Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βιβλικός κανόνας

114 bytes προστέθηκαν, 18:52, 3 Μαΐου 2009
μ
Ο Κανόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία
'''Βιβλικός κανόνας''' ή '''Κανόνας της Αγίας Γραφής''', ονομάζεται το σύνολο των ιερών κειμένων ή βιβλίων, που ο [[Ιουδαϊσμός]] και ο [[Χριστιανισμός]] έχουν συλλέξει, επειδή θεώρησαν ότι είναι ως θεόπνευστα και περιέχουν τη Θεία περιέχοντα [[Θεία Αποκάλυψη]]<ref>"Κανών της Αγίας Γραφής", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (Θ.Η.Ε.), τόμ. 7, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 321.</ref><ref>Χαστούπης Π. Αθανάσιος, ''Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 537.</ref>. Ο όρος αυτός, αναφέρεται σε όλα τα βιβλία που περιέχονται στον ''[[Κανόνας|Κανόνα]]'', τα οποία ονομάζονται ''Κανονικά'', ενώ, αντιθέτως, όσα έχουν γραφτεί κατ' απομίμηση των κανονικών και έχουν αποκλεισθεί από τον ''Κανόνα'', ονομάζονται [[Απόκρυφα]]<ref>Θ.Η.Ε., ό.π..</ref><ref>"Απόκρυφα", ''e-δομή'' (Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια ''ΔΟΜΗ''), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].</ref>.
==Ο όρος ''κανών''==
Η αρχαία ελληνική λέξη ''κανών'' δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που χρησιμεύει για ευθυγράμμιση, το όργανο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών γραμμών (χάρακας) και μεταφορικά καθετί που χρησιμεύει ως μέτρο, πρότυπο, κριτήριο ή μια γενική αρχή. Έτσι, τα βιβλία ''του Κανόνα'', εφόσον πιστεύεται ότι περιέχουν τον αποκεκαλυμμένο θείο λόγο, αποτελούν το μέτρο της πίστεως και της ζωής του θρησκεύοντος ανθρώπου και το γνώμονα για την ευθυγράμμιση του θρησκευτικού του φρονήματος. Στην [[Καινή Διαθήκη]] αλλά και στην εκκλησιαστική γραμματεία του [[3ος αιώνας|3ου αιώνα]] μ.Χ., ο όρος ''κανών'' δηλώνει την επίσημη παράδοση, διδασκαλία, κλπ., των χριστιανών, ενώ από τον [[4ος αιώνας|4ο αιώνα]] ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και για τη δήλωση της [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής]], ως το μέτρο και κριτήριο της χριστιανικής πίστης και ζωής. Αργότερα η λέξη ''κανών'' πήρε τη σημασία της συλλογής, του καταλόγου των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
==Οι διάφοροι κανόνες==
*την Αποκάλυψη του Ιωάννη.</div>
Τα βιβλία αυτά, προήλθαν από διάφορες εποχές και από διαφόρους συγγράφειςσυγγραφείς, με αρχικό σκοπό να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες της πρώτης Εκκλησίας και χωρίς να κατέχουν ευθύς εξ αρχής την αυθεντία, την οποία απέδωσε σ' αυτά αργότερα η αρχαία Εκκλησία<ref>Παναγόπουλος Ιωάννης, ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'', Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 22.</ref>.
Η συλλογή και η αναγνώριση τους ως ιερών κειμένων άρχισε από τα τέλη του 1ου αιώνα και ολοκληρώθηκε, με σημαντικές διακυμάνσεις στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, στα μέσα του 4ου (βλ. σχετικό [http://el.orthodoxwiki.org/%CE%9A%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%AE_%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7#.CE.97_.CE.B4.CE.B9.CE.B1.CE.BC.CF.8C.CF.81.CF.86.CF.89.CF.83.CE.B7_.CF.84.CE.BF.CF.85_.CE.9A.CE.B1.CE.BD.CF.8C.CE.BD.CE.B1_.CF.84.CE.B7.CF.82_.CE.9A.CE.B1.CE.B9.CE.BD.CE.AE.CF.82_.CE.94.CE.B9.CE.B1.CE.B8.CE.AE.CE.BA.CE.B7.CF.82 πίνακα για τη διαμόρφωση του κανόνα της Κ.Δ.]).
