Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιεροσύνη"
(→Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη) |
μ (→Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης) |
||
Γραμμή 70: | Γραμμή 70: | ||
==Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης== | ==Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης== | ||
− | Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά [[Ιεροί Κανόνες|κανονικών]] και ηθικών κωλυμάτων, που δε θα πρέπει να κωλύουν το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. | + | Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Εμφατικά κάτι τέτοιο τονίζεται από τον Απόστολο Παύλο, στις [[Πράξεις των Αποστόλων]], όπου αναφέρει πως το Πνεύμα το Άγιο θέτει επισκόπους στην Εκκλησία και άρα μία τέτοια κίνηση είναι χάρισμα διδόμενο από το Θεό και όχι μία απλώς ανθρώπινη θέληση και κλίση<ref>Πράξεις 20, 28: «''προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος''»</ref>. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά [[Ιεροί Κανόνες|κανονικών]] και ηθικών κωλυμάτων, που δε θα πρέπει να κωλύουν το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. |
Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει [[Βάπτισμα|βαπτιστεί]] με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και να έχει αναγνωριστεί από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]]. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες)|19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου]], που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]] ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος ''"ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"''<ref>Α΄ Τιμόθεον 3, 6 «''μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. | Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει [[Βάπτισμα|βαπτιστεί]] με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και να έχει αναγνωριστεί από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]]. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες)|19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου]], που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]] ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος ''"ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"''<ref>Α΄ Τιμόθεον 3, 6 «''μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. |
Αναθεώρηση της 20:50, 20 Φεβρουαρίου 2009
Η ιερωσύνη είναι το μυστήριο της εκκλησίας το οποίο παρέχει την "εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"[1]. Η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό[2][3]. Δηλαδή αποτελεί ουσιαστικά το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη διαχωρίζεται στη γενική και ειδική ιεροσύνη και αποτελεί χαρισματική εξουσία η οποία ενεργοποιείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας[4].
Περιεχόμενα
Θεολογία
Γενική ιεροσύνη
Το σώμα της εκκλησίας κατευθύνεται και συντονίζεται από μία κεντρική και χαρισματική εξουσία. Η κεντρική αυτή εξουσία είναι το μυστήριο της ιεροσύνης[5]. Αυτή η χαρισματική εξουσία δε νοείται όμως ως μεσιτική εξουσία, όπως αυτή ήταν κατά την Παλαιά Διαθήκη[6], αφού πηγή του εξουσιαστικού αυτού σώματος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στη βάση λοιπόν του μυστηρίου αυτού "είναι το μυστήριο της θυσίας και της ανάστασης της φθαρτής φύσης των λογικών πλασμάτων και ολόκληρης της κτίσης"[7]. Η εξουσιαστική αυτή δύναμη είναι η κινητήριος δύναμη του εκκλησιαστικού σώματος η οποία θέτει σε κίνηση όλα τα υπόλοιπα μυστήρια, που είναι απαραίτητα για την αναγέννηση και προκοπή του όλου σώματος. Εξού και με την ιεροσύνη του Χριστού "μετέχουν τα μέλη του σώματος σε όλα τα αγαθά της θείας δόξας, στην αλήθεια και την αγαθότητα. Γι αυτό ακριβώς η ιερωσύνη δεν είναι μεσιτική λειτουργία, αλλά εγκέφαλος και συντονιστικό κέντρο των άλλων λειτουργιών"[8]. Έτσι τελικά αποβαίνει το χάρισμα της κυβέρνησης του εκκλησιαστικού σώματος, χωρίς όμως αυτό να μπορεί ποτέ να νοηθεί κατά τα σχολαστικά πρότυπα ως ιερατική κάστα ή ως κληρονομική εξουσία[9]. Γι αυτό και όλα τα μέλη της εκκλησίας κατ αρχήν μετέχουν σε αυτή την εξουσία και τη δύναμη του Χριστού, ως βασίλειον ιεράτευμα[10]. Έτσι αντιλαμβανόμαστε πλέον πως σκοπός της χαρισματικής εξουσίας αυτής είναι η ενοποίηση των μελών με το Θεό, η οποία συγκροτείται σε ένα διακλαδιζόμενο σώμα, το οποίο περιέχει την ειδική ιεροσύνη, που αποτελεί ειδική κλίση και χάρισμα.
Ειδική ιεροσύνη
Η ειδική ιεροσύνη των τριών βαθμών του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου είναι η χαρισματική λειτουργία που κάνει δυνατή την αύξηση του σώματος της εκκλησίας[11]. Είναι ουσιαστικά το μυστήριο το οποίο καθιστά ικανό ένα μέλος της εκκλησίας να επιτελεί τις "αναγκαίες λειτουργίες με τις οποίες πραγματοποιείται και καρποφορεί μεταξύ των ανθρώπων το σωτηριώδες έργο του Ιησού Χριστού"[12]. Η λειτουργία τους όμως δε νοείται κυριαρχικά ή μεσιτικά, αφού τόσο το χάρισμα αυτό νοείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας, όσο και λειτουργεί ως χαρισματικός καρπός του σώματος[13]. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε δε νοούνται μυστήρια δίχως την παρουσία του λαού. Πρόκειται ουσιαστικά "για μια μετοχή του λαού στην ιερωσύνη του Χριστού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, το οποίο είναι αναντικατάστατο μέσα στη λειτουργική ποικιλία των χαρισμάτων"[14]. Η ορθόδοξη εκκλησία θα λέγαμε ότι με αυτή τη θεώρηση διασώζει τον αληθινό, αταξικό και μη ειδωλολατρικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το ιερατείο αυτονομείται, με αποτέλεσμα ο λαός να χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ στον προτεσταντισμό παραμένει ο γενικός ρόλος της ιεροσύνης, απορρίπτοντας το ρόλο της ειδικής. Έτσι στην εκκλησία "υπάρχει χαρισματική κοινωνία και όχι κυριαρχική τάξη μέσα σε μία νομικά συγκροτημένη κοινωνία, όπου ο ανώτερος καταπιέζει για οποιοδήποτε λόγο τον κατώτερο. Σ ένα σώμα δε νοείται καμία κυριαρχική καταπίεση ενός μέλους στο άλλο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση αν συμβεί κάτι τέτοιο υπάρχει αλάθητο σύμπτωμα της αρρώστιας του σώματος"[15].
Η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού
Οι βαθμοί της ιεροσύνης
Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης στην Καινή Διαθήκη
Μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία είναι εμφανές πως ο λαός του Θεού πλέον καλείται "έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα"[16] καθώς και "ιερείς του Θεού και του Χριστού"[17]. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται πως οι Απόστολοι δια επιθέσεως των χειρών τους τελούσαν το μυστήριο της χειροτονίας, δημιουργώντας ένα ιερατικό σώμα προς διακονία και επιτέλεση των μυστηρίων. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Πράξεις των Αποστόλων περιέχονται οι ονομασίες όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, με τους δύο όμως τελευταίους να συγχέονται και να μη διαχωρίζονται, αφού ακόμα ο θεσμός του επισκόπου δεν είχε λάβει την ύστερη έννοιά του. Έτσι παρατηρείται εξ αρχής, όταν οι Απόστολοι ήταν εν ζωή, πως υπήρχε ένα σώμα ακολούθων διακρινόμενο σε δύο τάξεις. Αυτό του πρεσβυτέρου-επισκόπου καθώς και του διακόνου.
Για το θεσμό του διακόνου μας παρέχονται αρκετές αποδείξεις στις Πράξεις των Αποστόλων, όταν επτά διάκονοι εξελέγησαν ενώπιον των αποστόλων. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή οι χείρες αυτών επετέθησαν επί την κεφαλή τους, μετά από προσευχή[18]. Το αξίωμα του πρεσβυτέρου επίσης αναφέρεται στις Πράξεις, το οποίο σαφώς και δεν αναφέρεται σε ηλικιακά πρεσβυτέρους, αλλά σε φέροντες εκκλησιαστικό αξίωμα[19]. Χαρακτηριστική είναι επίσης η περιγραφή των Πράξεων κατά την οποία Παύλος και Βαρνάβας, κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια χειροτόνησαν "κατ'εκκλησίαν πρεσβυτέρους"[20].
