Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αίρεση"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | + | Ως '''Αίρεση''' ορίζεται το θεολογικό δόγμα ή σύστημα, το οποίο έχει απορριφθεί από την εκκλησία, οτι σφάλει, ως προς την δογματική του πίστη. Θα πρέπει να τονιστεί πως η αίρεση διαφέρει από το [[Σχίσμα]], το οποίο, δεν αφορά απαραίτητα δογματικές διαφορές, αλλά και άλλους εκκλησιαστικούς λόγους. | |
− | |||
− | + | == Ετυμολογία και ιστορική χρήση == | |
− | + | Ως '''αίρεσις''' στην [[Ελληνική γλώσσα]], αποδίδεται η έννοια της κατάκτησης και της κατάληψης, εφόσον η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα ''αιρέω''. Αν ετυμολογείται από το ''αιρέομαι'', τότε στα πλαίσια της [[αρχαία ελληνική γραμματεία|αρχαίας ελληνικής γραμματείας]] σημαίνει το ''εκλέγειν'', το δικαίωμα εκλογής, την ελέυθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή, τη [[Φιλοσοφία|φιλοσοφική]] και τη [[Θρησκεία|θρησκευτική]] αίρεση. Ως ''αιρετικός'' νοείται εκείνος που είναι ικανός να εκλέγει, που δεν υιοθετεί τις παρεδομένες αντιλήψεις και ιδέες. Σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια του όρου -εκείνος δηλαδή που στην αρχαιότητα αποκαλείτο ''αιρετιστής''- είναι ο οπαδός, μιμητής ή εκείνος που ανήκει κυρίως σε θρησκευτική και δευτερευόντως σε ό,τι έχει χαρακτηρισθεί ως επιστημονική αίρεση. Οι αιρέσεις ως παρεκκλίσεις, αποσχίσεις από την βασική αρχή είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε [[Επιστήμη|επιστημονικές]], ιδεολογικές και θρησκευτικές. | |
− | + | Η αρχική χρήση της λέξης ''αίρεσις'', αναμφιβόλως δεν είχε αρνητική χρειά στην αρχαιότητα. Έτσι χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει τις διαφορές, των διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων ή συστημάτων. Σταδιακά η έννοια απέκτησε τη σημερινή αρνητική χρειά, λόγω του χρωματισμού της έννοιας που αποδόθηκε από την ''εκκλησία'', ώστε να διαχωρίσει την ορθή πίστη, από τις διάφορες αναφυούσες χριστιανικές ομολογίες. Ο αρνητικός χρωματισμός της σημερινής έννοιας της λέξεως αίρεση, δε διαφαίνεται στα ευαγγέλια, αν και την εποχή του Χριστού, οι [[Φαρισαίοι]], οι [[Σαδδουκαίοι]] και οι [[Εσσαίοι]] αποτελούσαν αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Κατά το δεύτερο αιώνα όμως λόγω της αύξησης του χριστιανικού ποιμνίου και την εμφάνισης πολλών δογματικών αποκλίσεων, οι αποστολικοί πατέρες, αλλά και απολογητές σταδιακά χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό ώστε να καταδείξουν το στρεβλό και λάθος δογματικό προσδιορισμό, άλλων δογματικών προσεγγίσεων. | |
− | + | == Η αίρεση υπό το πρίσμα των πατέρων == | |
− | [[Κατηγορία:Αιρέσεις| | + | Κατά το [[Μέγας Βασίλειος|Μέγα Βασίλειο]], αίρεση αποτελεί κάθε εναντίωση στο [[ευαγγέλιο]] και στην «''υγιαίνουσα διδασκαλία''». Η αίρεση αποτελεί καινοτομία «''περί την πίστην''», η οποία και τελικά τραυματίζει την εκκλησιαστική συνοχή. Άρα οι αιρετικοί εξ αμαρτάνουν «''εις την αλήθειαν του ευαγγελίου''», γι αυτό και υπάρχει μια συγγένεια όλων των αιρέσεων, οι οποία απαντά στην άρνηση και παραχάραξη της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. |
+ | |||
+ | == Πηγές == | ||
+ | |||
+ | * [http://www.britannica.com/eb/article-9040137/heresy Εγκυκλοπαίδεια ''Britannica''] | ||
+ | * [http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%AF%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B7 Ελληνική Βικιπαίδεια] | ||
+ | * Κωνσταντίνου Σκουτέρη, «''Ιστορία των Δογμάτων''», Αθήνα, 2004 | ||
+ | |||
+ | |||
+ | |||
+ | [[Κατηγορία:Αιρέσεις|*]] |
Αναθεώρηση της 19:58, 13 Μαρτίου 2008
Ως Αίρεση ορίζεται το θεολογικό δόγμα ή σύστημα, το οποίο έχει απορριφθεί από την εκκλησία, οτι σφάλει, ως προς την δογματική του πίστη. Θα πρέπει να τονιστεί πως η αίρεση διαφέρει από το Σχίσμα, το οποίο, δεν αφορά απαραίτητα δογματικές διαφορές, αλλά και άλλους εκκλησιαστικούς λόγους.
