Μοναρχιανισμός

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μοναρχιανισμός αποτελεί ένα σύνολο χριστιανικών θεολογικών διδασκαλιών που παρουσιάστηκαν κατά τον 2ο αιώνα και επικεντρώνονται στο ότι ο Θεός είναι ένας, και ότι Αυτός μόνος είναι ο μοναδικός κυρίαρχος.

Ο όρος «Μοναρχιανοί» προφανώς επινοήθηκε από τον Τερτυλλιανό για να προσδιορίσει τους προασπιστές της Θεϊκής «μοναρχίας», ο οποίος τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στο έργο του Κατά Πραξέα (Adversus Praxean)[1]. Η θεολογική αυτή σύγκρουση ξέσπασε στη Ρώμη όταν ήταν επίσκοπος ο Βίκτωρ και ονομάστηκε Μοναρχιανή διαμάχη[2]. Οι μοναρχιανιστικές θεολογικές θέσεις καταδικάστηκαν αργότερα λόγω των σοβαρών παρεκκλίσεων που παρουσίαζαν από την κυρίαρχη «ορθόδοξη» θέση της χριστιανικής Εκκλησίας όσον αφορά το δόγμα, τη φύση, την ουσία ή την υπόσταση και τη σχέση μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδας, η οποία συντεταγμένα παγιώθηκε μετά τον 3ο αιώνα.

Προέλευση και Δογματική τοποθέτηση

Κατά τον 2ο αιώνα υπήρχαν κινήματα (Γνωστικισμός, Μοντανισμός) με μεγάλη απήχηση και τα οποία με τις διδασκαλίες τους περί Θεότητας και Τριάδος είχαν προκαλέσει μεγάλη σύγχυση σε ότι αφορά το δόγμα και τη σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας. Στην προσπάθεια αυτή κάποιοι θεολόγοι θέλησαν να δημιουργήσουν ένα ρεύμα, το οποίο θα μπορούσε να εισάγει με βεβαιότητα το ακριβές δόγμα τη υποστάσεως της Αγίας Τριάδος, ώστε να αντιπαρατεθεί σε σχέση με τις άλλες θρησκείες ή αιρέσεις, ένα σαφές δείγμα των θέσεων της εκκλησίας, αφού αρκετοί θεολόγοι και ιερείς της εκκλησίας αδυνατούσαν να συντάξουν μια οργανωμένη πρόταση για την ακριβή σχέση Πατρός και Υιού, ώστε τελικά να αντιπαρατεθεί απέναντι στους ανταγωνιστές. Θα λέγαμε πως κάποιοι ιερωμένοι ή θεολόγοι (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Ωριγένης) που ανήκαν ιδεολογικά στη Καθολική Εκκλησία επέτειναν τη σύγχυση, στην προσπάθειά τους να δώσουν μια σαφή άποψη περί του ζητήματος.

Ο μοναρχιανισμός σκοπό είχε να καταδείξει πως η τριάδα ανάγει την αρχή της στον Ένα Θεό, το ένα πρόσωπο, το οποίο πάντοτε αφορούσε τον Πατέρα. Το εγχείρημά της όμως γινόταν κάτω από συνθήκες οι οποίες ακόμα δεν είχαν ωριμάσει, αφού η διατύπωση της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί Θεού δεν είχε ολοκληρωθεί, αλλά και ήταν αδύνατη η αυθεντική σύνθεση όλων των πηγών της «εν Χριστώ» αποκαλύψεως. Αυτό τελικά οδήγησε του «Μοναρχιανούς» σε πολλές απόψεις οι οποίες δεν εξέφραζαν την Εκκλησία. Στην προσπάθειά τους να αμυνθούν του Μοναρχιανικού συστήματος υπέπεσαν σε ακραίες θέσεις, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν δύο κύριες τάσεις, οι Τροπικοί Μοναρχιανοί ή Πατροπασχίτες και Δυναμικοί Μοναρχιανοί ή Υιοθετιστές, οι οποίοι αρχικά και ακριβέστερα ονομάζονταν «Θεοδοτιανοί»[3]. Οι Πατροπασχίτες συνέφεραν την ουσία του Υιού στην ουσία του Πατρός και δεν διέκριναν την προσωπική υπόσταση του Υιού σε σχέση με τον Πατέρα, ενώ οι υιοθετιστές αρνούνταν την κατά φύση θεότητα του Υιού και εδέχοντο πως ο Χριστός έλαβε τη θεία δύναμη κατά της υιοθεσία.