Το επισκοπικό αξίωμα δεν είχε την έννοια ακόμα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, καθότι υπήρχαν οι Απόστολοι[21]. Ο θεσμός του επισκόπου θα διακριθεί, από την εποχή που άρχισαν να εκλείπουν οι Απόστολοι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του Ιγνατίου του Θεοφόρου[22]. Μέσα στην Καινή Διαθήκη οι πρεσβύτεροι, όπως παρατηρούμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, καλούνται και επίσκοποι. Χαρακτηριστικές αναφορές γίνονται για τους Εφεσίους και Φιλιππησίους πρεσβυτέρους[23]. Στην περίπτωση μάλιστα των Φιλιππησίων, ανακαλεί μόνο δύο θεσμούς, αυτόν του επισκόπου και του διακόνου.
Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να τονιστεί με έμφαση πως πέραν των προ λεγομένων θεσμών, υπήρξε και ακόμα ένας εκκλησιαστικός θεσμός ο οποίος αποκλήθηκε Τάξη των Προφητών. Είναι φανερό μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία, πως οι ιδιαίτεροι συνεργάτες των Αποστόλων, όπως ο Τίτος και ο Τιμόθεος είχαν μείζονα εξουσία σε σχέση με τον τοπικό κλήρο. Δε διαφαίνεται να κατέχουν Αποστολική δικαιοδοσία, αλλά δικαιούντο να εγκαθιστούν πρεσβυτέρους κατά πόλεις, να χειροτονούν[24] και να εκπροσωπούν του αποστόλους[25]. Διαφαίνεται εξ αυτού του λόγου, πως ενώ ο Απόστολος Παύλος ήταν ήδη εν ζωή, είχε δημιουργηθεί η τρίτη τάξη ιεροσύνης[26].
Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως ο όρος ιερέας (secredos) για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Τερτυλλιανό[27], δανειζόμενος από τον οικείο ειδωλολατρικό χώρο[28]. Στην ανατολή ο όρος ιερέας διδόταν μόνο στον επίσκοπο κατά τους πρώτους αιώνες, αλλά μετά τον τέταρτο επικράτησε για όλες τις βαθμίδες, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος να αποκαλείται αρχιερέας[29].
Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη
- Βλέπε κύριο "Επίσκοπος"
Επεξηγώντας το έργο προς τους Αποστόλους, ο Ιησούς Χριστός αναφέρει;
- "καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς... λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται...αλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν."[30],
ενώ προσευχόμενος εν τω Πατρί:
- "καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον. καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ"[31].
Είναι λοιπόν φανερό πως μαζί με την αποστολή στους μαθητές του, ο ίδιος ο Κύριος μετέδωσε και τα χαρίσματά του[32]. Τα χαρίσματα αυτά είναι το προφητικό χάρισμα, δηλαδή η εξουσία οι Απόστολοι να κηρύττουν το ευαγγέλιο, το αρχιερατικό χάρισμα, δηλαδή η εξουσία να τελούν μυστήρια, καθώς και το βασιλικό, ήτοι η εξουσία να ποιμαίνουν την εκκλησία[33]. Μάλιστα ο ίδιος ο Κύριος αναφέρει πως:
- "῾Ο ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με"[34].