Το βασικό κριτήριο που οδήγησε την Εκκλησία στην επιλογή και την καθιέρωση των 27 βιβλίων του κανόνα της ΚΔ είναι η ομολογούμενη αποστολική προέλευση τους, κριτήριο που διαφοροποίησε ριζικά τα αποστολικά συγγράμματα από τα [[Αίρεση|αιρετικά]] και τα [[Απόκρυφα]]. Σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την αποστολική προέλευση κάποιου από τα κείμενα αυτά, κύριο ρόλο για την αποδοχή του διαδραμάτιοε διαδραμάτισε η συμφωνία του περιεχομένου του με το αποστολικό και εκκλησιαστικό κήρυγμα, δηλ. με τον ''"κανόνα της πίστεως"''<ref>Παναγόπουλος, ό.π., σελ. 31.</ref>.
Η μορφή και έκταση του κανόνα της ΚΔ που πλέον είναι οριστική καί αδιαμφισβήτητη, υπήρξε έργο τόσο επιφανών ορθοδόξων επισκόπων όσο και τοπικών και αργότερα [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Οικουμενικών Συνόδων]]<ref>Παναγόπουλος, ό.π..</ref>.
==Ο Κανόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία==
Η [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] περιλαμβάνει στον κανόνα της 27 βιβλία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής ]] και 49 βιβλία της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]]. Η διαφοροποίηση που υπάρχει από τον ιουδαϊκό κανόνα, αφορά σε 10 βιβλία, τα ονομαζόμενα και ''δευτεροκανονικά'' ή ''αναγινωσκόμενα''. Με τον τίτλο αυτό, ''"καλούνται εν τη Ορθοδόξω εκκλησία"'' τα απουσιάζοντα μεν από τον Παλαιστίνο κανόνα, περιλαμβανόμενα όμως στον Αλεξανδρινό, ''"κανονικά βιβλία και τεμάχια"'' της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]]<ref>Αθανασίου Π. Χαστούπη, ''Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', εν Αθήναις 1986, σελ. 434.</ref>.
Τα βιβλία αυτά προέρχονται από τη μεταξύ 2ου και 1ου αι. π.Χ. χρονική περίοδο και ανήκουν σε διάφορα γραμματολογικά είδη, όπως ιστοριογραφία, διηγηματογραφία, επιστολογραφία, ποίηση και σοφιολογία. Ως προς τη θέση και την αξία που είχαν αρχικά τα [[Δευτεροκανονικά]] βιβλία, ακόμη και στη συνείδηση των Ιουδαίων πιστών, μαρτυρούν κυρίως το [[Ταλμούδ]] στην παλαιστινή ιουδαϊκή παράδοση και η [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα]] στην αντίστοιχη ελληνιστική. Η χρήση από το Ταλμούδ του περιεχομένου τους για διδακτικούς σκοπούς, ο υπομνηματισμός τους και η ανάγνωση ορισμένων εξ αυτών σε ιουδαϊκές εορτές δείχνουν τη μεγάλη εκτίμηση των ραββίνων προς αυτά. Ανάλογη εκτίμηση και σεβασμό απελάμβανε από τους ελληνιστές ιουδαίους και η [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα]], η οποία, αν και τα εμπεριείχε, ''"θεωρούνταν απ' αυτούς ισόκυρη με το εβραϊκό της πρωτότυπο"''<ref>Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, ''Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη'', Πουρναράς, Θεσ/νίκη 2006, σελ. 126-127.</ref>. Εντούτοις, τελικά, ''"ο επίσημος Ιουδαϊσμός δεν τα έκανε αποδεκτά ως κανονικά, επικαλούμενος τη διακοπή της προφητείας μετά τον τελευταίο προφήτη, το Μαλαχία"''<ref>Καλαντζάκης, ό.π., σελ. 111.</ref>, αλλά και λόγω της χριστολογικής τους χρήσης από τους [[Χριστιανισμός|Χριστιανούς]]<ref>Χαστούπης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., σελ. 549.</ref>.
