Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Γάμος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
μ (Ο γάμος μέσα από τις ιστορικές πηγές)
Γραμμή 43: Γραμμή 43:
  
 
Επίσης, ο άγ. [[Νικόδημος Αγιορείτης|Νικόδημος ο Αγιορείτης]], στην ερμηνεία του στον [[Σύνοδος Γάγγρας (κανόνες)|ι΄ κανόνα της ίδιας συνόδου]], σημειώνει ότι ''"ούτος ο κανών αναθεματίζει εκείνους όπου παρθενεύουν μεν διά την αγάπην του Κυρίου, υπερηφανεύονται δε εναντίον εις τους έχοντας νόμιμον γάμον"''<ref>Νικοδήμου Αγιορείτου, ''[[Πηδάλιον]]'' (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 400.</ref>.
 
Επίσης, ο άγ. [[Νικόδημος Αγιορείτης|Νικόδημος ο Αγιορείτης]], στην ερμηνεία του στον [[Σύνοδος Γάγγρας (κανόνες)|ι΄ κανόνα της ίδιας συνόδου]], σημειώνει ότι ''"ούτος ο κανών αναθεματίζει εκείνους όπου παρθενεύουν μεν διά την αγάπην του Κυρίου, υπερηφανεύονται δε εναντίον εις τους έχοντας νόμιμον γάμον"''<ref>Νικοδήμου Αγιορείτου, ''[[Πηδάλιον]]'' (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 400.</ref>.
 +
 +
==Αιρετικές δοξασίες και πλάνες περί του γάμου==
  
 
==Υποσημειώσεις==
 
==Υποσημειώσεις==

Αναθεώρηση της 22:35, 15 Ιανουαρίου 2009

Ο Γάμος της Κανά

Γάμος αποκαλείται το μυστήριο της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά το οποίο "συνάπτεται φυσικός δεσμός μεταξύ ανδρός και γυναικός ελεύθερα σε ισόβια κοινωνία και εξαγιαζόμενος προς πλήρη επίτευξη του θείου σκοπού του μυστηρίου αυτού"[1]. Είναι μυστήριο ήδη θεσπισμένο με την ευλογία του Θεού κατά τη δημιουργία, αφού στον περιούσιο λαό θεωρείται μυστήριο που έχει την αρχή του στη δημιουργική πλάση[2] ενώ ομολογείται, όπως και η καταβολή του και από τα λόγια του Ιησού Χριστού[3].

Θεολογία

Όπως υπομνηματίζει ο Μέγας Βασίλειος, η ένωση του άνδρα και της γυναίκας με φυσικό δεσμό και την ευλογία του Θεού είναι η βάση του μυστηρίου[4]. Οι πατέρες στην περίπτωση του γάμου, πάντοτε εξάρουν αυτό το φυσικό δεσμό, υπομνηματίζουν τις συνέπειες της απόκτησης παιδιών και συνάμα τονίζουν πως αυτές οι συνέπειες είναι αντίδοτο κατά του θανάτου. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος και του Ιωάννου Δαμασκηνού πως σκοπός αυτής της ευλογημένης ένωσης είναι η καταπολέμηση του έσχατου εχθρού του ανθρώπου, που είναι ο θάνατος[5]. Έτσι ο γάμος στο εκκλησιαστικό σώμα αποτελεί τη βασική λειτουργία συνέχισης και ολοκλήρωσης της ιστορικής πορείας προς τελείωση και γι αυτό το λόγο το μυστήριο αυτό στην εκκλησία του παρακλήτου, αποτελεί ένα ακόμα κομμάτι της τελείωσης αυτής. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Απόστολος Παύλος, παραλληλίζει το γάμο ανδρός και γυναικός με την ένωση της νύμφης εκκλησίας με το νυμφίο Χριστό[6], δηλώνοντας ουσιαστικά πως τελικά η σύζευξη είναι δεσμός φυσικός και πνευματικός διαμέσου της ευλογίας του Θεού και του εκκλησιαστικού αγιασμού[7]. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και το μέγεθος τους μυστηρίου. Ο γάμος τελικά δεν είναι απλώς μία συμβολική πράξη αλλά "πραγματική, ουσιαστική και εσωτερική σχέσει μετά του μυστηρίου της ενώσεως του Χριστού και της εκκλησίας...Δεν είναι απλώς σύμβολον τούτου, αλλά μίμησις, προερχόμενη εκ της ενώσεως του Χριστού μετά της Εκκλησίας και κυριαρχούμενη και εμπνεόμενη υπ αυτής"[8].

