Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Β΄ Οικουμενική Σύνοδος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Αφαίρεση όλου του περιεχομένου από τη σελίδα)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 +
Η '''Πρώτη σύνοδος της Κωνσταντινούπολης''', γνωστή ως '''Β΄ Οικουμενική Σύνοδος''', ήταν η [[Εκκλησιαστική Σύνοδος]] που διενεργήθηκε το [[381]]  μ.Χ. και συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιο]], μετά από προτροπή του [[Μελέτιος Α΄ Αντιοχείας|Μελετίου Αντιοχείας]]<ref>Εκκλ. Ιστορία Βλασίου Φειδά, Τόμος Α΄, σελίς 522</ref>. Στόχος της ήταν  η εκκλησιαστική ειρήνευση<ref> Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collection. III, 557</ref>, αλλά και η «''επίλυση των αναφυέντων εν τη εκκλησία κρίσιμων θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων''»<ref>Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος 5,6,205</ref>.
  
 +
Κύρια εστία εντάσεων μετά την [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Α΄ Οικουμενική σύνοδο]], αναδείχτηκε ο προσδιορισμός της υπόστασης του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]], αλλά και η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της [[Ομοούσιο|ομοουσίου]] [[Υπόσταση|υποστάσεως]] του Υιού με τον Πατέρα. Η σύνοδος αυτή επελήφθη των εν λόγω προβλημάτων και αποτέλεσε ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της [[Αρειανισμός|αρειανικής]] διαμάχης στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού μετά τη σύνοδο του [[383]] στη [[Κωνσταντινούπολη]], καμία άλλη σύνοδος δεν ασχολήθηκε ξανά με το ζήτημα αυτό<ref> Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Tόμος Α΄, σελίς 401</ref>, ενώ έδρασε καταλυτικά και στη δυτική επαρχία της αυτοκρατορίας, όχι όμως και στην υπόλοιπη Δύση, που λόγω της ισχυρής [[Γότθοι|Γοτθικής]] παρουσίας, συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμα.
 +
{{Οικουμενική σύνοδος
 +
|Όνομα_συνόδου=Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
 +
|Ημερομηνία_συνοδου=[[381]]
 +
|Τόπος=[[Κωνσταντινούπολη]]
 +
|Αποδεκτή_από=[[Ορθόδοξη εκκλησία]], [[Καθολική εκκλησία]], [[Αγγλικανική εκκλησία]], [[Λουθηρανισμός]], [[Καλβινισμός]]
 +
|Προηγούμενη= Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (Α΄ Νικαίας)
 +
|Επόμενη=Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος)
 +
|Συγκλήθηκε_από=[[Θεοδόσιος Α'|Μέγα Θεοδόσιο]]
 +
|Προήδρευσε=[[Μελέτιος Α΄ Αντιοχείας]], [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]], [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκτάριος]]
 +
|Συμμετοχή=Περίπου 150 [[Επίσκοπος|επίσκοποι]]
 +
|Λόγοι_σύγκλησης=[[Άγιο Πνεύμα]],<br> [[Αρειανισμός]],<br> [[Απολλιναρισμός]],<br> [[Μακεδονιανοί]],<br> Εκλογή επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως}}
 +
 +
== Λόγοι σύγκλησης της συνόδου ==
 +
 +
=== Η πορεία προς τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο ===
 +
 +
Παρά την καταδίκη του [[Αρειανισμός|αρειανισμού]] και τη σύνταξη [[Σύμβολο της Πίστεως|συμβόλου πίστεως]] με το οποίο εκφραζόταν η κοινή πίστη της πλειοψηφίας των [[Επίσκοπος|επισκόπων]], η σταδιακή μεταστροφή του [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Μεγάλου Κωνσταντίνου]], λόγω της επιρροής των ισχυρών γυναικών του παλατιού Βασιλίνας και Κωνσταντίας<ref>M.Αθανασίου, προς Μοναχούς, 6</ref>, αλλά και του προσωπικού φίλου του [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσεβίου Καισαρείας]], προς τον αρειανισμό πυροδότησε νέο γύρο αρειανικής διαμάχης στην εκκλησία για περίπου 50 χρόνια. Τόσο οι ανακλήσεις αρειανών επισκόπων από την εξορία<ref>Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους Ι,14,1</ref>, όσο και η διάθεσή του για μια συμβιβαστική λύση, ιδίως στο θέμα του «''ομοουσίου''», έφερε σε πλεονεκτική θέση τους αρειανίζοντες επισκόπους σε σχέση με τους εκφραστές της [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|συνόδου της Νίκαιας]], οι οποίοι επιπρόσθετα είχαν βρει και ένα σημαντικό σύμμαχο μετά τον θάνατό του Κωνσταντίνου, τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα [[Κωνστάντιος|Κωνστάντιο]]. Με συστηματική προώθηση των ιδεών τους στο παλάτι κατάφεραν στην ανατολή να επικρατήσουν, την ώρα που υποστηρικτές επίσκοποι της συνόδου της Νίκαιας, αποπέμπονταν<ref>Μέγας Αθανάσιος, Ευστάθιος Αντιοχείας</ref> από τη θέση τους τους, ιδίως όσοι δε συνέτειναν σε μια πρόταση σύγκλησης προς τα σύμβολα της συνόδου του Σιρμίου ([[351]]) που είχαν εκφράσει οι αρειανόφρονες. Η σύνοδος μάλιστα  Αριμίνου - Σελεύκειας το [[359]], παρουσία 400 επισκόπων, είχε επιβεβαιώσει πως η πλειοψηφία των επισκόπων συμφωνούσε με το Νικαϊκό σύμβολο<ref>M.