Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Η βάπτισις του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό

Βάπτισμα ονομάζεται η ιερή τελετή των Χριστιανικών εκκλησιών με χρήση νερού ως συμβόλου εξαγνισμού, η οποία σηματοδοτεί την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της εκκλησίας. Η λέξη βάπτισμα προέρχεται από το ρήμα βάπτω/βαπτίζω που σημαίνει «βυθίζω συχνά ή έντονα, βουτάω, καταδύω».

Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[1], ενώ είναι και Κυριακή αποστολική εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος»[2].

Ιστορική Αναδρομή

Ιουδαϊσμός και Παλαιά Διαθήκη

Αν και ο όρος «βάπτισμα» δε χρησιμοποιείται για την περιγραφή ιουδαϊκών ιεροτελεστιών, το τελετουργικό εξαγνισμού (ή Μικβά - τελετουργική εμβάπτιση) στην ιουδαϊκή παράδοση έχει κάποιες ομοιότητες με το χριστιανικό βάπτισμα. Στο Τανάκ και άλλα ιουδαϊκά κείμενα, η είσοδος ή εμβάπτιση στο νερό για τελετουργικό εξαγνισμό καθιερώθηκε για αποκατάσταση της τελετουργικής αγνότητας σε ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Καινή Διαθήκη

Στην Καινή Διαθήκη η βάπτιση πρώτη φορά εμφανίζεται από τον Ιωάννη τον Προδρόμο. Αυτή τη βάπτιση την είχαν λάβει οι μαθητές και Απόστολοι του Χριστού αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Το τελετουργικό ήταν ιδιαίτερα απλό, αφού σε τρεχούμενο ύδωρ, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτιζε τους πιστούς και τους καλούσε σε μετάνοια. Το βάπτισμα αυτό υπήρξε πρόδρομος του βαπτίσματος της εκκλησίας, αλλά είχε διαφορετικό περιεχόμενο και έννοια σε σχέση με το θεσμοθετημένο βάπτισμα της νεοσύστατης εκκλησίας. Ο σκοπός ήταν η προετοιμασία για τον ερχομό του Μεσσία και η μετάνοια των πιστών Ιουδαίων.

Η διαμόρφωση του βαπτίσματος

Κατά τους αποστολικούς χρόνους μια σύντομη ομολογία της πίστεως αρκούσε για την παροχή βαπτίσματος στους πιστεύοντες, χωρίς ιδιαίτερη προγενέστερη κατήχηση ή ειδική προετοιμασία. Κατά τους μεταποστολικούς χρόνους όμως, προηγείτο του βαπτίσματος μια σύντομη κατήχηση με τις θεμελιώδεις αρχές της πίστεως. Το βάπτισμα τελείτο με κατάδυση στο νερό όπως γίνεται φανερό και από τη γραμματεία της εποχής[3]. Επίσκοπος τελούσε το βάπτισμα, ενώ από τον Τερτυλλιανό μαθαίνουμε[4] πως και οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι ακόμα και οι λαϊκοί κάτω από προϋποθέσεις ήταν δυνατόν να βαφτίσουν νέα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας.

Πιθανώς η κατήχηση δεν ήταν ιδιαίτερα εκτενής, δηλαδή αποτελούνταν από την εκμάθηση της Κυριακής προσευχής και τη διδασκαλία της εν Χριστώ σωτηρίας. Για τη διδασκαλία της εν Χριστώ σωτηρίας μαθαίνουμε από τον Βαρνάβα ότι περιείχε στοιχεία και προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, ηθική κατήχηση και τη διδασκαλία περί των δύο οδών. Επίσης προετοιμαζόταν για το τελετουργικό του μυστηρίου. Με το πέρας τής διδασκαλίας και κατά την ετοιμασία του βαπτίσματος επιβαλλόταν διήμερος νηστεία και ομολογία πίστεως.

Το βάπτισμα αρχικά γινόταν σε ανοιχτούς φυσικούς χώρους με τρεχούμενο νερό όπως οι λίμνες και τα ποτάμια ή άλλους ειδικούς χώρους, τα λεγόμενα βαπτιστήρια. Με το πέρασμα του χρόνου η τελετή λάβαινε χώρα στους ναούς. Ο Ιουστίνος αναφέρει στο βάπτισμα ευχές για καθαγιασμό του νερού και εξορκιστικές ευχές, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ερμηνευτεί και η νηστεία προ του βαπτίσματος. Η προοδευτική ανάπτυξη της διδασκαλίας της εκκλησίας επέφερε αλλαγές και στη κατήχηση των βαπτιζομένων. Η κατήχηση αυξήθηκε ενώ στην ανατολή δημιουργήθηκαν δύο σώματα. Το σώμα των «ακροώμενων» και των «φωτιζομένων». Επίσης επετράπη η παρακολούθηση του διδακτικού μέρους της λειτουργίας, όχι όμως και του μυστηριακού. Η αρχική ομολογία των πρώτων αιώνων ήταν απλή, εν συνεχεία έγινε πιο σύνθετη λόγω των αιρετικών ομάδων. Ένα τέτοιο βαπτιστήριο σύμβολο ομολογίας διατηρήθηκε από ένα απόκρυφο κείμενο που χαρακτηριζόταν ως Επιστολή Αποστόλων και συντάχθηκε κατά το 160 με 170 σε αιθιοπική γραφή[5].

Ως χρόνος τελέσεως του βαπτίσματος καθορίστηκε στη Δύση την προηγούμενη νύχτα των εορτών του Πάσχα και της Πεντηκοστής, ενώ στην Ανατολή με τις ίδιες εορτές και αργότερα με την προσθήκη της εορτής των Επιφανείων. Στη Δύση οι βαπτισθέντες επί 8 ημέρες έφεραν λευκό χιτώνιο και για αυτό το λόγο το Σάββατο του Θωμά αποκλήθηκε «Sabbatum in albis», ενώ στην ανατολή «Διακαινίσιμος». Οι μοντανιστές μάλιστα έδιναν κατά τη βάπτιση μέλι και γάλα. Με το βάπτισμα συνδέθηκε τόσο η Θεία Ευχαριστία όσο και το χρίσμα.

Σε ό,τι αφορά την τελετουργία, οι κατηχούμενοι που ήσαν επικίνδυνοι να πεθάνουν βαπτίζονταν δια ραντισμού, σε περίπτωση όμως που ζούσαν έπρεπε το βάπτισμα να συμπληρωθεί ειδάλλως θεωρείτο άκυρο, όπως η σύνοδος τη Nεοκαισάρειας αποφάσισε. Επίσης αν πέθαινε ο κατηχούμενος απαγορευόταν η βάπτισή του, κάτι που είχαν στο τυπικό τους οι Μαρκιωνίτες. Οι εμφανίσεις αιρέσεων και θεολογικών ομάδων στο προσκήνιο ιδίως τον τρίτο αιώνα προκάλεσε εντάσεις στο εσωτερικό της εκκλησίας που διαμόρφωσαν περαιτέρω το τυπικό της εκκλησίας πάνω στο μυστήριο. Αυτά προέκυψαν από το ζήτημα της κύρωσης του βαπτίσματος των μετανοούντων στους κόλπους της εκκλησίας. Αρκετές σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα και επικράτησε η άποψη πως έγκυρο βάπτισμα θεωρείται το βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

Νηπιοβαπτισμός και θέσπιση του βαπτίσματος δια νόμου

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που προκάλεσε διχογνωμία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ήταν ο νηπιοβαπτισμός. Ο Ειρηναίος περί το 185 αναφέρεται[6] ασαφώς για πρώτη φορά στο ζήτημα αυτό. Ο Τερτυλλιανός αποδοκίμαζε την πρακτική του βαπτίσματος νηπίων και προάσπισε την άποψη ότι θα έπρεπε να ενηλικιωθούν πρώτα: «Fiant Christiani cum Christum nosse potuerint», δηλαδή «ας γίνονται Χριστιανοί [δηλ. να βαφτίζονται] τα παιδιά όταν είναι πλέον σε θέση να γνωρίσουν τον Χριστό»[7]. Αντιθέτως ο Κυπριανός, ο οποίος είχε την άποψη ότι «όλες οι αμαρτίες εξαλείφονται με το βάπτισμα»[8], θεωρούσε και τα νήπια ανεξαιρέτως θα έπρεπε να βαφτίζονται[9] ενώ ο Ωριγένης θεωρούσε το νηπιοβαπτισμό αποστολική παράδοση[10]. Από τον 3ο αιώνα η εκκλησία άρχισε να καθιερώνει το νηπιοβαπτισμό[11]. Εντούτοις, δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία υπέρ του νηπιοβαπτισμού πριν από τον 3ο αιώνα ενώ είναι παρά μόνο αναφορές σχετικά με βαπτιστήριες λειτουργίες που αφορούσαν το βάπτισμα ενηλίκων[12]. Ως τον 6ο αιώνα το αργότερο καθιερώθηκε ευρύτερα το βάπτισμα νηπίων, καθώς και η υποχρέωση ότι το νήπιο θα ακολουθούσε την πίστη, καθώς ένας ενήλικος Χριστιανός, ο λεγόμενος «ανάδοχος», αναλάμβανε εν ονόματι του νηπίου την υποχρέωση να ακολουθήσει ως ενήλικος την χριστιανική πίστη[13] και προσωποποιούσε την ευθύνη του όλου σώματος της τοπικής εκκλησίας για την ορθή κατήχηση του νέου μέλους της. Το έθιμο λοιπον του νηπιοβαπτισμού σύντομα μετά τη γέννηση του νηπίου διαδόθηκε ευρύτερα κατά τον 10ο και 11ο αιώνα και έγινε γενικότερα αποδεκτό κατά τον 13ο αιώνα[14].

Ο υποχρεωτικός βαπτισμός —νηπίων και ενηλίκων— αλλά και η υποχρεωτική συμμετοχή ειδωλολατρικών και έτερων χριστιανικών ομάδων ώστε να εκχριστιανιστούν μέσω βαπτίσματος μαρτυρείται κατά τον 6ο αιώνα στον Ιουστινιανό Κώδικα που εκδόθηκε από τον Ιουστινιανό Α', όπου ορίζονταν δια νόμου ότι «όλα τα μικρά παιδιά πρέπει να δέχονται το σωτήριο βάπτισμα αμέσως και χωρίς καμία αναβολή» [15].

Η Θεολογία του Βαπτίσματος

Για την Ορθόδοξη εκκλησία το βάπτισμα αποτελεί ένα απο τα επτά μυστήριά της. Σύμφωνα μάλιστα με το υπόμνημα της Μεγάλης Παρασκευής το βάπτισμα όπως και η Θεία Ευχαριστία εξέρευσαν εκ της τρωθείσης πλευράς του Ιησού Χριστού[16]. Κατά τον Απόστολο Παύλο δόθηκε απο τον Κύριο για να λυτρωθεί ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα και από τις προσωπικές αμαρτίες[17]. Η τριττή κατάδυση στην ορθόδοξη θεολογία συμβολίζει την τριήμερο ταφή και ανάσταση του Χριστού[18]. Έτσι πέρα απο μια τελετουργική υποδοχή των πιστών στο σώμα της εκκλησίας, πέρα απο τη λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, αποτελεί συμμετοχή στο θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Ο κάθε νεοφώτιστος με την βάπτιση αποθέτει τον Παλαιόν άνθρωπον και εξέρχεται απο το μυστήριο αναγεννημένος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ευαγγελιστή Ιωάννη[19].

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση ο νεοφώτιστος πρέπει να καταδύεται πλήρως στο ύδωρ (τριττή κατάδυση), ενώ η δι'επιχύσεως ή ραντίσματος βάπτιση αποτελεί κακοδοξία. Το μυστήριο αυτό τελείται στις 8 ή τις 40 ημέρες από την γέννηση, ενώ υπάρχουν και ομολογίες οι οποίες δέχονται την βάπτιση μόνο μετά την ενηλικίωση. Η βάπτιση εικονίζει την έκχυση του Αγίου Πνεύματος στο βαπτιζόμενο άτομο.

Μετά τη βάπτιση, η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση πού ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα. Η μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί μέσο της θείας παιδαγωγίας κατά την ορθοδοξία, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η λογική του νηπιοβαπτισμού, που εισήχθη από τους πρώτους αιώνες στην πράξη της Εκκλησίας. Εισήχθη για ν' αντιμετωπίσει την ανάγκη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας, το ενδεχόμενο να πεθάνει κανείς αβάπτιστος, οπότε αδυνατεί να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών. Τα νήπια μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να πιστέψουν, αυτό όμως δεν αποτελεί για την ορθόδοξη εκκλησία λόγο, ώστε να μη μπορούν να δεχθούν τη βαπτισματική χάρη. Είναι βασικό αξίωμα στη θεολογία της ορθοδόξου παραδόσεως, ότι η θεία χάρη ενεργεί λυτρωτικά, εκεί όπου δεν υπάρχει η αμαρτία, η οποία είναι ο μόνος παράγων πού αναστέλλει και ματαιώνει τη λυτρωτική της ενέργεια. Στα νήπια το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας απουσιάζει και συνεπώς ή θεία χάρη μπορεί να επιδράσει ευεργετικά, καταλύοντας από τη φύση τους το σώμα του προπατορικού αμαρτήματος.

