https://el.orthodoxwiki.org/api.php?action=feedcontributions&user=Magda&feedformat=atomOrthodoxWiki - Συνεισφορές χρήστη [el]2024-03-19T03:39:47ZΣυνεισφορές χρήστηMediaWiki 1.30.0https://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%88%CE%BE%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82&diff=18920Έξοδος2010-10-02T16:06:41Z<p>Magda: /* Βλέπε επίσης */ +en, ro</p>
<hr />
<div>[[Image:Exodus Map.jpg|thumb|right|275px|Χάρτης της Εξόδου του Ισραήλ]]<br />
Η '''Έξοδος''' είναι ένα από τα βιβλία του [[Βιβλικός κανόνας|κανόνα]] της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]]. Στον [[Βιβλικός κανόνας#Ο Ιουδαϊκός κανόνας με τα βιβλία χωρισμένα σε 39|ιουδαϊκό κανόνα]] συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του [[Νόμος|Νόμου]]. Ομοίως και στον αντίστοιχο [[Βιβλικός κανόνας#Ο Ελληνικός ή Αλεξανδρινός Κανόνας|ελληνικό κανόνα]] συγκαταλέγεται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων που αποκαλούνται [[Πεντάτευχος]], και εντάσσεται στη συλλογή των [[Ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης|Ιστορικών Βιβλίων]].<br />
<br />
==Εισαγωγικά==<br />
To δεύτερο βιβλίο της [[Πεντάτευχος|Πεντατεύχου]], η ''Έξοδος'', περιέχει την ιστορία του Ισραηλιτικού λαού από τη γέννηση του [[Μωυσής|Μωυσή]] έως την κατασκευή της [[Σκηνή του Μαρτυρίου|Σκηνής του Μαρτυρίου]] κατά το δεύτερο έτος από την έξοδο. Η ιστορική και χρονολογική τοποθέτηση των γεγονότων που περιγράφει η ''Έξοδος'' δεν μπορεί να γίνει με μεγάλη ακρίβεια. Όσον αφορά το βασικότερο γεγονός του βιβλίου που είναι η έξοδος από την Αίγυπτο, η θαυματουργική διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας και το ταξίδι των Ισραηλιτών μέχρι το Σίνα, επικρατέστερη σήμερα χρονολογία θεωρείται τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ., μάλλον στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Φαραώ ''Μερνεπτά'', διαδόχου του ''Ραμσή Β΄'', ο οποίος θα πρέπει να ήταν ο Φαραώ που καταδυνάστευσε τους Εβραίους, οι οποίοι ζούσαν ως δούλοι στην Αίγυπτο<ref>Φούντας Ιερεμίας (Επίσκοπος Γόρτυνος), Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης - ''Έξοδος'', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005, σελ. 6.</ref>. <br />
<br />
Οι ισραηλίτες φεύγουν τελικά από την Αίγυπτο υπό την ηγεσία του Μωυσή που ήταν και ο πνευματικός οδηγός του λαού. Η ιστορία της ''Εξόδου'' δεν αφορά πλέον μεμονωμένα άτομα ή οικογένειες (όπως στη [[Γένεσις|Γένεση]] αλλά ολόκληρο λαό, του οποίου οι τύχες περιγράφονται στο βιβλίο αυτό. Η επίσημη ανάδειξη του λαού αυτού σε ''"λαόν περιούσιον"'', πραγματοποιείται κατά τη συναφθείσα [[Διαθήκη]] μεταξύ Θεού και Ισραήλ στο [[Σινά]], διαθήκη που προτυπώνει την μελλοντική [[Καινή Διαθήκη]]<ref>Χαστούπης Π. Αθανάσιος, ''Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 214.</ref>. Στις διηγήσεις της ''Εξόδου'' ο Θεός αποκαλύπτει για πρώτη φορά το όνομα Του ([[Γιαχβέ]] ή ''"ο Ων"'' σύμφωνα με την ελληνική [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα]]) αλλά και το σκοπό των ενεργειών του στον κόσμο, που δεν είναι άλλος από τη σωτηρία της ανθρωπότητας, με τη συναίνεση όμως και τη συνεργασία των ίδιων των ανθρώπων. Ο Ισραήλ μετά από σαράντα χρόνια περιπλανήσεως φτάνει στη [[Χαναάν]], τη [[Γη της επαγγελίας]] χωρίς να εγκατασταθεί ακόμη α' αυτή. Το βιβλίο της ''Εξόδου'' τελειώνει με την ολοκλήρωση της [[Σκηνή του Μαρτυρίου|Σκηνής του Μαρτυρίου]], δηλ. του φορητού ναού των Εβραίων, που κατασκυάσθηκε στην έρημο από το Μωϋσή για τη λατρεία του Θεού.<br />
<br />
Τα βασικά θέματα τα οποία πραγματεύεται το βιβλίο της ''Εξόδου'' είναι:<br />
<br />
* Η αποκάλυψη του ονόματος του Θεού,<br />
* Η εξαγορά και η λύτρωση του ιστορικού Ισραήλ, <br />
* Η Διαθήκη του Γιαχβέ με τον περιούσιο λαό του,<br />
* Ο Νόμος του Θεού (Δεκάλογος-Βιβλίο Διαθήκης),<br />
* Η θεία λατρεία στη [[Γιαχβέ|Γιαχβική θρησκεία]].<br />
<br />
Από θεολογικής πλευράς, η [[Καινή Διαθήκη]] ερμηνεύει τυπολογικά πολλά από τα συμβάντα της ''Εξόδου''· για παράδειγμα, ο [[Απόστολος Παύλος]] στο ''Α΄ Κορ. 10:2-4'' συσχετίζει την μεν διάβαση της [[Ερυθρά θάλασσα|Ερυθράς θάλασσας]] προς το χριστιανικό βάπτισμα, το δε [[μάννα]] και το ύδωρ του [[Χωρήβ]] (''Έξ. 17:6'') προς την [[θεία Ευχαριστία]] και στο ''Α΄ Κορ. 5:7'' ονομάζει τον θυσιασθέντα [[Χριστός|Χριστό]] ''"πάσχα ημών"''. Στο [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον|Ευαγγέλιο του Ιωάννη]], ο [[Μεσσίας]] είναι ο νέος Μωϋσής (''1:17''. ''3:14'') και ο Ιησούς αντιπαραβάλλει τον εαυτό του προς το μάννα της ερήμου (''6:32'' κ.ε.). <br />
<br />
Όσον αφορά στη Λειτουργική χρήση της ''Εξόδου'' στην Ορθόδοξη Εκκλησία, από το βιβλίο διαβάζονται οι ενότητες που περιγράφουν τη ζωή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο (''Έξ. 1:1-20''), τη γιορτή του Πάσχα (''Έξ. 12:1-11''), τη διάβαση της [[Ερυθρά θάλασσα|Ερυθράς θάλασσας]] και το δοξολογικό ύμνο του Μωυσή (''Έξ. 13:20-15:19''), τη θεοφάνεια του Σινά, την παράδοση των πλακών της Διαθήκης, τον τελετουργικό νόμο και διάφορες διατάξεις (''Έξ. 19:10-19''. ''24:12-18''. ''34:4-6:8''. ''40:1-38'').<br />
<br />
==Συγγραφέας, τόπος, χρόνος==<br />
===Για την Πεντάτευχο συνολικά===<br />
[[Image:456px-Rembrandt Harmensz. van Rijn 079.jpg|thumb|right|200px|Ο Μωυσής κρατώντας το Νόμο]]<br />
Η ιουδαϊκή παράδοση απέδωσε τη συγγραφή της [[Πεντάτευχος|Πεντατεύχου]] στον [[Μωυσής|Μωυσή]]. Η [[Καινή Διαθήκη]] αναφέρεται σε ''"βίβλον Μωυσέως"''<ref>''Μάρκ. 12:26''.</ref> πολλές φορές, με παρόμοιες εκφράσεις, και αυτή η παράδοση έγινε αποδεκτή από την αρχαία Εκκλησία χωρίς σημαντική αμφισβήτηση. Μόνο κάποιοι κύκλοι αιρετικών των πρώτων αιώνων ([[Ναζηραίοι]], [[Εβιωνίτες]]) αντιμετώπιζαν με περισσότερο μεθοδικό τρόπο το βιβλικό κείμενο κινούμενοι όμως περισσότερο από δογματικούς παρά γραμματολογικούς λόγους.<br />
<br />
Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι ''"αξιόλογοι βιβλικοί ερμηνευτές (Ευσέβιος, Ιερώνυμος, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Αναστάσιος Σιναΐτης κ.ά.)...είχαν επισημάνει ορισμένα χωρία καί φράσεις, που δύσκολα μπορούσαν ν' αποδοθούν στο Μωυσή, χωρίς όμως ν' αρνηθούν την αυθεντία του ως συγγραφέα της"''<ref>Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, ''Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 271.</ref>. Ήταν όμως φανερό πως εντοπιζόταν πάντα ένα άλυτο πρόβλημα στη σύνθεση της Πεντάτευχου.<br />
<br />
Από τον 16ο αιώνα πάντως, εκφράστηκαν οι πρώτες επιστημονικές αμφιβολίες για τη μωσαϊκή προέλευση συνόλου ή μέρους της πεντατεύχου οι οποίες κατέληξαν μετά από συστηματική έρευνα, στη θεωρία των ''τεσσάρων πηγών'', η οποία βρίσκεται σε επιστημονική ισχύ από τα τέλη του 19ου αιώνα. Συμφωνά μ' αυτή, η Πεντάτευχος δεν αποτελεί έργο ενός συγγραφέα και μιας εποχής, αλλά είναι έργο σύνθετο. Απαρτίζεται από υλικό το όποιο από την προφορική μεταβιβάσθηκε στη γραπτή παράδοση και απετέλεσε τις τέσσερις αυτές πηγές, που συνθέτουν το περιεχόμενο της:<br />
<br />
:* Η ''Γιαχβική'' πηγή<ref>Το συγγραφέα της ''"τον ονομάζουμε Γιαχβιστή γιατί κατά την έκθεση του από τη Δημιουργία του κόσμου μέχρι την εποχή του χρησιμοποιεί ως θείο όνομα το [[Γιαχβέ]]."'' (Αγουρίδης Σάββας, ''Ιστορία της Θρησκείας του Ισραήλ'', Ελληνικά Γράμματα,Αθηνα 1995, σελ. 116).</ref> (χαρακτηρίζεται διεθνώς με το γράμμα '''J'''), που είναι η αρχαιότερη (9ος αιώνας π.Χ.), περιέχει αφηγηματικό κυρίως αλλά και νομικό υλικό.<br />
<br />
:* Η ''Ελωχιμική'' πηγή<ref>Το συγγραφέα της τον ''"ονομάζουμε Ελωχιμιστή γιατί κατά την έκθεση της ιστορίας του από τον Αβραάμ μέχρι την εποχή του Μωυσή χρησιμοποιεί ως θείο όνομα το Ελωχείμ."'' (Αγουρίδης, ό.π.).</ref> (χαρακτηρίζεται με το γράμμα '''E''') (7ος αιώνας π.Χ.), περιέχει επίσης αφηγηματικό και νομικό υλικό.<br />
<br />
:* Ο ''Δευτερονομιστής''<ref>''"Η τρίτη παράδοση...είναι η λεγομένη «Δευτερονομική», η οποία διακρίνεται εύκολα, λόγω του ότι περιορίζεται στο βιβλίο του [[Δευτερονόμιον|Δευτερονομίου]], από το οποίο και έλαβε το όνομά της"'' (Φούντας Ιερεμίας (Αρχιμ.), Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης - ''Γένεσις'', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σελ. 346).</ref> (χαρακτηρίζεται με το γράμμα '''D''') (7ος αιώνας π.Χ.), περιέχει νομικό υλικό.<br />
<br />
:* Ο ''Ιερατικός Κώδικας''<ref>''"Η τετάρτη παράδοση της Πεντατεύχου είναι η «Ιερατική»...Ονομάστηκε έτσι γιατί αποδόθηκε στους ιερείς της Ιερουσαλήμ...Σ' αυτήν ανήκει αρκετό διηγηματικό υλικό, αλλά κυρίως τα νομικά και θεσμικά τεμάχια της Πεντατεύχου."'' (Φούντας, ό.π.).</ref> (χαρακτηρίζεται με το γράμμα '''P''') (5ος αιώνας π.Χ.), περιέχει κυρίως τελετουργικό υλικό. <br />
<br />
Η σύνθεση των πηγών αυτών για τον απαρτισμό της Πεντατεύχου πιστεύεται ότι ακολούθησε την εξής πορεία: Αρχικά ενώθηκαν οι πηγές '''J''' και '''Ε''' σ' ένα ενιαίο κείμενο ('''JΕ'''), στο οποίο κάποιος συντάκτης, που το επεξεργάσθηκε, ενσωμάτωσε την πηγή '''D'''. Έτσι προέκυψε η σύνθεση '''JED''', στην οποία αργότερα ένας άλλος συντάκτης πρόσθεσε την πηγή '''P''', με αποτέλεσμα να σχηματισθεί η τελική σύνθεση της Πεντατεύχου ('''JEDP''').<br />
<br />
Ασφαλώς, το σημαντικό ερώτημα που τίθεται είναι, ποια η σχέση του Μωυσή, που έζησε κατά τον 13ο αι. π.Χ., με την Πεντάτευχο, που η παράδοση του αποδίδει. Η απάντηση είναι πως ενώ είναι γνωστά η χρονολογία και το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκαν οι παραπάνω παραδόσεις, δεν είναι όμως γνωστή η πρώτη τους πηγή, η οποία για την ''Ελωχιμική'' και ''Γιαχβική'' παράδοση πρέπει να είναι κοινή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα τεμάχια της Πεντατεύχου τα οποία παρά τις διαφορές τους, φαίνεται ότι παρέχουν νομικά και λατρευτικά στοιχεία της ίδιας θρησκείας και λατρείας και ανάγονται στην εποχή της συστάσεως του ισραηλιτικού λαού. Εκεί όμως, δεσπόζουν τα γεγονότα του Σινά και κατά ομόφωνη διαχρονική συνείδηση, η παρουσία του Μωυσή ως θρησκευτικού αρχηγού και ερμηνευτή, ως ''"η ψυχή της Πεντατεύχου...Αυτό τον ιστορικό ρόλο θέλει να εκφράσει η παράδοση συνδέοντας την Πεντάτευχο με το όνομα του Μωυσή"''<ref>Φούντας, ''Γένεσις'', ό.π., σελ. 350.</ref>. Αν και θα ήταν μάταιο ''"να προσπαθήσωμεν να καθορίσωμεν την έκτασιν της πρώτης ταύτης καταγραφής"'', όμως μπορούμε να διαπιστώσουμε ''"την πρωταρχικήν μωσαϊκήν προέλευσιν των παραδόσεων"'' που έμειναν ''"αναπόσπαστοι εκ του βίου του λαού και...διετήρησαν τον ουσιαστικόν χαρακτήρα της μωσαϊκής των προελεύσεως"''<ref>Χαστούπης, ''Εισαγωγή...'', σελ. 204-205.</ref>.<br />
<br />
===Για την ''Έξοδο'' ειδικότερα===<br />
Η φιλολογική εξέταση του βιβλίου μαρτυρά ότι η παράδοση της ''Εξόδου'' δεν καταγράφτηκε αμέσως, αλλά σε διάφορες χρονικές περιόδους. Η τελική μορφή του βιβλίου, όπως αυτό παρουσιάζεται σήμερα, είναι πολύ μεταγενέστερη του 13ου αι. π.Χ. και στην πραγματικότητα, όπως οι επιστήμονες έχουν δείξει, έχει αποκρυσταλλωθεί μετά την [[Βαβυλώνια αιχμαλωσία]] (6ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με τους επιστήμονες, διακρίνονται τρεις κύριες πηγές στη σύνθεσή της, οι '''J''', '''E''' και '''P''' (βλ. πιο πάνω).<br />
<br />
==Γεγονότα που ξεχωρίζουν==<br />
* Η αποκάλυψη του [[Γιαχβέ|τετραγράμματου]] θείου ονόματος (''Έξ. 3:13-15''): ''"...Εγώ είμαι ο Ων...ο Θεός των πατέρων σας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ"'' (στ. 14).<br />
<br />
* Ο [[Δεκάλογος]] ή οι ''Δέκα εντολές'' (''Έξ. 20:1-17''). <br />
<br />
* Οι ''Δέκα πληγές του Φαραώ'' (''Έξ.'' κεφ. ''7-11'').<br />
<br />
* Ο νόμος της ανταπόδοσης (''Έξ. 21:24''): ''"οφθαλμόν αντί οφθαλμού οδόντα αντί οδόντος..."''.<br />
<br />
==Διάγραμμα περιεχομένου==<br />
Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από 40 κεφάλαια:<br />
<br />
Α΄ ΜΕΡΟΣ - Τα προ της εξόδου γεγονότα (1:1-12:26).<br />
* ''1:1-1:22'': Τα κατά των Ισραηλιτών μέτρα του νέου Φαραώ.<br />
* ''2:1-4:17'': Διάσωση, ανατροφή, φυγή στη [[Μαδιάμ]] και κλήση του Μωυσή.<br />
* ''4:18-7:13'': Μωυσής και [[Ααρών]] στον Φαραώ.<br />
* ''7:14-12:36'': Οι δέκα πληγές της Αιγύπτου, προετοιμασία για την αναχώρηση.<br />
<br />
Β΄ ΜΕΡΟΣ - Τα κατά την έξοδο μέχρι τη νομοδοσία (12:37-18:27).<br />
* ''12:37-15:21'': Αναχώρηση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, διάβαση της [[Ερυθρά θάλασσα|ερυθράς θάλασσας]] και επινίκιος ύμνος του [[Μωυσής|Μωυσή]].<br />
* ''15:22-17:7'': Θαυμαστή διατροφή των Ισραηλιτών στην έρημο.<br />
* ''17:8-18:27'': Η κατά των Αμαληκιτών νίκη, διορισμός Κριτών.<br />
<br />
Γ΄ ΜΕΡΟΣ - Η νομοδοσία και τα μετ' αυτήν (19:1-40:38).<br />
* ''19:1-20:26'': Θεοφάνεια και [[Δεκάλογος]].<br />
* ''21:1-23:32'': Διάφορες θρησκευτικές, ηθικές και κοινωνικές διατάξεις.<br />
* ''24:1-31:18'': Επικύρωση της διαθήκης, διατάξεις περί λατρείας, λατρευτικών σκευών, αμφιέσεων ιερέων, θυσιών, θυμιάματος και Σαββάτου.<br />
* ''32:1-40:38'': Αποστασία των Ισραηλιτών, ανανέωση της διαθήκης και λοιπές λατρευτικές διατάξεις και εισφορές προς κατασκευή της [[Σκηνή του Μαρτυρίου|σκηνής του Μαρτυρίου]], σκευών και εξαρτημάτων αυτής.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* Αγουρίδης Σάββας, ''Ιστορία της Θρησκείας του Ισραήλ'', Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995<br />
* Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, ''Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006<br />
* Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, ''Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', Αθήνα 1993 (c1936)<br />
* Χαστούπης Π. Αθανάσιος, ''Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986<br />
* Φούντας Ιερεμίας (Επίσκοπος Γόρτυνος), Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης - ''Έξοδος'', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005<br />
* David Noel Freedman, ''The Anchor Bible Dictionary'', New York: Doubleday, 1992<br />
* Gleason Leonard Archer, ''A Survey of Old Testament Introduction'', 3η έκδ., Moody Press, 1998<br />
* James Luther Mays et al., ''Harper's Bible Commentary'', San Francisco: Harper & Row, 1988<br />
* John Barton and John Muddiman, ''Oxford Bible Commentary'', New York: Oxford University Press, 2001<br />
<br />
<br />
{{Παλαιά Διαθήκη}}<br />
==Βλέπε επίσης==<br />
* [[Αγία Γραφή]]<br />
* [[Παλαιά Διαθήκη]]<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Παλαιά Διαθήκη]]<br />
<br />
[[en:Exodus]]<br />
[[ro:Cartea Ieşirii]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%88%CE%B9%CF%82_%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%BF%CF%85&diff=18919Αποκάλυψις Ιωάννου2010-10-02T16:04:34Z<p>Magda: /* Βλέπε επίσης */ +en</p>
<hr />
<div>{{επέκταση}}<br />
Η '''Αποκάλυψις Ιωάννου''' είναι ένα από τα 27 βιβλία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]].<br />
<br />
==Εισαγωγικά==<br />
<br />
==Συγγραφέας, τόπος, χρόνος==<br />
<br />
==Διάγραμμα περιεχομένου==<br />
Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από 22 κεφάλαια:<br />
<br />
* ''κεφ. 2-3'': Οι επιστολές προς τις εφτά εκκλησίες της Μ. Ασίας.<br />
* ''4:1-8:1'': Οι εφτά σφραγίδες.<br />
* ''8:2-11:19'': Οι εφτά σάλπιγγες.<br />
* ''κεφ. 12-14'': Διωγμός της εκκλησίας από τον δράκοντα και από τα δύο θηρία.<br />
* ''κεφ. 15-16'': Οι εφτά χρυσές φιάλες.<br />
* ''17:1-20:6'': Η νίκη του Μεσσία επί του Σατανά.<br />
* ''20:7-22:5'': Ο καινούργιος κόσμος του Θεού.<br />
* ''22:6-21'': Επίλογος: τονίζεται πλησιάζει ο καιρός και ο Κύριος έρχεται. Το βιβλίο τελειώνει με την προσευχή της εκκλησίας ''"Αμήν, έρχου Κύριε Ιησού"''.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* Αγουρίδης Σάββας, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991<br />
* Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'', 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Α', Αθήνα 2003<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Β', Αθήνα 2003<br />
* David Arthur deSilva, ''An Introduction to the New Testament: Contexts, Methods and Ministry Formation'', InterVarsity Press, 2004<br />
* Donald Guthrie, ''New Testament Introduction'', Inter-Varsity Press, 1990<br />
* David Noel Freedman, ''The Anchor Bible Dictionary'', New York: Doubleday, 1992<br />
<br />
<br />
{{Καινή Διαθήκη}}<br />
<br />
==Βλέπε επίσης==<br />
* [[Αγία Γραφή]]<br />
* [[Καινή Διαθήκη]]<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη|*]]<br />
<br />
[[en:Book of Revelation]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A6%CE%B9%CE%BB%CE%AE%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1&diff=18918Προς Φιλήμονα2010-10-02T16:02:49Z<p>Magda: /* Βλέπε επίσης */ +en, ro</p>
<hr />
<div>{{επέκταση}}<br />
Η επιστολή '''προς Φιλήμονα''' είναι ένα από τα 27 βιβλία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]].<br />
<br />
==Εισαγωγικά==<br />
<br />
==Συγγραφέας, τόπος, χρόνος==<br />
<br />
==Διάγραμμα περιεχομένου==<br />
Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από 25 στίχους:<br />
<br />
* ''στίχ. 1-3'': Προοίμιο.<br />
* ''στίχ. 4-7'': Η αγάπη και η πίστη του Φιλήμονα.<br />
* ''στίχ. 8-22'': Η αδερφική παράκληση για τον Ονήσιμο.<br />
* ''στίχ. 23-25'': Ασπασμοί και τελική ευλογία.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* Αγουρίδης Σάββας, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991<br />
* Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'', 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Α', Αθήνα 2003<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Β', Αθήνα 2003<br />
* David Arthur deSilva, ''An Introduction to the New Testament: Contexts, Methods and Ministry Formation'', InterVarsity Press, 2004<br />
* Donald Guthrie, ''New Testament Introduction'', Inter-Varsity Press, 1990<br />
* David Noel Freedman, ''The Anchor Bible Dictionary'', New York: Doubleday, 1992<br />
<br />
<br />
{{Καινή Διαθήκη}}<br />
<br />
==Βλέπε επίσης==<br />
* [[Αγία Γραφή]]<br />
* [[Καινή Διαθήκη]]<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
* [[Απόστολος Παύλος]]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη|*]]<br />
<br />
[[en:Book of Philemon]]<br />
[[ro:Epistola către Filimon a Sfântului Apostol Pavel]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%84%CE%B1%CF%82&diff=18917Προς Γαλάτας2010-10-02T16:01:53Z<p>Magda: /* Βλέπε επίσης */ +en</p>
<hr />
<div>{{επέκταση}}<br />
Η επιστολή '''προς Γαλάτας''' είναι ένα από τα 27 βιβλία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]].<br />
<br />
==Εισαγωγικά==<br />
<br />
==Συγγραφέας, τόπος, χρόνος==<br />
<br />
==Διάγραμμα περιεχομένου==<br />
Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από 6 κεφάλαια:<br />
<br />
* ''1:11-2:21'': Η ανεξαρτησία του [[Απόστολος Παύλος|Παύλου]] από ανθρώπινες αυθεντίες και η εξάρτηση του μόνο από τον [[Χριστός|Χριστό]].<br />
* ''3:1-4:31'': Αγιογραφική θεμελίωση του ευαγγελίου που κήρυξε ο Παύλος στη Γαλατία.<br />
* ''5:1-6:10'': Η εν Χριστώ ελευθερία από τον Μωσαϊκό Νόμο, η ελευθερία αυτή όμως δεν σημαίνει ασυδοσία.<br />
* ''6:11-18'': Επίλογος, στον οποίο ανακεφαλαιώνονται όλα τα θέματα της επιστολής.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* Αγουρίδης Σάββας, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991<br />
* Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'', 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Α', Αθήνα 2003<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Β', Αθήνα 2003<br />
* David Arthur deSilva, ''An Introduction to the New Testament: Contexts, Methods and Ministry Formation'', InterVarsity Press, 2004<br />
* Donald Guthrie, ''New Testament Introduction'', Inter-Varsity Press, 1990<br />
* David Noel Freedman, ''The Anchor Bible Dictionary'', New York: Doubleday, 1992<br />
<br />
<br />
{{Καινή Διαθήκη}}<br />
<br />
==Βλέπε επίσης==<br />
* [[Αγία Γραφή]]<br />
* [[Καινή Διαθήκη]]<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
* [[Απόστολος Παύλος]]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη|*]]<br />
<br />
[[en:Galatians]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CF%81%CE%AC%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%91%CF%80%CE%BF%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%BB%CF%89%CE%BD&diff=18916Πράξεις των Αποστόλων2010-10-02T15:59:48Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ +en, ro</p>
<hr />
<div>{{επέκταση}}<br />
Οι '''Πράξεις των Αποστόλων''' είναι ένα από τα 27 βιβλία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]].<br />
<br />
==Εισαγωγικά==<br />
<br />
==Συγγραφέας, τόπος, χρόνος==<br />
<br />
==Διάγραμμα περιεχομένου==<br />
Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από 28 κεφάλαια:<br />
<br />
* ''1:1-8'': Προοίμιο. <br />
* ''1:9-12'': Η ανάληψη του Κυρίου.<br />
* ''1:13-14'': Η πρώτη χριστιανική κοινότητα.<br />
* ''1:15-26'': Η εκλογή του δωδεκάτου αποστόλου Μαθθία.<br />
* ''2:1-47'': Τα γεγονότα κατά την Πεντηκοστή.<br />
* ''3:1-5:42'': Δράση των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου.<br />
* ''6:1-8:3'': Η κοινότητα των Ελληνιστών και ο Στέφανος.<br />
* ''8:4-40'': Ευαγγελισμός της Σαμάρειας και ο αιθίοπας ευνούχος.<br />
* ''9:1-31'': Η θεία κλήση του Σαύλου.<br />
* ''9:32-11:30'': Ευαγγελισμός της Ιουδαίας.<br />
* ''12:1-25'': Ο διωγμός της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.<br />
* ''13:1-15:35'': Η πρώτη ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου και Βαρνάβα και η αποστολική σύνοδος.<br />
* ''15:36-18:22'': Η δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου.<br />
* ''18:23-21:14'': Η τρίτη ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου.<br />
* ''21:17-26:32'': Αιχμαλωσία του Παύλου στα Ιεροσόλυμα και φυλάκιση στην Καισαρεία.<br />
* ''27:1-28:31'': Μεταφορά του Παύλου: αιχμαλωσία και δράση στην Ρώμη.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* Αγουρίδης Σάββας, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991<br />
* Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'', 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Α', Αθήνα 2003<br />
* Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Β', Αθήνα 2003<br />
* David Arthur deSilva, ''An Introduction to the New Testament: Contexts, Methods and Ministry Formation'', InterVarsity Press, 2004<br />
* Donald Guthrie, ''New Testament Introduction'', Inter-Varsity Press, 1990<br />
* David Noel Freedman, ''The Anchor Bible Dictionary'', New York: Doubleday, 1992<br />
<br />
<br />
{{Καινή Διαθήκη}}<br />
<br />
[[en:Acts of the Apostles]]<br />
[[ro:Faptele Apostolilor]]<br />
<br />
==Βλέπε επίσης==<br />
* [[Αγία Γραφή]]<br />
* [[Καινή Διαθήκη]]<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
* [[Απόστολος Παύλος]]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη|*]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%AC_%CE%9C%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF%CE%BD_%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%BD&diff=18915Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον2010-10-02T15:56:20Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ +ro</p>
<hr />
<div>Το '''Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον''' είναι ένα από τα 4 πρώτα βιβλία του [[Βιβλικός κανόνας|Κανόνα]] της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]] (και ένα εκ των τριών [[Συνοπτικά Ευαγγέλια|Συνοπτικών Ευαγγελιών]]), του 2ου μέρους δηλ. της χριστιανικής [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής]] το οποίο κατέγραψε ο [[Εβραίος]] ευαγγελιστής ''Μάρκος''.<br />
<br />
Με το βιβλίο αυτό που θεωρείται το αρχαιότερο των τεσσάρων, ο Μάρκος γίνεται εισηγητής ενός νέου φιλολογικού είδους στην παγκόσμια φιλολογία, αυτό του ευαγγελίου. Ο σκοπός του φιλολογικού είδους που λέγεται [[Ευαγγέλιο]] είναι να διηγηθεί τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής και του θανάτου του Ιησού, να εκθέσει το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά σημεία της νέας θρησκείας, του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]], και ενώ δεν παραβλέπει την ιστορικότητα της αφήγησης, την υπερβαίνει και αποβαίνει αισιόδοξο μήνυμα ο οποίο το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, ο [[Ιησούς Χριστός]], απευθύνει στον άνθρωπο κάθε εποχής.<br />
<br />
==Η παράδοση του Ευαγγελίου και του Ευαγγελιστή==<br />
<br />
Ο τίτλος, ''Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον'' δεν οφείλεται στον ίδιο το συγγραφέα, αλλά μαρτυρείται από τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και εκφράζει την πίστη της εκκλησίας ότι το ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε από τον ''Μάρκο'', τον οποίο ομόφωνα η παράδοση της εκκλησίας και οι περισσότεροι από τους νεώτερους ερευνητές ταυτίζουν με τον ''Ιωάννη Μάρκο'', για τον οποίο γίνεται λόγος στις [[Πράξεις των Αποστόλων ]] καθώς και σε επιστολές της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]]. Το ευαγγέλιο αυτό, ανήκει μαζί με τα ευαγγέλια του [[Ευαγγέλιο του Ματθαίου|Ματθαίου]] και του [[Ευαγγέλιο του Λουκά|Λουκά]] στον κύκλο των [[Συνοπτικά Ευαγγέλια|συνοπτικών ευαγγελίων]]. Είναι συντομότερο από τα άλλα δύο και το αρχαιότερο. <br />
<br />
Ο Ιωάννης, που κατά τη συνήθεια της εποχής να παίρνουν οι Ιουδαίοι και ένα δεύτερο όνομα ελληνικό ή ρωμαϊκό ονομαζόταν και ''Μάρκος'', ήταν γιος μιας εύπορης χριστιανής ονόματι Μαρίας, η οποία διέθετε το προφανώς ευρύχωρο σπίτι της στην [[Ιερουσαλήμ]] για τις συνάξεις των χριστιανών. Ορισμένοι παλαιότεροι ερμηνευτές δέχονται ότι στο σπίτι αυτό έλαβε χώρα το τελευταίο δείπνο του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]] με τους μαθητές του και ότι ο άνθρωπος, ''"ο κεράμιον ύδατος βαστάζων"'' (''Μάρκ. 14:13''), ο οποίος θα έδειχνε στους δύο μαθητές που έστειλε ο Ιησούς για την προετοιμασία του δείπνου το ''"ανώγαιον μέγα εστρωμένον έτοιμον"'' (''14:15''), ήταν ο ''Ιωάννης Μάρκος''.<br />
<br />
Ό Μάρκος συνεργάσθηκε με τους δύο κορυφαίους αποστόλους [[Απόστολος Παύλος|Παύλο]] και [[Απόστολος Πέτρος|Πέτρο]] στη διάδοση του ευαγγελίου. Αρχικά τον συναντούμε μαζί με τον Βαρνάβα (του οποίου ήταν ''ανεψιός'') στην πρώτη περιοδεία του Παύλου (''Πράξ. 12:25'', ''13:13''), στην αρχή της δεύτερης περιοδείας (''Πράξ. 15:37'' εξ), ενώ αργότερα βρίσκεται πάλι ο Μάρκος κοντά στον Παύλο κατά το χρόνο που γράφει ο απόστολος τις επιστολές της αιχμαλωσίας (''Κολ. 4:10, ''Φιλήμ. 24'') και τέλος μνημονεύεται στην ''Α' Πέτρ. 5:17'' και στη ''Β' Τιμ. 4:11''.<br />
<br />
Σύμφωνα με την παράδοση, στο ευαγγέλιο του ο Μάρκος ερμηνεύει και αποδίδει τη διδασκαλία του [[Απόστολος Πέτρος|Πέτρου]] την οποία έγραψε στη Ρώμη, σε ελληνική γλώσσα. Η σύνταξη του ευαγγελίου από τον Μάρκο μαρτυρείται ήδη από τον [[Παπίας Ιεραπόλεως|Παπία Ιεραπόλεως]] σύμφωνα με τον οποίο, ο Μάρκος ''"ερμηνευτής Πέτρου γενόμενος"'', κατέγραψε όσα παρακολούθησε από το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου.<br><br />
Η μεταγενέστερη εκκλησιαστική παράδοση ότι στο χωρίο ''Μκ. 14:51-52'' ο αναφερόμενος νεανίσκος που ''"καταλιπών την σινδόνα γυμνός έφυγεν"'', ταυτίζεται προς τόν Μάρκο, συγκρούεται με την μαρτυρία του Παπία, σύμφωνα με τον οποίο, ο Μάρκος ''"ούτε ήκουσεν του κυρίου ούτε παρηκολούθησεν αυτώ"''.<br />
<br />
===Το τέλος του κατά Μάρκον Ευαγγελίου===<br />
<br />
Οι τελευταίοι στίχοι του ''κατά Μάρκον'' (''16:9-20'') αν και βρίσκονται σε όλα τα μεταγενέστερα χειρόγραφα, λείπουν όμως από τα αρχαιότερα. Στο ερώτημα, για ποιο λόγο το κατά Μάρκον να τελειώνει τόσο απότομα (αν το τέλος είναι στο Μκ 16:8 ''"...και ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γαρ"'') υπάρχουν πολλές ερμηνείες:<br />
<br />
* Ο ευαγγελιστής για άγνωστη αιτία διέκοψε την αφήγηση με σκοπό να τη συνεχίσει αργότερα, όμως δεν κατάφερε να την τελειώσει<br />
* Ο στίχος ''16:8'' αποτελεί ηθελημένα το τέλος του Ευαγγελίου<br />
* Η αφήγηση συνεχιζόταν και μετά τον στίχο ''16:8'' αλλά δεν σώθηκε λόγω κάποιου τυχαίου γεγονότος<br />
<br />
Αυτή η τελευταία λύση, θεωρείται από πολλούς αρκετά πιθανή.<br />
<br />
==Ύφος και γλώσσα==<br />
<br />
Η γλώσσα, στην οποία γράφει ο ευαγγελιστής, είναι η καθομιλούμενη της εποχής. Πολλές από τις λέξεις που χρησιμοποιεί δεν τις συναντούμε σε λόγια κείμενα της εποχής. Επίσης η γλώσσα του Μάρκου χαρακτηρίζεται από πλεονασμούς (π.χ. ''από μακρόθεν'', ''εκ παιδιόθεν'' κ.ά.), από προτίμηση προς τα υποκοριστικά (''κυνάρια'', ''ψυχία'' κ.ά.), από αραμαϊσμούς ή και αραμαϊκές εκφράσεις (''ταλιθά'', ''αββά'', ''ελωί'', ''λεμά σαβαχθανί''), από λατινισμούς ή λατινικές λέξεις (''λεγεών'', ''σπεκουλάτωρ'', ''κεντυρίων'', ''κουστωδία'') και μερικές φορές ο Μάρκος επεξηγεί ελληνικούς όρους με τους αντίστοιχους λατινικούς για διευκόλυνση των αναγνωστών του.<br />
<br />
Όπως έχει παρατηρηθεί, όταν κάποιος διαβάζει το Ευαγγέλιο του Μάρκου έχει την εντύπωση ότι το ύφος του είναι περισσότερο προφορικό παρά γραπτό.<br />
<br />
==Παραλήπτες, τόπος και χρόνος συγγραφής==<br />
<br />
Αναμφίβολα, το ''κατά Μάρκον Ευαγγέλιο'' απευθύνεται σε χριστιανούς που ήταν πρώην εθνικοί και που ζουν έξω από την Παλαιστίνη. Έτσι, τα ιουδαιο-χριστιανικά στοιχεία που συναντάμε π.χ. στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου δεν υπάρχουν εδώ, αφού το Ευαγγέλιο του Μάρκου δεν προϋποθέτει αναγνώστες εξοικειωμένους με την [[Παλαιά Διαθήκη]]. Αυτό φαίνεται από τα θέματα που απουσιάζουν όπως:<br />
<br />
:* Η διαχρονική αξία του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης<br />
:* Ο αποκλεισμός των Σαμαρειτών και των εθνικών εκ της ιεραποστολής<br />
:* Η επεξήγηση των ιουδαϊκών εθίμων και συνηθειών<br />
:* Η Παρασκευή ως ημέρα προηγουμένη του Σαββάτου<br />
:* Η μετάφραση αραμαϊκών λέξεων και φράσεων<br />
<br />
Ως τόπος συγγραφής ήδη από τους αρχαίους χρόνους θεωρείται η [[Ρώμη]] (''Κλήμης Αλεξ., Ιερώνυμος, Εύσέβιος''), ενώ η άποψη του [[ιωάννης Χρυσότομος|Χρυσοστόμου]] ότι γράφηκε στην Αλεξάνδρεια φαίνεται μεμονωμένη και χωρίς υποστηρικτές.<br />
<br />
Για τον χρόνο συγγραφής του Ευαγγελίου οι απόψεις κινούνται μεταξύ του 48-52 μ.Χ. (δηλ. η καταγραφή του τοποθετείται μετά την Αποστολική Σύνοδο και μέχρι το τέλος της δεύτερης περιοδείας του Παύλου) και του 65 μ.Χ. (αν γίνει δεκτή η άποψη ότι έχει σκοπό να ενθαρρύνει την πίστη των χριστιανών σε καιρό διωγμού και ίσως γράφτηκε κατά το διωγμό του Νέρωνα, περί το 65 μ.Χ.)<br />
<br />
==Διάγραμμα περιεχομένου==<br />
<br />
Με βάση τα γεωγραφικά πλαίσια και τα βασικά ιστορικά γεγονότα, το διάγραμμα του περιεχομένου είναι:<br />
<br />
* '''Η δράση του Ιησού στη [[Γαλιλαία]]''' (''1:14 - 9:50'')<br />
<br />
::Αρχή της δημόσιας δράσης του Ιησού (''1:14-34'')<br />
::Πρώτη περιοδεία του Ιησού ανά τη Γαλιλαία (''1:35-45'')<br />
::Η περίοδος της συγκρούσεως (''2:1 - 3:6'')<br />
::Δεύτερο στάδιο της δράσης του Ιησού στη Γαλιλαία (''3:7 - 7:23'')<br />
::Τρίτο στάδιο της δράσης του Ιησού στη Γαλιλαία (''7:24 - 9:50'')<br />
<br />
* '''Η δράση του Ιησού στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ, το πάθος και ο επί του σταυρού θάνατος''' (''10:1 - 15:41'')<br />
<br />
::Προς την Ιερουσαλήμ και στην Ιουδαία (''10:1-52'')<br />
::Στην Ιερουσαλήμ και οι τελευταίες εκεί διδασκαλίες (''11:1 - 13:37'')<br />
::Τα γεγονότα πριν το πάθος και ο σταυρικός θάνατος (''14:1 - 15:41'')<br />
<br />
* '''Τα μετά το πάθος και τα κατά την ανάσταση γεγονότα''' (''15:42 - 16:20'')<br />
<br />
Με βάση την σταδιακή αποκάλυψη του Μεσσία, το περιεχόμενο διαιρείται ως εξής:<br />
<br />
:* Οι μεσσιανικές απαρχές. Ο Πρόδρομος του Μεσσία, η βάπτιση, οι πειρασμοί (''Μκ. 1:1-13'')<br />
:* Τα θαύματα του Μεσσία και η σύγκρουση του προς τους εκπροσώπους της παλιάς θρησκευτικής τάξης (''Μκ. 1:14-3:6)<br />
:* Δημιουργία του νέου λαού του Θεού. Αποκάλυψη του μυστηρίου της βασιλείας του Θεού με παραβολές και θαύματα (Μκ. 3:7-5:43)<br />
:* Απόρριψη του Μεσσία από τον Ισραήλ. Στροφή προς τους εθνικούς. Αποκάλυψη της βασιλείας του Θεού και στους εθνικούς (6:1-8:26)<br />
:* Αποκάλυψη του πάθους του Μεσσία προς τους μαθητές (8:27-10:52)<br />
:* Είσοδος στην Ιερουσαλήμ και τελευταίες διδασκαλίες πριν από το πάθος (11:1-13:37)<br />
:* Το πάθος και η ανάσταση (14:1-16:8)<br />
:* Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού (16:9-20)<br />
<br />
==Η Ορθόδοξη παράδοση για το τέλος του ευαγγελιστή==<br />
<br />
Ο Ευσέβιος Καισαρείας (''Εκκλησιαστική Ιστορία, II.16'') αναφέρει ότι ο Μάρκος μετέβη από τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης και εκεί μαρτύρησε αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους της πόλης.<br><br />
Η μνήμη του τιμάται από την Ανατ. [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] στις 25 Απριλίου.<br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
<br />
* ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', Αγουρίδης Σ., Γρηγόρης, 1991<br />
* ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'', Καραββιδόπουλος Ι., Πουρναράς, 1998<br />
* ''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'' Τόμοι Α' & Β', Βούλγαρης Χρ., Αθήνα, 2003<br />
* ''Exploring the New Testament'', Dunnett, W. M., Crossway Books, 2001<br />
* ''Wiersbe's expository outlines on the New Testament'', Wiersbe, W. W., Victor Books, 1992<br />
* ''New Testament introduction'' (4th rev. ed.), Guthrie, D., Inter-Varsity Press, 1996<br />
* ''The Wycliffe Bible commentary: New Testament'', Pfeiffer, C. F., Moody Press, 1962<br />
<br />
<br />
<br />
{{Καινή Διαθήκη}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη]]<br />
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Κ]]<br />
<br />
[[fr:Évangile selon saint Marc]]<br />
[[ro:Evanghelia după Marcu]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82_%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82&diff=18914Ευαγγελιστής Ιωάννης2010-10-02T15:45:43Z<p>Magda: /* Διαβάστε επίσης */ +ru</p>
<hr />
<div>{{Άγιος<br />
| Όνομα = Ευαγγελιστής Ιωάννης<br />
| Εικόνα = [[Image:John the Theologian.jpg|180px]]<br />
| Όνομα Εικόνας = Ο απόστολος Ιωάννης<br />
| ΗμερομηνίαΓέννησης = 1ος αιώνας, ''Γαλιλαία''<br />
| ΗμερομηνίαΚοίμησης = περ. 104 μ.Χ., ''Έφεσος''-''Μικρά Ασία''<br />
| ΗμερομηνίαΕορτής = [[Πρότυπο:8 Μαΐου|8 Μαΐου]]<br />
| Ημερομηνίες = 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος<br />
| Τίτλος = [[Απόστολος]]<br />
}}<br />
Ο '''Απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης''' ή '''Ιωάννης ο θεολόγος''', ήταν ένας εκ των μαθητών και [[απόστολοι|αποστόλων]] του [[Χριστός|Ιησού Χριστού]]. Είναι ο συγγραφέας του [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον|τετάρτου και εκτενούς ευαγγελίου]] καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου της [[Αποκάλυψις Ιωάννου|Αποκαλύψεως]] και [[Καθολικές Επιστολές|τριών καθολικών επιστολών]]. Πήρε την ονομασία θεολόγος εξ αιτίας των υψηλών θεολογικών νοημάτων του ευαγγελίου που συνέγραψε και συγκεκριμένα της σημαντικής χριστολογίας που ανέπτυξε. Υπήρξε από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Κυρίου, ο οποίος διακρινόταν για την αγάπη του και για το οικουμενικό πνεύμα της διδασκαλίας του. Μετά την φυγή του από τα Ιεροσόλυμα κήρυξε κυρίως στη Μικρά Ασία και κοιμήθηκε εν ειρήνη σε μεγάλη ηλικία, πιθανώς στην πόλη της Εφέσου.<br />
<br />
==Βίος==<br />
===Καινή Διαθήκη===<br />
<br />
Ο Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του [[Απόστολος Ιάκωβος (Ζεβεδαίου)|Ιακώβου]], ο οποίος αποκεφαλίστηκε το 44 στα Ιεροσόλυμα από τον Ηρώδη Αγρίππα (''Πράξεις 12, 2''). Μητέρα του ήταν η Σαλώμη (''Ματθαίος 27, 56. Μάρκος 15, 40'') η οποία αναφέρεται από τον ίδιο το Ιωάννη ως αδελφή της [[Θεοτόκος|Θεοτόκου]]. Επειδή όμως αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από τα υπόλοιπα ευαγγέλια, εικάζεται πως ήταν αδελφή του Ιωσήφ και άρα κουνιάδα της<ref>Γλαβίνας, Οι δώδεκα Απόστολοι, σελ. 71</ref>. Ο ίδιος ήταν ψαράς στο επάγγελμα και πιθανώς ανήκε σε εύπορη οικογένεια, αφού οικογενειακώς διέθεταν σκάφος αλιείας και μισθωτούς (''Μάρκος 1, 20''). Ήταν επίσης ακόλουθος του [[Ιωάννης ο Πρόδρομος|Ιωάννη του βαπτιστή]] κάτι που δείχνει τη θρησκευτική φύση του και τις μεσσιανικές του ανησυχίες. <br />
<br />
Μέσα από τα κείμενα της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]] λαμβάνουμε, σε σχέση με τους περισσότερους Αποστόλους, σχετικά αρκετές πληροφορίες. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Κύριος είχε αποκαλέσει τον ίδιο και το αδελφό του βοανεργές δηλαδή ''"Υιούς τους βροντής"''. Σύμφωνα με τον [[Κύριλλος Αλεξανδρείας|Κύριλλο Αλεξανδρείας]] και τον [[Ευθύμιος Ζιγαβηνός|Ευθύμιο Ζιγαβηνό]] αυτό ειπώθηκε για την υψηλή θεολογική σκέψη τους<ref>Κύριλλος Αλεξανδρείας, PG 76, 16. Ευθύμιος Ζιγαβηνός PG 129, 729</ref>, αλλά σύμφωνα με άλλους ερευνητές αυτό ίσως να προδίδει και τη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία τους<ref>Γλαβίνας, Οι δώδεκα Απόστολοι, σελ. 72</ref>. Μερικά περιστατικά από το βίο των αδελφών επίσης δεικνύουν ότι ίσως ανήκαν στο κίνημα των ζηλωτών. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Μάρκου (''10, 35-45'') όπου τα δύο αδέλφια παρακάλεσαν τον Ιησού να τους δώσει εξέχουσα θέση στην επίγεια βασιλεία που θα ίδρυε, παρανοώντας το πραγματικό νόημα της βασιλείας που εννοούσε. Λίγο αργότερα και πριν μπει στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς, οι μαθητές οδηγήθηκαν σε ένα χωριό Σαμαρειτών, οι οποίοι όμως δεν τους δέχτηκαν. Τότε οι Ιωάννης και Ιάκωβος ζήτησαν από τον Κύριο να ρίξει φωτιά στην πόλη, όπως είχε κάνει ο [[Προφήτης Ηλίας|προφήτης Ηλίας]], για να τους εξολοθρεύσει (''Λουκάς 9, 51-56'').<br />
<br />
Πρέπει να τονιστεί πως ο Ιωάννης ήταν αρχικώς παρών μαζί με τον [[Απόστολος Ανδρέας|Ανδρέα]], στην επαφή του Ιησού με τους μέλλοντες μαθητές Του, όπου μάλιστα τον επισκέφτηκαν και στο σπίτι που διέμενε συζητώντας για πολλή ώρα (''Ιω. 1, 39-40''). Ο Ιωάννης μετά την κλήση του από τον Κύριο χωρίς δισταγμό άφησε την αλιεία και τον ακολούθησε (''Ματθαίος 4, 21-22. Μάρκος 1, 19-20. Λουκάς 5, 1-11''), ενώ μαζί με τον [[Απόστολος Πέτρος|Πέτρο]] και τον Ιάκωβο αποτέλεσε το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Ο Κύριος μάλιστα έδειχνε να τον εμπιστεύεται απερίφραστα, αφού σε αυτόν και τον Πέτρο έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το [[Μυστικός Δείπνος|Μυστικό Δείπνο]] (''Λουκάς 22, 8''), ενώ του εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της μητέρας Του (''Ιω. 20, 4''). Σημαντικό επίσης επεισόδιο που δείχνει τη μεγάλη οικειότητα και αγάπη που του είχε ο Κύριος είναι το περιστατικό του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Πέτρος απευθύνθηκε σε αυτόν να μεσολαβήσει, ώστε να μάθουν ποιος θα τον προδώσει. Ύστερα από τη σύλληψη του Ιησού ο Ιωάννης τον ακολούθησε μέχρι το γνωστό του αρχιερέα Καϊάφα όπου μάλιστα μεσολάβησε να περάσει και ο Πέτρος (''Ιω. 18, 16''). Κάτι τέτοιο δείχνει πως πιθανώς ο Ιωάννης ανήκε σε υψηλή κοινωνική τάξη<ref>Πατρώνος, Ελληνισμός και χριστιανισμός, σελ. 117-118</ref>. Στις Πράξεις επίσης βλέπουμε πως οι Πέτρος και Ιωάννης συνεργάζονταν στο ιεραποστολικό έργο αρκετές φορές. Έτσι μαζί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του συνεδρίου διακηρύσσοντας την πίστη τους (''Πράξεις 4, 1-23''). Ο Παύλος τέλος ονομάζει τιμητικά τους Πέτρο, [[Ιάκωβος ο αδελφόθεος|Ιάκωβο αδελφόθεο]] και Ιωάννη στύλους (''Γαλάτας 2, 9'').<br />
<br />
===Εξωγραφικές πηγές===<br />
<br />
Η αρχαία παράδοση της εκκλησίας γενικώς διασώζει πολλές πληροφορίες για τον Ιωάννη. Κατά τον [[Τερτυλλιανός|Τερτυλλιανό]], ο Απόστολος διώχτηκε στη Ρώμη. Οι διώκτες του μάλιστα τον έβαλαν σε ένα δοχείο με καυτό λάδι, από όπου βγήκε αβλαβής<ref>De praescriptione haereticorum, 36</ref>. Στο διωγμό του Δομετιανού εξορίστηκε στην Πάτμο και εκεί έγραψε την Αποκάλυψη. Μετά το θάνατο του Δομετιανού πήγε στην Έφεσο όπου έγραψε το ευαγγέλιο και έδρασε μέχρι το θάνατο του. Ο Ειρηναίος, προγενέστερος του Τερτυλλιανού, αναφέρει πως ο απόστολος ζούσε στη δυτική Μικρά Ασία μέχρι τα χρόνια του Τραϊανού (98-117), πως έγραψε το ευαγγέλιο στην Έφεσο και πως ο Πολύκαρπος Σμύρνης διετέλεσε μαθητής του και ο Παπίας ακροατής του<ref>Κατά Αιρέσεων 2, 22, 5 και 3, 4</ref>. Κατά τον Ιερώνυμο, ο Ιωάννης έφτασε σε τόσο μεγάλη ηλικία ώστε να μη μπορεί να πηγαίνει μόνος του στο ναό και γι αυτό τον πήγαιναν οι μαθητές του, ενώ δεν είχε πια δύναμη ούτε να κηρύττει<ref>Υπόμνημα προς Γαλάτας, κεφ. 6</ref>. Ο Ειρηναίος τέλος μας διασώζει ιστορία που δείχνει πόσο πολύ αποστρεφόταν τους [[Αίρεση|αιρετικούς]]. Κατ αυτή την ιστορία όταν έμαθε κάποτε ότι ο αιρετικός [[Γνωστικισμός|γνωστικός]] [[Κήρινθος]] είχε μπει στα λουτρά, προέτρεψε τους μαθητές του να φύγουν αμέσως από εκεί για να μην πέσει η στέγη πάνω τους<ref>Κατά Αιρέσεων 3, 3, 4</ref>.<br />
<br />
Ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο το 7ο έτος της βασιλείας τους Τραϊανού<ref>Ευσέβιος Εκκλησιαστική Ιστορία 3, 23</ref>, περίπου δηλαδή το 104, σε ηλικία πιθανώς πάνω από 100 ετών. Το γεγονός αυτό δημιούργησε διάφορους θρύλους, όπως ότι τελικά δεν πέθανε αλλά ότι αναλήφθηκε, όπως οι Ηλίας και Ενώχ<ref>Αυγουστίνος, Εις το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον 124</ref>. Επίσης πρέπει να αναφερθεί, πως οπωσδήποτε δεν ευσταθεί η άποψη ότι μαρτύρησε<ref>Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 77</ref>, παρά τις όποιες ιστορικές αναφορές των [[Φίλιππος Σιδήτης|Φιλίππου Σιδήτη]] και [[Γεώργιος Αμαρτωλός|Γεωργίου Αμαρτωλού]].<br />
<br />
===Ο Ιωάννης ο «πρεσβύτερος»===<br />
<br />
Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησε του ερευνητές έχει να κάνει με την ύπαρξη ενός προσώπου ονομαζόμενου "Ιωάννη Πρεσβυτέρου". Η διάκριση των δύο προσώπων, δηλαδή πρεσβυτέρου και θεολόγου, στηρίζεται στις περιγραφές του [[Παπίας Ιεραπόλεως|Παπία Ιεραπόλεως]] που διασώζει ο ιστορικός Ευσέβιος<ref>Ευσέβιος, Εκκλησιαστική ιστορία, 3, 39, 2-7</ref>. Συγγραφέας του Ευαγγελίου και της Αποκάλυψης, κατ αυτή την πηγή, δεν είναι ο Ιωάννης ο θεολόγος που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο νωρίς, αλλά άλλος Ιωάννης, ο επονομαζόμενος πρεσβύτερος, που ήταν μαθητής και αυτός του Κυρίου και αυτόπτης μάρτυρας του βίου Του. Μάλιστα μερικοί ερευνητές μας αναφέρουν πως δε γίνεται ο Ιωάννης να είναι φορέας μίας τόσο υψηλής χριστολογίας, αφού μαρτύρησε -σύμφωνα πάντα με τους ίδιους ερευνητές- το πολύ μέχρι το 70. Επίσης ισχυρίζονται πως προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν οι απουσίες αναφορών τόσο από τον [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνάτιο]], όσο και από τον [[Πολύκαρπος Σμύρνης|Πολύκαρπο]], στις επιστολές τους προς Εφεσίους και Φιλιππησίους αντίστοιχα. <br />
<br />
Παρόλα αυτά η σημερινή επιστημονική έρευνα δε συνηγορεί προς μία τέτοια κατεύθυνση<ref>Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 78</ref><ref>Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 186: Εμέσως αναφέρεται η διακριτότητα των δύο προσώπων</ref>. Οι αιτιολογίες μάλιστα που αναφέρθηκαν ανωτέρω μάλλον παρουσιάζονται αδύναμες, καθώς αφενός δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεται αναφορά του ονόματος μέσω των επιστολών αυτών, αφετέρου η υψηλή χριστολογία του τετάρτου ευαγγελίου είναι κάτι φυσιολογικό αφού το ευαγγέλιό του εγράφη σε αρκετά ώριμη ηλικία, έχοντας αυξημένες θεολογικές γνώσεις<ref>Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 75</ref>. Άλλωστε ο ίδιος δε μαρτύρησε, αλλά πέθανε σε βαθιά γεράματα όπως μας αναφέρει η πλειοψηφία των αρχαίων συγγραφέων, με μερικούς από αυτούς να υπομνηματίζουν και τη συγγραφή του Ευαγγελίου ([[Ειρηναίος Λουγδούνου]]<ref>Κατά Αιρέσεων 2, 22, 5 και 3, 4</ref>, [[Τερτυλλιανός]]<ref>De praescriptione haereticorum, 36</ref>, [[Ιερώνυμος]]<ref>Υπόμνημα προς Γαλάτας, κεφ. 6</ref>).<br />
<br />
Συνοπτικά θα λέγαμε πως ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του τετάρτου ευαγγελίου, πως έδρασε στη Μικρά Ασία και οπωσδήποτε την Έφεσο και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, κοιμώμενος με φυσικό και όχι μαρτυρικό τρόπο<ref>Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 78</ref>.<br />
<br />
==Θεολογία==<br />
===Γενικά===<br />
<br />
Το Ευαγγέλιο και οι επιστολές του Ιωάννη απαρτίζουν μία θεολογική συλλογή, την οποία τη χαρακτηρίζει μία ιδιαιτερότητα. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι η κυριαρχία του Λόγου, δηλαδή η χριστολογία<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 103</ref>. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, σωτηριολογικά, εκκλησιολογικά, ανθρωπολογικά, βυθίζονται μέσα στο κεφάλαιο χριστολογία. Βέβαια η χριστολογία είναι το μείζον θέμα και των συνοπτικών ευαγγελιστών, αλλά εδώ θα λάβει μία μοναδική διάσταση, μία διαφορετική προσέγγιση και προοπτική, μία σαφώς πιο πνευματική και θεολογική μορφή και όχι τόσο ιστορική. Αυτό πιθανώς συνέβη διότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη συνεγράφη αρκετά αργότερα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να έχει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα των αναγκών της εκκλησιαστικής κοινότητας, αλλά και των προκλήσεων του περιβάλλοντος το οποίο σταδιακά πλέον συνδιαμορφωνόταν με τη χριστιανική διδασκαλία. Η έξοδος λοιπόν της εκκλησίας στον ελληνιστικό κόσμο είχε συνέπειες, έδωσε όμως συνάμα και νέες προοπτικές στον ευαγγελικό λόγο, με τον Ιωάννη όχι μόνο να έχει επίγνωση του γεγονότος αυτού, αλλά να είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τις πρώτες παραχαράξεις της αποστολικής διδασκαλίας<ref>Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, τ.1, σελ. 164</ref><ref>S. Johnson, The theology of the Gospels, London 1966, παγε 65-66</ref>.<br />
<br />
===Χριστολογία===<br />
====Η έννοια του Λόγου στη Ιωάννεια θεολογία. Ο ρόλος των μυστηρίων====<br />
Η βασική αρχή που διέπει τη χριστολογία του Ιωάννη είναι πως ο Χριστός μόνος φανερώνει το Θεό και εξηγεί τα περί Θεού (''Ιω. 1, 18''). Απώτερος σκοπός δε των "σημείων" Του, είναι να πιστέψει ο κόσμος ότι είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού (''Ιω. 20, 31''). Ο Χριστός μπορεί και αποκαλύπτει το Θεό, διότι είναι ο Λόγος του. Η έννοια του Λόγου εδώ λαμβάνεται τόσο από την ελληνική φιλοσοφία, όσο και από τη ιουδαϊκή παράδοση αφού ήδη την είχε χρησιμοποιήσει ο [[Φίλων ο Ιουδαίος|Φίλων ο Ιουδαίος]]. Η έννοια όμως λαμβάνει μία τελείως διαφορετική διάσταση καθώς στην περίπτωσή του δεν είναι απλώς μία ανυπόστατη δύναμη του Θεού, όπου χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η συστατική και θεραπευτική των όντων θεία δύναμη, όπως στην περίπτωση του Φίλωνα<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 104</ref>. Διαφοροποίηση μάλιστα υπάρχει και από την έννοια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού εκεί κατανοείται ως συνεκτική δύναμη του κόσμου και του ανθρώπου με το θεό<ref>Ηράκλειτος, Περί φύσεως, H. Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, Zurich-Berlin, 1964, page 150</ref>. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση ο λόγος δεν είναι ούτε [[πρόσωπο]], ούτε δημιουργός. Την έννοια του λόγου τη βλέπουμε επίσης στον Πλάτωνα, που την θεωρεί ως θεμελιακό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στον Αριστοτέλη, που υπογραμμίζεται πως η κατάκτηση του λόγου είναι ανθρώπινο ίδιον και συνάμα θεμέλιο της αρετής και της ευδαιμονίας και τη Στοά που είχε ανθρωπολογικό και κοσμολογικό περιεχόμενο<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 104-105</ref>. Έτσι λοιπόν η θεολογία της έννοιας του Λόγου λαμβάνει μία πραγματικά νέα διάσταση, που παρά την εξωτερική σύγκλειση και δανεισμό, έχει ένα νέο σαφές θεολογικό περιεχόμενο. Ο Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο δημιουργός του σύμπαντος, το φως και η ζωή της ανθρωπότητας, ο οποίος ενανθρωπήστηκε για τη σωτηρία του κόσμου.<br />
<br />
Ο τίτλος Λόγος βέβαια έχει περιορισμένη χρήση στη γραμματεία του Ιωάννη αφού περιορίζεται στον πρόλογο του ευαγγελίου του, μία φορά στην πρώτη επιστολή του (''1,1'') και μία φορά στην Αποκάλυψη (''19, 13''). Είναι χαρακτηριστική όμως και πολύ σημαντική η χρήση της έννοιας στην Ιωάννεια θεολογία και επίσης πολύ εμφατική στην ομολογία του προλόγου του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου:<br />
<br />
:''"Α´\ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο."'' (1, 1-18).<br />
<br />
Ο Ιωάννης σε αυτό το ομολογιακό κατ ουσίαν κείμενο αναφέρει πως ο Λόγος είναι προαιώνιος και θείος, ότι είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Ο Ιησούς Χριστός είναι η ζωή και το φως και είναι σαφώς Θεός. Ο κόσμος λοιπόν ήλθε σε ύπαρξη δια μέσω του Λόγου. Ο κόσμος όμως αν και ήλθε σε ύπαρξη δια του Λόγου δεν είχε συνείδηση του γεγονότος αυτού και της δυνάμεως αυτού (ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω) και μάλιστα ο ίδιος ο λαός του τον αρνήθηκε (ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον). Ο Λόγος αυτός της Παλαιάς Διαθήκης ενσαρκώθηκε, σε μία συγκλονιστική ενοίκηση, απτή και ορατή (εθεασάμεθα τη δόξα αυτού). Σαφής είναι ο στόχος του Ιωάννη εδώ, να αποκρούσει κάθε τάση [[Δοκητισμός|δοκητισμού]]<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 106</ref>. Η έλευση μάλιστα του Ιησού συνιστά πλήρωση του αποκαλυπτικού έργου του Θεού όπως δόθηκε στο Μωϋσή. Τελειώνει μάλιστα με μία εκπληκτική δήλωση η οποία δείχνει τη σαφή διασύνδεση και το ρόλο του Λόγου στην [[Παλαιά Διαθήκη]]. Το Θεό κανείς δεν είδε ποτέ αναφέρει ο Ιωάννης. Είναι ακατάληπτος και αόρατος, αλλά γίνεται γνωστός με τη θεία ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος ως μονογενής υιός, που είναι θεός και υπάρχει στους κόλπους του Πατρός, είναι ο μόνος ικανός να Τον φανερώνει και να Τον εξηγεί.<br />
<br />
Εδώ λοιπόν φανερώνεται η θεία υπόσταση του Λόγου, προκειμένου να αναφερθεί η υπόσταση του προαιώνιου Υιού του Θεού<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107</ref>. Στόχος τελικά του Ιωάννη, στη χρήση αυτού του όρου είναι να κατασταθεί σαφές ότι ο εναθρωπήσας Λόγος και ο προαιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού, ο οποίος ενήργησε ποικιλοτρόπως κατά την Παλαιά Διαθήκη για το σχέδιο της θείας οικονομίας, είναι ο ίδιος<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107</ref>. Ο Λόγος αυτός ο οποίος έχει άναρχη ύπαρξη προς τον Πατέρα, είναι ο Μεσσίας, τον οποίον είδαν αυτοπτώς οι μαθητές Του. Είναι αυτός που θα έρθει εν δόξη για να δώσει τέλος στην ανθρώπινη τραγωδία (''Αποκ. 19, 11-16'').<br />
<br />
Ο Ιησούς κατά τον Ιωάννη είναι Θεός (''Ιω. 1, 1'') και αυτή η θεότητα σφραγίζεται από την ιδιάζουσα σχέση με τον [[Θεός Πατήρ|πατέρα]] του (''Ιω. 5, 19-23''). Μάλιστα το γεγονός ότι ο υιός έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη να επιτελέσει το έργο του Πατρός είναι δείγμα της ισότητάς του με τον Πατέρα<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107</ref>, ενώ επιβεβαιώνεται και από το ότι όποιος πιστέψει σε αυτόν θα βρει ζωή αιώνιο, ενώ όποιος απειθεί ''"ουκ όψεται ζωήν"'' (Ιω. 3, 35). Ο Υιός μάλιστα είναι ανενδεής και παντογνώστης (''Ιω. 16, 30''), στον οποίο ο Πατέρας έδωσε κάθε δύναμη (''3, 35''). Ο ίδιος είναι παντοδύναμος καθώς δεν είναι απλώς δημιουργός του παντός, αλλά γνωρίζει τα παρελθόντα (''4, 17''), την εσωτερική κατάσταση ων ανθρώπων (''2, 24-25'') να διακρίνει καταστάσεις από μακριά (''1, 42. 47-50''). <br />
<br />
Στη θεολογία του Ιωάννη όμως βλέπουμε και μία υψηλή διδασκαλία που δε μένει σε απλά ηθικά κριτήρια, αλλά σε μία υψηλή χαρισματική, οντολογική πραγματικότητα. Ο Ιησούς δεν κάνει απλό κατηχητικό έργο, αλλά ανοίγει το δρόμο για την ένωση και την κοινωνία με το Θεό<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 109</ref>. Η διδασκαλία του άλλωστε για τον άρτο της ζωής αξιολογείται προς την κατεύθυνση της διάνοιξης αυτής της σχέσης. Αυτή λοιπόν η σχέση πραγματώνεται με τα [[Ιερά Μυστήρια|μυστήρια]], όπως ακριβώς μυστηριακή ήταν και η θεία ενσάρκωση. Το [[βάπτισμα]] λοιπόν έχει θεμέλιο την ενσάρκωση (''3, 1-15'') που ανοίγει τη θύρα της βασιλείας του ουρανού (''3, 5''), ενώ η [[Θεία Ευχαριστία]] είναι το νέο μάννα που θρέφει το νέο Ισραήλ. Ο άρτος αυτός είναι ο ίδιος ο Ιησούς, άρτο τον οποίο αν δε φάγει ο κόσμος δε θα βρει αιώνια ζωή (''6, 30-58''), ενώ όποιος δε φάει από τη σάρκα Του δε θα έχει μέσα του τον Κύριο (''6, 56'') και άρα δεν θα επιτελείται αυτή η μυστική ένωση. Καταλαβαίνουμε δηλαδή εδώ, πως ο ευαγγελιστής μιλά για τα μυστήρια ως μία κατάσταση που πραγματώνει τη σχέση ανθρώπου και Θεού<ref>Νίκος Ματσούκας, Ορθοδοξία και αίρεση, σελ. 54</ref>.<br />
<br />
====Η σχέση Πατρός-Υιού====<br />
Η σπουδαιότητα της θεολογίας του Ιωάννη έγκειται στον εγκαινιασμό μίας νέα τάσης. Πέρα δηλαδή της ταύτισης του ευαγγελίου με τον Ιησού και την απόδοση της έννοιας Λόγος στον Κύριο με απώτερο σκοπό όπως καταδείχτηκε στην ταυτοποίηση και απόδοση σαφούς υπόστασης προς το δεύτερο πρόσωπο της [[Αγία Τριάδα|Αγίας Τριάδας]], την επιτομή της σχέσης μεταξύ Πατρός και Υιού. Γι αυτο και η θεολογία του είναι πρωτοποριακή αν και δεν αποτελεί μία αντικειμενοποιημένη διδασκαλία, την οποία καλείται να ακολουθήσει ο κάθε πιστός για μία ανεπανάληπτη σχέση<ref>Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 112</ref>. Η θεολογία του Ιωάννη σαφώς διαχωρίζει όμως την επιτομή αυτή σε δύο στάδια. Την έννοια της εσωτερικής σχέσης των δύο προσώπων, δηλαδή της θεολογικής σχέσης, καθώς και της εξωτερικής (ad extra), δηλαδή της οικονομικής.<br />
<br />
Το ευαγγέλιο λοιπόν ταυτίζεται με τον Κύριο και η υποστατικότητα αυτού τονίζεται με τον εμφατικό βιβλικό τρόπο με την έννοια του ''"εγώ ειμί"''. Η φράση είναι σαφώς βιβλική καθότι ο Θεός διαβεβαίωσε τον Μωυσή στη βάτο ότι ''"εγώ ειμί ο ων"'' (''Έξοδος 3, 14''). Επίσης δηλώνει και στον ισραηλιτικό λαό πως ''"Εγώ ειμί ο θεός, και ουκ εστίν άλλος"'' (''Ησαΐας 45, 22'') και ''"άκουέ μου, Ιακώβ και Ισραήλ, ον εγώ καλώ. Εγώ ειμί πρώτος, και εγώ ειμί εις τον αιώνα"'' (''Ησαΐας 48, 12''). Εδώ λοιπόν ο Θεός ομιλεί με υποστατικό τρόπο. Και ο Θεός που ομιλεί δεν είναι άλλος από τον άσαρκο Λόγο, που φανερώνει και τον Πατέρα<ref>Νίκος Ματσούκας, Ορθοδοξία και Αίρεση, σελ. 89</ref>. Ο Ιωάννης συνάμα μας αναφέρει με σαφήνεια περισσότερες από δέκα ομολογίες του Κυρίου ο οποίος αναφέρει επίσης το ''"εγώ ειμί"'' (Ιω. ''4, 25-26. 6, 35. 8, 12. 8, 24. 8, 28. 10, 7-9'' κ.α.). Είναι σαφές λοιπόν από τις δηλώσεις αυτές ότι η φανέρωση του Θεού δε στηρίζεται απλώς σε εικόνες και προτάσεις αλλά σε σαφή άμεση γνώση αφού ο Ιησούς, δεν είναι απλώς ένας ψιλός άνθρωπος, αλλά ο θεός ο οποίος ''"Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·"'' (''Α΄ Ιωάννου 1, 1-2'').<br />
<br />
Γι αυτό και ο Πατέρας με τον Υιό είναι συνεργοί. Ο Πατήρ έστειλε τον Λόγο και δεν τον άφησε μόνο (''8, 29''). Τον απέστειλε ως μονογενή του υιό για να πιστεύσει ο κόσμος και να σωθεί (''3, 16-17''). Ο Υιός είναι συνδημιουργός του κόσμου όπως είδαμε αφού μάλιστα ο Υιός ποιεί όσα ο πατήρ ποιεί (5, 19). Ο Πατέρας μάλιστα ''"πάντα έδωκεν τη χειρί αυτού"'' (''3, 35'') και είναι συναΐδιοι (''1, 1-2''). Ο Πατήρ τελικά δοξάζεται εν των Υιώ (''14, 13'') και το αντίθετο (''17, 22'') και γι αυτό και στο πρόσωπο του Ιησού οι άνθρωποι βλέπουν το Πατέρα που είναι και οι δύο αχώριστοι. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής στο στόμα του Κυρίου:<br />
<br />
:''"ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα"'' (''14, 9'')<br />
:''"πιστεύετέ μοι οτι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί"'' (''14, 11'').<br />
:''"εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν"'' (''10, 30'')<br />
<br />
Γι αυτο και: <br />
<br />
:''"ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν μαρτυρίαν ἐν αὐτῷ· ὁ μὴ πιστεύων τῷ Θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν, ὅτι οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία, ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐστιν. ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει."'' (''Α΄ Ιωάννη 5, 10-12'').<br />
<br />
Η κοινωνία αυτή Πατρός και Υιού έχει πολύ σπουδαία σημασία διότι η αιώνια ζωή συντελείται στους κόλπους της θείας ενότητας κατά τον Ιωάννη (''Α΄ Ιωάννου 2, 24-25''). Η βάση λοιπόν όλης της Ιωάννειας θεολογίας στηρίζεται στο ότι ο Πατέρας και ο Υιός κατά την ουσία και το έργο είναι ένα<ref>Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 115</ref>. Μπορεί εδώ να μην υπάρχουν οι φιλοσοφικοί όροι ουσία-φύση-πρόσωπο-υπόσταση, όμως είναι σαφείς οι εικόνες που μας προσδίδει ο Ιωάννης για μία τέτοια σχέση όπως ανωτέρω δείχτηκε. Γι αυτό και ο Ευαγγελιστής μας επισημαίνει πως:<br />
<br />
:''"Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ."''.<br />
<br />
Συνάμα όμως με τη θεολογική σχέση, η οποία εξετάστηκε ανωτέρω, ο Ιωάννης εγκαινιάζει και τη σχέση της λεγόμενης οικονομικής τριάδος. Είναι χαρακτηριστικό ζητούμενο το οποίο διαφοροποιεί την ορθόδοξη και πατερική ανατολική θεολογία από τη θεολογία της Δύσης. Η θεολογία του Ιωάννη, τονίζει αυτή τη διαφορά η οποία οδηγεί στη σαφή διάκριση θεολογίας και οικονομίας, μία διαφορά που δεν διείδε ορθώς η δυτική χριστιανοσύνη με αποτέλεσμα τη θεολόγηση του Φιλιόκβε.<br />
<br />
Σύμφωνα με τον Ιωάννη λοιπόν ο Ιησούς έχει αποσταλεί από τον Πατέρα στον κόσμο όχι για να επιτελέσει το ίδιο έργο, αλλά για να τελειώσει το κοινό τους έργο (''10, 36''). Είναι λοιπόν απεσταλμένος του Πατρός και τίποτα δεν επιτελεί αφ εαυτού, καθώς ποιεί όσα διδάχτηκε από τον πατέρα (''2, 28''). Η αποστολή όμως αυτή διαφέρει σαφώς από την αποστολή των προφητών, ενώ είναι δείγμα της αγάπης Του (''Α΄ Ιωάννου 4, 9-10''). Ο Υιός λοιπόν είναι αυτός ο οποίος επιτελεί τα έργα το Πατρός ανταποκρινόμενος σε μια μοναδική αποστολή, κάτι το οποίο αποδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους.Βάση μάλιστα της οικονομικής θεώρησης είναι και εσχατολογική προοπτική του κηρύγματός του, αφού εν συνεχεία, μετά τη δική του αποστολή, ο ίδιος θα ζητήσει από τον πατέρα να στείλει το παράκλητο [[Άγιο Πνεύμα|Πνεύμα]] (''14, 16-17'') για να ολοκληρώσει το έργο, όπου θα μείνει με την ανθρωπότητα στον αιώνα.<br />
<br />
Πολλές φορές στην θεολογία του Ιωάννη, προτάσσεται η έκφραση του Κυρίου, ότι ο Πατήρ είναι μείζον του Ιησού (''Ιω. 14, 28''), με στόχο να καταδειχτεί κάποιου είδους κατωτερότητα του Υιού, έναντι του Πατρός ή και διαφορά φύσεως. Όπως όμως είδαμε ανωτέρω, σε πολλά σημεία ο Κύριος διατυπώνει με σαφήνεια την ισοδυναμία του και την ομοούσιότητά του, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται κάποιου είδους αντίφαση. Κατά την πατερική θεώρηση όμως δεν υφίσταται. Η έννοια μείζον αφορά τον Πατέρα, ως προς το αίτιο<ref>Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγοι θεολογικοί, 40, 43, PG 36, 420BC</ref><ref>Μέγας Αθανάσιος, Κατά Αρειανών 1, 58 PG 26, 133B</ref>, καθώς ο Πατήρ γεννά αενάως τον Υιό. Ο Πατήρ λοιπόν ως αίτιο της γέννησης του Υιού, καλείται μείζον κάτι που προκύπτει στη βάση του διαχωρισμού αΐδιας και οικονομικής τριάδος<ref>Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογια Β΄, σελ. 100</ref>.<br />
<br />
===Πνευματολογία===<br />
<br />
Η πνευματολογία στη θεολογία του Ιωάννη εντάσσεται στα πλαίσια της [[Εσχατολογία|εσχατολογίας]]. Είναι φανερό πως όταν Εκείνος θα απέλθει, θα αποσταλεί ο παράκλητος, για να μείνει ανάμεσά τους ''"καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα"'' (''14, 16-17''). Η πνευματολογία μάλιστα του Ιωάννη εντάσσεται στο όλο θεολογικό του οικοδόμημα ως ολοκληρωμένη πνευματολογία<ref>Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 115</ref>. Το Πνεύμα λοιπόν κατά τον Ιωάννη είναι πρόσωπο, το οποίο διακρίνεται από τον Υιό και τον πατέρα ''"ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς·"'' (''16, 7''). Όπως ο Υιός εστάλη από τον πατέρα έτσι και ο παράκλητος θα εκπορευθεί από τον Πατέρα (''15, 26''). Το Πνεύμα αυτό όμως δεν είναι μία απλή δύναμη, έχει υπόσταση και είναι το πνεύμα της αληθείας (''14, 17'') γιατί κατά την ουσία του είναι αλήθεια<ref>Σκουτέρης, ανθ.αν., σελ. 116</ref>. Όπως λοιπόν ο Υιός είναι αλήθεια και το Πνεύμα είναι αλήθεια, αλλά συνάμα ο Υιός και το Πνεύμα διδάσκουν (''7, 14. 14, 26''), μαρτυρούν (''8, 14. 15, 26''), κρίνουν και ελέγχουν τον κόσμο για να οδηγήσουν στη σωτηρία (''3, 17-20. 16, 7-11''). Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα εκφράζουν και επιτελούν τα έργα του Πατρός (''14, 10. 16, 13''). Ακριβώς λοιπόν μέσα από αυτές τις περικοπές διακρίνεται πως ενώ υπάρχει υποστατική διάκριση, υπάρχει ταυτότητα ενεργειών. Η ενέργεια τελικά των τριών προσώπων είναι μία<ref>Σκουτέρης, ανθ.αν., σελ. 117</ref>. Γι αυτό και με την έλευση του Αγίου Πνεύματος έρχεται ο ίδιος ο Χριστός, όπως ακριβώς με την παρουσία του Χριστού είναι συγχρόνως δεδομένη και η παρουσία του Πατρός (''14, 10-11'').<br />
<br />
Η έννοια μάλιστα παράκλητος δηλώνει τον παρηγορητή, το διδάσκαλο, τον καθοδηγό και το σύμβουλο. Ο Χριστός όμως επίσης υπήρξε παράκλητος, γι αυτό και αναφέρει πως θα έλθει άλλος παράκλητος (''14, 16''). Το Πνεύμα λοιπόν αυτό δοξάζει τον Υιό και χαριτώνει τους Αποστόλους για να συνεχίσουν το αγιαστικό έργο του Σωτήρα (''20, 22-23''). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι:<br />
<br />
*Το Άγιο Πνεύμα είναι η ενεργός δύναμη για την ιεραποστολή της εκκλησίας κι η βάση της αυθεντίας της (''20, 21-23'').<br />
*Το Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίζει τη λατρεία και είναι βάση της μυστηριακής ζωής. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης ''"ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν."'' (4, 23-24). Η είσοδος μάλιστα στη βασιλεία των ουρανών είναι έργο του Πνεύματος, αφού όποιος δε γεννηθεί άνωθεν, δηλαδή εν Πνεύματι Αγίω δεν θα εισέλθει στη βασιλεία (''3, 5''), γι αυτό και το πνεύμα είναι ζωή (6, 63).<br />
<br />
===Εκκλησιολογία===<br />
<br />
Παρότι ο Ιωάννης στο ευαγγέλιο του δε χρησιμοποιεί τον όρο εκκλησία, αλλά και την εξιδιασμένη χρήση της αναφοράς της στην Αποκάλυψη (''Αποκ. 1, 4, 20. 2, 1, 8, 12'') είναι περισσότερο από όλους τους ευαγγελιστές ενήμερος για την ύπαρξη και τη θέση της εκκλησίας, ως σώμα που λειτουργεί σε αντιδιαστολή με την κοινωνία των Ιουδαίων<ref>C. K. Barret, The Gospel according to st. John, London 1962 page 78</ref>. Ο Ιωάννης μάλιστα καταγράφει όχι μόνο την ιστορική, αλλά πρωτίστως τη θεολογική διάσταση των δύο μεγεθών. Ο Χριστός λοιπόν είναι η απαρχή μια νέας κατάστασης, την οποία οι Ιουδαίοι απέρριψαν με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός αυτής. Αντιθέτως όσοι πίστεψαν ''"τέκνα Θεού γενέσθαι"'' (''1, 11-12''). Παρατηρούμε λοιπόν πως στον Ιωάννη υπάρχει μία διαλεκτική ένταση μεταξύ του παλαιού και του νέου. Έτσι παρατηρούμε πως η απιστία μεταλλάσσει τα τέκνα του Αβραάμ (''8, 41-42'') σε τέκνα διαβόλου (''8, 44''), ενώ αντιθέτως όσοι πιστεύουν στον Κύριο μαθητές του και μέτοχοι της αλήθειας θα αποβούν (''8, 31-32''). Κρηπίδα της εμφάνισης της εκκλησίας είναι το πάθος και ο θάνατός του, που στην Ιωάννεια θεολογία έχει αποφασιστική σημασία για την ύπαρξή της. Και αυτό διότι στη νέα αυτή κατάσταση οι πιστοί δέχονται το Άγιο Πνεύμα (''14, 16-26. 15, 26. 16, 7''). Στην θεώρηση αυτή δεν παραθεωρεί και την ύπαρξη των Αποστόλων. Αυτοί λοιπόν κλήθηκαν να μαρτυρήσουν (''15, 27'') περί αυτού και να δώσουν καρπό μένοντα (''15, 16''). Έχουν λοιπόν την ευθύνη της μεταδόσεως του ευαγγελικού λόγου. Είναι υπεύθυνοι για να συνάξουν τα τέκνα του Θεού που είναι διασκορπισμένα (''11, 52'') και να τα οδηγήσουν στην πίστη που συνεπάγεται υιοθεσία (''1, 12''). Στην υιοθεσία ο άνθρωπος οδηγείται μέσω μία νέας πνευματικής αναγέννησης (''3, 5'') που δεν είναι μία απλή ηθική κατάσταση αλλά μια απτή πραγματικότητα και συντελείται μέσω του βαπτίσματος. Έτσι τα μυστήρια συνδέονται με ένα σαφή εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Το [[βάπτισμα]] και η [[Θεία Ευχαριστία]] τελικά ενσωματώνουν το μέλος στην εκκλησία και την καινή ζωή. Αυτή η καινή ζωή νοείται μόνο με ενσωμάτωση στο ίδιο το σώμα της εκκλησίας, που είναι συνάμα και το σώμα του ζώντος Χριστού. Γι αυτό και μόνο η βρώση "σώματος και αίματος" οδηγούν τον άνθρωπο στην αιώνια ζωή, αφού όποιος φάει από τη σάρκα του Κυρίου θα ενωθεί με τον Κύριο, κατά τον τρόπο που κοινωνεί αυτός με τον πατέρα (''6, 57''). Στα ίδια πλαίσια πρέπει να κατανοούνται κατά αναλογία οι παραβολές του Κυρίου. Οι παραβολές του καλού ποιμένα (''10, 1-16'') και της αμπέλου (''15, 1-10'') καταδεικνύουν τον τύπο της σχέσης του ιδρυτού της εκκλησίας και του ποιμνίου. Αυτός λοιπόν είναι ο ποιμήν ο καλός που θα δώσει τη ζωή του υπέρ των προβάτων, ενώ ο Κύριος είναι και η άμπελος. Όποιος λοιπόν είναι εκτός της αμπέλου και άρα το Χριστό, που συνεπάγεται την εκκλησία, αδυνατεί να βρει ζωή και να καρποφορήσει.<br />
<br />
===Ανθρωπολογία===<br />
Η κεντρική πτυχή της ανθρωπολογίας του Ιωάννη είναι η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα κάτω από τη θεία επίβλεψη<ref>F.MBrown, Jean le Theologien. Sa theologien. le Christ, notre seigneur, hier, aujourd'hui, toujours, Paris 1972, σελ. 206</ref>. Ο σαρκωθείς Υιός άλλωστε έχει ''"εξουσία πάσης σαρκός"'' (''17, 2''). Η έλευσή Του στον κόσμο απέβλεπε στον επαναπροσανατολισμό του ανθρώπου, στην πνευματική αναγέννησή του. Έτσι ο Χριστός, ενώνοντας την θεϊκή φύση με την ανθρώπινη, την εμβολιάζει με τα στοιχεία της θείας φύσης, τα οποία υψώνουν τον άνθρωπο σε άλλο επίπεδο ύπαρξης<ref>Σκουτέρης, ανθ.αν., σελ. 121</ref>. Σκοπός λοιπόν είναι να επιχειρηθεί μια πρώτη διατύπωση κάποιας χριστιανικής ανθρωπολογίας. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, όσοι λαμβάνουν Αυτόν, τους δίδεται η εξουσία να κληθούν τέκνα του (''1, 12''). Αυτή η υιοθεσία όμως δεν εννοείται ως μία γέννηση εξ αίματος, αλλ εκ Θεού (''1, 13'') η οποία θέτει ως θεμέλιο την πίστη στον Χριστό (''1, 12''). Ο άνθρωπος λοιπόν εγκεντριζόμενος πλέον στο σώμα της ζωής, που είναι ο Χριστός, μέσα από τη νέα γέννηση, το βάπτισμα, οδηγείται στη γνώση της αλήθειας που τον ελευθερώνει από την αμαρτία (''8, 44''). Εκτός λοιπόν της χριστιανικής ζωής ο άνθρωπος είναι δέσμιος της αμαρτίας. Η γέννηση κατά τον Ιωάννη προϋποθέτει την πίστη, τη γνώση της αλήθειας, αλλά και την αγάπη (''Α΄ Ιωάννη 3, 14-18''), τη δικαιοσύνη (''Α΄ Ιωάννη 2, 29'') και τα αγαθά έργα (''Α΄ Ιωάννη 5, 2-3''). Αυτές οι αλήθειες όμως έχουν οικουμενικό χαρακτήρα, διότι στην ανθρωπολογία του δε χωρά φυλετική διάκριση, αφού η παρουσία του Χριστού ανακεφαλαιώνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ώστε οι πάντες να είναι κληρονόμοι της νέας πραγματικότητας<ref>Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 123</ref>. Άλλωστε το απολυτρωτικό έργο του Ιησού προσφέρεται εξίσου σε Ιουδαίους και Σαμαρείτες. Έτσι τελικά ο άνθρωπος στη θεολογία του Ιωάννη δεν είναι μία αυτοτελής οντότητα, αλλά μια οντότητα που προσδιορίζει τη ύπαρξη της σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού, γι αυτό και είναι βαθύτατα θεοκεντρική<ref>ο.π.</ref>.<br />
<br />
===Εσχατολογία===<br />
Η εσχατολογία του Ιωάννη, όπως και κάθε τι στη θεολογία του, προσδιορίζεται από την εμφάνιση του Λόγου. Η εμφάνιση του Λόγου λοιπόν πλουτίζει την ιστορία με το έσχατο και το υπέρ-ιστορικό<ref>C. K. Barret, ενθ.αν., σελ. 56</ref>. Το έσχατο στην περίπτωση του Ιωάννη, δε δηλώνει όπως στη συνήθη σχολαστική θεολογία τα τέλη της ιστορίας, αλλά τη δυναμική που αποκτά η ιστορία από τη στιγμή του πλουτισμού της από το θεάνθρωπο. Γι αυτό και μας επισημαίνει ο ευαγγελιστής πως ''"έρχεται ώρα και νυν εστί"'' (''Ιω. 4, 23. 5, 25'') . Το έσχατο της ιστορίας λοιπόν είναι εδώ και τώρα, αλλά συνάμα το αναμενόμενο και προσδοκώμενο. Υπάρχει λοιπόν σύγκλιση του παρόντος και του εσχάτου<ref>Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 123</ref>. Έτσι αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κύριος: ''"ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται"'' (5, 25). <br />
<br />
Η εσχατολογία λοιπόν του Ιωάννη βασίζεται σε τρία θεμέλια: α. την εξουσία του Υιού, β. την έννοια της ζωής, γ. την κρίση, που ενώ έρχεται είναι συνάμα δυναμικά παρούσα. <br />
<br />
Ο Χριστός λοιπόν είναι η πηγή της ζωής, γι αυτό και όποιος ακούει τον Υιό μεταβαίνει από το θάνατο στη ζωή (''5, 24-29'') καθώς ο λόγος του είναι ρήματα ζωής αιωνίου (''6, 68''). Η ζωή αυτή η αιώνιος όμως είναι συνέπεια της κρίσεως, αφού κρίση είναι το φως που ήλθε στον κόσμο (''3, 19''). Η δε κρίση συμβαίνει τώρα, καθώς ο διάβολος θα εκβληθεί έξω από τον κόσμο (''12, 31''). Αυτή η κρίση όμως δεν πρέπει να νοείται με ανθρώπινα κριτήρια διότι ο Κύριος ήλθε να σώσει το κόσμο και όχι να τον κρίνει (''3, 17''). Στην πραγματική λοιπόν προσωπική ιστορία του κάθε πιστού, πραγματώνεται η υπέρβαση της κρίσεως και η μετάβαση στην εν Χριστώ ύπαρξη (''5, 24''). Θα υπάρξει όμως και η τελική κρίση του κόσμου. Αυτή θα είναι μία καθολική κρίση που θα οδηγήσει στη μέλλουσα και αιώνιο ζωή. Η Αποκάλυψη αποτυπώνει σαφώς το θεολογικό πρίσμα της εσχατολογίας του Ιωάννη<ref>Ε. Cothenet, Revelation. Apokalypse de Saint Jean, DS, 13, σελ. 453-482</ref>. Ο Ιωάννης λοιπόν με συμβολικές εικόνες δείχνει την εσχατολογική πορεία του ανθρωπίνου γένους μέσα σε μια τραγική πορεία. Στο τέλος ο θρίαμβος της θεϊκής δύναμης είναι αναπόφευκτος. Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές, καθώς προηγείται της αιωνίου βασιλείας παγκόσμια κρίση. Τα έργα και οι ημέρες τις ανθρωπότητας στέκονται ενώπιον του θρόνου του Θεού, που τώρα εν δόξη εμφανίζεται στην ιστορία. Οι εγγραμμένοι στη βίβλο τη ζωής εισέρχονται στη βασιλεία των ουρανών, αντιθέτως όσοι εκλείπουν, θα βρεθούν εκτός χάριτος. Η μέλλουσα λοιπόν ζωή για τον Απόστολο είναι η εν Χριστώ πληρότητα της ζωής. Οι δούλοι του αρνίου θα κοινωνούν μαζί Του και θα βλέπουν το πρόσωπό του: ''"καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων"'' (''Αποκ. 22, 1-5'').<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
<br />
*Απόστολος Γλαβίνας, ''"Οι Δώδεκα Απόστολοι"'', Τέρτιος, Κατερίνη 1993.<br />
*Κωνσταντίνος Σκουτέρης, ''"Ιστορία των Δογμάτων"'', τόμος Α΄, Έκδοση ιδιωτική, Αθήνα 1999.<br />
<br />
==Διαβάστε επίσης==<br />
<div style="font-size:95%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><br />
*[[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον]]<br />
*[[Αποκάλυψις Ιωάννου]]<br />
*[[Eπιστολή Ιωάννου Α']]<br />
*[[Eπιστολή Ιωάννου Β']]<br />
*[[Eπιστολή Ιωάννου Γ']]<br />
*[[Καθολικές Επιστολές]]<br />
</div><br />
<br />
<br />
<br />
{{Απόστολοι}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Άγιοι|Ιωάννης]]<br />
[[Κατηγορία:Απόστολοι|Ι]]<br />
[[Κατηγορία:12 Απόστολοι|Ι]]<br />
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς|Ι]]<br />
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Ι]]<br />
[[Κατηγορία:1ος αιώνας|Ι]]<br />
<br />
<br />
[[ar:يوحنا]]<br />
[[en:Apostle John]]<br />
[[fr:Jean le Théologien]]<br />
[[mk:Свети Јован Богослов]]<br />
[[ro:Apostolul Ioan]]<br />
[[ru:Иоанн Богослов]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%92%CE%BF%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%B9%CE%B1:%CE%86%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82_%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CF%89%CE%BD&diff=6574Βοήθεια:Άδειες Εικόνων2008-06-25T14:04:29Z<p>Magda: /* Δείτε επίσης */ en</p>
<hr />
<div>Ακολούθως είναι κάποιοι βασικοί κανόνες που διέπουν την '''πολιτική χρήσης εικόνων''' στη OrthodoxWiki. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για την ύπαρξη κάθε ενός από αυτούς.<br />
<br />
==Βασικοί κανόνες==<br />
# Να έχετε πάντοτε στο νου σας τα [[OrthodoxWiki:πνευματικά δικαιώματα|πνευματικά δικαιώματα]] όταν ανεβάζετε εικόνες. '''Απαγορεύεται η ανάρτηση υλικού που παραβιάζει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας οποιουδήποτε φορέα.''' Εικόνες που αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία μπορούν να αναρτηθούν μόνο όταν υπάρχει άδεια από το δημιουργό τους για να χρησιμοποιηθούν στη OrthodoxWiki (με όρους ή χωρίς) ή όταν πληρούνται τα [[OrthodoxWiki:Κριτήρια εύλογης χρήσης|Κριτήρια εύλογης χρήσης]].<br />
# Χρησιμοποιήστε την σελίδα περιγραφής εικόνας για να περιγράψετε μια εικόνα και τα πνευματικά της δικαιώματα.<br />
# '''Πάντα να σημειώνετε την εικόνα με μια [[OrthodoxWiki:Πινακίδες πνευματικών δικαιωμάτων|πινακίδα πνευματικών δικαιωμάτων]] και πάντα να αναφέρετε την πηγή της εικόνας''' (δηλαδή που την βρήκατε). Αν η εικόνα αποτελεί δική σας δημιουργία, αναφέρετέ το στην σελίδα περιγραφής της εικόνας.<br />
# Να χρησιμοποιείτε ξεκάθαρους περιγραφικούς τίτλους. Να θυμάστε ότι αν μια εικόνα με τον ίδιο τίτλο υπάρχει ήδη, θα αντικατασταθεί από την νέα.<br />
# Ανεβάστε μια έκδοση υψηλής ανάλυσης όταν είναι δυνατό. Μην σμικρύνετε την εικόνα στο μέγεθος που θελετε να εμφανιστεί στο άρθρο: χρησιμοποιήστε την αυτόματη [[Βοήθεια:Πώς να προσθέσετε εικόνες σε μια σελίδα|δημιουργία μικρογραφιών]] της OrthodoxWiki για να προσαρμόσετε το μέγεθός της. Η OrthodoxWiki '''δέχεται''' εικόνες μεγέθους μέχρι '''2MB'''.<br />
# Επεξεργαστείτε τις εικόνες ώστε να δείχνουν μόνο το σχετικό θέμα.<br />
# Αν δημιουργήσετε μια εικόνα που περιέχει κείμενο, παρακαλούμε να ανεβάσετε και μια έκδοσή της χωρίς κείμενο. Θα βοηθήσει Βικιπαίδειες σε άλλες γλώσσες να τις χρησιμοποιήσουν (να τις μεταφράσουν).<br />
# Μην βάζετε τα στοιχεία σας στα άρθρα ή επάνω στις εικόνες. Βάλτε τα στην σελίδα περιγραφής τους.<br />
# Χρησιμοποιήτε αρχεία [[JPEG]] για φωτογραφίες, [[PNG]] για εικονίδια, σήματα, σχέδια, χάρτες, σημαίες κλπ, [[GIF]] για εικόνες με κίνηση. Μην χρησιμοποιείτε εικόνες [[BMP]], είναι ασυμπίεστες και καταλαμβάνουν πολύ χώρο.<br />
# Βάζετε καλό εναλλακτικό κείμενο στις εικόνες.<br />
# Σκεφτείτε καλά αν όντως είναι απαραίτητες κάποιες εικόνες που απεικονίζουν θέματα που μπορεί να προκαλούν την αποστροφή ή προσβάλλουν την αιδώ. Εξετάστε την περίπτωση να συνδέσετε προς την εικόνα αντί να την ενσωματώσετε στο άρθρο. Αν αμφιβάλλετε για την χρησιμότητα μιας τέτοιας εικόνας συζητήστε το στης σελίδα συζήτησης του σχετικού άρθρου.<br />
<br />
==Δείτε επίσης==<br />
*[[OrthodoxWiki:Οδηγός αδειών χρήσης για εικόνες]]<br />
<br />
[[Κατηγορία:OrthodoxWiki]]<br />
<br />
[[en:Help:Image licenses]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%94%CE%84_%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82&diff=6500Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος2008-06-23T19:44:17Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ alpha interwiki</p>
<hr />
<div>'''Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος''' ή '''Σύνοδος της Χαλκηδόνας''', αποκαλείται η [[Εκκλησιαστική Σύνοδος|εκκλησιαστική σύνοδος]] που διενεργήθηκε στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το 451. Συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες ''Μαρκιανό'' και ''Πουλχερία'', προήδρευσαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ο ''Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος'' και ως κύριο στόχο είχε «''την καταδίκη της αντιθέτου προς το [[νεστοριανισμός|νεστοριανισμό]] αιρέσεως του [[μονοφυσιτισμός|μονοφυσιτισμού]]''»<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 157</ref>.<br />
<br />
Οι χριστολογικές τάσεις των δύο μεγάλων θεολογικών σχολών παρά τη σημαντική συμφωνία στα πλαίσια του «''Όρου των Διαλλαγών''» συνέχιζαν να κινούνται προς αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Άλλωστε «''η ασάφεια του Όρου των Διαλλαγών ήταν συνέπεια των διαφορετικών προϋποθέσεων των δύο θεολογικών παραδόσεων, καθώς η επιλεκτική ορολογία του προσφερόταν για ποικίλες θεολογικές αξιολογήσεις''»<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 620</ref>, τη στιγμή που βασικό πρόβλημα παρέμενε η σύγχυση των όρων ''πρόσωπο'' και ''υπόσταση''. Η ''Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος'' μετά από μια ταραχώδη περίοδο ήρθε ως το αναγκαίο επιστέγασμα της διασφάλισης της καθολικής πλειοψηφίας του σώματος των μελών της εκκλησίας ως προς την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, την επικύρωση στην πίστη του [[Σύμβολο της Πίστεως|συμβόλου της Πίστεως]] τόσο της Νίκαιας, όσο και της [[Σύμβολο της Πίστης (Νίκαια-Κωνσταντινούπολη)|Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης]], τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού κανόνα της ορθοδόξου εκκλησίας σύμφωνα με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος, το οποίο για περισσότερο από 80 έτη βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής διαμάχης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.<br />
{{Οικουμενική σύνοδος<br />
|Όνομα_συνόδου=Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος <br />
|Ημερομηνία_συνοδου=451<br />
|Τόπος=Χαλκηδόνα Κωνσταντινουπόλεως<br />
|Αποδεκτή_από=[[Ορθόδοξη Εκκλησία]], [[Καθολική εκκλησία]], [[Αγγλικανική εκκλησία]], [[Λουθηρανισμός]].<br />
|Προηγούμενη=[[Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος)]]<br />
|Επόμενη=[[Ε΄ Οικουμενική Συνόδος|Ε΄ Οικουμενική Συνόδος (Β΄ Κωνσταντινούπολης)]]<br />
|Συγκλήθηκε_από=[[Μαρκιανός]] και [[Πουλχερία]]<br />
|Προήδρευσε=[[Ανατόλιος Αλεξανδρείας]], αντιπρόσωποι του Πάπα<br />
|Συμμετοχή=Περίπου 630 [[Επίσκοπος|επίσκοποι]].<br />
|Λόγοι_σύγκλησης=[[Νεστοριανισμός]],<br>[[Μονοφυσιτισμός]]<br>Υπόσταση [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]]<br>Διοκητική οργάνωση της Εκκλησίας}}<br />
== Πριν τη σύνοδο ==<br />
<br />
===Εισαγωγή===<br />
<br />
Κατά τη [[Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο]] αντιμετωπίστηκε συνοδικώς για πρώτη φορά από το σύνολο του εκκλησιαστικού πληρώματος, το πρόβλημα της φύσεως και της ενώσεως θεϊκής και ανθρωπίνης υποστάσεως, στο πρόσωπο του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]]. Σε αυτή τη σύνοδο η κύρια προσπάθεια των συνοδικών πατέρων ήταν ο ορισμός μιας κοινής θεολογικής διατύπωσης του ''χριστολογικού δόγματος'', διότι οι δύο μεγάλες θεολογικές παραδόσεις, απέκλιναν με βάση τη θεολογική τους προσέγγιση στο ζήτημα της ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύση. Το πρώτο έναυσμα όμως είχε δοθεί από τον ''Απολλινάριο'', ένα σεβαστό [[Επίσκοπος|επίσκοπο]] της εκκλησίας, που είχε διεξάγει σημαντικό αγώνα κατά του [[Αρειανισμός|Αρειανισμού]]. Οι θέσεις του ''Απολλινάριου'' στην προσπάθεια αναίρεσης του ''Αρειανισμού'', δε παρέμειναν στα συνήθως αυστηρά πλαίσια της ''τριαδολογίας'', αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλα ζητήματα της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου, όπως τη χριστολογία του, η οποία πέρα από την υποστήριξη της κτιστότητας τού Υιού και την κατωτερότητά του, κερμάτιζε και την ανθρωπότητα τού Ιησού, αφού δε δεχόταν ψυχή στην ενωθείσα υπόστασή Του. Ο ''Απολλινάριος'', όμως στην προσπάθεια αυτή, διατύπωσε την θέση πως ο [[Ιησούς Χριστός|Ιησούς]] έχει μεν ψυχή, αλλά κατά το πλατωνικό τριμερές πρότυπο, όχι ''λογική ψυχή'', που τη θέση της κατέλαβε ο Λόγος. Η εκκλησία καταδίκασε την διδασκαλία αυτή, αντιμετωπίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία το σεβάσμιο πρόσωπό του, το οποίο δε δέχθηκε προσωπικό αναθεματισμό. Ο [[Απολλιναρισμός]] όμως διετέλεσε τον πρόδρομο του ''μονοφυσιτισμού'', δηλαδή της ακριβώς αντίθετης χριστολογικής προσέγγισης ως προς το νεστοριανισμό στο ζήτημα της εκκλησιαστικής χριστολογίας, αφού δεχόταν πως εφόσον υπάρχουν δύο φύσεις, θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχουν και δύο πρόσωπα και εφόσον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ανθρώπινη φύση αφομοιώθηκε (όχι όμως και απαλείφθηκε) από τη θεϊκή.<br />
<br />
=== Οι λόγοι και το ιστορικό της σύγκλησης ===<br />
<br />
Ο «''Όρος των Διαλλαγών''», μετά την ''Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο'' είναι βέβαιο πως μπορεί να ικανοποίησε τις μετριοπαθείς προσεγγίσεις των θεολογικών σχολών, κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη και με τις ακραίες τάσεις, οι οποίες θεωρούσαν τον όρο ως έκπτωση. Η αρχή μάλιστα δόθηκε από τους ''Αντιοχειανούς θεολόγους'', οι οποίοι παρερμήνευαν συστηματικά των «''Όρο των Διαλλαγών''» με βάση τα δεδομένα της θεολογίας τους, αφετέρου επανέφεραν στο προσκήνιο τα έργα του ''Θεοδώρου Μοψουεστίας'' και του ''Διοδώρου Ταρσού'' για να ακυρώσουν την απαγόρευση των έργων του ''Νεστορίου'', που μάλιστα εξέφραζε μετριοπαθέστερες απόψεις από ότι ο Θεόδωρος και ο Διόδωρος<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594</ref>. Τα νέα αυτά έφτασαν και στον [[Κύριλλος Αλεξανδρείας|Κύριλλο]], ο οποίος προσπάθησε να αναιρέσει αυτή τη θεολογία<ref>PG 77, 344-345</ref>, ενώ υπήρξε και μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο κορυφής, για να σταματήσει η επιρροή του έργου των δύο θεολόγων στην περιοχή της ''Μ. Ασίας'' και γενικότερα της Ανατολής. Οι Αντιοχειανοί μάλιστα πρόσαπταν στον ''Κύριλλο'' αιρετικές δοξασίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, γι αυτό και ο ίδιος χωρίς δυσκολία τις καταδίκαζε<ref>PG 77, 225</ref>. Ο ίδιος δε θεωρούσε πως στόχο είχαν να τον διασύρουν προσωπικά, συνάμα με τη θεολογία του και πως αυτές οι διδασκαλίες τού αποδίδονταν λόγω «τ''ης προπετείας της εν Εφέσσω καθ ημών γενομένοις ευρυσιολογείν τοιαύτα τινά ινά μη δοκείν μάτην κεκίνησθαι, ελέγχει γαρ αυτούς το σύνειδος''»<ref>PG 77, 289</ref>. Μάλιστα αποδεικνύεται από σειρά επιστολών του Κυρίλλου, πως οι Αντιοχειανοί είχαν υπερβεί «''κάθε έννοια θρησκευτικού φανατισμού και έφθαναν πολλές φορές σε απαράδεκτες διώξεις κάθε αντιφρονούντος''»<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 594</ref>. Έτσι ο θάνατος των ''Κυρίλλου Αλεξανδρείας'' (444), ''Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως'' (446) και ''Ιωάννη Αντιοχείας'' (442) και η αντικατάστασή τους, επανέφερε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση τις ακραίες τάσεις των δύο πλευρών.<br />
<br />
Οι κινήσεις των αντιοχειανών θεολόγων δεν άφησε αδιάφορους τους αντινεστοριανούς, οι οποίοι με πρωτεργάτη τον ''Ευτυχή'', ένα αρχιμανδρίτη μοναχό από στην Κωνσταντινούπολη συνεργάτη του ''Κυρίλλου'' στον αγώνα κατά του ''Νεστορίου'', αντέδρασαν στην αντιοχειανή επιθετικότητα. Η δύναμη μάλιστα του Ευτυχή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη μέσα στο παλάτι, ενώ οι μονοφυσιτικές τάσεις στην Ανατολή ενισχύθηκαν περαιτέρω με την άνοδο στο επισκοπικό αξίωμα του ''Διοσκόρου'' στην ''Αλεξάνδρεια'', ο οποίος στήριζε μονοφυσιτικές απόψεις, έστω και όχι σε ακραίο επίπεδο. Ο Ευτυχής όμως υποστήριζε ακραίες μονοφυσιτικές τάσεις στην προσπάθεια να αντικρούσει τους αντιοχειανούς και θεολογούσε πως «''τας γαρ δύο φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος μετά την ένωσιν συγκραθήναι και εις μίαν αποτελεσθήναι φύσιν''», ενώ εξέφραζε πως στη θεότητα προσαρμόζονταν και τα πάθη<ref>Ζωναράς και Βαλσάμων, ΡΠΣ ΙΙ, 216</ref>. Έτσι ομολογούσε «''εκ δύο φύσεων γεγένησθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μία φύσιν ομολογώ''»<ref>MCC VI, 744. HAC II, 165. SAC II 1, 1 σελίς 143</ref>. Μια τέτοια διδασκαλία φυσικά ερχόταν σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δε δεχόταν ούτε σύγχυση, ούτε τροπή. Ο Ευτυχής δε, προχωρούσε ακόμα περισσότερο, αφού πέρα από την αποδοχή της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως από την θεϊκή, δε δεχόταν και το ομοούσιο της ανθρωπότητος του Ιησού προς την ανθρώπινη φύση, αφού μπορεί να είναι ανθρώπινο, αλλά όχι «''ομοούσιον ημίν, επειδή είδα αυτόν θεόν ημών''»<ref> Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159</ref>. Η υπόθεση αυτή προφανώς προερχόταν από τη μη διάκριση «''μεταξύ φύσεως και προσώπου''», αφού «''αμφότεροι (Ευτυχής και Νεστόριος) εταύτιζον τας δύο ταύτας έννοιας, φρονούντες ότι φύσιν και πρόσωπον είναι αχώριστα''»<ref> Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 159</ref>. Όπως όμως και στην περίπτωση του ''Νεστοριανισμού'', όπου και το θεολογικό αισθητήριο των αλεξανδρινών θεολόγων λειτούργησε προς την κατάδειξη των εσφαλμένων θεολογικών προτάσεων, έτσι τώρα αντιστοίχως κλήθηκαν οι αντιοχειανοί θεολόγοι να καταδείξουν πως αυτή η θεολογική πρόταση δε συμβιβάζετε προς τη θεολογία του Κυρίλλου και της ''Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου''. Άμεσα λοιπόν ο ''Δόμνος Αντιοχείας'' κατήγγειλε τις απόψεις του ''Ευτυχή'', ενώ ο [[Θεοδώρητος Κύρου]] ανέλαβε τη θεολογική αναίρεσή του<ref> Με το έργο Ερανιστής. PG 83, 28-317</ref>. Στην ''Κωνσταντινούπολη'' μάλιστα σύνοδος, το Νοέμβρη του 448, αναθεμάτισε τις απόψεις του ''Ευτυχή'', ο οποίος όμως δεν εξέλαβε σοβαρά τις αποφάσεις αυτές και ουδέποτε εφάρμοσε τα πρακτικά της συνόδου.<br />
<br />
Μετά τα γεγονότα αυτά, η διαμάχη έλαβε οικουμενικές διαστάσεις. Το ζήτημα έφτασε μέχρι τη ''Ρώμη'', όπου ο [[Πάπας Λέων]] δεν έδειξε να συμμερίζεται τις απόψεις του Ευτυχή και αντ’αυτού, εξέδωσε δογματικό Τόμο, υποστηρίζοντας τις δυοφυσιτικές απόψεις, των ''Δόμνου Αντιοχείας'', ''Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως'' και της θεολογίας του «''Όρου των Διαλλαγών''»<ref>T.H.Bindley-F.W.Green μν.ε.σ.159 εξ.</ref>. Ο Αυτοκράτορας όμως ''Θεοδόσιος Β΄'', ήταν δυσαρεστημένος από την αξίωση καταδίκης του ''Ευτυχή'' (και ιδίως ο ''Χρυσάφιος'', ευνούχος και πρωθυπουργός της Αυτοκρατορίας), αλλά και λόγω της απόρριψης της ''Πουλχερίας'' να καρή από την τοπική εκκλησία στη θέση της διακόνισσας, και έτσι συγκάλεσε σύνοδο με «''αποκρυπτώμενον σκοπόν της αθωώσεως του Ευτυχούς και της καταδίκης του Φλαβιανού''»<ref>SAC II, 1, 1 σελίς 35</ref>. Η σύνοδος αυτή συνεκλήθη στην ''Έφεσο το 449'' και τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν εντός αυτής καθώς και οι αποφάσεις που ελήφθησαν της απέδωσαν το όνομα «''ληστρική''» (''latrocinium Ephesinum''). Διεξήχθη δε μέσω πρωτοφανούς βίας και επικύρωσε τη Μονοφυσιτική ορολογία, του Ευτυχή καθαιρώντας τους αντιφρονούντες επισκόπους, αποστέλλοντας δε μερικούς στην εξορία. Όταν μαθεύτηκαν τα γενόμενα στη σύνοδο της Εφέσου «''εσημειώθη πανταχού γενική κατακραυγή και εξέγερσις κατά των βιαιοτήτων και των εσπευσμένων και αδίκων και πεπλανημένων αποφάσεων αυτής''»<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 167</ref>. Έτσι άμεσα προτάθηκε η ακύρωση αυτής και διενέργεια νέας αυτή τη φορά [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Οικουμενικής Συνόδου]], η απόφαση της οποίας πάρθηκε σε σύνοδο της Ρώμης, το 449.<br />
<br />
== Η σύνοδος ==<br />
<br />
===Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου===<br />
<br />
Η σύνοδος συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 451. Μετά από το καθολικό αίτημα των μελών της εκκλησίας οι νέοι αυτοκράτορες ''Μαρκιανός'' και ''Πουλχερία'' αποφάσισαν να ικανοποιήσουν τα αίτημα της εκκλησίας ώστε να επιλυθεί το παρατεινόμενο και διογκούμενο πρόβλημα της χριστολογικής έριδας. Η σύνοδος τελικώς συγκροτήθηκε στην ''Κωνσταντινούπολη'' και συγκεκριμένα στο ναό της ''Αγίας Ευφημίας''<ref>Ευάγριος, εκκλ. Ιστορία ΙΙ, 3</ref>, στο προάστιο της πόλεως που αποκαλείτο ''Χαλκηδόνα''. Το προσκλητήριο παραδόθηκε στους επισκόπους προς συγκρότηση της συνόδου για τη ''Νίκαια της Βιθυνίας'' στις 1 Σεπτεμβρίου του 451 αρχικώς, λόγω όμως «''της απασχολήσεως του αυτοκράτορος εις πολεμικάς προπαρασκευάς, ως και διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου, διετάχθη η μεταφορά της έδρας''»<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 168</ref>, με αποτέλεσμα η σύνοδος να καθυστερήσει ένα και πλέον μήνα.<br />
<br />
Η σύνοδος της Χαλκηδόνος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε συμμετοχή ''Οικουμενική Σύνοδο'' αφού συμμετείχαν σε αυτή περίπου 630 επίσκοποι<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 156</ref>, αν και έχει εκφραστεί η άποψη ότι σε κάθε συνεδρία είναι πιθανό να μην παρευρίσκοντο περισσότεροι από 350<ref>Das Conzil von Chalkedon, Geschichte und Gegenwart, I, II, III, Wurzburg 1951 - 1954 </ref>. Προεδρεύοντες της συνόδου ήταν ο ''Ανατόλιος'' επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οι παπικοί αντιπρόσωποι, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν για την τάξη της συνόδου οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι. Ο ''Πάπας Λεόντιος'' δεν παρευρέθη στη σύνοδο επικαλούμενος την ανάγκη παρουσίας του στην Ιταλία λόγω των επιδρομών του Αττίλα<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 250</ref>. Κυριότερες προσωπικότητες της συνόδου ήταν ''Μάξιμος Αντιοχεία''ς, ''Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων'', οι ''Πασχασίνος'', ''Λουκέντιος'' και ''Ιουλιανός'', αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης στη σύνοδο, ο ''Δορυλαίου Ευσέβιος'' και ο [[Θεοδώρητος Κύρου]].<br />
<br />
===Οι διεργασίες της Συνόδου===<br />
<br />
==== Το έργο της συνόδου ====<br />
<br />
Η σύνοδος κατά την πρώτη συνεδρία κήρυξε τη «''Ληστρική''» σύνοδο της Εφέσου ως παράνομη και καταδίκασε άμεσα το ''Διόσκορο'' για τα πεπραγμένα του κατά τη διάρκεια της Ληστρικής συνόδου. Επίσης καταδίκασε τον Ευτυχή και τις απόψεις του, ενώ αποκατέστησε του αναθεματισμένους επισκόπους της «''Ληστρικής''» συνόδου. Ταυτόχρονα δικαίωσε και το ''Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως'', αφού έκανε δεκτό το δογματικό χριστολογικό όρο που είχε αποδώσει στον Αυτοκράτορα ''Θεοδόσιο Β΄''. Μετά την αποκατάσταση της τάξης η σύνοδος προέβη στο κανονικό και δογματικό της έργο. Βάση του δογματικού όρου υπήρξε αναμφισβητήτως ο «''Όρος των Διαλλαγών''» καθώς και «''η χριστολογική διδασκαλία των Αλεξανδρινών θεολόγων και μάλιστα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας της των Αντιοχέων και ιδιαίτατα του Θεοδώρητου, και της των δυτικών, ως απετυπώθη από τη επιστολή Λέοντος προς τον Φλαβιανόν''»<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 168</ref>. Σε αυτή τη φάση μάλιστα μετά τη μεγάλη νίκη της Αλεξανδρινής θεολογίας στη Γ΄ Οικουμενική σύνοδο θα λέγαμε πως παρατηρήθηκε μεγάλη νίκη των αντιοχειανών θεολόγων<ref>ενθ.αν. 169</ref>.<br />
<br />
Η ''σύνοδος της Χαλκηδόνας'' οριστικά απέρριψε πως ο [[Ιησούς Χριστός]] είναι «''ψιλός''» άνθρωπος και πως ο Λόγος απλώς εγκατοίκησε στο σώμα του Ιησού και πως η ένωσή Του ήταν απλώς ηθική και εν απλή συνάφεια (Νεστοριανισμός). Ταυτόχρονα τώρα απέκλεισε σύγκραση, σύγχυση ή τροπή των δύο φύσεων καθώς και την περίπτωση της μη ομοουσιότητας του σώματος του Χριστού προς την ανθρώπινη φύση και το πάθος της θεϊκής υποστάσεως (μονοφυσιτισμός). Διακήρυξε δε πως ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος καθεκάστη φύση προς το Θεό και τον άνθρωπο, πως η ένωση τελέσθη αδιαιρέτως και αχωρίστως (νεστοριανισμός), ασυγχήτως και ατρέπτως (μονοφυσιτισμός) σε μία υπόσταση. «''Η δογματική αυτή διατύπωση, βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και της προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως και εξελίξεως εν τη εκκλησία, αποτελεί επιτυχή και ορθόδοξον σύνθεσιν ένθεν μεν της νεστοριανικής διαιρέσεως του ενός χριστού και των δύο φύσεων αυτού, ετερώθεν δε της μονοφυστικής ενώσεως του ενός Χριστού και των δύο εν Χριστώ φύσεων''»<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 168</ref>. Επιπρόσθετα εκηρώθησαν τα σύμβολα των Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ συντελέσθη και ιδιαίτερα σημαντικό κανονικό έργο, το οποίο αποδίδεται σε 30 κανόνες με ιδιαίτερη βάση σε διοικητικά ζητήματα.<br />
<br />
====Το χρονικό της Συνόδου====<br />
<br />
Για τη σύνοδο αυτή διασώζονται ογκώδη και λεπτομερή πρακτικά, τα οποία περιέχουν έγγραφα της συνόδου, ομιλίες, συζητήσεις, ακόμα και ανταλλασσόμενες επιστολές και έγγραφα μεταξύ των επισκόπων. Μάλιστα διασώζοντα τρεις συλλογές στην ελληνική γλώσσα οι οποίες περιέχουν τα γεγονότα της συνόδου και μας δίνουν ξεκάθαρη εικόνα περί των συμβάντων και πεπραγμένων της συνόδου.<br />
<br />
Η σύνοδος στις αρχικές συνεδρίες της λειτούργησε ως ανώτερο συνοδικό δικαστήριο. Κατηγορούμενοι ήσαν οι ''Διόσκορος Αλεξανδρείας'', αλλά και οι ''Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων'', ''Θαλάσσιος Καισαρείας'' κ.α. Ο ''Διόσκορος'' μάλιστα αρχικώς τοποθετήθηκε στη θέση του κριτή και όχι του κατηγορούμενου, κάτι το οποίο προκάλεσε τη έκρηξη του ''Πασχασίνου'', ο οποίο απείλησε με αποχώρηση από τη σύνοδο. Τελικώς ο ''Διόσκορος'' τοποθετήθηκε στη θέση του κατηγορούμενου, ενώ κύριος κατήγορός του αναδείχθηκε ο ''Ευσέβιος Δορυλαίου''. Η είσοδος όμως στο χώρο του ''Θεοδώρητου Κύρου'', προκάλεσε νέες εντάσεις από τη μεριά των Αλεξανδρινών. Θεωρούσαν το Θεοδώρητο πολέμιο του ''Κυρίλλου'' και αξίωσαν την άμεση αποχώρησή του από τη σύνοδο. Οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι επαναφέροντας την τάξη, προέταξαν το ζήτημα της ανάγνωσης των εγγράφων του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ο ''Διόσκορος'' όμως μεταβίβασε την όποια ευθύνη από το πρόσωπό του στον ''Ιουβενάλιο'' και το ''Θαλάσσιο'', με έντονη αντίδραση από τους προαναφερθέντες, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι προέβησαν στις όποιες ενέργειες εν μέσω βίας και εντόνων πιέσεων<ref>Mansi, VI, 590 κεξ</ref>. Κατά την ανάγνωση της δογματικής επιστολής του ''Κυρίλλου'' προς τον ''Ιωάννη Αντιοχείας'', πάντες στην αίθουσα διακήρυξαν τη συμφωνία τους στην πίστη του ''Κυρίλλου'' και αποδοκίμασαν τις απόψεις του ''Ευτυχή''<ref>Mansi, VI, 674 κεξ</ref>. Σε αυτό το σημείο οι κυριότεροι συνεργάτες του Διοσκόρου, ο ''Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων'' μαζί με τον ''Πέτρο Κορίνθου'' αλλά και την πλειονότητα των επισκόπων του ''Α. Ιλλυρικού'' και της ''Αιγύπτου'', απεδέχθησαν την ορθοδοξία του ''Κυρίλλου'' και του ''Φλαβιανού'', ουσιαστικά εγκαταλείποντας τον, αν και ο ίδιος παρέμενε σταθερά πεπεισμένος για την ορθή καταδίκη του Φλαβιανού<ref>Mansi, VI, 678-680 κεξ</ref>.<br />
<br />
Η πρόταση μετά το τέλος του κατηγορητηρίου ήταν αποπομπή όλων των εμπλεκομένων επισκόπων στην καταδίκη του Φλαβιανού, στη «''Ληστρική''» σύνοδο της ''Εφέσου'', παρά την ηπιότερη προσέγγιση των ελλαδικών επισκόπων<ref>Mansi, VI, 902-936 κεξ</ref>. Η εκδικητική διάθεση όμως των παπικών αντιπροσώπων για τον αναθεματισμό του Πάπα Λέοντα και η ευνόητη εμπάθεια των Αντιοχειανών εναρμονίστηκαν με τις βεβιασμένες και ακραίες επιλογές των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 645</ref> με αποτέλεσμα την κρίση των εξαρχόντων της «''Ληστρικής''» Συνόδου και την αποχώρησή τους από τη σύνοδο. Το ζήτημα έτσι πλέον εισήλθε στο δογματικό Όρο της συνόδου. Αρχικά παρατηρήθηκε διστακτικότητα στην καταγραφή συγκεκριμένου δογματικού όρου, κάτι που επιδείκνυε διάθεση να τεθεί ως βάση ο ''Τόμος Λέοντος''<ref>Mansi, VI, 953 κεξ</ref>. Οι ελλαδικοί όμως επίσκοποι είχαν σαφείς επιφυλάξεις σε κάποιες διατυπώσεις οι οποίες άφηναν περιθώρια νεστοριανικών ερμηνειών<ref>Mansi, VI, 953 κεξ</ref>. Η προσπάθεια του Αέτιου να καταδείξει ότι επίμαχες φράσεις συνταυτίζονται με τη διδασκαλία του Κυρίλλου, μάλλον δεν έπεισε και γι αυτό δόθηκε προθεσμία 5 ημερών μέχρι την απόφαση υπογραφής του Τόμου, προς τους συγκεκριμένους επισκόπους<ref>Mansi, VI, 974 κεξ</ref>. Στη τρίτη συνεδρία στις 13 Οκτωβρίου, κλήθηκε ο Διόσκορος σε τελική απολογία. Ο ίδιος δεν παρέστη<ref>Mansi, VI, 1038 κεξ</ref> και έτσι καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μια απόφαση η οποία περιορίστηκε σε μόνο αίτιο τη μη απολογία του ενώπιον της συνόδου<ref>Mansi, VI, 1094 κεξ</ref>. Ο ίδιος ''Διόσκορος'' ποτέ δεν ταυτιζόταν με τις ακραίες απόψεις του Ευτυχή, καθώς παρέμενε πιστά προσηλωμένος με τις απόψεις του Κυρίλλου, η αποδοχή όμως των απόψεών του προφανώς προήλθε «''από τη συγκάλυψη των αιρετικών δοξασιών στην Ομολογία πίστεως, την οποία υπέβαλλε προς το Διόσκορο και τη σύνοδο της Εφέσου''»<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 647</ref>. Οι εναπομείναντες επίσκοποι Αιγύπτου, παρότι συμφώνησαν με τη σύνοδο, ζήτησαν να μην υπογράψουν την πράξη, με πρόσχημα τον καταστατικό κανόνα της Αιγυπτιακής διοικήσεως, η οποία του υποχρέωνε να ακολουθούν μόνο τις αποφάσεις του επισκόπου τους. Έτσι ζήτησαν να τις προσυπογράψουν μετά την εκλογή νέου επισκόπου. Οι ίδιοι ερμηνεύοντας το κλίμα που επικρατούσε στη δικαιοδοσία τους, πίστευαν πως μία τέτοια κίνηση θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους<ref>Mansi, VIΙ, 53-60 κεξ</ref>. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους υπολοίπους, με αποτέλεσμα τις τραγικές εξελίξεις μετά το πέρας της συνόδου στην Αίγυπτο.<br />
<br />
Βάση τελικώς του δογματικού όρου της συνόδου τέθηκαν τα σύμβολα των [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Α΄]] και [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ Οικουμενικών Συνόδων]], οι επιστολές του ''Κυρίλλου'' προς τον ''Ιωάννη Αντιοχείας'' και ο ''Τόμος του Πάπα Ρώμης Λέοντος''. Έτσι στην Πέμπτη συνεδρία τέθηκε το θέμα του Όρου. Μερικοί ανατολικοί επίσκοποι έθεσαν πάλι το ζήτημα της αποδοχής του Τόμου Λέοντος, οι επιφυλάξεις όμως ήταν αρκετές με αποτέλεσμα ήδη μια επιτροπή να έχει ξεκινήσει της διαδικασία σύνταξης ενός κοινά αποδεκτού όρου<ref>Mansi, VIΙ, 99 κεξ</ref>. Για το γεγονός δυσφόρησαν μάλιστα έντονα οι παπικοί εκπρόσωποι που απείλησαν εκ νέου με αποχώρηση, αλλά η σθεναρή αντίσταση από τους ελλαδικούς και επισκόπους και του Ανατολίου, δεν άφηνε περιθώρια για επιβολή του Τόμου. Η διαφωνία προφανώς προήλθε από την διατύπωση περί της φύσης του Χριστού. Έτσι οι ελλαδικοί επίσκοποι πρότειναν τον όρο «''εκ δύο φύσεων''» το οποίο άφηνε περιθώρια για μία φύση μετά την ένωση, ώστε να μην περιπέσουν σε νεστοριανή ερμηνεία, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι «''εν δύο φύσεσιν''», το οποίο απέκλειε κάθε μονοφυσιτική. Η ασάφεια τελικά φαίνεται να παρέμεινε και μετά τη σύνοδο, αφού το ελληνικό πρωτότυπο διασώζει τελικά τον πρώτο όρο, ενώ η λατινική τον δεύτερο, αλλά είναι προφανές ότι κατά την συνεδρία επικράτησε σαφώς ο όρος «''εν δύο φύσεσι''»<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 255</ref>. Έτσι στην έκτη συνεδρία στις 25 Οκτωβρίου του 451, παρουσία των Αυτοκρατόρων ''Μαρκιανού'' και ''Πουλχερίας'', υπογράφηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα ο όρος της συνόδου από όλα τα μέλη της εκκλησίας<ref>Mansi, VIΙ, 129 κεξ</ref>, ενώ προαναγγέλθηκε το έργο κατά τις επόμενες συνεδρίες για την επίλυση κανονικών ζητημάτων<ref>Mansi, VIΙ, 170 κεξ</ref>. Οι συνεδρίες της συνόδου ήταν πιθανώς 17<ref>SAC, τ. IΙ, 1, 1 σελίς 55</ref> και κήρυξε περάτωση εργασιών στις 1 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.<br />
<br />
==Το Δογματικό έργο της συνόδου==<br />
<br />
=== Εισαγωγή ===<br />
<br />
Οι πατέρες της συνόδου μετά από μακρές διαβουλεύσεις κατέληξαν σε ένα δογματικό όρο ο οποίος θα μπορούσε «''να χαρακτηρισθεί ως ένα κείμενο θεολογικού συμβιβασμού τόσο για τον αποκλεισμό οιασδήποτε δυνατότητας μονοφυσιτικής ερμηνείας της χριστολογίας του Κυρίλλου, όσο και για την οριστική καταδίκη του Ευτυχιανισμού ή του αμιγούς μονοφυσιτισμού''»<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 650</ref>. Η καινοτομία δε του όρου θα χαρακτηριζόταν η έννοια «''εν δύο φύσεσιν''», η οποία όμως με μια πιο προσεκτική προσέγγιση δεν απείχε από την δογματική διδασκαλία των επιστολών του Κυρίλλου, αφού αφενός στόχος ήταν ο αποκλεισμός της δυοφυσιτικής ορολογίας του νεστοριανισμού, αφετέρου η μονοφυσιτική έννοια του όρου αν συνοδευόταν από την διευκρίνιση της ομοουσιότητας της ανθρωπότητας του Χριστού προς την ανθρώπινη φύση, θα οδηγούσε σε μια ορθή δογματικά προσέγγιση. Στόχος της συνόδου ήταν να αποκόψει τις ακραίες θεολογικές τάσεις, αφού η προβληματική εν προκειμένω παρέμενε στην θεμελίωση των όρων πρόσωπο και φύση, οι οποίοι δεν είχαν αποχρωματισθεί κατά το παράδειγμα των αποσαφηνίσεων των ''Καππαδοκών'' πατέρων και παρέμεναν σταθερά προς μια φιλοσοφική ερμηνεία. <br />
<br />