Ο Κλήμης Ρώμης υπομνηματίζει δεικνύοντας συνάμα και την εκκλησιαστική συνείδηση της εποχής πως "οι απόστολοι ημίν ευηγγελίσθησαν από Ιησού Χριστού, Ιησούς Χριστός από του Θεού και οι Απόστολοι από του Χριστού εγένετο ουν αμφότερα εκτάκτως εκ θελήματι Θεού"[35]. Οι Απόστολοι με τη σειρά τους εξέλεξαν νέα στελέχη της εκκλησίας, όπως τον Τίτο και τον Τιμόθεο, όπου δια επιθέσεως των χειρών τους μετέδωσαν Πνεύμα Άγιο. Και πάλι εδώ ο Κλήμης Ρώμης μας αναφέρει πως οι Απόστολοι
- "όπως εάν κοιμηθώσι διαδέξονται έτεροι διακεκριμένοι άνδρες την λειτουργίαν αυτών"[36].
Χαρακτηριστικό όμως είναι και εν προκειμένω πως η χάρη αυτή δίδεται από το Θεό, καθώς όπως ο Απόστολος Παύλος λέγει:
- "προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος."[37].
Εκ των ανωτέρω γίνεται φανερό "ότι η ιερωσύνη έχει την αρχή της από το Θεό όπως και η εκκλησία και συνυπάρχει μαζί της...ο ισχυρισμός των προτεσταντικών εκκλησιών και ομολογιών ότι οι Απόστολοι είχαν και μετέδιδαν ιερωσύνη χωρίς μυστήριο, η δε επίθεση ήταν απλώς μία τελετή διορισμού σε κάποιο εκκλησιαστικό υπούργημα έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές ανωτέρω"[38].
Από τις αρχές του δευτέρου αιώνα ο όρος επίσκοπος ταυτίστηκε προς τον φορέα της αποστολικής διαδοχής σε κάθε τοπική εκκλησία[39]. Ο όρος αυτός διαφαίνεται σαφώς μέσα από τις επιστολές του Ιγνατίου, αφού ο ίδιος αποκαλεί επισκόπους τόσο τον Ονήσιμο Εφέσου, όσο και τον Πολύκαρπο[40]. Ο δε Πολύκαρπος στην Προς Φιλιππησίους αποκαλείται "Πολύκαρπος και οι συν αυτώ πρεσβύτεροι", κάτι που δείχνει την μετάλλαξη του όρου που είχε αρχίσει να συντελείται. Έτσι η εξέλιξη του όρου, πριν το 120 όπου τοποθετείται το αργότερο ο θάνατος του Ιγνατίου, διαφαίνεται ήδη συντελεσμένη[41]. Έτσι "η χειροτονία από τον προφήτη ή απόστολο των διαδόχων της εξουσίας του σε κάθε τοπική εκκλησία της περιοχής ευνόησε την αμεσότερη και ευρύτερη σύνδεση του νέου θεσμικού στοιχείου του ιερατείου της τοπικής εκκλησίας με το όνομα και τη λειτουργία της επισκοπής...αφαίρεσαν δε τον τίτλο από τους πρεσβυτέρους"[42]. Γι αυτό και "δεν είναι ορθές οι ακραίες παραδοχές της προτεσταντικής έρευνας, οι οποίες πηγάζουν από την κάθετη διάκριση του τοπικού ιερατείου από την οικουμενική τάξη των χαρισματούχων κατά την αποστολική εποχή...Οι προφήτες υπήρξαν άμεσοι διάδοχοι των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής...εφοδιασμένοι δια αποστολικής χειροτονίας...μετά το θάνατο τους συνέχισαν το αποστολικό έργο... η εξαρτημένη από τους προφήτες τοπική αυθεντία της επισκοπής...αφαιρέθηκε από τους επισκόπους του μόνιμου ιερατείου και απορροφήθηκε από τους προφήτες ή και από τους κατά τόπους χειροτονηθέντες διαδόχους της αυθεντίας επισκόπους"[43].
Οι βαθμοί της ιεροσύνης
Στο σημερινό εκκλησιαστικό σύστημα οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις. Ο βαθμός του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Η εκκλησία όμως από νωρίς δημιούργησε και θεσμούς κατωτέρου κλήρου "δια χειροθεσίας απλής έξω του βήματος ευλογούμενος και μη κοινωνών του μυστηρίου της ιερωσύνης"[44]. Στον κατώτερο κλήρο ανήκαν τα αξιώματα του υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτη, ωδού, κηροφόρου, δεσποτάτου ή πυλωρού. Στη δυτική εκκλησία επιπρόσθετα υπήρχαν και θεσμοί του εξορκιστή και του ακολούθου[45]. Στη σημερινή πράξη της εκκλησίας ισχύουν ακόμα οι θεσμοί του υποδιακόνου, του αναγνώστου και του ψάλτη.