Υποσημειώσεις

  1. Ιωάννου Γ΄,5
  2. Ματθαίου ΚΗ΄,19
  3. «Περὶ δὲ τοῦ βαπτίσματος, οὕτω βαπτίσατε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἐν ὕδατι ζῶντι. [Ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς ὕδωρ ζῶν, εἰς ἄλλο ὕδωρ βάπτισον· εἰ δ΄ οὐ δύνασαι ἐν ψυχρῷ, ἐν θερμῷ. Ἐὰν δὲ ἀμφότερα μὴ ἔχῃς, ἔκχεον εἰς τὴν κεφαλὴν τρὶς ὕδωρ εἰς ὄνομα πατρὸς καὶ υἱοῦ καῖ ἁγίου πνεύματος. Πρὸ δὲ τοῦ βαπτίσματος προνηστευσάτω ὁ βαπτίζων καὶ ὁ βαπτιζόμενος καὶ εἴ τινες ἄλλοι δύνανται· κελεύεις δὲ νηστεῦσαι τὸν βαπτιζόμενον πρὸ μιᾶς ἢ δύο]». (Διδαχή 7:1-4) «Ημεῖς μὲν καταβαίνομεν εἰς τὸ ὕδωρ γέμοντες ἁμαρτιῶν καὶ ῥύπου͵ καὶ ἀναβαίνομεν καρποφοροῦντες ἐν τῇ καρδίᾳ τὸν φόβον καὶ τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐν τῷ πνεύματι ἔχοντες». (Επιστολή Βαρνάβα 11:10, 11) «Οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν». (Ιγνατίου, Επιστολή Προς Σμυρναίους 8:2)
  4. De baptismo 17
  5. EΡ Πρεσ:Πιστεύεις εις Θεόν Παντοδύναμον;
    ΑΠ Κατ: Πιστεύω.
    ΕΡ Πρεσβ: Πιστεύεις εις Χριστόν Ιησούν, Yιόν Θεού, γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και σταυρωθέντα επι Ποντίου Πιλάτου και θανόντα και ταφέντα, και άνέστη την τρίτη ημέρα ζώντα εκ νεκρών και ανέβη εις τους ουρανούς και εκάθισεν εκ δεξια του Πατρός, ελθόντα κρίναι ζώντας και νεκρούς.
    ΑΠ Κατ:Πιστεύω.
    ΕΡ Πρεσβ: Πιστεύεις εις το Άγιο Πνεύμα και αγίαν εκκλησίαν και σαρκός ανάστασιν.
    ΑΠ Κατ:Πιστέυω
  6. Kατα Αιρέσεων 2,22,4
  7. De Baptismo 18, βλέπε [1])
  8. «Omnia delicta in baptismo deponi». (Testimoniorum Libri Tres Adversus Judaeos 3:65, διαθέσιμο εδώ, υπό Philip Schaff, Fathers of the Third Century: Hippolytus, Cyprian, Caius, Novatian, στον ιστότοπο Christian Classics Ethereal Library).
  9. «Όλοι εμείς κρίνουμε μάλλον ότι το έλεος και τη χάρη του Θεού δεν πρέπει να την αρνιόμαστε σε κανέναν γεννημένο από άνθρωπο. [...] Επιπλέον, η πίστη στη θεία Γραφή διακηρύττει σε εμάς, ότι για όλους, είτε νήπια είτε μεγαλύτεροι, υπάρχει η ίδια ισότητα θεϊκής δωρεάς. [...] Διότι σε σύγκριση με την τήρηση της όγδοης ημέρας στην Ιουδαϊκή παράδοση της περιτομής της σάρκας, ένα μυστήριο δόθηκε προηγουμένως ως σκιά και ως πρακτική· αλλά όταν ήρθε ο Χριστός, εκπληρώθηκε με αλήθεια. Διότι καθώς η όγδοη ημέρα, δηλαδή την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο, επρόκειτο να είναι εκείνη κατά την οποία ο Κύριος θα ανασταινόταν, και θα μας αναζωογονούσε, και θα μας έδινε την περιτομή του πνεύματος, η όγδοη ημέρα, δηλαδή η πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο, και η ημέρα του Κυρίου, προήλθε αντιτυπικά· ο δε τύπος έπαψε όταν ήρθε η αλήθεια, και η πνευματική περιτομή δόθηκε σε εμάς. Για αυτό το λόγο νομίζουμε ότι κανείς δεν πρέπει να παρεμποδίζεται από το να λαβαίνει τη χάρη μέσω αυτού του νόμου που έχει ήδη τεθεί σε ισχύ, και ότι η πνευματική περιτομή δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται από την σαρκική περιτομή, αλλά ότι ο κάθε άνθρωπος ανεξαιρέτως πρέπει να γίνεται δεκτός στη χάρη του Χριστού». (Επιστολή Προς Φίδο, Περί Νηπιοβαπτισμού 64[63]:2-5, διαθέσιμη στο ίντερνετ εδώ (Philip Schaff, Fathers of the Third Century: Hippolytus, Cyprian, Caius, Novatian), στον ιστότοπο Christian Classics Ethereal Library)
  10. Υπομ. Εις Ρωμαίους 5
  11. Τερτυλλιανός, De Baptismo 18· Κυπριανός, Επιστολή Προς Φίδο, Περί Νηπιοβαπτισμού 64[63]:2-4
  12. «There is no certain evidence of [the baptism of infants] earlier than the 3rd century, and the ancient baptismal liturgies are all intended for adults. The liturgy and the instructions clearly understand the acceptance of baptism as an independent adult decision; without this decision the sacrament cannot be received. The Roman Catholic Church accepts this principle by introducing adults (sponsors, godparents), who make the decision for the infant at the commission of the parents. In Roman law as in modern law, adults are empowered to make decisions for minors. It is expected that the children will accept the decision made for them and will thus supply the adult decision that was presumed». (Encyclopædia Britannica 2006, Ultimate Reference Suite, λήμμα «Roman Catholicism: Baptism»)
  13. Κατά τον Τερτυλλιανό, είχε ήδη από τον 3ο αιώνα εισαχθεί στις χριστιανικές πρακτικές. (De Baptismo 18)
