881 έως το 1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας", του επίσημου οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ παράλληλα συνέχιζε την αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, που είχε από παλιότερα ξεκινήσει. Στις περιόδους από το 1882 έως το 1885, και από το 1888 έως το 1890 ήταν αρχισυντάκτης της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας" ενώ από το 1902 έως το 1923, επίτιμος διευθυντής της. Στο περιοδικό αυτό δημοσίευσε πλήθος ιστορικών μελετών, χειρόγραφους κώδικες ανέκδοτους έως τότε, καθώς και πατριαρχικά σιγίλλια και εκκλησιαστικά έγγραφα. Το 1897 διορίστηκε Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπότε από κει και πέρα είχε την ευκαιρία να αναδιφήσει το Πατριαρχικό αρχείο και να δημοσιεύσει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό από εκεί. Το 1901 δέχθηκε και το οφίκιο του Χρονογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 1920 του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων˙ το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας. Επίσης ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας. Κατά τη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του πατριάρχη Ιωακείμ, και αναμείχθηκε σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο, είτε τους Έλληνες της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως «οι ρωσικές βλέψεις επί του Αγίου Όρους, το Βουλγαρικό Σχίσμα, το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922)». [2] Από το 1921 διέμενε στην Αθήνα, όπου το 1926 ίδρυσε και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, “Μεσαιωνικά Γράμματα” (Α΄ 1933, Β΄ 1935). Πέθανε στην Αθήνα το 1943.

Το έργο του

Ο Μανουήλ Γεδεών ήταν πολυγραφότατος. Δημοσίευσε δεκάδες ογκώδη βιβλία και "περισσότερα από εφτακόσια δημοσιεύματα, διασκορπισμένα σε δυσεύρετα σήμερα έντυπα της Κωνσταντινούπολης και των Αθηνών, των οποίων δεν υπάρχει, δυστυχώς, πλήρης βιβλιογραφική αναγραφή".[3] Στις μελέτες του ασχολείται με διάφορα πράγματα: την μουσική, τη βιογραφία, τη γραμματολογία, την πολιτική και θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, την εικονογραφία και τη λαογραφία. Η έρευνά του επικεντρώνεται στην πατριαρχική ιστορία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την οποία αποκαλούσε «περίοδο των κάτω χρόνων» και την οποία, μαζί με την προεπαναστατική περίοδο, θεωρούσε ως συνέχεια του Μεσαίωνα. Το γεωγραφικό κέντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας ήταν η Κωνσταντινούπολη και η γύρω της περιοχή, όμως η αρχειοδιφική του έρευνα επεκτάθηκε και σε περιοχές όπως το Άγιον Όρος και η Πάτμος. Ο Γεδεών αγωνίστηκε να σώσει και την προφορική παράδοση, έχοντας την επίγνωση ότι η προφορική παράδοση συμπληρώνει τη γραπτή. Στα έργα του έχει καταγράψει μεγάλο μέρος της παράδοσης αυτής. Ο Ν. Τωμαδάκης τον χαρακτηρίζει ως "τον κατεξοχήν ιστοριογράφο και αναδιφητή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.[4] Επίσης συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, μαζί με τον Αθανάσιο Παπαδόπουλο-Κεραμέα και τον Κωνσταντίνο Σάθα.[5]

Ιδιαίτερη συμβολή

Το έργο του Μανουήλ Γεδεών βοηθά - εκτός των άλλων - στην αποσαφήνιση παρεξηγήσεων σχετικά με αγιοποιήσεις, όπως π.χ. στην περίπτωση της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας της Σαρανταπήχαινας, που από μερικούς θεωρήθηκε αγία της Ορθόδοξης Εκκλησίας που μάλιστα εορτάζει την 9η Αυγούστου. Σχετικά με αυτό ο Μανουήλ Γεδεών σημειώνει χαρακτηριστικά στο "Βυζαντινόν Εορτολόγιον":