Έτσι επί τη βάση της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]], κατέστη δυνατή η ερμηνεία του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, αποσυνδέοντας την άρρηκτη φιλοσοφική σχέση φύσεως και προσώπου. Έτσι ο Λόγος ήταν αυτός που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, κατέχοντας δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, μη δεχόμενες τροπή και ''σύγχυση'', ''σύγκραση'' ή ''φυρμό'', ''αδιαίρετες'' και ''αχώριστες'', έχοντας ανθρώπινη φύση ομοούσια τοις ανθρώποις κατά την ανθρωπότητα και ομοούσια με το Θεό κατά τη θεότητα, γεννηθέντα προ των αιώνων εκ του Πατρός κατά τη θεότητα, εν χρόνω δε κατά την ανθρωπότητα και διασώζοντας τις ιδιότητες εκάστης φύσεως σε ένα πρόσωπο και μία υπόσταση συντρεχούσης<ref>Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, σελίς 169</ref>. Έτσι η Δ΄ οικουμενική Σύνοδος διετύπωσε «''θετικώς και ολοκληρωμένον πλέον το χριστολογικό δόγμα... εν συνεχείαν και συμφωνίαν με τριαδικόν δόγμα, το θεσπισθέν υπό των πρώτων δύο οικουμενικών συνόδων''»<ref>ενθ.αν. 170</ref>, διατυπώνοντας την αλήθεια αυτή «''βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως''»<ref>ενθ.αν. 169</ref>.<br />
<br />
=== Ο Όρος της συνόδου ===<br />
<br />
====Κατευθύνσεις και στόχοι του όρου της Χαλκηδόνας====<br />
<br />
Ο «''Όρος της Χαλκηδόνας''», «''αποτέλεσε μια αναθεώρηση του Όρου των Διαλλαγών''»<ref>Γεώργιος Φλορόσφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελίς 540</ref>, κάτι άλλωστε που επιτασσόταν από τη διττή ερμηνεία του όρου, ένθεν και ένθεν. Έτσι αναγιγνώσκοντας τον «''Όρο της Χαλκηδόνας''», άμεσα γίνεται αντιληπτή η φόρμουλα της συνενώσεως προς τον όρο τη [[Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου]]<ref>Γεώργιος Φλορόσφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελίς 541</ref>. Έτσι αντί «''δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονε''», τώρα δηλώνεται το «''εν δύο φύσεσι''». Η έντονη συζήτηση μάλιστα περί του όρου που περιγράφηκε ανωτέρω, ήταν και η αναγκαία προσθήκη, ώστε να αντιμετωπιστεί το νέο πρόβλημα του μονοφυσιτισμού, και οι όποιες αντιδράσεις δύσκολα θα επέβαλλαν ένα λιγότερο σαφή προσδιορισμό. <br />
<br />
Αναμφισβήτητα στόχος της συνόδου ήταν ο υπερτονισμός της ενότητος και της ταυτότητος του προσώπου του Χριστού. Αυτό αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο το οποίο προτάσσει τρεις φορές την έκφραση «''τον έναν και τον αυτόν''». Στόχος σταθερά παρέμενε η αναίρεση μιας διπλής πεπλανημένης θεωρήσεως της περί Χριστού ενώσεως, τόσο κατά του Νεστοριανισμού όσο και του Μονοφυσιτισμού. Η προσπάθεια αυτή όμως έπρεπε να είναι αρκετά προσεκτική καθότι η προβολή της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού και η πρόταση της θεότητας, οπωσδήποτε ήταν μια συμπαθής διδασκαλία, ιδίως δε στα μάτια όσων συνειδητά απέρριπταν το νεστοριανισμό. Έτσι χρησιμοποιεί φράσεις οι οποίες όχι μόνο επιλύουν το ορατό πρόβλημα που επίκειται από το μονοφυσιτισμό, αλλά και του προδρόμου αυτού, ''απολιναρισμό''. Η φράση «''τον αυτόν εκ ψυχής λογική και σώματος''», προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινείται και σε συνδυασμό με την έκφραση «''δύο φύσεσιν ασυγχήτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως''», δεν αφήνει περιθώρια για νέες ερμηνείες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αποτέλεσμα έτσι του όρου και βασική επιδίωξη των συναθροισθέντων πατέρων ήταν να καταδικάσει τις [[Αίρεση|αιρέσεις]], να αποσαφηνίσει το χριστολογικό δόγμα, ιδίως δε τους όρους. Έτσι ενώ η υπόσταση είναι το ιδιαίτερο, η φύση είναι το κοινό. Η φύση δε μπορεί να νοηθεί χωρίς υπόσταση, κάθε όμως υπόσταση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες από μία φύσεις.<br />
<br />
Έτσι ο «''Όρος της Χαλκηδόνας''» παρέμενε σε μια στερεά [[Αγία Γραφή|αγιογραφική]] θεμελίωση διακηρύσσοντας το «''Χριστολογικό δόγμα ως και επ αυτής οργανικώς επιστηριζόμενην πραγματικήν σύνθεσιν, και ούχι απλώς εξωτερικόν συμβιβασμόν των θετικών στοιχείων εκ της προηγηθήσεις μακράς εκκλησιαστικής και θεολογικής παραδόσεως''»<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 264</ref>. Γι αυτό και η χρήση των τεσσάρων εννοιών αρνητικής μορφής, στόχο έχουν να αποκλείσουν ορισμένες συγκεκριμένες δυνατότητες και ταυτόχρονα να εγκλείσουν μια εσωτερική περιοχή, η οποία η ίδια δεν αναλύεται»<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 264, Παρμένο από σχόλιο του Δογματολόγου Alfred Adam</ref>.<br />
<br />
====Το κείμενο====<br />
<br />
<br />
<br />
==Το Κανονικό έργο της συνόδου==<br />
<br />
===Εισαγωγή===<br />
<br />
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος εξέδωσε 30 κανόνες. Όπως γίνεται αντιληπτό το κανονικό έργο της συνόδου ήταν ευρύ και επεκτάθηκε σε διαφόρων ειδών εκκλησιαστικά ζητήματα. Κυριότερο δε ζήτημα το οποίο ρυθμίστηκε από κανονικό έργο της συνόδου ήταν οι διοικητική οργάνωση των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων. Έτσι το [[Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως]] διατήρησε τα πρώτα [[Πρεσβεία Τιμής]] στην ανατολή αναβαθμιζόμενο ως προς τη συνολική ιεράρχηση αφού θεσπίστηκε να διατηρεί ισαξίως τα πρεσβεία τιμής με την πρεσβυτέρα ''Ρώμη'', ο Πατριάρχης αναγνωρίστηκε ως τελεσίδικος διαιτητής μεταξύ [[επίσκοπος|επισκόπων]] και μητροπολιτών, ενώ για πρώτη φορά δόθηκε διοικητική δικαιοδοσία στην εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία προσήρτησε τις περιοχές του ''Πόντου'', της ''Θράκης'' και της ''Ασιανής''. Οι αντιπρόσωποι του Πάπα κατά την ψήφιση του 3ου κανόνος απήσχαν»<ref>Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Γ΄, σελίς 49</ref>. Ταυτόχρονα θεσπίστηκε η αυτοδιοίκηση κάθε εκκλησίας, η οποία θα διοικείται εκ της τοπικής συνόδου των επισκόπων σε κάθε τοπική εκκλησία δια προεδρίας του οικείου μητροπολίτη, ενώ υποβιβάστηκε στην Πέμπτη θέση των πρεσβειών τιμής το πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Επίσης ρυθμίστηκαν και ζητήματα δογματικοσυμβολικού χαρακτήρα όπως η κύρωση των κανόνων των προηγουμένων συνόδων και των δογματικών συμβόλων τους αλλά και επιμέρους ζητήματα κοινωνικού και εκκλησιαστικού χαρακτήρος όπως το ζήτημα των μικτών γάμων και περί των συνόδων.<br />
<br />
===Συνοπτική παράθεση κυριοτέρων κανόνων===<br />
<br />
'''Κανόνας Α΄''': Επικυρώνει τις Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικές Συνόδους τους κανόνες και τους δογματικούς όρους αυτών.<br><br />
'''Κανόνας Β΄''': Ρυθμίζει τις απαιτούμενες ενέργειες περί συμμετοχής στον κλήρο, καθαιρεί δε όποιους δια χρημάτων χειροτονούν ή ωφελούνται ως χρισμένοι.<br><br />
'''Κανόνας Γ΄''': Ορίζει τους κληρικούς να απέχουν από οποιαδήποτε εργασία για λόγους κέρδους, ειδάλλως καθαιρούνται.<br><br />
'''Κανόνας Δ΄''': Ορίζει κανείς μοναχός να μη μένει εκτός της σκήτης του, εκτός αν αυτό επιτρέπεται από τον επίσκοπο της δικαιοδοσίας του και να μη εμπλέκεται σε καμία κοσμική λειτουργία.<br><br />
'''Κανόνας Ζ΄''': Καθαιρεί όποιο μέλος του ανωτέρου κλήρου αναλαμβάνει στρατιωτικά αξιώματα ή κοσμική εξουσία με σκοπό το κέρδος.<br><br />
'''Κανόνας Θ΄''': Ορίζει τον επίσκοπο ως κριτή μεταξύ διαμάχης δύο κληρικών<br><br />
'''Κανόνας Ι΄''': Απαγορεύει κληρικούς να τοποθετούνται σε δύο διαφορετικές τοπικές εκκλησίες.<br><br />
'''Κανόνας ΙΓ΄''': Ορίζει πως οι κληρικοί δε θα μη λειτουργούν σε άλλη πόλη, χωρίς να έχουν συστατικές επιστολές.<br><br />
'''Κανόνας ΙΔ΄''': Ορίζει πως τα μέλη του κατώτερου κλήρου, μπορούν να παντρεύονται και μετά τη χειροθεσία και κανονίζει περιπτώσεις περί παρανόμων γάμων, ετεροδόξων γυναικών αυτών και αλλοδόξων τέκνων τους.<br><br />
'''Κανόνας ΙΕ΄''': Ορίζει οι διακόνισσες να αναλαμβάνουν καθήκοντα μετά το πέρα του 40ου έτους της ηλικίας του.<br><br />
'''Κανόνας ΙΗ΄''': Κληρικοί που συνωμοτούν και συμμετέχουν σε φατρίες με δόλιο σκοπό, καθαιρούνται.<br><br />
'''Κανόνας ΚΑ΄''': Κατηγορίες κατά κληρικών που άπτονται ζητημάτων εκκλησιαστικών ή εγκληματικών (όχι χρηματικών) θα πρέπει να εξετάζονται, πρωτού εκδοθεί απόφαση.<br><br />
'''Κανόνας ΚΔ΄''': Ορίζει ότι όποιος χώρος χρησιμοποιήθηκε ως μοναστήρι, έκτοτε ποτέ να μη χρησιμοποιηθεί για κανένα άλλο σκοπό. Όποιος περιπέσει σε τέτοιο παράπτωμα καθαιρείται.<br><br />
'''Κανόνας ΚΣΤ΄''': Ορίζει πως κάθε επισκοπή οφείλει να έχει οικονόμο και πως αυτός πρέπει να είναι κληρικός και όχι λαϊκός.<br><br />
'''Κανόνας ΚΖ΄''': Επιτιμά όποιον κληρικό ή λαϊκό αρπάζει γυναίκα ένεκα οποιαδήποτε δικαιολογίας.<br><br />
'''Κανόνας ΚΗ΄''': Ορίζει την εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως να έχει ισοδύναμα πρεσβεία τιμής με τη Ρώμη και της αποδίδει επισκοπική δικαιοδοσία στη Θράκη, τον Πόντο και τη Ασιανή.<br><br />
'''Κανόνας ΚΘ΄''': Απαγορεύει τον υποβιβασμό επισκόπου σε βαθμό πρεσβυτέρου, εφόσον δε συντρέχει κανένα εκκλησιαστικό ή ποινικό κώλυμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως καθαιρείται αλλά όχι υποβιβάζεται.<br><br />
'''Κανόνας Λ΄''': Υποβιβάζει την επισκοπή Αλεξανδρείας στην πέμπτη θέση των πρεσβειών τιμής, λόγω του έντονου φόβου ετεροδοξίας από πλειάδα τοπικών επισκόπων.<br />
<br />
==Συμπεράσματα==<br />
<br />
Η καταδίκη των [[Μονοφυσιτισμός|μονοφυσιτισμού]] και η επικύρωση της καταδίκης του [[νεστοριανισμός|Νεστοριανισμού]] ακολουθήθηκε από νομικό διάταγμα εκδίωξης αυτών από τη ''Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία''. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταφύγουν οι μονοφυσίτες σε περιοχές τις Νοτιοανατολικής Μ. Ασίας και κυρίως στην ''Αίγυπτο'', όπου παρέμεναν πολύ ισχυρές οι μονοφυσιτικές επιρροές. Οι μονοφυσίτες τελικώς αποκόπηκαν από την εκκλησία δημιουργώντας νέες εκκλησίες όπως την ''Αρμενική'', την ''Ιακωβιτική στη Συρία'', τη ''Κοπτική στην Αίγυπτο'', αλλά και μεταγενεστέρως την ''Αιθιοπική ή Αβησσυνιακή''. Το ζήτημα της χριστολογικής διαμάχης οπωσδήποτε μετά τη σύνοδο αμβλύνθηκε στα πλαίσια της εκκλησίας και της αυτοκρατορίας, αλλά συζητήσεις επί του θέματος συνεχίστηκαν μέχρι και τον 7ο αιώνα, απασχολώντας και τις δύο επόμενες οικουμενικές συνόδους.<br />
<br />
Η σπουδαιότητα της συνόδου έγκειται στην οριστική διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος ή οποία έλαβε θέση δίπλα στην ''Α΄ και Β΄ Οικουμενική σύνοδο'' η οποίες διαμόρφωσαν το τριαδολογικό δόγμα, συμπληρώνοντας κατά το παράδειγμα των ''Α΄ και Β΄ Οικουμενικώς Συνόδων'', τη ''Γ΄ Οικουμενική''. Ταυτόχρονα «''κλείνει μια επώδυνη φάση των χριστολογικών ερίδων και των θεολογικών ζυμώσεων αφού ο όρος τη συνόδου σφραγίζει έντονα της διακήρυξη της ορθόδοξης πίστης από το ένα μέρος, και καταδικάζει κατηγορηματικά τις αιρέσεις του Απολιναρίου, του Νεστορίου και του Ευτυχή''»<ref>Ν. Ματσούκας, «''Δογματική και Συμβολική Θεολογία''», Τόμος Β΄, σελίς 257</ref>. Πέραν όμως τούτου «''επικύρωσε τους θεολογικούς όρους πρόσωπο, υπόσταση, φύση και ουσία και επέδειξε την αρραγή συνέχεια της ορθόδοξης θεολογίας που έχει ως βάση τη χαρισματική διάσταση και την ιστορικότητα της παράδοσης από την εποχή του περιούσιου λαού»<ref>ενθ.αν.</ref>, ενώ διαμόρφωσε και τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας, με βάση το μητροπολιτικό σύστημα.<br />
<br />
Πέρα όμως από οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση η σύνοδος της Χαλκηδόνας διατηρεί και διασώζει το'' σωτηριολογικό δόγμα'', που είναι η βάση της εκκλησίας και αυτό διότι «''ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και διατήρηση της ετερότητα τους σημαίνουν ότι η θεότητα παρέχει τον αγιασμό και την αφθαρσία στην κτιστή ανθρώπινη φύση''»<ref>ενθ.αν. 266</ref>. Ταυτόχρονα διατηρώντας την ετερότητα και αφήνοντας άθικτη τη διαφοροποίηση των φύσεων, αποκλείει την ''ειδωλολατρία'', δηλαδή την προσκύνηση του κτίσματος και οδηγεί την εκκλησία μακριά από αδιέξοδο ή την άρνηση της σωτηρίας, διότι σε αντίθετη περίπτωση κανένα εχέγγυο δε θα δινόταν από την ανάσταση<ref>Θεοδώρητος Κύρου, «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή, 4, 13.PG 83, 437, AB »</ref>. Κάτι τέτοιο άλλωστε κρίνεται αυτονόητο «''γιατί οι προϋποθέσεις των χριστολογικών αιρέσεων δεν εξασφαλίζουν τη θεραπεία της κτιστής ανθρώπινης φύσης, ενώ το δόγμα της Χαλκηδόνας είναι ο μόνος εγγυητής''»<ref>Ν. Ματσούκας, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Τόμος Β΄, σελίς 267</ref>.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
<br />
*Ιωάννη Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, Αθήνα 1960.<br />
*Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, Αθήνα, 2002.<br />
*Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Γ΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.<br />
*Νίκου Ματσούκα, «Δογματική και συμβολική Θεολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007.<br />
* Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη,1985<br />
* Γεώργιος Φλορόσφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007<br />
* [[Νικοδήμου Αγιορείτου]], [[Πηδάλιον]], Εκδόσεις Αστέρος, Αθήνα, 1993<br />
<br />
<br />
{{Οικουμενικές Σύνοδοι}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Οικουμενικές Σύνοδοι]]<br />
[[Κατηγορία:Σύνοδοι]]<br />
<br />
[[ar:المجمع المسكوني الرابع]]<br />
[[en:Fourth Ecumenical Council]]<br />
[[ro:Sinodul IV Ecumenic]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CF%83%CE%B8%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82&diff=6447Εκκλησία της Εσθονίας2008-06-22T01:34:30Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ fr</p>
<hr />
<div>Η '''Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας''' αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη με [[Πατριαρχικός Τόμος|Πατριαρχικό]] Τόμο τον Ιούλιο του 1923, καθώς το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο]] αναγνώρισε ότι λόγω της πολιτικής αλλαγής, ήταν αδύνατη η επικοινωνία με τις εκκλησιαστικές αρχές. Προηγουμένως, ο Πατριάρχης Μόσχας, Τύχων, είχε αναγνωρίσει το 1920 την αυτονομία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Εσθονίας. Εκεί, το 1931 υπήρχαν άνω των 200.000 πιστών και 155 ενορίες. <br />
<br />
Μετά την κατάληψη της Εσθονίας από τα σοβιετικά στρατεύματα το 1940, κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, η κανονική εσθονική ιεραρχία αναγκάστηκε να διαφύγει στη Σουηδία, όπου παρέμεινε με τη συμπαράσταση του [[Οικουμενικό Πατριαρχείο|Οικουμενικού Πατριαρχείου]] και από τις 6/3/1945 που η Εκκλησία προσαρτήθηκε στο [[Πατριαρχείο Μόσχας|πατριαρχείο Μόσχας]], ο μητροπολίτης Αλέξανδρος από τη Στοκχόλμη διηύθυνε τους εξόριστους ορθοδόξους Εσθονούς.<br />
<br />
Το 1996, τέσσερα χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της Εσθονίας, το Πατριαρχείο αποφάσισε να αποκαταστήσει την Εσθονική Εκκλησία. Με απόφαση στις 20 Φεβρουαρίου 1996 επανενεργοποιήθηκε το αυτόνομο καθεστώς και ορίστηκε τοποτηρητής ο [[Αρχιεπίσκοπος Καρέλιας και πάσης Φιλανδίας Ιωάννης]]. Στις 9 Μαρτίου 1999 Κληρικολαϊκή Συνέλευση πρότεινε ως νέο Μητροπολίτη Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας τον τότε Επίσκοπο Ναζιανζού [[Στάφανος Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας|Στέφανο]] (Χαραλαμπίδη). Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου αποδέχτηκε την απόφαση της Κληρικολαϊκής Συνόδου και προχώρησε στην εγκατάστασή του (ενθρόνιση) στις 21 Μαρτίου του ιδίου έτους. Η ενέργεια αυτή παρολίγο να προκαλέσει σχίσμα μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Μόσχας, η οποία παραμένει η μόνη Ορθόδοξη Εκκλησία που αρνείται να αναγνωρίσει την αυτονομία και την ιεραρχία της Εσθονικής Εκκλησίας.<br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
*Βασ. Σταυρίδης, "Εσθονίας, Μητρόπολις", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'', τόμ. 5, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 908-910<br />
*Kalmar Ulm Μελέτιος, ''Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας στο παρελθόν και το παρόν και η σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο'' (διδ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 2006<br />
<br />
[[Κατηγορία:Εκκλησίες|Ε]]<br />
<br />
[[en:Church of Estonia]]<br />
[[fr:Église d'Estonie (Patriarcat œcuménique)]]<br />
[[ro:Biserica Ortodoxă a Estoniei]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1:%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF_%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%82&diff=6253Κατηγορία:Οικουμενικοί Πατριάρχες2008-06-14T20:32:02Z<p>Magda: ru</p>
<hr />
<div>[[Κατηγορία:Επίσκοποι|*]]<br />
[[Κατηγορία:Οικουμενικό Πατριαρχείο]]<br />
<br />
[[en:Category:Patriarchs of Constantinople]]<br />
[[es:Categoría:Patriarcas de Constantinopla]]<br />
[[ru:Категория:Константинопольские патриархи]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1:%CE%86%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%B9&diff=6251Κατηγορία:Άνθρωποι2008-06-14T18:51:40Z<p>Magda: ru</p>
<hr />
<div>Στην παρούσα αρχική κατηγορία καταχωρούνται: Επίσκοποι, Κλήρος, Αιρετικοί, Υμνογράφοι, Ιεραπόστολοι, Σύγχρονοι Συγγραφείς, Μοναχοί, Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς<br />
<br />
[[Κατηγορία:Κατηγορίες]]<br />
<br />
[[en:Category:People]]<br />
[[es:Categoría:Gente]]<br />
[[fr:Catégorie:Personnes]]<br />
[[ro:Categorie:Oameni]]<br />
[[ru:Категория:Персоналии]]<br />
[[sr:Категорија:Људи]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1:%CE%95%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%B1%CE%AF&diff=6248Κατηγορία:Εορταί2008-06-14T18:23:19Z<p>Magda: ru</p>
<hr />
<div>[[Κατηγορία:Κατηγορίες]]<br />
<br />
[[en:Category:Feasts]]<br />
[[es:Categoría:Fiestas]]<br />
[[fr:Catégorie:Fêtes]]<br />
[[ro:Categorie:Sărbători]]<br />
[[ru:Категория:Праздники]]<br />
[[sr:Категорија:Празници]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A3%CF%85%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82:%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82&diff=6241Συζήτηση κατηγορίας:Κατηγορίες2008-06-14T17:25:04Z<p>Magda: ru, παρακαλώ</p>
<hr />
<div><nowiki>[[en:Category:Categories]]<br />
[[es:Categoría:Categorías]]<br />
[[fr:Catégorie:Catégories]]<br />
[[ro:Categorie:Categorii]]<br />
[[sr:Категорија:Категорије]]</nowiki><br />
<br />
:<nowiki>[[ru:Категория:Категории]]</nowiki></div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1:%CE%A4%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7&diff=6240Κατηγορία:Τέχνη2008-06-14T17:14:03Z<p>Magda: en, ro, ru</p>
<hr />
<div>[[Κατηγορία:Κατηγορίες]]<br />
<br />
[[en:Category:Arts]]<br />
[[ro:Categorie:Arte]]<br />
[[ru:Категория:Церковное искусство]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1:%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%B9&diff=6239Κατηγορία:Άγιοι2008-06-14T17:08:17Z<p>Magda: ru</p>
<hr />
<div>[[Κατηγορία:Άνθρωποι]]<br />
<br />
[[en:Category:Saints]]<br />
[[es:Categoría:Santos]]<br />
[[fr:Catégorie:Saints]]<br />
[[ro:Categorie:Sfinţi]]<br />
[[ru:Категория:Святые]]<br />
[[sr:Категорија:Светитељи]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%BF_%CE%A7%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82&diff=6238Ιωάννης ο Χρυσόστομος2008-06-14T16:49:31Z<p>Magda: /* Εξωτερικοί σύνδεσμοι */ ru</p>
<hr />
<div>Ο '''Ιωάννης ο Χρυσόστομος''', γνωστός και ως '''Ιωάννης της Αντιόχειας''' πιθανότατα γεννήθηκε το [[349]] [[μ.Χ.]] σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ιστορικές έρευνες. Μετά βεβαιότητος γνωρίζουμε οτι γεννήθηκε μεταξύ [[344]] μ.Χ και [[354]] μ.Χ. Εκοιμήθη το [[407]] μ.Χ. Υπήρξε εξέχων [[Χριστιανισμός|Χριστιανός]] επίσκοπος και κήρυκας κατά τον 4ο και 5ο αιώνα στη Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολη και ένας απο του πιο λαοφιλείς εκκλησιαστικούς ηγέτες. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης]] και της [[Καθολική Εκκλησία|Καθολικής Εκκλησίας]].<br />
<br />
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της [[Συρία|Συρίας]]. Γονείς του ήταν ο στρατηγός '''Σεκούνδος''' και μητέρα του η '''Ανθούσα'''. Η μητέρα του, χήρεψε στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών. Ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για το ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του Ιωάννη, ώστε πολλοί εξήραν το ήθος της, όπως ο Λιβάνιος<ref> Ο Λιβάνιος στο λόγο '''Προς νεωτέρα χειρεύουσα''' (PG 48,601) αναφέρει για την Ανθούσα «Οίαι γυναίκες παρά Χριστιανοίς εισί»</ref>.<br />
[[Image:John Chrysostom.jpg|right|300px|thumb|Συγχρονη Αγιογραφία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου]]<br />
<br />
==Ο βίος Του==<br />
<br />
===Η μόρφωση του Χρυσοστόμου===<br />
<br />
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε απο τη μητέρα του. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα στην Αντιόχεια, ρητορική και του '''Ανδραγαθίου''', φιλοσοφία. Χαρακτηριστικό της ρητορικής του δεινότητος, που από τότε ανέπτυξε, ήταν και ο λόγος του δασκάλου του, ο οποίος ήθελε τον Ιωάννη για συνεχιστή του έργου του στη σχολή, «αν δεν ήταν Χριστιανός», όπως ο ίδιος έλεγε. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον '''Καρτέριο''' και το [[Διόδωρο Ταρσού]], στο λεγόμενο '''Ασκητήριο''', τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας. Σπούδασε συνήγορος και εξάσκησε το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε την δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός. Όμως σύντομα έφυγε απο τη ζωή και η μητέρα του ([[372]] μ.Χ.), με αποτέλεσμα να αποσυρθεί απο την κοσμική ζωή ακολουθώντας τον [[Μοναχισμός|μοναχισμό]], κάτι που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους Αντιοχείς.<br />
<br />
===Ιεροσύνη στην Αντιόχεια===<br />
<br />
Το [[371]] μ.Χ. χειροθετήθηκε [[Αναγνώστης|αναγνώστης]] ξεκινώντας διδακτικό και κατηχητικό έργο, το οποίο μας δείχνει τη γνώση που ήδη είχε πάνω στις γραφές. Διήγαγε έξι χρόνια μοναστικής ζωής στην Αντιόχεια και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σιλπίου ( 4 δίπλα σε γέροντα ασκητή και 2 μόνος του, σε σπήλαιο), όπου ασκήτεψε σκληρά και μυήθηκε στο μοναχικό ιδεώδες και τη νηπτική ζωή, και εν τέλει επέστρεψε στην Αντιόχεια. Η ζωή του ηταν πολύ σκληρή και ασκητική. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγείτο και ζούσε ζωή φιλοπονίας<ref>(Παλλάδιος Ελενοπόλεως, Διάλογος, Ε΄ PG 47,18) «...Κακεί διατρίψας τρις οκτώ μήνας, άυπνος διετέλει το πλείστον, εκμανθάνον τα του Χριστού Διαθήκας προς εξοστρακισμόν της άγνοιας. '''Μη αναπεσών''' δε τον διετίας χρόνο, μη νύκτωρ, μη μεθ'ημέραν, νεκρούται τα υπό γαστέρα πληγείς απο του κρύους τας περι τους νεφρούς δυνάμεις.» </ref>, με αδιάκοπη ανάγνωση των γραφών και διαρκή προσευχή, με αποτέλεσμα να κλονιστεί η υγεία του σοβαρά<ref>Σοβαρή ασθένεια των νεφρών</ref>. Κατά την επιστροφή του, χειροτονείται εν αρχή [[Διάκονος|διάκονος]] το [[381]] μ.Χ., απο τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας [[Μελέτιος Α΄ Αντιοχείας|Μελέτιο]] και το [[386]] μ.Χ. πρεσβύτερος απο το διάδοχο του Μελετίου, [[Φλαβιανό]] μέχρι και το [[397]] μ.Χ., όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό σε όλη την Αυτοκρατορία φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε στη θέση του [[Αρχιεπίσκοπος|Αρχιεπισκόπου]] Κωνσταντινουπόλεως.<br />
<br />
===Το έργο του στην Αντιόχεια===<br />
<br />
Ως [[Πρεσβύτερος|πρεσβύτερος]] ήδη αρχίζει να αναπτύσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής ([[Αρειανισμός|Αρειανούς]], [[Ευνομοιανοί|ευνομοιανούς]]),τους [[Ιουδαίοι|Ιουδαίους]] οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Επίσης ιδρύει ιδρύματα, πτωχοκομεία, γηροκομεία, ενώ καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύτηκε<ref>Τότε κατά τους μελετητές αναδείχθη σε ηγετική πνευματική μορφή στην Αντιόχεια. Στους λόγους '''Εις Αδριάντας''' ο Χρυσόστομος πέτυχε να οδηγήσει τον Αυτοκράτορα να μην λάβει ακραία μέτρα κατά των στασιαστών αλλά και το λαό να μετανοήσει για το σφάλμα που διέπραξε, ώστε τελικά να επέλθει ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος</ref> το [[387]]μ.Χ., θέτωντας τη ζωή του στην υπηρεσία του Αυτοκράτορος, όταν στρατιώτες του, πήραν εντολή να πραγματοποιήσουν αντίποινα για στάση, σε βάρος στασιαστών της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ωστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην [[Κωνσταντινούπολη]], ο λαός της Αντιόχειας αντέδρασε<ref> O Ευτρόπιος οργάνωσε το πως θα αποσπασθεί απο την Αντιόχεια ωστε να προκληθούν, οι λιγότερες δυνατές αντιδράσεις</ref>.<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
===Ο αγώνας για τη διαφθορά στην Εκκλησία===<br />
<br />
Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «''βαλαντιοσκόπων''», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «''κολάκων και παρασίτων''», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «''κοιλιοδούλων''», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «''συνεισάκτους''», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους [[Θρησκευτικές ποινές|απέβαλε παντελώς]] από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να απολύσει 13 επισκόπους ως «[[Σιμωνία|σιμωνιακούς]]» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»<br />
<br />
===Εκλογή στον επισκοπικό θρόνο===<br />
<br />
<br />
Το έργο που άνέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το [[397]] μ.Χ., όταν πεθαίνει ο [[Αρχιεπίσκοπος]] [[Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινουπόλεως]] [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκτάριος]], οι άνθρωποι της Αυλής φέρνουν τον Ιερό Χρυσόστομο στην [[Κωνσταντινούπολη]] για να διαδεχθεί το [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκτάριο]]. Μάλιστα ο ίδιος ο [[Αρκάδιος]] ο αυτοκράτορας υπέδειξε και στήριξε την υποψηφιότητά του, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού '''ευνούχου''' του βασιλέως, Ευτροπίου, που αργότερα πήρε το βαθμό του '''Υπάτου''', ο οποίος είχε γνωρίσει και εντυπωσιαστεί απο τον Ιωάννη. Έτσι το Φεβρουάριο του [[398]]μ.Χ., με σύμφωνη γνώμη του κλήρου και του λαού, χειροτονείται απο τον [[Θεόφιλος Αλεξανδρείας|Θεόφιλο Αλεξανδρείας]] που διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη αφού ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο<ref>Σύμφωνα με το '''Σοζωμενό''' (Εκκλ.Ιστορία,7,2) ο Θεόφιλος αντέδρασε στην εκλογή του Χρυσοστόμου « Ως δε εκ πόλει αφίκετο (Χρυσόστομος) και οι κληθένετς ιερείς συνεληλύθησαν, εμποδών εγένετο τη χειροτονία Θεόφιλος, Ισιδώρω σπουδάζων...Τελευταίον συνένησε τοις επι Ιωάννη δεδογμένοις...»<br>Κατά το ιστορικό '''Σωκράτη''' (Εκκλ.Ιστορία,7,2)ο Θεόφιλος «σπουδήν ετίθετο διασύραι μεν την Ιωάννου δόξαν, Ισίδωρον δε υπ'αυτόν πρεσβύτερον προς την επισκοπήν προχειρίσασθαι»<br>Κατά τον '''Παλλάδιο Ελενοπόλεως''' υπήρχε εξ'αρχής εχθρότητα κατά του Ιωάννη (Διάλογος, 5 P.G.47,19) «απ'αρχής ουν ο Θεόφιλος...,προσχών αυτή τη καταστάση τω ανεπιλήπτω της παρρησίας ηψυχώθει προς την χειροτονίαν»</ref>, [[Αρχιεπίσκοπος]], παρά την αρχική επιφύλαξη που ο ίδιος είχε.<br />
<br />
===Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη===<br />
<br />
<br />
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, την Φοινίκη,τη Σκυθία και την Γοτθία. <br />
<br />
Αυτο όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, ειναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντα της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του [[Ευαγγέλιο|Ευαγγελίου]], τη μετάνοια, τη μεταστροφή στο Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.<br />
<br />
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ''ζηλωτής'' της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα.<br />
<br />
===Οι διωγμοί του Χρυσοστόμου===<br />
<br />
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν απο το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα [[Ευδοξία|Ευδοξία]], η οποία παρανόμως οικοιοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας<ref>O Χρυσόστομος παρακάλσε επιμονετικά την αυτοκράτειρα να επιστρέψει το κτήμα ή έστω να δώσει κάποια αποζημίωση καθώς αοοτελούσε το μοναδικό έσοδο της χήρας. Η ίδια όμως αρνήθηκε (Marc le diacre, Vie de Pophyre, eveque de Gazza.AB97[1979] 131-147)</ref>. Επιπρόσθετα διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν απο το κήρυγμά του, έψαχναν αφορμές, διαρκώς να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή, αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Όπως, όταν ανήγειρε ενα λεπροκομείο και κάποιοι εύποροι που είχαν γειτονικά κτήματα, επιτέθηκαν κατά του Ιωάννου, εξαιτίας του οτι τα κτήματά τους έχαναν την αξία τους<ref>(Ψευδο Μαρτύριος ΑΒ[[1979] 149-153,95[1977] 396-398)</ref>. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στο θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο [[Ευτρόπιος]] και ο [[Γάιος]] που ήταν αρχηγός των Γότθων στην [[Κωνσταντινούπολη]], ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο [[Σεβηριανός Γαβάλων]], ο [[Ακάκιος Βεροίας]] και ο [[Αντίοχος Πτολεμαΐδας]]. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνέφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνήσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο [[Θεόφιλος Αλεξανδρείας]]. Ο Θεόφιλος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν στις ομιλίες στην [[Ιεζάβελ]] εννοούσε αυτή, και άρα ήταν ένοχος για εσχάτη προδοσία<ref>Η απόκληση ως Ιεζάβελ συνιστούσε '''έγκλημα καθοσιώσεως''' με βάση τον συσχετισμό της ιστορίας με την ασεβή βασίλισσα. Μάλιστα κρίθηκε ένοχος αλλά η ποινή εξ αιτίας των αντιδράσεων, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. (Παλλάδιος Ελενοπόλεως PG 47,30)</ref>. Δηλαδή είχε ως στόχο, όχι μόνο την απομάκρυνσή του αλλά και την εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος παρωδία<ref>Περίληψη της «επί Δρυν» συνόδου διέσωσε ο '''Ιερός Φώτιος''' (P.G. 103,105-113) όπως και οι '''Σωκράτης''' (Εκκλ. Ιστορία 6,15 κεξ), '''Σοζωμενός''' (Εκκλ.Ιστορία 8,17κεξ), '''Παλλάδιος Ελενοπόλεως''' (P.G. 47,48 κεξ) όπου διαφαίνεται η αντικανονικότητα της συνόδου αλλά και της λήψης αποφάσεων. Αναφέρουν οτι παραβρέθηκαν μόλις 36 επίσκοποι, ενώ οι υπόλοιποι 40 αρνήθηκαν να μετάσχουν σε αυτή. Ο '''Ιννοκέντιος Α΄''' πάπας Ρώμης αποδοκίμασε αυτή την απόφαση θεωρώντας τη άκυρη και διακόπτωντας κοινωνία με τις εκκλησίες που δέχθηκαν την απόφαση</ref>, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι και τον εξόρισαν. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω [[Σιμωνία|σιμωνίας]]. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος, κατηγορούμενος επίσης για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά<ref>O Θεόφιλος κατηγορείτο για ξυλοδαρμό και ίσως τη δολοφονία «μακρών μοναχών» οι οποίοι δεν απέδιδαν σε αυτόν τα χρήματα που έβγαζαν αλλά τα έδιναν σε φιλανθρωπίες.(Παλλαδίου Διάλογος ΣΤ΄ PG 47,22-23). Τότε αυτοί κατέφυγαν στον Χρυσόστομο, που όμως δεν είχε καμια δικαιοδοσία στο ζήτημα(PG 47,23-24). Ο Θεόφιλος το εξέλαβε αρνητικά. Οι μακροί μοναχοί απευθύνθηκαν και ζήτησαν διευθέτηση απο τον Αυτοκράτορα. Ο ίδιος όμως έχρισε το Θεόφιλο υπόδικο του Χρυσοστόμου(PG 47,26). Καταλαβαίνοντας οτι με τις ήδη υπάρχουσες συνθήκες θα καθαιρεθεί (συκοφαντίες κατά Χρυσοστόμου, κατηγορίες μοναχών), εξύφανε κατηγορίες και οργάνωσε σχέδιο σε βάρος του Χρυσοστόμου, περνώντας σε δεύτερη μοίρα την δίκη του. Μάλιστα εν συνεχεία αφου πέθανε ο ηγούμενος Ισίδωρος, το ζήτημα διευθετήθηκε χωρίς καμία επίπτωση για το Θεόφιλο.</ref>, για την οποία ποτέ δεν δικάσθηκε.<br />
<br />
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού, που συνέβη, ενώ ο Ιωαννης ταξίδευε για τη εξορία, που εκλήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας, του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκόρυφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία [[Ηρωδιάς|Ηρωδιάδα]]<ref>Ο λόγος που φέρεται να εκφώνησε ο Χρυσόστομος διασώθηκε απο τον Ιστορικό Σωκράτη (Εκκλ. Ιστορία, Η΄ 20, 1-5 ή PG 59,485-490) « '''Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ορχείται, πάλιν Ιωάννου την κεφαλήν επί πίνακος σπουδάζει'''». Η ιστορική έρευνα όμως απο τον 19ο αιώνα θεωρεί το κείμενο νώθο. Μάλιστα σύγχρονοι μελετητές θεωρούν πως εσκεμμένα χαλκεύτηκε (Αldama No 381),ώστε να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες απο τους αντιπάλους του Χρυσοστόμου. Απο την ίδια έρευνα προέκυψε οτι οι πρώτοι ιστορικοί που περιέγραψαν το γεγονός δεν αναφέρουν κανενός ειδους τέτοια ομιλία, με αποτέλεσμα να θεωρείται μεταγενέστερη. </ref>, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, που τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του [[Αρκάδιος|Αρκαδίου]]. Μάλιστα τις παραμονες της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές<ref>(Παλλάδιος Ελενοπόλεως (Κ΄PG 47,72) και Σοζωμενός (Εκκλ.Ιστορία Η΄ 21-5-8))</ref>. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε απο τα γεγονότα του [[Πάσχα]] του [[404]] μ.Χ., όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά απο ψευδή καταγγελία του [[Θεόφιλος Αλεξανδρείας|Θεοφίλου]] μετά ακροάσεως του [[Αρκάδιος|Αρκαδίου]], οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη την νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα απο το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που ονομάστηκαν ''Ιωαννίται''.<br />
<br />
===Η εξορία και το τέλος της ζωής του===<br />
<br />
Ο Ιερός Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροαστεί απο μία πανορθόδοξο Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της '''Εν Δρύ''' συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του<ref>Αυτό τελικά είχε ως αποτέλεσμα να συμβεί το πρώτο [[Σχίσμα]] στο εκκλησιαστικό σώμα της Εκκλησίας, όταν ο '''Ιννοκέντιος Α΄''' θεώρησε αντικανονική την απόφαση και διέκοψε κοινωνία με τις εκκλησίες που δέχθηκαν την απόφαση. Η αποκατάσταση συνέβη επι '''Κυρίλλου Αλεξανδρείας''' οταν και δέχθηκε την επανεγγραφή του Χρυσοστόμου στα δίπτυχα της Εκκλησίας</ref>. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του για δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία το διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον [[Ακάκιος Βεροίας|Ακάκιο]], άσκησαν έντονη πίεση στον [[Αρκάδιος|Αρκάδιο]] και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν παραταχθεί με σκοπό να τον συλλάβουν αν αρνηθεί να φύγει και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του, ώστε να τους προστατεύσει και να μην προκληθούν άλλες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί ''σχίσμα''.<br />
