Απολιναρισμός

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Απολιναρισμός αποκαλείται αίρεση του 4ου αιώνα, η οποία στην προσπάθεια αντιμετώπισης του αρειανισμού ισχυριζόταν πως η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού δεν περιείχε σα συστατικό της ψυχής το λογικό μέρος, κατά το πλατωνικό τριμερές (λογικό, θυμικό, επιθυμητικό), αλλά τη θέση του είχε λάβει ο Θεός Λόγος[1]. Ιδρυτής της υπήρξε ο Απολινάριος, ο επίσκοπος Λαοδικείας, ο οποίος είχε καταπολεμήσει με σφοδρότητα τον αρειανισμό. Τελικά η διδασκαλία του καταδικάστηκε από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο[2], καθώς κρίθηκε ότι με τις θεολογικές του προτάσεις αλλοίωνε το σωτηριολογικό γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ιστορικό

Μέρος της σειράς άρθρων
Αιρέσεις

Προ Νικαϊκές
Γνωστικισμός
Μοντανισμός
Μοναρχιανισμός
Αρειανισμός

Μετανικαϊκές - Προχαλκηδόνιες
Απολλιναρισμός
Πελαγιανισμός
Νεστοριανισμός
Μονοφυσιτισμός

Μεταχαλκηδόνιες
Μονοθελητισμός
Αφθαρτοδοκήτες
Παυλικιανοί

Ύστεροι
Εικονομάχοι
Βογόμιλοι
Ρωμαιοκαθολικισμός
Προτεσταντισμός

Μέγα Σχίσμα του 1054

Ο Απολιναρισμός εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο κατά τον 4ο αιώνα, υπό τη διδασκαλία του επισκόπου Λαοδικείας της Συρίας, Απολινάριου. Ο Απολινάριος, υπέρμαχος της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο άτομο το οποίο θα θίξει το χριστολογικό ζήτημα και δη τον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού[3], καθώς οι προεκτάσεις του αρειανισμού αναμφιβόλως ακουμπούσαν και το ζήτημα αυτό. Η διδασκαλία του Απολιναρίου έχει αρχίσει να εμφανίζεται ήδη από το 352, αλλά αναπτύσσεται ιδιαίτερα από το 360 και τις έριδες που είχε με τους Ευνομοιανούς[4]. Οι Ευνομοιανοί ή Ανόμοιοι δίδασκαν πως ο Λόγος κατέλαβε τη θέση της ψυχής μέσα στο ανθρώπινο σώμα του Χριστού. Ο Απολινάριος λοιπόν αρυομένος από τη διδασκαλία τους ξεκινά δραστήριο αγώνα για την αντιμετώπισή τους, καθώς δεχόταν τη διδασκαλία της εκκλησίας, η οποία ανέφερε πως συνέβη πράγματι ένωση θείου και ανθρώπινου, δίνοντας τη δυνατότητα αποκαταλλαγής στην ανθρώπινης φύσης από την αμαρτωλή θνητότητα. Η προσπάθεια του Απολινάριου είναι επίσης βέβαιο πως προσπάθησε να μείνει πιστή στη διδασκαλία της εκκλησίας, αλλά οι φιλοσοφικές ενασχολήσεις του σχετικά με το ζήτημα άρχισαν να αλλοιώνουν τη διδασκαλία των φίλων του και πατέρων της εκκλησίας, όπως του Μ. Αθανασίου και των Καππαδοκών[5].