Σε ότι δε αφορά το αδιάλυτο του γάμου, αυτό έχει καθαρά Ρωμαιοκαθολική επίδραση και μάλιστα μαγική[9]. Η εντολή του Ιησού να μη χωρίζουν οι άνθρωποι εφόσον μετέχουν του μυστηρίου του γάμου δε σημαίνει μαγική προσκόλληση. Όπως σε κάθε μυστήριο πλην του βαπτίσματος χρειάζεται η ελεύθερη αποδοχή του μέλους και η "η συμμετοχή της βουλητικής συνεργίας του ανθρώπου"[10], έτσι και στο μυστήριο του γάμου και κατά διάρκεια της σύζευξης απαιτείται διαρκής διάθεση και βούληση γι αυτή την ένωση. Στην ορθόδοξη θεολογία η προστακτική αυτή εντολή από τον Κύριο έχει τη λογική του "ου φονεύσεις". Και στις δύο περιπτώσεις "ελεύθερα οι άνθρωποι μπορούν και να διαλύσουν το γάμο τους και να φονεύσουν το συνάνθρωπό τους. Και στις δύο περιπτώσεις διαπράττουν βαριά αμαρτήματα"[11].

Ο γάμος μέσα από τις ιστορικές πηγές

Ο θεσμός του μυστηρίου του γάμου πρέπει να τονιστεί ότι εξ αρχής διαφαίνεται μέσα από τις βιβλικές περιγραφές. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο Θεός ευλογεί τους πρωτοπλάστους και παραγγέλλει αύξηση και πλήθυνση[12]. Στην Καινή Διαθήκη ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός επιβεβαιώνει πως το μυστήριο αυτό ευλογήθηκε κατά τη δημιουργία του ανθρώπου[13], ενώ σε άλλο σημείο παραγγέλλει να μην χωρίζονται οι συζευγμένοι και πως μάλιστα μία τέτοια ενέργεια πλέον θα είναι παρά φύση και παρά νόμον, αφού πλέον θα διατμηθεί η μία αυτή σάρκα[14]. Ο Κύριος επίσης ήταν Αυτός που ευλόγησε το γάμο στην Κανά, τελώντας μάλιστα και σημείο δια της μετατροπής του ύδατος σε οίνο, ενώ ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Εφεσίους, καταδεικνύει τη μεγάλη σημασία του μυστηρίου αυτού, κηρύττοντας δεσμό αδιάλυτο και τονίζοντας πως περιπτώσεις αθέτησης των υποσχεθέντων ενώπιον του Θεού μυστηρίου είναι αμάρτημα, ως μοιχεία[15].

Ο Απόστολος Παύλος, θέλοντας επίσης να τονίσει το μεγαλειώδες σημείο του μυστηρίου αναφέρει πως γάμος ανδρός και γυναικός είναι εικόνα του γάμου της νύμφης εκκλησίας και του Κυρίου[16]. Αυτή, μάλιστα, η περικοπή "είναι κατ’ εξοχήν ενδεικτική της όλης ιδιαζούσης χριστιανικής θεωρήσεως του γάμου κατά την ουσίαν και την σύναψιν αυτού. Αφ’ ετέρου και η μετέπειτα εκκλησιαστική παράδοσις υποδεικνύει εμμέσως ότι ο γάμος ως μυστηριακή πράξις έχει αποστολικήν την προέλευσιν"[17]. Άλλωστε η Εκκλησία "θεωρεί την παρουσία του Χριστού στον γάμο της Κανά ως σημείο εξυψώσεως του γάμου, από τον ίδιο τον Χριστό, σε μυστήριο. Γι’ αυτό ανέκαθεν...τελούσε τον γάμο με ιερολογία, ως το μυστήριο με το οποίο μεταδιδόταν η Θεία Χάρη όπως μαρτυρούν τα αρχαία Ευχολόγια και οι Πατέρες"[18].

Αρχικά, οι ακολουθίες του Βαπτίσματος και του Γάμου ήταν συνδεδεμένες "μετά του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας"[19] και "η ένταξη της ευλογίας του γάμου στο πλαίσιο της θ. ευχαριστίας περιόρισε την ανάπτυξη των ιδιαίτερων στοιχείων μιας ειδικής ακολουθίας του μυστηρίου του γάμου, η οποία καλυπτόταν τόσο από τις ειδικές ευχές για τον αγιασμό της εγγάμου σχέσεως, όσο και από την όλη ακολουθία της Θείας Λειτουργίας. Βεβαίως, οι πρώτες απλές μορφές ευλογίας και αγιασμού της εγγάμου σχέσεως αναπτύχθηκαν με την αξιοποίηση σχετικών στοιχείων από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη"[20].

Οι σχετικές μαρτυρίες για ιερολογία στον γάμο ξεκινούν από πολύ νωρίς. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ήδη στις αρχές του 2ου αιώνα αναφέρει:

"τοις γαμούσι και ταις γαμουμένες μετά γνώμης του επισκόπου την ένωσιν ποιείσθαι, ίνα ο γάμος η κατά Θεόν και μη κατ' επιθυμίαν"[21]

Ο Τερτυλλιανός επίσης το 2ο αιώνα σημειώνει ότι τον γάμο τον συνάπτει η Εκκλησία...και τον επισφραγίζει η ευλογία:

"matrimonii quod ecclesia conciliat…et consignat benedictio"[22]

Αργότερα, και ο άγ. Αμβρόσιος (4ος αι.) αναφέρεται στην ιερατική ευλογία ("Cum ipsum conjugium sacerdotali et benedictione sanctificari oporteat"', PL 16, 984C), όπως και ο Μ. Βασίλειος στα μέσα του 4ου αιώνα:

"Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας...προς κοινωνίας γάμου συνέλθητε, ο της φύσεως δεσμός, ο δια της ευλογίας ζυγός, ένωσις έστω των διεστώτων"[23].