Οι ορθόδοξοι ιερείς χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Το λευκό ή έγγαμο κλήρο, καθώς και το μαύρο ή άγαμο[46]. Τις εξουσίες κάθε βαθμού ρητώς και σαφώς αναφέρουν οι Αποστολικές Διαταγές. Σύμφωνα με το κείμενο ο διάκονος απαγορεύεται να τελεί το μυστήριο του βαπτίσματος ή να δίδει ευλογία ή να χειροτονεί. Ο πρεσβύτερος χειροθετεί, αλλά δεν μπορεί να χειροτονήσει[47], δεν δύναται να καθαιρέσει ή να αφορίζει. Το πρεσβυτέριο είναι φανερό μέσα από την πατερική παράδοση πως ουδέποτε παρενέβαινε στη διαδικασία της χειροτονίας[48][49].
Ο επίσκοπος χειροτονεί, χειροθετεί, ευλογεί, δύναται να καθαιρέσει κληρικό, πλην επισκόπου σύμφωνα με το κείμενο των αποστολικών διαταγών. Είναι ουσιαστικά ο μόνος αρμόδιος για την τέλεση του "μυστηρίου της ιεροσύνης". Όπως διαφαίνεται μέσα από την επιστολή προς Τιμόθεο[50], ο Τιμόθεος κατεστάθη ανώτερος λειτουργός της εκκλησίας, καθιστώντας κατά πόλη πρεσβυτέρους ή επισκόπους (με την καινοδιαθηκική έννοια). Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μαθητής των Αποστόλων Τίτος[51]. Οι μαθητές αυτοί λοιπόν όπως προλέχθη, καθίσταντο ήδη εν ζωή η τρίτη βαθμίδα ιεροσύνης και εν συνεχεία, όπως διαβλέπουμε στις επιστολές Ιγνάτιου, παρέδωσαν τις αρμοδιότητές τους στο σώμα των επισκόπων το οποίο πλέον διαχωρίστηκε από την έννοια του πρεσβυτερίου. Ο επίσκοπος από τον 6ο ή 7ο αιώνα πρέπει να είναι άγαμος, ενώ τουλάχιστον από το 14ο έπρεπε να είναι και μοναχός[52].
Αν κάποιος κληρικός αποφασίσει να εισέλθει στο σχήμα του κλήρου άγαμος, δεν επιτρέπεται εν συνεχεία να παντρευτεί. Επίσης αν κάποιος λάβει το ιερατικό σχήμα, δεν μπορεί εν συνεχεία να επανέλθει στο κοσμικό σχήμα. Φυσικά ουδέποτε η εκκλησία υποχρεώνει κάποιον σε τελεσίδικες αποφάσεις, αλλά αυτό αποτελεί βαρύτατο παράπτωμα, αφού είναι καταπάτηση της υπόσχεσης του ανθρώπου ενώπιον του Θεού[53]. Τέλος η χάρη του σχήματος είναι ανεξάληπτη, δηλαδή δεν επιτρέπεται αναχειροτόνηση[54].
