Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Α΄ Οικουμενική Σύνοδος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα: Το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας ο Ρωμαίος αυτοκράτορας [[Κωνσταντίνο...)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 
Το [[325]] στη [[Νίκαια Βιθυνίας|Νίκαια]] της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]] ο Ρωμαίος αυτοκράτορας [[Κωνσταντίνος Α']] συγκάλεσε την '''Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας''' ή '''Α' Οικουμενική Σύνοδο''' με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]].
 
Το [[325]] στη [[Νίκαια Βιθυνίας|Νίκαια]] της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]] ο Ρωμαίος αυτοκράτορας [[Κωνσταντίνος Α']] συγκάλεσε την '''Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας''' ή '''Α' Οικουμενική Σύνοδο''' με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]].
  
Η [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Σύνοδος]] καταδίκασε τη διδασκαλία του [[Άρειος|Αρείου]], συνέταξε το [[Σύμβολο της Νίκαιας]] και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του [[Πάσχα (εορτή)|Πάσχα]]. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Βυζαντινής Αυτοκρατόριας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι εξελίξεις αυτές είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή κατά τη διάρκεια όλου του [[Μεσαίωνα]].
+
Η [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Σύνοδος]] καταδίκασε τη διδασκαλία του [[Άρειος|Αρείου]], συνέταξε το [[Σύμβολο της Νίκαιας]] και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του [[Πάσχα (εορτή)|Πάσχα]]. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εισήχθεί σε μια νέα περίοδο συνοδικής εκφράσεως της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, απαντώντας στο θεμελιώδες ερώτημα της σχέσης Πατέρα και Λόγου
  
 
==Οι λόγοι και η προετοιμασία της συνόδου==
 
==Οι λόγοι και η προετοιμασία της συνόδου==

Αναθεώρηση της 23:04, 10 Σεπτεμβρίου 2007

Το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α' συγκάλεσε την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας ή Α' Οικουμενική Σύνοδο με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου, συνέταξε το Σύμβολο της Νίκαιας και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εισήχθεί σε μια νέα περίοδο συνοδικής εκφράσεως της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, απαντώντας στο θεμελιώδες ερώτημα της σχέσης Πατέρα και Λόγου

Οι λόγοι και η προετοιμασία της συνόδου

Ο συνοδικός θεσμός στην εκκλησία κατά τα πρότυπα της Αποστολικής Συνόδου του 49 είχε εισαχθεί από τα μέσα του δευτέρου αιώνα με αφορμή το Μοντανισμό[1]. Στόχος ήταν η καταπολέμηση των αιρετικών διδασκαλιών, αλλά και ο κοινός αγώνας αναιρέσεως της πεπλανημένης θεολογίας. Στην ουσία οι σύνοδοι για την εκκλησία αποτελούσαν την επιβεβαίωση της κοινής πίστης στην Αποστολική παράδοση του όλου σώματος της εκκλησίας, η οποία επιτυγχανόταν με την κοινωνία των επισκόπων.

