Β΄ Οικουμενική Σύνοδος

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 15:02, 10 Αυγούστου 2008 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Ο σκοπός σύγκλησης της συνόδου)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Πρώτη σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, γνωστή ως Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήταν η Εκκλησιαστική Σύνοδος που διενεργήθηκε το 381 μ.Χ. και συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, μετά από προτροπή του Μελετίου Αντιοχείας[1]. Στόχος της ήταν η εκκλησιαστική ειρήνευση[2], αλλά και η «επίλυση των αναφυέντων εν τη εκκλησία κρίσιμων θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων»[3].

Κύρια εστία εντάσεων μετά την Α΄ Οικουμενική σύνοδο, αναδείχτηκε ο προσδιορισμός της υπόστασης του Αγίου Πνεύματος, αλλά και η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της ομοουσίου υποστάσεως του Υιού με τον Πατέρα. Η σύνοδος αυτή επελήφθη των εν λόγω προβλημάτων και αποτέλεσε ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της αρειανικής διαμάχης στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού μετά τη σύνοδο του 383 στη Κωνσταντινούπολη, καμία άλλη σύνοδος δεν ασχολήθηκε ξανά με το ζήτημα αυτό[4], ενώ έδρασε καταλυτικά και στη δυτική επαρχία της αυτοκρατορίας, όχι όμως και στην υπόλοιπη Δύση, που λόγω της ισχυρής Γοτθικής παρουσίας, συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμα.

Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
Ημερομηνία 381
Τόπος Κωνσταντινούπολη
Αποδοχή Ορθόδοξη εκκλησία, Καθολική εκκλησία, Αγγλικανική εκκλησία, Λουθηρανισμός, Καλβινισμός
Προηγούμενη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (Α΄ Νικαίας)
Επόμενη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος)
Συγκλήθηκε από Μέγα Θεοδόσιο
Προήδρευσε Μελέτιος Α΄ Αντιοχείας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Νεκτάριος
Συμμετοχή Περίπου 150 επίσκοποι
Λόγοι σύγκλησης Άγιο Πνεύμα,
Αρειανισμός,
Απολλιναρισμός,
Μακεδονιανοί,
Εκλογή επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως




Λόγοι σύγκλησης της συνόδου

Η πορεία προς τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο

Παρά την καταδίκη του αρειανισμού και τη σύνταξη συμβόλου πίστεως με το οποίο εκφραζόταν η κοινή πίστη της πλειοψηφίας των επισκόπων, η σταδιακή μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, λόγω της επιρροής των ισχυρών γυναικών του παλατιού Βασιλίνας και Κωνσταντίας[5], αλλά και του προσωπικού φίλου του Ευσεβίου Καισαρείας, προς τον αρειανισμό πυροδότησε νέο γύρο αρειανικής διαμάχης στην εκκλησία για περίπου 50 χρόνια. Τόσο οι ανακλήσεις αρειανών επισκόπων από την εξορία[6], όσο και η διάθεσή του για μια συμβιβαστική λύση, ιδίως στο θέμα του «ομοουσίου», έφερε σε πλεονεκτική θέση τους αρειανίζοντες επισκόπους σε σχέση με τους εκφραστές της συνόδου της Νίκαιας, οι οποίοι επιπρόσθετα είχαν βρει και ένα σημαντικό σύμμαχο μετά τον θάνατό του Κωνσταντίνου, τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Με συστηματική προώθηση των ιδεών τους στο παλάτι κατάφεραν στην ανατολή να επικρατήσουν, την ώρα που υποστηρικτές επίσκοποι της συνόδου της Νίκαιας, αποπέμπονταν[7] από τη θέση τους τους, ιδίως όσοι δε συνέτειναν σε μια πρόταση σύγκλησης προς τα σύμβολα της συνόδου του Σιρμίου (351) που είχαν εκφράσει οι αρειανόφρονες. Η σύνοδος μάλιστα Αριμίνου - Σελεύκειας το 359, παρουσία 400 επισκόπων, είχε επιβεβαιώσει πως η πλειοψηφία των επισκόπων συμφωνούσε με το Νικαϊκό σύμβολο[8], ενώ οι παρεμβάσεις[9] του μονοκράτορα Κωνστάντιου δεν επέτρεπαν την ελεύθερη συλλογική έκφραση της πλειοψηφίας του σώματος της εκκλησίας, που και σε αυτή την περίπτωση υποχρεώθηκε σε υπαναχώρηση μετά από εξορίες επισκόπων[10].

Ταυτόχρονα, με το πέρας της Α΄ οικουμενικής συνόδου οι αρειανικές θέσεις περί της υποστάσεως του Υιού αυξήθηκαν, εκφραζόμενες από τρεις παρατάξεις. Των ομοίων, των ομοιουσιανών και των ανομοίων ή ευνομοιανών, ενώ ιδίως μετά το 360 σταδιακά ενεφανίσθησαν θέσεις περί της υποστάσεως και του τρίτου προσώπου της Τριάδος, με κύριους εκφραστές, τους Μακεδονιανούς και τους Απολιναριστές οι οποίοι ονομάστηκαν πνευματομάχοι, όπως πνευματομάχοι αποκαλούνταν και οι αρειανόφρονες, αφού πέραν της κατωτερότητας του Υιού ως κτίσμα, κτίσμα θεωρούσαν και το Άγιο Πνεύμα. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Επιφανίου για την πίστη των αρειανιστών, λέγοντας πως «Το Άγιον Πνεύμα κτίσμα πάλιν κτίσματος φασίν είναι»[11].

Ο σκοπός σύγκλησης της συνόδου

Κύριος σκοπός σύγκλησης της συνόδου ήταν «να εξαλείψει τα λείψανα του βία επιβληθέντος Αρειανισμού δια της αναστηλώσεως του κύρους της Α΄ οικουμενικής συνόδου και ολοκληρώσεως του Τριαδικού δόγματος κατά του οποίου εστρέφοντο οι ετερόδοξες ομολογίες»[12] και να αποσαφηνίσει τον «λαβύρινθο εκθέσεων»[13] από τη μεγάλη δογματική σύγχυση που είχε επέλθει. Ταυτόχρονα ήταν η θέληση του Αυτοκράτορα για ειρήνευση στην Ανατολική επαρχία της Αυτοκρατορίας, καθώς και η θέληση της εκκλησίας να διευθετήσει εκκλησιαστικά ζητήματα με αιχμή την αποκατάσταση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως[14], αλλά και κανονικών ζητημάτων. Η σύνοδος αυτή οριστικώς κηρύχθηκε οικουμενική από την Δ΄ Οικουμενική, παρότι η συμπληρωματική και διευκρινιστική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη ένα έτος αργότερα, την είχε ήδη ανακηρύξει με αυτό τον τίτλο[15]. Ο προβληματισμός όμως κυρίως τίθεται, εξαιτίας της «Ληστρικής συνόδου» του 449, της οποίας τα πρακτικά, δεν την απαριθμούν στις οικουμενικές, ενώ αποκαλούν δεύτερη οικουμενική, τη θεωρούμενη σήμερα τρίτη[16].

Από τη σύνοδο, πρέπει να αναφερθεί, πως δεν τηρήθηκαν πρακτικά, αλλά εκδόθηκε «Τόμος» [17] πίστεως ο οποίος δε διασώζεται. Η αρχική πρόθεση του Θεοδόσιου κατά την κλήση, ήταν η συμμετοχή των ανατολικών επισκόπων, λόγω των διαστάσεων του εκκλησιαστικού ζητήματος στην ανατολή, ενώ εκφράζεται και η άποψη πως η δικαιοδοσία του - αυτοκράτορας της Ανατολής - δεν του επέτρεπε να κάνει αντίστοιχη κίνηση και στη Δύση, άποψη όμως, που δε βρίσκει ισχυρή απήχηση[18]. Στη Δύση μάλιστα φαίνεται πως ήδη υπήρχαν αντιδράσεις, αφού δεν αναγνώριζαν τον επισκοπικό τίτλο του προεδρεύοντα Μελετίου[19]. Από μια άλλη μεριά, η μη συνεύρεση αρχικά δυτικών επισκόπων εντείνει την άποψη πως ο αρχικός ρόλος τη συνόδου, δεν ήταν η οικουμενικότητα, όπως τελικά κρίθηκε από την σύνοδο του 382, αλλά η λογική μιας ενδημούσας συνόδου, η οποία εξελίχθηκε σε οικουμενική. Αυτό άλλωστε προδίδεται από τη προσχώρηση στο β΄ μέρος της συνόδου Αιγυπτίων και Ιλλυριών επισκόπων και την αναγνώριση του «Τόμου» από του δυτικούς[20] ένα έτος αργότερα. Αν στόχος ήταν εξ αρχής η οικουμενικότητα θα θεωρείτο αδιανόητη η μη κλήση τους. Προς την ίδια κατεύθυνση, καταδεικνύεται η εκκρεμότητα της εκλογής του τοπικού επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, θέμα το οποίο κρίνεται πως είχε αρχίσει να λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις, όταν ο Πέτρος Αλεξανδρείας προέβη στην αντικανονική χειροτονία του Μαξίμου Κυνικού[21] , αλλά και με την όξυνση του προβλήματος με τον Μακεδόνιο και τις αυθαίρετες υπερόριες χειροτονίες του[22].

Η σύνθεση της συνόδου και οι εργασίες

Αρχείο:Council of Constantinople 381 BnF MS Gr510 fol355.jpg
Απεικόνιση της συνόδου στην Κωνσταντινούπολη

Στη σύνοδο συμμετείχαν 150 ανατολικοί επίσκοποι, με δεσπόζουσες προσωπικότητες των Αντιοχείας Μελέτιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως, Τιμόθεο Αλεξανδρείας, Κύριλλο Ιεροσολύμων, Ικονίου Αμφιλόχιο, Γρηγόριο Νύσσης, Ταρσού Διόδωρο κ.α.[23]. Επίσης ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, παραβρέθηκε στην εναρκτήρια συνεδρία[24]. Η σύνοδος όπως προαναφέρθηκε είχε διττό σκοπό, δηλαδή την επίτευξη επίλυσης βασικών άμεσων αναγκών της εκκλησίας, αλλά και την αντιμετώπιση δογματικών θεωριών. Ήδη από την εποχή της ανόδου του Θεοδοσίου στο θρόνο, είχε εκφραστεί η διάθεση για μία οικουμενική σύνοδο, η οποία θα διακήρυττε την ενότητα της εκκλησίας, την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας και θα αντιμετώπιζε τις κακοδοξίες. Πρωτοστάτης αυτής της κίνησης υπήρξε ο Μέγας Βασίλειος[25][26] που από το 372 επιδίωξε, αν και για διάφορους λόγους δε κατέστη δυνατή η επιθυμία του, σύγκληση μεγάλης συνόδου. Θεολογικά η σύνοδος είχε προετοιμαστεί από τον Μελέτιο και τη σύνοδο των 153 επισκόπων το 379 στην Αντιόχεια, στην οποία είχε ήδη κατοχυρωθεί η Τριαδολογική θεολογία των Καππαδοκών πατέρων[27].

Αρχικά πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια των εργασιών. Πρώτο μέλημα της συνόδου όπως διαφαίνεται από τη σχετική γραμματεία[28] ήταν η εκλογή του Γρηγορίου από τη Ναζιανζό, με τη σχετική προώθησή του από τον Μελέτιο. Κατά την ίδια περίοδο συντάχθηκαν και κανόνες, με σημαντικότερους τον πρώτο και τον τρίτο οι οποίοι δήλωναν την αμετακίνητη πίστη στο Σύμβολο της Νίκαιας και την απόδοση πρώτων πρεσβειών τιμής στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή και δεύτερα τη τάξη μετά τη Ρώμη. Ένα ακόμα θέμα που τέθηκε στη σύνοδο ήταν ο θρόνος της Αντιοχείας, λόγω του προβλήματος του Ευσταθιανού σχίσματος. Ο Μελέτιος προωθούσε την άποψη πως για να γεφυρωθεί το χάσμα έπρεπε να μην εκλεγεί νέος επίσκοπος σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των δύο. Ο ίδιος όμως απεβίωσε πριν το τέλος της συνόδου και ενώ ο Γρηγόριος προωθούσε το αίτημά του, συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις που δεν επέτρεψαν την προωθούμενη λύση, εντείνοντας το πρόβλημα. Τελικά τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ο Φλαβιανός, με αποτέλεσμα τις μετέπειτα έντονες αντιδράσεις των δυτικών επισκόπων, που δεν τον αναγνώρισαν. Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε ο Διόδωρος Ταρσού, ο οποίος είχε και σοβαρές θεολογικές διαφωνίες προς τον Γρηγόριο, όπως αποδείχθηκε από τις απόψεις που εξέφρασαν στο λεγόμενο χριστολογικό ζήτημα. Αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί ο Γρηγόριος λόγω των αντιδράσεων από τη μερίδα των επισκόπων που δεν συμφωνούσαν με τη διαλλακτική τακτική του, αλλά και τους ψιθύρους περί αντικανονικής χειροτονίας του (μεταθετό)[29], παρά την αντίθεση του Θεοδοσίου[30]. Στη θέση του προωθήθηκε ο Νεκτάριος υπό την ισχυρή επιρροή του Διοδώρου Ταρσού, με αποτέλεσμα η σύνοδος να εκκινήσει με πρόεδρο τον Μελέτιο, να εκτελέσει εργασίες με τον Γρηγόριο και να κλείσει με τον Νεκτάριο[31]. Οι εργασίες διήρκεσαν από το Μάιο μέχρι τις 30 Ιουλίου του 381. Το δεύτερο μέρος τη συνόδου, απαιτούσε υποχρεωτικά μεγαλύτερη σύνθεση συνέδρων ειδάλλως αδυνατούσε να εφαρμόσει στην πράξη συγκεκριμένες εκκλησιαστικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή μετά τη συμμετοχή στη σύνοδο των επισκόπων Ιλλυρικού και Αιγύπτου. Τις αποφάσεις προσυπέγραψαν ένα έτος αργότερα οι δυτικοί[32] μετά από σύνοδο στη Ρώμη. Σε αυτή τη σύνοδο, προσκάλεσαν και τους ανατολικούς επισκόπους, οι οποίοι δε θεώρησαν σκόπιμο να παραστούν. Αντ’αυτού, σε νέα σύνοδο, όπως προαναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εξέδωσαν «τόμο» με την πίστη των ρν΄ πατέρων, χαρακτηρίζοντας τη σύνοδο οικουμενική, την οποία και αποδέχτηκαν τελικά οι συγκληθέντες δυτικοί επίσκοποι στη Ρώμη.

Το κανονικό-διοικητικό έργο της συνόδου

Εισαγωγή

Το κανονικό έργο της συνόδου, λόγω της μη τήρησης πρακτικών, προκάλεσε αρκετές συγχύσεις σε ότι αφορά την έκταση και το περιεχόμενο των κανόνων της συνόδου. Σκοπός ήταν η εφαρμογή των κανονικών διατάξεων σε όλο το σώμα της εκκλησίας ακόμα και των αιρετικών, γι αυτό προσεκλήθησαν οι φορείς των ήπιων ετερόδοξων προσεγγίσεων των Μακεδονιανών, Απολιναριστών, αλλά και Αρειανοί (οι οποίοι όμως δε προσήλθαν), όχι ως μέλη, αλλά με στόχο την ερμηνεία των αποφάσεων, ώστε να μην αποχωρίζεται το κανονικό έργο από το θεολογική ερμηνεία του. Χαρακτηριστικά στην επιστολή των μελών της συνόδου προς τον Θεοδόσιο[33] καταγράφεται με σαφήνεια το κανονικό έργο της συνόδου που ήταν:

α. ανανέωση της κοινωνίας των μελών της
β. διατύπωση σύντομων όρων για την επικύρωση της πίστης της Νίκαιας
γ. αναθεματισμός αιρετικών παρεκκλίσεων
δ. ψήφιση ορισμένων κανόνων προς τη σχετική τάξη της εκκλησίας[34].
Οι αποφάσεις των κανόνων της συνόδου κατοχυρώθηκαν με αυτοκρατορικό διάταγμα[35].

Οι αριθμός των κανόνων που αποδίδονται σήμερα στην β΄ οικουμενική σύνοδο είναι επτά (7), αλλά αμφισβητείται από τη θεολογική έρευνα. Αυτό διότι οι αρχαίες λατινικές συλλογές διατηρούν 4 κανόνες, το Συνοδικό της συνόδου τρεις[36], οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί του 5ου αιώνα αναφέρουν τέσσερις, o Ιωάννης Σχολαστικός αποδίδει 6 τον 6ο αιώνα, ενώ οι μεταγενέστεροι ιστορικοί και κανονολόγοι αποδίδουν επτά[37]. Σύμφωνα με τη σημερινή επικρατούσα άποψη οι κανόνες 5 και 6 είναι μεταγενέστεροι, δηλαδή της εν Κωνσταντινούπολη συνόδου του 382, ενώ ο 7ος θεωρείται απόσπασμα επιστολής της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς τον Μαρτύριο Αντιοχείας[38]. Κατά άλλη άποψη οι κανόνες 5, 6, 7 είναι κανόνες της οικουμενικής συνόδου ενσωματωμένοι στους πρώτους 4, οι οποίοι διασπάστηκαν σε μεταγενέστερες συλλογές, αφού ο 5ος κανόνας σχετίζεται με συζητήσεις της συνόδου για ειρήνευση στην εκκλησία της Αντιόχειας, ο 6ος σχετίζεται με το 2ο και ο 7ος είναι σχετικός με τον 1ο κανόνα.