Οι γυναίκες
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι γυναίκες λαμβάνουν βαθμό ιερωσύνης. Αυτός ο βαθμός είναι ο βαθμός της διακόνισσας, που αντιστοιχεί σε αυτό του διακόνου[55]. Οι γυναίκες μάλιστα χειροτονούνταν εντός του βήματος, όπως ακριβώς ο διάκονος και μάλιστα στην παράδοση της εκκλησίας έφεραν και οράριο. Δε λάμβαναν δηλαδή απλώς χειροθεσία, αλλά χειροτονία[56]. Έτσι και οι γυναίκες φαίνεται πως είχαν λειτουργικό ρόλο στην εκκλησία, πιθανώς όπως και κάθε άνδρας διάκονος. Βοηθούσαν ιδιαίτερα στο βάπτισμα των γυναικών και εκτελούσαν ποιμαντικό έργο ανάμεσα στις γυναίκες της κοινότητας. Δεν υπάρχουν όμως επαρκείς πληροφορίες για το αν διαδραμάτιζαν ρόλο στη διεξαγωγή της λειτουργίας[57]. Η τάξη των διακονισσών δεν καταργήθηκε ποτέ από την εκκλησία αλλά από τον 6ο με 7ο αιώνα ο θεσμός σταδιακά πέρασε σε αχρησία, ώσπου εξαφανίστηκε κατά τον 12ο[58].
Σε ότι αφορά την ιεροσύνη των γυναικών και τη σύγχρονη προβληματική. Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ιεροσύνη έγινε "ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση"[59]. Κατά βάση σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε τις αρχικές επιφυλάξεις των ανθρώπων της εποχής κυρίως για τον παραλληλισμό με τις αντίστοιχες ιέρειες των μυστηριακών θρησκειών[60]. Στην εκκλησία λοιπόν είναι αναμφισβήτητη η ισοτιμία των μελών, όπως συμβαίνει σε ένα κατά φύση σώμα, όμως "η χορήγηση των χαρισμάτων από τον τελετάρχη ιερέα Χριστό πραγματοποιείται σύμφωνα με τη ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα κάθε μέλους, ενώ ισοτιμία και ισότητα παραμένουν αμετακίνητες"[61]. Έτσι λοιπόν η εκκλησία χωρίς να θεσπίσει κάποιο δόγμα απέκλεισε τη γυναίκα από το αξίωμα αυτό, δηλαδή του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Αυτό δε συνέβη όμως διότι ο Χριστός κάλεσε άνδρες αποστόλους, αφού είναι εμφανές ότι στην εκκλησιαστική παράδοση και ιδίως σε σχέση με τη θέση της γυναίκας της εποχής στον αντίστοιχο ειδωλολατρικό χώρο, οι γυναίκες της εκκλησίας είχαν σαφώς ανώτερη θέση. Αυτό επίσης δε συνέβη, διότι η Θεοτόκος δεν άσκησε κάποιο ιερατικό ρόλο. Χαρακτηριστική σε αυτό το σημείο είναι η θέση της στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως το αγιότερο πλάσμα πάσης της κτίσεως, τοποθετούμενη μετά την Αγία Τριάδα. Επισπρόσθετα αυτο δε συνέβη ούτε διότι ο Χριστός ήταν άνδρας. Αυτή μάλιστα η άποψη οδηγεί και σε αιρετική αντίληψη του δόγματος του Χαλκηδόνος, αφού έτσι θα έχριε μόνο την ανδρική φύση, αλλά όχι το πλήρωμα της ανθρωπότητας. Ο δε Μάξιμος ο Ομολογητής είναι σαφής πως ο Ιησούς με την θεϊκή ένωση κατάργησε τη διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός[62]. Τελικά το γεγονός αυτό είναι μία μακραίωνη παράδοση της εκκλησίας, η οποία προκύπτει από την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα των μελών και κατά κανένα τρόπο τα μέλη της εκκλησίας, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού δε σημαίνει πως δεν είναι ομότιμα και ισότιμα[63].
Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης
Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Εμφατικά κάτι τέτοιο τονίζεται από τον Απόστολο Παύλο, στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου αναφέρει πως το Πνεύμα το Άγιο θέτει επισκόπους στην Εκκλησία και άρα μία τέτοια κίνηση είναι χάρισμα διδόμενο από το Θεό και όχι μία απλώς ανθρώπινη θέληση και κλίση[64]. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά κανονικών και ηθικών κωλυμάτων, που δε θα πρέπει να κωλύουν το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο.
Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει βαπτιστεί με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και να έχει αναγνωριστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο 19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου, που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον Απόστολο Παύλο ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος "ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"[65]. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας[66][67], ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον Π. Τρεμπέλα σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος[68]. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου Φωτίου και του Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως, διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα[69].
Κατά την Καινή Διαθήκη και δη την επιστολή προς Τιμόθεον[70] πρέπει να εξετάζεται ο πρότερος έντιμος βίος του λαϊκού που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. Ταυτόχρονα όμως κατά τον Απόστολο Παύλο χρειάζεται και δοκιμασία προς διακρίβωση από το χειροτονούντα για το αν ο πληροί ο πιστός τα κριτήρια του πρότερου έντιμου βίου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως αν κάποιος πιστός έχει στο παρελθόν τελέσει έκλυτο βίο, προ του βαπτίσματος τότε καθαίρεται από το μυστήριο. Εν αντιθέσει με τον ήδη βαπτισμένο, που στην περίπτωσή του ισχύει ο 9ος κανόνας της συνόδου Νεοκαισαρείας που ορίζει:
- "Πρεσβύτερος εαν ημαρτηκώς σώματι προσαχθή και ομολογήσει, ότι ήμαρτε προ της χειροτονίας, μη προσφερέτω, μένων εν τοις λοιποίς δια την άλλην σπουδήν".
Σε αυτή την περίπτωση να κάποιος κατά παρέκκλιση οδηγηθεί στο μυστήριο, ισχύουν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου "Πάντας ο θεός χειροτονεί δια πάντων ενεργεί"[71]. Επιπρόσθετα ο μέλλων κληρικός πρέπει να προσέρχεται στο μυστήριο χωρίς καμία πίεση και εκουσίως. Μέσα από βιογραφίες αγίων υπάρχουν παραστάσεις Αγίων οι οποίοι φαίνεται να αρνούνται λόγω αναξιότητας το μυστήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως πάντοτε αυτοπροαιρέτως συγκατατίθουν υπέρ της τέλεσης. Σε ότι αφορά τους επισκόπους πρέπει να ειπωθεί πως σήμερα είναι υποχρεωτικό να είναι άγαμοι. Αυτό δε συνέβαινε πάντοτε και είναι αρχικά μέτρο διοικητικό[72], το οποίο θεσπίστηκε οριστικώς από την ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο και τον 12ο κανόνα της.
Η τέλεση του μυστηρίου
Η λέξη χειροτονία σημαίνει "ανάταση των χειρών"[73]. Με το θεσμό λοιπόν της χειροτονίας, δηλαδή της επίθεσης των χειρών επί της κεφαλής του λαϊκού που θα εισέλθει στον κλήρο, καθώς και τις απαραίτητες ευχές του επισκόπου τελείται η εξωτερική πλευρά του μυστήριου. Ήδη παρατηρείται στην Καινή Διαθήκη η τάξη αυτή[74]. Η χειροτονία των ανωτέρων βαθμών του κλήρου λαμβάνει πάντα χώρα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, ενώ μία μόνο χειροτονία εκάστου βαθμού επιτρέπεται, ανά λειτουργία[75]. Διάκονος και πρεσβύτερος χειροτονούνται υπό του επισκόπου, ενώ ο επίσκοπος από τουλάχιστον δύο[76]. Επειδή όμως είναι συνοδικό σχήμα, σήμερα συνήθως χειροτονείται με απόφαση ολόκληρης της συνόδου. Κατά την αρχαία τάξη της εκκλησίας απαιτείται και η συμφωνία του λαού. Ο λαός συγκατανεύει στην χειροτονία κραυγάζοντας «Άξιος!». Στην Ελλαδική εκκλησία κατά τον 20ο αιώνα υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο λαός εξέφρασε την αντίθεσή του προς χειροτονία, χωρίς όμως τελικά κάποια ματαίωση της χειροτονίας. Στη θεωρία όμως αν κάτι τέτοιο συμβεί θα πρέπει τότε να σταματήσει η χειροτονία[77].
Υποσημειώσεις
- ↑ Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 490
- ↑ Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς»
- ↑ Εβραίους 8, 6. 9, 15: «και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...»
