Αίρεση

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 08:40, 24 Μαΐου 2008 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Ετυμολογία και ιστορική χρήση)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ως Αίρεση ορίζεται το θεολογικό δόγμα ή σύστημα, το οποίο έχει απορριφθεί από την εκκλησία, διοτι σφάλει ως προς την δογματική του πίστη[1]. Έτσι για την ορθόδοξη θεολογία ως αίρεση νοήται «ανατροπή της πίστεως, εκτροπή από την αποκαλυφθείσα αλήθεια, αστοχία περί την αλήθεια, ναυάγιο περί την πίστη, ψευδοδιδασκαλία, ψευδοπροφητεία, βλασφημία, ξένη και αλλοτρία βοτάνη»[2], ενώ κατά τον Νικόδημο Αγιορείτη, στην αίρεση «η διαφορά φαίνεται παρευθύς και αμέσως περί την της εις Θεόν πίστεως», ενώ οι αιρετικοί είναι «οι κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένοι από την τους ορθοδόξους και παντελώς απομεμμακρυσμένοι»[3]. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται πως «Επί πλείον γαρ προκόψουσιν ασεβείας και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει, ών εστίν Υμεναίος και Φίλητος, οίτινες περί την αλήθειαν ηστόχησαν, λέγοντες την ανάστασην ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσιν την τινών πίστην»[4]. Θα πρέπει να τονιστεί πως η αίρεση διαφέρει από το Σχίσμα, το οποίο, δεν αφορά απαραίτητα δογματικές διαφορές, αλλά και άλλους εκκλησιαστικούς λόγους.

Ετυμολογία και ιστορική χρήση

Ως αίρεσις στην Ελληνική γλώσσα, αποδίδεται η έννοια της κατάκτησης και της κατάληψης, εφόσον η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα αιρέω. Αν ετυμολογείται από το αιρέομαι, τότε στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελέυθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή, τη φιλοσοφική και τη θρησκευτική αίρεση. Ως αιρετικός νοείται εκείνος που είναι ικανός να εκλέγει, που δεν υιοθετεί τις παρεδομένες αντιλήψεις και ιδέες. Σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια του όρου -εκείνος δηλαδή που στην αρχαιότητα αποκαλείτο αιρετιστής- είναι ο οπαδός, μιμητής ή εκείνος που ανήκει κυρίως σε θρησκευτική και δευτερευόντως σε ό,τι έχει χαρακτηρισθεί ως επιστημονική αίρεση. Οι αιρέσεις ως παρεκκλίσεις, αποσχίσεις από την βασική αρχή είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε επιστημονικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές.

Η αρχική χρήση της λέξης αίρεσις, αναμφιβόλως δεν είχε αρνητική χρειά στην αρχαιότητα. Η αίρεση αρχικά αναφερόταν σε «μία γνώμη, θεωρητική ή φιλοσοφική που έπαιρνε κάποιος προς ένα θέμα»[5] με αποτέλεσμα να χρησιμοποιήται για να καταδείξει τις τάσεις των διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων ή συστημάτων. Μάλιστα «η έκφραση γνώμης και η δημιουργία σχολών σκέψεως ήταν κάτι που καλλιεργούσε ιδιαίτερα ο Ελληνισμός και που αρχικά δε δημιουργούσε καμία δυσκολία στις σχέσεις του προς τον Χριστιανισμό»[6]. Σταδιακά όμως η λέξη απέκτησε τη σημερινή αρνητική χρειά, λόγω του χρωματισμού της έννοιας που αποδόθηκε από την εκκλησία, ώστε να διαχωρίσει την ορθή πίστη, από τις διάφορες αναφυούσες χριστιανικές ομολογίες. Ουσιαστικά αυτό συμβαίνει από την εποχή που η λέξη αίρεσις εκλαμβάνεται ως τεχνικός όρος. Γι'αυτό το λόγο ο αρνητικός χρωματισμός της σημερινής έννοιας της λέξεως, δε διαφαίνεται στα ευαγγέλια, αν και την εποχή του Χριστού, οι Φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι και οι Εσσαίοι αποτελούσαν αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Κατά το δεύτερο αιώνα όμως λόγω της αύξησης του χριστιανικού ποιμνίου και την εμφάνισης πολλών δογματικών αποκλίσεων, οι αποστολικοί πατέρες, αλλά και απολογητές σταδιακά χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό ώστε να καταδείξουν το στρεβλό και λάθος δογματικό προσδιορισμό, άλλων δογματικών προσεγγίσεων.

Η αίρεση στην ορθόδοξη θεολογία

Κατά το Μέγα Βασίλειο, αίρεση αποτελεί κάθε εναντίωση στο ευαγγέλιο και στην «υγιαίνουσα διδασκαλία». Η αίρεση αποτελεί καινοτομία «περί την πίστην», η οποία και τελικά τραυματίζει την εκκλησιαστική συνοχή. Άρα οι αιρετικοί εξ αμαρτάνουν «εις την αλήθειαν του ευαγγελίου», γι αυτό και υπάρχει μια συγγένεια όλων των αιρέσεων, οι οποία απαντά στην άρνηση και παραχάραξη της διδασκαλίας του Ευαγγελίου[7].

Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, από τη μεριά του αποκαλεί τις αιρέσεις «ουκ εισί φυτεία πατρός»[8], «καρπόν θανατηφόρον ου εάν γεύσηταί τις πάραυτα αποθνήσκει»[9] και «αλλοτρίας δε βοτάνης απέχεσθαι, ήτος εστίν αίρεσις»[10]

Υποσημειώσεις

  1. Εγκυκλοπαίδεια Britannica, λήμα heresy
  2. Δ.Θ.Κόκορη, «Ορθοδοξία και κακοδοξία», Β΄ Έκδοση, σελίς 12
  3. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελίς 588
  4. B΄ Τιμόθεον β΄,18
  5. Ιω. Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003, σελίς 146
  6. ενθ.αν.
  7. Επιστολή 207, Αταρβίω
  8. Ματθαίου ΙΕ΄, 13
  9. Πρός Τραλλιανοίς, 11
  10. Πρός Τραλλιανοίς, 6

Πηγές