Στις αρχές όμως του 4ου αιώνα η δυναμική εμφάνιση του Αρειανισμού και παρά την αντιμετώπισή του από τοπικές και υπερτοπικές συνόδους, δεν έφτασε σε συνθήκη ειρήνευσης μεταξύ των μελών της εκκλησίας με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να συγκαλέσει σύνοδο, που ενώ αρχικά προοριζόταν για τις εκκλησίες της ανατολής, μετά από πρόταση του Οσίου Κορδούης δέχτηκε να διεξαχθεί με τη συμμετοχή επισκόπων από κάθε τοπική εκκλησία, μεταθέτοντας την αρχική τοποθεσία από την Άγκυρα της Γαλατίας, στη Νίκαια της Βιθυνίας για την ευκολότερη πρόσβαση των συγκεκλημένων. Η προετοιμασία της συνόδου είχε ήδη προηγηθεί καθότι δύο σύνοδοι το 324 και 325, στην Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια αντίστοιχα, είχαν επιληφθεί του υφισταμένου προβλήματος. Η απόφαση για τη σύγκλησή της, ελήφθη το ίδιο έτος και ουσιαστικά αποτέλεσε την απαρχή ενός νέου τρόπου συνοδικής έκφρασης της εκκλησίας. Για την εκκλησία όμως η διεύρυνση με τη συμμετοχή του πλήρους σώματος της εκκλησίας, δε σήμαινε και τον υποβιβασμό των προηγουμένων συνόδων, αφού και οι αποφάσεις των συνόδων μέχρι την αρχή τέλεσης των οικουμενικών, απηχούσε στην οικουμενική διάσταση της εκκλησίας με την αποδοχή των κατά τόπους εκκλησιών, που ουσιαστικά επικύρωναν την ουκουμενική απήχηση της αυθεντικά βιούμενης πίστης της τοπικής εκκλησίας, την ώρα που η οικουμενική συνοδική έκφραση καλείτο να εκφράσει την επί μέρους στο σύνολο, τοπική αναφορά αυτής της αυθεντίας. Η ημερομηνία ενάρξεως των εργασίων ήταν η 20η Μαΐου του 325. Οι συσκέψεις διεξήχθησαν σε «ευκτήριο οίκο» κατά τον Ευσέβιο, ενώ οι τακτικές συνεδριάσεις στον «βασίλειον οίκον». Μέχρι μάλιστα τις 25 Αυγούστου είχαν αποπερατωθεί οι προκαταρκτικές συνεδριάσεις. Κατά την τέλεση της συνόδου δεν κρατήθηκαν πρακτικά όπως αντιλαμβανόμαστε από το Μεγάλο Αθανάσιο και τις από μνήμης περιγραφές[2] του, αν και υπήρξαν ενστάσεις από σύγχρονους θεολόγους[3].

Προεδρία και συγκρότηση της συνόδου

Προεδρία

Ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα της σύγχρονης ιστορικο-θεολογικής έρευνας είναι η προεδρία της Ά Οικουμενικής συνόδου, κάτι που συνέβη λόγω της μη τήρησης πρακτικών, αλλά και των ιστορικών πηγών, οι οποίες δε δίνουν ξεκάθαρη απάντηση στο εν λόγω ζήτημα, παρά μόνο με συνδυασμένη προσπάθεια διασταύρωσης των πηγών.

Η κυρίαρχη άποψη της θεολογικής έρευνας κατά τα παλαιότερα χρόνια, άποψη που ενστερνίστηκε και ο Β. Στεφανίδης, είναι οτι η προεδρία της συνόδου ήταν μιά συνδυασμένη άσκηση «κοινής προεδρίας», του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και δύο προέδρων εκ των οποίων ο καθένας ήταν επικεφαλής της παράταξης της οποίας υπεράσπιζε τη δογματική αντίληψη, ήτοις Αρειανοφρόνων και Τριαδιστών. Η πρόταση αυτή προκρίθηκε καθώς ο Ευσέβιος Καισαρείας[4] αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος «παρεδίδου το λόγο τοις προέδροις» κατά το πέρας της δικής του προσφωνήσεως σε συνδυασμό με την αναφορά του για «πρωτεύοντα» δεξιού τάγματος, αλλά και της διαρκούς παρουσίας του Αυτοκράτορα, στην πρόοδο των εργασιών του συνεδρίου.