Η προβληματική του Απολιναρίου άρχεται από το πως της ενώσεως των δύο φύσεων και τις συνέπειες της παραδοχής τους. Έτσι αναζητεί τη λύση από τους νεοπλατωνικούς, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν δύο παραδοχές οι οποίες δε μπορούν να ξεπεραστούν. Η πρώτη είναι ότι δύο τέλειες φύσεις είναι αδύνατο να συνυπάρχουν και η δεύτερη είναι ότι η ίδια αποδοχή της ενώσεως των δύο τελείων φύσεων σημαίνει δύο πρόσωπα, κάτι που αλλοιώνει την πίστη της εκκλησίας για πραγματική ένωση[6]. Το πρόβλημα εδώ πιθανώς ενσκύπτει και από τη αδυναμία ορολογίας, αφού φαίνεται πως ο Απολλινάριος ταύτιζε φύση και πρόσωπο[7]. Έτσι με βάση το πλατωνικό τριμερές της ψυχής, που χωρίζεται στο λογικό μέρος και το άλογο, που με τη σειρά του διαχωρίζεται σε θυμικό και θυμοειδές, ισχυρίζεται πλέον πως ο Λόγος εγκατοίκησε στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, στη θέση του λογικού μέρους της ψυχής, που αποκαλείτε και νους[8]. Ο Απολλινάριος όμως αναπτύσσοντας τη διδασκαλία του περισσότερο αναφέρει πως τελικά δεν ενώθηκαν δύο διαφορετικές ουσίες[9], αλλά μία και πως ακόμα και η ανθρωπότητα του Χριστού ήταν άξια προσκυνήσεως[10]. Ταυτόχρονα η θεία φύση έπαθε, πέθανε κλπ, δεχόμενος στην ουσία μονοφυσιτική ένωση[11].

Η διδασκαλία του Απολιναρισμού όμως δε μένει στον ίδιο, αλλά διαδίδεται ευρύτερα από τους μαθητές του, τον Πολέμων και το Βιτάλιο Αντιοχείας, αν και ο δεύτερος είναι σαφώς μετριοπαθέστερος, καθώς δεχόταν μία υπόσταση σύνθετο και ένα πρόσωπο αδιαίρετο. Με την έκθεση της διδασκαλίας του Απολιναρίου όμως και των μαθητών του, το ζήτημα για το εσωτερικό της εκκλησίας γίνεται σοβαρότερο, ξεκινώντας έτσι η έριδα. Ο Απολινάριος όμως ανάμεσα στους επισκόπους της εποχής ήταν ιδιαίτερα σεβαστός, με αποτέλεσμα να αντιμετωπιστεί με επιείκεια ως άτομο, όχι όμως και η διδασκαλία του[12]. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Γρηγόριος ο θεολόγος αποκαλεί την έριδα αυτή "ζυχομαχία αδελφική", ενώ και οι καταδίκες του Απολιναρισμού, δε αφορούσαν ποτέ το πρόσωπό του. Εν τούτοις ο Μέγας Βασίλειος, αντιλαμβανόμενος το βάθος και τις συνέπειες της διδασκαλίας του ζητά συνοδική καταδίκη, τη στιγμή που ο Γρηγόριος θεολόγος αποδοκιμάζει έντονα τις παραδοχές του. Ο Απολλινάριος όμως δεν αποφεύγει σταδιακά και τα πυρά των αντιοχειανών, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη σύγχυση των φύσεων που πρότεινε ο Απολλινάριος, με προεξάρχοντα τον Διόδωρο Ταρσού.

Έτσι κατά τη Σύνοδο της Αλεξάνδρειας, το 362, μετά την αναίρεση της διδασκαλίας του εμμέσως από τον Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος συνοψίζοντας την προγενέστερη διδασκαλία της εκκλησίας, αναφέρει πως ο Λόγος προσέλαβε ακέραια την ανθρώπινη φύση, η οποία κατά τη ανάκραση με την θεϊκή μετεστοιχειώθηκε, δίχως σύγχυση ή τροπή, καταδικάζεται[13]. Πράγματι η διδασκαλία του Νύσσης, εξ αφορμής και των αρειανιστών, βρήκε υποστηρικτή το Γρηγόριο, ο οποίος με τη σειρά του αντιμετωπίζει και τους αντιοχειανούς, οι οποίοι θεολογούν πως δεν υπήρξε ουσιαστική ένωση. Ο Αμφιλόχιος Ικονίου επίσης θα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για την αντιμετώπιση του Απολιναρισμού, φτάνοντας μάλιστα σε ορολογία τετάρτης οικουμενικής συνόδου[14]. Τελικά ο Απολιναρισμός καταδικάζεται από τη Δύση το 377 και δη στη Ρώμη, ενώ στην Ανατολή μετά την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια το 379 την καταδικάζει και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος το 381[15].