Όπως είδαμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρέλαβε ως χριστιανικό κανόνα της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]] όχι τον ιουδαϊκό του 3ου και 4ου π.Χ. αιώνα, που περιελάμβανε μόνο 22 βιβλία (τα οποία, όπως ειπώθηκε, με διαφορετικό χωρισμό αριθμούνται και ως 24 ή 39), αλλ' εκείνο των ημερών του [[Χριστός|Χριστού]] και των [[Απόστολοι|Αποστόλων]], ο οποίος περιελάμβανε εκτός των 22, των ''πρωτοκανονικών'', και όλα τα λεγόμενα ''δευτεροκανονικά'' ή ''αναγινωσκόμενα''<ref>Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, ''Σύντομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', Αθήναι 1994, σελ. 198.</ref>. Για τους Ορθοδόξους, η πίστη στην ισοτιμία ''πρωτοκανονικών'' και ''δευτεροκανονικών'' τεκμηριώνεται καταρχάς από την χρήση που αδιακρίτως έκανε ο [[Χριστός|Ιησούς]] και οι [[Απόστολοι]], του εβραϊκού κειμένου και της [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα|μεταφράσεως των εβδομήκοντα]]<ref>Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, ''Τα Δευτεροκανονικά Τεμάχια του Βιβλίου του Δανιήλ'', ΟΕΔΒ, Αθήνα 1985, σελ. 22. Βλ. στο ίδιο και λεπτομερή πίνακα εδαφίων, στις σελ. 23-32.</ref>. Κατά δεύτερον, το ίδιο επιβεβαιώνει η παράθεση χωρίων από τους [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικούς Πατέρες]], τους [[Απολογητές]] και άλλους συγγραφείς, ''"ανενδοιάστως και αδιακρίτως...εκ των δευτεροκανονικών"'', τα οποία μάλιστα ονομάζουν ''"Γραφάς"'', ''"Θείας Γραφάς"'', ''"Λόγια του Θεού"'' ή του ''"Αγ. Πνεύματος"''<ref>Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 33-34. Βλ. στο ίδιο και λεπτομερή πίνακα εδαφίων, στις σελ. 34-42.</ref>. Επιπλέον, τη σειρά αυτή των πατέρων, που χρησιμοποίησαν ως κανονικά τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, συνεχίζουν τον 4ο και 5ο αιώνα, ''"Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Νύσσης, Χρυσόστομος, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, Θεοδώρητος ο Κύρου, Πολυχρόνιος, Θεόδωρος ο Ηράκλειας, Εφραίμ ο Σύρος, Λακτάντιος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος"'', ενώ ελάχιστοι διαταράσσουν την ''"αρμονίαν ταύτην"''<ref>Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 43-44. Βλ. στο ίδιο και λεπτομερή πίνακα εδαφίων, στις σελ. 45-47.</ref>. Οι όποιες διαφωνίες εκδηλώθηκαν στο θέμα προτίμησης του στενού (ιουδαϊκού) ή του ευρύτερου (αλεξανδρινού) κανόνα, είχαν χαρακτήρα μάλλον θεωρητικό και εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πίεσης που δέχτηκε η χριστιανική εκκλησία, μετά το οριστικό κλείσιμο του ιουδαϊκού κανόνα (τέλη 100 ή αρχές 200 μ.Χ.) που ο οποίος απέρριψε τελικά όλα τα δευτεροκανονικά κείμενα<ref>Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, ''Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη - Α' Γενική εισαγωγή'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ. 90-91.</ref>.
Κατά συνέπεια, προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων, η ονομασία ''δευτεροκανονικά'' ή ''αναγινωσκόμενα'', δεν ''"αφορά στη θεοπνευστία και το κανονικό κύρος τους άλλα απλώς στο περιεχόμενό τους. Αφού με τα ''κανονιζόμενα'' η Εκκλησία ευαγγελίζεται το μήνυμα της καινής κτίσεως δια του Χριστού, ενώ με τα ''αναγινωσκόμενα'' καλλιεργεί την ευσέβεια για την αποδοχή του μηνύματος αυτού"''<ref>Καλαντζάκης, ''Εισαγωγή...'', ό.π., Θεσ/νίκη 2006, σελ. 126.</ref>. Η αδιαίρετη χριστιανική Εκκλησία, κάνοντας χρήση και των δευτεροκανονικών, εξέφραζε τη πίστη της στην ισοτιμία τους με τα πρωτοκανονικά. Αυτό βεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στη Μετάφραση των Ο' τα βιβλία αυτά δεν επέχουν θέση παραρτήματος, ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση ότι βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα, αλλά τοποθετούνται αδιακρίτως μεταξύ των πρωτοκανονικών. Και τούτο διότι, ως ισότιμα και ισόκυρα με τα πρωτοκανονικά, των οποίων τις θείες αλήθειες συμπληρώνουν, περιλαμβάνονται, όπως και εκείνα, στις πηγές της θεολογίας της Π. Διαθήκης<ref>Καλαντζάκης, στο ίδιο, σελ. 125-126.</ref>.
*Χαστούπης Π. Αθανάσιος, ''Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]
[[Κατηγορία: Εκκλησιαστική Ιστορία]]
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Κ]]
 
[[ar:الكتاب المقدس]]
[[en:Holy Scripture]]
[[ro:Sfânta Scriptură]]
4.720
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης