Βασιλειδιανισμός

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βασιλειδιανισμός αποκαλείται το Γνωστικό θρησκευτικό σύστημα, του οποίου ιδρυτής του υπήρξε ο Βασιλείδης. Έδρασε κυρίως κατά τον 2ο αιώνα και υπήρξε ένα δυναμικό θρησκευτικό μυστικιστικό κίνημα που ανεπτύχθη ιδιαιτέρως στην Αλεξάνδρεια.

Ο Ιδρυτής του

Ο ιδρυτής βασιλειδιανισμού ήταν ο Βασιλείδης, ο οποίος ίδρυσε το "χριστιανικό Γνωστικισμό" στην Αλεξανδρινή του εκδοχή[1]. Η καταγωγή του ήταν Συριακή, ενώ κατά τον Επιφάνειο ήταν συμμαθητής του Σατορνείλου υπό την διδασκαλία του Μενάνδρου στην Αντιόχεια. Τις απόψεις του άρχισε να τις κηρύττει όταν μετέβη στην Αλεξάνδρεια, την εποχή που Αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός, αλλά συνέχισε και επί Αντωνίνου. Ο ίδιος παρουσίαζε τον εαυτό του ως μαθητή του Αποστόλου Ματθία και του ερμηνευτή Πέτρου του Γλαυκία και θεωρούσε μαθητή του τον Βαρκαββά και Βαρκώφ και άλλους "ανύπαρκτους τινά" κατά τον Ευσέβιο[2]. Η διδασκαλία του δεν χαρακτηρίζεται αμιγώς γνωστική, αν και εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία, καθώς εισήγαγε πολλές καινοτομίες, που συνέβαλλαν στη διαχρονική παγίωση του ύστερου γνωστικού συστήματος. Αρχικά έγραψε 24 "Εξηγητικά" βιβλία[3] πάνω στο Ευαγγέλιο, ενώ οι αναφορές του Ωριγένη[4] περί συγγραφής και Ευαγγελίου σήμερα κρίνονται αναξιόπιστες και αποδίδονται σε σύγχυση από το αντίστοιχο Ουαλεντινιανό Ευαγγέλιο.

Η διδασκαλία

Σήμερα γνωρίζουμε δύο τύπους βασιλειδιανισμού που αποκλίνουν αρκετά. Ο ένας θεωρείται δυαλιστικός, ενώ ο άλλος πανθεϊστικός. Το να εξάγουμε σαφή συμπεράσματα για το ποια ήταν η ακριβής θεολογία του Βασιλείδη οπωσδήποτε αποβαίνει δύσκολο καθότι αφενός δε διασώζονται τα εξηγητικά που συνέγραψε πάνω στο ευαγγέλιο, αφετέρου η κύρια άποψη που σχηματίζεται για τη θεολογία του, προκύπτει από δύο πηγές[5], που αποκλίνουν σημαντικά, λόγω του ότι πιθανώς η μία από τις δύο απόψεις αποτελεί εξέλιξη της θεολογίας του βασιλειδιανισμού. Κατά γενική ομολογία όμως μέσα από τη διδασκαλία γίνονται εμφανείς οι Αριστοτελικές επιδράσεις όπως αναφέρει ο Ιππόλυτος[6]. Ο Θεός κατά τον Βασιλείδη βρίσκεται στα "επέκειντα" του ουρανού και είναι άρρητος"[7] και γιαυτό "ουδέν ην, ουκ ύλην, ουκ ουσία, ουκ ανούσιον, ουκ απλούν, ούκ σύνθετον, ούκ ανόητον, ουκ ονομαζομένον ή διαισθήσεως λαμβανομένων ή νοητών πραγμάτων αλλ ούτω και έτι λεπτομερέστερον πάντων απλώς περιγεγραμμένων, ο ούκ ων Θεός".

Δυαλισμός

Από τον αγαθό Θεό προήλθε κατ'απορροή η πρώτη ογδοάδα αιώνων. Από τον πρώτο αιώνα (Νουν), προέκυψε ο Λόγος από τον οποίο απέρευσε η "Φρόνησις" και εξ αυτής οι Σοφία και η Δύναμις. Από αυτές προήλθαν οι δυνάμεις, οι αρχές, οι άγγελοι, ενώ εξ αυτών απέρρευσαν κατ'αναδίπλωση οι 365 ουρανοί (ημέρες του χρόνου). Ο κατώτερος Ουρανός, είναι αυτός ο οποίος ζούμε και ανήκει στο Θεό του Ιουδαϊσμού, που βρίσκεται προς ρήξη με τους αγγέλους ή τις θεότητες, διότι ήθελε να πατάξει τα έθνη στην εξουσία των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα να αντιδράσουν οι υπόλοιποι αιώνες και να προκληθεί σύγχυση στο σύμπαν. Αυτός μάλιστα κατά το δυαλιστικό σύστημα του βασιλειδιανισμού είναι και ο λόγος για τον οποίο όλα τα έθνη συσπειρώνονται, εναντίον των Ιουδαίων. Ο δημιουργός Θεός ήρθε σε ρήξη με τον άρρητο Θεό που αγνοούσε την ύπαρξη του. Έτσι για τη λύτρωση του ανθρώπου κατήλθε στη κόσμο ο "πρωτότοκος Νους", υιός του αρρήτου Θεού ως Χριστός. Αυτός δε, εγκατοίκησε εις τον σώμα του Ιησού κατά το βάπτισμα, ενώ στο Σταυρό σταυρώθηκε ο Σίμων ο Κυρηναίος, που είχε πάρει τη μορφή του Χριστού, και όχι ο Χριστός. Ισχυριζόταν δηλαδή πως η παρουσία του Χριστού δεν ήταν πραγματική, αλλά είχε φαινομενικό χαρακτήρα, όπως και το πάθος του. Αφού ο υιός επέστρεψε στον Πατέρα ελευθέρωσε όσους αναγνώρισαν το μυστήριο, ενώ τους υπολοίπους τους άφησε στην εξουσία των δυνάμεων αυτού του κόσμου. Ο Βασιλείδης επίσης κήρυττε την ανυπαρξία της αμαρτίας και της αναστάσεως του σώματος.