Εν τω μεταξύ οι Απολιναριστές συγκροτούν στην Αντιόχεια σύνοδο, το 379. Η καταδίκη όμως του Απολιναρισμού δεν αποφεύγεται και έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη φάση αντιμετώπισης των χριστολογικών ερίδων, οι οποίες πλέον εκκινούν στην εκκλησία και για αρκετούς αιώνες. Η παρουσία των οπαδών του Απολιναρισμού παρατηρείται και κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενώ προγενέστερα έχουν αντιμετωπιστεί από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας. Περί το 400 μάλιστα παραδίδουν ομολογία πίστεως στον Ιοβιανό ώστε να αποφύγουν τη δυσχερή θέση την οποία έχουν περιέλθει, νοθεύοντας και κείμενα του Μ. Αθανασίου, του Γρηγορίου του θαυματουργού και του Ιουλίου Ρώμης. Τελικά μετά τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο απορροφώνται από τους Μονοφυσίτες[16] ή επανεισάγονται στην εκκλησία[17].

Τέλος πρέπει να επισημανθεί πως ο Απολινάριος όταν διείδε την εξέλιξη των πραγμάτων αποφάσισε να ιδρύσει δική του εκκλησία, ενώ προσπάθησε να δημιουργήσει και δική του εκκλησιαστική λατρεία, με ύμνους δικής του σύνθεσης[18].

Θεολογία

Απολινάριος

Η φύση της θεολογίας του Απολιναρισμού είναι χριστολογική. Οι Απολιναριστές σε ότι αφορά το τριαδικό δόγμα ήταν ορθόδοξοι, καθώς αποδέχονταν το Σύμβολο της Νίκαιας. Στο ζήτημα όμως της χριστολογίας, η πολεμική που προσπάθησε να αναπτύξει σε βάρος των αρειανιστών, τους οδήγησε σε αιρετικές παρεκκλίσεις, οι οποίες θα χαρακτηρίζονταν εντυπωσιακά παράλληλες και ανάλογες προς αυτή των αρειανών[19]. Το πρόβλημα που καλείται να απαντήσει ο Απολινάριος είναι πως είναι δυνατόν στο ένα πρόσωπο του Χριστού, να ενυπάρχουν δύο φύσεις, τόσο η θεία όσο και η ανθρώπινη. Έτσι στην προσπάθεια να αποφύγει τις ακραίες θέσεις του αρειανισμού, αλλά και του Υιοθετισμού, συνάμα δε με την Αντιοχειανή αναλυτική σκέψη, οδηγήθηκε στο διατυπώσει μία θεολογία η οποία υποβίβαζε την ανθρωπότητα του Χριστού, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος της υποτιμήσεως της θεότητας[20].

Ο Απολινάριος έτσι προσπαθώντας να αποφύγει την υποτίμηση της θεότητας και παράλληλα προσπαθώντας να αποκόψει κάθε είδος ηθικής σχέσης Χριστού και κόσμου, κήρυττε πως όπου τέλεια φύση εκεί και αμαρτία[21] και πως το να συναφθεί σχέση ανθρώπου με Θεό ως δύο τέλειες φύσεις είναι αδύνατο[22], καθώς θα μιλούσαμε για δυο διαφορετικά πρόσωπα[23]. Ο Θεός Λόγος αποφαίνεται πως δε διαιρείται από τη σάρκα του, είναι ένα πρόσωπο, μία υπόσταση, μία φύση, μία ενέργεια, όλος θεός, όλος άνθρωπος ο Αυτός[24]. Ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού είναι μία τέλεια φύση. Αλλά για να διασώσει την θεϊκή φύση ο Απολινάριος αναπτύσσει περισσότερο τις θέσεις του. Η ανθρώπινη φύση λοιπόν είναι αμαρτητική και σαν τέτοια δε γίνεται να ενωθεί με το θείο, διότι αυτή θα μείωνε τη θεία υπόσταση. Η ανθρώπινη σάρκα όμως του Χριστού είναι εκτός κάθε αμαρτίας, διότι είναι διαφορετική από τις άλλες. Η διαφορότητά της έγκειται ότι δεν είναι πλήρης[25]. Η σάρκα του Χριστού είναι στην προπτωτική κατάσταση και η αρχή της δε βρίσκεται στην παρθένο Μαρία, αλλά προ της πτώσης[26]. Η ανθρωπότητα είναι εξ ουρανού και έτσι είναι ένας κατ'οικονομία άνθρωπος.

Για τον Απολινάριο είναι εμφανές πως ο Χριστός έχει μία τέλεια και πλήρη φύση και αυτή είναι η θεία, δίχως να συμβεί ουσιαστική ένωση. Έτσι δηλώνει πως "ομολογούμεν υιόν του Θεού...είναι τον αυτόν Υιόν του θεού και θεόν κατά Πνεύμα, υιόν δε ανθρώπου κατά σάρκα, ου δύο φύσεις τον ένα Υιόν μία προσκυνητήν και μίαν απροσκύνητον, αλλά μίαν φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη και προσκυνουμενην μετά της σαρκός αυτού μία προσκύνησει"[27]. Η ανθρώπινη δηλαδή φύση εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα να έχουμε πρόδρομο του μονοφυσιτισμού. Η θεμελίωση για τη χριστολογία του προερχόταν από τις πλατωνικές και νεοπλατωνικές παραδοχές περί του τριμερούς της ψυχής. Έτσι εφόσον η ψυχή έχει ως λογικό μέρος το νου και ως άλογο το θυμικό και το θυμοειδές, ο Θεός Λόγος κατέλαβε τη θέση του νοέως της ανθρώπινης φύσεως. Η διδασκαλία αυτή ήταν η οποία πράγματι εξερέθισε τους πατέρες της εκκλησίας, καθώς ακρωτηριάζοντας την ανθρώπινη φύση, δε δέχονταν τη σωτηρία του όλου ανθρώπου από την ένωσή του με το Θεό[28]. Έτσι ο Λόγος έλαβε σάρκα, δίχως νου, διότι ο νους του ανθρώπου είναι ρυπαρός ενώ ο του Θεού άτρεπτος και θείος. Αποτέλεσμα ήταν κατά τον Απολινάριο "ουκ άρα σώζεται το ανθρώπινο γένος δι αναλήψεως νου και όλου ανθρώπου, αλλά δια προσλήψεως σαρκός"[29].

Στο σύστημα λοιπόν του Απολινάριου ο άνθρωπος μυστικά και πνευματικά καλείται να ενωθεί με τον Λόγο και όχι με το Θεάνθρωπο, ως τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο[30]. Η μυστική αυτή σχέση είναι καρπός άμεσης επικοινωνίας κτιστού και ακτίστου που έχει αποτέλεσμα τη θέωση της ακέραιης ανθρώπινης φύσης. Η φύση αυτή είναι πλέον ανύπαρκτη. Τελικά ο άνθρωπος μέσω ηθικής και μυστικής σχέσης και όχι από τη μεταβολή της κτιστής ακέραιας φύσης μέσω των θείων ενεργειών, θεώνεται. Οι πατέρες της εκκλησίας εδώ καταπολεμούν την θεολογία του Απολιναρίου, καθώς η άμεση σχέση Θεού και κτίσης απομειώνεται, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν την κτίση να καταξιωθεί και να μετάσχει στη θεία δόξα. Επομένως η επιμονή των πατέρων στην οντολογική σχέση δια μέσου των ενεργειών και της διατήρησης της πρόσληψης της ακέραιας φύσης αποτελεί αφετηρία για το έργο της σωτηρίας και τελικά τη θεραπεία της πτωτική ύπαρξης[31]. Όπως υπομνηματίζει ο Γρηγόριος θεολόγος, αν η ανθρωπότητα στην υπόσταση του Χριστού, δεν προσέλαβε νου, τελικά δεν προσέλαβε τον ίδιο τον άνθρωπο και άρα η σωτηρία είναι ανέφικτη[32].

Ύστερες τάσεις

Όσο ήταν εν ζωή ο Απολινάριος, η προσωπικότητά του δεν επέτρεψε σχισματικές τάσεις μέσα στο σύστημά του. Μετά το θάνατό του όμως διακρίθηκαν σε δύο παρατάξεις, μία μετριοπαθής και μια πιο ακραία. Τα κείμενα όμως που διαθέτουμε σήμερα δε μας επαρκούν για την ακριβή τους διδασκαλία, εν αντιθέσει με αυτή του Απολιναρίου, όπου διασώθηκε μεγάλο μέρος της γραμματείας του αυτούσιο από τους ίδιους τους πατέρες της εκκλησίας.

Σε ότι αφορά τη μετριοπαθή ομάδα Απολιναριστών, κυριότερος εκπρόσωπός της ήταν ο Βιτάλιος Αντιοχείας. Σύμφωνα με την ομολογία του στον Πάπα Δάμασο θεωρεί πως ο Χριστός είναι Υιός του Θεού κατά τη αΐδιον Θεού γέννηση και υιός ανθρώπου κατά την εκ παρθένου γέννηση[33]. Ο Χριστός είναι τόσο τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος κατά πάντα με τους ανθρώπους, όσο και τέλειος Θεός, ομοούσιος κατά πάντα με τον Πατέρα. Ο Χριστός μάλιστα δεν είναι άψυχος ή άλογος ή δίχως νου και δεν έπαθε κατά τη θεότητα[34]. Θεωρεί επίσης αιρετικούς όσους διαχωρίζουν τον θεό Λόγο από τον άνθρωπο Χριστό, που αποτελεί ένα ενιαίο πρόσωπο. Στην ίδια κατηγορία των μετριοπαθών απολιναριστών ανήκει ο Τιμόθεος Βηρυττού. Μέλος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο Τιμόθεος αναγνωρίζει τη φύση της σάρκας του Χριστού ως ομοούσια προς την ανθρώπινη, ενώ η σάρκα επικοινωνεί με το Λόγο και επέρχεται αντίδοση ιδιωμάτων, δίχως να επέρχεται τροπή στη θεότητα[35]. Ο Χριστός λοιπόν είναι τέλειος άνθρωπος και αυτή η τελειότητα εξαντλείται στην πρόσληψη της σάρκας. Επίσης καταδικάζει την ιδέα των δύο Υιών και υποστηρίζει πως ο Υιός "ένσαρκος Υιός...άτρεπτος εν τη σαρκώσει κια απαθείς τοις πάθεσιν". Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι Ουαλεντινος και Ομόνιος. Σε ότι αφορά τον Ομόνιο, είναι χαρακτηριστικό πως στο πρόσωπο του Χριστού βλέπει μία σύνθετη υπόσταση[36], ενώ ο Ουαλεντίνος πως το σώμα του Χριστού ήταν ομοούσιο του Θεού κατά την ένωση, παραμένοντας όμως και ομοούσιος με τους ανθρώπους. Η διδασκαλία αυτή εμφαίνει αντιφατική ως προς το ότι καθορίζει το σώμα τόσο ομοούσιο της θεότητος, όσο και ετερούσιο, αλλά δεν είναι αΐδιο με τη θεία φύση. Έτσι η σάρκα ως αυτόνομος προς της ενώσεως υπήρξε στολή και περιβόλαιον και άρα δεν προσκυνείται[37].