Οι θέσεις αυτές δείχνουν να αναθεωρούνται όμως από τη νεώτερη έρευνα, προκρίνοντας πως τελικά μόνο ενας ήταν ο προεδρεύων της συνόδου, αν και πάλι υπάρχει αρκετός σκεπτικισμός σχετικά με το πρόσωπο την άσκησε. Οι προτάσεις που τέθηκαν ήταν πως προήδρευσε ο Όσιος Κορδούης, ο Νικομηδείας Ευσέβιος, ο Ευσέβιος Καισαρείας ή ο Αντιοχείας Ευστάθιος, με τον τελεταίο να έχει τις περισσότερες πιθανότητες. Αυτό διότι Όσιος Κορδούης δεν γνώριζε ελληνικά, ενώ κατά την άποψη αυτή οι Αρειανόφρονες, όπως ο Ευσέβιος Καισαρείας, ήσαν υπόλογοι στην σύνοδο με βάση τις αποφάσεις των εν Αντιοχεία και Αλεξανδρείας συνόδων. Άρα ούτε οι δύο Ευσέβιοι δύνατο να είναι. Οι απόψεις περί μη συλλογικής προεδρίας τεκμηριώνονται με 4 ισχυρά επιχειρήματα:

  • Οτι ο Ευσέβιος σε όλη τη γραμματεία του, «προέδρους» αποκαλούσε τους επισκόπους, ήτοις των προεδρευόντων των τοπικών συνόδων των εκκλησιών
  • Οτι ο Ευσέβιος μιλάει για «πρωτεύοντα» στο δεξιό τάγμα, με βάση το πως διατάχθηκαν στο συνεδριακό χώρο κάτι που δεν οδηγεί σε αυτονόητη ύπαρξη αντιστοίχου και στο αριστερό
  • Πως ο Κωνσταντίνος δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί «συμπροεδρεύον» καθότι τόσο στο 2ο και θεολογικό μέρος του συνεδρίου δεν επενέβει, όσο στο βίο του, που συνέταξε ο Ευσέβιος, ακόμα σαφέστερα προσδιορίζεται ο ρόλος του.
  • Πως ο διαχωρισμός σε τάγματα δεν αφορά a priori αποδοχή, όπως στην πρώτη άποψη εξετάστηκε σε διαχωρισμό Αρειανοφρόνων-τριαδιστών, αφού στην ουσία η υπόθεση αυτή είχε κλείσει από τις προηγούμενες συνόδους Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, αλλά προς την επίσημη τάξη των διοικήσεων και των επαρχιών στη διοικητική ιεραρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφού δεν υπήρχε ακόμα άλλο εκκλησιαστικό κριτήριο.

Συγκρότηση

Όπως είδαμε η συγκρότηση της συνόδου, αποτέλεσε θέμα έντονης θεολογικής έρευνας. Την αρχικά εύκολη σε συμπεράσματα περιγραφή του Ευσεβίου για το διαχωρισμό σε δύο «τάγματα» στην αίθουσα τυς συνόδου, πήρε ο σκεπτικισμός, με βάση το οτι υπάρχει μεγάλη απόσταση από το να θεμελιωθεί κάτι τέτοιο σε σχέση με τις πηγές. Ο Ευσέβιος δηλαδή μπορεί να αναφέρει δύο τάγματα, αλλα η αναφορά του σε «πρωτεύοντα» του δεξιού τάγματος, δεν προδηλώνει με απόλυτη αξιοπιστία τον ισχυρισμό και για αντίστοιχο στο αριστερό, όπως πολλοί θεολόγοι ερμήνευσαν. Αντίθετα η απόλυτη ταύτιση της Ρωμαϊκής διοικητικής ιεραρχίας με βάση τη προκαθορισμένη θέση του καθενός, έστρεψε την έρευνα στην παραδοχή, πως προφανώς δεν αποτέλεσε αντιπαράθεση δύο αντιμαχόμενων πλευρών, κάτι που διαφαίνεται και από τη 2η περίοδο του συνεδρίου, που οι αρειανόφρονες δεν έλαβαν μέρος, αλλά και από στοιχεία όπως αυτά διακρίνονται από την περίπτωση του Ευσεβίου Καισαρείας και την παράδοση Λιβέλλου πίστεως με την αποδοχή των «ορθοδόξων» θέσεων και την απολογία του στο τοπικό ποίμνιο για τη μεταστροφή του. Έτσι εμφανίζεται όπως και Νάρκισσος Νερωνιάδος και Θεόδοτος Λαοδικείας να γίνονται δεκτοί ως μέλη της συνόδου μόνο μετά τη μεταστροφή τους. Την ίδια στιγμή μάλιστα ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρέδιδε Λίβελλο πίστης Αρειανικού δόγματος κάτι που προκάλεσε την αγανάκτηση του σώματος των συνέδρων[5]

