Ιωήλ Γιαννακόπουλος
Ο Γέροντας Ιωήλ Γιαννακόπουλος αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής εκκλησιαστικής ζωής. Άνθρωπος ασκητικός, διετέλεσε σπουδαίο ερμηνευτικό και εξηγητικό έργο στις γραφές με ιδιαίτερη έμφαση στην Παλαιά Διαθήκη. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Φώτιος Γιαννακόπουλος, κατήγετο από την περιοχή της Μεσσηνίας και άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της θεολογικής του προσέγγισης σε μια εποχή που δυτικές επιρροές ταλάνιζαν τον εκκλησιαστικό τρόπο σκέψης.
Ο βίος του
Νεανική ηλικία
Στο χωριό Μαθία, κοντά στο Πεταλίδι Μεσσηνίας γεννήθηκε το 1901 μία πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος, κατά κόσμον Φώτιος Γιαννακόπουλος. Θήτευσε με άσκηση, μελέτη και ταπείνωση τόσο στο Άγιο Θυσιαστήριο, όσο και στην ανθρώπινη Γνώση. Ο πατέρας του Νικόλαος Γιαννακόπουλος και η μητέρα του Αναστασία ήσαν ευσεβείς χωρικοί, γονείς 9 παιδιών, τεσσάρων αγοριών και πέντε κοριτσιών. Το σχολείο το ολοκλήρωσε στην Καλαμάτα και σαν μαθητής του Δημοτικού παρουσίαζε δυσμάθεια. Δυσκολευόταν να απομνημονεύει τα μαθήματα και επειδή είχε και βραδυγλωσσία, το πρόβλημα γινόταν πιο έκδηλο, με αποτέλεσμα πολλοί να τον περιφρονούν σα μαθητή. Ο ίδιος όμως με ιδιαίτερη επιμονή και υπομονή, προσπάθησε να αμβλύνει αυτά τα προβλήματα, κάτι που τελικά πέτυχε, αναγνωρίζομενος μάλιστα ως ένας αξιόλογος και υπολογίσιμος μαθητής, που εισήχθη στην Θεολογική σχολή των Αθηνών και μάλιστα αποφοίτησε με εξαίρετη διαγωγή.
Σε μια σπηλιά, έξω απ’ την Καλαμάτα ασκήτευε ένας πρώην καταφρονητής της Ορθόδοξης πνευματικής ζωής, ο π.Ηλίας Παναγουλάκης. Το 1902, σε ηλικία 30 ετών, αυτός ο μεγάλος ασκητής της Καλαμάτας, παρακολουθώντας μια κηδεία, «ήλθε εις εαυτόν» και ασκήτευε έως το θάνατό του, τις 17 Ιανουαρίου του 1917, στην σπηλιά μακριά απ’ τον κόσμο. Δεν ήταν όμως μακριά απ’ τους ανθρώπους, γιατί πολλοί τον επισκέπτονταν, τον ζούσαν και άκουγαν το κήρυγμά του. Ανάμεσα σ’ αυτούς, βρέθηκε και ο μικρός Φώτης. Έτσι σε ηλικία 12 ετών, μια τυφλή γιαγιά, του ζήτησε να την οδηγήσει στην άγνωστη, γι αυτόν, μέχρι τότε σπηλιά του ασκητή. Έτσι οδηγήθηκε ενώπιον του γέροντος, που θα επηρέαζε βαθιά την κοσμοθεώρησή του. Επηρεασμένος από τον τρόπο ζωής του, αλλά και από διάφορα σημεία που είδε δίπλα στον ασκητή-μέντορά του, άρχισε να μιμείται τον π. Ηλία με σκληρή άσκηση, άσκηση που τηρούσε υπό οποιαδήποτε συνθήκη και περίσταση. Στη σπηλιά-ασκητήριο μάλιστα, ο Φώτης γνώρισε και τον Χρήστο, μετέπειτα π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, τον μεγάλο Έλληνα Ορθόδοξο Ιεραπόστολο της Αφρικής του 20ου αιώνα. Έτσι σε ηλικία 15 ετών, ο μικρός Φώτης το φεύγει από το σπίτι του με σκοπό να μονάσει. Όμως ο πατέρας του τον βρήκε και επανέφερε πίσω, αφού ήθελε ακόμη 5 χρόνια για ενηλικίωση. Όταν ενηλικιώθηκε και τέλεσε και τη στρατιωτική του θητεία, εντάχθηκε ως δόκιμος στην Ι. Μονή Βελανιδιάς, έξω απ’ την Καλαμάτα. Ηγούμενος ήταν τότε ο Αρχιμ. Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης, νομικός-θεολόγος, μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος. Ήταν μια εποχή, που η πλειοψηφία των αρνητικών πλευρών του Δυτικού διαφωτισμού είχε επηρεάσει κληρικούς και λαϊκούς σε μεγάλο βαθμό. Ήταν οι εποχή που αναπτύχθηκαν οι λεγόμενες «χριστιανικές οργανώσεις», οι οποίες και νομιμοποιούσαν θεολογικά τον δυτικό τρόπο σκέψης στη «θεολογία τους» και εκκοσμίκευαν την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.
Στις 23 Ιουλίου 1924, ημέρα Τετάρτη, (23 ετών), μνήμη του αγίου Προφήτη Ιεζεκιήλ, ενδύεται το μοναχικό αρραβώνα του μικρού αγγελικού σχήματος, με το νέο όνομα του άλλου αγίου προφήτη Ιωήλ. Στις 23 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτος ο τότε μητροπολίτης Μεσσηνίας Μελέτιος Σακελλαρόπουλος τον χειροτόνησε διάκονο. Και μετά τέσσερα χρόνια στις 6 Ιανουαρίου του 1929, σε ηλικία 28 ετών τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, όπως πρόβλεπαν τότε οι αποφάσεις της Ι. Συνόδου. Λίγο μετά την χειροτονία του σε διάκονο διορίζεται και αποδέχεται τον διορισμό του σαν καθηγητή θεολόγου στο Σχολαρχείο (Γυμνάσιο) Μεθώνης. Εκεί αναδεικνύεται το πνεύμα συγκατάβασης στους μαθητές, όπου περνάει σημαντικά πνευματικά νοήματα με απλοποιημένο τρόπο. Τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε στα ερημικά μοναστήρια και ξωκκλήσια, για περισυλλογή και προσευχή. Παρ’ όλη την κούρασή του αναδεικνύεται και σε μεγάλο ασκητή, μια άσκηση η οποία ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνάμεις του. Έτσι η υγεία του κάμφθηκε και η μεγάλη μάστιγα της εποχής, η φυματίωση, τον προσέβαλλε. Ο ίδιος έτυχε ιατρικής παρακολούθησης, ενώ ο Κύριος της αγάπης τον κράτησε στη ζωή και αυτόν και όλη την οικογένεια του αδελφού του, που είχε χτυπηθεί από αυτή την ασθένεια. Όταν επέστρεψε στο σχολείο η κοινωνική κατακραυγή για τον «φυματικό καθηγητή» έφτασε μέχρι το Υπουργείο Παιδείας, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί, ενώ όπως γράφει ο μαθητής του Σεβ. Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος (Καλαμαράς) «Και ο Ιωήλ; Δεν θέλει να προκαλεί σκάνδαλο. Και παίρνει με ταπείνωση το βάρος επάνω του. Και φεύγει!…»
Στην Καλαμάτα
Διωγμένος λόγω της αρρώστιας του καταλήγει στην Καβάλα. Δεν το θεωρεί εξορία, μα πλήρωμα του Κυρίου. Εκεί θεραπεύθηκε τελείως από την φυματίωση. Έμεινε όμως η ανάγκη προστασίας της υγείας του, οπότε δεν μπορούσε πια να νηστεύει όσο θα ήθελε. Το 1938, ο νέος Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος Φιλιππίδης (1938-1941), πρώην Τραπεζούντας, που εκλέχτηκε με τον αναγκαστικό νόμο 1493/03-12-1938, τον κάλεσε κοντά του στην Αθήνα. Ο Ιωήλ όμως χωρίς συμβιβασμούς αρχίζει να κηρύττει τον Λόγο του Κυρίου στο μέσο της Αθήνας. Δεν είχε καμιά αγωνία για πράγματα που είχε ήδη απορρίψει όπως εντυπώσεις, προβολές, προωθήσεις, εκμεταλλεύσεις καταστάσεων (δικτατορία Ι. Μεταξά). Η κατάσταση βέβαια αυτή σταμάτησε τον Μάιο του 1941, οπότε απελευθερώθηκε και ανατοποθετήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Δαμασκηνός Παπανδρέου (1938, 1941-1949), που