Εν κατακλείδι οι κανόνες μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας στην εκκλησία με βάση την ορθή πίστη δηλαδή ο 1, 5, 6 (α), 7 και σε αυτούς που διασφαλίζουν την ενότητα με βάση τη κανονική τάξη και ανήκουν οι υπόλοιποι κανόνες.

Συνοπτική παράθεση και ερμηνεία Ιερών Κανόνων

Κανών Α΄: Κυρώνει την πίστη των πατέρων της Νίκαιας και αναθεματίζει τις αναφυόμενες αιρέσεις. Σκοπός του κανόνος είναι να διακηρύξει τη σταθερότητα στην πίστη της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, να διακηρύξει πως κάθε αθέτηση του συμβόλου της αποτελεί αιρετική δοξασία. Τέλος αναθεματίζει δεδομένες ετερόδοξες ομολογίες (Ευνομοιανοί, Ημιαρειανοί, Πνευματομάχοι κ.α.).

Κανών Β΄: Απαγορεύει κάθε υπερόρια επέμβαση σε αλλότριες εκκλησιαστικές διοικήσεις. Κατά το παρελθόν στα εκκλησιαστικά πράγματα οι υπερόριες χειροτονίες συνέβαιναν λόγω των διωγμών[39], με σκοπό την διοικητική οικονομία του ποιμνίου, όπως κατά τους αποστολικούς κανόνες ορίζετο[40]. Επειδή όμως παρατηρήθηκαν υπερόριες χειροτονίες (Πέτρος Αλεξανδρείας - Μάξιμος Κυνικός), οι οποίες στόχο είχαν προώθηση προσωπικών συμφερόντων, ορίστηκε κατά το παράδειγμα του 6ου κανόνος της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, πως επίσκοπος δε μπορεί να χειροτονηθεί κάποιος χωρίς την συγκατάβαση της επαρχιακής συνόδου.

Κανών Γ΄: Αποδίδει στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως τα δεύτερα σε τάξη Πρεσβεία τιμής. Αποδίδεται μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη η ονομασία Νέα Ρώμη. Η παρουσία αυτού του κανόνος είναι πραγματικά πολύ σημαντική γιατί δημιουργήθηκαν περί αυτής σημαντικές ερμηνευτικές αποκλίσεις, ιδίως δε από τους Λατίνους θεολόγους και αυτό γιατί θεωρήθηκε ως κλίμακα εξουσίας στην εκκλησιαστική διοικητική τάξη. Σύμφωνα όμως με το Πηδάλιον αυτός ο κανόνας «δηλοί ισότητα τιμής, και τάξιν…όχι δεύτερον τη τιμή, αλλά τη τάξη της τιμής...καθώς αδύνατο είναι να ευρεθούν δύο τινά ίσα όντα»[41].

Κανών Δ΄: Ορίζει τη χειροτονία του Πέτρου Κυνικού αντικανονική, καθώς και τις χειροτονίες που διενήργησε.

Κανών Ε΄: Κυρώνει τον τόμο πίστεως των δυτικών. Σύμφωνα με τον Νικόδημο Αγιορείτη, ο κανόνας αυτός είναι ειδικός και μερικός[42]. Έτσι επί της ουσίας κυρώνεται το σύμβολο της πίστης της Νίκαιας, αλλά και η τριαδολογία των Καππαδοκών πατέρων, όπως αυτή εκφράστηκε στον τόμο της εν λόγω συνόδου.

Κανών ΣΤ΄: Αποτελεί συμπλήρωση της δευτέρας κανονικής διατάξεως της συνόδου που ως σκοπό έχει να ορίσει ένα πλαίσιο περί των κατηγοριών κατά επισκόπων. Ορίζει πως αν είναι ιδιωτική η καταγγελία για χρηματισμό ή πλεονεξία τότε να μην εξετάζεται το θρήσκευμα του κατηγορούντος, αν όμως κατηγορείται για έγκλημα ή ιεροσυλία, να εξετάζεται η δογματική πεποίθηση, αλλά και αν οι κατήγοροι έχουν επίσης κατηγορηθεί στο παρελθόν και έχουν απαλλάξει τον εαυτό τους από κάθε αμφιβολία. Ορίζει επίσης πως οι κατηγορίες πρέπει να εμφανίζονται ενώπιον τοπικής συνόδου και να λαμβάνεται εκεί η απόφαση.

