Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πρότυπο:Λα"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
 
(Μία ενδιάμεση έκδοση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 5: Γραμμή 5:
  
 
:[[Λατινόφρων]] ονομάζεται αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής(Λατινικής) Εκκλησίας. Λατινοφρονῶ είναι το ρήμα και δηλώνει την πράξη αποδοχής των εν λόγω δογμάτων.<br>'''<small>(Εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα'', τ. 37, σ. 471)'''</small></div>
 
:[[Λατινόφρων]] ονομάζεται αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής(Λατινικής) Εκκλησίας. Λατινοφρονῶ είναι το ρήμα και δηλώνει την πράξη αποδοχής των εν λόγω δογμάτων.<br>'''<small>(Εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα'', τ. 37, σ. 471)'''</small></div>
 
  
 
==== [[Λαύρα]] ====
 
==== [[Λαύρα]] ====
Γραμμή 11: Γραμμή 10:
 
<div style="text-align: left; margin: 0px; padding: 1px; padding-left: 5px; font-weight:bold;font-size:120%;"></div>
 
<div style="text-align: left; margin: 0px; padding: 1px; padding-left: 5px; font-weight:bold;font-size:120%;"></div>
  
:[[Λαύρα]] ονομαζόταν αρχικά η συνάθριση πολλών αυτονόμων μοναστικών κελλιών γύρω από έναν κεντρικό ναό. Με αυτήν την έννοια ο όρος πρωτοαπαντάται στους μοναχούς της Παλαιστίνης. Συνεκδοχικά χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει ένα ιδιόρρυθμο μοναστήρι. Σήμερα δηλώνει το μοναστήρι και αναφέρεται κυρίως στη [[Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας|Μεγίστη Λαύρα]].<br>'''<small>(Εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα'', τ. 37, σ. 472)'''</small></div>
+
:[[Λαύρα]] ονομαζόταν αρχικά η συνάθριση πολλών αυτονόμων μοναστικών κελλιών γύρω από έναν κεντρικό ναό. Με αυτήν την έννοια ο όρος πρωτοαπαντάται στους μοναχούς της Παλαιστίνης. Συνεκδοχικά χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει ένα [[Ιδιορρυθμία|ιδιόρρυθμο μοναστήρι]]. Σήμερα δηλώνει το μοναστήρι και αναφέρεται κυρίως στη [[Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας|Μεγίστη Λαύρα]].<br>'''<small>(Εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα'', τ. 37, σ. 472)'''</small></div>
  
 
[[Κατηγορία:Λεξικό|Λα]]
 
[[Κατηγορία:Λεξικό|Λα]]

Τελευταία αναθεώρηση της 13:28, 17 Οκτωβρίου 2008

Λατινόφρων

Λατινόφρων ονομάζεται αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής(Λατινικής) Εκκλησίας. Λατινοφρονῶ είναι το ρήμα και δηλώνει την πράξη αποδοχής των εν λόγω δογμάτων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 37, σ. 471)

Λαύρα

Λαύρα ονομαζόταν αρχικά η συνάθριση πολλών αυτονόμων μοναστικών κελλιών γύρω από έναν κεντρικό ναό. Με αυτήν την έννοια ο όρος πρωτοαπαντάται στους μοναχούς της Παλαιστίνης. Συνεκδοχικά χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει ένα ιδιόρρυθμο μοναστήρι. Σήμερα δηλώνει το μοναστήρι και αναφέρεται κυρίως στη Μεγίστη Λαύρα.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 37, σ. 472)