“αν δε ποθ’ ευρεθή εν χειρογράφοις Συναξαρίοις ή Μηναίοις η μνήμη και της αλαζόνος βασιλίδος Ειρήνης της Αθηναίας, οφείλομεν και τούτο εις τον ηγούμενον του Στουδίου Θεόδωρον• αυτός εν επιστολή προς αυτήν λαμπρώς εγκώμιον αυτή πλέκων επαινεί…”.[6]

Επίσης, αναλύοντας το ερώτημα γιατί κάποιοι εικονομάχοι ή αυτοκράτορες όπως ο Ιουστινιανός Β' αναφέρονται σε παλιά συναξάρια, λέει ότι ήταν κτήτορες στην περιοχή τους και τιμώνταν στις τοπικές συνάξεις και από εκεί πέρασαν στα κοινά συναξάρια.

Μέθοδος

Ως ιστορικός ο Γεδεών δεν ακολολούθησε μια συγκεκριμένη μέθοδο, αλλά χρησιμοποίησε την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού. "Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων, το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν»."[7] Άλλο χαρακτηριστικό του είναι "η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων»".[8] Στα γραπτά του δεν χρησιμοποιούσε κεφαλαία γράμματα στις παραγράφους και περιόδους. Ο Γ. Βαλέτας θεωρεί ότι σε αυτό πιθανότατα μιμείται τους βυζαντινούς κωδικογράφους[9]

Γνωστά δημοσιευμένα έργα

Μερικά από τα γνωστά δημοσιευμένα έργα του Γεδεών είναι τα:

  • Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολις 1883),
  • Βυζαντινόν Εορτολόγιον (Κωνσταντινούπολις 1896),
  • Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια (Κωνσταντινούπολις 1910),
  • Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913 (Αθήναι 1932),
  • Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήναι 1934),
  • Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912 (Αθήναι 1936-1938),
  • Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913 (Αθήναι 1939).
  • Αγιοποιήσεις - Το καθεστώς της εν αγίοις συναριθμήσεως.
  • Ο Άθως.
  • Η πνευματική κίνησις του γένους κατά τον ΙΗ και ΙΘ αιώνα.
  • Μουσικαί διαχύσεις οικιακαί. Εγκρίδες ή λαλάγγια.

Βιβλιογραφία

  • Δέσποινας Καποδίστρια, "Μανουήλ Γεδεών, Ο τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης", στην Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχ. 471, Σεπτέμβριος 2007.
  • Εγκυκλοπαίδεια "Δομή" 2002-2004, τόμος 6.

Παραπομπές

  1. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια τόμος 4 (εκδ.1964) σελ. 242.
  2. "Μανουήλ Γεδεών, 'Ο τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης'" της Δέσποινας Καποδίστρια, Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107.
  3. Στο ίδιο.
  4. Ν. Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τ. 1 Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας, Έκδοσις 3η, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Μυρτίδη, 1965, σελ. 129.
  5. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια τόμος 4 (εκδ.1964) σελ. 242.
  6. Η δήθεν αγιοκατάταξη της Ειρήνης της Αθηναίας αναφέρεται και στην ΘΗΕ, η οποία παραθέτει ως βιβλιογραφία κάποια άγνωστη χειρόγραφη παράδοση: η πηγή που δίνει ο Ν. Τωμαδάκης, που έγραψε το άρθρο για την Ειρήνη την Αθηναία, είναι η BHG (#2205). Είναι δηλ. ο αδημοσίευτος βίος της Ειρήνης που καταχωρείται στην “Bibliotheca Hagiographica Graeca”, την συλλογή αγιολογικών κειμένων των Ιησουϊτών Βολλανδιστών, οι οποίοι έχουν μια τεράστια συλλογή σχετικών χειρογράφων. Βλ. >την ιστοσελίδα της Εταιρείας Βολλανδιστών
  7. "Μανουήλ Γεδεών, 'Ο τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης'" της Δέσποινας Καποδίστρια, Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107.
  8. Στο ίδιο.
  9. Γ. Βαλέτα, «Μανουήλ Γεδεών» (Νεκρολογία), Νέα Εστία 34 (1943) 1420.