Αριστείδης Αθηναίος

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 08:56, 15 Οκτωβρίου 2008 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Η Επιστολή του Αριστείδη)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αριστείδης ο Αθηναίος, ήταν Έλληνας απολογητής και φιλόσοφος του δευτέρου αιώνα. Οι πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του είναι πενιχρές με αποτέλεσμα το μόνο που γνωρίζουμε γι αυτόν είναι ότι κατήγετο από την Αθήνα και πως διατήρησε το φιλοσοφικό του ένδυμα ακόμα και όταν μετεστράφη στο Χριστιανισμό[1]. Ο ίδιος είναι γνωστός στην εκκλησιαστική ιστορική πραγματικότητα από την απολογία την οποία παρέδωσε είτε στον Αυτοκράτορα Αδριανό[2] είτε στον Αντωνίνο Πίο[3] το αργότερο μέχρι το 140, με αποτέλεσμα να αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη απολογία[4]. Η επιστολή αυτή είχε απολεσθεί, αλλά στα τέλη του 19ου αιώνα βρέθηκε σε Συριακή μετάφραση στον Κώδικα 16 της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Η ύπαρξη μεταφράσεων, αλλά και η ενσωμάτωσή της στο βίο Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, δεικνύει πως προφανώς ήταν αρκετά διαδεδομένη για την εποχή, παρά την έλλειψη αναφοράς σε πρωτογενείς πηγές[5].

Η απολογία του Αριστείδη

Περιεχόμενο

Η επιστολή χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη. Το πρώτο που αναφέρεται στα κεφάλαια 1 ως 14 και το δεύτερο 15-17. Ο Αριστείδης στη σύντομη απολογία του αρχίζει με βάση την απόδειξη του προβλήματος της μονοθεΐας, την οποία προσδιορίζει μέσα από την αρμονία του κόσμου. Διαχωρίζει τα τη θρησκευτική συμπεριφορά των ανθρώπων με βάση την πίστη τους σε χριστιανούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Έτσι βρίσκει ευκαιρία να επικρίνει τους ειδωλολάτρες οι οποίοι χωρίζονται σε τρία γένη, του Χαλδαίους, του Έλληνες και τους Αιγύπτιους, με χειρότερους όλων τους Αιγυπτίους, λόγω της προσκύνησης ακόμα και ζώων. Τα γένη αυτά αστόχησαν διότι λάτρευαν κτίσματα, ενώ οι Ιουδαίοι παρότι έφτασαν κοντά, αντιλαμβανόμενοι τη μοναδικότητα του Θεού και αυτοί τελικά παραπλανήθηκαν σε σημείο μάλιστα να τιμούν περισσότερο αγγέλους και να τηρούν διατάξεις παρά να λατρεύουν το Θεό. Έτσι προτάσσει την ανωτερότητα της Χριστιανικής πίστεως που κατέχει την καθαρή περί Θεού ιδέα, την καθαρότητα του βίου, τα φιλάνθρωπα αισθήματα των χριστιανών και επιτίθεται κατά των διωγμών, που τους θεωρεί αδικαιολόγητους.

Αξιολόγηση

Η απολογία του Αριστείδη εντυπωσιάζει τον αναγνώστη διότι πλέον εισέρχεται σε ένα τελείως διαφορετικό συγγραφικό κλίμα, ιδίως σε σχέση με τις επιστολές του Ιγνατίου, του Παπία ή της Επιστολής Βαρνάβα. Η απλοϊκή επιχειρηματολογία είναι χαρακτηριστικό του έργου του, το οποίο όμως δεν είναι ξένο προς μία στωική ηθική και πλατωνική-αριστοτελική σκέψη, θέλοντας έτσι να δείξει στο βασιλέα ότι τα επιχειρήματά του τα αντλεί από τον οικείο σε αυτόν φιλοσοφικό χώρο[6]. Ο Αριστείδης με βάση την επιστολή αυτή δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεγάλος συγγραφέας, παρόλα αυτά είναι ειλικρινής και δίκαιος στις κρίσεις του[7]. Αποφεύγει γενικώς να επικρίνει τη φιλοσοφία, αναφέρει ελάχιστα αρνητικά σημεία του εθνικού και ειδωλολατρικού βίου, προτιμά μία ήπια στάση απέναντί στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο χριστιανισμός, προβάλλοντας κύρια την καθαρότητα των ηθών των χριστιανών. Η αξία της επιστολής φαίνεται από τη χρήση επιχειρημάτων κατά των Ιουδαίων που χρησιμοποίησε ο Κέλσος, ενώ για την απολογητική γραμματεία εμφαίνει σπουδαιότατη αφού "αποτέλεσε στέρεα βάση επί της οποίας ωκοδομήθη η μετέπειτα απολογητική με πρωταγωνιστή τον Ιουστίνο"[8]. Το ενδιαφέρον του φαίνεται να περιορίζεται στις θρησκευτικές αντιλήψεις των Εθνικών, γενικεύοντας σε μερικά σημεία με υπερβολικό τρόπο την πίστης τους, ώστε να την απορρίψει χωρίς επιφύλαξη. Στηρίζεται σε πολλά σημεία στην απολογητική του Αποστόλου Παύλου, όπως μέσα από τις Πράξεις των Αποστόλων διαφαίνεται, ενώ η τριμερής διαίρεση απαντάται τόσο στο κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου όσο και αργότερα στον Κλήμη Αλεξανδρέα[9]. Ο ίδιος επίσης φαίνεται να αγνοεί το σύνδεσμο μεταξύ Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού, κάτι που δεν επαναλαμβάνεται σε μεταγενέστερους απολογητές, ενώ η θεολογία του διαμορφώνεται από την επίδραση της φιλοσοφικής του παιδείας και της χριστιανικής του πίστεως[10]. Η θεολογία του όμως είναι πολύ περιορισμένη και το θεολογικό επίπεδο σε σχέση με προγενέστερα χριστιανικά συγγράμματα θεωρείται πεσμένο[11]. Έτσι αναφέρεται στο Θεό, ο οποίος είναι αιτία του παντός και κάθε κίνησης και ο οποίος περιγράφεται ως άναρχος, αΐδιος, άφθαρτος, αναλλοίωτος[12] σε αντίθεση με τον κόσμο που είναι κτιστός και φθαρτός.

Υποσημειώσεις

  1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 533
  2. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 4, 3, 3
  3. Συριακή Μετάφραση
  4. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 193
  5. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 533
  6. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 193-194
  7. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 535
  8. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 535
  9. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 535
  10. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 536
  11. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 193
  12. Απολογία Αριστείδου 4, 1. 1,1. 1,4

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.
  • Νικόλαος Τζιράκης, «Απολογητές», Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2003.