  14. «From the sixth century on at the latest, the Catholic church permitted the baptism of children, the engagement to follow the faith being taken in their name by adult Christians. The custom of baptizing infants soon after birth became popular in the tenth or eleventh century and was generally accepted by the thirteenth». (Encyclopedia of Religion (Second ed.), 2004, Publ. Macmillan Reference, Τόμ. 2, σελ. 782) «The Christian education of children who were not aristocrats or future clergymen or monks was irregular. Whereas in antiquity catechetical instruction was organized especially for the adult laity, after the 5th century more and more children and then infants received baptism, and, once baptized, a child was not required to receive any particular religious education. His parents and godparents assisted him in learning the minimum, if anything at all. Only by attending church services and listening to sermons did the child acquire his religious culture». (Encyclopædia Britannica 2006, Ultimate Reference Suite, λήμμα «Education, history of: From the 5th to the 8th century»)
  15. «Θεσπίζουμε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα μικρά παιδιά πρέπει να δέχονται το σωτήριο βάπτισμα αμέσως και χωρίς καμία αναβολή, ώστε όπως και οι μεγαλύτεροι να μπορούν να εκκλησιάζονται και να κατηχούνται στις θείες γραφές και τους θείους κανόνες. Έτσι θα μπορούν να διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των ορθοδόξων χριστιανών και δεν θα επιστρέψουν ξανά στην παλαιά πλάνη. Και όσων έχουν κάποιο στρατιωτικό ή άλλο αξίωμα και περιουσία μεγάλη και για να κρατήσουν τα προσχήματα εβαπτίσθησαν οι ίδιοι ή πρόκειται να βαπτισθούν, αφήνοντας όμως τις συζύγους τους και τα τέκνα τους ή τα άλλα μέλη του οίκου τους μέσα στην Ελληνική πλάνη, διατάσσουμε να δημευθεί η περιουσία τους, να στερηθούν όλων των πολιτικών δικαιωμάτων τους και να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει, αφού είναι φανερό ότι έτυχαν του αγίου βαπτίσματος δίχως να έχουν πίστη, και τα ίδια δε θα υφίστανται οι αλιτήριοι Έλληνες και οι Μανιχαίοι, τμήμα των οποίων είναι οι Βορβορίτες. Ανακοινώνουμε σε όλους εκείνους που έχουν γίνει Χριστιανοί και ήδη αξιωθεί το άγιο και σωτήριο βάπτισμα, ότι όποτε εντοπισθούν επιμένοντες στην πλάνη των Ελλήνων θα καταδικασθούν στην εσχάτη των ποινών. Όσοι όμως δεν έχουν αξιωθεί ακόμη το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να εμφανισθούν οικειοθελώς στην Βασιλεύουσα ή στις επαρχιακές πόλεις τους και να προσέλθουν στις αγιότατες εκκλησίες μαζί με τις συζύγους τους, τα τέκνα τους και όλα τα υπόλοιπα μέλη του οίκου τους και να κατηχηθούν στην αληθινή πίστη των χριστιανών. Έτσι, αφού κατηχηθούν και αποβάλουν μια για πάντα την πλάνη που τους διακατείχε, θα πρέπει να δεχθούν το σωτήριο βάπτισμα, διαφορετικά δεν θα έχουν κανένα απολύτως πολιτικό δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες κινητής ή ακινήτου περιουσίας. Θα τους αφαιρεθούν τα πάντα και θα εγκαταλειφθούν οι οικογένειές τους στην εξαθλίωση και επιπλέον οι ίδιοι θα υποβληθούν σε διάφορες ποινές. Απαγορεύουμε δε κάθε διδασκαλία των πασχόντων από την νόσο των ανοσίων Ελλήνων, ώστε να μην μπορούν να διαφθείρουν τις ψυχές των μαθητών τους με δήθεν αλήθειες. Οι περιουσίες αυτών των ανθρώπων θα δημευθούν και οι ίδιοι θα τιμωρηθούν με εξορία. Αν κάποιος στην επικράτειά μας κρύβεται, αλλά συλληφθεί θυσιάζων ή διαπράττων το αδίκημα της ειδωλολατρίας θα τιμωρηθεί με την εσχάτη των ποινών, με την οποία άλλωστε τιμωρούνται δικαίως και οι Μανιχαίοι και οι Βορβορίτες, γιατί κρίνουμε ότι όλοι αυτοί είναι εξίσου εγκληματίες». (Ιουστινιάνειος Κώδιξ 1.11.10)
  16. Το μεν αίμα δια την των Θείων αγιασμάτων μετάληψην, το δε ύδωρ δια το βάπτισμα. Αυτή γαρ η δακρίνους τω όντι πηγή, το καθ' ημάς συνέχει μυστήριον
  17. Προς Τίτον Γ΄,5
  18. Ρωμαίους ΣΤ΄,3,4
  19. Ιωάννου Γ΄,8


Βιβλιογραφία

  • Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002.
  • Ηλία Μηνιάτη, Οι Τρεις περι Πίστεως Λόγοι (Δογματική Ορθοδόξου Εκκλησίας), Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα.
  • Θεοδώρου Ανδρέας, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά - συμβολικά - ιστορικοδογματικά, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία.
  • The Anchor Bible Dictionary, Τόμ. 1, 1992, Εκδ. Doubleday.