Τροπικοί Μοναρχιανοί ή Πατροπασχίτες

Εισαγωγή

Στο πρόσωπο του Πραξέα και του Νοητού παρατηρούμε τους δύο κύριους εκφραστές του Μοναρχιανισμού. Ο Πραξέας παρότι δεν συναριθμείτε στους Μοναρχιανούς από τον Ιππόλυτο Ρώμης, κατηγορείται από τον Τερτυλλιανό, πως εκδίωξε απο τη Ρώμη της Νέα Προφητεία-Μοντανισμό, αλλά εισήγαγε την αίρεση. Ο Πραξέας ήταν Μικρασιατικής καταγωγής και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και ίδρυσε σχολή διδασκαλίας. Έδρασε πει των ημερών των Ρώμης Ελευθέρου (175-189) και Βίκτωρος (189-199). Υπήρξε σφοδρός πολέμιος των Μοντανιστών και μάλιστα κατά τον Τερτυλλιανό διακρίθηκε για αυτή του την προσπάθεια. Ο Νοητός καταγόταν από τη Σμύρνη και κατέστησε ακόμα πιο σαφή τη διδασκαλία του Πραξέα. Η κηρρυκτική δράση διετελέστη αρχικά στη Σμύρνη, στην οποία κατείχε εξέχουσα θέση[4] όμως η διδασκαλία του δημιούργησε πολλά προβλήματα στην τοπική εκκλησία, με αποτέλεσμα να κληθεί σε απολογία και αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας. Έτσι πήγε στη Ρώμη όπου συνδέθηκε με τη σχολή του Πραξέα και κήρυξε την εποχή του Ζεφυρίνου (199-217).

Η διδασκαλία Πραξέα και Νοητού

Η βασική θέση της διδασκαλίας του Πραξέα ήταν η υποστατική ταύτιση του Υιού με τον Πατέρα. Υποστήριζε πως ο Πατέρας και όχι ο Υιός εσταυρώθη, έπαθε και πέθανε πάνω στο σταυρό, με αποτέλεσμα οι οπαδοί του να ονομαστούν «Πατροπασχίτες». Οι ίδιοι δεν αποκαλούνταν με αυτή την επωνυμία· ο Τερτυλλιανός στην προσπάθεια να τους καταπολεμήσει ως αίρεση τούς προσδιόρισε συλλογικά με αυτό τον όρο. Με τη διδασκαλία αυτή απέκρουε του Γνωστικούς για περί απορροής του Υιού από τον Πατέρα ή περί διαιρέσεως της ουσίας του Πατρός. Ο Πραξέας κάνοντας πιο σαφή τη διδασκαλία του Πραξέα υποστήριζε πως υπάρχει μόνο ένας Θεός αόρατος ή ορατός, φανερούμενος ή αποκαλυπτόμενος. Ο Υιός είναι ένα τρόπος της φανέρωσης του Θεού στον κόσμο[5]. Και πράγματι, ή φανέρωση του Πατρός ως Υιού, δεν αποφέρει κάποια υποστατική διαφορά, αλλά μόνο ιστορική και λυτρωτική.

