Απόστολος Παύλος

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Απόστολος Παύλος (Ταρσός, Κιλικία αρχές 1ου αι. (5-15 μ.Χ.) – Ρώμη 66-68; μ.Χ.), συγγραφέας των μισών περίπου από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αναγνωρίσθηκε ως ισαπόστολος και άγιος, και ήταν μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της διδασκαλίας του Ιησού. Για τον λόγο αυτό πήρε το όνομα "Απόστολος των εθνών" και των εθνικών, εκείνων δηλαδή που δεν ανήκουν στον λαό και στη θρησκεία των Εβραίων.

Λεγόταν και Σαύλος (Σαούλ) (βλ. Πράξ. 7:58, 8:1 κ.ά.) κατα τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό.

Απόστολος Παύλος
Apostle Paul.JPG
Ο Απόστολος Παύλος σε στάση δέησης
Γέννηση 5-15 μ. Χ., Ταρσός, Κιλικίας
Κοίμηση 66-68 μ.Χ., Ρώμη
Εορτασμός 29 Ιουνίου: Αποστόλων Πέτρου και Παύλου
Σημαντικές ημερομηνίες Μεταστροφή 34
Πρώτη περιοδεία 44-45
Δεύτερη περιοδεία 49-52
Τρίτη περιοδεία 53-57
Τετάρτη περιοδεία 63-65
Τίτλος Απόστολος


Καταγωγή και παιδεία

Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό:

"Άνθρωπος ειμί Ιουδαίος Ταρσεύς" (Πράξ. 21:39), "γεγεννημένος εν Ταρσώ της Κιλικίας, ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη (Ιερουσαλήμ) παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου, ζηλωτής υπάρχων του Θεού" (Πράξ. 22:3), "ω λατρεύω από προγόνων εν καθαρά συνειδήσει" (Β' Τιμ. 1:3).
"Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων", "Φαρισαίος υιός Φαρισαίου", "κατά ζήλον διώκων την εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος" (Φιλιπ. 3:5.6, Πράξ. 23:6, πρβλ. και Β' Κορ. 11:22, Ρωμ. 11:1).
"Και προέκοπτον εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων" (Γαλ. 1:14).
Και "την βίωσίν μου την εκ νεότητος την απ' αρχής γενομένην εν τω έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες Ιουδαίοι, προγινώσκοντές με άνωθεν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος" (Πράξ. 26:4.5) και "ότι καθ' υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν" (Γαλ. 1:13).
Επιπλέον, λέει, Ρωμαίος "εγώ δε και γεγέννημαι" (Πράξ. 22:28), καθώς κληρονόμησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη από τον πατέρα του.

Έτσι, ο Απόστολος Παύλος, όπως ο ίδιος λέει, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, από γονείς Ιουδαίους της φυλής Βενιαμίν (Ρωμ. 16:1, Φιλιππ. 3:5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού της Κιλικίας και ίσως ήταν Φαρισαίος ως προς τις θρησκευτικές προτιμήσεις.

Αν λάβουμε υπόψη ότι στο Πράξ. 7:58, κατά τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα διακόνου Στεφάνου, αναφέρεται ως "νεανίας", ενώ στην Φιλήμ. 9 η οποία γράφτηκε περί το τέλος του 61 με αρχές του 62 μ.Χ. (ή έστω στα 52-55 μ.Χ.), αυτοαποκαλείται "πρεσβύτης", είναι δυνατόν να υπολογίσουμε ότι το έτος γέννησής του ήταν κάπου ανάμεσα στο 5-15 μ.Χ.

Το εβραϊκό όνομα του αποστόλου, ήταν Σαούλ (Σαύλος) αλλά για τους συμπολίτες του εκτός της Συναγωγής ήταν ο Παύλος (Paulus).

Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Η κοινή Εβραϊκή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι του και γι αυτό μετέπειτα στην Ιερουσαλήμ μιλά "τη Εβραΐδι διαλέκτω" (Πράξ. 22:2). Αλλά και οι παραθέσεις που κάνει στις επιστολές του, μολονότι βασίζονται στην μετάφραση των Εβδομήκοντα, δείχνουν γνώση και του Εβραϊκού κειμένου, άρα και της αρχαίας Εβραϊκής.

Από το χωρίο Πράξ. 23:16 ("ακούσας δέ ο υιός τής αδελφής Παύλου [...]"), μαθαίνουμε περί ενός ανιψιού του Παύλου, γιου της αδελφής του. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ίσως η αδελφή του ήταν εγκατεστημένη στην Ιερουσαλήμ και έτσι είχε έναν επιπλέον λόγο να μεταβεί εκεί όπου έγινε τελικά μαθητής του Γαμαλιήλ.

