Απολιναρισμός

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Μέρος της σειράς άρθρων
Αιρέσεις

Προ Νικαϊκές
Γνωστικισμός
Μοντανισμός
Μοναρχιανισμός
Αρειανισμός

Μετανικαϊκές - Προχαλκηδόνιες
Απολλιναρισμός
Πελαγιανισμός
Νεστοριανισμός
Μονοφυσιτισμός

Μεταχαλκηδόνιες
Μονοθελητισμός
Αφθαρτοδοκήτες
Παυλικιανοί

Ύστεροι
Εικονομάχοι
Βογόμιλοι
Ρωμαιοκαθολικισμός
Προτεσταντισμός

Μέγα Σχίσμα του 1054

Απολιναρισμός αποκαλείται αίρεση του 4ου αιώνα, η οποία στην προσπάθεια αντιμετώπισης του αρειανισμού ισχυριζόταν πως η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού δεν περιείχε σα συστατικό της ψυχής το λογικό μέρος, κατά το πλατωνικό τριμερές (λογικό, θυμικό, επιθυμητικό)[1]. Ιδρυτής της υπήρξε ο Απολινάριος, ο επίσκοπος Λαοδικείας, ο οποίος είχε καταπολεμήσει με σφοδρότητα τον αρειανισμό. Τελικά η διδασκαλία του καταδικάστηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο[2], καθώς κρίθηκε ότι με τις θεολογικές του προτάσεις αλλοίωνε το σωτηριολογικό γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ιστορικό

Ο Απολιναρισμός εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο κατά τον 4ο αιώνα, υπό τη διδασκαλία του επισκόπου Λαοδικείας της Συρίας, Απολινάριου. Ο Απολινάριος, υπέρμαχος της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο άτομο το οποίο θα θίξει το χριστολογικό ζήτημα και δη τον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού[3], καθώς οι προεκτάσεις του αρειανισμού αναμφιβόλως ακουμπούσαν και το ζήτημα αυτό. Η διδασκαλία του Απολιναρίου αρχίζει σταδιακά να αναπτύσσεται από το 360 και τις έριδες που είχε με τους Ευνομοιανούς[4]. Οι Ευνομοιανοί ή Ανόμοιοι δίδασκαν πως ο Λόγος κατέλαβε τη θέση της ψυχής μέσα στο ανθρώπινο σώμα του Χριστού. Ο Απολινάριος λοιπόν αρυομένος από τη διδασκαλία τους ξεκινά δραστήριο αγώνα για την αντιμετώπισή τους, καθώς δεχόταν τη διδασκαλία της εκκλησίας, η οποία ανέφερε πως συνέβη πράγματι ένωση θείου και ανθρώπινου, δίνοντας τη δυνατότητα αποκαταλλαγής στην ανθρώπινης φύσης από την αμαρτωλή θνητότητα. Η προσπάθεια του Απολινάριου είναι επίσης βέβαιο πως προσπάθησε να μείνει πιστή στη διδασκαλία της εκκλησίας, αλλά οι φιλοσοφικές ενασχολήσεις του σχετικά με το ζήτημα άρχισαν να αλλοιώνουν τη διδασκαλία των φίλων του και πατέρων της εκκλησίας, όπως του Μ. Αθανασίου και των Καππαδοκών[5].

Η προβληματική του Απολιναρίου άρχεται από το πως της ενώσεως των δύο φύσεων και τις συνέπειες της παραδοχής τους. Έτσι αναζητεί τη λύση από τους νεοπλατωνικούς, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν δύο παραδοχές οι οποίες δε μπορούν να ξεπεραστούν. Η πρώτη είναι ότι δύο τέλειες φύσεις είναι αδύνατο να συνυπάρχουν και η δεύτερη είναι ότι η ίδια αποδοχή της ενώσεως των δύο τελείων φύσεων σημαίνει δύο πρόσωπα, κάτι που αλλοιώνει την πίστη της εκκλησίας για πραγματική ένωση[6]. Έτσι με βάση το πλατωνικό τριμέρες της ψυχής, που χωρίζεται στο λογικό μέρος και το άλογο, που με τη σειρά του διαχωρίζεται σε θυμικό και θυμοειδές, ισχυρίζεται πλέον πως ο Λόγος εγκατοίκησε στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, στη θέση του λογικού μέρους της ψυχής, που αποκαλείτε και νους[7]. Ο Απολινάριος όμως αναπτύσσοντας τη διδασκαλία του περισσότερο αναφέρει πως τελικά δεν ενώθηκαν δύο διαφορετικές ουσίες, αλλά μία και πως ακόμα και η ανθρωπότητα του Χριστού ήταν άξια προσκυνήσεως[8].

Η διδασκαλία του Απολιναρισμού όμως δε μένει στον ίδιο, αλλά διαδίδεται ευρύτερα από τους μαθητές του, τον Πολέμων και το Βιτάλιο Αντιοχείας, αν και ο δεύτερος είναι σαφώς μετριοπαθέστερος, καθώς δεχόταν μία υπόσταση σύνθετο και ένα πρόσωπο αδιαίρετο. Με την έκθεση της διδασκαλίας του Απολιναρίου όμως και των μαθητών του, το ζήτημα για το εσωτερικό της εκκλησίας γίνεται σοβαρότερο, ξεκινώντας έτσι η έριδα. Ο Απολινάριος όμως ανάμεσα στους επισκόπους της εποχής ήταν ιδιαίτερα σεβαστός, με αποτέλεσμα να αντιμετωπιστεί με επιείκεια ως άτομο, όχι όμως και η διδασκαλία του. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Γρηγόριος ο θεολόγος αποκαλεί την έριδα αυτή "ζυχομαχία αδελφική", ενώ και οι καταδίκες του Απολιναρισμού, δε αφορούσαν ποτέ το πρόσωπό του. Εν τούτοις ο Μέγας Βασίλειος, αντιλαμβανόμενος το βάθος και τις συνέπειες της διδασκαλίας του ζητά συνοδική καταδίκη, τη στιγμή που ο Γρηγόριος θεολόγος αποδοκιμάζει έντονα τις παραδοχές του. Ο Απολινάριος όμως δεν αποφεύγει σταδιακά και τα πυρά των αντιοχειανών, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη σύγχυση των φύσεων που πρότεινε ο Απολινάριος, με προεξάρχοντα τον Διόδωρο Ταρσού.

Έτσι κατά τη Σύνοδο της Αλεξάνδρειας, το 362, μετά την αναίρεση της διδασκαλίας του εμμέσως από τον Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος συνοψίζοντας την προγενέστερη διδασκαλία της εκκλησίας, αναφέρει πως ο Λόγος προσέλαβε ακέραια την ανθρώπινη φύση, η οποία κατά τη ανάκραση με την θεϊκή μετεστοιχειώθηκε, δίχως σύγχυση ή τροπή, καταδικάζεται[9]. Πράγματι η διδασκαλία του Νύσσης, εξ αφορμής και των αρειανιστών, βρήκε υποστηρικτή το Γρηγόριο, ο οποίος με τη σειρά του αντιμετωπίζει και τους αντιοχειανούς, οι οποίοι θεολογούν πως δεν υπήρρξε ουσιαστική ένωση. Ο Αμφιλόχιος Ικονίου επίσης θα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για την αντιμετώπιση του Απολιναρισμού, φτάνοντας μάλιστα σε ορολογία τετάρτης οικουμενικής συνόδου[10]. Τελικά ο Απολιναρισμός καταδικάζεται από τη Δύση το 377 και δη στη Ρώμη, ενώ στην Ανατολή μετά την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια το 379 την καταδικάζει και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος το 381[11]. Η καταδίκη τελικά του Απολιναρισμού είναι η πρώτη φάση αντιμετώπισης των χριστολογικών ερίδων, οι οποίες πλέον εκκινούν στην εκκλησία και για αρκετούς αιώνες.

Θεολογία

Υποσημειώσεις

  1. Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 245
  2. ΘΗΕ, τ. 2, σελ. 1119
  3. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 245
  4. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία Α΄, σελ. 583
  5. Β. Φειδάς, ο.π., σελ. 583
  6. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 584
  7. Ομολογία Πίστες προς Ιοβιανό
  8. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 586
  9. Β. Φειδάς, ο.π., σελ. 587
  10. PG 39, 113
  11. Θεοδώρητος, Εκκλ.Ιστορία, 5, 9, 19

Δείτε επίσης

Πηγές

  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία Δογμάτων", τ. Β΄, Αθήνα 2004.
  • λήμμα "Απολιναρισμός" ΘΗΕ, τόμος 2, Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
  • Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Βασίλειος Στεφανίδης, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, "Πατρολογία", τ. Γ΄,, Γρηγόρης, Αθήνα 2010.
  • Νίκος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.