Η πορεία του Μοναρχιανισμού

Η πορεία του μοναρχιανισμού χαρακτηρίζεται, με βάση τις δογματικές τοποθετήσεις, που τόσο εξέκκλιναν από τις απόψεις της εκκλησίας, βοηθητική ή και συνεπικουρική στον αγώνα που έδινε για να καταπολεμηθούν οι Μοντανιστές. Ο κοινός αυτός αγώνας έκανε το μοναρχιανισμό συμπαθή στα ανώτερα εκκλησιαστικά πρόσωπα της εποχής με αποτέλεσμα να εξασφαλιστούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επιβίωση και ανάπτυξη αυτού του ρεύματος[6]. Οι απόψεις του μαναρχιανισμού διαδόθηκαν ευρύτερα στη Βορείο Αφρική που καταπολεμήθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα απο τον Τερτυλλιανό ενώ στη Ρώμη ο επίσκοπος Κάλλιστος διαφοροποίησε λίγο, την υποστατική διάκριση του Πατέρα με τον Υιό με αποτέλεσμα τη σφοδρή σύγκρουση με τον Ιππόλυτο, ο οποίος τον θεωρούσε μοναρχιανό, όπως και τον Ζεφυρίνο[7] Μάλιστα η κατηγορία ήταν σαφής αφού ο Κάλλιστος άλλοτε κήρυττε «εγώ είδα ενα Θεόν Χριστόν Ιησούν, και πλην αυτού έτερον ουδένα γεννητό και ποθητόν» και άλλοτε «ουχ ο πατήρ απέθανε, αλλ'ο υιός»[8].

Σαβελλιανισμός

Ο Σαβέλλιος θεωρείται πως τελειοποίησε την διδασκαλία των Μοναρχιανών και επί τη εποχής του το κίνημα βρήκε σπουδαία ερείσματα προσελκύοντας πλήθος λαού. Αυτό που αρχικά τροποποίησε ο Σαβέλλιος ήταν η επέκταση του Πατροπασχιτισμού και στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ήτοις το Άγιο Πνεύμα. Έτσι κατέστησε σαφές πως η Αγία Τριάδα δεν ήταν κατουσίαν τρισυπόστατη, αλλά τριάδα προσώπων ή ονομάτων, με διαδοχικές σχέσεις του Θεού προς τον κόσμο. Ο Πατέρας είναι ο δημιουργός νομοθέτης της Παλαιάς Διαθήκης, ο Υιός είναι ο Λυτρωτής και το πρόσωπο του Θεού και το Άγιο Πνεύμα είναι ο ίδιος ο Πατήρ που όμως δίδει και συντηρεί τη ζωή στην εκκλησία.

Ο Σαβέλλιος βρήκε υποστηρικτές τους οπαδούς του Νοητού και σφοδρό πολέμιο την Ιππόλυτο. Ο επίσκοπος Ρώμης Ζεφυρίνος δεν τον καταδίκασε ευθέως, ούτε και ο διάδοχός του Κάλλιστος άμεσα. Μάλιστα μαθαίνουμε πως ο Κάλλιστος αμφιταλαντευόταν μεταξύ Πατροπασχιτών και Υιοθετιστών[9], ενισχύοντας όμως, με αυτόν τον τρόπο το Σαβέλλιο. Τελικά ο Κάλλιστος υποχρεώθηκε να αποκηρύξει τον Σαβέλλιο κάτω από την πίεση που είχε ασκηθεί από τον Ιππόλυτο και ιδιαίτερα αφού συνδιεκδικούσαν το επισκοπικό θρόνο της Ρώμης[10].

Δυναμικοί Μοναρχιανοί ή Υιοθετιστές

Εισαγωγή

Εν αντιθέσει με του Πατροπασχίτες, οι Υιοθετιστές Μοναρχιανοί, δίδασκαν μια εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη σε ότι αφορά το Λόγο. Φυσικά ως Μοναρχιανοί πίστευαν οτι η Θεότης είναι ο Ένας Θεός, ο Πατήρ, όμως δεν λόγιζαν σαν Θεό τον Λόγο. Αντιθέτως υποβίβαζαν τη θεότητά του. Κύριοι εκπρόσωποι των υιοθετιστών ήταν οι Άλογοι, οι δύο Θεόδοτοι, ο Αρτέμων, ενώ σπουδαιότερος όλων υπήρξε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, επίσκοπος Αντιοχείας. Ο όρος «Υιοθετιστές» αποδόθηκε σε αυτή την ομάδα χριστιανών από σύγχρονους θεολόγους, για πρώτη φορά ως «Adoptianer»[11].