Στην ακραία μερίδα ανήκουν δύο ισχυρές προσωπικότητες. Ο Πολέμων ή Πολέμιος και ο Ευνόμιος Βεροίας. Ο Πολέμων υποστήριζε πως το σώμα του Χριστού ενώθηκε κατά τέτοιο τρόπο με τη θεότητα, ώστε αποτέλεσαν μία ενιαία ουσία. Έκανε δηλαδή λόγο για συνουσίωσιν και κράση της θεότητος με το σώμα[38]. Φαίνεται μάλιστα πως αυτή αίρεση προσπάθησε να αυτονομηθεί. Εν πάση περιπτώσει ο Πολέμων έμεινε πιστός σε πολλές θέσεις του Απολινάριου ότι δεν έλαβε νουν η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Σε Ομολογία προς τον Ιουλιανό αναφέρεται στη μια φύση του σαρκωθέντος Λόγου και στη μία θέλησή Του[39]. Έτερος υποστηρικτής των ακραίων απολιναριστικών θέσεων είναι ο Ευνόμιος Βεροίας. Ο Ευνόμιος υποστηρίζει πως με τη σάρκωσή του ο Θεός έγινε σύνθετος και πως στον Υιό του Θεού υπάρχει μία φύση, μια θέληση και μία ενέργεια[40].

Υποσημειώσεις

  1. Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 245
  2. ΘΗΕ, τ. 2, σελ. 1119
  3. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 245
  4. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία Α΄, σελ. 583
  5. Β. Φειδάς, ο.π., σελ. 583
  6. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 584
  7. Β. Στεφανίδης, ο.π., σελ. 210
  8. Ομολογία Πίστες προς Ιοβιανό
  9. ο.π., 369-294
  10. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 586
  11. Β. Στεφανίδης, ο.π., σελ. 211
  12. Β. Στεφανίδης, Εκκλ. Ιστορία, σελ. 210
  13. Β. Φειδάς, ο.π., σελ. 587
  14. PG 39, 113
  15. Θεοδώρητος, Εκκλ.Ιστορία, 5, 9, 19
  16. ΘΗΕ, 4ο.π., σελ. 1119
  17. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων Β΄, σελ. 332
  18. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων Β΄, σελ. 339
  19. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων Β΄, σελ. 335
  20. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 335
  21. Απόδειξη περί της θείας σαρκώσεως της καθ ομοίωσιν ανθρώπου 25
  22. Αθανασίου, Κατά Απολιναρίου 1, 2
  23. Απόδειξη... 81
  24. Λόγος Περί Πίστεως, Περί σαρκώσεως του Θεού Λόγου, 3, 6
  25. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 336
  26. Απόδειξη...34
  27. Προς Ιοβιανό 7
  28. Γρηγορίου Νύσσης, Επιστολή 101, προς Καληδόνιον Πρεσβύτερον
  29. Γρηγορίου Νύσσης, Προς τα Απολιναρίου αντιρρητικός PG 45, 1212A
  30. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 247
  31. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 247
  32. Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή 101
  33. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 340
  34. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 340
  35. Προς Ομόνιον
  36. Ομολογία Πίστεως
  37. Κεφάλαια Απολογίας
  38. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 341
  39. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 342
  40. Προς Ζώσιμον

Δείτε επίσης

Πηγές

  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία Δογμάτων", τ. Β΄, Αθήνα 2004.
  • λήμμα "Απολιναρισμός" ΘΗΕ, τόμος 2, Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
  • Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Βασίλειος Στεφανίδης, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, "Πατρολογία", τ. B΄,, Γρηγόρης, Αθήνα 2010.
  • Νίκος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.