Αθανασίου Περί των Συνόδων,10κεξ</ref>, ενώ οι παρεμβάσεις<ref>Εκκλ. Ιστορία Φειδά 504 «Μετά από πιέσεις και απειλές η αντιπροσωπεία αναγκάσθηκε να δεχθεί το αρειανικό σύμβολο της Νίκης, το οποίο είχε ως βάση το …τετάρτου συμβόλου του Σιρμίου…Τα μέλη της συνόδου του Αριμίνο υποχρεώθηκαν να δεχθούν το σύμβολο κατά μειοψηφία…»</ref> του μονοκράτορα Κωνστάντιου δεν επέτρεπαν την ελεύθερη συλλογική έκφραση της πλειοψηφίας του σώματος της εκκλησίας, που και σε αυτή την περίπτωση υποχρεώθηκε σε υπαναχώρηση μετά από εξορίες επισκόπων<ref>Το αυτό, σελ.505</ref>.
 +
 +
Ταυτόχρονα, με το πέρας της Α΄ οικουμενικής συνόδου οι αρειανικές θέσεις περί της υποστάσεως του Υιού αυξήθηκαν, εκφραζόμενες από τρεις παρατάξεις. Των ομοίων, των ομοιουσιανών και των ανομοίων ή ευνομοιανών, ενώ ιδίως μετά το [[360]] σταδιακά ενεφανίσθησαν θέσεις περί της υποστάσεως και του τρίτου προσώπου της Τριάδος, με κύριους εκφραστές, τους [[Μακεδονιανισμός|Μακεδονιανούς]] και τους [[Απολλιναρισμός|Απολιναριστές]] οι οποίοι ονομάστηκαν πνευματομάχοι, όπως πνευματομάχοι αποκαλούνταν και οι αρειανόφρονες, αφού πέραν της κατωτερότητας του Υιού ως κτίσμα, κτίσμα θεωρούσαν και το Άγιο Πνεύμα. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του [[Εποφάνιος Κύπρου|Επιφανίου]] για την πίστη των αρειανιστών, λέγοντας πως «Το Άγιον Πνεύμα κτίσμα πάλιν κτίσματος φασίν είναι»<ref>Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων 69, 59</ref>.
 +
 +
=== Ο σκοπός σύγκλησης της συνόδου ===
 +
 +
Κύριος σκοπός σύγκλησης της συνόδου ήταν «''να εξαλείψει τα λείψανα του βία επιβληθέντος Αρειανισμού δια της αναστηλώσεως του κύρους της Α΄ οικουμενικής συνόδου και ολοκληρώσεως του Τριαδικού δόγματος κατά του οποίου εστρέφοντο οι ετερόδοξες ομολογίες''»<ref>Ιωάννου Καρμίρη, Τα ΧκΣΜτΟΚΕ, Τόμος 1ος, Αθήνα, 1960, σελίς126</ref> και να αποσαφηνίσει τον «''λαβύρινθο εκθέσεων''»<ref>Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους 2,41,40 /Σοζωμενού  2,32.3,5.4,22</ref> από τη μεγάλη δογματική σύγχυση που είχε επέλθει. Ταυτόχρονα ήταν η θέληση του Αυτοκράτορα για ειρήνευση στην Ανατολική επαρχία της Αυτοκρατορίας, καθώς και η θέληση της εκκλησίας να διευθετήσει εκκλησιαστικά ζητήματα με αιχμή την αποκατάσταση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως<ref>Catholic Encyclopedia, Article: First Council of Nicaea</ref>, αλλά  και κανονικών ζητημάτων. Η σύνοδος αυτή οριστικώς  κηρύχθηκε οικουμενική από την [[Δ΄ Οικουμενική σύνοδος|Δ΄ Οικουμενική]], παρότι η συμπληρωματική και  διευκρινιστική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη ένα έτος αργότερα, την είχε ήδη ανακηρύξει με αυτό τον τίτλο<ref>Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος 5,6,στ.1217</ref>. Ο προβληματισμός όμως κυρίως τίθεται, εξαιτίας της «''Ληστρικής συνόδου''» του [[449]],  της οποίας τα πρακτικά, δεν την απαριθμούν στις οικουμενικές, ενώ αποκαλούν δεύτερη οικουμενική, τη θεωρούμενη σήμερα τρίτη<ref>Εκκλησιαστική Ιστορία, Βασιλείου Στεφανίδη, σελίς 201</ref>.
 +
 +
Από τη σύνοδο, πρέπει να αναφερθεί, πως δεν τηρήθηκαν πρακτικά, αλλά εκδόθηκε «''Τόμος''» <ref>Συνοδική επιστολή συνόδου Κωνσταντινουπόλεως το [[382]]</ref> πίστεως ο οποίος δε διασώζεται. Η αρχική πρόθεση του Θεοδόσιου κατά την κλήση, ήταν η συμμετοχή των ανατολικών επισκόπων, λόγω των διαστάσεων του εκκλησιαστικού ζητήματος στην  ανατολή, ενώ εκφράζεται και η άποψη πως η δικαιοδοσία του - αυτοκράτορας της Ανατολής - δεν του επέτρεπε να κάνει αντίστοιχη κίνηση και στη Δύση, άποψη όμως, που δε βρίσκει ισχυρή απήχηση<ref> Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 40</ref>. Στη Δύση μάλιστα φαίνεται πως ήδη υπήρχαν αντιδράσεις, αφού δεν αναγνώριζαν τον επισκοπικό τίτλο του προεδρεύοντα Μελετίου<ref>Οι δυτικοί επίσκοποι συνδέονταν φιλικά με τον Πέτρο Αλεξανδρείας από την εποχή της εξορίας του στη Ρώμη και αναγνώριζαν αυτόν ως επίσκοπο Αλεξανδρείας και όχι τον Μελέτιο</ref>. Από μια άλλη μεριά, η μη συνεύρεση αρχικά δυτικών επισκόπων εντείνει την άποψη πως ο αρχικός ρόλος τη συνόδου, δεν ήταν η οικουμενικότητα, όπως τελικά κρίθηκε από την σύνοδο του [[382]], αλλά η λογική μιας ενδημούσας συνόδου, η οποία εξελίχθηκε σε οικουμενική. Αυτό άλλωστε προδίδεται από τη προσχώρηση στο β΄ μέρος της συνόδου [[Αίγυπτος|Αιγυπτίων]] και [[Ιλλυρία|Ιλλυριών]] επισκόπων και την αναγνώριση του «''Τόμου''» από του δυτικούς<ref>Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος, 7,3/Σοζωμενός VII,7-9, HCG, II,37εξ</ref> ένα έτος αργότερα. Αν στόχος ήταν εξ αρχής η οικουμενικότητα θα θεωρείτο αδιανόητη η μη κλήση τους. Προς την ίδια κατεύθυνση, καταδεικνύεται η εκκρεμότητα της εκλογής του τοπικού επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, θέμα το οποίο κρίνεται πως είχε αρχίσει να λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις, όταν ο [[Πέτρος Αλεξανδρείας]] προέβη στην αντικανονική χειροτονία του [[Μάξιμος Κυνικός|Μαξίμου Κυνικού]]<ref>Εκκλ. Ιστορία Φιλοστοργίου, 9, 8-10/ Σωκράτους 4,14-15/Σοζωμενού 7,13/Θεοδώρητου 5,8</ref> , αλλά και με την όξυνση του προβλήματος με τον Μακεδόνιο και τις αυθαίρετες υπερόριες χειροτονίες του<ref>Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους, 2,38</ref>.
 +
 +
== Η σύνθεση της συνόδου και οι εργασίες ==
 +
 +
[[Image:Council of Constantinople 381 BnF MS Gr510 fol355.jpg|thumb|300px|Απεικόνιση της συνόδου στην Κωνσταντινούπολη]]
 +
Στη σύνοδο συμμετείχαν 150 ανατολικοί επίσκοποι, με δεσπόζουσες προσωπικότητες των [[Μελέτιος Α΄ Αντιοχείας|Αντιοχείας Μελέτιο]], [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Γρηγόριο Ναζιανζηνό]], [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως]], [[Τιμόθεος Αλεξανδρείας|Τιμόθεο Αλεξανδρείας]], [[Κύριλλος Α΄ Ιεροσολύμων|Κύριλλο Ιεροσολύμων]], [[Αμφιλόχιος Ικονίου|Ικονίου Αμφιλόχιο]], [[Γρηγόριος Νύσσης|Γρηγόριο Νύσσης]], [[Διόδωρος Ταρσού|Ταρσού Διόδωρο]] κ.α.<ref>Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητου 7,2</ref>. Επίσης ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, παραβρέθηκε στην εναρκτήρια συνεδρία<ref>Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητου, 7,3</ref>. Η σύνοδος όπως προαναφέρθηκε είχε διττό σκοπό, δηλαδή την επίτευξη επίλυσης βασικών άμεσων αναγκών της εκκλησίας, αλλά και την αντιμετώπιση δογματικών θεωριών. Ήδη από την εποχή της ανόδου του Θεοδοσίου στο θρόνο, είχε εκφραστεί η διάθεση για μία οικουμενική σύνοδο, η οποία θα διακήρυττε την ενότητα της εκκλησίας, την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας και θα αντιμετώπιζε τις κακοδοξίες. Πρωτοστάτης αυτής της κίνησης υπήρξε ο [[Βασίλειος Καισαρείας|Μέγας Βασίλειος]]<ref>Επιστολή 92</ref><ref>Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους 5,8</ref> που από το [[372]] επιδίωξε, αν και για διάφορους λόγους δε κατέστη δυνατή η επιθυμία του, σύγκληση μεγάλης συνόδου. Θεολογικά η σύνοδος είχε προετοιμαστεί από τον Μελέτιο και τη σύνοδο των 153 επισκόπων το [[379]] στην Αντιόχεια, στην οποία είχε ήδη κατοχυρωθεί η Τριαδολογική θεολογία των Καππαδοκών πατέρων<ref>Μία Φύση, τρείς υποστάσεις, διαχωρισμός όρων ουσία και υπόσταση</ref>.
 +
 +
Αρχικά πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια των εργασιών. Πρώτο μέλημα της συνόδου όπως διαφαίνεται από τη σχετική γραμματεία<ref>PG 37,1176-1177/37,1268-1269/37,1410/37,1412</ref> ήταν η  εκλογή του Γρηγορίου από τη Ναζιανζό, με τη σχετική προώθησή του από τον Μελέτιο. Κατά την ίδια  περίοδο συντάχθηκαν και  κανόνες, με σημαντικότερους τον πρώτο και τον τρίτο οι οποίοι δήλωναν την αμετακίνητη πίστη στο Σύμβολο της Νίκαιας και την απόδοση [[Τα Πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών|πρώτων πρεσβειών τιμής]] στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή και δεύτερα τη τάξη μετά τη Ρώμη. Ένα ακόμα θέμα που τέθηκε στη σύνοδο ήταν ο θρόνος της [[Αντιόχεια|Αντιοχείας]], λόγω του προβλήματος του [[Ευσταθιανό σχίσμα|Ευσταθιανού σχίσματος]]. Ο Μελέτιος προωθούσε την άποψη πως για να γεφυρωθεί το χάσμα έπρεπε να μην εκλεγεί νέος [[Επίσκοπος|επίσκοπος]] σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των δύο. Ο ίδιος όμως απεβίωσε πριν το τέλος της συνόδου και ενώ ο Γρηγόριος προωθούσε το αίτημά του, συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις που δεν επέτρεψαν την προωθούμενη λύση, εντείνοντας το πρόβλημα. Τελικά τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ο [[Φλαβιανός Αντιοχείας|Φλαβιανός]], με αποτέλεσμα τις μετέπειτα έντονες αντιδράσεις των δυτικών επισκόπων, που δεν τον αναγνώρισαν. Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε ο Διόδωρος Ταρσού, ο οποίος είχε και σοβαρές θεολογικές διαφωνίες προς τον Γρηγόριο, όπως αποδείχθηκε από τις απόψεις που εξέφρασαν στο λεγόμενο χριστολογικό ζήτημα. Αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί ο Γρηγόριος λόγω των αντιδράσεων από τη μερίδα των επισκόπων που δεν συμφωνούσαν με τη διαλλακτική τακτική του, αλλά και τους ψιθύρους περί αντικανονικής χειροτονίας του (μεταθετό)<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Η εκκλησιολογία του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Αθήνα, 1960, σελίδα 30/1, 38</ref>, παρά την αντίθεση του Θεοδοσίου<ref>Εκκλ. Ιστορία Σοζωμενού 7,7</ref>. Στη θέση του προωθήθηκε ο Νεκτάριος υπό την ισχυρή επιρροή του Διοδώρου Ταρσού, με αποτέλεσμα η σύνοδος να εκκινήσει με πρόεδρο τον Μελέτιο, να εκτελέσει εργασίες με τον Γρηγόριο και να κλείσει με τον Νεκτάριο<ref>Εκκλησιαστική Ιστορία Θεοδώρητου 7,2</ref>. Οι εργασίες διήρκεσαν από το Μάιο μέχρι τις 30 Ιουλίου του [[381]]. Το δεύτερο μέρος τη συνόδου, απαιτούσε υποχρεωτικά μεγαλύτερη σύνθεση συνέδρων ειδάλλως αδυνατούσε να εφαρμόσει στην πράξη συγκεκριμένες εκκλησιαστικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή μετά τη συμμετοχή στη σύνοδο των επισκόπων Ιλλυρικού και Αιγύπτου. Τις αποφάσεις προσυπέγραψαν ένα έτος αργότερα οι δυτικοί<ref>Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος, 7,3/Σοζωμενός VII,7-9, HCG, II,37εξ</ref> μετά από σύνοδο στη [[Ρώμη]]. Σε αυτή τη σύνοδο, προσκάλεσαν και τους ανατολικούς επισκόπους, οι οποίοι δε θεώρησαν σκόπιμο να παραστούν. Αντ’αυτού, σε νέα σύνοδο, όπως προαναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εξέδωσαν «τόμο» με την πίστη των ''ρν΄ πατέρων'', χαρακτηρίζοντας τη σύνοδο οικουμενική, την οποία και αποδέχτηκαν τελικά οι συγκληθέντες δυτικοί επίσκοποι στη [[Ρώμη]].
 +
 +
== Το κανονικό-διοικητικό έργο της συνόδου ==
 +
=== Εισαγωγή ===
 +
Το κανονικό έργο της συνόδου, λόγω της μη τήρησης πρακτικών, προκάλεσε αρκετές συγχύσεις σε ότι αφορά την έκταση και το περιεχόμενο των κανόνων της συνόδου. Σκοπός ήταν η εφαρμογή των κανονικών διατάξεων σε όλο το σώμα της εκκλησίας ακόμα και των αιρετικών, γι αυτό προσεκλήθησαν οι φορείς των ήπιων ετερόδοξων προσεγγίσεων των [[Μακεδονιανοί|Μακεδονιανών]], [[Απολλιναρισμός|Απολιναριστών]], αλλά και [[Αρειανισμός|Αρειανοί]] (οι οποίοι όμως δε προσήλθαν), όχι ως μέλη, αλλά με στόχο την ερμηνεία των αποφάσεων, ώστε να μην αποχωρίζεται το κανονικό έργο από το θεολογική ερμηνεία του. Χαρακτηριστικά στην επιστολή των μελών της συνόδου προς τον Θεοδόσιο<ref>Mansi 3,557</ref> καταγράφεται με σαφήνεια το κανονικό έργο της συνόδου που ήταν:<br>
 +
 +
α. ανανέωση της κοινωνίας των μελών της<br>
 +
β. διατύπωση σύντομων όρων για την επικύρωση της πίστης της Νίκαιας<br>
 +
γ. αναθεματισμός αιρετικών παρεκκλίσεων<br>
 +
δ. ψήφιση ορισμένων κανόνων προς τη σχετική τάξη της εκκλησίας<ref>Mansi 3,557</ref>.<br>
 +
Οι αποφάσεις των κανόνων της συνόδου κατοχυρώθηκαν με αυτοκρατορικό διάταγμα<ref>Codex Theod.,XVI,1,1-3.5,1.6.7.8.13-18 κ.α.</ref>.
 +
 +
Οι αριθμός των κανόνων που αποδίδονται σήμερα στην β΄ οικουμενική σύνοδο είναι επτά (7), αλλά αμφισβητείται από τη θεολογική έρευνα. Αυτό διότι οι αρχαίες λατινικές συλλογές διατηρούν 4 κανόνες, το Συνοδικό της συνόδου τρεις<ref>Mansi VII,445</ref>, οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί του [[5ος αιώνας|5ου αιώνα]] αναφέρουν τέσσερις, o [[Ιωάννης Σχολαστικός]] αποδίδει 6 τον [[6ος αιώνας|6ο αιώνα]], ενώ οι μεταγενέστεροι ιστορικοί και κανονολόγοι αποδίδουν επτά<ref>Ζωναράς, Βαλσάμων, Αριστηνός</ref>. Σύμφωνα με τη σημερινή επικρατούσα άποψη οι κανόνες 5 και 6 είναι μεταγενέστεροι, δηλαδή της εν Κωνσταντινούπολη συνόδου του [[382]], ενώ ο 7ος θεωρείται απόσπασμα επιστολής της [[Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης|εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως]] προς τον [[Μαρτύριος Αντιόχειας|Μαρτύριο Αντιοχείας]]<ref>Hefele-Leclereq,Hist. Des Conciles, II, 1, 18 κεξ</ref>. Κατά άλλη άποψη οι κανόνες 5, 6, 7 είναι κανόνες της οικουμενικής συνόδου ενσωματωμένοι στους πρώτους 4, οι οποίοι διασπάστηκαν σε μεταγενέστερες συλλογές, αφού ο 5ος κανόνας σχετίζεται με συζητήσεις της συνόδου για ειρήνευση στην εκκλησία της Αντιόχειας, ο 6ος σχετίζεται με το 2ο και ο 7ος είναι σχετικός με τον 1ο κανόνα.
 +
 +
Εν κατακλείδι οι κανόνες μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας στην εκκλησία με βάση την ορθή πίστη δηλαδή ο 1, 5, 6 (α), 7 και σε αυτούς που διασφαλίζουν την ενότητα με βάση τη κανονική τάξη και ανήκουν οι υπόλοιποι κανόνες.