Καθώς μαθήτευσε κοντά στον σημαντικό αυτό διδάσκαλο, έγινε κάτοχος, όσο λίγοι, της Ιουδαϊκής θεολογίας, ενώ το ύφος του, η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα "περισσότερος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων" και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων (Γαλ. 1:14, Πράξ. 26:4). Αναφερόταν συχνά στα προνόμια και τη θεία κλήση του Ισραήλ (Ρωμ. 3:1.2, 9:4.5, 15:8) και αρκετά νωρίς απόκτησε βαθιά συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον ιουδαϊκό και τον εθνικό κόσμο, ενώ απόκτησε αντίληψη για τη σημασία του Νόμου για τη ζωή του Ισραηλίτη και την απολύτρωση του Ισραήλ.

Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο Απόστολος Παύλος δεν γνώριζε τη θρησκευτικότητα και τη θρησκεία των εθνικών, ή τη Μυθολογία τους και τις δημόσιες θρησκευτικές γιορτές του ελληνορωμαϊκοϋ κόσμου.

Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η Ταρσός στα χρόνια του Παύλου ήταν ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια στα γράμματα, και ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων. Στην πόλη αυτή ο Παύλος διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με τη σκέψη και τη ζωή του ελληνισμού.

Αν και δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την γνώση του επάνω στους εθνικούς ποιητές, εντούτοις υπάρχουν 3 αποσπάσματα τα οποία ο ίδιος παραθέτει:

  • "φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί" (Α' Κορ. 15:33), στίχος από τη Θαΐδα του Μενάνδρου, του Αθηναίου κωμικού ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ.
  • "Κρήτες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί" (Τίτ. 1:12), χωρίο που πιθανόν προέρχεται από το "Περί χρησμών" απολεσθέν σύγγραμμα του Επιμενίδη (7ος π.Χ. αιώνας) και επανέλαβε αργότερα ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αιώνας) στον ύμνο του προς τον Δία.
  • "Του γαρ και γένος εσμέν" (Πράξ. 17:28), τμήμα από στίχο που έγραψε ο Άρατος ο Σολεύς από την Κιλικία (3ος π.Χ. αιώνας).

Είναι πάντως πιθανό, οι δύο πρώτες παραθέσεις να είχαν τον χαρακτήρα παροιμίας στην εποχή του Παύλου. Η τρίτη παράθεση όμως, είναι δυνατόν να αποτελέσει τεκμήριο κάποιας, περιορισμένης έστω, γνώσης των "θύραθεν" ποιητών. Επιπλέον όμως, καθώς ο Παύλος μαθήτευσε στον Γαμαλιήλ για τον οποίο το Ταλμούδ αναφέρει ότι ήταν γνώστης της ελληνικής φιλολογίας, και καθώς ο Παύλος μετά τη στροφή του προς το Χριστιανισμό επέστρεψε στην Ταρσό (Πράξ. 9:30, 11:25, Γαλ. 1:21), σε αυτή την περίοδο μπορεί να απέκτησε κάποιες γνώσεις επάνω στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία.

Εκτός από τη θεωρητική μόρφωση που έλαβε, έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Πιθανόν δηλ. να έπλεκε ύφασμα που χρησίμευε για σκηνοποιία καθώς η Ταρσός όπως και όλη η Κιλικία, όπως μαρτυρά ο λατινικός όρος Cilicium (=ύφασμα από τρίχα κατσίκας), ήταν τόπος κατασκευής τέτοιων υφασμάτων.

Εξωτερική περιγραφή

Όπως ο ίδιος ο Παύλος αναφέρει, ενώ τα πλήθη αναγνώριζαν το μέγεθος και τις ικανότητες του πνεύματός του:

"ότι αι μέν επιστολαί, φησί, βαρείαι καί ισχυραί" (Β' Κορ. 10:10) και "ην ο ηγούμενος του λόγου" (Πράξ. 14:2),

εν τούτοις η εξωτερική του εμφάνιση υπολείπετο:

"η δέ παρουσία του σώματος ασθενής" (Β' Κορ. 10:10)

Ώς προς τη σωματική υγεία του αποστόλου, έχουμε τις εξής αναφορές:

  • "εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί" (Β' Κορ. 12:7)
  • "η γάρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται" (Β' Κορ. 12:9) και
  • "οίδατε δέ ότι δι' ασθένειαν τής σαρκός ευηγγελισάμην υμίν τό πρότερον" (Γαλ. 4:13).

Η ασθένειά του πρέπει να ήταν μάλλον επώδυνη ώστε ο απόστολος να παραδεχθεί:

"Περί τούτου τρίς παρεκάλεσα τον Κύριον διά να απομακρυνθή απ' εμού" (Β' Κορ. 12:8)

Κάποιοι υποστήριξαν πως ίσως ο "σκόλοψ" να σχετίζεται με χρόνια ασθένεια των ματιών, στηρίζοντας την εικασία τους στο:

"ότι ει δυνατόν τούς οφθαλμούς υμών εξορύξαντες άν εδώκατέ μοι" (Γαλ. 4:15)

Άλλοι πάλι αναζήτησαν την ασθένειά του ανάμεσα σε εκείνες που ήταν δυνατό να δημιουργούν αποστροφή προς τρίτους (π.χ. δερματικά έλκη και πυόρροια), στηριγμένοι στο:

"καί τόν πειρασμόν μου τόν εν τή σαρκί μου ουκ εξουθενήσατε ουδέ εξεπτύσατε" (Γαλ. 4:14)

Είναι όμως γενονός ότι τα στηρίγματα για μια σοβαρή διερεύνηση του προβλήματος του Παύλου είναι μάλλον ασθενή.