Ετυμολογία και ιστορική χρήση
Ως αίρεσις στην Ελληνική γλώσσα, αποδίδεται η έννοια της κατάκτησης και της κατάληψης, εφόσον η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα αιρέω. Αν ετυμολογείται από το αιρέομαι, τότε στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελέυθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή, τη φιλοσοφική και τη θρησκευτική αίρεση. Ως αιρετικός νοείται εκείνος που είναι ικανός να εκλέγει, που δεν υιοθετεί τις παρεδομένες αντιλήψεις και ιδέες. Σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια του όρου -εκείνος δηλαδή που στην αρχαιότητα αποκαλείτο αιρετιστής- είναι ο οπαδός, μιμητής ή εκείνος που ανήκει κυρίως σε θρησκευτική και δευτερευόντως σε ό,τι έχει χαρακτηρισθεί ως επιστημονική αίρεση. Οι αιρέσεις ως παρεκκλίσεις, αποσχίσεις από την βασική αρχή είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε επιστημονικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές.
Η αρχική χρήση της λέξης αίρεσις, αναμφιβόλως δεν είχε αρνητική χρειά στην αρχαιότητα. Έτσι χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει τις διαφορές, των διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων ή συστημάτων. Σταδιακά η έννοια απέκτησε τη σημερινή αρνητική χρειά, λόγω του χρωματισμού της έννοιας που αποδόθηκε από την εκκλησία, ώστε να διαχωρίσει την ορθή πίστη, από τις διάφορες αναφυούσες χριστιανικές ομολογίες. Ο αρνητικός χρωματισμός της σημερινής έννοιας της λέξεως αίρεση, δε διαφαίνεται στα ευαγγέλια, αν και την εποχή του Χριστού, οι Φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι και οι Εσσαίοι αποτελούσαν αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Κατά το δεύτερο αιώνα όμως λόγω της αύξησης του χριστιανικού ποιμνίου και την εμφάνισης πολλών δογματικών αποκλίσεων, οι αποστολικοί πατέρες, αλλά και απολογητές σταδιακά χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό ώστε να καταδείξουν το στρεβλό και λάθος δογματικό προσδιορισμό, άλλων δογματικών προσεγγίσεων.
Η αίρεση υπό το πρίσμα των πατέρων
Κατά το Μέγα Βασίλειο, αίρεση αποτελεί κάθε εναντίωση στο ευαγγέλιο και στην «υγιαίνουσα διδασκαλία». Η αίρεση αποτελεί καινοτομία «περί την πίστην», η οποία και τελικά τραυματίζει την εκκλησιαστική συνοχή. Άρα οι αιρετικοί εξ αμαρτάνουν «εις την αλήθειαν του ευαγγελίου», γι αυτό και υπάρχει μια συγγένεια όλων των αιρέσεων, οι οποία απαντά στην άρνηση και παραχάραξη της διδασκαλίας του Ευαγγελίου.
Πηγές
- Εγκυκλοπαίδεια Britannica
- Ελληνική Βικιπαίδεια
- Κωνσταντίνου Σκουτέρη, «Ιστορία των Δογμάτων», Αθήνα, 2004