είχε ήδη εκλεγεί το 1938, αλλά δεν ήταν αρεστός στην Δικτατορική κυβέρνηση Ι. Μεταξά και στον χαμένο Χρύσανθο. Το περιβάλλον του αρχιεπισκόπου, παρ’ όλο που του φερόταν άψογα τον οδήγησε σε παραίτηση. Αυτός άλλωστε που ξέρει να παραιτείται τις κατάλληλες στιγμές, υπογράμμιζε πάντα, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ξέρει να επιδιώκει και την αφάνεια. Το 1942 (41 ετών) κατευθύνθηκε στην Καλαμάτα και τοποθετήθηκε στην ενορία του Αγίου Νικολάου, από τον τότε μητροπολίτη Πολύκαρπο (Συνοδινό). Οι ενορίτες ήσαν μορφωμένοι και ο ρόλος του φαινόταν πολύ σημαντικός. Όμως ο ιερέας που εφημέρευε, για τους γνωστούς και ευνόητους λόγους, δεν είδε με καλό μάτι το έργο του π. Ιωήλ. Γι’ αυτό υπέβαλε παραίτηση και ζήτησε να περιοριστεί στο άσημο και φτωχό παρεκκλήσι των Αγίων Ταξιαρχών, Ι. Μετόχι της Ι. Μονής Βελανιδιάς, και φυσικά όχι στον μεγάλο ομώνυμο ναό στο κέντρο της πόλης. Ο π. Ιωήλ λειτουργούσε κάθε Κυριακή με συχνά κηρύγματα. Κάθε απόγευμα της εβδομάδας περίμενε ήρεμος και γεμάτος καλοσύνη τα πνευματικά του τέκνα για συζήτηση ή εξομολόγηση. Ποτέ δεν πέρασε άνθρωπος από εκεί χωρίς κάτι να πάρει με την ευχή του, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σεβ. Νικοπόλεως Μελέτιος. Ήταν η περίοδος της Κατοχής, που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τον θάνατο με «συνοπτικές διαδικασίες». Ο π. Ιωήλ ενδυνάμωνε το λαό του Θεού, με παρρησία και θάρρος. Οι θιγόμενοι μαθαίνουν και τρίζουν τα δόντια τους. Μερικοί τον συμβουλεύουν να σιωπήσει, αλλά αυτός απαντά πως αν σιωπήσει τώρα, πότε θα μιλήσει; Κάποτε εκ του ασφαλούς; Το κήρυγμά του ήταν στην αρχή αυστηρό, γεμάτο πνευματικούς προβληματισμούς, έθιγε τους βολεμένους στην τυπική ευσέβεια της Κυριακής. Το κήρυγμά του δεν ήταν, ρητορίστικο, ηθικιστικό. Ήταν δομημένο, τεκμηριωμένο και στόχευε στην θεολογική και Εκκλησιολογική συγκρότηση των πιστών. Κύριο μέλημά του, η εισαγωγή πιστών στο μυστήριο της εξομολόγησης. Ο ίδιος πάντα τόνιζε πως «εξομολόγηση χωρίς αληθινή αυτομεμψία είναι εγκληματικό».
Η προσωπική του ζωή
Ο π. Ιωήλ είχε βαθιά συνειδητοποιήσει πως με νήψη και προσευχή οδηγείται κανείς στα μονοπάτια της διάκρισης, της ταπείνωσης, της αγάπης και της δυναμικής παρουσίας στη γη. Για την προσευχή έλεγε συχνά, πως έχουμε τα εξής είδη:
- Την ενδιάστακτη. Που γίνεται στην Εκκλησία με τις ιερές ακολουθίες, αλλά και στο σπίτι με ευλάβεια μπροστά από τα εικονίσματα.
- Την νοερά. Που γίνεται, ενώ ο άνθρωπος περιπατεί, εργάζεται, κλπ, με την επίκληση του ελέους του Χριστού.
- Την πνευματική μελέτη, για υποβοήθηση του έσω ανθρώπου να έχει μνήμη Θεού.