Ένα άλλο ζήτημα που έθεσαν διάφοροι ερευνητές ήδη από τους αρχαίους χρόνους ήταν το θέμα της αγαμίας του Παύλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας και ο Ευσέβιος υποστήριξαν ότι ο Παύλος είχε παντρευτεί και ίσως ήταν σε χηρεία, στηριγμένοι στα Α' Κορ. 7:7-8:

"θέλω δέ πάντας ανθρώπους είναι ως καί εμαυτόν• αλλ' έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός μέν ούτως, ός δέ ούτως. Λέγω δέ τοίς αγάμοις καί ταίς χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ."

Πάντως η έκφραση "έκαστος ίδιον χάρισμα έχει" ταιριάζει περισσότερο σε άγαμο παρά σε κάποιον που βρισκόταν σε χηρεία.

Ο Παύλος ως διώκτης του Χριστιανισμού

Ούτε οι επιστολές, ούτε οι Πράξεις μας βεβαιώνουν ότι ο Παύλος είχε συναντήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του. Η δήλωση στο Β' Κορ. 5:16:

"ει δέ καί εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν αλλά νύν ουκέτι γινώσκομεν"

δεν φαίνεται να στηρίζει μια τέτοια άποψη. Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί επάνω στο χωρίο αυτό είναι αρκετές. Για τη λύση της αναφοράς "εγνώκαμεν κατά σάρκα [...] αλλά νύν ουκέτι γινώσκομεν", έχουν προταθεί τα εξής:

  • Είτε αναφέρεται στο "εγνώκαμεν" το παθητό σώμα του Χριστού το οποίο πλέον δεν είναι έτσι στον Χριστό ως Σωτήρα (ανθρωπότητα-θεότητα, για τους Χριστιανούς που δέχονται ως Θεό τον Ιησού Χριστό)
  • Είτε αναφέρεται ο Παύλος στα προ της μεταστροφής του γεγονότα, οπότε αναγνώριζε τον Σωτήρα μόνο ως Ιησού Ναζωραίο και όχι ως Χριστό.
  • Είτε αποδοκιμάζει τη λαναθασμένη πίστη ότι ο Χριστός ήταν σωτήρας μόνο του Ισραήλ λόγω της "κατά σάρκα" συγγένειας με τους ιουδαίους, ενώ δεν θα έπρεπε να είναι έτσι.

Ξεκινώντας πάντως από το γεγονός ότι αναφέρει, όχι "Ιησούν" αλλά "Χριστόν", κάνει πιθανότερο η αναφορά αυτή να γίνεται στο πρόσωπο του Χριστού ως Σωτήρα και όχι ως ανθρώπου τον οποίο γνώρισε σε κάποια κατ' ιδίαν συνάντηση.

Πάντως αυτό δεν σημαίνει και απουσία του Παύλου από τα Ιεροσόλυμα κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού Χριστού (το 30-33 μ.Χ.). Αντιθέτως, κατά το διάστημα αυτό, ο "νεανίας" Παύλος (Πράξ. 7:58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα - πρόεδρο του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. 9:1), λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στο διωγμό εναντίον των ιουδαίων χριστιανών.

Τον μετά μανίας διωγμό των χριστιανών από τον Παύλο ομολογεί ο ίδιος (Γαλ. 1:13, Α'Κορ. 15:9, Φιλιπ. 3:5 εξ.), ενώ το επιβεβαιώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις (8:3, 9:1-2, 26:9-11), ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι δεν αρκέσθηκε μόνο στο διωγμό των χριστιανών της Ιουδαίας, αλλά ζήτησε την άδεια και την βοήθεια του αρχιερέα, για να μεταβεί στη Δαμασκό με σκοπό να συλλάβει και τους εκεί μεταστραφέντες ιουδαίους και να τους οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ ώστε να δικασθούν και να τιμωρηθούν (Πράξ. 9:1-2).

Το μίσος του Παύλου εναντίον των ομοεθνών του χριστιανών πήγαζε, αφ' ενός μεν από τον μέχρι φανατισμού ζήλο του υπέρ της ιουδαϊκής θρησκείας (Φιλιπ. 3:5-6, Πράξ. 26:4 εξ., Γαλ. 1:13 εξ.) αφ' ετέρου δε από την αγάπη του προς το ιουδαϊκό έθνος, το οποίο είχε επιλεγεί από τον Θεό να επιτέλεσει σπουδαίο έργο στην ιστορία της Θείας Οικονομίας (Ρωμ. 9-11). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε καταδικασθεί σε σταυρικό θάνατο ως σφετεριστής του μεσσιανικού αξιώματος, ενώ κατέλυσε διάφορες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και προέβλεψε την καταστροφή του ναού.