Αναθεώρηση της 14:52, 10 Αυγούστου 2008

Η Πρώτη σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, γνωστή ως Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήταν η Εκκλησιαστική Σύνοδος που διενεργήθηκε το 381 μ.Χ. και συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, μετά από προτροπή του Μελετίου Αντιοχείας[1]. Στόχος της ήταν η εκκλησιαστική ειρήνευση[2], αλλά και η «επίλυση των αναφυέντων εν τη εκκλησία κρίσιμων θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων»[3].

Κύρια εστία εντάσεων μετά την Α΄ Οικουμενική σύνοδο, αναδείχτηκε ο προσδιορισμός της υπόστασης του Αγίου Πνεύματος, αλλά και η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της ομοουσίου υποστάσεως του Υιού με τον Πατέρα. Η σύνοδος αυτή επελήφθη των εν λόγω προβλημάτων και αποτέλεσε ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της αρειανικής διαμάχης στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού μετά τη σύνοδο του 383 στη Κωνσταντινούπολη, καμία άλλη σύνοδος δεν ασχολήθηκε ξανά με το ζήτημα αυτό[4], ενώ έδρασε καταλυτικά και στη δυτική επαρχία της αυτοκρατορίας, όχι όμως και στην υπόλοιπη Δύση, που λόγω της ισχυρής Γοτθικής παρουσίας, συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμα.

Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
Ημερομηνία 381
Τόπος Κωνσταντινούπολη
Αποδοχή Ορθόδοξη εκκλησία, Καθολική εκκλησία, Αγγλικανική εκκλησία, Λουθηρανισμός, Καλβινισμός
Προηγούμενη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (Α΄ Νικαίας)
Επόμενη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος)
Συγκλήθηκε από Μέγα Θεοδόσιο
Προήδρευσε Μελέτιος Α΄ Αντιοχείας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Νεκτάριος
Συμμετοχή Περίπου 150 επίσκοποι
Λόγοι σύγκλησης Άγιο Πνεύμα,
Αρειανισμός,
Απολλιναρισμός,
Μακεδονιανοί,
Εκλογή επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως



Λόγοι σύγκλησης της συνόδου

Η πορεία προς τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο

Παρά την καταδίκη του αρειανισμού και τη σύνταξη συμβόλου πίστεως με το οποίο εκφραζόταν η κοινή πίστη της πλειοψηφίας των επισκόπων, η σταδιακή μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, λόγω της επιρροής των ισχυρών γυναικών του παλατιού Βασιλίνας και Κωνσταντίας[5], αλλά και του προσωπικού φίλου του Ευσεβίου Καισαρείας, προς τον αρειανισμό πυροδότησε νέο γύρο αρειανικής διαμάχης στην εκκλησία για περίπου 50 χρόνια. Τόσο οι ανακλήσεις αρειανών επισκόπων από την εξορία[6], όσο και η διάθεσή του για μια συμβιβαστική λύση, ιδίως στο θέμα του «ομοουσίου», έφερε σε πλεονεκτική θέση τους αρειανίζοντες επισκόπους σε σχέση με τους εκφραστές της συνόδου της Νίκαιας, οι οποίοι επιπρόσθετα είχαν βρει και ένα σημαντικό σύμμαχο μετά τον θάνατό του Κωνσταντίνου, τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Με συστηματική προώθηση των ιδεών τους στο παλάτι κατάφεραν στην ανατολή να επικρατήσουν, την ώρα που υποστηρικτές επίσκοποι της συνόδου της Νίκαιας, αποπέμπονταν[7] από τη θέση τους τους, ιδίως όσοι δε συνέτειναν σε μια πρόταση σύγκλησης προς τα σύμβολα της συνόδου του Σιρμίου (351) που είχαν εκφράσει οι αρειανόφρονες. Η σύνοδος μάλιστα Αριμίνου - Σελεύκειας το 359, παρουσία 400 επισκόπων, είχε επιβεβαιώσει πως η πλειοψηφία των επισκόπων συμφωνούσε με το Νικαϊκό σύμβολο[8], ενώ οι παρεμβάσεις[9] του μονοκράτορα Κωνστάντιου δεν επέτρεπαν την ελεύθερη συλλογική έκφραση της πλειοψηφίας του σώματος της εκκλησίας, που και σε αυτή την περίπτωση υποχρεώθηκε σε υπαναχώρηση μετά από εξορίες επισκόπων[10].