Ο αριθμός των μελών της συνόδου, με βάση τις πηγές που διαθέτουμε, δεν μπορεί να επαληθευτεί ακόμα και σήμερα. Ο αριθμός που επικράτησε από μεταγενέστερες πηγές ιστορικών[6] την εποχή ήταν ο αριθμός 318, κάτι που γνωρίζουμε σήμερα οτι δεν είναι αξιόπιστος, καθότι οι εν βίω ιστορικοί, μιλούν για ένα αριθμό περί τους 300[7]. Οι επισκοπικοί δε κατάλογοι που διασώζονται σήμερα δεν μπορουν να κριθούν απολύτως αξιόπιστοι είτε γιατί έχουν δεχθεί εκ των υστέρων παρεμβάσεις[8], είτε γιατί υπολοίπονται αρκετά με βάση τε δεδομένη πραγματικότητα, αφούν αποτελούσαν μετάφραση άλλων[9]. Τα συμπεράσματα τις συνόδου βεβαίως υπογράφηκαν από περισσότερους από 318, ενώ ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους[10].

Οι αποφάσεις της συνόδου

Τα ζητήματα που αντιμετωπίστηκαν

Ο βασικός λόγος σύγκλησης της Α΄ Οικουμενικής συνόδου ήταν η αντιμετώπιση από το σύνολο του πληρώματος της εκκλησίας, εξού και η παράσταση πλήν του ιερού και κλήρου και λαϊκών, με κύριο ρόλο τη συμβούλη σε ζητήματα θεολογικού περιεχομένου, των αιρετικών διδασκαλιών του Αρείου. Επί τη ευκαιρία όμως της σύγκλησης της συνόδου, αντιμετωπίστηκαν πληθώρα ζητήματων, τα οποία υπήρχαν στο εσωτερικό της εκκλησίας, που άλλοτε δημιούργησαν έριδες ή υπήρχαν δυνατότητες στο μέλλον να δημιουργήσουν νέα προβλήματα. Έτσι πλήν του ζητήματος του αρειανισμού αντιμετωπίστηκαν και το Κολλουθιανό και Μελιτιανό σχίσμα, το ζήτημα των Νοβατιανών και γενικότερα το ζήτημα της μετάνοιας οπου πάρθηκαν αυστηρότερα ποιοτικά μέτρα, αλλά και ζητήματα όπως ο εορτασμός του Πάσχα οπου επετεύχθη κοινή συμφωνία μεταξύ των παρεβρισκομένων. Ένα σημαντικότατο βήμα επίσης επιτελέστηκε σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας σε οικουμενικό επίπεδο με της εισαγωγή του μητροπολιτικού συστήματος. Το σημαντικότερο όμως βήμα της συνόδου ήταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ένα σύντομο κείμενο που βασίστηκε στο βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, με ορισμένες τροποποιήσεις που στηρίχθηκαν πάνω στην αντιμετώπιση των αρειανικών δογμάτων.

Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων

  • Κανών Α΄: Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
  • Κανών Β: Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
  • Κανών Γ΄: Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
  • Κανών Δ΄-Ε΄: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
  • Κανών ΣΤ΄: Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
  • Κανών Ζ΄: Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
  • Κανών Η΄: Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
  • Κανών Θ΄: Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
  • Κανών ΙΑ΄-ΙΒ΄: Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
  • Κανών ΙΓ΄: Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
  • Κανών ΙΔ΄: Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
  • Κανών ΙΕ΄-ΙΣΤ΄: Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
  • Κανών ΙΖ΄: Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
  • Κανών ΙΗ΄: Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.

Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.

Tο σύμβολο της Νίκαιας

Η διαμόρφωσή του και η ομοουσιότητα

Το Σύμβολο της Νίκαιας, αποτέλεσε τη επιτομή των ενεργειών αντιμετώπισης του αρειανισμού, στην προσπάθεια σύνταξης της αυθεντικά βιούμενης πίστης και της διαχρονικής συνειδήσεως για την περιφρούρηση της αποστολικής παραδόσεως της εκκλησίας. Το σύμβολο της Νίκαιας κατά βάση ήταν ένα σύντομο κείμενο βαπτιστήριου συμβόλου, το οποίο προσαρμόστηκε στα δεδομένα της αντιμετώπισης της Αρειανικής διδασκαλίας. Η συνείδηση αυτή σε κάθε εκκλησία αντικατοπτριζόταν από το εκάστοτε τοπικό βαπτιστήριο σύμβολο. Έτσι το Σύμβολο της Νίκαιας στόχο είχε να εκφράσει το φρόνημα όλων των ανά την οικουμένη τοπικών εκκλησιών, με κύρια όμως βάση την οριοθέτηση της αποστολικής ορθοδοξίας έναντι των κακοδοξιών της αρειανικής διδασκαλίας.

Το βαπτιστήριο σύμβολο όμως που επιλέχθηκε αποτέλεσε θέμα έρευνας και αντικρουόμενων απόψεων. Έτσι οι F.Hort, A.E.Burn και Α.von Harnack υποστήριξαν, με ισχυρά επιχειρήματα, πως βάση του συμβόλου ήταν το βαπτιστήριο σύμβολο της Καισαρείας, το οποίο ο Ευσέβιος Παμφίλου έθεσε ενώπιον των επισκόπων για να δείξει τη μεταμέλειά του. Η δεύτερη που προβλήθηκε από τον H.Lietzmann, αλλά και τους Β.Φειδά και Β.Στεφανίδη ήταν πως βάση αποτέλεσε το χαμένο βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων που την ακριβή μορφή του δε γνωρίζουμε, αλλά είχε παρεμφερή με της παράθεση του Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Επίσης μερίδα θεολόγων υποστήριξε πως είναι μια σύνθεση βαπτιστηρίων συμβόλων, όπως ο Ιω.Καρμίρης. Η επικρατούσα σήμερα άποψη η οποία στηρίζεται σε ισχυρά επιχειρήματα είναι πως τελικά υιοθετήθηκε το απολεσθέν βαπτιστήριο σύμβολο των Ιεροσολύμων με ορισμένες διορθώσεις προς την καυτεύθυνση της αντιμετωπισης ου Αρειανισμού, ιδίως δε προς τον όρο ομοούσιος. Σε αυτήν την περίπτωση βεβαίως υπάρχει η αποδοχή πως τα βαπτιστήρια σύμβολα της Αλεξανδρείας (320) και Αντιοχείας (325), που περιείχαν θέσεις κατά του Αρειανισμού, υπήρξαν συνεπικουρικά προς το σύμβολο που υιοθετήθηκε με βάση το σύμβολο των Ιεροσολύμων, όμως τόσο η πικρία του Ευσεβίου που εκφράζεται για την αλλοίωση του περιεχομένου βαπτιστηρίου συμβόλου της Καισαρείας με τις μικρές αλλά ουσιαστικές προσθήκες σχετικά με τους όρους «γεννηθέντα ου ποιηθέντα», «εκ της ουσίας» και «ομοούσιον το πατρί», αλλά και με βάση οτι το Σύμβολο της Καισαρείας άφηνε με τις διατυπώσεις του τη δυνατότητα παρερμηνειών προς τις θέσεις των Αρειανοφρόνων, σήμερα κατατείνει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το κρίσιμο σημείο όμως που εστιάζεται στο σύμβολο, αναμφισβήτητα είναι ο όρος ομοούσιος. Ο Ευσέβιος αποδίδει μάλιστα τον όρο αυτό στον Κωνσταντίνο, που συνάγεται οτι η πρόταση αυτή προήλθε από τον σύμβουλό του Όσιο Κορδούης. Αναμφιβολα ο Κορδούης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη του αρειανισμού, αλλά σήμερα κρίνεται αδύνατο να θεωρηθεί ως ο εισηγητής του όρου. Ο Φιλοστόργιος, υποδεικνύει το Αλέξανδρο Αλεξανδρείας[11], μια περιγραφή που αποδίδει βεβαίως τα προσυνοδικά δεδομένα. Παρά όμως τις σημαντικές πρωτοβουλίες του Αλεξάνδρου, δύσκολα θα μπορούσε να επιβάλει στο σύνολο του σώματος των επισκόπων όσα οι αρειανόφρονες του απέδωσαν, χωρίς όμως ο ίδιος να απέχει από την καθοριστική συμβολή στον ορισμό του ομοουσίου. Η πραγματικότητα όμως φαίνεται να βρίσκεται στη γραμματεία του Ευσεβίου. Οτι η απόφαση προφανώς αποτέλεσε καρπό μακράς θεολογικής συζητήσεως όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συνόδου με την επίκληση παλαιοτέρων συγγραφέων, όπως του Ωριγένη, αλλά και παλαιότερης προβληματικής της θεολογικής έρευνας. Σε αυτήν την προσπάθεια όμως ο μόνος πραγματικά ικανός για την πρόταση και την ορθή θεμελίωση αυτή, λόγω της διάθεσης του σχετικού υλικού ήταν ο Αλεξανδρείας.