<br />
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό '''Κουκουσός''', στα σύνορα [[Καππαδοκία|Καππαδοκίας]] και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε απο το πλήθος επιστολών του, ειναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις απο φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιομέτρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι'αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά απο ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.<br />
<br />
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του, γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξορίστου επισκόπου. Ο[Αρκάδιος - η Ευδοξία είχε πεθάνει- αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στη Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του [[Πάπας|Πάπα]] [[Ιννοκέντιος Α΄|Ιννοκέντιου]] να επιστρέψει πίσω ωστε να ακροαστεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρείς μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του [[407]] μ.Χ στα '''Κόμανα''' του [[Πόντος|Πόντου]].<br />
<br />
Ο Αγιος παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το [[434]]μ.Χ. [[Πατριάρχης]] εξελέγη ο μαθητής του [[Πατριάρχης Πρόκλος|Άγιος Πρόκλος]], παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα [[Θεοδόσιος Β΄|Θεοδόσιο Β΄]] να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του [[438]] η λάρνακα με το λείψανο του αγίου μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς φώναζε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε»<ref>(Σωκράτους Εκκ.Ιστορία Ζ, 25)</ref>.<br />
<br />
<br />
==Η μορφή του==<br />
<br />
Απο τις ιστορικές πηγές που διαθέτουμε<ref>(BHG II No 870 - 881):Πρόκειται για κείμενα τα οποία έχουν μορφή διηγήσεων ή περιγραφής του βίου του Ιωάννη Χρυσοστόμου και δεν προέρχονται απο τις γνωστές ιστορικές πηγές της επόχης. Κάποια απο αυτά εκδόθηκαν στο Βουκουρέστι το 1932. </ref>, αντλούμε στοιχεία για την εμφάνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Έτσι μαθαίνουμε οτι ήταν πολύ μικρόσωμος, με μεγάλο κεφάλι αιωρούμενο στούς ώμους του. Ήταν υπερβολικά λεπτόσαρκος, είχε μακριά μύτη και πλατιά ρουθούνια. Ήταν πολύ ωχρός και λευκός μαζί, είχε βαθουλωτές τις κόγχες των ματιών και μεγάλους τούς βολβούς. Εξαιτίας αυτού, συνέβαινε να παρουσιάζει με τα μάτια του πιό χαρούμενη όψη, αν και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε άτομο βασανισμένο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο, χωρίς τρίχες και χαραγμένο με πολλές ρυτίδες. Είχε μεγάλα αυτιά, γένια μικρά, πολύ αραιά και λευκά. Τέλος, τα μάγουλά του, ήταν βαθουλωμένα στο έπακρο εξαιτίας τής νηστείας.<br />
<br />
==Το συγγραφικό του έργο==<br />
<br />
<br />
===Εισαγωγή===<br />
<br />
<br />
Ο ιερός Χρυσόστομος, άφησε ενα ογκωδέστατο συγγραφικό έργο. Όλο το έργο του ιερού άνδρα καλύπτει 18 τόμους στην [[Πατρολογία|Patrologia Graeca]] του [[Migne]]. Τα έργα του, διαβάζονταν και αντιγράφονταν συνεχώς. Αποτέλεσμα ήταν να σωθούν σε χιλιάδες χειρόγραφα, αλλά και να αυξηθούν. Αυτό συνέβη λόγω της επιθυμίας κάποιων αφανών συγγραφέων που ήθελαν τα έργα τους να διαβαστούν και οδηγούνταν στην ενσυνείδητη ψευδονυμία. Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί ο [[Σεβηριανός Γαβάλων]], που υπήρξε δεινός ρήτορας της εποχής και ο οποίος υπέγραφε τους λόγους ως Χρυσοστομικούς, φοβούμενος οτι οι οπαδοί του Χρυσοστόμου θα τους καταστρέψουν, αφού τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το διωγμό του. Επίσης μεγάλη ευθύνη φέρουν συγγραφείς, αντιγραφείς και συλλέκτες, που παρότι βρίσκονταν ενώπιον αμφιβόλου προελεύσεως συγγράματα τα έχριζαν Χρυσοστομικά. Μεγάλο μέρος ομιλιών του έχουν χαθεί, ενώ γνωρίζουμε οτι είχαν δοθεί πολλές επιστολές του προς έκδοση αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε.<br />
<br />
===Κατηγοριοποίηση===<br />
<br />
<br />
Το έργο του διακρίνεται σε πραγματείες (ασκητικές, ηθικοπαιδαγωγικές, ποιμαντικές, απολογητικές), λόγους (δογματικούς, σε διαφορες ιστορικές περιστάσεις, ηθικοδιδακτικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικόύς, ερμηνευτικούς) και επιστολές. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υπήρξε λαμπρός σχολιαστής των [[Αγία Γραφή|Άγιων Γραφών]]. Με το κήρυγμά του έκανε διαδοχικές εξηγήσεις της [[Βίβλος|Βίβλου]]. Έχουν διαφυλαχθεί περίπου 600 λόγοι του Ιωάννη σε ποικίλλα θέματα. Απ’ αυτούς 67 είναι για τη [[Γένεσις|Γένεση]], 59 για τους [[Ψαλμός|Ψαλμούς]], 90 για το [[Ευαγγέλιο του Ματθαίου]], 88 για το [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον|Ευαγγέλιο του Ιωάννη]], 55 για τις [[Πράξεις των Αποστόλων]], 34 για την [[Προς Εβραίους Επιστολή]] κλπ. Ο αναγνώστης κάθε εποχής μελετώντας το έργο του, διαπιστώνει τη συναρπαστική ρητορική του δεινότητα, την παιδαγωγική ευελιξία, τη σπάνια βιβλική κατάρτιση, την ψυχοδιαγνωστική του ικανότητα, την ποιμαντική του αγωνία και την ορθόδοξη θεολογία.<br />
<br />
===Φιλολογική και ιστορικογραμματική έρευνα===<br />
<br />
<br />
Το έργο του κατά τα πρώιμα έτη της ποιμαντικής - συγγραφικής περιοδού διακρίνονται για την μεγάλη φιλολογική φροντίδα και εφαρμόζουν πιστά στους νόμους και τα σχήματα της ρητορικής τέχνης γενικά και της δεύτερης σοφιστικής ειδικότερα, όπως την διδάχθηκε απο τον τον γνωστό αττικιστή ρητορειοδιδάσκαλο [[Λιβάνιος|Λιβάνιο]], μολονότι τα στοιχεία φιλολογικής παιδείας, της ηθικής των στωικών και τα σχήματα των ρητόρων, δεν τα λησμόνησε ποτέ στα έτη της ομιλιτικής και συγγραφικής του δράσης.<br />
<br />
===Οι ομιλίες του===<br />
<br />
[[Εικόνα:Chrysostom37.jpg|thumb|right|150px|Κώδικας 8, Ιωάννη Χρυσοστόμου Λόγοι, 10ος αι.]]<br />
Οι ομιλίες του είχαν ως βάση και σημείο εκκίνησης βιβλικά χωρία, τα οποία είχε ασφαλώς επεξεργαστεί και ως [[αναγνώστης]] και [[Διάκονος|διάκονος]]. Οι ομιλίες καταγράφονταν απο ταχογράφους, που εν συνεχεία δέχονταν κάποιες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα να μην είμαστε τελείως βέβαιοι οτι απαγγέλθηκαν ακριβώς με τη σημερινή μορφή που γνωρίζουμε. Οι ομιλίες του είναι φανερό οτι προϋποθέτουν όχι μόνο μακρά και επίπονη έρευνα αλλά και διδακτικό - εξηγητικό έργο, μεγάλυτερο απο αυτό που προσδιοριζόταν απο τις σοζώμενες ομιλίες του. Οι ομιλίες δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας οργανομένης ανώτερης σχολής, διοτι είναι συνήθως σύντομες περίπου 15 λεπτών. Άλλες πάλι ξεπερνούν και τα 45, ανάλογα με το ερμηνευόμενο [[Ευαγγέλιο|Ευαγγελικό]] χωρίο.<br />
<br />
==Η ρητορική του δεινότητα==<br />
<br />
<br />
===Η ρητορικη στην Αντιόχεια===<br />
<br />
Ο Χρυσόστομος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό απο ρητορικής απόψεως. Πολλοί ζόυσαν απο το επάγγελμα του ρήτορα, ενώ στην εποχή του πολλοί μορφωμένοι παρακολουθούσαν απολαυστικά ρήτορες, τους οποίους έκριναν αυστηρά κάθε στιγμή. Άλλοτε επευφημούσαν αν κάποιος καινοτομούσε και εντυπωσίαζε, ενώ αποδοκίμαζαν τα επαναληπτικά σχήματα ή παλαιότερες ρητορείες. Έτσι αν ο Χρυσόστομος δεν επιδιδόταν σε αυτή την υψηλή ρητορεία είναι βέβαιο, οτι ουδείς θα ασχολείτο μαζί του, ούτε καν οι αμόρφωτοι Χριστιανοί που ήταν όμως εμποτισμένοι με την κρατούσα γλωσσική ιδεολογία. Έτσι παίρνουμε και μία απάντηση γιατι οι πατέρες εκείνης της εποχής, χρησιμοποιούσαν σύνθετα γλωσσικά σχήματα σε σχέση με τη γλώσσα της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]]. Αντιληπτό ακόμα γίνεται γιατί ασκούσαν λεπτολόγο θεολογία με βαθιές τομές και ευρύτατες αναλύσεις αν και οι αμόρφωτοι αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν ικανοποιητικά τη διδασκαλία τους. Πάντα βέβαια πίστευαν σε μελλοντική καλλιέργεια και ευρύτερη κατανόηση των μεταγενεστέρων.<br />
<br />
Αυτή την επικρατούσα αντίληψη της εποχής, έρχεται ο Χρυσόστομος να την ανατρέψει. Παρά τη μανία του κοινού για ρητορικές επιδείξεις, τους προτρέπει να ακολουθούν το περιεχόμενο κυρίως και οχι τα στομφώδη - πομπώδη σχήματα, ώστε να μη χάνετε το νοήμα. Ο ίδιος δεν παύει να συνεχίζει να εκτιμά το λόγο και τη δύναμή του και να κοπιάζει για την οργάνωση του. Ριζικός υπήρξε τόσο για τους ρήτορες της εποχής όσο και για τους εκκλησιαστικούς. Αυτοί έπρεπε να αψηφήσουν πλέον τις αδυναμίες και επιθυμίες του κοινού, οδηγώντας το, στις ορθές θέσεις και όχι το ανάποδο. Επίσης τους καλεί να μην αναμένουν επαίνους ώστε να επικεντρώνονται στην ουσία.<br />
<br />
===Χαρακτηριστικά και καινοτομίες της ρητορικής του===<br />
<br />
Εν αρχή μιλάει για λόγο διαφορετικών προϋποθέσεων από την κοινή ρητορεία των '''εθνικών'''. Στρέφει δηλαδή στο '''περιεχόμενο''' του λόγου και όχι στη '''μορφή'''. Παρ'όλα αυτά θέτει ένα άρτιο τεχνικά λόγο, με ορθή χρήση πολλών σχημάτων, προδίδοντας πρωτοφανή ρωμαλεότητα, που προέκυπτε απο τη δυναμική του νέου λόγου και το χαρακτήρα του, με σκοπό να κάνει « '''μέσο''' » των μηνυμάτων του, τη ρητορεία. Αντιλαμβάνεται την ανάγκη ενός λόγου, που πρέπει να έχει τόση τεχνική, ώστε να διευκολύνει την κατανόηση του μηνύματος και του νοήματός, απο κάθε κοινωνική και μορφωτική τάξη. '''Απαλλάσει''' το λόγο απο απο τον έντονο '''στόμφο''' και τα πολλά ψιμμύθια, που μειώνουν την ενέργειά του, χωρίς να μειώνει την καλλιέπειά του, να αδιαφορεί και να φροντίζει για την μορφή του. Προσέχει τη δομή του, αλλά με διαφορετικό ύφος, '''προσδίδοντας''' '''ζωντάνια''' στην αλήθεια των κηρυγμάτων του, ανατρέποντας τις κακοδοξίες των εθνικών και των Ιουδαίων.<br />
<br />
Η μορφή του Χρυσοστομικού λόγου έχει διακυμάνσεις, ενίοτε μεγάλες. Στα πρώιμα κείμενα η μορφή και η δομή διακρίνονται για την αυστηρότητα της εφαρμογής των ρητορικών κανόνων και την αδρότερη δόμησή τους. Με το πέρασμα των ετών και την ωρίμανσή του, δεν το δεσμεύουν πλέον οι κανόνες της ρητορικής και της Δευτέρας Σοφιστικής, που είχε στόμφο και πολλά γλωσσικά ψιμμύθια, αλλά της έλλειπε η ζωντάνια, η ενάργεια και η πνευματική ρωμαλεότητα. Αυτό που έλειπε ακριβώς προσέφερε η ρητορική του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει δικό του ύφος, ξεπερνώντας τη '''Δεύτερη Σοφιστική''' σχολή. Ακόμα ο λόγος του διέπεται απο '''πληθωρικότητα''' , απουσία '''Δωρικότητος''', με εμφάνιση εντυπωσιακών '''ερωταποκρίσεων''', '''αντιθέσεων''', '''μεταφορών''', '''παραλληλισμών''', '''αναστροφών''' και '''παραστατικών εικόνων'''.<br />
<br />
===Ρυθμός και ποιητικότητα===<br />
<br />
Το εκπληκτικότερο όμως εύρημα της έρευνας στην ρητορική του, είναι οτι πέρα απο την '''καλλιέπεια''' και την οργανωμένη και απαράμιλλη επιχειρηματολογία, πολλές φορές παρατηρείται και ρυθμικότητα που αγγίζει τον ποιητικό ρυθμό. Στον προφορικό λόγο μπορεί πολλά να επιτευχθούν, όπως ενάργεια, το οποίο διέθετε ο Ιερός Χρυσόστομος, όμως ρυθμό και ποιητικότητα είναι κάτι το σχεδόν αδυνατο. Και αυτό διότι απαιτεί χρόνο, πολλή άσκηση και αδιαμφησβήτητο ταλέντο. Αν όμως αναλογιστούμε οτι τις περισσότερες φορές, για να ομιλήσει περίμενε να δει τη σύνθεση του ακροατηρίου και τη διάθεση, με βάση το πλήθος των συνηγμένων, για να αποφασίσει τον τρόπο, το ύφος και το είδος της ομιλίας, που πολλές φορές επέβαλλαν αλλαγές της στιγμής ακόμα και μεσούσης της ομιλίας, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της δυσκολίας της επιτυχίας του επιχειρήματος, αλλα και της ρητορικής δεινότητας του μεγάλου άνδρα, εξού και η προσωνυμία ως σήμερα « Χρυσόστομος ».<br />
<br />
==Η διδασκαλία του==<br />
<br />
<br />
===Εισαγωγή===<br />
<br />
H θεολογία του στρέφεται κυρίως γύρω απο το '''ακατάληπτο''' και '''απρόσιτο''' της '''θείας φύσεως''', το απολυτρωτικό έργο του [[Χριστός|Χριστού]], τα χαρίσματα του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]], το μυστήριο της Εκκλησίας, την αξία του ανθρώπου ως υπάρξεως προορισμένης για την αιωνιότητα, τη μέλλουσα κρίση. Οι πρώτιστοι όμως στόχοι είναι κυρίως ηθικοδιδακτικοί και ποιμαντικοί.<br />
<br />
Η φιλολογική έρευνα αποκαλύπτει στα συγγράμματα του Χρυσοστόμου, άφθονα '''Καππαδοκικά''' στοιχεία, πολλά εκ των οποίων είναι και εκ πρώτης όψεως εμφανή. Μολονότι έχει βεβαίως δική του σκέψη και δικό του τρόπο εκφράσεως, ο οποίος είναι ανεπανάληπτος, πολύ συχνά ενεπνέετο απο τους Καππαδόκες στην εκλογή και παρουσίαση των θεμάτων.<br />
<br />
Επι του προκειμένου θέματος ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζεται θεολογικά απο πολλούς δυτικούς ερευνητές συνήθως ως γνήσιος [[Αντιοχειανή Θεολογική Σχολή|Αντιοχειανός]], αν και μετά από πρόσφατες έρευνες κατεβλήθη προσπάθεια να χαρακτηρισθεί ως Αλεξανδρινός. Αντίθετα οι περισσότεροι ερευνητές της ανατολικής σχολής κρίνουν πως δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, διότι συνδυάζων τους δύο όρους — ένωση και συνάφεια — ακολουθεί δική του γραμμή «τή γάρ ενώσει και τη συναφεία έν εστιν ο Θεος Λόγος και ή σάρξ, ου συγχύσεως γενομένης τών ουσιών, αλλά ενώσεως άρρητον τινός και αφράστου». Στην [[Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Δ' οικουμενική σύνοδο]] [[Χαλκηδόνα|Χαλκηδόνος]] [[451]] το χωρίο αυτό μαζί με κείμενα άλλων πατέρων προσήχθη ως απόδειξη της '''ομοουσιότητος''' του Χριστού ταυτοχρόνως και με τον Πατέρα και με τους ανθρώπους.<br />
<br />
Είναι χαρακτηριστικό οτι παρότι ζούσε σε μια ταραγμένη και ετερόκλητη εποχή μπορεί να σημειώσει κανείς ότι πολλά μεταγενέστερα αντι-Γραφικά στοιχεία ενώ δεν γνωρίζει την τροπή που θα λάβουν, παίρνει σαφή θέση. Όπως την κατ’ιδίαν εξομολόγηση σε ιερέα, την προσφώνηση της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου, την απόδοση τιμής στα λείψανα, τη διενέργεια θαυμάτων από εικόνες και άλλα όπως το πρωτείο του Πάπα και ο αριθμός των μυστηρίων.<br />
<br />
===Χρυσόστομος και Ελληνική Φιλοσοφία===<br />
<br />
Ο Ιερός Χρυσόστομος απο την αρχή της συγγραφικής του δράσης, μέχρι και το τέλος είχε διασαφηνίσει τη στάση του, απέναντι στην φιλοσοφία των Ελλήνων, δηλαδή έσυρε διαρκώς μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον τρόπο σκέψης των φιλοσόφων και της Εκκλησίας. Αυτό έγινε αναγκαίο διότι διαρκώς φιλοσοφικές θεωρίες ενεπλέκονταν με τα Εκκλησιαστικά δόγματα αφενώς, δημιουργώντας αιρέσεις, αφετέρου η Ελληνική φιλοσοφική σκέψη επηρέαζε πολλούς Χριστιανούς στον τρόπο ζωής, αφαιρώντας τη δυνατότητα να κερδίσουν την «βασιλεία των ουρανών» οπως χαρακτηριστικά έλεγε. Δηλαδή δεν ασχολείται με το πρόβλημα της αξίας , της ωραιότητας ή της δυνάμεως της φιλοσοφίας, τα οποία σιωπηρώς δέχεται, αφού τη χρησιμοποιεί, αλλά με την ουσία τους, που οδηγεί στην «απώλεια». Επίσης απορρίπτει ξεκάθαρα τις απόψεις των αρχαίων Ελλήνων περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου και ηθικής, που είναι ξένες και ασυμβίβαστες με την διδασκαλία της Εκκλησίας. Εν τούτοις ο Χρυσόστομος επαινεί πολλές φορές φιλοσόφους όπως ο [[Σωκράτης]] και άλλους ελάσσονες φιλοσόφους όπως το [[Θηβαίος Κράτης|Θηβαίο Κράτη]] και τον [[Κυνικός Διογένης|Κυνικό Διογένη]], όταν διαπιστώνει στην ζωή τους ηθική συμπεριφορά ή περιφρόνηση προς τα υλικά αγαθά και ποτέ για τις μεταφυσικές τους αντιλήψεις. Επίσης καυτηριάζει τον [[Πλάτωνας|Πλάτωνα]] επειδή κατά την άποψή του το πνεύμα του Έλληνα φιλοσόφου είναι φιλόυλο και αντικρούει τον [[Αριστοτέλης|Αριστοτέλη]] για το θέμα της προσιτότητος προς τον Θεό. Ο Χρυσόστομος μιλάει πάντα για το απρόσιτο και ακατάληπτο της Θεότητος.<br />
<br />
Μερίδα σύγχρονων ερευνητών πιστεύει οτι γενικά οι Πατέρες της Εκκλησίας επεδίωξαν σύζευξη και εναρμόνιση [[Χριστιανισμός|χριστιανισμού]] και [[Ελληνισμός|ελληνισμού]]. Ψάχνοντας χωρία που να το αποδεικνύουν, ανακαλύπτουν το Χρυσόστομο να καταφάσκει τους φιλοσόφους και το έργο τους<ref>Α «'''Τί ούν; κατασκάψωμεν τα διδασκαλία φησίν; ού τούτο λέγω...προσλάβοι ποτέ'''» (Πρός πιστόν πατέρα 11 PG 47, 367) και «'''Ανάγνωθι ει βούλει... και που τελευτά'''» (Εις τη β΄Θεσσαλονικείς, Ομιλία Α΄2 PG 62, 47)</ref>. Έτσι είναι ξεκάθαρο οτι αρνείται το περιεχόμενο και τις ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων, αλλά όχι και την ελληνική παιδεία σε οτι έχει να κάνει με την εκμάθηση της τέχνης του λόγου, της ρητορικής, των επιστημών και τον παραδειγματισμό από γεγονότα και πρόσωπα ποιητικών και άλλων κειμένων της αρχαιότητας. <br />
<br />
Ο λόγος που τηρεί αρνητική στάση έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας έχει ριζικό λόγο, τον οποίο εξηγεί στο υπόμνημά του στην ''Προς Ρωμαίους Επιστολή''<ref>(Oμιλία Γ΄ 1-3)</ref>. Οι άνθρωποι έλαβαν από το Θεό τη γνώση και την αλήθεια αλλά την κατακάλυψαν με ξύλα και λίθους, ώστε προήλθε ανατροπή. Αφορμή είναι η φράση του [[Απόστολος Παύλος|Αποστολου Παύλου]] «το γνωστόν του θεού φανερόν εστίν εν αυτοίς...»<ref>(Ρωμαίους α΄19)</ref>, το οποίο κατά τον Χρυσόστομο σημαίνει οτι ο Θεός φανέρωσε τον εαυτό του μέσω της κτίσεως και της αρμονίας της, δηλαδή η κτίση περιέχει χώρο διδασκαλίας, που για την κατανόηση του ο Θεός έδωσε «νουν και διάνοια»<ref>(PG 60, 415)</ref>, δυνάμεις που άνθρωποι όχι μόνο δε χρησιμοποιούν προς σωτηρίαν, αλλά τις έστρεψαν σε αντίθετη κατεύθυνση μέσω της φιλοσοφίας τους, μη αναγνωρίζοντας την κτίση και την αΐδια δύναμη και θειότητα.<br />
<br />
====Ηθικολογία στωικών====<br />
<br />
<br />
Μολονότι αυτές υπήρξαν οι απόψεις του Χρυσοστόμου για την Ελληνική φιλοσοφία γενικά και την παιδεία ειδικά, σ'ένα σύντομο κείμενο στο τέλος της ζωής του <ref>(Οτι εαυτό μή αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται PG 52,459-480)</ref> ανέπτυξε με βάση κυρίως πλατωνική και [[Στωικοί|στωική]] ηθικολογία την ιδέα οτι τον ενάρετο και ηθικό δεν μπορεί κανεις να τον βλάψει, διότι τις αδικίες τις αντιμετωπίζει γενναία και τις εκμεταλλεύεται για την τελείωση του.<br />
<br />
===Δογματική διδασκαλία===<br />
<br />
<br />
Ο Χρυσόστομος έζησε σε μια εποχή που τα μεγάλα κινήματα αιρέσεων είχαν καταπολεμηθεί απο τον [[Μέγας Βασίλειος|Μέγα Βασίλειο]], το [[Μέγας Αθανάσιος|Μέγα Αθανάσιο]], το [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Γρηγόριο Θεολόγο]], το [[Γρηγόριος Νύσσης|Γρηγόριο Νύσσης]] με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε ύφεση. Παρ'όλα αυτά το πνευματικό κλίμα της [[Αντιόχεια|Αντιόχειας]] παρέμενε ιδιαίτερα διαφοροποιημένο απο τις απόψεις της [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Α΄ Οικουμενικής συνόδου]] της [[Νίκαια|Νίκαιας]], της οποίας ακόλουθος και πιστός τηρητής υπήρξε ο Χρυσόστομος. Γι'άυτό το λόγο δε θεολογεί τοσο όσο οι άλλοι [[Τρεις Ιεράρχες|Ιεράρχες]] περί Θεότητος και [[Αγία Τριάδα|Τριαδικότητος]], χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δεν εχεί σαφείς αναφορές, αφού αισθανόταν ενιαία τη Γραφή και την παράδοση.<br />
<br />
Στα συγγράματα του χρησιμοποιεί, για τον [[Χριστός|Χριστό]], λιγότερο συχνά το σαφή συνοδικό όρο «'''Ομοούσιος'''» και προτιμά προσφιλείς στους ημιαρειανούς και Αντιοχειανούς όρους, όπως «'''ομοιος κατα πάντα''' ή '''απαράλλακτο έχοντα''' ή '''όμοιος κατα την ουσία'''», προσπαθόντας να μην προκαλέσει νέες εντάσεις, μεγάλύτερη σύγχηση και προσελκύοντας τους κακόδοξους. Αυτές οι επιλογές δεν εκλαμβάμνονται ως απόδειξη της μη αποδοχής του περί ομοουσιότητος, καθότι είναι σαφής στην ομιλία του ''Εις Ιωαννη'' «''Τη γαρ ενώσει και τη συνάφεια εν εστιν ο Θεός, Λόγος και Σαρξ...και αφράστου''»<ref>(Ομιλία 1α, 2 PG 59, 80)</ref>, η οποία χρησιμοποιήθηκε στη Δ΄ Οικουμενική σύνοδο ως κείμενο δηλωτικό ης ορθής υποστάσεως.<br />
<br />
Η ανάγκη να προβεί σε αυτή την θέση, εξηγείται απο τις κακοδοξίες όχι μόνο Φιλοσόφων αλλά και κληρικών ([[Διόδωρος Ταρσού]], [[Θεόδωρος Μοψουεστίας]]), περί της φύσεως του Χριστού. Υιοθετώντας χριστολογικές απόψεις του [[Μέγας Αθανάσιος|Μεγάλου Αθανασίου]] και Καππαδοκών θεολόγων υπερβαίνει το Αντιοχειανό κλίμα και τον κακοδοξούντων ([[Άρειος|Αρειανός]], [[Απολλινάριος]], [[Διόδωρος Ταρσού]] κλπ). Αναφέρει διαρκώς τον όρο «'''συνάφεια'''» και «'''ένωση'''» για τον ενσαρκωμένο Λόγο, ώστε να αποκλείει '''τροπή''' και '''σύγχυση'''. Η πρώτη σημαίνει οτι η θεία φύση τρέπεται σε ανθρώπινη και η δεύτερη οτι η ανθρώπινη χάνεται, απορροφάται απο την θεία, με την οποία και συγχέεται, αποκλείοντας τα άκρα δηλαδή οτι ο λόγος γίνεται άνθρωπος. <br />
<br />
Ο Χρυσόστομος εμφανίζεται κάθετος και στο θέμα της «αναμαρτησίας» του Χριστού. Στην ''Εις Ρωμαίους'' ομιλία αναφέρει οτι η αναμαρτησία της προσληφθήσας απο το θείο Λόγο ανθρωπότητα, σκοπό είχε να παραμείνει αναμάρτητη και προοριζόταν να μείνει αναμάρτητη απο τους πρωτοπλάστους. Όμως απέτυχε. Τώρα όμως με την ενανθρώπηση και την ανάσταση του Κυρίου η σάρκα-ανθρωπότητα φτάνει στο σκοπό της στην αναμαρτησία και την αθανασία.<br />
<br />
Η ελεύθερη προαίρεση και βούληση των ανθρώπων έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης διδασκαλίας και ανώτερης θεολογίας απο τον Χρυσόστομο. Ο ίδιος λέει οτι μετά την πτώση ο Θεός δίδει ελεύθερη βούληση στα πλάσματά του, μια ιδιότητα η οποία προκύπτει όχι από τη σάρκα αλλά απο την προαίρεση του ανθρώπου. Εφόσον η θέληση είναι αυτή που κινεί σε αμαρτία, τότε το σώμα δεν είναι απο τη φύση του κακό.<br />
<br />
<br />
====Σύγχρονες δογματικές επιρροές====<br />
<br />
<br />
Οι ομιλίες και τα ζητήματα που πραγματεύτηκε ο Ιερός Χρυσόστομος σε δογματικό επίπεδο, υπήρξαν θέμα έντονης έρευνας και προβληματισμού απο τη σύγχρονη θεολογία. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν κείμενα τα οποία διασώζονται (η αυθεντικότητα τους είναι επιβαιβεωμένη), και φαίνεται να εκφράζει απόψεις περί '''σχίσματος''' των εκκλησιών και '''πρωτείων''' των Αποστόλων. Επίσης όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι σαφής για την φύση του προσώπου του Ιησού Χριστού.<br />
<br />
Αυτό το οποίο τονίζει είναι οτι προέχει η ενότητα της πίστης και του δόγματος , γιατι διαρκώς κινδυνεύει αυτή να διασπαστεί απο κακοδοξίες <ref>(Εις Α΄Κορινθ. Ομιλια Α΄1 PG 61,13)</ref>. Η ένωση αυτή συντελείται απο την συμμετοχή όλων στην '''Θεία Ευχαριστία''', και τη συμμετοχή όλων στον ίδιο «'''άρτο'''»<ref>( PG 61, 100 )</ref>. Πρέπει, αναφέρει, όλα τα μέλη των κατά τόπους εκκλησίων, από τις [[Ινδία|Ινδίες]] μέχρι και την [[Ρώμη]]<ref>( PG 59, 361-2 )</ref> να αισθάνονται «έν σώμα και πνεύμα» και οτι έχουν την ίδια πίστη και να μήν ενδίδουν στις κακοδοξίες και τις αιρέσεις που διασπούν την αληθινή ταυτότητα της μίας και μοναδικής αληθινής εκκλησίας<ref>( Απ. Παύλος, Προς Κορινθίους )</ref>, διότι η αληθινή θεία χάρη υπάρχει «'''μόνο'''» όταν και όπου όλοι στηρίζονται στο αυτό «'''θεμέλιο'''» και αυτή «'''πίστη'''»<ref>( PG 61, 72 )</ref>, όταν « δειχθώμεν πάντες μία πίστιν έχοντες »<ref>( PG 62, 83 )</ref>. Η πίστη σε αίρεση και σαθρό δόγμα δεν μπορεί να μεταστραφεί προς νίκης της αιωνίου ζωής ακόμα και αν «μαρτυρίου αίμα» παραδοθεί, χαρακτηριστικά λέγει.<ref>( PG 62, 85 )</ref>.<br />
<br />
Το άλλο ζήτημα στο οποίο λαμβάνει θέση είναι το '''πρωτείο'''. Ο Χρυσόστομος αναφέρει σαφώς την υπεροχικότητα έναντι των υπολοίπων Αποστόλων λόγω πίστεως και πνευματικού επιπέδου του Αποστόλου Πέτρου<ref>(Εις Ρωμαίους, Ομιλία ΛΑ 4 G 60,672)</ref>. Είναι σαφής όμως και στα πιστεύω περί πρωτείου όπως αυτό εκφράζεται απο τις ομιλίες του<ref>(Εις Γαλάτας Ομιλία Β΄3 PG 61, 63 και Γαλάτας, κεφ. Α΄11 PG 61, 631-2 ). Αναφέρει (...Μετά τοσαύτα και τοιαύτα κατορθώματα (Παύλος), μηδέν Πέτρου δεόμενος, μηδέ τίς εκείνου φωνής, αλλ'ισότιμος ών αυτώ, όμως απέρχεται είς Πέτρον...)</ref> που χαρακτηρίζει τους Αποστόλους «'''ομότιμους'''» και εξηγεί την συμπεριφορά του [[Απόστολος Παύλος|Παύλου]] προς τον [[Απόστολος Πέτρος|Πέτρο]], όταν πρώτος τον επισκέπτεται στα [[Ιεροσόλυμα]], λέγοντας οτι δεν είναι κατώτερος αλλά τουλάχιστον «ισότιμος». Ένα ακόμα στοιχείο που παραθέτει μιλώντας για τη μη ύπαρξη Πρωτείου είναι οτι όταν ο [[Χριστός|Xριστός]] ανέφερε οτι θα οικοδομήσει πάνω στον Πέτρο την Εκκλησία, το ανέφερε για την ομολογία του και οχι για το πρόσωπο. «'' Τώ γούν Πέτρω ειπών «μακάριος ει Σίμων Βάρ Iωννά» και επαγειλάμενος τα θεμέλια της Εκκλησίας, επί της '''ομολογίας''' αυτού καταθήσεται''»<ref>( Εις Γαλάτας, Ομιλία Α΄1 G 61, 611 )</ref>. Τέλος σε οτι αφορά το Πρωτείο αναφέρει οτι οι Απόστολοι χειροτονήθηκαν άρχοντες της Οικουμένης και όχι ενός τόπου ή Έθνους<ref>(Οτι χρήσιμος η τών Γραφών ανάγνωσις, Γ 4 PG 51,93)</ref> και διερωτάται γιατί δεν «έλαβε» τον θρόνο των [[Ιεροσόλυμα|Ιεροσολύμων]] ο Πέτρος αλλά ο [[Ιάκωβος ο αδελφόθεος|Ιάκωβος]], εξηγώντας πως τον χειροτόνησε «της οικουμένης διδάσκαλο»<ref>( Εις Ιωαννη Ομιλία ΠΗ 1 PG 59.480)</ref>.<br />
<br />
===Το ''Κεκρυμμένο βάθος'' των γραφών===<br />
<br />
<br />
Αυτό που πάντα κηρύσει και γι'αυτό το λόγο διεξάγει μεγάλη συγγραφική προσπάθεια είναι οτι οι γραφές περιέχουν βάθος και αλήθειες οι οποίες είναι κρυμμένες πίσω απο δηλωτικό των σημαινόμενων λέξεων. Αυτό όμως πάντα, σύμφωνα με το Χρυσόστομο, γίνεται μέσω του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. <br />
<br />
Ο Χρυσόστομος ισχυριζόταν οτι η [[Παλαιά Διαθήκη]] αποτελούσε τον τύπο και όχι την αλήθεια, γι'αυτό το λόγο έχουμε γραπτές εντολές, ενώ στην [[Καινή Διαθήκη]] έχουμε νόμο γραμμένο στις καρδιές των ανθρώπων, υπονοώντας ξεκάθαρα τη λειτουργεία του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]] ως «'''παρακλήτου'''» και βοηθού στην ερμηνεία του νόμου του Θεού.<br />
<br />
Πιο συγκεκριμένα ο Χρυσόστομος εισάγει την έννοια «'''συγκατάβασις'''», δηλαδή οτι η γλώσσα και η γραφή δεν είναι ανάλογα προς τη φύση του Θεού, αλλά προς τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπου. Έτσι εξηγεί την ποικιλία βιβλικών σχημάτων, τη ανάγκη «θεοπρεπούς» κατανοήσεως αυτών, μέσω του κεκρυμμένου βάθους που περιέχεται σε λέξεις και φράσεις. Μάλιστα στην ομιλία ''Εις Τίτον'' φαίνεται, οτι η συγκατάβαση αυτή αποφασίζεται από το Θεό, αλλά το σχήμα που θα λάβει έγκειται από το συντάκτη και την «'''αδυναμία'''» των παραληπτών προς κατανόηση. Έτσι δίνει απάντηση σε όλους εκείνους που θεωρούσαν τη γλώσσα «'''μυθική'''», οτι δηλαδή δε ανταποκρίνεται σε αληθινά γεγονότα, ο ίδιος όμως απέκρουε κάθε παρόμοιο ισχυρισμό. Ο λόγος, που δινόταν αυτή η «συγκατάβαση» κατά τον Χρυσόστομο, συντελείτε ένεκα της «'''Θείας Οικονομίας'''», που προυποθέτει την αδυναμία του ανθρώπου να δεχθεί χωρίς προετοιμασία την αποκαλυπτόμενη αλήθεια, έτσι εξηγεί και την ασάφεια των «Κυριακων» λόγων, να δηλώσει στους Ιουδαίους την ισότητα προς τον πατέρα και δικαιολογεί την μερικότητα της αποκαλυπτόμενης αλήθειας.<br />
<br />
Ένας ακόμα απο τους ισχυρισμούς του είναι, οτι οι Γραφές όχι μόνο είναι θεόπνευστες αφού το «χερι του θεού» καθοδηγεί τους συγγραφείς τους να γράψουν, αλλά και οτι τα βιβλικά χωρία, περιέχουν το απόλυτα αναγκαίο και κατεπείγον. Δηλαδή περιγράφουν τόσα απο τη δράση του Κυρίου κι εξηγούν την αλήθεια τόσο, ώστε να δίνει αυτό που είναι απαραίτητο για τη σωτηρία των ψυχών. Ακόμα τονίζει οτι το «'''σημαίνον'''» δεν ταυτίζεται με το «'''σημαινόμενον'''», όπως η αναλυτική φιλοσοφία θέλει, αλλα το σημαίνον είναι στη θεολογία μόνο δηλωτικό της αλήθειας. Επίσης αναφέρει οτι η «λέξη» είναι σημαντική και δηλωτική της αλήθειας αλλά όχι περιεκτική, μιας και το βάθος της είναι ανεξάντλητο.<br />
<br />
===Ηθική κατά Χρυσόστομο===<br />
<br />
<br />
Ο στόχος του ήταν να οικοδομήσει νέα θεμέλια στη ζωή των Χριστιανών και εί δυνατόν και σε ευρύτερες ομάδες κατοίκων. Αντιλαμβανόταν την ανάγκη για μια αναμορφωτική προσπάθεια που θα επέφερε ηθική ανύψωση. Η αναμόρφωση της κοινωνίας και η οικοδόμηση της πάνω στο ευαγγέλιο προϋποθέτουν καταπολέμηση φαινομένων ακολασίας κι κοινωνικοοικονομικής αδικίας. Η ασέλγεια, ο γυμνισμός, η εκπόρνευση στα θέατρα και η παντός είδους εκμετάλλευση έπρεπε να παραμερισθούν. Αυτό ήταν δυνατό να γίνει αν αποφάσιζαν οι άνθρωποι να ζήσουν διαφορετικά. Αυτής της αλλαγής φορέας προσπάθησε να γίνει και ο Χρυσόστομος δίδοντας τα θεσμικά θεμέλια. Γι' αυτο μολονότι περισσότερο απο κάθε τι, ενδιαφέρεται και μιλάει για τα ζητήματα ήθους και ηθικής, δεν αποβαίνει ηθικολόγος και ηθικιστής. Έτσι αποβαίνει ο κατ'εξοχήν θεολόγος του καθημερινού βίου του πιστού. <br />
Η ευρεία έκλυση των ηθών, η κοινωνική αδικία την εποχής βρίσκουν κατά Χρυσόστομο ένα ισχυρό αντίποδα, την οσιακή - ασκητική ζωή.<br />
<br />
Το ακριβές, πιστεύω του, σχετικά με τη ουσία της κακίας βρίσκεται στην πραγματεία του ''Αυτόθι''<ref>(PG 60, 516)</ref>, που αναφέρει οτι κακία είναι φρόνημα σαρκός που οφείλεται στην προς το κακό κίνηση της προαιρέσεως - βουλήσεως και όχι στην ουσία - υπόσταση καθεαυτήν του ανθρώπου. Δίνοντας το στίγμα της προελεύσεως του κακού.<br />
<br />
Ενδεικτικό της ηθικής της Εκκλησίας, που φορέας της υπήρξε ο Χρυσόστομος και που θα ήθελε να εφαρμοστεί, είναι τα πιστεύω του περί γάμου, εγκρατείας και παρθενίας. Πίστευε οτι οι πιστοί θα θεμελιωθούν πράγματι στους κόλπους της εκκλησίας αν εγκαταλείψουν τις υπάρχουσες θεσμοθετημένες μορφές κοινωνικής ζωής. Προσπάθησε μέσα απο το γάμο και την ηθικοοικονομική του διδασκαλία να ανυψώσει το επίπεδο της ηθικής ζωής απο το επίπεδο των εθνικών στο χριστιανικό επίπεδο, μέσω ενάρετου βίου στα πλαίσια της οικογένειας και του μοναχισμού. Εξ'ου και χαρακτηρίζει την παρθενία «αγγελικό» βίο, αλλά απο την άλλη λέγει πως ο έγγαμος βίος είναι κάτι δυσκολότερο και περιέχει μεγαλύτερο «μισθό». Ο γάμος πληροφορεί οτι είναι το αντίδοτο στα πάθη και την πορνεία, ενώ στην εγκράτεια βρίσκεται η λύση της αποκοπής των κακών προαιρέσεων.<br />
<br />
Το επίπεδο που θέτει τον πήχη ο Χρυσόστομος φαίνεται καθαρά απο την ενστέρνηση του «Κυριακού» λόγου, οτι παρθενία δεν είναι μονο η μη συνεύρεση αλλά ακόμα και η σκέψη μπορεί να χαρακτηρηστεί «συνουσία». Δηλαδή η παρθενία δεν περιορίζεται μόνο σε σαρκική μίξη. Χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του είναι τα κηρύγματα περί ελεημοσύνης, στα οποία αναφέρει ξεκάθαρα οτι οι άσπλαχνοι και ανελεήμονες δεν θα δουν την «βασιλεία των ουρανών» καθότι και αυτοί με βάση την ευαγγελική περικοπή<ref>(κατα Ματθαίον , Μακαρισμοί)</ref>, δε θα ελεηθούν. Ένα ακόμα θέμα το οποίο έθετε ήταν η ισότητα των φύλων. Θεωρούσε εσφαλμένη την αντίληψη ανωτερότητας του ανδρικού φύλου, χρησιμοποώντας όρους όπως «'''ισότητα'''», «'''ομότιμος'''», «'''εκ της ουσίας'''». Πάντα όμως τόνιζε τη διαφορά των ρόλων ένεκα της ειρηνικής συμβίωσης τους.<br />
<br />
===Κατά Ιουδαίων===<br />
<br />
<br />
====Γενικά====<br />
<br />
<br />
Η κριτική του Χρυσοστόμου, κατά των [[Ιουδαίοι|Ιουδαίων]], προκάλεσε έντονη αντίδραση σε μερίδα συγγραφέων, ο οποίοι θεωρούσαν τον Χρυσόστομο σκληρό αντισημίτη. Βέβαια ο Χρυσόστομος συνεχίζει μια παράδοση από αρχής του Χριστιανισμού, με επιθέσεις κατά των Ιουδαίων με κυριότερους εκφραστές τον [[Ιουστίνος|Ιουστίνο]], [[Απελλής|Απελλή]], [[Τερτυλλιανός|Τερτυλλιανό]], τον [[Μέγας Αθανάσιος|Μέγα Αθανάσιο]] και τους Καππαδόκες ιεράρχες. Ο Χρυσόστομος αναφέρεται κατά των Ιουδαίων σε 8 ομιλίες του και καταφέρεται σε βάρος τους με σκληρές εκφράσεις και ασκεί έντονη κριτική των τελετών, των εθίμων και του λατρευτικής τους ακολουθίας. Η κριτική αυτή θεωρείται εφάμιλη σε σκληρότητα με τη συμπεριφορά των [[Προφήτες|προφητών]] και του [[Χριστός|Χριστού]] κατά των [[Ιουδαίοι|Ιουδαίων]].<br />
<br />
====Οι λόγοι====<br />
<br />
<br />
Οι λόγοι που οδήγησαν τον ιερό Χρυσόστομο και τους άλλους ιεράρχες να ασκήσουν τόσο σκληρή κριτική κατά των [[Ιουδαίοι|Ιουδαίων]], αφορά την έντονη προσπάθεια εναγκαλισμού σε επίπεδο λατρευτικό - θρησκευτικό, που θεωρούσε οτι είχε στόχο προσυλητιστικό και τελικά οδηγούσε στην απομάκρυνση απο τον αληθινό Θεό και το σωτήριο μήνυμα του Χριστού. Παρατηρούμε στις ομιλίες του, οτι σημαντικός λόγος κριτικής για τον Χρυσόστομο, αποβαίνουν οι εορτές των Ιουδαίων, στις οποίες συμπαρέσυραν και τους Χριστιανούς να τελούν, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να διαχωρίσουν τη μεγάλη αντίθεση του μηνύματος των δυο θρησκειών<ref>( Κατά Ιουδαίων Α΄ 1 PG 48, 844 )</ref>. Άλλος λόγος κριτικής ήταν ο πλάγιος τρόπος που πολλές φορές χρησιμοποιούσαν για να προσελκύσουν Χριστιανους. Οι [[Ιουδαίοι|Ιουδαίοι]] στην [[Αντιόχεια]] είχαν μεγάλη δύναμη, η οποία ήταν απόρεια της οικονομικής δύναμης αλλά και της εισχώρησης σε κρατικούς μηχανισμούς της Αυτοκρατορίας. Κατείχαν πολλές θέσεις δικαστών και δίκαζαν υποθέσεις χριστιανών, οι οποίοι για να μην πέφτουν θύματα αδικιών, υπέκυπταν στις διαθέσεις των Ιουδαίων με αποτέλεσμα να ρυθμίζουν και την θρησκετική έκφανση της ζωής τους. <br />
<br />
Ο κυριότερος λόγος όμως αντίθεσής του με τους Ιουδαίους, είναι ερμηνεία της «'''θείας οικονομίας'''», δηλαδή το κατά πόσον οι γραφές εκπληρώνονται στην ύπαρξη του Ιησού Χριστού<ref>( Κατά Ιουδαίων Α΄ 1 PG 48, 845-846 )</ref>. Κρίνει ο Χρυσόστομος οτι αυτή εκπληρώνεται στο πρόσωπο του [[Χριστός|Χριστού]] και άρα αυτοί είναι παραβάτες της θείας οικονομίας και εκτός χάριτος του Θεού. Μάλιστα επισημαίνει οτι τα ίδια έπραξαν και με τους προφήτες που απέκτειναν ενώ ήταν απεσταλμένοι θεού κατά τον Κυριακό λόγο<ref>( Κατα Ματθαίον Κεφ.23 )</ref>. Επίσης είναι γεγονός οτι οι Ιουδαίοι συνέπραξαν στους μεγάλους διωγμούς των Χριστιανών τους πρώτους αιώνες της εκκλησιαστικής ζωής τους και έτσι γίνεται αντιληπτό οτι οι Χριστιανοί είχαν βιώσει δύσκολες καταστάσεις απο τους Ιουδαίους και η φήμη των διωκτών των Χριστιανών ακόμα παρέμενε.<br />
