Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αποστολικοί Πατέρες"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Χριστολογία)
μ (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα)
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
 
===Θεολογία===
 
===Θεολογία===
  
====Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα====
+
====Τριάδα, Πατήρ Θεός και Άγιο Πνεύμα====
  
Οι Αποστολικοί πατέρες μέσω των επιστόλων απευθύνονται προς το χριστιανικό ποίμνιο. Το γεγονός αυτό προσδιορίζει τη θεολογία τους, γύρω από ένα εκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως όποτε συναντάμε μία [[Αγία Τριάδα|τριαδολογική]] ομολογία, αυτή είναι συνάρτηση του εκκλησιολογικού της χαρακτήρα. Ο Άγιος Ιγνάτιος μας αναφέρει χαρακτηριστικά πως η εκκλησία είναι:
+
Οι Αποστολικοί πατέρες μέσω των επιστολών απευθύνονται προς το χριστιανικό ποίμνιο. Το γεγονός αυτό προσδιορίζει τη θεολογία τους, γύρω από ένα εκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως όποτε συναντάμε μία [[Αγία Τριάδα|τριαδολογική]] ομολογία, αυτή είναι συνάρτηση του εκκλησιολογικού της χαρακτήρα. Ο Άγιος Ιγνάτιος μας αναφέρει χαρακτηριστικά πως η εκκλησία είναι:
  
 
:''"του Θεού Πατρός και του ηγαπημένου Ιησού...εν αμώμω Πνεύματι"''<ref>Προς Σμυρναίους Πρόλογος</ref>  και
 
:''"του Θεού Πατρός και του ηγαπημένου Ιησού...εν αμώμω Πνεύματι"''<ref>Προς Σμυρναίους Πρόλογος</ref>  και

Αναθεώρηση της 16:20, 18 Οκτωβρίου 2009

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Αποστολικοί Πατέρες στο χριστιανισμό, αποκαλείται μια ομάδα συγγραφέων οι οποίοι αποτελούν τους συγγραφείς των πρώτων χριστιανικών συγγραμμάτων, τα οποία γράφτηκαν μετά τους Αποστόλους[1] και θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο, προσωπικά συνδεδεμένοι με τους Αποστόλους[2]. Αρχικά θεωρούνταν πέντε[3], αλλά εν συνεχεία εκδοτικοί οίκοι καταχρηστικώς, προσέθεσαν και άλλους. Τα έργα των συγγραφέων αυτών, ουσιαστικά περιλαμβάνουν μια ανομοιογενή συλλογή συγγραμμάτων που διαφέρουν όχι μόνο στη μορφή, αλλά και σε θεολογικές τοποθετήσεις[4]. Οι συγγραφείς αυτοί όμως συνέβαλαν ουσιαστικά στη σταθεροποίηση της θέσεως της Εκκλησίας μέσω της γραμματείας τους, ενώ επέδειξαν πολύπλευρη δραστηριότητα φθάνοντας μερικοί από αυτούς μέχρι μαρτυρικό θάνατο.

Σύσταση και ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης

Η έννοια του Αποστολικού Πατρός

Ο όρος "Αποστολικοί Πατέρες", αν και σήμερα έχει επικρατήσει στην επιστημονική ορολογία δεν ακριβολογεί εν προκειμένω, διότι περιλαμβάνει έργα ανωνύμων εκκλησιαστικών συγγραφέων[5]. Οι μόνοι πατέρες εξ αυτών οι οποίοι δικαιούνται τον όρο, είναι οι Πολύκαρπος Σμύρνης, Ιγνάτιος Αντιοχείας και Κλήμης Ρώμης, οι οποίοι έφεραν τον τίτλο του προφήτη, ο οποίος μπορεί να εναλλάσσεται και με τον τίτλο Απόστολος[6]. Οι εν λόγω πατέρες υπήρξαν στην πράξη ποιμένες τοπικών εκκλησιών με διευρυμένη υπεροπτική δικαιοδοσία, φροντίζοντας την πνευματική καλλιέργεια των χριστιανών. Τα υπόλοιπα κείμενα που κατατάσσονται σε αυτή τη συνομολογία προέρχονται είτε από ανώνυμους συγγραφείς, είτε από επώνυμους, εμφανίζουν όμως προβλήματα στο να τα θέσουμε ως τέτοια είτε λόγω της ψευδούς υπογραφής και αγνώστου συγγραφέα, είτε λόγω των διαφόρων επεξεργασιών που δέχτηκαν κατά καιρούς (π.χ. Ερμάς)[7]. Η αξία των επιστολών αυτών όμως, παρά τις όποιες θεολογικές αποκλίσεις, παραμένει σημαντική.

