Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Βενέδικτος Ιεροσολύμων"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα: Ο Βενέδικτος, κατά κόσμον Βασίλειος Παπαδόπουλος, υπήρξε [[Κατάλογος Πατριαρχών Ιεροσολύμων|Πατ...)
 
μ (link)
 
(9 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Ο Βενέδικτος, κατά κόσμον Βασίλειος Παπαδόπουλος, υπήρξε [[Κατάλογος Πατριαρχών Ιεροσολύμων|Πατριάρχης Ιεροσολύμων]].
+
Ο '''Βενέδικτος Ιεροσολύμων''', κατά κόσμον ''Βασίλειος Παπαδόπουλος'', υπήρξε [[Κατάλογος Πατριαρχών Ιεροσολύμων|Πατριάρχης Ιεροσολύμων]]. Γεννήθηκε στο χωριό ''Τσεσνέιρο Προύσης'', το 1892 και σε ηλικία 14 ετών μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να σπουδάσει στην εκεί [[Πατριαρχική Σχολή της Σιών|Ιερατική Σχολή]]. Το 1914 [[Μοναχική Κουρά|εκάρη]] [[Μοναχισμός|μοναχός]] και το 1915 χειροτονήθηκε [[Διάκονος]] από τον Μητροπολίτη Πτολεμαΐδος ''Κελαδίωνα'', υπηρετώντας στη Μητρόπολη Πτολεμαΐδος. Το 1921 πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Νομικά και [[Θεολογία]] στο ''Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο''. Επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα το 1925 και τον Οκτώβριο του 1929 χειροτονήθηκε [[Πρεσβύτερος]], λαμβάνοντας το οφίκιο του [[Αρχιμανδρίτης|Αρχιμανδρίτη]], ενώ διορίστηκε και [[Εξαρχεία|Έξαρχος]] του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα, όπου έμεινε για το διάστημα 1929-1946. Την περίοδο 1946-1951 ήταν μέλος της [[Εκκλησία Ιεροσολύμων|Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων]] και το 1951 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος ''Τιβεριάδος''.
  
Γεννήθηκε στο χωριό Τσεσνέιρο Προύσης, το 1892. Το 1906 μετέβη στα [[Ιεροσόλυμα]] για να σπουδάσει στην εκεί [[Πατριαρχική Σχολή της Σιών|Ίερατική Σχολή]]. Το 1914 [[Μοναχική Κουρά|εκάρη]] [[Μοναχισμός|μοναχός]]. Το 1915 χειροτονήθηκε Διάκονος]] από τον Μητροπολίτη Πτολεμαΐδος Κελαδίωνα και υπηρέτησε στη [[Μητρόπολη Πτολεμαΐδος]]. Το [[1921]] πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Νομικά και Θεολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα το 1925 και τον Οκτώβριο του 1929 χειροτονήθηκε [[Πρεσβύτερος]], έλαβε το οφίκιο του [[Αρχιμανδρίτης|Αρχιμανδρίτη]] και διορίστηκε [[Εξαρχεία|Έξαρχος]] του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα, όπου έμεινε για το διάστημα 1929-1946. Την περίοδο 1946-1951 ήταν μέλος της [[Εκκλησία Ιεροσολύμων|Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων]] και το 1951 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος.
+
Στις 29 Ιανουαρίου 1957 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ένα έτος αργότερα στις 1 Ιουλίου 1958 η ιορδανική κυβέρνηση εξέδωσε νόμο που κατοχύρωνε τα προνόμια της Αγιοταφικής Αδελφότητας στα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Ως Πατριάρχης ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, με συμμετοχές σε Πανορθόδοξες και Διαχριστιανικές εκδηλώσεις. Αποκορύφωμα ήταν η κοινή συνάντησή του, τον Ιανουάριο του 1964, με τον ''Πάπα Παύλο ΣΤ΄'' και τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και η άρση των αναθεμάτων. Κατά την πατριαρχεία του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα εσωτερικά προβλήματα της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, διακρίθηκε στην αντιμετώπιση των σοβαρών πολιτικών, ποιμαντικών και εκκλησιαστικών προβλημάτων του Πατριαρχείου. Την περίοδο εκείνη άρχισε να γίνεται έντονο το πρόβλημα λειψανδρίας, επαρκούς στελέχωσης του Πατριαρχείου και αξιοποίησης της περιουσίας του. Καθιέρωσε τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου, αναδιοργάνωσε το πατριαρχικό τυπογραφείο και τη διοικητική δομή της Αγιοταφικής αδελφότητας.
  