<br />
====Η Χρυσοστομική υπεράσπιση====<br />
<br />
<br />
Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τελικά αν ήταν αντισημίτης ο Χρυσόστομος θα πρέπει να ανατρέξουμε στις αναφορες στα κείμενά του. Εκεί ρίχνοντας μια πιο εμπεριστατωμένη ματιά αντιλαμβανόμαστε οτι η επιθετική αυτή συμπεριφορά έχει να κάνει όχι με κάποια εγκατεστημένη ιδεοληψία του Χρυσοστόμου, αλλά με τον κατεξοχήν στόχο που θέτει ο [[Χριστός]]<ref>Στυλιανός Παπαδόπουλος (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Β, σελίδα 254</ref>. Τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι στο Κατά Ιουδαίων<ref>(Kατά Ιουδαίων Α΄ 1 PG 48, 884)</ref> γίνεται εμφανές οτι ο ίδιος δεν καταφέρεται σε βάρος τους γιατί έχει προγραμματική ιδεολογική αντίθεση με τους Ιουδαίους, αλλά ενσκύπτει στο πρόβλημα μόλις αυτό προκύπτει, απο τη συμπεριφορά που προκάλεσαν, περιτριγυρίζοντας Χριστιανούς. Δηλαδή ομιλεί με τέτοιο τρόπο για να προστατέψει. Οι σκληρές εκφράσεις όπως «'''άθλιοι'''», «'''δείλαιοι'''», «'''άρπαγες'''», «'''πλεονέκτες'''»<ref>( Κατά Ιουδαίων Δ΄ 1 PG 48, 871 )</ref> έχει να κάνει με τη συμπεριφορά απέναντι στο [[Χριστός|Χριστό]] ο οποίος τους αποκαλύφθηκε και αυτοί του συμπεριφέρθηκαν το γνωστό τροπο. Και αναρωτιέται « τι αθλιότερον τούτου; ». Επίσης στο ίδιο κείμενο φέρεται να μη ζητάει κανενός είδους δίωξη ή μίσος, αλλά να μη συμμερίζονται τη θρησκευτική ζωή τους. Επίσης είναι αληθές οτι κατά γενική ομλογία η γλώσσα του Χρυσοστόμου ήταν σκληρή αντίστοιχα και για τους [[Αρειανισμός|Αρειανούς]], τους [[Ανόμοιοι|ανομοίους]], τους [[Γνωστικοί|γνωστικούς]] αλλά και τους πλουσίους και άρχοντες που έκαναν έκλυτο, προκλητικό βίο. Άρα θα αμπορούσαμε να ισχυριστούμε οτι οι Ιουδαίοι δεν χρίζουν ειδικής « μεταχείρισης » όπως ισχυρίζονται κάποιοι συγγραφείς, αλλά σε κάθε ομάδα ή έτερη δογματική αντίληψη η οποία αντιτίθεται στο « νόμο του Θεού » έχει παρόμοια αντιμετώπιση .<br />
<br />
===Περί εξουσίας, αρχόντων και πλούτου===<br />
<br />
<br />
====Εξουσία====<br />
<br />
<br />
Το φαινόμενο της εξουσίας, πολιτικής - κοσμικής αλλά και ιερατικής, εξηγείται εύκολα στο πλαίσιο της όλης θεολογικής σκέψης του Χρυσοστόμου. Συνιστά και αυτή, όπως ο γάμος αποτέλεσμα της πτώσεως. Η εξουσία αποβαίνει πρόβλημα εφ'όσον προϋποθέτει άρχοντα, τον οποίο εκμαυλίζει η αίσθηση της υπεροχής, και αρχόμενο που δυσανασχετεί για την υποταγή του. Άρα πρόβλημα είναι όχι η αφηρημένη έννοια της υποταγής, αλλα ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη να άρχει ή που οφείλει να υποτάσσεται. Σύμφωνα με τις γραπτές που πηγές που έχει εξακριβωθεί η πιστότητα τους, πιστεύει οτι η απομάκρυνση των πρωτοπλάστων απο τον Θεό προκάλεσε την «'''πνευματική διάσπαση'''», «'''την εσωτερική αντινομία'''», που εκδηλώνεται μεταξύ ανθρώπων με '''αντιπαλότητα''', '''διαμάχες''' και '''πολέμους'''. Η αντιπαλότητα οδηγεί στην επιβολή του ενός στον άλλο, διότι λησμονείται ένεκα της αμαρτίας, οτι οι άνθρωποι είναι όλοι ομότιμοι μεταξύ τους<ref>( Εις Ρωμαίους, ομιλία ΚΓ 1, PG 60, 615 )</ref>. Στο ίδιο ζήτημα επίσης τονίζει με κάθε τρόπο οτι η '''φυσική''' και '''θεία τάξη''', στην οποία είναι θεμιτό το '''άρχειν''' και το '''άρχεσθαι''', δεν αναιρεί την '''ομοτιμία''' μεταξύ των ανθρώπων. Το να υπακούει ο πολίτης τον πολιτικό άρχοντα ή ο διάκονος τον Πρεσβύτερο δεν σημαίνει οτι ενώπιον θεού κάποιος είναι κατώτερος απο τον άλλο<ref>( PG 62, 531. PG 49, 82 )</ref>.<br />
<br />
====Άρχοντες====<br />
<br />
<br />
Στα κοινωνικά ζητήματα ο Xρυσόστομος δεν είναι ποτέ αιθεροβάμων. Ενώ εξηγεί με επιχειρήματα, οτι το '''άρχειν''' και το '''άρχεσθαι''' αποτελεί θεία τάξη, γνωρίζει οτι πολλοί άρχοντες είναι ανάξιοι και μάλιστα τύραννοι. Kανένας εκκλησιαστικός συγγραφέας δεν μαστίγωσε τόσο πολύ τους παντός είδους ελλειματικούς και τυραννικούς, άρχοντες όσο ο Χρυσόστομος<ref>( PG 52,54 - 56,42 - 60,365 - 63,232 )</ref>. Γι' αυτό το λόγο ξεκαθαρίζει άμεσα οτι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του '''άρχειν''', που είναι '''θέλημα Θεού''', και της εκλογής, που ανήκει στην ευθύνη των ανθρώπων. Αρνείται οτι ο κάθε άρχοντας ειναι «'''ελέω Θεού'''» και δεν «'''χειροτονείται'''» - '''εκλέγεται''' απο το θεό, ο οποίος έθεσε μόνο την τάξην του '''άρχεσθαι'''.<ref>( Εις Ρωμαίους , Ομιλία ΚΓ΄ 1 PG 60,615 ).</ref><br />
<br />
====Πλούτος και εργασία====<br />
<br />
<br />
Τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα στην [[Αντιόχεια]] και στην [[Κωνσταντινούπολη]], δημιουργούσαν πολλά διλήματα στα στους Χριστιανούς. Αυτοί γνώριζαν γενικά οτι πρέπει να ζήσουν σύμφωνα με το [[Ευαγγέλιο]], που όμως απαιτούσε υπέρβαση των δομών της κοινωνίας και του τρόπου σκεψης της εποχής, κάτι που ήταν εξαιρετικά δύσκολο και προυπόθετε βαθιά πίστη, τόλμη και γνώση. Η υπερτίμηση των υλικών αγαθών και ο ονειδισμός της εργασίας αποτελόυσαν κυρίαρχη αντίληψη, σε μία πόλη 500.000 κατοίκων, που περιείχε 100.000 χριστιανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν ευκατάστατοι. Μέλημά του ήταν να δείξει οτι η εργασία δεν είναι «όνειδος»<ref>( Εις το ασπάσθαι Πρισκίλλαν... Α΄5 PG 51, 193 )</ref>. Έτσι αναζητάει το βαθύτερο λόγο της εργασίας και δίνει κίνητρα αναφέροντας οτι η εργασία όχι μόνο δεν είναι αρνητικό, δεν είναι όνειδος, αλλά είναι θετικό και συνιστά «'''νουθεσία'''», «'''σωφρονισμό'''» και «'''φάρμακο'''»<ref>( Εις το ασπάσθαι Πρισκίλλαν... Α΄5 PG 51,194 )</ref> για τα '''τραύματα''' που προκαλεί η '''αμαρτία'''. Αναφέρει ακόμα ως παράδειγμα τον Παύλο που εργαζόταν χειρονακτικά ημέρα και νύχτα<ref>(Παύλου, Α΄Θεσαλονικείς)</ref>. Επίσης ο άνθρωπος αποφεύγει την αχρείωση του, καλλιεργεί πνευματικά τον εαυτό του και γίνεται χρήσιμος στο πλησιον του.<br />
<br />
Ο Χρυσόστομος υπερβαίνοντας οποιοδήποτε άλλον εκκλησιαστικό συγγραφέα, καινοτομεί, στην προσπάθεια για σωτηρία και των πλουσίων αλλα και την ανακούφιση των φτωχών. Θεωρεί οτι ο πλούτος είναι πράγμα άψυχο και άρα απο τη φύση του ούτε κακό, ούτε καλό και τον τελικό χαρακτήρα δίνει ο άνθρωπος, που τα κατέχει με βάση τη χρήση τους.<ref>( PG 58,707 )</ref>. Σε άλλο χωρίο<ref>(PG 61, 293 και 51,22)</ref> επιμένει οτι δεν είναι ο Θεός αυτός ο οποίος κάνει πλούσιο ή φτωχό ένα άνθρωπο. Η γή του θεού είναι εξίσου για όλους. Από αυτούς όμως κάποιοι κοπίασαν πολύ και απόκτησαν πλούτη, ενώ άλλοι έγιναν πλούσιοι με αδικίες και αρπαγές, άρα σύμφωνα με την κακή προαίρεσή τους ( που δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού ). Γι ' αυτό προχωράει ακόμα περισσότερο λέγοντας οτι ο άνθρωπος με πλούτη πρέπει να είναι ο διαχειριστής των αγαθών που κατέχει και όχι ο κάτοχος.<ref>( PG 61,86 ).</ref><br />
<br />
Οι απόψεις του Χρυσοστόμου όμως δεν εξαντλούνται εδώ. Ο κάτοχος των υλικών αγαθών και χρημάτων «δικαιούται» να χρησιμοποιεί απο αυτά όσα χρειάζεται. Να τρώγει και να πίνει χωρίς υπερβολές, ώστε να μην φθάνει στην αμαρτία<ref>( PG 56,147 - 48,974 - 50,663 )</ref>. Εάν δεν λειτoυργήσει έτσι, σημαίνει οτι υποδουλώθηκε στα αγαθά του, με αποτέλεσμα να καταντήσουν γι'αυτόν τύραννος, τον οποίο αδυνατεί να ελευθερωθεί<ref>( PG 61, 112-114 )</ref>. Γίνεται δηλαδή υποχείριος των χρημάτων και αντιστρέφει τη θεϊκή τάξη, η οποία ορίζει τον άνθρωπο να ενδιαφέρεται πρώτιστα για την «'''βασιλεία του θεού'''»<ref>( Προς εγκαταλείψεως σύναξιν 2 PG 51,69 - 62, 259-260 )</ref>. Φτάνει δε σε σημείο να πει, οτι τελικά ο πραγματικός και χειρότερος ζητιάνος γίνεται ο πλούσιος, σε σχέση με το φτωχό που διαρκώς ζητάει για την επιβίωση του.<ref>( Eις τον Λάζαρον , Ομιλία Β΄1 G 48, 982-983)</ref>. Η κατακλείδα των επισημάνσεων του είναι οτι ο κατά κόσμον πλούσιος δεν είναι και ενώπιον Θεού. Ενώπιον Θεού πλούσιοι είναι οι '''ενάρετοι''', διότι στην επόμενη ζωή το μόνο που μπορούν να πάρουν μαζί τους είναι οι καλές πράξεις και όχι τα υλικά αγαθά, και οτι οι πλούσιοι κατά κόσμον, θα κριθούν με αυστηρότερο κριτήριο απο το Θεό.<br />
<br />
===Διαπαιδαγώγηση κατά Χρυσόστομο===<br />
<br />
<br />
====Γενικά====<br />
<br />
O Χρυσόστομος ως ένας εκ των [[Τρεις Ιεράρχες|Τριών Ιεραρχών]] θεωρείται απο την [[Ορθόδοξη Εκκλησία|ορθόδοξη εκκλησία]] ως προστάτης των γραμμάτων και παιδαγωγός. H παιδαγωγική του άποψη περιλαμβάνεται στο παιδαγωγικό έργο του Χρυσοστόμου «περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφει τα τέκνα». Σε αυτό το έργο, που αμφισβητείται η γνησιότητά του, χαρακτηρίζεται απο πολλούς «ως η πρώτη συστηματική και πληρέστερη έκθεση για τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των νέων». Περιλαμβάνονται αρχές για την αγωγή των νέων και οδηγίες για τις ενδεδειγμένες μεθόδους διδασκαλίας.<ref>( Κεφάλαια 39 – 52 )</ref>. Επίσης παρουσιάζονται τρόποι για την ιστόρηση των βιβλικών διηγήσεων στα παιδιά. Ανεξάρτητα από τις ελλείψεις και τις υπερβολές, η συγγραφή διακρίνετε για: α) Την ακρίβεια και τις ψυχολογικές και παιδαγωγικές παρατηρήσεις, β) την πολυμερή γνώση της παιδικής ψυχολογίας, γ) την ορθότητα με βάση το σημερινό πρότυπο των διδακτικών και παιδαγωγικών μεθόδων.<br />
<br />
====Οι απόψεις του====<br />
<br />
Η παιδεία είναι κατ’εξοχήν συναντησιακή σχέση αγάπης και κατ’επέκταση πράξη θάρρους, όπως συναντάται στη πραγματεία του παιδαγωγού Χρυσοστόμου. Αναφέρει «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων τι γάρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διανοίαν»<ref>(P.G. 58,584)</ref>, επίσης « Ουδέν γάρ ίδιον προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι »<ref>(P.G. 62, 529)</ref>. Η αγάπη για το Χρυσόστομο είναι το βασικό γνώρισμα του παιδαγωγού. « Ας γινόμεθα λοιπόν στοργικοί προς τους μαθητές μας. Αυτό είναι η αρχή του δικού μας τρόπου ζωής, από γνώρισμα, δηλαδή το να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα και τις υποθέσεις, αλλά και τα μέλη μας τα άρρωστα και να τα διορθώνουμε και να τα θεραπεύουμε αυτό είναι το μέγιστο της πίστεως »<ref>(P.G. 54,623)</ref>. Η αγάπη κατά Χρυσόστομο δε, είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χριστιανισμού « Πολλά είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν το Χριστιανισμό, σπουδαιότερο όμως και ανώτερο από όλα είναι η αγάπη και η ειρήνη μεταξύ των χριστιανών »<ref>(P.G. 63, 213)</ref>.<br />
<br />
Η γνώμη του Ιερού Χρυσοστόμου για την αγωγή και παιδεία « εν Χριστώ» των νέων παρουσιάζεται πολύμορφη. Τον απασχόλησε ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα του παιδαγωγού, οι μέθοδοι διδασκαλίας, η ελκυστικότητα του μαθήματος, οι αντιληπτικές ικανότητες των μαθητών. Σημειώνει ότι ο μαθητής δεν πρέπει να δέχεται παθητικά την προσφερόμενη ύλη, αλλά να συμμετέχει ενεργητικά και να διατυπώνει απορίες και γνώμες. Αναγνωρίζει ότι η αγωγή στην νηπιακή ηλικία είναι πολύ αποτελεσματική για αν εγγραφεί στην ψυχή αγαθές έξεις. « Αν τοίνυν άνωθεν και εκ πρώτης ηλικίας αυτή πήξωμεν καλούς, ου δεησόμεθα πολλών μετά ταύτα πόνων, αλλ’ η συνήθεια νόμος αυτοίς έσται λοιπόν » <ref>(P.G. 62, 546)</ref>. Κάνει λόγο για τη λιτότητα και την αποφυγή καταχρήσεων ώστε να εξασφαλίζεται η ψυχοσωματική υγεία<ref>(P.G. 49, 190)</ref>. Ομιλεί για την επίδραση της γυμναστικής, την επενέργεια της μουσικής. Υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός πρέπει να έχει επιστημονικό οπλισμό και είναι ηθικά ακέραιος. Επιβάλλεται ο παιδαγωγός ν’ αποσκοπεί στη διαμόρφωση του παιδιού σε εικόνα Θεού και « το καθ’ ομοίωσιν αποδιδούς »<ref>(P.G. 62, 144)</ref>. Γι’ αυτό οι ιδιότητες του Θεού πρέπει να γίνουν κτήμα του παιδιού όπως είναι: η αγαθότητα, το αόργητο, το αμνησίκακο, το ευεργετικό, το φιλάνθρωπο. Η άσκηση της αγωγής να γίνεται έτσι ώστε ο παιδαγωγούμενος να διαπλασθεί « εις τέλειον Χριστιανόν και πραγματικόν φιλόσοφον »<ref>(P.G. 62, 149)</ref>. Μια τέτοια αγωγή αποβλέπει να καταστήσει τους νέους άξιους « της άνω πολιτείας » δηλαδή της βασιλείας των ουρανών. Για την απόλαυση «δε των επιγείων αγαθών απαιτείται να εμπνέουμε στα παιδιά τη χρηστότητα και την αρετή»<ref>(P.G. 62, 547)</ref>. Το κοινωνικό αγαθό της αγωγής για τον Ιερό Χρυσόστομο θεωρείται πρώτιστο μέλημα και με την ευρύτερη έννοια «παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι »<ref>(P.G. 64, 713, και A. Danassis Johannes Crysostomos, Bonn 1971, σ. 31)</ref> και « δια πάντων εις θεογνωσίαν κελεύων αγείν αυτούς » (τους παίδας) <ref>(P.G. 47, 355)</ref>.<br />
<br />
==Η επιρροή του Χρυσοστόμου στην Ορθόδοξη Εκκλησία==<br />
<br />
===Γενικά===<br />
<br />
Απο τους σημερινούς μελετητές ο Χρυσόστομος θεωρείται ως μια απο τις σημαντικές προσωπικότητες που διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση των τεκταινομένων της εκκλησίας. Η δημοφιλία του στους κόλπους του απλού κλήρου και του λαού ήταν καταλυτικοί παράγοντες σε αυτή τη διαμόρφωση αλλά και οι σημαντικές καινοτομίες που προσέθεσε τόσο στη λειτουργική, όσο και στην ποιμαντική ζωή της Ανατολικής εκκλησίας δεν μπορούσαν να μη ληφθούν υπόψη αφού διευκόλυναν αρκετά το λατρευτικό βίο αλλά και την ποιμαντική προσέγγιση του λαού. Κατά γενική ομολογία ο Χρυσόστομος διείδε τα οργανωτικά αδιέξοδα, αλλά και τους θεσμούς οι οποίοι υπήρξαν κατα τα πρωταποστολικά έτη πυρήνας και αιχμή του πνευματικού βίου της εκκλησίας και ως άνθρωπος με ιδιαίτερες επιτελικές ικανότητες διενήργησε αλλάγές δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε σημεία που επέφεραν νέα ώθηση στην εκκλησιαστικό βίο.<br />
<br />
===Βυζαντινή εποχή===<br />
<br />
<u>'''Θεία Λειτουργία'''</u>. Το κορυφαίο γεγονός της πληρότητας και της ενότητας της πίστεως μεταξύ του πληρώματος της εκκλησίας, αναμφίβολα υπήρξε η λατρευτική αναφορά της Θείας Λειτουργίας η οποία κορυφονόταν με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο Χρυσόστομος ήταν ο κύριος διαμορφωτής της Θεία Λειτουργίας, που στην εποχή του επεξεργάστηκε και εισήγαγε, με νέο τρόπο δόμησης στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία επεκράτησε σε όλη την Ανατολική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η σημαντικότητα αυτού του εγχειρήματος έγκειται στο οτι η απλοποίηση του Λαυτρευτικού γεγονότος των πιστών, απαλλάχτηκε απο το παλαιότερο λατρευτικό κατεστημένο, που πέρα απο την ανισομέρειά του γινόταν κουραστικό λόγω της διάρκειάς του. Έτσι χάρη σε αυτή την καινοτομία που εισήγαγε έκανε πιο κατανοητή τη Θεία Λειτουργία στους πιστούς με χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο, ενώ έδωσε τη δυνατότητα στα νέα ή υποψήφια μέλη της εκκλησίας, να μπορούν ευκολότερα να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν το λατρευτικό γεγονός που αποτελούσε τον πυρήνα της πίστης της εκκλησίας.<br><br />
<u>'''Οργάνωση'''</u>. Ο Χρυσόστομος αντιλήφθηκε απο τον καιρό που ακόμα ζούσε στην Αντιόχεια, οτι η εκκλησία στην εποχή του είχε αμετακλήτως περάσει στο λεγόμενο Μητροπολιτικό σύστημα. Καίτοι ακόμα δεν είχε εφαρμοστεί πλήρως, σίγουρα η οργανωτική προσπάθεια που κατέβαλε άμα τη αφίξη του στην Κωνσταντινούπολη δείχνει την κατανόησή του για το πως έπρεπε να δομηθεί το εκκλησιαστικό σύστημα γα την ευρύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου. Αυτή η οργανωτική προσπάθεια διαμορφώθηκε σε δυο επίπεδα. Στην οργάνωση του ανθρώπινου δυναμικού και την οργάνωση του ποιμαντικού έργου. Στην προσπάθεια για καλύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου συντάσει και οργανώνει το τάγμα των χηρών και των διακονισσών σε μια προσπάθεια ευρύτερης προσέγγισης του γυναικείου ποιμνίου το οποίο βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Επίσης οργανώνει το ιερατικό σώμα με τέτοιο τρόπο ωστε οι ιερείς να γίνονται υπηρέτες του λαού και όχι έμμισθοι επαγγελματίες οι οποίοι έβλεπαν καθαρά με κοσμικό μάτι την οργάνωση της εκκλησίας. Βέβαια αυτή η οργάνωση δε θα μπορούσε , όπως και το ευρύ ιεραποστολικό έργο που διενήργησε, να θεωρηθεί κάτι καινοτόμο, όμως οι θεσμοί αυτοί είχαν ατονήσει ιδιαίτερα την εποχή που ανέλαβε ο Χρυσόστομος τον επισκοπικό θρόνο, με αποτέλεσμα να δώσει νέα ώθηση και να γίνει παράδειγμα και τύπος καθόλη τη βυζαντινή περίοδο η οργάνωση της εκκλησίας. Σε ότι αφορά το ποιμαντικό έργο, ο Χρυσόστομος οργάνωσε σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα τη λατρεία της εκκλησίας, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ποίμανση μέσω των ομιλιών, οι οποίες είχαν διακοπεί κατά την περίοδο του Νεκταρίου. Θα λέγαμε πως ο Χρυσόστομος έδωσε νέο νόημα στην έννοια κατήχηση μέσω της χρήσης των ομιλιών που παραμένει μέχρι σήμερα πρότυπο ποιμαντικής διακονίας.<br><br />
<u>'''Αντιμετώπιση Αμαρτωλών'''</u>. Η αντιμετώπιση που ο Χρυσόστομος εφήρμοσε σχετικά με τους αμαρτωλούς και την αμαρτία ήταν σαφής. Επίθεση και κατάκριση στην αμαρτία, επιείκια στον άνθρωπο. Μάλιστα στις ομιλίες διενεργεί σημαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση<ref>(PG 47, 277-350 -[9 Λόγοι Περί Μετανοίας(Ομιλία Ζ)]) Οτι αυστηρός Ο Θεός στους δικαίους, επιεικής στους αμαρτωλούς</ref>. Αυτή ήταν μια νέα καινοτομία η οποία κατά τους επικριτές του, αλλά και τους πιο αυστηρούς ζηλωτές έδειχνε αδυναμία και υποχώρηση στα αποστολικά δομένα. Η πραγματικότητα όμως ήταν οτι αυτη η τακτική είχε σημαντικά αποτελέσματα καθώς μπόρεσε η εκκλησία να εισάγει στους κόλπους της αρκετούς ετερόδοξους οι οποίοι είχαν εισέλθει σε έτερα δόγματα, με αποτέλεσμα εν συνεχεία να γίνει θεσμός και να θεωρηθεί ως η ασφαλέστερη μέθοδος προσέγγισης για την εκκλησία. Οι υποστηρικτές του υπερασπίζοντάς τον, ανέφεραν πως κάθε εποχή έχει το δικό της τρόπο προσέγγισης με βάση τις διαμορφομένες συνθήκες.<br />
<br />
===Σύγχρονες επιρροές===<br />
<br />
==Η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου==<br />
<br />
:''Κύριο άρθρο: [[Η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου]]''<br />
Η Θεία Λειτουργία της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας]] που έχει επικρατήσει, είναι αυτή που φέρει το όνομα του Χρυσοστόμου με μερικές τροποποιήσεις. Τελείται κάθε Κυριακή και εορτή στις Εκκλησίες με εξαίρεση 2 φορές το χρόνο που τελείται η Λειτουργία του [[Ιάκωβος ο αδελφόθεος|Ιακώβου Αδελφοθέου]], του [[Βασίλειος Καισαρείας|Μεγάλου Βασιλείου]] και τις «''προηγιασμένες''».<br />
<br />
Από αρχαία χειρόγραφα ο Barb.gr 360 προσγράφει στον Χρυσόστομο μόνο τις ευχές κατηχουμένου και την προσκομιδή, ενώ ο Σεβαστινιάνοφ [[414]] μ.Χ. και την «''οπισθάμβωνον''». Η σύγχρονη έρευνα όμως καταδεικνύει ότι μεγάλος αριθμός χωρίων και διατυπώσεων έχουν αντιστοιχία με γνήσια έργα του Χρυσοστόμου. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επενέβη προσθετικά στη Θεία Λειτουργία, για αυτό το λόγο του αποδόθηκε αργότερα εξ'ολοκλήρου. Η Λειτουργία αυτή άρχισε να επικρατεί από την εποχή που ο ίδιος έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, με αποτέλεσμα να εκτοπισθούν οι υπόλοιπες όπως του Μεγάλου Βασιλείου, που είχε και αυτή πυρήνα την Αποστολική Θεία Λειτουργία.<br />
<br />
==Υμνογραφία==<br />
<br />
Σύμφωνα με το στοιχείο που παραθέτει ο μαθητής του Χρυσοστόμου [[Θεοδώρητος ο Κύρου|Θεοδώρητος]], ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καθιέρωσε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έναν ειδικό τύπο ψαλμωδίας, που τηρήθηκε σ' αυτή και μετά τον θάνατό του. Επίσης είναι γνωστό ότι το ''[[Κοντάκιο]]'', ο τύπος που γνωρίζουμε ως ψαλμωδία στη Θεία Λειτουργία, έχει πρόδρομο του, τον Χρυσόστομο. Αρχικά ήταν κείμενο που απαγγελόταν εμμελώς και εν συνεχεία καθιερώθηκε με τον τύπο που σήμερα γνωρίζουμε.<br />
<br />
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι επίσης πολύ γνωστός για τις προσευχές τις οποίες συνέταξε. Σήμερα, εκτός της Θείας Λειτουργίας, διασώζονται πολλές προσευχές που χρησιμοπιούνται απο την Ορθόδοξη εκκλησία σε πολλά τυπικά λατρευτικά γεγονότα, όπως στον [[Όρθρος|Όρθρο]], την [[Ανάσταση|αναστάσιμη]] [[Η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου|Θεία Λειτουργία]], διάφορους παρακλητικούς κανόνες κ.α.<br />
<br />
==Αγιογραφία==<br />
[[Image:John Chrysostom enthroned.jpg|150px|right|thumb|Μεγαλοπρεπής απεικόνιση του Αγίου]]<br />
<br />
Η συνήθης απεικόνιση του Αγίου εμφανίζεται σε δύο μορφές. Είτε μεταξύ των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας και των [[Τρεις Ιεράρχες|Τριών Ιεραρχών]], [[Μέγας Βασίλειος|Μεγάλου Βασιλείου]], [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Γρηγορίου του Θεολόγου]] που πολλές φορές μαζί τους παρευρίσκεται και ο [[Μέγας Αθανάσιος]], στο εσωτερικό της κόγχης του [[Ιερό Βήμα|Ιερού Βήματος]], στην παράσταση '''μελισμού''' είτε σε κατ' ενώπιο απεικόνιση σε φορητές εικόνες.<br />
<br />
Στην πρώτη περίπτωση, όπως και οι άλλοι Ιεράρχες, φέρει πλήρη Λειτουργική αμφίεση ([[στιχάριο]], [[επιτραχήλιο]], [[φελόνιο]], [[ωμοφόριο]] και [[επιμάνικα]]). Είναι ελαφρώς στραμμένος προς το κέντρο της κόγχης, σε στάση δεήσεως, με ελαφρά κάμψη της κεφαλής. Στα χέρια κρατάει [[ειλητάριο]], στο οποίο αναγράφονται αποσπάσματα από Λειτουργικές ευχές.<br />
<br />
Στις κατ' ενώπιον εικόνες απεικονίζεται μετρίου αναστήματος, με λεπτό ασκητικό σώμα. Πρόσωπο ασκητικό, μάλλον γλυκό και ωραίο χρώμα. Επίσης εμφανίζεται στο αριστερό χέρι να κρατάει το [[Ευαγγέλιο]] και με το δεξί να ευλογεί.<br />
<br />
==Εορτή==<br />
<br />
Τιμάται ως [[Χριστιανοί άγιοι|άγιος]] από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η λειτουργία που έγραψε και φέρει το όνομά του ([[Η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου|Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου]]) τελείται στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] κάθε Κυριακή μέχρι και σήμερα, αλλά και σε καθολικές εκκλησίες όπως το εξαρχικό (ελληνόρυθμο) μοναστήρι της Παναγίας της Κρυπτοφέρρης κοντά στη [[Ρώμη]].<br />
<br />
Εορτάζεται:<br />
<br />
Από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] στις εξής ημέρες:<br />
*[[13 Νοεμβρίου]]: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου (η 14η Σεπτεβρίου είναι η εορτή Υψώσεως του Σταυρού και έτσι η εορτή μετατέθηκε).<br />
*[[30 Ιανουαρίου]]: των [[Τρεις Ιεράρχες|Τριών Ιεραρχών]], μαζί με τον [[Βασίλειος Καισαρείας|Μέγα Βασίλειο]] και τον [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο]]<br />
<br />
<br />
*[[15 Δεκεμβρίου]]: χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.<br />
*[[27 Ιανουαρίου]]: ανακομιδή των λειψάνων του το [[438]] από τον [[Πατριάρχης Πρόκλος|Πατριάρχη Πρόκλο]]<br />
*[[26 Φεβρουαρίου]]: η χειροτονία του σε πρεσβύτερο.<br />
<br />
Από την [[Καθολική Εκκλησία]] και την [[Αγγλικανική Εκκλησία]]:<br />
*[[13 Σεπτεμβρίου]]: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου<br />
<br />
==Οστά==<br />
<br />
Τα οστά του βρίσκονταν στην [[Κωνσταντινούπολη]] μέχρι το [[1204]]. Μετά την πτώση της στους σταυροφόρους της [[Δ' Σταυροφορία|Δ΄ Σταυροφορίας]] μεταφέρθηκαν στη [[Ρώμη]], αλλά επιστράφηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 800 χρόνια μετά, στις [[27 Νοεμβρίου]] [[2004]] από τον [[Πάπας Ιωάννης Παύλος Β'|Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄]].<br />
Η [http://www.rel.gr/photo/displayimage.php?album=9&pos=1 κάρα] του Αγίου Ιωαννου του Χρυσοστόμου βρίσκεται στο [[Άγιο Όρος]], στην Ιερά Μεγίστη [[Μονή Βατοπεδίου]]. Μάλιστα το αριστερό αυτί του παραμένει αναλοίωτο στους αιώνες. Η Εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι αυτό ήταν το αυτί που ο μαθήτης του Χρυσοστόμου [[Πατριάρχης Πρόκλος|Πρόκλος]] έβλεπε τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]] να υπαγορεύει την ερμηνεία των αποστολικών χωρίων και των Γραφών προς τον Χρυσόστομο.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
==Πηγές==<br />
*[http://www.xfe.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=223 Χριστιανική Φοιτητική Ένωση]<br />
*[http://www.haef.gr/chilias/greek/other/vlachou/text.html Κολλέγιο Αθηνών]<br />
*[http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/pastoral/nosileftiki_skepsi_4.html Η σύγχρονη νοσηλευτική και η θεολογική σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας, Ιωάννου Παπαφιλιπποπούλου, Ιστοσελίδα Ιεράς Συνόδου]<br />
*[http://www.abbaziagreca.it/gr/liturgia.htm Εξαρχικό (Ελληνόρυθμο) Μοναστήρι της Παναγίας της Κρυπτοφέρρης]<br />
*[http://www.vatican.va/news_services/liturgy/2004/documents/ns_lit_doc_20041127_giovanni-crisostomo_it.html Βιογραφία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου από την ιστοσελίδα του Βατικανού]<br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
<br />
*«'''Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος'''» (Δίτομος) Στυλιανού Γ. Παππαδόπουλου <br>Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1999/2006.<br />
*«'''Οι Εννέα Λόγοι Περι Μετανοίας'''» Φωτίου Ι. Μαλαίνου<br>Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1998/2002<br />
* «'''Εκκλησιαστική Ιστορία'''» - Βλασίου Φειδά<br>Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002<br />
<br />
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==<br />
* [http://patrologia.ct.aegean.gr/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/ Τα έργα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Πατρολογία του Migne από το Παν/μιο Αιγαίου]<br />
* [http://www.chrysostom.org/ Ιστιοσελίδα του Ιωάννη Χρυσοστόμου στα αγγλικά]<br />
* [http://el.wikiquote.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%BF_%CE%A7%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82 Γνωστές ρήσεις του Ιωάννη Χρυσοστόμου]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστικοί Πατέρες|Ι]]<br />
[[Κατηγορία:Άγιοι|Ι]]<br />
[[Κατηγορία:Επίσκοποι|Επίσκοποι]]<br />
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστικοί Πατέρες|Ι]]<br />
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς|Ι]]<br />
<br />
[[ar:يوحنا الذهبي الفم]]<br />
[[en:John Chrysostom]]<br />
[[mk:Свети Јован Златоуст]]<br />
[[ro:Ioan Gură de Aur]]<br />
[[ru:Иоанн Златоуст]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A3%CF%84%CE%B9%CF%87%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%BD&diff=6237Στιχάριον2008-06-14T16:40:09Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ ru</p>
<hr />
<div>[[Image:Altarboy.jpg|200px|right|thumb|''Υπηρέτης'' του Ναού με ενδυμασία Στιχαρίου]]<br />
'''Στιχάριο''' αποκαλείται το λειτουργικό άμφιο του ιερέως ή του διακόνου το οποίο αποτελεί και κύριο λειτουργικό ένδυμα. Το στιχάριο είναι ένδυμα μακρύ με φαρδιά κατάληξη, καλύπτει ολόκληρο το σώμα (σε αντιστοιχία με τον αρχαίο χιτώνα), έχει φαρδιά μανίκια, ενώ στο σημείο του λαιμού είναι στενό. Ο ιερέας κατά την ένδυσή του το φορά πάντα πρώτο. Το χρώμα του ιερατικού αυτού αμφίου είναι κατά βάση λευκό, ώστε να συμβολίζει πως ο λειτουργός πρέπει να έχει την ψυχή του καθαρή από αμαρτίες, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί, χωρίς κίνδυνο καταδίκης, να στέκεται μπροστά στο ιερό ''Θυσιαστήριο'', όπως οι πάλλευκοι Άγγελοι μπροστά στον επουράνιο Θρόνο του Θεού, και να τελεί τις τελετές ή να προσφέρει την αναίμακτη προσφορά. Όταν σπάνια έχει χρώμα κόκκινο, τότε συμβολίζει το Αίμα του Κυρίου. Όταν ο λειτουργός το ενδύεται, απαγγέλλει μυστικώς τα λόγια του προφήτη Ησαία(61,10) «''Αγαλλιάσσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω· ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου, και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με· ως νυμφίω περιέθηκέ μοι μίτραν, και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω· πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν''».<br />
<br />
== Βιβλιογραφία ==<br />
<br />
* «''Στοιχεία Ορθόδοξης Λατρείας''», Έκδοσις Ιεράς Μονής Παναγίας Παραμυθίας, Ρόδος.<br />
<br />
{{επέκταση}}<br />
<br />
{{Επισκοπικά άμφια}}<br />
<br />
{{Άμφια Πρεσβυτέρου}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Ιερατικά άμφια|Στιχάρι]]<br />
[[Κατηγορία:Άμφια πρεσβυτέρου|Σ]]<br />
[[Κατηγορία:Επισκοπικά άμφια|Σ]]<br />
<br />
[[en:Sticharion]]<br />
[[fr:Sticharion]]<br />
[[ro:Stihar]]<br />
[[ru:Стихарь]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CF%8E%CE%BD_%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CF%89%CF%82&diff=6199Κατάλογος Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως2008-06-11T20:40:51Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ fr</p>
<hr />
<div>== Ρωμαϊκοί Χρόνοι ==<br />
Την περίοδο αυτή έφεραν τον τίτλο του '''επισκόπου Βυζαντίου''', υπαγόμενοι στη δικαιοδοσία του [[Μητρόπολις Ηρακλείας|Μητροπολίτη Ηρακλείας]].<br />
<br />
'''Ιδρυτής''' [[Απόστολος Ανδρέας]]<br />
<br />
*38-54 [[Απόστολος Στάχυς]]<br />
*54-68 [[Ονήσιμος]]<br />
*71-89 [[Πολύκαρπος Α΄]]<br />
*89-105 [[Επίσκοπος Πλούταρχος|Πλούταρχος]]<br />
*105-114 [[Σεδεκίων]]<br />
*114-129 [[Επίσκοπος Διογένης|Διογένης]]<br />
*129-136 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Ελευθέριος|Ελευθέριος]]<br />
*136-141 [[Φήλιξ]]<br />
*141-144 [[Πολύκαρπος Β΄]]<br />
*144-148 [[Αθηνόδωρος]]<br />
*148-154 [[Ευζώιος]]<br />
*154-166 [[Λαυρέντιος]]<br />
*166-169 [[Αλύπιος]]<br />
*169-187 [[Περτίναξ (Επίσκοπος Βυζαντίου)|Περτίναξ]]<br />
*187-198 [[Ολυμπιανός]]<br />
*198-211 [[Μάρκος Α΄]]<br />
*211-214 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Φιλάδελφος|Φιλάδελφος]]<br />
*214-230 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Κυριακός Α΄|Κυριακός Α΄]]<br />
*230-237 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Καστίνος|Καστίνος]]<br />
*240-245 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Ευγένιος Α΄|Ευγένιος Α΄]]<br />
*245-272 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Τίτος|Τίτος]]<br />
*272-284 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Δομέτιος|Δομέτιος]]<br />
*284-293 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Ρουφίνος Α΄|Ρουφίνος Α΄]]<br />
*293-305 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Πρόβος|Πρόβος]]<br />
*306-314 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Μητροφάνης Α΄|Μητροφάνης Α΄]]<br />
*314-330 [[Αλέξανδρος Βυζαντίου]]<br />
<br />
== Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (330-843)==<br />
<br />
=== Αρχιεπίσκοποι Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ===<br />
<br />
*330-337 [[Αλέξανδρος Βυζαντίου]]<br />
*337-339 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄|Παύλος Α΄]]<br />
*339-341 [[Ευσέβιος ο Νικομηδείας|Ευσέβιος ο Νικομηδείας]]<br />
*341-342 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄|Παύλος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*342-346 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Μακεδόνιος Α΄|Μακεδόνιος Α΄]]<br />
*346-351 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄|Παύλος Α΄]] (γ΄ φορά)<br />
*351-360 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Μακεδόνιος Α΄|Μακεδόνιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*360-370 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Ευδόξιος ο Αντιοχείας|Ευδόξιος ο Αντιοχείας]]<br />
*370 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Ευάγριος|Ευάγριος]]<br />
*370-380 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Δημόφιλος|Δημόφιλος]]<br />
*379-380 [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]]<br />
*380 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Μάξιμος ο Κυνικός|Μάξιμος ο Κυνικός]]<br />
*380-381 [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]] (β΄ φορά)<br />
<br />
=== Πατριάρχες Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ===<br />
<br />
*381-397 [[Πατριάρχης Νεκτάριος|Νεκτάριος]]<br />
*398-404 [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Ιωάννης Α΄ Χρυσόστομος]]<br />
*404-405 [[Πατριάρχης Αρσάκιος|Αρσάκιος]]<br />
*406-425 [[Πατριάρχης Αττικός|Αττικός]]<br />
*426-427 [[Πατριάρχης Σισίνιος Α΄|Σισίνιος Α΄]]<br />
*428-431 [[Πατριάρχης Νεστόριος|Νεστόριος]]<br />
*431-434 [[Πατριάρχης Μαξιμιλιανός|Μαξιμιλιανός]]<br />
*434-446 [[Πατριάρχης Πρόκλος|Πρόκλος]]<br />
*446-449 [[Πατριάρχης Φλαβιανός|Φλαβιανός]]<br />
*449-458 [[Πατριάρχης Ανατόλιος|Ανατόλιος]]<br />
*458-471 [[Πατριάρχης Γεννάδιος Α΄|Γεννάδιος Α΄]]<br />
*472-489 [[Πατριάρχης Ακάκιος|Ακάκιος]]<ref>Υπήρξε ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο οποίος χρησιμοποίησε επισήμως τον τίτλο Οικουμενικός, ο οποίος επικυρώθηκε οριστικά επί Ιωάννου Δ' του Νηστευτού</ref><br />
* 489 [[Πατριάρχης Φραβίτας|Φραβίτας]]<br />
*489-495 [[Πατριάρχης Ευφήμιος|Ευφήμιος]]<br />
*495-511 [[Πατριάρχης Μακεδόνιος Β΄|Μακεδόνιος Β΄]]<br />
*511-518 [[Πατριάρχης Τιμόθεος Α΄|Τιμόθεος Α΄]]<br />
*518-520 [[Πατριάρχης Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης|Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης]]<br />
*520-535 [[Πατριάρχης Επιφάνιος|Επιφάνιος]]<br />
*535-536 [[Πατριάρχης Άνθιμος Α΄|Άνθιμος Α΄]]<br />
*536-552 [[Πατριάρχης Μηνάς|Μηνάς]]<br />
*552-565 [[Πατριάρχης Ευτύχιος|Ευτύχιος]]<br />
*565-577 [[Πατριάρχης Ιωάννης Γ΄ Σχολαστικός|Ιωάννης Γ΄ Σχολαστικός]]<br />
*577-582 [[Πατριάρχης Ευτύχιος|Ευτύχιος]] (β΄ φορά)<br />
<br />
=== Αρχιεπίσκοποι Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικοί Πατριάρχες ===<br />
<br />
*582-595 [[Πατριάρχης Ιωάννης Δ΄ Νηστευτής|Ιωάννης Δ΄ Νηστευτής]]<br />
*595-606 [[Πατριάρχης Κυριακός|Κυριακός]]<br />
*607-610 [[Πατριάρχης Θωμάς Α΄|Θωμάς Α΄]]<br />
*610-638 [[Πατριάρχης Σέργιος Α΄|Σέργιος Α΄]]<br />
*638-641 [[Πατριάρχης Πύρρος|Πύρρος]]<br />
*641-653 [[Πατριάρχης Παύλος Β΄|Παύλος Β΄]]<br />
*654 [[Πατριάρχης Πύρρος|Πύρρος]] (β΄ φορά)<br />