Πανθεϊσμός

Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή της διδασκαλίας του Βασιλείδη η λύτρωση συνίστατο στην απελευθέρωση μόνο των φωτεινών μερών τα οποία είχε αποσπάσει το σκότος από τον κόσμο του φωτός[8]. Αυτή η εκδοχή πιθανώς είναι μεταγενέστερη και αποτελεί την κυριότερη μεταβολή της διδασκαλίας του Βασιλειδιανισμού. Στην αρχή υπήρχε ο κατώτερος ουρανός[9] και από το σπέρμα-κόσμο εκδιπλώθηκαν 3 ουρανοί, καθένας από τους οποίους είχε δικό του Θεό και καθείς εξ αυτών είχε δικό του υιό. Στον τελευταίο κόσμο ενυπάρχει μια "υπολειπόμενη υιότης" η οποία τείνει προς ανώτερη λεπτομερή υιότητα[10]. H λυτρωτική αιτία της καθόδου παραμένει η ίδια, μόνο που σε αυτή ο Ιησούς αληθώς πέθανε στο σταυρό, αλλά μόνο το σωματικό μέρος[11]. Σε αυτή την περίπτωση η λύτρωση ταυτίζεται προς την ιδέα της αποκαταστάσεως των πάντων.

Αποδοχή και συνέχεια

Παρά το δυσνόητο της διδασκαλίας του, ο Βασιλειδιανισμός βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση στην περιοχή της Αλεξάνδρειας. Εξαιτίας όμως του δυσνόητου χαρακτήρα της διδασκαλίας του, αλλά και της σιγής που επικρατούσε ανάμεσα στους ακολούθους του γνωστικού αυτού συστήματος, παρερμηνεύτηκε και σε πολλά σημεία. Η επιστημονική κοινότητα διχάζεται ακόμα και σήμερα για το ποια ήταν η ακριβής θεολογική πρόταση του Βασιλείδη. Σε κάθε περίπτωση όμως ο Βασιλείδης, κατάφερε να δώσει μια φιλοσοφική ερμηνεία της ανώτερης δυνάμεως και της υπάρξεως του κόσμου[12].

Ο γιος του Βασιλείδη, Ισίδωρος, ήταν ο άμεσος συνεχιστής του έργου του, ενώ πρέπει να αναφερθεί πως κάθε 6 με 10 Ιανουαρίου τελείτο η εορτή της Θεοφάνειας του Χριστού και η εγκατοίκησή του στο σώμα του Ιησού.

Παρατηρήσεις

  1. Κωνσταντίνου Β.Σκουτέρη,«Ιστορία των Δογμάτων»,σελίς 305
  2. Ευσεβίου, Εκκλ.Ιστορία, 4,7,7
  3. Ευσεβίου, Εκκλ.Ιστορία, 4,7,7
  4. Εις Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, 1
  5. Ειρηναίος «Έλεγχος», Ιππόλυτος «Φιλοσοφούμενα»
  6. Έλεγχος 7, 14
  7. Ιππολύτου Έλεγχος ,7,21
  8. Acta Archelai, 67
  9. (Έλεγχος 7,21) «σπέρμα κόσμου, το δε σπέρμα του κόσμου πάντα είχεν εν εαυτώ, ως ο του σινάπεως κόκκος...καθάπερωον όρνοθος ευποικίλου τινός και πολυχρωμότατου, οιονεί του ταώνος ή άλλου τινός
  10. Ιππολύτου, Έλεγχος 7,21-25
  11. Ιππολύτου, Έλεγχος 7,27
  12. Κωνσταντίνος Σκουτέρης, «Ιστορία Δογμάτων», σελίς 308

Βιβλιογραφία

  • Βλασίου Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τόμος Α΄, Διήγηση, Αθήνα, 2002
  • Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, "Ιστορία Δογμάτων", Τόμος Α΄, Αθήνα, 1998.