Η δράση των Αποστολικών Πατέρων παρατηρείται από τα τέλη του 1ου αιώνα, αργότερο μέχρι τα μέσα του 2ου και ως στόχο είχαν «να διαφυλαχθεί η πίστη από τις νοθεύσεις και τις παραχαράξεις»[8], αλλά και να «εκφράσουν το ήθος και τον ενθουσιασμό της νεανικής Εκκλησίας»[9]. Μάλιστα ο Κώδικας του εν Κωνσταντινουπόλει Μετοχίου του Παναγίου Τάφου περιείχε συλλογή έργων των περισσοτέρων εξ αυτών, με αποτέλεσμα να "φανερώνει οτι ήδη κατά τη Βυζαντινήν εποχήν ούτοι κατετάσσοντο εις ιδιαιτέραν ομάδα, της οποίας τα συγγραφικά προϊόντα συνεξεδίδοντο"[10]. Ο Cotelier ήταν ο πρώτος που εξέδωσε τα έργα των ψευδό-Βαρνάβα, Κλήμεντα Ρώμης, Ιγνατίου Αντιοχείας, Πολυκάρπου Σμύρνης και τον Ποιμήν του Ερμά, ενώ εν συνεχεία στην επανέκδοσή τους ο Gallanti προσέθεσε τους Παπία Ιεραπόλεως, Κοδράτο, την «Προς Διόγνητον Επιστολή» καθώς και τη «Διδαχή των Αποστόλων». Σήμερα θεωρείται πως η «Διδαχή των Αποστόλων», η «Επιστολή Βαρνάβα» αλλά και ο «Ποιμήν του Ερμά», ανήκουν σε άλλη κατηγορία συγγραφών[11], τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου, ενώ η «Προς Διόγνητον Επιστολή» κατατάσσεται πλέον στα απολογητικά έργα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο όρος Αποστολικοί Πατέρες να αποδίδεται μόνο στους Ιγνάτιο Αντιοχείας, Πολύκαρπο Σμύρνης, Κλήμη Ρώμης και Παπία Ιεραπόλεως[12].

Το όνομα Aποστολικοί Πατέρες πρώτη φορά απεδόθη από τον «Ittig[13], ο οποίος βεβαίως ηκριβολόγησεν εν προκειμένω αφού εξέδωσε έργα μόνο του Ιγνατίου, του Κλήμεντα και του Πολυκάρπου, οι οποίοι και των Αποστόλων μαθηταί υπήρξαν, άρα "αποστολικοί" και τα γνωρίσματα του πατρός κατέχουν»[14]. Τα συγγράματα των αποστολικών πατέρων κατα βάση αφορούν επιστολές[15], οι οποίες εγράφησαν «εκ περιστάσεων», με αποτέλεσμα να «αποδώσουν λιγότερα της δυναμικότητός τους, εφόσον παν περιστατικό περικλείει εν εαυτό κάποια προχειρότητα»[16].

Ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης

Η σημασία της εμφάνισης των επί της ουσίας Αποστολικών Πατέρων υπήρξε πολύ σημαντική για την ενότητα και τη σταθεροποίηση της Εκκλησίας στο εχθρικό περιβάλλον το οποίο προσπαθούσε να επιβιώσει. Τα έτη της δράσης των αποστόλων είχαν παρέλθει και ο χριστιανισμός παρέμεινε μία θρησκεία με διασκορπισμένες κοινότητες σε όλη ρωμαϊκή επικράτεια. Την εποχή αυτή, λίγο προ την αντίδραση του εθνισμού, ήδη παρουσιάζονται τα πρώτα προβλήματα νοθεύσεως της νέας πίστεως, σε μία εποχή που η πρόσβαση στα γνήσια αποστολικά κείμενα ήταν περιορισμένη. Συνάμα όμως συμβαίνουν και σημαντικές εσωτερικές ζυμώσεις, που προετοιμάζουν την εκκλησία να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις και δεδομένα που ισχύουν με το τέλος των Αποστόλων.