*654-666 [[Πατριάρχης Πέτρος|Πέτρος]]<br />
*667-669 [[Πατριάρχης Θωμάς Β΄|Θωμάς Β΄]]<br />
*669-675 [[Πατριάρχης Ιωάννης Ε΄|Ιωάννης Ε΄]]<br />
*675-677 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος Α΄|Κωνσταντίνος Α΄]]<br />
*677-679 [[Πατριάρχης Θεόδωρος Α΄|Θεόδωρος Α΄]]<br />
*679-686 [[Πατριάρχης Γεώργιος Α΄|Γεώργιος Α΄]]<br />
*686-687 [[Πατριάρχης Θεόδωρος Α΄|Θεόδωρος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*688-693 [[Πατριάρχης Παύλος Γ΄|Παύλος Γ΄]]<br />
*693-706 [[Καλλίνικος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Α΄]]<br />
*706-712 [[Πατριάρχης Κύρος|Κύρος]]<br />
*712-715 [[Πατριάρχης Ιωάννης ΣΤ΄|Ιωάννης ΣΤ΄]]<br />
*715-730 [[Πατριάρχης Γερμανός Α΄|Γερμανός Α΄]]<br />
*730-754 [[Πατριάρχης Αναστάσιος|Αναστάσιος]]<br />
*754-766 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄|Κωνσταντίνος Β΄]]<br />
*766-780 [[Πατριάρχης Νικήτας Α΄|Νικήτας Α΄]]<br />
*780-784 [[Πατριάρχης Παύλος Δ΄|Παύλος Δ΄]]<br />
*784-806 [[Πατριάρχης Ταράσιος|Ταράσιος]]<br />
*806-815 [[Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄|Νικηφόρος Α΄]]<br />
*815-821 [[Πατριάρχης Θεόδοτος Α΄ Κασσιτεράς|Θεόδοτος Α΄ Κασσιτεράς]]<br />
*821-836 [[Πατριάρχης Αντώνιος Α΄ Κασσιμάτης|Αντώνιος Α΄ Κασσιμάτης]]<br />
*836-842 [[Πατριάρχης Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός|Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός]]<br />
<br />
== Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι (843-1204) ==<br />
<br />
=== Εποχή της Ιεραποστολικής Δράσης ===<br />
*842-846 [[Πατριάρχης Μεθόδιος Α΄|Μεθόδιος Α΄]]<br />
*846-858 [[Πατριάρχης Ιγνάτιος|Ιγνάτιος]]<br />
*858-867 [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος Α΄]]<br />
*867-877 [[Πατριάρχης Ιγνάτιος|Ιγνάτιος]] (β΄ φορά)<br />
*877-886 [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*886-893 [[Πατριάρχης Στέφανος Α΄|Στέφανος Α΄]]<br />
*893-901 [[Πατριάρχης Αντώνιος Β΄ο Καυλέας|Αντώνιος Β΄ Καυλέας]]<br />
*901-907 [[Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός|Νικόλαος Μυστικός]]<br />
*907-912 [[Πατριάρχης Ευθύμιος Α΄|Ευθύμιος Α΄]]<br />
*912-925 [[Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός|Νικόλαος Α΄ Μυστικός]] (β΄ φορά)<br />
*925-928 [[Πατριάρχης Στέφανος Β΄|Στέφανος Β΄]]<br />
*928-931 [[Πατριάρχης Τρύφων|Τρύφων]]<br />
*933-956 [[Πατριάρχης Θεοφύλακτος|Θεοφύλακτος]]<br />
*956-970 [[Πατριάρχης Πολύευκτος|Πολύευκτος]]<br />
*970-974 [[Πατριάρχης Βασίλειος Α΄ Σκαμανδρηνός|Βασίλειος Α΄ Σκαμανδρηνός]]<br />
*974-980 [[Πατριάρχης Αντώνιος Γ΄ο Στουδίτης|Αντώνιος Γ΄ Στουδίτης]]<br />
*980-995 [[Πατριάρχης Νικόλαος Β΄ Χρυσοβέργης|Νικόλαος Β΄ Χρυσοβέργης]]<br />
*996-999 [[Πατριάρχης Σισίνιος Β΄|Σισίνιος Β΄]]<br />
*999-1019 [[Πατριάρχης Σέργιος Β΄|Σέργιος Β΄]]<br />
*1020-1025 [[Πατριάρχης Ευστάθιος|Ευστάθιος]]<br />
*1025-1043 [[Πατριάρχης Αλέξιος ο Στουδίτης|Αλέξιος Στουδίτης]]<br />
*1043-1059 [[Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος]]<br />
<br />
=== Από το Σχίσμα στην Α' Άλωση ===<br />
*1059-1063 [[Κωνσταντίνος Γ΄ Λειχούδης]]<br />
*1063-1075 [[Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος]]<br />
*1075-1081 [[Κοσμάς Α΄ Ιεροσολυμίτης]]<br />
*1081-1084 [[Ευστράτιος Γαριδάς]]<br />
*1084-1111 [[Νικόλαος Γ΄ Κυρδινιάτης]]<br />
*1111-1134 [[Ιωάννης Θ΄ Ιερομνήμων]]<br />
*1134-1143 [[Λέων Στυππής]]<br />
*1143-1146 [[Μιχαήλ Β΄ Κουρκούας]]<br />
*1146-1147 [[Κοσμάς Β΄ Αττικός]]<br />
*1147-1151 [[Νικόλαος Δ΄ Μουζάλων]]<br />
*1151-1153 [[Πατριάρχης Θεοδόσιος Α΄ ή Θεόδοτος|Θεοδόσιος Α΄ ή Θεόδοτος]]<br />
*1153-1154 [[Νεόφυτος Α΄]]<br />
*1154-1156 [[Κωνσταντίνος Δ΄ Χλιαρηνός]]<br />
*1156-1170 [[Λουκάς Χρυσοβέργης]]<br />
*1170-1177 [[Πατριάρχης Μιχαήλ Γ΄|Μιχαήλ Γ΄]]<br />
*1177-1178 [[Χαρίτων Ευγενειώτης]]<br />
*1178-1183 [[Θεοδόσιος Β΄ Βορραδιώτης]]<br />
*1183-1187 [[Βασίλειος Β΄ Καματηρός]]<br />
*1187-1189 [[Νικήτας Β΄ Μουντάνης]]<br />
*1189-1190 [[Λεόντιος Θεοτοκίτης]]<br />
*1190-1191 [[Πατριάρχης Θεοδόσιος Γ΄ ή Δοσίθεος|Θεοδόσιος Γ΄ ή Δοσίθεος]]<br />
*1191-1198 [[Γεώργιος Β΄ Ξιφιλίνος]]<br />
*1198-1206 [[Ιωάννης Ι΄ Καματηρός]]<br />
<br />
== Υστεροβυζαντινοί Χρόνοι (1204-1453) ==<br />
<br />
=== Το εξόριστο Πατριαρχείο ===<br />
*1207-1213 [[Μιχαήλ Δ΄ Αυτωρειανός]]<br />
*1213-1215 [[Θεόδωρος Β΄ Ειρηνικός]]<br />
*1215 [[Μάξιμος Β΄]]<br />
*1215-1222 [[Μανουήλ Α΄ Χαριτόπουλος]]<br />
*1222-1240 [[Γερμανός Β΄]]<br />
*1240 [[Μεθόδιος Β΄]]<br />
*1240-1255 [[Μανουήλ Β΄]]<br />
*1255-1260 [[Αρσένιος Αυτωρειανός]]<br />
*1260-1261 [[Νικηφόρος Β΄]]<br />
<br />
=== Από την Παλινόρθωση στην Δεύτερη Άλωση ===<br />
*1261-1267 [[Αρσένιος Αυτωρειανός]] (β΄ φορά)<br />
*1267 [[Γερμανός Γ΄]]<br />
*1267-1275 [[Ιωσήφ Α΄]]<br />
*1275-1282 [[Ιωάννης ΙΑ΄ Βέκκος]]<br />
*1282-1283 [[Ιωσήφ Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1283-1289 [[Γρηγόριος Β΄ Κύπριος]]<br />
*1289-1293 [[Αθανάσιος Α΄]]<br />
*1294-1304 [[Ιωάννης ΙΒ΄]]<br />
*1304-1310 [[Αθανάσιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1311-1315 [[Νήφων Α΄]]<br />
*1316-1320 [[Ιωάννης ΙΓ΄Γλυκύς]]<br />
*1320-1321 [[Γεράσιμος Α΄]]<br />
*1323-1334 [[Πατριάρχης Ησαΐας|Ησαΐας]]<br />
*1334-1347 [[Ιωάννης ΙΔ΄Καλέκας]]<br />
*1347-1350 [[Ισίδωρος Α΄]]<br />
*1350-1354 [[Κάλλιστος Α΄]]<br />
*1354-1355 [[Φιλόθεος Κόκκινος]]<br />
*1355-1363 [[Κάλλιστος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1364-1376 [[Φιλόθεος Κόκκινος]] (β΄ φορά)<br />
*1376-1379 [[Πατριάρχης Μακάριος|Μακάριος]]<br />
*1380-1388 [[Πατριάρχης Νείλος|Νείλος]]<br />
*1389-1390 [[Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄|Αντώνιος Δ΄]]<br />
*1390-1391 [[Πατριάρχης Μακάριος|Μακάριος]] (β΄ φορά)<br />
*1391-1397 [[Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄|Αντώνιος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1397 [[Κάλλιστος Β΄ Ξανθόπουλος]]<br />
*1397-1410 [[Ματθαίος Α΄]]<br />
*1410-1416 [[Ευθύμιος Β΄]]<br />
*1416-1439 [[Πατριάρχης Ιωσήφ Β΄|Ιωσήφ Β΄]]<br />
*1440-1443 [[Μητροφάνης Β΄]]<br />
*1443-1450 [[Γρηγόριος Γ΄ Μαμμής]]<br />
*1450-1453 [[Αθανάσιος Περιβλέπτου]] <ref>Κατά την παράδοση μετά τη φυγή του Μάμμαντα εξελέγη Πατριάρχης ο Ηγούμενος της Μονής Περιβλέπτου. Όμως αυτή η εκλογή θεωρείται αμφισβητούμενη και ερχόμενη σε αντίθεση με την επαρκώς μαρτυρούμενη αναφορά ότι κατά την Άλωση ο Πατριαρχικός θρόνος ήταν ήδη από χρόνια (μετά τη φυγή του Μάμμαντα) κενός</ref><br />
<br />
== Οθωμανικοί Χρόνοι (1453-1924)==<br />
<br />
*1454-1456 [[Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος]]<br />
*1456-1462 [[Ισίδωρος Β΄]]<br />
*1463 [[Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος]] (β΄ φορά)<br />
*1463-1464 [[Σωφρόνιος Α΄]]<br />
*1464-1465 [[Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος]] (γ΄ φορά)<br />
*1465-1466 [[Ιωάσαφ Α΄ Κόκκας]]<br />
*1466 [[Μάρκος Β΄ Ξυλοκαράβης]]<br />
*1467 [[Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος]]<br />
*1467-1471 [[Πατριάρχης Διονύσιος Α΄|Διονύσιος Α΄]]<br />
*1471-1475 [[Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος]] (β΄ φορά)<br />
*1475-1476 [[Ραφαήλ Α΄]]<br />
*1476-1482 [[Μάξιμος Γ΄ Χριστώνυμος]]<br />
*1482-1486 [[Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος]] (γ΄ φορά)<br />
*1486-1488 [[Νήφων Β΄]]<br />
*1488-1490 [[Πατριάρχης Διονύσιος Α΄|Διονύσιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1491-1497 [[Μάξιμος Δ΄]]<br />
*1497-1498 [[Νήφων Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1498-1502 [[Ιωακείμ Α΄]]<br />
*1502 [[Νήφων Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1503-1504 [[Παχώμιος Α΄]]<br />
*1504 [[Ιωακείμ Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1504-1513 [[Παχώμιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1513-1522 [[Θεόληπτος Α΄]]<br />
*1522-1524 [[Ιερεμίας Α΄]]<br />
*1524-1525 [[Ιωαννίκιος Α΄]]<br />
*1525-1546 [[Ιερεμίας Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1546-1556 [[Διονύσιος Β΄]]<br />
*1556-1565 [[Ιωάσαφ Β΄ Μεγαλοπρεπής]]<br />
*1565-1572 [[Μητροφάνης Γ΄]]<br />
*1572-1579 [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός]]<br />
*1579-1580 [[Μητροφάνης Γ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1580-1584 [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός]] (β΄ φορά)<br />
*1584-1585 [[Παχώμιος Β΄ Πάτεστος]]<br />
*1585-1586 [[Θεόληπτος Β΄]]<br />
*1587-1595 [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός]] (γ΄ φορά)<br />
*1596 [[Ματθαίος Β΄]]<br />
*1596 [[Γαβριήλ Α΄]]<br />
*1597 [[Θεοφάνης Α΄ Καρύκης]]<br />
*1597-1598 [[Μελέτιος Πηγάς|Μελέτιος Α΄ Πηγάς]] (Τοποτηρητής)<ref>Αν και κατείχε το θρόνο μόνο ως τοποτηρητής προσμετράται στους Οικουμενικούς Πατριάρχες, όπως και η τοποτηρητεία του Λούκαρη μετράται ως η πρώτη Πατριαρχεία του</ref><br />
*1598-1602 [[Ματθαίος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1602-1603 [[Νεόφυτος Β΄]]<br />
*1603 [[Ματθαίος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1603-1607 [[Ραφαήλ Β΄]]<br />
*1607-1612 [[Νεόφυτος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1612 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (Τοποτηρητής)<br />
*1612-1620 [[Τιμόθεος Μαρμαρηνός|Τιμόθεος Β΄]]<br />
*1620-1623 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (β΄ φορά)<br />
*1623 [[Γρηγόριος Δ΄ Στραβοαμασείας]]<br />
*1623 [[Ανθιμος Β΄]]<br />
*1623-1633 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (γ΄ φορά)<br />
*1633 [[Κύριλλος Β΄ Κονταρής]]<br />
*1633-1634 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (δ΄ φορά)<br />
*1634 [[Αθανάσιος Γ΄ Πατελάρος]]<br />
*1634-1635 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (ε΄ φορά)<br />
*1635-1636 [[Κύριλλος Β΄ Κονταρής]] (β΄ φορά)<br />
*1636-1637 [[Νεόφυτος Γ΄]]<br />
*1637-1638 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (στ΄ φορά)<br />
*1638-1639 [[Κύριλλος Β΄ Κονταρής]] (γ΄ φορά)<br />
*1639-1644 [[Παρθένιος Α΄]]<br />
*1644-1646 [[Παρθένιος Β΄]]<br />
*1646-1648 [[Ιωαννίκιος Β΄]]<br />
*1648-1651 [[Παρθένιος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1651-1652 [[Ιωαννίκιος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1652 [[Κύριλλος Γ΄]]<br />
*1652 [[Αθανάσιος Γ΄ Πατελάρος]] (β΄ φορά)<br />
*1652-1653 [[Παΐσιος Α΄]]<br />
*1653-1654 [[Ιωαννίκιος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1654 [[Κύριλλος Γ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1654-1655 [[Παΐσιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1655-1656 [[Ιωαννίκιος Β΄]] (δ΄ φορά)<br />
*1656-1657 [[Παρθένιος Γ΄]]<br />
*1657 [[Γαβριήλ Β΄]]<br />
*1657-1662 [[Παρθένιος Δ΄]]<br />
*1662-1665 [[Διονύσιος Γ΄ Βαρδαλής]]<br />
*1665-1667 [[Παρθένιος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1667 [[Κλήμης]]<br />
*1668-1671 [[Μεθόδιος Γ΄]]<br />
*1671 [[Παρθένιος Δ΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1671-1673 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]]<br />
*1673-1674 [[Γεράσιμος Β΄]]<br />
*1675-1676 [[Παρθένιος Δ΄]] (δ΄ φορά)<br />
*1676-1679 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (β΄ φορά)<br />
*1679 [[Αθανάσιος Δ΄]]<br />
*1679-1682 [[Πατριάρχης Ιάκωβος|Ιάκωβος]]<br />
*1682-1684 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (γ΄ φορά)<br />
*1684-1685 [[Παρθένιος Δ΄]] (ε΄ φορά)<br />
*1685-1686 [[Πατριάρχης Ιάκωβος|Ιάκωβος]] (β΄ φορά)<br />
*1686-1687 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (δ΄ φορά)<br />
*1687-1688 [[Πατριάρχης Ιάκωβος|Ιάκωβος]] (γ΄ φορά)<br />
*1688 [[Καλλίνικος Β΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Β΄]]<br />
*1688-1689 [[Νεόφυτος Δ΄]]<br />
*1689-1693 [[Καλλίνικος Β΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1693-1694 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (ε΄ φορά)<br />
*1694-1702 [[Καλλίνικος Β΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1702-1707 [[Γαβριήλ Γ΄]]<br />
*1707 [[Νεόφυτος Ε΄]]<br />
*1707-1709 [[Πατριάρχης Κυπριανός Α΄|Κυπριανός Α΄]]<br />
*1709-1711 [[Αθανάσιος Ε΄]]<br />
*1711-1713 [[Κύριλλος Δ΄]]<br />
*1713-1714 [[Πατριάρχης Κυπριανός Α΄|Κυπριανός Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1714-1716 [[Κοσμάς Γ΄]]<br />
*1716-1726 [[Ιερεμίας Γ΄]]<br />
*1726 [[Καλλίνικος Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος]]<ref>Αν και εξελέγει Πατριάρχης, πέθανε από εγκεφαλικό αμέσως μετά το άκουσμα της είδησεις, με αποτέλεσμα να μην εντάσσεται στους περισσότερους των Πατριαρχικών Καταλόγων. Γι' αυτό και στον παρόντα κατάλογο τίθεται εκτός αρίθμησης</ref><br />
*1726-1732 [[Παΐσιος Β΄]]<br />
*1732-1733 [[Ιερεμίας Γ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1733-1734 [[Σεραφείμ Α΄]]<br />
*1734-1740 [[Νεόφυτος ΣΤ΄]]<br />
*1740-1743 [[Παΐσιος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1743-1744 [[Νεόφυτος ΣΤ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1744-1748 [[Παΐσιος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1748-1751 [[Κύριλλος Ε΄]]<br />
*1751-1752 [[Παΐσιος Β΄]] (δ΄ φορά)<br />
*1752-1757 [[Κύριλλος Ε΄]] (β΄ φορά)<br />
*1757 [[Καλλίνικος Γ΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Γ΄]]<br />
*1757-1761 [[Σεραφείμ Β΄]]<br />
*1761-1763 [[Ιωαννίκιος Γ΄]]<br />
*1763-1768 [[Σαμουήλ Α΄ Χαντζερής]]<br />
*1768-1769 [[Μελέτιος Β΄]]<br />
*1769-1773 [[Θεοδόσιος Β΄]]<br />
*1773-1774 [[Σαμουήλ Α΄ Χαντζερής]] (β΄ φορά)<br />
*1774-1780 [[Σωφρόνιος Β΄]]<br />
*1780-1785 [[Παλαιών Πατρών Γαβριήλ Δ΄|Γαβριήλ Δ΄]]<br />
*1785-1789 [[Προκόπιος Α΄]]<br />
*1789-1794 [[Νεόφυτος Ζ΄]]<br />
*1794-1797 [[Γεράσιμος Γ΄]]<br />
*1797-1798 [[Γρηγόριος Ε΄]]<br />
*1798-1801 [[Νεόφυτος Ζ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1801-1806 [[Καλλίνικος Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Δ΄]]<br />
*1806-1808 [[Γρηγόριος Ε΄]] (β΄ φορά)<br />
*1808-1809 [[Καλλίνικος Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1809-1813 [[Ιερεμίας Δ΄]]<br />
*1813-1818 [[Κύριλλος ΣΤ΄]]<br />
*1818-1821 [[Γρηγόριος Ε΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1821-1822 [[Ευγένιος Β΄]]<br />
*1822-1824 [[Ανθιμος Γ΄]]<br />
*1824-1826 [[Χρύσανθος Α΄]]<br />
*1826-1830 [[Αγαθάγγελος]]<br />
*1830-1834 [[Κωνστάντιος Α΄]]<br />
*1834-1835 [[Κωνστάντιος Β΄]]<br />
*1835-1840 [[Γρηγόριος ΣΤ΄]]<br />
*1840-1841 [[Ανθιμος Δ΄]]<br />
*1841-1842 [[Ανθιμος Ε΄]]<br />
*1842-1845 [[Πατριάρχης Γερμανός Δ΄|Γερμανός Δ΄]]<br />
*1845 [[Μελέτιος Γ΄]]<br />
*1845-1848 [[Ανθιμος ΣΤ΄]]<br />
*1848-1852 [[Ανθιμος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1852-1853 [[Πατριάρχης Γερμανός Δ΄|Γερμανός Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1853-1855 [[Ανθιμος ΣΤ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1855-1860 [[Κύριλλος Ζ΄]]<br />
*1860-1863 [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]]<br />
*1863-1866 [[Σωφρόνιος Γ΄]]<br />
*1867-1871 [[Γρηγόριος ΣΤ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1871-1873 [[Ανθιμος ΣΤ΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1873-1878 [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1878-1884 [[Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής]]<br />
*1884-1886 [[Ιωακείμ Δ΄]]<br />
*1887-1891 [[Διονύσιος Ε΄]]<br />
*1891-1894 [[Πατριάρχης Νεόφυτος Η΄|Νεόφυτος Η΄]]<br />
*1895-1897 [[Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄|Άνθιμος Ζ΄]]<br />
*1897-1901 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄|Κωνσταντίνος Ε΄]]<br />
*1901-1912 [[Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής]] (β΄ φορά)<br />
*1913-1918 [[Γερμανός Ε΄]]<br />
*1921-1923 [[Μελέτιος Μεταξάκης|Μελέτιος Δ΄]]<br />
*1923-1924 [[Γρηγόριος Ζ΄]]<br />
<br />
== Σύγχρονη Εποχή (1924-σήμερα) ==<br />
<br />
*1924-1925 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄|Κωνσταντίνος ΣΤ΄]]<br />
*1925-1929 [[Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄|Βασίλειος Γ΄]]<br />
*1929-1936 [[Πατριάρχης Φώτιος Β΄|Φώτιος Β΄]]<br />
*1936-1946 [[Πατριάρχης Βενιαμίν|Βενιαμίν]]<br />
*1946-1948 [[Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄|Μάξιμος Ε΄]]<br />
*1948-1972 [[Πατριάρχης Αθηναγόρας|Αθηναγόρας]]<br />
*1972-1991 [[Πατριάρχης Δημήτριος Α'|Δημήτριος Α']]<br />
*1991- [[Πατριάρχης Βαρθολομαίος|Βαρθολομαίος]]<br />
<br />
== Άλλοι ιστότοποι ==<br />
* Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, [http://www.ec-patr.gr/list/index.php?lang=gr Κατάλογος Πατριαρχών]<br />
<br />
== Υποσημειώσεις ==<br />
<references /><br />
<br />
[[Κατηγορία:Οικουμενικοί Πατριάρχες|*]]<br />
<br />
[[en:List of Patriarchs of Constantinople]]<br />
[[fr:Liste des primats de l'Église de Constantinople]]<br />
[[ro:Listă a patriarhilor de Constantinopol]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A7%CF%81%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82&diff=6054Χρήστος Γιανναράς2008-06-06T14:56:46Z<p>Magda: /* Δικτυακοί τόποι */ en, fr, ro</p>
<hr />
<div>Ο '''Χρήστος Γιανναράς''' είναι καθηγητής φιλοσοφίας, θεολόγος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην ''Αθήνα'' το 1935. Σπούδασε [[θεολογία]] στην ''Αθήνα'' και [[φιλοσοφία]] στη ''Βόννη'' και το ''Παρίσι''. Είναι διδάκτωρ του ''Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης''. Επίσης είναι επίτιμος διδάκτωρ του ''Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου''. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής ''φιλοσοφίας και πολιτιστικής διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Kοινωνικών Επιστημών της Αθήνας'', στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο ''Παρίσι'', τη ''Γενεύη'', τη ''Λωζάννη'' και το ''Ρέθυμνο Κρήτης''.<br />
<br />
Έχει επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο με θεματολογία που σχετίζεται με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή [[φιλοσοφία]] και [[παράδοση]]. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 10 τουλάχιστον ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο ''Χρήστος Γιανναράς'' είναι από τους λίγους ορθόδοξους Έλληνες θεολόγους που είναι γνωστοί μέσα από το έργο τους στον δυτικό χριστιανικό κόσμο. Παρεμβαίνει στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα μέσω τακτικής αρθρογραφίας στις εφημερίδες ''Το Βήμα'' (παλαιότερα) και ''Η Καθημερινή''.<br />
<br />
==Κυρίως εργογραφία==<br />
*''Ενάντια στη θρησκεία'', Ίκαρος, 2006<br><br />
*''Οντολογία της σχέσης'', Ίκαρος, 2004<br><br />
*''Το ρητό και Το Άρρητο – Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής'', Ίκαρος, 1999<br><br />
*''Η απανθρωπία του δικαιώματος'', Δόμος, (3η) 2000<br><br />
*''Μετανεωτερική Μετα-φυσική'', Δόμος, (2η) 2004<br><br />
*''Το πραγματικό και το φαντασιώδες στην Πολιτική Οικονομία'', Δόμος, (2η) 1996<br><br />
*''Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας'', Δόμος, (3η) 1995<br><br />
*''Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική'', Δόμος, (3η) 1999<br><br />
*''Σχεδίασμα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία'', Δόμος, (5η) 2002<br><br />
*''Το πρόσωπο και ο Έρως'', Δόμος, (6η) 2001<br><br />
*''Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης'', Δόμος, (4η) 1998<br><br />
*''Πολιτιστική Διπλωματία – Προθεωρία ελληνικού σχεδιασμού'', Ίκαρος, (2η) 2003<br><br />
*''Τα καθ’ εαυτόν'', Ίκαρος, (3η) 1996<br><br />
*''Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων'', Δόμος, (6η) 2003<br><br />
*''Καταφύγιο ιδεών-Μαρτυρία'', Ίκαρος, (6η) 2001<br><br />
*''Αόριστη Ελλάδα – Κοντσέρτο για δύο αποδημίες'', Δόμος, (2η) 1999<br><br />
*''Η κόκκινη πλατεία και ο θείος Αρθούρος'', Δόμος, (5η) 1998<br><br />
*''Πείνα και δίψα'', Γρηγόρη, (5η) 1997<br><br />
*''Η μεταφυσική του σώματος''-Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, Δωδώνη, 1971<br><br />
*''Η ελευθερία του ήθους'', Ίκαρος, (3η) 2002<br><br />
*''Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα'', Δόμος, (5η) 2005<br><br />
*''Αλφαβητάρι της πίστης'', Δόμος, (13η) 2002<br><br />
*''Η απολογητική'', Γρηγόρη, (2η) 1975<br><br />
*''Ερωτικών Αμφιλογία ή περί λιβελλοπράγμονος μοναχού'', Δόμος, 1989<br><br />
*''Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας'', Γρηγόρη, (2η) 1997<br><br />
<br />
<br />
= Επιφυλλιδογραφική εργογραφία/Χρονογραφία=<br />
*''Η κρίση της προφητείας'', Δόμος, (3η) 2006<br><br />
*''Το προνόμιο της απελπισίας'', Γρηγόρη, (2η) 1983<br><br />
*''Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας'', Γρηγόρη, (3η) 1983<br><br />
*''Η Νεοελληνική Ταυτότητα'', Γρηγόρη, (4η) 2001<br><br />
*''Κριτικές παρεμβάσεις'', Δόμος, (4η) 1993<br><br />
*''Το κενό στην τρέχουσα πολιτική'', Καστανιώτη, (2η) 1992<br><br />
*''Ελλαδικά προτελεύτια'', Καστανιώτη, 1992<br><br />
*''Χώρα υποχείρια παιγνίου'', Καστανιώτη, 1994<br><br />
*''Απερισκέπτως αυτόχειρες'', Καστανιώτη, 1994<br><br />
*''Κύκλος φαύλος στροβιλώδης'', Καστανιώτη, 1994<br><br />
*''Αφελληνισμού παρεπόμενα'', Κάκτος, (2η) 2005<br><br />
*''Ελληνότροπος πολιτική'', Ίκαρος, 1996<br><br />
*''Αντιστάσεις στην αλλοτρίωση'', Ίκαρος, 1997<br><br />
*''Πολιτισμός, Το κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής'', Κάκτος, (2η) 2005<br><br />
*''Ιχνηλασία νοήματος'', Λιβάνη, 1998<br><br />
*''Η παρακμή ως πρόκληση'', Λιβάνη, 1999<br><br />
*''Ελληνική ετοιμότητα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση'', Λιβάνη, 2000<br><br />
*''Η Αριστερά ως Δεξιά – Η Δεξιά ως παντομίμα'', Πατάκη, (2η) 2001<br><br />
*''Κομματοκρατία'', Πατάκη, (3η) 2004<br><br />
*''Εις μικρόν γενναίοι – Οδηγίες χρήσεως'', Πατάκη, 2003<br><br />
*''Η λογική αρχίζει με τον έρωτα'', Ίκαρος, 2004<br><br />
*''Κοινωνιοκεντρική Πολιτική: Κριτήρια'', Εστία, 2005<br><br />
*''Μαχόμενη ανελπιστία'', Εστία 2007<br><br />
*''Έπαινος ψήφου τιμωρητικής'', Ιανός 2007<br><br />
*''Η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα σήμερα'', Ιανός 2008<br><br />
<br />
<br />
== Μεταφρασμένη εργογραφία ==<br />
*[http://www.dedalus.gr/en/author.asp?id=388 πλήρης εργογραφία στα αγγλικά]<br />
;Στα αγγλικα:<br />
*''Person and Eros'', Brookline Mass. (HC Orth. Press), 2008 (ISBN 978-1885652-881)<br />
*''Orthodoxy and the West'', HC Orth. Press), 2006 (ISBN 1-885652-81-X)<br />
*''Variations on the Song of Songs'', (HC Orth. Press), 2005 (ISBN 1-885652-82-8) <br />
*''Postmodern Metaphysics'', (HC Orth. Press), 2004 (ISBN 1-885652-80-1)<br />
*''On the Absence and Unknowability of God: Heidegger and the Areopagite'', London (Continuum, 2005) (ISBN 0-567-08806-5)<br />
*''Elements of Faith'', Edinburgh (T. and T. Clark), 1991 (ISBN 0-567-29190-1) <br />
*''The Freedom of Morality'', New York (SVP), 1984 (ISBN 0-88141-028-4) <br />
<br />
;Στα γαλλικά:<br />
*''Variations sur le Cantique des Cantiques'', Paris (Desclée de Brouwer), 1992 (ISBN 2-220-03273-6)<br />
*''Philosophie sans rupture'', Genève (Labor et Fides), 1986 (ISBN 2-8309-0046-4)<br />
*''De l’absence et de l’inconnaissance de Dieu'', Paris (Cerf), 1971 <br />
*''La foi vivante de l’Église'', Paris (Cerf), 1989 (ISBN 2-204-03160-7)<br />
*''La morale de la liberté'', Genève (Labor et Fides), 1984 (ISBN BA-45978923)<br />
*''Vérité et unité de l’Église'', Grez-Doiceau (Editions Axios), 1989<br />
<br />
;Στα γερμανικά:<br />
*''Person und Eros'', Göttingen, (Vandenhoeck und Ruprecht), 1982<br />
<br />
;Στα ιταλικά:<br />
*''Ignoranza e conoscenza di Dio'', Milan, (Jaca Book), 1973 & also, <br />
*''Heidegger e Dionigi Areopagita'', Rome (Città Nuova editrice), 1993<br />
*''Variazioni sul Cantico dei Cantici'', Milan (Nuova Stampa), 1992 (ISBN 88-8166-044-X)<br />
*''La fede dell’ esperienza ecclesiale'', Brescia (Queriniana), 1993<br />
*''La libertà dell’Ethos'', Bolognα (Dehoniane), 1984<br />
*''Verità e Unità della Chiesa'', Milan (Nuova Stampa) (ISBN 88-8166-019-9)<br />
<br />
;Στα ρουμανικά:<br />
*''Heidegger şi Areopagitul', Bucharest (Editura Anastasia)<br />
*''Persona şi Eros'', Bucharest (Editura Anastasia)<br />
*''Abecedar al credintei'', Bucharest (Editura Bizantina)<br />
*''Libertatea Moralei'', Bucharest, (Editura Anastasia)<br />
*''Foanea şi Setea'', Bucharest (Editura Anastasia)<br />
<br />
;Στα ρωσικά:<br />
*Истина и Eдинство Церкви, Moscow (CBЯTO-ΦИЛAΡETOBCKИЙ) 2006 <br />
*Xaйдеггер и Aреопагит, Moscow (POCCПЭН) 2005 <br />
*Личноcть и Эрос, Moscow (POCCПЭН) 2005 <br />
*Bариации на Песнь Песней, Moscow (POCCПЭН) 2005 <br />
*Bepa Цepкви, Moscow 1992<br />
<br />
;Στα σερβικά:<br />
*ΦИЛΟCΟΦИЈΑ ИЗ ΗΟΒΟΓ УΓЛΑ, Belgrade, (MИΡΟΤΟЧИΒΟΓ)<br />
*ΧΑJДΕΓΕΡ И ДИΟΗИCИЈE ΑΡΕΟΠΑΓИΤ, Belgrade, (MИΡΟΤΟЧИΒΟΓ)<br />
*AЗБУЧHИK BEPE, Novi Sad (Beseda)<br />
<br />
;Στα σλοβενικά:<br />
*''Heidegger in Areopagit ali o Bozji odsotnosti in respoznatnosti'', (Nova revija), 1991<br />
<br />
;Στα ουκρανικά:<br />
*Свобода етосу, Kiev (Дух і Літера) 2003<br />
*Нерозривна філософія, Kiev, (Oснови) <br />
*Варіації на тему Пісні Пісень, Kiev (Дух і Літера)<br />
<br />
;Στα βουλγαρικά:<br />
*ΚPИЗATA KATO ПРЕДИЗВИKATEЛCTBO, Sofia (ЛИΚ), 2002<br />
<br />
;Στα φινλανδικά:<br />
*''Nälkä ja Jano'', (Joensuu) 1991<br />
<br />
==Δικτυακοί τόποι==<br />
*[http://www.dedalus.gr/gr/author.asp?id=388 Πλήρης Βιβλιογραφία].<br />
*[http://www.antibaro.gr/references/giannaras.htm Αντίβαρο - Συλλογή άρθρων του Χρήστου Γιανναρά].<br />
*[http://clubs.pathfinder.gr/poihsis/142548 Περί ποιητικής & Ιστορίας - Επιφυλλίδες του Χρήστου Γιανναρά].<br />
*[http://www.dedalus.gr/gr/author.asp?id=388 "Cantus Firms"] από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων" <br />
*[http://www.zephyr.gr/stjohn/epi88.htm "Προς έναν νέο Οικουμενισμό"] (προφορική εισήγηση, σε μετάφραση από τα αγγλικά από το περιοδικό Sourozh nr. 70, November 1997).<br />
<br />
[[Κατηγορία:Θεολόγοι|Γιανναράς]]<br />
<br />
[[en:Christos Yannaras]]<br />
[[fr:Christos Yannaras]]<br />
[[ro:Christos Yannaras]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A3%CF%89%CF%83%CE%AF%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%99%CE%AC%CF%83%CF%89%CE%BD%CE%B1%CF%82&diff=6000Σωσίπατρος και Ιάσωνας2008-06-03T21:33:19Z<p>Magda: en, ro</p>
<hr />
<div>Ο '''άγιος Σωσίπατρος''' ήταν μαθητής του ''Αποστόλου Ανδρέα'' και [[επίσκοπος]] Ικονίου. Σύμφωνα με την παράδοση της [[Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης Εκκλησίας]], ο ''Σωσίπατρος'' γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα. Εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό από τον [[Απόστολος Ανδρέας|Απόστολο Ανδρέα]] του οποίου έγινε και μαθητής. Αργότερα προσκλήθηκε στην Ρώμη από τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]] (Ρωμ. ιστ΄ 21) και χειροτονήθηκε [[επίσκοπος]] Ικονίου. Αφού καθοδήγησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκεί χριστιανική κοινότητα, αποφάσισε πως δεν είχε πια τίποτα άλλο να προσφέρει και έτσι έφυγε για την δύση μαζί με τον φίλο του [[Άγιος Ιάσονας|Ιάσονα]] για να διδάξουν τον [[Χριστιανισμός|χριστιανισμό]]. Φτάνοντας στην Κέρκυρα κήρυξαν στους ειδωλολάτρες κατοίκους της το [[Ευαγγέλιο|Ευαγγέλιο]] και έκτισαν και έναν ναό αφιερωμένο στον [[Άγιος Στέφανος|Άγιο Στέφανο]]. Μαθαίνοντας όλα αυτά ο βασιλιάς του νησιού, που ήταν ειδωλολάτρης, τον φυλάκισε. Στη φυλακή, επτά κρατούμενοι ληστές έγιναν χάρη στους δυο αγίους χριστιανοί, ενώ αργότερα έγινε χριστιανός και ο δεσμοφύλακάς τους ο Αντώνιος. Η παράδοση αναφέρει ότι οι άγιοι αφέθηκαν ελεύθεροι όταν φωτιά που κατέβηκε από τον ουρανό έκαψε τους δύο γιους και την γυναίκα του βασιλιά, ο οποίος για να τους εκδικηθεί τους βασάνισε μέχρι θανάτου. Όταν πέθαναν τα σώματά τους κάηκαν στον τόπο του μαρτυρίου τους και σκορπίστηκε η στάχτη τους εκεί. Ο χώρος εκείνος μυροβολούσε και γι' αυτό οι πρώτοι χριστιανοί της Κέρκυρας έκτισαν στο σημείο εκείνο τον σημερινό ναό των Αγίων στη Γαρίτσα. Στην Πάτρα υπάρχει εικόνα του στον ναό του Ευαγγελισμού και στον ''Αγ. Γεώργιο του Λάγγουρα''. Ο ''Άγιος Σωσίπατρος'' είναι ένας από τους 70 Αποστόλους. Η μνήμη του γιορτάζεται από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] στις 29 Απριλίου (''Ιάσονος και Σωσιπάτρου'').<br />
<br />
{{πηγές}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Άγιοι]]<br />
[[Κατηγορία:Επίσκοποι]]<br />
<br />
[[en:Apostle Sosipater]]<br />
[[ro:Apostolul Sosipatru]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF&diff=5949Ευαγγέλιο2008-06-02T18:04:15Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ bg, en, ro</p>
<hr />
<div>Ο όρος '''{{πολυτονικό|εὐαγγέλιον}}''' ή '''ευαγγέλιο''' σημαίνει "καλά νέα", "χαρμόσυνη είδηση", "χαρούμενη αγγελία". <br />
<br />
==Χρήση του όρου==<br />
Στη [[Χριστιανισμός|χριστιανική]] Εκκλησία ο όρος ''Ευαγγέλιο'' χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]], τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν στην ελληνική γλώσσα ο [[Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον|Ματθαίος]], ο [[Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον|Μάρκος]], ο [[Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον|Λουκάς]] και ο [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον|Ιωάννης]] και διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής και του θανάτου του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]], εκθέτουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά σημεία του [[Χριστιανισμός|χριστιανισμού]]. <br />
<br />
Η ονομασία του φιλολογικού αυτού είδους προέρχεται από μια λέξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου που πήρε νέο περιεχόμενο στο χριστιανισμό. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, η λέξη ''"ευαγγέλιο"'' που τη συναντάμε από τον 8ο αιώνα π.Χ. στα έπη του [[Όμηρος|Ομήρου]]<ref>Στην [[s:Ὀδύσσεια ξ|ξ ραψωδία]] της [[Οδύσσεια|Οδύσσειας]] (στίχοι 152 και 166) αναφερεται «{{πολυτονικό|ἀλλ' ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ, ὡς νεῖται Ὀδυσεύς· '''εὐαγγέλιον''' δέ μοι ἔστω αὐτίκ', ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ' ἵκηται ... τὸν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· ὦ γέρον, οὔτ' ἄρ' ἐγὼν '''εὐαγγέλιον''' τόδε τείσω οὔτ' Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται}}».</ref>, έχει την έννοια της χαρμόσυνης αγγελίας κάποιας νίκης ή της αμοιβής που παίρνει ο κομιστής της αγγελίας ή και της θυσίας που προσφέρεται στους θεούς για τη χαρμόσυνη είδηση της νίκης. <br />
<br />
Στον Χριστιανισμό, όπως φαίνεται κι από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων αιώνων, με τη λέξη ''ευαγγέλιο'' δηλώνεται είτε το λυτρωτικό μήνυμα της Καινής Διαθήκης γενικά, είτε κάποιο από τα τέσσερα βιβλία της Καινής Διαθήκης που περιέχουν και αφηγούνται το γεγονός της νίκης του Χριστού κατά των δαιμονικών δυνάμεων με τα θαύματα, τις διδασκαλίες του, το θάνατο και την ανάσταση του. Η χρήση του όρου ''ευαγγέλιο'' ως τον [[3ος αιώνας|3ο αιώνα]] περιέγραφε και τα 4 Ευαγγέλια μαζί, ενώ από τον [[4ος αιώνας|4ο αιώνα]] άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος και για καθένα από τα βιβλικά Ευαγγέλια<ref>Alexander Souter, ''The Text and Canon of the New Testament'' Second ed., 1953, σελ. 11.</ref>.<br />
<br />
Μεταγενέστερα, στην [[Λατρεία του αυτοκράτορα|αυτοκρατορική λατρεία]] των ελληνορωμαϊκών χρόνων, η [[Γεννέθλια|μέρα της γέννησης]] του αυτοκράτορα θεωρείται ''"ευαγγέλιο"''.<br />
<br />
==Το περιεχόμενο του Χριστιανικού ευαγγελίου==<br />
Η κατεξοχήν χαρμόσυνη αγγελία για την ανθρωπότητα είναι η λύτρωση που προσφέρει ο Θεός στον κόσμο με τη γέννηση, το σταυρό και την ανάσταση του [[Χριστός|Χριστού]]. Στην ορολογία της πρώτης εκκλησίας η λέξη ''"ευαγγέλιο"'' αναφέρεται στη νίκη του Χριστού επί των δυνάμεων του κακού, που είχαν δέσμιους τους ανθρώπους. Τη λέξη αυτή χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Χριστός<ref>βλ. Μαρκ. 1:15.8,35. 10:29.13:10.14:9.16:15 κ.λπ.</ref> και κατόπιν η εκκλησία για το έργο του Χριστού, ιδιαίτερα για το σταυρικό του θάνατο και την ανάσταση καθώς και για τη λύτρωση που προσφέρθηκε στην ανθρωπότητα.<br />
<br />
==Τα Eυαγγέλια ως φιλολογικό είδος στη σύγχρονη επιστημονική ερευνά==<br />
Πριν από την τελική καταγραφή των ευαγγελίων, είχαν διαμορφωθεί μέσα στην πρώτη χριστιανική κοινότητα, διηγήσεις για λόγια και έργα του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]] που εξυπηρετούσαν την ιεραποστολή, την κατήχηση, τη διδαχή, τη λατρεία, την απολογητική και άλλους τομείς της δράσης της πρώτης [[εκκλησία]]ς.<br><br />
Οι διηγήσεις αυτές, αποτελούν την προϊστορία των ευαγγελίων με την εξέταση των οποίων ασχολήθηκε η λεγόμενη [[Μορφοϊστορική μέθοδος]] που αναπτύχθηκε στη [[Γερμανία]] από το 1920 και μετά. Η επιστημονική αυτή άποψη της Μορφοϊστορικής Σχολής, δεχόταν ότι οι ευαγγελιστές ήταν απλά και μόνο συλλέκτες και καταγραφείς της παράδοσης της εκκλησίας σχετικά με τον Ιησού, άρα δεν πρέπει να αναζήτα κανείς στα κείμενά τους απόλυτη συνοχή. <br />
<br />
Μεταξύ των εκπροσώπων της σχολής αυτής υπήρχαν διαφορετικές απόψεις όπου κατά μία εκδοχή αναγνωρίστηκε μεγαλύτερη ελευθερία στη δημιουργικότητα της εκκλησίας, ενώ άλλη εκδοχή έκανε λόγο για ένα πιο σίγουρο ιστορικό πυρήνα στην παράδοση της εκκλησίας σχετικά με τον Ιησού. <br />
<br />