Δογματική αντίληψη

Οι Άλογοι εξ'αρχής απέρριπταν το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, μειώνοντας τη θεότητα του Χριστού, χωρίς όμως να εισέρχονται στη διάκριση μεταξύ Λόγου και Πατέρα. Ο Θεόδοτος ο Σκυτεύς, δεχόμενος την διδασκαλία των Αλόγων, την επέκτεινε συμπληρώνοντας πως η προσωπική υπόσταση του Λόγου υφίστατο μόνο κατά «περιγραφήν», αποτελώντας απλώς μια «φανέρωση» του Θεού. Την ίδια γραμμή ακολούθησε και ο Θεόδοτος ο Τραπεζίτης στη Ρώμη. Ο Αρτέμων απέρριπτε την θεότητα του Χριστού[12] και θεωρούσε την φύση του Χριστού «κτιστή» ο οποίος θεώθηκε κατά ηθική έννοια.

Παύλος ο Σαμοσατεύς

Ο Παύλος ο Σαμοσατέας υπήρξε μαθητής Αρτέμωνα και ανέπτυξε συστηματικότερα τη διδασκαλία των δυναμικών Μοναρχιανών. Ο Σαμοσατέας πίστευε πως ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι απρόσωπες δυνάμεις του Θεού. Ο Θεός είναι πρόσωπο ανεπίδεκτο αυξήσεως ή αναπτύξεως. Ο Λόγος γεννήθηκε από το Θεό προ των αιώνων, ο δε Υιός, είναι ανυπόστατος και ουδέποτε δύναται να καταστεί προσωπική υπόσταση. Έτσι ο Σαμοσατέας υποστηρίζει πως ο λόγος ενοίκησε στον Ιησού, αφού δε δύναται να νοηθεί ως «ουσία ουσιωμένη εν σώματι». Ο Χριστός λοιπόν είναι απλός άνθρωπος και δε δύναται να ταυτιστεί με το Λόγο. Μεταξύ Θεού και Χριστού υπάρχει απλή ενότητα αγάπης και θελήσεως, η μόνη δυνατή ενότητα μεταξύ δύο προσώπων. Αυτή η διδασκαλία όπως ήταν φυσικό, απείχε πολύ πολύ από τις θέσεις της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να συνέλθουν δύο σύνοδοι στην Αντιόχεια υπό την προεδρία του επισκόπου Καισαρείας Φιρμιλιανού, οι οποίες καταδίκασαν τη διδασκαλία του Παύλου και του ζήτησαν, λαμβάνοντας και την υπόσχεση, πως θα την εγκαταλείψει[13]. Ο ίδιος όμως αθέτησε την υπόσχεσή του, με αποτέλεσμα να συνέλθει και τρίτη σύνοδος το 268 υπό τον επίσκοπο Ταρσού Κιλικίας Ελένου, καθαιρώντας τον Παύλο και χειροτονώντας νέο διάδοχο το Δόμνο. Ο Παύλος όμως υπήρξε και ευνοούμενος της βασίλισσας Ζηνοβίας ή οποία αγνόησε την απόφαση, μη επιτρέποντας να εφαρμοστεί. Τελικά όταν ο Αυτοκράτορας Αυρηλιανός νίκησε τη Ζηνοβία και κατέκτησε την περιοχή της Αντιόχειας το 272, εφήρμοσε τη συνοδική που απόφαση που εν τω μεταξύ και οι επισκοπές της Ρώμης και της Ιταλίας[14] είχαν δεχθεί. Παρόλα αυτά ο δυναμικός μοναρχιανισμός είχαν πλέον καταστεί ένας τρόπος θεολογικής σκέψεως στην περιοχή της Αντιόχειας.