Ταυτόχρονα, με το πέρας της Α΄ οικουμενικής συνόδου οι αρειανικές θέσεις περί της υποστάσεως του Υιού αυξήθηκαν, εκφραζόμενες από τρεις παρατάξεις. Των ομοίων, των ομοιουσιανών και των ανομοίων ή ευνομοιανών, ενώ ιδίως μετά το 360 σταδιακά ενεφανίσθησαν θέσεις περί της υποστάσεως και του τρίτου προσώπου της Τριάδος, με κύριους εκφραστές, τους Μακεδονιανούς και τους Απολιναριστές οι οποίοι ονομάστηκαν πνευματομάχοι, όπως πνευματομάχοι αποκαλούνταν και οι αρειανόφρονες, αφού πέραν της κατωτερότητας του Υιού ως κτίσμα, κτίσμα θεωρούσαν και το Άγιο Πνεύμα. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Επιφανίου για την πίστη των αρειανιστών, λέγοντας πως «Το Άγιον Πνεύμα κτίσμα πάλιν κτίσματος φασίν είναι»[11].

Ο σκοπός σύγκλησης της συνόδου

Κύριος σκοπός σύγκλησης της συνόδου ήταν «να εξαλείψει τα λείψανα του βία επιβληθέντος Αρειανισμού δια της αναστηλώσεως του κύρους της Α΄ οικουμενικής συνόδου και ολοκληρώσεως του Τριαδικού δόγματος κατά του οποίου εστρέφοντο οι ετερόδοξες ομολογίες»[12] και να αποσαφηνίσει τον «λαβύρινθο εκθέσεων»[13] από τη μεγάλη δογματική σύγχυση που είχε επέλθει. Ταυτόχρονα ήταν η θέληση του Αυτοκράτορα για ειρήνευση στην Ανατολική επαρχία της Αυτοκρατορίας, καθώς και η θέληση της εκκλησίας να διευθετήσει εκκλησιαστικά ζητήματα με αιχμή την αποκατάσταση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως[14], αλλά και κανονικών ζητημάτων. Η σύνοδος αυτή οριστικώς κηρύχθηκε οικουμενική από την Δ΄ Οικουμενική, παρότι η συμπληρωματική και διευκρινιστική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη ένα έτος αργότερα, την είχε ήδη ανακηρύξει με αυτό τον τίτλο[15]. Ο προβληματισμός όμως κυρίως τίθεται, εξαιτίας της «Ληστρικής συνόδου» του 449, της οποίας τα πρακτικά, δεν την απαριθμούν στις οικουμενικές, ενώ αποκαλούν δεύτερη οικουμενική, τη θεωρούμενη σήμερα τρίτη[16].

Από τη σύνοδο, πρέπει να αναφερθεί, πως δεν τηρήθηκαν πρακτικά, αλλά εκδόθηκε «Τόμος» [17] πίστεως ο οποίος δε διασώζεται. Η αρχική πρόθεση του Θεοδόσιου κατά την κλήση, ήταν η συμμετοχή των ανατολικών επισκόπων, λόγω των διαστάσεων του εκκλησιαστικού ζητήματος στην ανατολή, ενώ εκφράζεται και η άποψη πως η δικαιοδοσία του - αυτοκράτορας της Ανατολής - δεν του επέτρεπε να κάνει αντίστοιχη κίνηση και στη Δύση, άποψη όμως, που δε βρίσκει ισχυρή απήχηση[18]. Στη Δύση μάλιστα φαίνεται πως ήδη υπήρχαν αντιδράσεις, αφού δεν αναγνώριζαν τον επισκοπικό τίτλο του προεδρεύοντα Μελετίου[19]. Από μια άλλη μεριά, η μη συνεύρεση αρχικά δυτικών επισκόπων εντείνει την άποψη πως ο αρχικός ρόλος τη συνόδου, δεν ήταν η οικουμενικότητα, όπως τελικά κρίθηκε από την σύνοδο του 382, αλλά η λογική μιας ενδημούσας συνόδου, η οποία εξελίχθηκε σε οικουμενική. Αυτό άλλωστε προδίδεται από τη προσχώρηση στο β΄ μέρος της συνόδου Αιγυπτίων και Ιλλυριών επισκόπων και την αναγνώριση του «Τόμου» από του δυτικούς[20] ένα έτος αργότερα. Αν στόχος ήταν εξ αρχής η οικουμενικότητα θα θεωρείτο αδιανόητη η μη κλήση τους. Προς την ίδια κατεύθυνση, καταδεικνύεται η εκκρεμότητα της εκλογής του τοπικού επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, θέμα το οποίο κρίνεται πως είχε αρχίσει να λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις, όταν ο Πέτρος Αλεξανδρείας προέβη στην αντικανονική χειροτονία του Μαξίμου Κυνικού[21] , αλλά και με την όξυνση του προβλήματος με τον Μακεδόνιο και τις αυθαίρετες υπερόριες χειροτονίες του[22].