Κανών Ζ΄: Καθορίζει τον τρόπο εισαγωγής των επιστρεφόντων στην εκκλησία αιρετικών. Αυτοί για να εισέλθουν στην εκκλησία πρέπει να παραδώσουν Λίβελλο πίστης. Οι Αρειανοί, Μακεδονιανοί, Απολλιναριστές ορίζονται να μην αναβαπτισθούν, αλλά να μετέχουν εκ νέου του χρίσματος, ενώ Μοντανιστές, Ευνομιανοί, Σαβελλιανοί να αναβαπτιστούν λόγω της άκυρης τέλεσης του αρχικού μυστηρίου.
  1. Εκκλ. Ιστορία Βλασίου Φειδά, Τόμος Α΄, σελίς 522
  2. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collection. III, 557
  3. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος 5,6,205
  4. Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Tόμος Α΄, σελίς 401
  5. M.Αθανασίου, προς Μοναχούς, 6
  6. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους Ι,14,1
  7. Μέγας Αθανάσιος, Ευστάθιος Αντιοχείας
  8. M.Αθανασίου Περί των Συνόδων,10κεξ
  9. Εκκλ. Ιστορία Φειδά 504 «Μετά από πιέσεις και απειλές η αντιπροσωπεία αναγκάσθηκε να δεχθεί το αρειανικό σύμβολο της Νίκης, το οποίο είχε ως βάση το …τετάρτου συμβόλου του Σιρμίου…Τα μέλη της συνόδου του Αριμίνο υποχρεώθηκαν να δεχθούν το σύμβολο κατά μειοψηφία…»
  10. Το αυτό, σελ.505
  11. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων 69, 59
  12. Ιωάννου Καρμίρη, Τα ΧκΣΜτΟΚΕ, Τόμος 1ος, Αθήνα, 1960, σελίς126
  13. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους 2,41,40 /Σοζωμενού 2,32.3,5.4,22
  14. Catholic Encyclopedia, Article: First Council of Nicaea
  15. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος 5,6,στ.1217
  16. Εκκλησιαστική Ιστορία, Βασιλείου Στεφανίδη, σελίς 201
  17. Συνοδική επιστολή συνόδου Κωνσταντινουπόλεως το 382
  18. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 40
  19. Οι δυτικοί επίσκοποι συνδέονταν φιλικά με τον Πέτρο Αλεξανδρείας από την εποχή της εξορίας του στη Ρώμη και αναγνώριζαν αυτόν ως επίσκοπο Αλεξανδρείας και όχι τον Μελέτιο
  20. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος, 7,3/Σοζωμενός VII,7-9, HCG, II,37εξ
  21. Εκκλ. Ιστορία Φιλοστοργίου, 9, 8-10/ Σωκράτους 4,14-15/Σοζωμενού 7,13/Θεοδώρητου 5,8
  22. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους, 2,38
  23. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητου 7,2
  24. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητου, 7,3
  25. Επιστολή 92
  26. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους 5,8
  27. Μία Φύση, τρείς υποστάσεις, διαχωρισμός όρων ουσία και υπόσταση
  28. PG 37,1176-1177/37,1268-1269/37,1410/37,1412
  29. Ιωάννη Καρμίρη, Η εκκλησιολογία του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Αθήνα, 1960, σελίδα 30/1, 38
  30. Εκκλ. Ιστορία Σοζωμενού 7,7
  31. Εκκλησιαστική Ιστορία Θεοδώρητου 7,2
  32. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος, 7,3/Σοζωμενός VII,7-9, HCG, II,37εξ
  33. Mansi 3,557
  34. Mansi 3,557
  35. Codex Theod.,XVI,1,1-3.5,1.6.7.8.13-18 κ.α.
  36. Mansi VII,445
  37. Ζωναράς, Βαλσάμων, Αριστηνός
  38. Hefele-Leclereq,Hist. Des Conciles, II, 1, 18 κεξ
  39. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτης 5, 8
  40. Αποστολικοί κανόνες λδ΄, λε΄
  41. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελίς 158
  42. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελίς 159