Το σύμβολο

1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.

2. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

3. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

4. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

5. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.

6. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

7. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

8. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς[12] ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.

9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

10. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.

12. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Ἀμήν.

Υποσημειώσεις

  1. Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ. 5,19,2
  2. Περί της εν Νικαία Συνόδου
  3. G.Loescheke, A. Wikinhauser
  4. Βίος Κωνσταντίνου 3,13
  5. Θεοδώρηςτος. Εκκλ.Ιστ. 1,7
  6. Επιφάνιος, Σωκράτης,ΣωζομενόςΘεοδώρητος,Αμβρόσιος
  7. Μ.Αθανάσιος,Περί της εν νικαία Συνόδου, 37
  8. Επισκοπικός Κατάλογος Βατικανού
  9. Συριακοί, Κοπτικοί κατάλογοι
  10. Σωκράτης Εκκλ.Ιστορ. 4,12 «ουδέ γαρ ταυτομάτου, αλλά θείω νεύματι ο των τοσούτων αριθμός επισκόπων συνεκροτήθη κατά της Αρείου μανίας, αλλ'εν όσω αριθμώ ο μακάριος Αβραάμ, τοσαύτας χιλιάδας δια πίστεως κατεστρέψατο»
  11. Εκκλ.Ιστ.1,7
  12. Στον συγκεκριμένο στίχο η Καθολική Εκκλησία δέχεται την προσθήκη της φράσης "και εκ του Υιού" (Filioque), η οποία χρησιμοποιήθηκε από μία τοπική Σύνοδο της Συριακής Εκκλησίας και αργότερα από την Σύνοδο του Τολέδο, και εγκρίθηκε από την Καρλομάγνεια Σύνοδο του Άαχεν το 809 μ.Χ.. Η προσθήκη αυτή καταδικάστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία στην 4η Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως (879-880 μ.Χ.) (κατ' άλλους Ογδόη Οικουμενική Σύνοδο), με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Ρώμης Ιωάννη Η΄ και αποτελεί σημείο διαφωνίας ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες. (Βλ. λήμμα Filioque).

Βλέπε επίσης

Εξωτερικοί σύνδεσμοι