Η σύνθεση της συνόδου και οι εργασίες

Αρχείο:Council of Constantinople 381 BnF MS Gr510 fol355.jpg
Απεικόνιση της συνόδου στην Κωνσταντινούπολη

Στη σύνοδο συμμετείχαν 150 ανατολικοί επίσκοποι, με δεσπόζουσες προσωπικότητες των Αντιοχείας Μελέτιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως, Τιμόθεο Αλεξανδρείας, Κύριλλο Ιεροσολύμων, Ικονίου Αμφιλόχιο, Γρηγόριο Νύσσης, Ταρσού Διόδωρο κ.α.[23]. Επίσης ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, παραβρέθηκε στην εναρκτήρια συνεδρία[24]. Η σύνοδος όπως προαναφέρθηκε είχε διττό σκοπό, δηλαδή την επίτευξη επίλυσης βασικών άμεσων αναγκών της εκκλησίας, αλλά και την αντιμετώπιση δογματικών θεωριών. Ήδη από την εποχή της ανόδου του Θεοδοσίου στο θρόνο, είχε εκφραστεί η διάθεση για μία οικουμενική σύνοδο, η οποία θα διακήρυττε την ενότητα της εκκλησίας, την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας και θα αντιμετώπιζε τις κακοδοξίες. Πρωτοστάτης αυτής της κίνησης υπήρξε ο Μέγας Βασίλειος[25][26] που από το 372 επιδίωξε, αν και για διάφορους λόγους δε κατέστη δυνατή η επιθυμία του, σύγκληση μεγάλης συνόδου. Θεολογικά η σύνοδος είχε προετοιμαστεί από τον Μελέτιο και τη σύνοδο των 153 επισκόπων το 379 στην Αντιόχεια, στην οποία είχε ήδη κατοχυρωθεί η Τριαδολογική θεολογία των Καππαδοκών πατέρων[27].

Αρχικά πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια των εργασιών. Πρώτο μέλημα της συνόδου όπως διαφαίνεται από τη σχετική γραμματεία[28] ήταν η εκλογή του Γρηγορίου από τη Ναζιανζό, με τη σχετική προώθησή του από τον Μελέτιο. Κατά την ίδια περίοδο συντάχθηκαν και κανόνες, με σημαντικότερους τον πρώτο και τον τρίτο οι οποίοι δήλωναν την αμετακίνητη πίστη στο Σύμβολο της Νίκαιας και την απόδοση πρώτων πρεσβειών τιμής στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή και δεύτερα τη τάξη μετά τη Ρώμη. Ένα ακόμα θέμα που τέθηκε στη σύνοδο ήταν ο θρόνος της Αντιοχείας, λόγω του προβλήματος του Ευσταθιανού σχίσματος. Ο Μελέτιος προωθούσε την άποψη πως για να γεφυρωθεί το χάσμα έπρεπε να μην εκλεγεί νέος επίσκοπος σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των δύο. Ο ίδιος όμως απεβίωσε πριν το τέλος της συνόδου και ενώ ο Γρηγόριος προωθούσε το αίτημά του, συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις που δεν επέτρεψαν την προωθούμενη λύση, εντείνοντας το πρόβλημα. Τελικά τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ο Φλαβιανός, με αποτέλεσμα τις μετέπειτα έντονες αντιδράσεις των δυτικών επισκόπων, που δεν τον αναγνώρισαν. Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε ο Διόδωρος Ταρσού, ο οποίος είχε και σοβαρές θεολογικές διαφωνίες προς τον Γρηγόριο, όπως αποδείχθηκε από τις απόψεις που εξέφρασαν στο λεγόμενο χριστολογικό ζήτημα. Αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί ο Γρηγόριος λόγω των αντιδράσεων από τη μερίδα των επισκόπων που δεν συμφωνούσαν με τη διαλλακτική τακτική του, αλλά και τους ψιθύρους περί αντικανονικής χειροτονίας του (μεταθετό)[29], παρά την αντίθεση του Θεοδοσίου[30]. Στη θέση του προωθήθηκε ο Νεκτάριος υπό την ισχυρή επιρροή του Διοδώρου Ταρσού, με αποτέλεσμα η σύνοδος να εκκινήσει με πρόεδρο τον Μελέτιο, να εκτελέσει εργασίες με τον Γρηγόριο και να κλείσει με τον Νεκτάριο[31]. Οι εργασίες διήρκεσαν από το Μάιο μέχρι τις 30 Ιουλίου του 381. Το δεύτερο μέρος τη συνόδου, απαιτούσε υποχρεωτικά μεγαλύτερη σύνθεση συνέδρων ειδάλλως αδυνατούσε να εφαρμόσει στην πράξη συγκεκριμένες εκκλησιαστικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή μετά τη συμμετοχή στη σύνοδο των επισκόπων Ιλλυρικού και Αιγύπτου. Τις αποφάσεις προσυπέγραψαν ένα έτος αργότερα οι δυτικοί[32] μετά από σύνοδο στη Ρώμη. Σε αυτή τη σύνοδο, προσκάλεσαν και τους ανατολικούς επισκόπους, οι οποίοι δε θεώρησαν σκόπιμο να παραστούν. Αντ’αυτού, σε νέα σύνοδο, όπως προαναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εξέδωσαν «τόμο» με την πίστη των ρν΄ πατέρων, χαρακτηρίζοντας τη σύνοδο οικουμενική, την οποία και αποδέχτηκαν τελικά οι συγκληθέντες δυτικοί επίσκοποι στη Ρώμη.

Το κανονικό-διοικητικό έργο της συνόδου

Εισαγωγή

Το κανονικό έργο της συνόδου, λόγω της μη τήρησης πρακτικών, προκάλεσε αρκετές συγχύσεις σε ότι αφορά την έκταση και το περιεχόμενο των κανόνων της συνόδου. Σκοπός ήταν η εφαρμογή των κανονικών διατάξεων σε όλο το σώμα της εκκλησίας ακόμα και των αιρετικών, γι αυτό προσεκλήθησαν οι φορείς των ήπιων ετερόδοξων προσεγγίσεων των Μακεδονιανών, Απολιναριστών, αλλά και Αρειανοί (οι οποίοι όμως δε προσήλθαν), όχι ως μέλη, αλλά με στόχο την ερμηνεία των αποφάσεων, ώστε να μην αποχωρίζεται το κανονικό έργο από το θεολογική ερμηνεία του. Χαρακτηριστικά στην επιστολή των μελών της συνόδου προς τον Θεοδόσιο[33] καταγράφεται με σαφήνεια το κανονικό έργο της συνόδου που ήταν:

α. ανανέωση της κοινωνίας των μελών της
β. διατύπωση σύντομων όρων για την επικύρωση της πίστης της Νίκαιας
γ. αναθεματισμός αιρετικών παρεκκλίσεων
δ. ψήφιση ορισμένων κανόνων προς τη σχετική τάξη της εκκλησίας[34].
Οι αποφάσεις των κανόνων της συνόδου κατοχυρώθηκαν με αυτοκρατορικό διάταγμα[35].