Η συμβολή Μοναρχιανισμού στην Θεολογία

Η επιρροή που άσκησε ο Μοναρχιανισμός στην Θεολογία της εποχής γίνεται κατανοητή απο την επικράτηση του τρόπου σκέψης του Δυναμικού Μοναρχιανισμού στην Αντιόχεια. Εκεί ο Λουκιανός ο Αποσυνάγωγος δημιούργησε Θεολογική σχολή η οποία έμελλε να είναι μία από τις σπουδαιότερες σχολές της Ανατολικής θεολογίας. Αυτό συνέβη διότι ο Λουκιανός υπήρξε διάδοχος του Παύλου Σαμοσατέα, παρότι ακόμα μέχρι και σήμερα δεν είναι γνωστό ποιες ήταν με σαφήνεια οι θεολογικές απόψεις του και η εξάρτησή του από Παύλο Σαμοσατέα. Ο Λουκιανός συνδύασε στη σχολή του το Αριστοτελικό πνεύμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Μοναρχιανοί στον θεολογικό τρόπο προσέγγισης των γραφών, δηλαδή μια προσέγγιση πιο ορθολογιστική, σε αντίθεση με την Αλεξανδρινή σχολή, η οποία θεωρείτο ότι είχε πιο πολλές επιδράσεις Πλατωνικές με θεολογικό τρόπο προσέγγισης ιδιαίτερα αλληγορικό. Ο Λουκιανός καθιέρωσε τη λεγόμενη ιστορικογραμματική ερμηνευτική μέθοδο των Γραφών που έμελλε να είναι ένας από τους σημαντικότερους τρόπους θεολογικής προσέγγισης κατά τη Βυζαντινή εποχή. Κατά πολλούς θεολόγους ο Άρειος χρησιμοποίησε τις ακραίες θέσεις τις μεθόδου αυτής για να στηρίξει την δογματική του αντίληψη.

Υποσημειώσεις

  1. «Ita aut pater aut filius est, et neque dies eadem et nox neque pater idem et filius, ut sint ambo unus et utrumque alter, quod vanissimi isti monarchiani volunt. ipse se, inquiunt, filium sibi fecit». (Adversus Praxean 10:1) Μετάφραση: «Έτσι είναι είτε ο Πατέρας είτε ο Γιος, και η ημέρα δεν είναι το ίδιο με την νύχτα· ούτε ο Πατέρας ταυτίζεται με τον Γιο, με τέτοιο τρόπο ώστε και οι δύο να είναι Ένας, και είτε ο Ένας είτε ο Άλλος να είναι και οι Δύο, μια άποψη που διακρατούν οι πολύ ανόητοι μοναρχιανοί». Βλέπε The Christian Tradition, A History of the Development of Doctrine: Vol. 1, The Emergence of the Catholic Tradition (100-600), Jaroslav Pelikan, 1971, The University of Chicago Press, σελ. 176-180.
  2. The Early Church, Revised editon, Henry Chadwick, 1993, Penguin Books, σελ. 85-90.
  3. Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Monarchians Πρότυπο:En. Βλέπε επίσης το κεφάλαιο «Κατὰ Θεοδοτιανῶν <λδ>», στο έργο Πανάριον (Κατά Αιρέσεων Ογδοήκοντα) τού Επιφανίου, διαθέσιμο εδώ, στον ιστότοπο khazarzar.skeptik.net.
  4. Κατά κάποιους ήταν κληρικός, χωρίς όμως και να επιβεβαιώνεται αυτή η άποψη
  5. Ιππολύτου Ρώμης (Έλεγχος, 9,10)
  6. Ψευδο-Τερτυλλιανός (απόκρυφο τέλος De praeser.haer.,25)
  7. Ιππόλυτος (Έλεγχος, 9,7)
  8. Ιππόλυτος (Έλεγχος 9,11)
  9. Ιππόλυτος (Έλεγχος 9,12)
  10. Ιππόλυτος (Έλεγχος 9,12)
  11. Στεφανίδης Βασίλειος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959/1998, σελ. 166.
  12. Ευσεβίου (Εκκλ.Ιστ. 5,28)
  13. Ευσεβίου (Εκκλ.Ιστ. 7,30,3-5)
  14. Ευσεβίου (Εκκλ.Ιστ.7,30,19)

Βιβλιογραφία

  • «Εκκλησιαστική Ιστορία» - Βλασίου Φειδά
    Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002