Στις 29 Ιανουαρίου 1957 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Την 1 Ιουλίου 1958 η ιορδανική κυβέρνηση έξέδωσε νόμο που κατοχύρωνε τα προνόμια της Αγιοταφικής Αδελφότητας στα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Ως Πατριάρχης ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, με συμμετοχές σε Πανορθόδοξες και Διαχριστιανικές εκδηλώσεις. Αποκορύφωμα ήταν η κοινή συνάντησή του, τον Ιανουάριο του 1964, με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ και τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και η άρση των αναθεμάτων.
+
Πέθανε στα Ιεροσόλυμα στις 10 Δεκεμβρίου 1980. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στις 14 Δεκεμβρίου 1980, προεξάρχοντος του τοποτηρητού του Πατριαρχικού Θρόνου Μητροπολίτου Πέτρας Γερμανού και ετάφη στον Ιερό Ναό της Αναλήψεως στο [[Όρος των Ελαιών]]. Η δράση του τον κατατάσσει μεταξύ των αποτελεσματικοτέρων πατριαρχών Ιεροσολύμων.
  
Κατά την πατριαρχεία του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα εσωτερικά προβλήματα της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, διακρίθηκε στην αντιμετώπιση των σοβαρών πολιτικών, ποιμαντικών και εκκλησιαστικών προβλημάτων του Πατριαρχείου. Την περίοδο εκείνη άρχισε να γίνεται έντονο το πρόβλημα λειψανδρίας, επαρκούς στελέχωσης του Πατριαρχείου και αξιοποίησης της περιουσίας του. Καθιέρωσε τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου, αναδιοργάνωσε το πατριαρχικό τυπογραφείο και αναδιοργάνωσε τη διοικητική δομή της Αγιοταφικής αδελφότητας.
+
== Βιβλιογραφία ==
 +
*Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 14, σ. 21
  
Η δράση του τον κατατάσσει μεταξύ των αποτελεσματικοτέρων πατριαρχών Ιεροσολύμων.
+
 
 +
{{Πατριάρχες Ιεροσολύμων}}
  
 
[[Κατηγορία:Πατριάρχες Ιεροσολύμων|Β]]
 
[[Κατηγορία:Πατριάρχες Ιεροσολύμων|Β]]
 +
[[Κατηγορία:Επίσκοποι|Β]]
 +
[[Κατηγορία:20ος αιώνας|Β]]
 +
[[en:Benedict (Papadopoulos) of Jerusalem]]

Τελευταία αναθεώρηση της 04:05, 27 Μαΐου 2011

Ο Βενέδικτος Ιεροσολύμων, κατά κόσμον Βασίλειος Παπαδόπουλος, υπήρξε Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Γεννήθηκε στο χωριό Τσεσνέιρο Προύσης, το 1892 και σε ηλικία 14 ετών μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να σπουδάσει στην εκεί Ιερατική Σχολή. Το 1914 εκάρη μοναχός και το 1915 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Πτολεμαΐδος Κελαδίωνα, υπηρετώντας στη Μητρόπολη Πτολεμαΐδος. Το 1921 πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Νομικά και Θεολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα το 1925 και τον Οκτώβριο του 1929 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, λαμβάνοντας το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη, ενώ διορίστηκε και Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα, όπου έμεινε για το διάστημα 1929-1946. Την περίοδο 1946-1951 ήταν μέλος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και το 1951 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος.

Στις 29 Ιανουαρίου 1957 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ένα έτος αργότερα στις 1 Ιουλίου 1958 η ιορδανική κυβέρνηση εξέδωσε νόμο που κατοχύρωνε τα προνόμια της Αγιοταφικής Αδελφότητας στα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Ως Πατριάρχης ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, με συμμετοχές σε Πανορθόδοξες και Διαχριστιανικές εκδηλώσεις. Αποκορύφωμα ήταν η κοινή συνάντησή του, τον Ιανουάριο του 1964, με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ και τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και η άρση των αναθεμάτων. Κατά την πατριαρχεία του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα εσωτερικά προβλήματα της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, διακρίθηκε στην αντιμετώπιση των σοβαρών πολιτικών, ποιμαντικών και εκκλησιαστικών προβλημάτων του Πατριαρχείου. Την περίοδο εκείνη άρχισε να γίνεται έντονο το πρόβλημα λειψανδρίας, επαρκούς στελέχωσης του Πατριαρχείου και αξιοποίησης της περιουσίας του. Καθιέρωσε τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου, αναδιοργάνωσε το πατριαρχικό τυπογραφείο και τη διοικητική δομή της Αγιοταφικής αδελφότητας.

Πέθανε στα Ιεροσόλυμα στις 10 Δεκεμβρίου 1980. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στις 14 Δεκεμβρίου 1980, προεξάρχοντος του τοποτηρητού του Πατριαρχικού Θρόνου Μητροπολίτου Πέτρας Γερμανού και ετάφη στον Ιερό Ναό της Αναλήψεως στο Όρος των Ελαιών. Η δράση του τον κατατάσσει μεταξύ των αποτελεσματικοτέρων πατριαρχών Ιεροσολύμων.

Βιβλιογραφία

  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 14, σ. 21