Οι αριθμός των κανόνων που αποδίδονται σήμερα στην β΄ οικουμενική σύνοδο είναι επτά (7), αλλά αμφισβητείται από τη θεολογική έρευνα. Αυτό διότι οι αρχαίες λατινικές συλλογές διατηρούν 4 κανόνες, το Συνοδικό της συνόδου τρεις[36], οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί του 5ου αιώνα αναφέρουν τέσσερις, o Ιωάννης Σχολαστικός αποδίδει 6 τον 6ο αιώνα, ενώ οι μεταγενέστεροι ιστορικοί και κανονολόγοι αποδίδουν επτά[37]. Σύμφωνα με τη σημερινή επικρατούσα άποψη οι κανόνες 5 και 6 είναι μεταγενέστεροι, δηλαδή της εν Κωνσταντινούπολη συνόδου του 382, ενώ ο 7ος θεωρείται απόσπασμα επιστολής της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς τον Μαρτύριο Αντιοχείας[38]. Κατά άλλη άποψη οι κανόνες 5, 6, 7 είναι κανόνες της οικουμενικής συνόδου ενσωματωμένοι στους πρώτους 4, οι οποίοι διασπάστηκαν σε μεταγενέστερες συλλογές, αφού ο 5ος κανόνας σχετίζεται με συζητήσεις της συνόδου για ειρήνευση στην εκκλησία της Αντιόχειας, ο 6ος σχετίζεται με το 2ο και ο 7ος είναι σχετικός με τον 1ο κανόνα.

Εν κατακλείδι οι κανόνες μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας στην εκκλησία με βάση την ορθή πίστη δηλαδή ο 1, 5, 6 (α), 7 και σε αυτούς που διασφαλίζουν την ενότητα με βάση τη κανονική τάξη και ανήκουν οι υπόλοιποι κανόνες.
  1. Εκκλ. Ιστορία Βλασίου Φειδά, Τόμος Α΄, σελίς 522
  2. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collection. III, 557
  3. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος 5,6,205
  4. Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Tόμος Α΄, σελίς 401
  5. M.Αθανασίου, προς Μοναχούς, 6
  6. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους Ι,14,1
  7. Μέγας Αθανάσιος, Ευστάθιος Αντιοχείας
  8. M.Αθανασίου Περί των Συνόδων,10κεξ
  9. Εκκλ. Ιστορία Φειδά 504 «Μετά από πιέσεις και απειλές η αντιπροσωπεία αναγκάσθηκε να δεχθεί το αρειανικό σύμβολο της Νίκης, το οποίο είχε ως βάση το …τετάρτου συμβόλου του Σιρμίου…Τα μέλη της συνόδου του Αριμίνο υποχρεώθηκαν να δεχθούν το σύμβολο κατά μειοψηφία…»
  10. Το αυτό, σελ.505
  11. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων 69, 59
  12. Ιωάννου Καρμίρη, Τα ΧκΣΜτΟΚΕ, Τόμος 1ος, Αθήνα, 1960, σελίς126
  13. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους 2,41,40 /Σοζωμενού 2,32.3,5.4,22
  14. Catholic Encyclopedia, Article: First Council of Nicaea
  15. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος 5,6,στ.1217
  16. Εκκλησιαστική Ιστορία, Βασιλείου Στεφανίδη, σελίς 201
  17. Συνοδική επιστολή συνόδου Κωνσταντινουπόλεως το 382
  18. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 40
  19. Οι δυτικοί επίσκοποι συνδέονταν φιλικά με τον Πέτρο Αλεξανδρείας από την εποχή της εξορίας του στη Ρώμη και αναγνώριζαν αυτόν ως επίσκοπο Αλεξανδρείας και όχι τον Μελέτιο
  20. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος, 7,3/Σοζωμενός VII,7-9, HCG, II,37εξ
  21. Εκκλ. Ιστορία Φιλοστοργίου, 9, 8-10/ Σωκράτους 4,14-15/Σοζωμενού 7,13/Θεοδώρητου 5,8
  22. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους, 2,38
  23. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητου 7,2
  24. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητου, 7,3
  25. Επιστολή 92
  26. Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους 5,8
  27. Μία Φύση, τρείς υποστάσεις, διαχωρισμός όρων ουσία και υπόσταση
  28. PG 37,1176-1177/37,1268-1269/37,1410/37,1412
  29. Ιωάννη Καρμίρη, Η εκκλησιολογία του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Αθήνα, 1960, σελίδα 30/1, 38
  30. Εκκλ. Ιστορία Σοζωμενού 7,7
  31. Εκκλησιαστική Ιστορία Θεοδώρητου 7,2
  32. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος, 7,3/Σοζωμενός VII,7-9, HCG, II,37εξ
  33. Mansi 3,557
  34. Mansi 3,557
  35. Codex Theod.,XVI,1,1-3.5,1.6.7.8.13-18 κ.α.
  36. Mansi VII,445
  37. Ζωναράς, Βαλσάμων, Αριστηνός
  38. Hefele-Leclereq,Hist. Des Conciles, II, 1, 18 κεξ