Ο Γνωστικισμός και ο Ιουδαϊσμός λοιπόν είναι προ των πυλών, ενώ εσωτερικά εκκλησιαστικά ζητήματα τίθενται επί τάπητος. Οι Αποστολικοί Πατέρες με το κύρος τους και μέσω της γραμματείας τους, αναλαμβάνουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των τοπικών εκκλησιών. Στη γραμματεία την οποία ανέπτυξαν σκοπό έχουν να κατασταθούν μέσα επικοινωνίας μεταξύ των μελών των απομακρυσμένων εκκλησιών, παραινώντας και μεταδίδοντας την ευαγγελική αλήθεια. Γι αυτό και τα έργα των Αποστολικών Πατέρων με εξαίρεση την «Προς Διόγνητον επιστολή» απευθύνονταν σε χριστιανούς, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μέσω των επιστολών αυτών «η ζωή της νεαρής Εκκλησίας, οι παλμοί και τα προβλήματά της, η θεολογία και το πνεύμα της»[17]. Μάλιστα «η ποικιλία των προσεγγίσεων, που τα κείμενα προσφέρουν, τους δίνει ιδιαίτερη αξία για την κατανόηση της ζωής και της θεολογίας της εκκλησίας»[18] της εποχής αυτής. Με μια προσεκτική ματιά μάλιστα διαπιστώνουμε πως παρότι οι επιστολές αυτές δεν περιέχουν συστηματικές πραγματείες, περιέχουν «παν θεολογικόν στοιχείον απαραίτητον υπό τας τότε συνθήκας δια την κατοχύρωσιν της χριστιανικής πίστεως»[19].

Η επιστολογραφία τους αναδεικνύει το «θείον και ανθρώπινον συγχρόνως σωτήρα της ανθρωπότητος, τις κακοδοξίες, την ενότητα της εκκλησίας, τα θεμελιώδη μυστήρια, την ηθική αγωγή, την ανάσταση και την κρίση»[20]. Γι αυτό και απέκτησαν μεγάλο κύρος και αναγιγνώσκονταν συχνά σε συναθροίσεις μετά βιβλικών αναγνωσμάτων, σε σημείο μάλιστα η επιστολή Κλήμεντα Προς Κορινθίους, «να περιληφθή μέσα στον Αλεξανδρινό Κώδικα της Βίβλου, ενώ η Συριακή Εκκλησία να τη θεωρήσει μέρος της Αγίας Γραφής»[21]. Στις επιστολές αυτές παρατηρείται επίσης χρήση Καινοδιαθηκικών χωρίων, αν και σπανίως κατά γράμμα, αλλά και παραθέσεις ποικίλης προελεύσεως όπως αποκρύφων έργων και της θύραθεν Ελληνικής γραμματείας.

Η διδασκαλία τους

Εισαγωγή

Η διδασκαλία των αποστολικών πατέρων απηχεί την άμεση και ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας[22]. Η διδασκαλία της παράδοσης την εποχή των Αποστολικών Πατέρων, κατά κανόνα συμβαίνει προφορικώς, ενώ το ευαγγέλιο δεν έχει ακόμα συνταχθεί σε ένα ενιαίο κανόνα. Στην εκκλησία μάλιστα όπως διαβλέπουμε από τον Παύλο, τη διδασκαλία αυτή την είχαν αναλάβει από τον Κύριο οι Απόστολοι, οι Προφήτες (μία ειδική χαρισματική τάξη, όπου είχε λάβει εξουσία από τους αποστόλους να συνεχίσουν το έργο τους) και οι διδάσκαλοι[23]. Η προφορική παράδοση όμως με το χρόνο άρχισε να αλλοιώνεται, ενώ και η γραπτή είτε ερμηνευόταν από ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους κατά το δοκούν, είτε παραχαρασσόταν. Η εκκλησία λοιπόν έπρεπε να βρει ένα ασφαλές κριτήριο για τη μετάδοση του θείου μηνύματος[24].