- Τον αγιασμό του χρόνου. Τον επιτυγχάνουμε με την μελέτη βιβλίων και με την απασχόληση, όταν δεν μας αποπροσανατολίζουν εκ των έξω καταστάσεις. Το τελευταίο αυτό είδος είναι για τον άνθρωπο, που δεν έχει ακόμη φθάσει στα μέτρα των πατέρων, έλεγε, μια βιολογική ανάγκη. Ο ίδιος σηκωνόταν νωρίς το πρωί, από τις 5.00 π.μ. και μετά από σύντομη εωθινή προσευχή, επί πέντε ώρες μελετούσε την Αγία Γραφή. Στις 10.30 π.μ. έβγαινε να ξεκουραστεί. Περπατούσε στο εκκλησάκι του. Επικοινωνούσε με όποιον συναντούσε. Έτρωγε λιτό φαγητό, που του είχαν ετοιμάσει οι μαθητές, ώστε να είναι αμέριμνος. Γύρω στις 1.30 μ.μ. ξαναγύριζε στο σπίτι του. Εκεί (2.00 μ.μ.) διάβαζε για αγιασμό του χρόνου και φρόντιζε να ξεκουραστεί σωματικά. Κατά τις 5.00 μ.μ. ξεκινούσε πάλι για το εκκλησάκι, τελούσε Εσπερινό και είχε συνομιλία με τα πνευματικά του παιδιά μέχρι τις 9.00 μ.μ. ή και αργότερα. Γύριζε πάλι στο κατάλυμά του για λιτό δείπνο και ύπνο. Παραλλαγές υπήρχαν στο πρόγραμμα, όταν γίνονταν πρωινές Θείες Λειτουργίες και απογευματινές διαλέξεις στην αίθουσα του μορφωτικού ιδρύματος «Λαϊκή Σχολή», σε αίθουσες κινηματογράφων ή αλλού.
Tο 1960, μια μερίδα πνευματικών του παιδιών ζήτησαν να μονάσουν μαζί. Έτσι αποφάσισαν λοιπόν να ιδρύσουν ένα ησυχαστήριο, σύμφωνα με την μακραίωνη παράδοση του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Χρήματα δεν υπήρχαν, αλλά ούτε θεώρησε σωστό να διακοπεί η έκδοση των υπομνηματισμών στη Παλαιά Διαθήκη. Έτσι το 1962 με χρήματα των ενδιαφερομένων υποψηφίων μοναχών αγοράστηκε ένα κτήμα έξω από την Καλαμάτα, κοντά στην κοινότητα Φαρών (Γιαννιτσάνικα). Στις 24 Ιουλίου 1962 με ευλογία του Τοποτηρητή της μητρόπολης, Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Ευσταθίου, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος. Στα λίγα κελιά που δημιουργήθηκαν, στις 20 Οκτωβρίου 1962 έγινε πανηγυρική εγκατάσταση των πρώτων αδελφών. Ήσαν οι οσιότατες Μοναχές Πελαγία (έκανε χρέη ηγουμένης) και Χριστονύμφη. Ο κτίτωρας π. Ιωήλ προβληματίστηκε στο να δώσει όνομα στο ησυχαστήριο. Του πρότειναν να βάλει το όνομα του προφήτη Ιωήλ, στο οποίο διαφωνούσε, αλλά πείστηκε τελικά στο επιχείρημα ότι το όνομα του Προφήτη θα επισκιάσει το δικό του. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν στις 31 Μαίου 1964, μέσα σε κοσμοσυρροή, από τον Μητροπολίτη Γόρτυνος Ευστάθιο.
Η κοίμησή του
Σε ηλικία 65 ετών, ασθενής κατά το σώμα από την εποχή της φυματίωσης, αλλά δυνατός κατά το πνεύμα, είχε τάξει στον εαυτό του, να πει τελειώνοντας την «Παλαιά Διαθήκη», «νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα». Τελειώνοντας του ήλθε ο λογισμός να γράψει για τον Πασκάλ! Την ίδια όμως εποχή σ’ έναν Εσπερινό μια γυναίκα είδε τον Ταξιάρχη Μιχαήλ να περπατάει στον ναό και είπαν όλοι: «Θα μας τον πάρει ο Ταξιάρχης». Ο γέροντας όμως αισθανόταν καλά και έτσι έφυγε για το Άγιο Όρος. Επιστρέφοντας στην Καλαμάτα, ξημερώνοντας 16 Δεκεμβρίου παθαίνει «οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου». Η είδηση μαθεύτηκε γρήγορα και μεγάλη λύπη περιέβαλε το ποίμνιο, που τόσο είχε γνωρίσει τον Γέροντα. Στις 23/12/1966, ημέρα Παρασκευή ξύπνησε και ζήτησε να προετοιμαστεί για το «μεγάλο βήμα». Διάβασε την Ι. Ακολουθία της Μεταλήψεως και μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Ευχαρίστησε τον Κύριο, ρώτησε τι φαγητό θα έχουν την Κυριακή (Χριστούγεννα) και στις 15.45 εν μέσω προσευχής, εκοιμήθη εν Κυρίω.