Το ίδιο καταδεινύει και ο ΙΑ΄ κανόνας του Τιμοθέου Αλεξανδρείας (+385) με οικουμενικό κύρος, (αφού επικυρώθηκε ως ιερός κανόνας από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο)

"εάν τις καλέση κληρικόν εις το ζεύξαι γάμον, ακούση δε τον γάμον παράνομον...".

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αφήνει να εννοηθεί ότι "εις την χριστιανικήν Ανατολήν η ιερατική ευλογία παρείχετο ήδη και κατά την μνηστείαν, επαναλαμβανόμενη πάντως και κατά την τέλεσιν του γάμου"[24] και γράφει στα μέσα του 5ου αιώνα:

"τι τα σεμνά του γάμου εκπομπεύεις μυστήρια;...ιερέας καλείν και δι ευχών και ευλογιών την ομόνοιαν του συνοικεσίου συσφίγγειν"[25].

Η σπουδαιότητα του γάμου διαφαίνεται και από τις προσπάθειες της εκκλησίας να αντιμετωπίσει αιρετικές δοξασίες οι οποίες τον υποτιμούσαν. Αυτές καταγράφονται στους κανόνες της εν Γάγγρα συνόδου (μέσα 4ου αιώνα):

  • "Ει τις τόν γάμον μέμφοιτο, και την καθεύδουσαν μετά του ανδρός αυτής, ούσαν πιστήν και ευλαβή, βδελύσσοιτο ή μέμφοιτο, ως αν μη δυναμένην εις βασιλείαν εισελθείν, ανάθεμα έστω" (κανόνας α΄)[26].
  • "Ει τις παρθενεύοι ή εγκρατεύοιτο, ώς αν βδελυκτών των γάμων αναχωρήσας, καί μή δι’ αυτό το καλόν καί άγιον τής παρθενίας, ανάθεμα έστω" (κανόνας θ΄)[27]

Επίσης, ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, στην ερμηνεία του στον ι΄ κανόνα της ίδιας συνόδου, σημειώνει ότι "ούτος ο κανών αναθεματίζει εκείνους όπου παρθενεύουν μεν διά την αγάπην του Κυρίου, υπερηφανεύονται δε εναντίον εις τους έχοντας νόμιμον γάμον"[28].

Αιρετικές δοξασίες και πλάνες περί του γάμου

Υποσημειώσεις

  1. Παν. Τρεμπέλας. Δογματική, Τόμος Γ΄, σελίδα 320
  2. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, 495
  3. Κατά Μάρκον 10, 6-8
  4. Εις την Εξαήμερον, PG 29, 160BC
  5. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 4, 24
  6. Προς Εφεσίους 5, 22-23
  7. Νίκος Ματσούκας, ενθ.αν., 497
  8. Παν. Τρεμπέλας, ενθ.αν., υποσ. 10, σελίδα 325
  9. Νίκος Ματσούκας, ενθ.αν., 497
  10. Νίκος Ματσούκας, ενθ.αν., 497
  11. Νίκος Ματσούκας, ενθ.αν., 497
  12. Γένεσις Α΄, 27, 28
  13. Κατά Ματθαίον 19, 3
  14. παρ. Παν. Τρεμπέλα, ενθ.αν., 323
  15. Προς Εφεσίους, 5, 21-33
  16. Ανδρούτσος Χρήστος, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αστήρ, Αθήνα 1956 (c1907), σελ. 397.
  17. "Γάμος", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ.4, στ. 210.
  18. "Γάμος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 16, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  19. ΘΗΕ, τόμ. 4, στ. 217.
  20. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 271.
  21. Επιστολή προς Πολύκαρπον V, 2
  22. PL 1, 1302A.
  23. PG 29,160.
  24. ΘΗΕ, τόμ.4, στ. 213-214.
  25. PG 54,443.
  26. Δηλ. "Αν κάποιος μέμφεται το γάμο και αποστρέφεται ή ψέγει τη γυναίκα που κοιμάται με τον άντρα της και είναι πιστή και ευσεβής, γιατί τάχα δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία των ουρανών, να αναθεματίζεται".
  27. Δηλ.: "Αν κάποιος μένει παρθένος ή εγκρατεύεται αποφεύγοντας το γάμο επειδή τον αποστρέφεται και όχι γι’ αυτήν καθαυτήν την ωραιότητα και την αγιότητα της παρθενίας, να αναθεματίζεται".
  28. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 400.

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
  • Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
  • Ανδρέας θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.