Οι Αποστολικοί Πατέρες χρησιμοποιούν αρκετά την Αγία Γραφή. Βέβαια γι αυτούς κατεξοχήν Αγία Γραφή θεωρείται η Παλαιά Διαθήκη, αφού η Καινή δεν έχει συνταχθεί ακόμα σε κάποιο κανόνα. Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Αποστολικούς πατέρες είναι πρόγευση της διδασκαλίας του Χριστού. Καταδεικνύει τις βασικές αρχές του χριστιανισμού οι οποίες μας δείχνουν ένα Θεό δημιουργό, την έλευση του μεσσία και το πάθος Του, αλλά και το χριστιανικό ήθος, με την φιλοξενία, την υπακοή, την πίστη, την επιείκεια, τη μακροθυμία και τη μετάνοια να λαμβάνουν κεντρική θέση. Αλλά και η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται και ιδίως το πνεύμα της. Έτσι ο νόμος καταργείται και η τυπολατρία εξοβελίζεται ως αναχαιτιστική της οικείωσης του θείου μηνύματος. Οι Απόστολοι θεωρούνται οι αυθεντικοί πατέρες και ερμηνευτές του θείου μηνύματος και δε δύναται ουδείς να πει κάτι διαφορετικό από αυτούς. Ο Ιγνάτιος μάλιστα λέγει "διατάσσομαι υμίν"[25]. Τελικώς οι Αποστολικοί πατέρες, αναλαμβάνουν σε μία δύσκολη εποχή, να συνδέσουν με το λόγο τους και την αυθεντία τους, ως συνεχιστές και εκφραστές του αποστολικού μηνύματος, τις διασκορπισμένες κοινότητες των χριστιανών, μεταφέροντας το αναλλοίωτο αποστολικό μήνυμα και επιλύοντας τις εξωτερικές και εσωτερικές προκλήσεις που εμφανίζονταν στην εκκλησία.

Θεολογία

Τριάδα, Πατήρ Θεός και Άγιο Πνεύμα

Οι Αποστολικοί πατέρες μέσω των επιστολών απευθύνονται προς το χριστιανικό ποίμνιο. Το γεγονός αυτό προσδιορίζει τη θεολογία τους, γύρω από ένα εκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως όποτε συναντάμε μία τριαδολογική ομολογία, αυτή είναι συνάρτηση του εκκλησιολογικού της χαρακτήρα. Ο Άγιος Ιγνάτιος μας αναφέρει χαρακτηριστικά πως η εκκλησία είναι:

"του Θεού Πατρός και του ηγαπημένου Ιησού...εν αμώμω Πνεύματι"[26] και
"ως όντες λίθοι ναού Πατρός, ητοιμασμένοι εις οικοδομήν Θεού Πατρός, αναφερόμενοι εις τα ύψη δια της μηχανής Ιησού Χριστού, ος εστί ο σταυρός, σχοινίω χρώμενοι τω πνεύματι τω αγίω"[27].

Η πίστη λοιπόν στο Θεό Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα είναι η πίστη που έχει δεχτεί ο πιστός στην εκκλησία με το Βάπτισμά του[28]. Ο Θεός λοιπόν είναι μόνος και ύψιστος, Θεός της αλήθειας, ζων και σοφός, δημιουργός και ισχυρός δεσπότης της κτίσεως. Ο θεός είναι απολύτως εκτός κάθε διαστάσεως χώρου[29], ενώ η αρμονία και η τάξη είναι χαρακτηριστικά που έδωσε ο ίδιος. Παρουσιάστηκε στον κόσμο δια του Ιησού Χριστού[30] και είναι αυτός ο οποίος δια του Χριστού κάλεσε τον κόσμο από το σκότος στο φως και από την αγνωσία στη γνώση[31]. Είναι "άγιος εν αγίοις, ευεργέτης πνευμάτων και θεός πάσης σαρκός, σωτήρ απηλπισμένων, βοηθός και αντιλήπτωρ".[32]

Χριστολογία

Οι Αποστολικοί Πατέρες για την προΰπαρξη του Υιού και τη θεότητά του παρέχουν ικανές μαρτυρίες[33]. Η επιστολή του ψευδο-Βαρνάβα αρχικώς κατανοεί τη βιβλική φράση "ποιήσωμεν κατ εικόνα και καθομοίωσιν ημών τον άνθρωπον" ως λόγο του Θεού Πατρός προς τον Υιό[34]. Μάλιστα ο Υιός του Θεού, που προϋπήρχε και συμμετείχε στο δημιουργικό έργο, "ήλθεν εν σαρκί"[35]. Κατά τον Κλήμη το σκήπτρο της μεγαλοσύνης του Θεού, ο Χριστός, ήλθε ως ταπεινός άνθρωπος, όπως το Άγιο Πνεύμα είχε πει[36]. Ο Υιός λοιπόν κατά τους Αποστολικούς πατέρες είναι το "απαύγασμα της μεγαλωσύνης του θεού, τοσούτων μείζων εστίν αγγέλων, όσω διαφορότερον όνομα κεκληρωνόμηκε"[37].