- ↑ Νικόλαος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 491
- ↑ Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, 489
- ↑ Εβραίους 7, 1-28
- ↑ Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
- ↑ Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
- ↑ Σε άλλα ιερατικά συστήματα
- ↑ Α΄ Πέτρου 2, 9 «ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς·»
- ↑ Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 491
- ↑ Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 55
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 492
- ↑ Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος Κοινωνία Άνθρωπος κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόρης, Αθήνα 1980, σελ. 237
- ↑ Α΄ Πέτρου 2, 9 «ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς·»
- ↑ Αποκάλυψη κ΄, 6 «μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ χίλια ἔτη.»
- ↑ Πράξεις των Αποστόλων 6, 6 «οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.»
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 294
- ↑ Πράξεις 14, 23 «χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι»
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν. 290
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
- ↑ Ά Κορινθίους 12,28-31
- ↑ Πράξεις 15, 22, 32 «32 ᾿Ιούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν. 33 ποιήσαντες δὲ χρόνον ἀπελύθησαν μετ᾿ εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους. 34 ἔδοξε δὲ τῷ Σίλᾳ ἐπιμεῖναι αὐτοῦ.»
- ↑ Π> Τρεμπέλας, ενθ.αν., 295
- ↑ Epist. 58 M. L. 3, 1005
- ↑ Παναγιώτης Τρεμπέλας, Δογματική Γ΄, σελίδα 289
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν.
- ↑ Ιωάννην 20, 21-23, 15, 16
- ↑ Ιωάννην 17, 18-19
- ↑ Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 55
- ↑ ο.π.
- ↑ Λουκάν 10, 16
- ↑ Κλήμης Ρώμης, Α΄ Κορινθίους 42, 1-2. PG 1, 292A
- ↑ Κλήμης Ρώμης, Α΄ Κορινθίους 44, 2
- ↑ Πράξεις 20, 28
- ↑ Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 57
- ↑ Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία, Τόμος Α΄, σελ. 101
- ↑ Ιγνατίου, προς Εφεσίους 1, 3
- ↑ Βλάσιος Φειδάς, ενθ.αν., σελ. 103
- ↑ ο.π.
- ↑ Βλάσιος Φειδάς, ενθ.αν., σελ.109-112
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
- ↑ Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460
- ↑ Αποστολικές διαταγές Η, 4, 3-4
- ↑ Κυπριανός epist. 67, 5
- ↑ Μ. Αθανασίου, Απολ. κατά Αρειανών 12, Μ. 25, 269
- ↑ Τιμόθ. 1, 6
- ↑ Τίτον 1, 5
- ↑ Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 461
- ↑ Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, σελ. 276
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 462
- ↑ Π. Τρεμπέλα, ενθ.αν., σελ.
- ↑ Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., 462
- ↑ ο.π.
- ↑ Νικόλαος Ματσούκας, Οικουμενική θεολογία, σελ. 275
- ↑ ο.π.
- ↑ ο.π., 278
- ↑ Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1309D
- ↑ ο.π., 280
- ↑ Πράξεις 20, 28: «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος»
- ↑ Α΄ Τιμόθεον 3, 6 «μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. »
- ↑ Νεοκαισαρείας, καν. 11
- ↑ Εν Τρούλω, καν. 15
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303
- ↑ Α΄ Τιμόθεον 5, 22 «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει. »
- ↑ Χρυσοστόμου Ομιλία εις την Β΄ Τιμόθεον 2, 3 Μ. 62, 610
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 306
- ↑ Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 308
- ↑ Πράξεις 6, 6
- ↑ Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 459
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460
Βιβλιογραφία
- Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
- Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
- Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
- Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.
- Νικόλαος Ματσούκας, "Οικουμενική θεολογία", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005.
Μυστήρια της Εκκλησίας | | Θεία Ευχαριστία | Βάπτισμα | Χρίσμα | Ευχέλαιο | Γάμος | Ιεροσύνη | Μυστήριο της Μετανοίας | (Μνήμη νεκρών) | (Μοναχική κουρά)