Το λείψανο του αοίδιμου π. Ιωήλ διεκομίσθη στον Ι. ναό του αγίου Νικολάου, όπου πλήθος πιστών συνέρρευσε για να ασπαστεί τον αγαπητό Γέροντα.
Το συγγραφικό του έργο
Το βασικό συγγραφικό έργο του γέροντα αφορούσε υπομνηματισμούς στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία εκδόθηκαν σε 26 τόμους, αρχίζοντας από την Γένεση (Α΄ τόμος) και καταλήγοντας στην Σοφία Σειράχ (ΚΣΤ΄ τόμος). Πέρα όμως από αυτά συνέγραψε μια σειρά πνευματικών, απολογητικών, εξηγητικών αλλά και ζητημάτων, που αφορούσαν την ελλαδική εκκλησία της εποχής του.
Τα συγγράμματά του ήταν:
- Εξηγητικά στην Παλαιά Διαθήκη (τόμοι 26)
- Η Ζωή του Χριστού (τεύχη 10).
- Πράξεις των Αποστόλων (τεύχη 2).
- Ερμηνεία της Αποκαλύψεως.
- Το πρόβλημα του Ιούδα.
- Χριστιανισμός-Λογική (τ. Α΄ Θεός-Χριστός, τ. Β΄ Άνθρωπος-Ζώον).
- Υπάρχει ψυχή;
- Διάλογος Ορθοδόξου και Ευαγγελικών.
- Η Δίκη του Χριστού (νομικώς).
- Όνειρα και θαύματα του λαού.
- Ο Χριστός εις τον Άδην (Υπάρχει Κόλασις;)
- Σταύρωσις και Ανάστασις του Χριστού.
- Η εξομολόγηση.
- Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον.
Σε όλα τα έργα του το πρίσμα ήταν εκκλησιολογικό και απέβλεπε στη οικοδομή του λαού του Θεού, πως τονίζει ο Σεβ. Νικοπόλεως Μελέτιος.
Για την συγγραφική του αυτή δουλειά, ιδιαίτερα για τον υπομνηματισμό της Παλαιάς Διαθήκης προτάθηκε από τον Ειδικό καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Στην βράβευση (31 Δεκεμβρίου 1965), δεν ήθελε να πάει για να αποφύγει την ματαιοδοξία, αλλά το επιχείρημα του μαθητή του Αρχιμ. τότε Μελέτιου Καλαμαρά, ότι θα πολεμηθεί από το πάθος της κενοδοξίας αν δεν πάει, αποφάσισε να ταπεινωθεί και να παραστεί. Όμως ο ίδιος ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την προβολή και κυκλοφορία των βιβλίων του. Τα άφηνε στα χέρια του Θεού, προς δόξα του οποίου τα έγραφε, και αύξηση της Εκκλησίας Του.
Βιβλιογραφία
- «Ο πατήρ Ιωήλ», έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1994.
- Βασιλείου Σκιαδά, «Σύγχρονες Οσιακές Μορφές», ΑΘΗΝΑ 1996,σελ. 140-147.
- Ιωηλ Γιαννακόπουλου(+), «Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», Τόμος Α΄, Η Γένεσις, Γ΄έκδοση, εκδ. ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ1969.
- Αθανάσιου Α. Αγγελόπουλου, «Εκκλησιαστική ισοτρία του 20ου Αιώνα», εκδ. ΑΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1984, σελ. (57-65, 131-143).
- ΙΩΑΝΝΗ Β. ΚΟΓΚΟΥΛΗ, «Το μάθημα των θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση» (1833-1932), Β΄ΕΚΔΟΣΗ, εκδ. ΑΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1993, σελ. (17-24, 50-62, 127-130).
- Χρήστου Γιανναρά, «Καταφύγιο Ιδεών», εκδ. ΔΟΜΟΣ,ΑΘΗΝΑ 1987, σελ. (5, 119-122,336,κλπ).
- Γεωργίου Φλωρόφσκυ,«Το Σώμα του ζώντος Χριστού», μετάφρ. Ι. Κ. Παπαδοπούλου, εκδ. Β΄, ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1981, σελ.(99-148.)
- «Ενοριακός Παλμός» της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών, (αρ. φύλλου 72, Δεκέμβριος 2001).