Ο Κλήμης όμως προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Ο Ιησούς είναι αυτός στον οποίο ανήκει η δόξα και η μεγαλοσύνη, η τιμή και το κράτος, νυν και στους αιώνες των αιώνων[38]. Ο Πατήρ δοξάζεται δια μέσου του Υιού, ενώ σε μερικά χωρία του Κλήμη αναφέρεται πως η δοξολογία των πιστών απευθύνεται και αποκλειστικά προς τον Υιό[39]. Η αναφορά αυτής της δοξολογίας είναι απόδειξη της θεότητας του Υιού[40].

Ο Υιός του Θεού επίσης προήλθε εκ σιγής[41]. Ο Ιγνάτιος γενικώς προτιμά μία άκρως αποφατική θεολογία για να περιγράψει το φαινόμενο της ύπαρξης και της σαρκώσεως του Υιού. Η αποφατικότητα αυτή καταδεικνύει και την ανομοιότητα της κτιστής πραγματικότητας από την άκτιστη θεϊκή[42]. Έτσι η σάρκωσή Του Υιού "εν ησυχία Θεού επράχθη"[43], όπως και η προέλευσή Του. Ο Ιησού Χριστός λοιπόν είναι θεός της εκκλησίας[44], το πάθος του είναι πάθος θεού[45] και ο άρτος της ευχαριστίας είναι άρτος Θεού όπως και το αίμα, αίμα Θεού.

Εκκλησιολογία

Εσχατολογία

Η γραμματεία των Αποστολικών Πατέρων

Υποσημειώσεις

  1. Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», σελίς 28
  2. Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 176
  3. Βαρνάβας, Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ερμάς
  4. Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», σελίς 28
  5. Νικολαΐδης Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, σελ.. 11
  6. Νικολαΐδης Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, σελ.. 11 (υποσ. 2)
  7. Νικολαΐδης Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, σελ.. 12-13
  8. Κων. Σκουτέρης, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, σελίς 163
  9. ενθ.αν.
  10. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 349-350
  11. Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 176
  12. ενθ.αν.
  13. Sanctorum Patrum qui temporibus apostolics floruerunt opera, 1672
  14. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 350
  15. 11 εκ των 13 εξεταζομένων κειμένων είναι επιστολές
  16. ενθ. αν.
  17. Κων. Σκουτέρης, «Ιστορία των Δογμάτων», τόμος Α΄, σελίς 164
  18. ενθ.αν.
  19. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 351
  20. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 351
  21. Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 177
  22. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 164
  23. Α΄ Κορινθίους 12, 28
  24. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 165
  25. Ιγνατίου, Προς Ρωμαίους 4, 3
  26. Προς Σμυρναίους Πρόλογος
  27. Προς Εφεσίους 9, 1
  28. J. Lebreton, Histoire du Dogme de la Trinite. Des origines au concile de Nicee II, Paris 1928, σελ. XIII
  29. Ποιμήν του Ερμά, Εντολή 1, 1
  30. Προς Μαγνησιοίς 8, 2
  31. Κλήμεντος, Προς Κορινθίους Α΄, 59, 2
  32. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 170
  33. Κ. Σκουτέρης, Ενθ.αν., σελ. 171
  34. Επιστολή 6, 12
  35. Επιστολή 5, 11
  36. Κλήμεντος, Προς Κορινθίους Α΄ 16, 2
  37. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 172
  38. Κλήμεντος, Α΄ Κορινθίους 65, 2
  39. Αυτόθι 20, 11-12 κ 50 7
  40. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 173
  41. Ιγνατίου, Προς Μαγνησιοίς 8, 2
  42. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 175
  43. Προς Εφεσίους, Πρόλογος
  44. Προς Εφεσίους, Πρόλογος
  45. Ιγνατίου Προς Ρωμαίους 6, 3

Βιβλιογραφία

  • Ιωάννη Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003
  • Κωνσταντίνου Σκουτέρη, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, Αθήνα 1998
  • Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.
  • Νικολαΐδης Ι. Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, Γραμματολογική και Θεολογική προσέγγιση", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002.
  • Κρικώνης Χρήστος, "Αποστολικοί Πατέρες", τ. Α΄, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1995.