Βηθσαϊδά

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βηθσαϊδά αποκαλείτο η παράκτια πόλη της λίμνης της Τιβεριάδος (ή και θάλασσας της Γαλιλαίας), ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού, η οποία αναφέρεται σε περιγραφές της Καινής Διαθήκης. Το όνομά της αποδίδεται στα ελληνικά ως "σπίτι των ψαράδων"[1] και ήταν η πατρίδα των Αποστόλων Πέτρου, Ανδρέα και Φίλιππου σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ιωάννη (Ιω. 1, 44. 12, 21) και πιθανώς του Ιακώβου και του Ιωάννη, οι οποίοι ήσαν συνεργάτες του Πέτρου και του Ανδρέα (Ματθ. 8, 24. Μάρκ. 1, 29). Στην πόλη αυτή ήταν που ο Ιησούς πραγματοποίησε το θαύμα της διατροφής των πεντάκις χιλίων (Μάρκος 6,32. Λουκάς 9, 10)

Η ιστορική Βηθσαϊδά

Η Βηθσαϊδά, κατά την εποχή του Ιησού βρισκόταν υπό την κυβέρνηση του Φίλιππου Ηρώδη, υιού του Ηρώδη του μεγάλου, που υπήρξε τετράρχης της Γαυλανίτεως (σημερινή Γκολάν). Σύμφωνα με τον Ιώσηππο, το 67 καταστράφηκε ολοσχερώς μαζί με άλλες πόλεις της Γαλιλαίας από τους Ρωμαίους[2]. Αργότερα, ένας μεγάλος σεισμός διατάραξε την τοπογραφία της περιοχής, αλλάζοντας την πορεία του Ιορδάνη, όπως και το μέγεθος της θάλασσας της Γαλιλαίας. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο (23 π.Χ.-79 μ.Χ.) η θάλασσα είχε δεκατέσσερα μίλια μήκος, ενώ μετά το σεισμό μόλις ένδεκα, με αποτέλεσμα η ακτή να μετακινηθεί απ΄την πόλη κατά 1,5 μίλι και να μην είναι πλέον προσβάσιμη για ψάρεμα. Το αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών ήταν η πόλη να περιπέσει σε παρακμή και τελικά να περιέλθει σε αφάνεια[3]. Άλλες πόλεις ξαναχτίστηκαν, η Βηθσαϊδά όμως λησμονήθηκε με αποτέλεσμα οι ερευνητές μέχρι τη σύγχρονη εποχή να αναζητούν τα ερείπιά της και την πραγματική της τοποθεσία. Τελικά μετά από έρευνες αιώνων, μόλις το 1967 κατορθώθηκε να ταυτοποιηθεί από το Βενεδικτίνο μοναχό Μπαρτζίλ Πίξνερ (Bargil Pixner) και από τις ανασκαφές του Ραμί Αράβ (Rami Arav), το 1988[4].

Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα μεγάλο αριθμό αλιευτικών εργαλείων, κάνοντας φανερό πως η κύρια ασχολία των κατοίκων της πόλης ήταν η αλιεία. Η αλιεία μάλιστα αποτελούσε ένα είδος βιομηχανίας για την περιοχή καθώς τα αλιεύματα της πόλης εξάγονταν σε διάφορα μακρινά μέρη, ακόμα και στη Ρώμη[5]. Έχει επίσης υποστηριχτεί πως υπήρχε και κάποια μικρή βιομηχανία η οποία σχετιζόταν με το λινόσπορο και τα ζύγια για αργαλειούς. Η παρουσία επίσης ασβεστολιθικών αγγείων μας καταδεικνύει πως ο πληθυσμός που κυριαρχούσε ήταν εβραϊκός, αλλά με σαφείς ελληνικές επιρροές[6].

Κατά την εποχή των χρόνων της Καινής Διαθήκης και από την εποχή που κυβερνούσε ο Φίλιππος Ηρώδης παρατηρείται στη γραμματεία ένα διαρκώς αυξανόμενο κλίμα έντονου πατριωτισμού υπέρ της Ρώμης, ως αιώνιας πόλης και ως κυρίαρχου του κόσμου. Σύμφωνα με την περιγραφή των ευαγγελιστών, κατά την εποχή του θανάτου του Ιησού, οι ακόλουθοι του επανήλθαν στην πόλη και συνέχισαν την παλαιότερη εργασία τους και το εμπόριο. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν η πόλη τελικά να αποτελέσει το λίκνο του χριστιανισμού. Το "Βιβλίο των μελισσών" μάλιστα μας αναφέρει πως ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Ιωάννη από εκεί άρχισε να εξαπλώνει το ευαγγέλιο. Σημαντικό εύρημα των ανασκαφών υπήρξε ένα θραύσμα όπου κάποιος κάτοικος είχε σκαλίσει ένα σταυρό. Με βάση αυτό το εύρημα η Elizabeth Mcnamer αναρωτήθηκε, αν το εύρημα αποτελούσε απλά μία ένδειξη βεβήλωσης της πόλης από το Ρωμαϊκό ναό ή μήπως ήταν μια προφητεία των ψαράδων από τη Βηθσαϊδά η οποία θα επικρατούσε[7].

Υποσημειώσεις

Βιβλιογραφία