Αργότερα, με την εμφάνιση της ''"Ιστορίας της σύνταξης",'' η προσοχή των ερευνητών στράφηκε στο γεγονός ότι οι ευαγγελιστές δεν είναι απλοί συλλέκτες, αλλά [[θεολογία|θεολόγοι]] με ξεχωριστή θεολογική τάση ο καθένας και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία διαπιστώνονται τόσο με την εκλογή του υλικού μεταξύ των στοιχείων της παράδοσης όσο και με τον τρόπο καταγραφής του, όπου εκφράζονται οι ιδιάζουσες σε κάθε ευαγγελιστή θεολογικές τάσεις.<br />
<br />
Από εκει και πέρα, νεώτερες επιστημονικές τάσεις όπως η ''Στρουκτουραλιστική ανάλυση'' επικεντρώνονται περισσότερο με φιλολογικό ενδιαφέρον στα κείμενα, με την εξέταση της γλωσσικής τους δομής, των σχημάτων λόγου και των ρητορικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για την απόδοση του μηνύματος που περιέχουν.<br />
<br />
Οι επιστημονικές αυτές τάσεις, στο ερώτημα σχετικά με τις διαφορές που συχνά συναντάμε σε εξωτερικές διατυπώσεις κάποιων διδασκαλιών στα ευαγγέλια, η απάντηση που συνήθως δίδεται είναι πως αυτές σχετίζονται με το σκοπό που επιδίωκε ο κάθε ευαγγελιστής γράφοντας το ευαγγέλιο του και με τις ανάγκες των χριστιανών στους οποίους απευθύνεται. Στο σύνολο τους οι διηγήσεις των ευαγγελιστών συμπληρώνουν η μία την άλλη. <br />
<br />
Επίσης, σχετικά με τις επισημάνσεις που γίνονται κατά καιρούς περί "αντιθέσεων" μεταξύ των ευαγγελιστών, υποστηρίζεται πως συνήθως τίθεται θέμα μη επιστημονικής αντιμετώπισης των φιλολογικών προβλημάτων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είτε, οι επισημάνσεις αυτές γίνονται για λόγους ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η επιστημονική θεολογική κοινότητα υποστηρίζει πως κάθε ευαγγελιστής βάζει την προσωπική του σφραγίδα, θεολογική ή φραστική, στο κοινό υλικό της παράδοσης ή στο υλικό που αντλεί από τις γραπτές πηγές, ανάλογα με τους παραλήπτες στους οποίους απευθύνεται.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βλέπε επίσης==<br />
* [[Αγία Γραφή]]<br />
* [[Βιβλία της Αγίας Γραφής]]<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
* [[Ευαγγελιστής]]<br />
* [[Καινή Διαθήκη]]<br />
* [[Κυριότεροι Κώδικες των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών]]<br />
* [[Συνοπτικά Ευαγγέλια]]<br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* ''Ιωαννίδη Β.'', '''''«Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην»''''', 1960<br />
* ''Αγουρίδη Σ.'', '''''«Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην»''''', Γρηγόρη, 1991<br />
* ''Παναγόπουλου Ι.'', '''''«Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη»''''', Ακρίτας, 1993<br />
* ''Raymond Brown'', '''''«An Introduction to the New Testament»''''', Doubleday, 1997<br />
* ''Καραββιδόπουλου Ι.'', '''''«Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη»''''', Πουρναρά, 1998<br />
* ''L.D.Reynolds & N.G.Wilson'', '''''«Αντιγραφείς και Φιλόλογοι»''''', ΜΙΕΤ, 1981<br />
* ''Elpidio Mioni'', '''''«Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία»''''', ΜΙΕΤ, 1985<br />
* ''E.G. Turner'', '''''«Ελληνικοί Πάπυροι»''''', ΜΙΕΤ, 1981<br />
* ''The Problem of the New Testament Canon'', Kurt Aland, Λονδίνο, Mowbray, 1962.<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη]]<br />
<br />
[[bg:Евангелие]]<br />
[[en:Gospels]]<br />
[[ro:Evanghelie]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF_%CE%A0%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BC%CE%B1&diff=5948Άγιο Πνεύμα2008-06-02T17:56:25Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ en, ro</p>
<hr />
<div>{{ΟρθόδοξοςΧριστιανισμός}}<br />
Το '''Άγιο Πνεύμα''' είναι το τρίτο πρόσωπο της [[Αγία Τριάδα|Αγίας Τριάδας]], το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το [[Σύμβολο της Πίστεως]] «''συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται''» με τον [[Πατέρα]] και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή. Το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στην [[Καινή Διαθήκη]] εξ αρχής να μεταδίδει υπερφυσικά χαρίσματα, υποδηλώνοντας πως το Πνεύμα είναι προσωπικός παράγοντας ''Θείας δυνάμεως'', ιδίως δε όταν υπό του Ιησού Χριστού ματρυρείται πως η βλασφημία προς Αυτό, αποτελεί μη ασυγχώρητο αμάρτημα. Ταυτόχρονα στα χωρία της [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής]] αποκαλείται ως «''Παράκλητος''»<ref>Ιωάννης 14/ιδ΄ 26</ref>, ο οποίος θα έλθει να αντικαταστήσει «''εν πάσι παρά τοις μαθηταίς''», τον απερχόμενο ήδη Κύριο.<br />
<br />
«''Στις επιστολές του Πέτρου το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται να ερευνά τα βάθη του θεού, ως διαιρούν και ενεργούν πάντα τα χαρίσματα, ως οικούν εν υμίν δύναμιν και έχων αυτού ναό τα σώματα ημών, αναγεννών ημάς και ως λαλούν δια των προφητών και των θεοπνεύστων ανδρών''»<ref>Δογματική, Π.Ν.Τρεμπέλα, σελίς 245</ref>. Πρέπει να τονιστεί πως η διδασκαλία περί του ''Αγίου Πνεύματος'' κηρύχθηκε από την εκκλησία από τα αποστολικά ακόμα έτη, αλλά έλαβε οριστική διατύπωση κατά την εποχή της [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Α΄]] και [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ Οικουμενικής Συνόδου]], όταν και είχαν ανακύψει οι αμφισβητήσεις περί της Θεότητας του Αγίου Πνεύματος, υπό των πνευματομάχων, ιδίως δε των Ανομοίων και των Μακεδονιανών. <br />
<br />
==Η σχέση του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό==<br />
<br />
Το Άγιο Πνεύμα ''"εκπορεύεται αϊδίως εκ του Πατρός"''<ref>Άγιος Νεκτάριος, ''Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις'', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 85.</ref> δηλαδή αχρόνως και αποστέλλεται από τον Υιό κατά την Θεία οικονομία εν χρόνω ''"εις τον κόσμον, τελειούν το έργον της απολυτρώσεως, ως ρητώς είρηται εν Ιωάνν. 15:26"''<ref>Ανδρούτσος Χρήστος, ''Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας'', Αστήρ, Αθήνα1956 (c1907), σελ. 83.</ref>. Σύμφωνα με την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]], μόνο ''"ο Πατήρ αιτία εστί...του Πνεύματος"''<ref>Άγιος Νεκτάριος, ό.π..</ref>, και όχι και ο Υιός, όπως δογμάτισαν οι Ρωμαιοκαθολικοί με το [[Φιλιόκβε]]. ''"Είνε προφανές, ότι το δι' Υιού οι Πατέρες ...δεν δύνανται να εννοώσιν, ως εννοούσιν αυτό οι Λατίνοι"''<ref>Ανδρούτσος, ό.π..</ref>.<br />
<br />
Το ''Άγιο Πνεύμα'' έχει την αιτιατή αρχή του στον ''Πατέρα'', με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι ο Υιός. Έτσι ο Υιός γεννάται προαιωνίως, ενώ το ''Άγιο Πνεύμα'' εκπορεύεται προαιωνίως εκ του Πατρός, εξού και απαντώνται τα ''ακοινώνητα'' ιδιώματά τους. Έτσι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού εκφαντορικώς, ως ενέργεια, αλλά δια του ''Πατρός'' '''υπαρκτικώς'''<ref>Ιωάννου Ρωμανίδου, «''Δογματική και Συμβολική θεολογία, Τόμος Α΄, σελίς 295''»</ref>, δηλαδή φυσικώς. Είναι χαρακτηριστικό δε πως υπό το πρίσμα της ''Αυγουστίνιας θεολογίας'', το ''Άγιο Πνεύμα'' εκπορεύεται υπαρκτικώς και από τον Υιό, καταργώντας τις ακοίνωτητες ιδιότητες της Αγίας Τριάδος, παρότι ο [[Γρηγόριος Νύσσης]], αλλά και ο πνευματικός Πατήρ του Αυγουστίνου, [[Αμβρόσιος Μεδιολάνων]] διαφωνούν αναφέροντας πως το ''Άγιο Πνεύμα'' «''εν τω μήτε μονογενώς εκ του Πατρός αποστήναι, και εν τω δι αυτού πεφηνέναι''»<ref>Ιωάννου Ρωμανίδου, «''Δογματική και Συμβολική θεολογία, Τόμος Α΄, σελίς 297-298''»</ref>, ενώ ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει, πως η διάκρισις των ιδιαζόντων (ακοινωνήτων) σημείων είναι ασύγχητος<ref>Ιωάννου Ρωμανίδου, «''Δογματική και Συμβολική θεολογία, Τόμος Α΄, σελίς 298''»</ref>.<br />
<br />
Γι'αυτό και ο ρόλος του Υιού στην ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος δεν είναι σχέση αιτίας, αλλά συγκατάθεσης. Ο [[Γρηγόριος Νύσσης]] διευκρινίζει αυτή τη σχεση, με την εξής διάκριση «''Η διαφορά Υιού και Πνεύματος ως προς την εμφάνιση στην ύπαρξη, στην έλευση, στην ύπαρξη αυτών των δύο, είναι ότι ο μεν Υιός προέρχεται προσεχώς (ήτις άμεσα) εκ του Πατρός, εκ του αιτίου, το δε Πνεύμα προέρχεται δι’ Εκείνου που προέρχεται προσεχώς, δηλαδή δια του Υιού''». Έτσι τονίζει ότι «''κατά αυτόν τον τρόπο, η μεσιτεία, η μεσολάβηση του Υιού στη θεία ζωή, στη θεία ύπαρξη διαφυλάττει την ιδιότητά Του ως Μονογενούς''». Για να παραμείνει ο Υιός ως ο Μονογενής, πρέπει να Του αναγνωρίστεί το «''προσεχώς''», διότι αλλιώς θα είχαμε δύο Υιούς κατά κάποιο τρόπο. Ενώ δηλαδή η φυσική, η ουσιώδης σχέση του Πνεύματος προς τον Πατέρα δεν καταργείται, διότι στον Υιό υπάρχει όλη η ''θεία φύση'' και συνεπώς, ως προς τη φύση, κοινωνεί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, έρχεται στην ύπαρξη δια της μεσολαβήσεως του Υιού. Αυτό δεν έχει σχέση με το [[Filioque]] στο επίπεδο της αϊδίου υπάρξεως του Θεού, γιατί τόσο ο Υιός όσο και το Πνεύμα δεν είναι αίτια. Δηλαδή, ενώ ο Υιός μπορεί κατά κάποιο τρόπο να μεσολαβεί στο να έρθει στην ύπαρξη το ''Άγιο Πνεύμα'', αυτό δεν κάνει τον Υιό αίτιο του Πνεύματος, καθώς ''Το αίτιο παραμένει μόνο ο Πατήρ''. Η διευκρίνιση αυτή, διατηρεί την αρχή, τη βασική Χριστιανική πίστη, ότι μόνο ο Πατήρ είναι ο αίτιος και ότι ο Υιός με κανένα τρόπο δεν μπορεί να νοηθεί ως συναίτιος της υπάρξεως του Πνεύματος.<br />
<br />
== Αγιογραφικά εδάφια περί του Αγίου Πνεύματος ==<br />
<br />
Στη συνέχεια, παρατίθενται μερικά χωρία που δείκνύουν το ''Άγιο Πνεύμα'' ως [[πρόσωπο]]:<br />
<br />
: «''Ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το ΄Αγιον ό πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν''».<ref>Ιωάννης 14/ιδ΄ 26</ref><br />
<br />
: «''Όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα τής αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν. Ου γαρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ τού εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν''».<ref>Ιωάννης 16/ις΄ 13,14</ref><br />
<br />
: «''Είπεν δε το Πνεύμα τω Φιλίππω: πρόσελθε και κολλήθητι τω άρματι τούτω''».<ref>Πράξεις 8/η΄ 29</ref><br />
<br />
: «''Ήσαν δε εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι ό τε Βαρναβάς και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου τού τετράρχου σύντροφος, και Σαύλος. Λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων, είπεν το Πνεύμα το Άγιον: "Αφορίσατε δή μοι τον Βαρναβάν και Σαύλον εις το έργον ό προσκέκλημαι αυτούς". Τότε νηστεύσαντες, και προσευξάμενοι και επιθέντες τας χείρας αυτοίς απέλυσαν''».<ref>Πράξεις 13/ιγ΄ 1 - 3</ref><br />
<br />
: «''Έδοξεν γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν, μηδέν πλέον επιτίθεσθαι υμίν βάρος, πλην τών επαναγκές τούτων''».<ref>Πράξεις 15/ιε΄ 28</ref><br />
<br />
: «''Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών, το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις. Ο δε ερευνών τας καρδίας, οίδεν τι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων''».<ref>Ρωμαίους 8/η΄ 26,27</ref><br />
<br />
: «''Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψεν δια του Πνεύματος Αυτού, το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού. Τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα τού ανθρώπου ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ; Ούτως και τα τού Θεού, ουδείς οίδεν ει μη το Πνεύμα τού Θεού''».<ref>Α΄ Κορινθίους 2/β΄ 10, 11</ref><br />
<br />
: «''Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται''».<ref>Α΄ Κορινθίους 12/ιβ΄ 11</ref><br />
<br />
: «''Και μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού, εν ω εσφραγίσθητε εις ημέραν απολυτρώσεως''».<ref>Εφεσίους 4/δ΄ 30</ref><br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
[[Κατηγορία:Δόγματα]]<br />
<br />
[[en:Holy Spirit]]<br />
[[ro:Duhul Sfânt]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%82,_%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82&diff=5947Νικόλαος, Άγιος2008-06-02T17:53:20Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ en, es, mk, ro</p>
<hr />
<div>Ο '''Άγιος Νικόλαος''' είναι άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης, αλλά και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. στα Μύρα της Μικράς Ασίας.<br />
<br />
==Η ζωή του==<br />
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον [[3ος αιώνας|3ο αιώνα]] μ.Χ. στα [[Πάταρα]] της [[Λυκία|Λυκίας]], από γονείς ευσεβείς και πλουσίους, την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού, Μαξιμιανού και έτυχε επιμελημένης μόρφωσης. Όμως, σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Από πολύ νωρίς είχε αφιερωθεί στα Θεία όπου και μετά την ματάβασή του στα [[Ιεροσόλυμα]] για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον [[Πανάγιος Τάφος|Πανάγιο Τάφο]], όταν επέστρεψε στην πατρίδα του χειροτονήθηκε ιερέας στα Πάταρα. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο κι έγινε ηγούμενος της Μονής Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι, δια θεϊκής αποκαλύψεως, έκαναν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο.<br />
<br />
Από την θέση αυτή ανέπτυξε έντονη δράση και επεξέτεινε τους αγώνες του για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προικισμένος με υψηλό χριστιανικό φρόνημα, ακαταμάχητο θάρρος και ζωτικότητα εμψύχωνε τους διωκόμενους από τους Ρωμαίους χριστιανούς διωκόμενος και εξοριζόμενος και ο ίδιος για τη στάση του αυτή.<br />
<br />
Κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού υπέστη βασανιστήρια. Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο [[Μέγας Κωνσταντίνος]] ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αρχιεπισκοπικό θρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας και έσωσε πολλούς ανθρώπους, και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του.<br />
<br />
Αναφέρονται πλείστα θαύματα του Αγίου όπως η απελευθέρωση των τριών στρατηλάτων, θεραπείες νοσούντων και αποκαταστάσεις φτωχών μεταξύ των οποίων και η περίπτωση που έγινε πολύ γνωστή, παρά τη θέληση του Νικολάου, όταν ένας φτωχός οικογενειάρχης, που κατοικούσε στην περιοχή της παρίδας του Αγίου, και δεν είχε χρήματα να προικίσει τις τρεις κόρες του, σκόπευε πάνω στην απελπισία του να τις στείλει να γίνουν πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος, άρχισε να πηγαίνει μυστικά έξω από το σπίτι εκείνο τις νύχτες και να αφήνει σακούλια με χρήματα. Σε τρεις νύχτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά νομίσματα στην κάθε μία. Την τρίτη φορά όμως, ο πατέρας είχε παραφυλάξει για να δει ποιος ήταν ο άγνωστος ευεργέτης, κι αντελήφθηκε τον Άγιο, που τον παρακάλεσε να μην το αποκαλύψει σε κανέναν. Έτσι, οι τρεις κόρες παντρεύτηκαν κι ο πατέρας μετανόησε για την πρόθεσή του.<br />
<br />
==Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος==<br />
<br />
Το [[325]] μ.Χ έλαβε μέρος στην [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Α' Οικουμενική Σύνοδο]], που έγινε στη [[Νίκαια Βιθυνίας|Νίκαια]] της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]], και καταπολέμησε τις διδασκαλίες του Αρείου. Λέγεται ότι κατά τη Σύνοδο χαστούκισε τον Άρειο και ο Μέγας Κωνσταντίνος τον έβαλε στη φυλακή. Όταν επέστρεψε απο τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα.<br />
<br />
==Η κοίμησή του==<br />
Ο άγιος Νικόλαος πέθανε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 330 μ. Χ. (Κατ’ άλλους του 345 ή 352 μ.Χ.) Μετά την κοίμησή του ονομάστηκε «μυροβλύτης», καθώς τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν [[άγιο μύρο]], όπως και άλλων αγίων. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα έως και τον [[11ος αιώνας|ενδέκατο αιώνα]], όπου το [[1087]] κάποιοι ναύτες τα αφαίρεσαν και τα μετέφεραν στην [[Ιταλία]], στην πόλη [[Μπάρι]], όπου τοποθετήθηκαν στο Ναό του Αγίου Στεφάνου. Λέγεται ότι κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας άρχισε να αναβλύζει τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες, ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν από την ευωδία του μύρου αυτού.<br><br />
Η μνήμη του γιορτάζεται στις [[6 Δεκεμβρίου]] τόσο από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξη]], όσο και από την [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία]].<br />
[[Image:Icon with Saint Nicholas.jpg|thumb|right|250px|Ο Άγιος Νικόλαος, φορητή εικόνα του 15ου αιώνα, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών]]<br />
==Υμνολογία==<br />
:::::::[[Απολυτίκιο]] Αγίου Νικολάου (ήχος δ΄)<br />
::::::"''Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος''<br />
:::::: ''εγκρατείας διδάσκαλον ανέδειξέ σε <br />
:::::: ''τη ποίμνη σου η των πραγμάτων αλήθεια''<br />
:::::: ''δια τούτω εκτείσω τη ταπεινώσει τα υψηλά<br />
:::::: ''τη πτωχεία τα πλούσια''.<br />
:::::: ''Πάτερ ιεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ''<br />
:::::: ''σωθήναι τας ψυχάς ημών''".<br />
<br />
:::::::[[Κοντάκιο]] Αγίου Νικολάου (ήχος γ΄)<br />
:::::: "''Εν τοις Μύροις Άγιε, ιερουργός ενεδείχθης'',<br />
:::::: ''του Χριστού γαρ όσιε, το ευαγγέλιο πληρώσας'',<br />
:::::: ''έθηκας την ψυχήν σου υπέρ λαού σου'',<br />
:::::: ''έσωσας τους αθώους εκ του θανάτου'',<br />
:::::: ''δια τούτο ηγιάσθεις'',<br />
:::::: ''ως μέγας μύστης του Θεού της χάριτος''".<br />
<br />
:::::::[[Μεγαλυνάριο]] του Αγίου Νικολάου<br />
:::::: ''"Μύρων ιεράρχης προχειρισθείς''<br />
:::::: ''μυριπνόοις έργοις κατεμύρισας''<br />
:::::: ''αληθώς Μύρων επαρχίαν'',<br />
:::::: ''διό και μύρα βλύζειν,''<br />
:::::: ''Νικόλαε τρισμάκαρ'',<br />
:::::: ''όντως ηξίωσαι''.<br />
<br />
==Εξέταση λειψάνων για ανάπλαση προσώπου==<br />
Ο νέος τάφος του αγίου Νικολάου στο Μπάρι ανοίχτηκε τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953, επειδή έπρεπε να γίνουν αναστηλωτικά και αναπαλαιωτικά έργα στη Βασιλική του αγίου Στεφάνου. Με την ευκαιρία αυτή έγινε αναγνωριστικός έλεγχος και καταμέτρηση των οστών που βρέθηκαν στον τάφο από τον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Bari Luigi Martino, με τη βοήθεια του Δρ. Venezia Luigi. Μετά, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σε γυάλινη κάψα και τέθηκαν σε προσκύνημα στη Βασιλική του Αγίου.<br />
Το1957, ο ίδιος καθηγητής, με τον ίδιο βοηθό πραγματοποίησαν μια δεύτερη εξέταση των λειψάνων, τα οποία αμέσως μετά τοποθετήθηκαν στη σαρκοφάγο από όπου τα είχαν βγάλει αρχικά. Επρόκειτο για μια «ανατομική ανθρωπολογική μελέτη, που απέβλεπε στον προσδιορισμό και την αποτύπωση της εικόνας και των χαρακτηριστικών των οστών και κυρίως στην ανασύνθεση της φυσικής εμφάνισης ή ακόμη και της εικονογραφικής μορφής του ατόμου, στο όποιο άνηκαν τα υπό εξέταση οστικά λείψανα».<ref>«Κατακόμβη», Εξαμηνιαία έκδοση Μητροπολιτικού –Καθεδρικού Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Βόλου, Αφιέρωμα στον Άγιο Νικόλαο, Ανάπλαση της μορφής του Αγ. Νικολάου από τον καθηγητή της ανατομίας στο πανεπιστήμιο του Bari, Luigi Martino, Φωτίου Νικητοπούλου, Θεολόγου, Δεκέμβριος 1998, σσ. 38 - 52</ref><br />
Η εξέταση απέδειξε ότι πολλά τμήματα των οστών έλειπαν, και ότι η κάρα είχε διατηρηθεί καλύτερα από τα υπόλοιπα. Παράλληλα, όταν ανοίχτηκε ή σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα υγρό διαυγές, άχρωμο και άοσμο, σαν νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα οστά βρίσκονταν πάνω από τη στάθμη του υγρού, που έφτανε στα 2-3 εκ. μ. από τον πυθμένα της σαρκοφάγου, ήταν υγρά όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της. Επίσης από αυτό το υγρό ήταν γεμάτες οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών. Η εξέταση του υγρού στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Bari έδειξε ότι επρόκειτο για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Τα σχετικά Αγιολογικά κείμενα λένε ότι και όταν οι βαρηνοί ναύτες έσπασαν την πλάκα, του τάφου του Αγίου στα Μύρα, για να πάρουν τα λείψανα, τα βρήκαν μέσα σε «Θείο μύρο», (άλλοι γράφουν Sanctus liguor ή oleum). Σύμφωνα με τον ερευνητή καθηγητή, η ύπαρξη του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν.<br />
Η μελέτη των οστών έδειξε ότι ο κάτοχός τους έπασχε από αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση. Θεωρείται ότι αυτά πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, όπως μαρτυρούν τα σχετικά αγιολογικά κείμενα.<br />
Ο ίδιος καθηγητής εκτέλεσε ανάπλαση της μορφής του αγίου Νικολάου με βάση τα οστά της κάρας του, και το αποτέλεσμα έμοιαζε με τη μορφή του αγίου όπως εικονίζεται στο Παρεκκλήσιο του Άγ. Ισιδώρου της Βασιλικής του Άγ. Μάρκου Βενετίας.<ref>«Στο ίδιο.</ref><br />
<br />
==Προστάτης ναυτικών - Λαογραφία==<br />
<br />
Ο Άγιος Νικόλαος , θεωρείται ο κατ' εξοχήν προστάτης των ναυτικών καθώς και του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και Λιμενικού Σώματος, γιατί στον βίο του αναφέρονται θαύματα που έχουν σχέση με τη θάλασσα. Για το λόγο αυτό, όλα τα πλοία του πολεμικού ναυτικού, καθώς και όλα τα εμπορικά, φέρουν την εικόνα του [http://www.thalassa.gr/2002/to/gr/n01.asp]. Παρεκκλήσια που φέρονται επί πλοίων είναι αφιερωμένα στον Άγιο Νικόλαο, όπως και εκείνο στο ιστορικό Θ/Κ Γ.Αβέρωφ. Επίσης πολλά πλεούμενα παίρνουν το όνομά του και ως προστάτης των ναυτικών αναφέρεται και σε πολλά νησιώτικα τραγούδια.<br />
* Η ημέρα τιμής του Αγίου Νικολάου είναι επίσημη αργία σε όλα τα ελληνικά πλοία, λιμένες, Υπηρεσίες λιμένων και ναυτιλιακές εταιρείες. Επίσημη επίσης αργία είναι για το Πολεμικό Ναυτικό, το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και το Λιμενικό Σώμα.<br />
<br />
==Άγιος Νικόλαος και Άγιος Βασίλης (Santa Claus)==<br />
Στη Δύση η γιορτή του αγίου Νικολάου, που λέγεται Santa Claus, συνδέεται με τα [[Χριστούγεννα]] και με την ανταλλαγή δώρων που γίνεται τότε. Λόγω δυτικών επιρροών, και στην Ελλάδα ταυτίζεται η μορφή του [[Άγιος Βασίλης|Άγιου Βασίλη]] (Santa Claus) που φοράει κόκκινα ρούχα και έχει λευκή γενειάδα με τον [[Μέγας Βασίλειος|άγιο Βασίλειο]], στην ουσία όμως ο συμβολισμός αναφέρεται στον άγιο Νικόλαο και περιέχει στοιχεία από [[Παγανισμός|παγανιστικές]], προχριστιανικές δοξασίες για τον "πατέρα του χιονιού" κτλ.<br />
<br />
==Παραπομπές==<br />
<references/><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
*Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας<br />
*Χ.Φ.Ε. www.xfe.gr'<br />
*«Κατακόμβη», Εξαμηνιαία έκδοση Μητροπολιτικού –Καθεδρικού Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Βόλου, Αφιέρωμα στον Άγιο Νικόλαο, Ανάπλαση της μορφής του Αγ. Νικολάου από τον καθηγητή της ανατομίας στο πανεπιστήμιο του Bari, Luigi Martino, Φωτίου Νικητοπούλου, Θεολόγου, Δεκέμβριος 1998, σσ. 38 - 52<br />
<br />
[[Κατηγορία:Άγιοι|Νικόλαος]]<br />
<br />
[[en:Nicholas of Myra]]<br />
[[es:Nicolás de Myra]]<br />
[[mk:Свети Николај Чудотворец]]<br />
[[ro:Nicolae al Mirelor]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%92%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE_%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE&diff=5946Βυζαντινή μουσική2008-06-02T17:03:22Z<p>Magda: /* Εξωτερικοί σύνδεσμοι */ ro</p>
<hr />
<div>'''Εκκλησιαστική''' ή '''Βυζαντινή μουσική''' είναι κοινός όρος που χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει το μεσαιωνικό ιερό μέλος των χριστιανικών εκκλησιών που ακολούθησαν το [[Ορθόδοξη Εκκλησία|ορθόδοξο]] λειτουργικό τυπικό.<br />
<br />
Είναι πιθανό στα αρχικά της στάδια να υπήρξε μία περαιτέρω ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής μουσικής αν και πλέον η βυζαντινή μουσική θεωρείται ως ανεξάρτητο μουσικό είδος, με συγκερασμό στοιχείων που προέρχονται από συριακές, εβραϊκές καθώς επίσης και ελληνικές πηγές. Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]] στην [[Κωνσταντινούπολη]] από το [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Μέγα Κωνσταντίνο]].<br />
<br />
Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η [[ελληνική γλώσσα|ελληνική]]. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.<br />
<br />
==Ιστορική πορεία==<br />
===Προέλευση και πρώιμη χριστιανική περίοδος===<br />
<br />
Η παράδοση του ανατολικού λειτουργικού άσματος, που καλύπτει τον ελληνόφωνο χώρο, αναπτύχθηκε στη [[Βυζαντινή αυτοκρατορία|Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] από την καθιέρωση ως πρωτεύουσας της Κωνσταντινούπολης, το [[330]] μέχρι την πτώση της το [[1453]]. Είναι αναντίρρητα σύνθετης προέλευσης, προσεγγίζοντας στις καλλιτεχνικές και τεχνικές παραγωγές της κλασσικής αρχαιότητας, στην εβραϊκή μουσική και εμπνευσμένη από τη μονοφωνική μελωδία που άνθισε στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες της [[Αλεξάνδρεια|Αλεξάνδρειας]], της [[Αντιόχεια|Αντιόχειας]] και της [[Έφεσος|Εφέσου]]. <br />
<br />
Βλέπουμε ότι υπάρχει μια βασική σύνδεση μεταξύ της μουσικής της [[Συναγωγή|Συναγωγής]] και της πρώιμης χριστιανικής μουσικής. Σχέση μεταξύ των δύο παραδόσεων υφίσταται υπό μορφή ομοιοτήτων της Ψαλμωδίας και των Ύμνων. Εν συντομία, Ψαλμωδία είναι η μελωδική απόδοση των [[Ψαλτήριο|Ψαλμών]] του [[Δαβίδ]] από την [[Εβραίοι|εβραϊκή κοινότητα]], η οποία μεταφέρθηκε στη χριστιανική μουσική παράδοση και διαμόρφωσε τον τρόπο που διάφορες μορφές βυζαντινών μουσικών κομματιών αποδίδονταν (οι χριστιανικές δοξολογίες είναι το καλύτερο παράδειγμα της συντήρησης της εβραϊκής ψαλμωδίας). Οι ύμνοι αφ' ετέρου, είναι παραφράσεις του βιβλικού κειμένου, οι οποίες γράφονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν σε έναν παραδοσιακό τύπο άσματος. Αυτή η πρακτική βασίστηκε σταθερά στην εβραϊκή παράδοση και συναντάται στις εβραϊκές τελετές. Οι πρώιμες χριστιανικές προσπάθειες υμνογραφίας καταδικάστηκαν αμέσως επειδή δεν βασίστηκαν αποκλειστικά στις λέξεις της Γραφής. <br />
<br />
Έτσι μπορούμε να δούμε ότι η μεταφορά της εβραϊκής παράδοσης ήταν πρώτιστα πρακτικής φύσης. Αυτό σημαίνει ότι η προέλευση αυτού που σήμερα καλείται βυζαντινή μουσική βασίστηκε στις καθιερωμένες πρακτικές των προσήλυτων Εβραίων οι οποίοι μιμήθηκαν τη λατρεία των συναγωγών από τις οποίες προέρχονταν: κράτησαν απλά τις πρακτικές που έμαθαν κατά τα έτη που είχαν αφιερώσει στην ψαλμωδία και τη λατρεία στις Συναγωγές τους και εφάρμοσαν αυτές τις πρακτικές στη νέα τους λατρεία, που ήταν για αυτούς, μια συνέχεια της θρησκείας τους. <br />
<br />
Παραδοσιακά, ο [[Πυθαγόρας ο Σάμιος|Πυθαγόρας]] αναφέρεται ως θεμελιωτής του μουσικού είδους που μετέπειτα εξελίχτηκε στη βυζαντινή μουσική. Αυτό ισχύει μέχρι ένα σημείο. Εκεί που οι Εβραίοι συνέβαλαν με την παράδοση και την πρακτική ο Πυθαγόρας συνέβαλε με τη θεωρία. Ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τη μουσική με τα μαθηματικά και καινοτόμησε με τη μελέτη της ακουστικής. Ήταν επίσης ο πρώτος που δημιούργησε τους μουσικούς "ήχους" και απέδωσε τις αναλογίες τους με νότες. Αυτό δημιούργησε τις κλίμακες που είναι η βάση της Οκτωήχου του κέντρου δηλαδή της βυζαντινής μουσικής θεωρίας.<br />
<br />
Οι αρχαιοελληνικοί μουσικοί ήχοι είναι απλά διαφορετικές ταξινομήσεις των φθόγγων των εναλλασσόμενων φωνητικών τόνων. Αυτές οι ταξινομήσεις δημιουργούν τις κλίμακες που συσχετίζονται η μία με την άλλη αλλά χαρακτηρίζονται από διαφορετικές διαθέσεις, όπως μία μείζων κλίμακα συγκρινόμενη με μια ελάσσονα στη δυτική μουσική. Κατά συνέπεια, οι ήχοι ταξινομήθηκαν με την απόδοση ονομάτων σύμφωνα με τη διάθεση που ομοίαζαν. Οι οκτώ ήχοι που περιέχονται στη βυζαντινή μουσική είναι χωρισμένοι σε τρία γένη διαθέσεων. Αυτό είναι άμεσος απότοκος τη αρχαίας ελληνικής πρακτικής, γιατί και στα συστήματα, ο αριθμός και τα ονόματα των γενών είναι τα ίδια.<br />
<br />
Τα βυζαντινά ασματικά χειρόγραφα χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα, ενώ τα βιβλία Εκφωνητικής σημειογραφίας (ένα απλοϊκό γραφικό σύστημα με σκοπό να δείξει τον τρόπο ανάγνωσης των Γραφών) ξεκινούν έναν αιώνα νωρίτερα και εξακολουθούν να βρίσκονται σε χρήση έως το 12ο ή 13ο αιώνα. Η γνώση μας για την παλαιότερη περίοδο προέρχεται από τα "Τυπικά" (διατάξεις εκκλησιαστικών μυστηρίων και τελετών), τα έργα των εκκλησιαστικών Πατέρων και τις μεσαιωνικές διηγήσεις. Διεσπαρμένα δείγματα κειμένων ύμνων από τους πρώτους αιώνες του ελληνικού χριστιανισμού διατηρούνται μέχρι σήμερα. Μερικά από αυτά υιοθετούν τα μετρικά σχήματα της κλασσικής ελληνικής ποίησης αλλά η αλλαγή της προφοράς είχε καταστήσει εκείνα τα μέτρα κατά μεγάλο μέρος χωρίς έννοια, και, εκτός από τη λήψη ως πρότυπου των κλασσικών φορμών, οι βυζαντινοί ύμνοι των επόμενων αιώνων είναι πεζή ποίηση, στίχοι δίχως ρίμα και τονικό πρότυπο.<br />
<br />
Ο κοινός όρος για έναν σύντομο ύμνο μιας στροφής, ή μιας σειράς στροφών, είναι Τροπάριο (αυτό μπορεί να φέρει την περαιτέρω συνεκδοχή ενός ύμνου που παρεμβάλλεται μεταξύ στίχων του ψαλτηρίου). Ένα γνωστό παράδειγμα, του οποίου η ύπαρξη βεβαιώνεται από τον 4ο αιώνα, είναι ο εσπερινός ύμνος, "Φως Ιλαρόν", ή ακόμα ο, αποδιδόμενος στον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ ([[527]] - [[565]]),ύμνος "Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού", που ακούγεται σήμερα στην εισαγωγή της [[Θεία Λειτουργία|Θείας Λειτουργίας]]. Ίσως η γνωστότερη συλλογή τροπαρίων με καλλιτεχνική πατρότητα είναι αυτή του μοναχού Αυξεντίου (πρώτο μισό του 5ου αιώνα), που ιστορείται στη βιογραφία του αλλά δε διατηρήθηκε σε καμία μεταγενέστερη τυπική λατρευτική διάταξη.<br />
<br />
===Ακμή της βυζαντινής περιόδου===<br />
<br />
Ήταν, στην πραγματικότητα, ο μοναστικός πληθυσμός που παρήγαγε τους πρώτους και εξαιρετικότερους υμνογράφους και μουσικούς — [[Ρωμανός ο Μελωδός]], [[Ιωάννης Δαμασκηνός]], [[Ανδρέας ο Κρης]], και [[Θεόδωρος Στουδίτης]]. Και ήταν ο μοναστικός πληθυσμός που παρήγαγε επίσης τους εφευρέτες μιας περίπλοκης μουσικής σημειογραφίας που επέτρεψε στους γραφείς να συντηρήσουν σε χειρόγραφους κώδικες, τις μουσικές πρακτικές της μεσαιωνικής Ανατολής. Υπήρξε, φυσικά, κάποια πρώιμη μοναστική αντίθεση στη μουσική. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μοναχοί απέρριπταν το μέλος. Η απόρριψή τους ενέκειτο στην κοσμική μουσική, στη μουσική επίδειξη και τα εξωεκκλησιαστικά ασματικά μέλη και επωδούς.<br />
<br />
Μιλώντας γενικά, εντούτοις, υπάρχει μια ευδιάκριτη αδιαφορία για την εκκλησιαστική μουσική στη βυζαντινή λογοτεχνία πριν το 10ο αιώνα. Υπήρχαν ελάχιστοι που παρατηρούσαν και κατέγραφαν αυτό το θέμα. Εκείνη τη περίοδο κανένας δεν πήγαινε στην εκκλησία με το σκεπτικό να ακούσει μια καλή χορωδία ή τις πρόσφατες μουσικές διασκευές ύμνων και ψαλμών. Ο πιστός γνώριζε ότι ο ίδιος θα περιλαμβανόταν σε κάποιο είδος μουσικής δραστηριότητας — ένα είδος σχετικά απλό και ως προς την εκμάθηση, εύκολο να ακολουθηθεί και να κατευθυνθεί. Δεν υπήρξε καμία προσπάθεια να συμβληθεί η μουσική με κάποια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ή θεατρικότητα.<br />
<br />
Δύο έννοιες πρέπει να γίνουν κατανοητές για να εκτιμήσουμε πλήρως τη λειτουργία της μουσικής στη βυζαντινή λατρεία. Ο πρώτος, που διατήρησε τη βάση στην ελληνική θεολογική και μυστική σκέψη μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας, ήταν η πίστη στην αγγελική μετάδοση του ιερού άσματος: η υπόθεση ότι η εκκλησία ένωσε τους ανθρώπους σε κοινή [[προσευχή]] με τα αγγελικά τάγματα. Αυτή η αντίληψη είναι βέβαια παλαιότερη από την αφήγηση της [[Αποκάλυψις του Ιωάννου|Αποκάλυψης]] (Αποκ. 4.8-11), για το υμνητικό λειτούργημα των αγγέλων όπως συλλαμβάνεται στην [[Παλαιά Διαθήκη]] και τονίστηκε έντονα από τον [[Ησαΐας|Ησαΐα]] (6.14) και τον [[Ιεζεκιήλ]] (3.12). Σημαντικότερο είναι το γεγονός, που περιγράφεται στην [['Εξοδος|Έξοδο]] 25, ότι το πρότυπο για την επίγεια λατρεία του [[Ισραήλ]] προήλθε από τον ουρανό. Η νύξη διαιωνίζεται στις γραφές των πρώτων Πατέρων, όπως ο [[Πάπας Κλήμης Α΄|Κλήμης Ρώμης]], [[Ιουστίνος]], [[Ιγνάτιος Αντιοχείας]], [[Αθηναγόρας ο Εφέσιος|Αθηναγόρας]] και [[Ψευδο-Διονύσιος]]. Αναγνωρίζεται αργότερα στις λειτουργικές πραγματείες του [[Νικόλαος Καβάσιλας|Νικολάου Καβάσιλα]] και του [[Συμεών Θεσσαλονίκης|Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης]] (Patrologia Graeca, CL, 368-492 και CLV, 536-699, αντίστοιχα).<br />
<br />
Η επίδραση που αυτή η έννοια είχε στην εκκλησιαστική μουσική ήταν τριπλή: κατ' αρχάς, αναπαρήγαγε μια ιδιαίτερα συντηρητική στάση απέναντι στη μουσική σύνθεση αφετέρου, σταθεροποίησε τη μελωδική παράδοση ορισμένων ύμνων και τρίτον, συνέχισε, για κάποιο διάστημα, την ανωνυμία του συνθέτη. Γιατί εάν ένα άσμα είναι θεϊκής προέλευσης, κατόπιν η αναγνώριση που λαμβάνει ο «μεταφορέας» μελλοντικά οφείλει να είναι ελάχιστη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εξετάζουμε τους ύμνους που φέρονταν να ψάλησαν για πρώτη φορά από αγγελικές χορωδίες - όπως το [[Αμήν]], [[Αλληλούια]], το [[Τρισάγιον]] και η [[Δοξολογία]]. Συνεπώς, μέχρι τους χρόνους των [[Δυναστεία Παλαιολόγων|Παλαιολόγων]], ήταν ασύλληπτο για έναν συνθέτη να τοποθετήσει το όνομά του κάτω από ένα χειρόγραφο μουσικό κείμενο.<br />
<br />
Οι ιδέες της πρωτοτυπίας και της ελεύθερης σύνθεσης παρόμοιες με εκείνες που εμφανίστηκαν στην πιο πρόσφατη μουσική πιθανώς δεν υπήρξαν ποτέ στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Η ίδια η έννοια της χρησιμοποίησης παραδοσιακών μεθόδων (ή μελωδικών τύπων) ως συνθετική τεχνική παρουσιάζει αρχαΐζουσα αντίληψη στο λειτουργικό άσμα, και είναι μερικώς αντίθετη της ελεύθερης, αυθεντικής δημιουργίας. Μοιάζει καταφανές ότι τα άσματα του βυζαντινού ρεπερτορίου που βρίσκεται στα μουσικά χειρόγραφα από το δέκατο αιώνα μέχρι την εποχή της τέταρτης σταυροφορίας ([[1204]] - [[1261]]), αντιπροσωπεύουν το τελικό και μόνο επιζών στάδιο μίας εξέλιξης, οι αρχές της οποίας επιστρέφουν τουλάχιστον στον έκτο αιώνα και ενδεχομένως ακόμη και στο άσμα της Συναγωγής. Ποιες ακριβώς αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στη μουσική κατά τη διάρκεια του διαμορφωτικού σταδίου είναι δύσκολο να ειπωθούν αλλά ορισμένα άσματα χρησιμοποιούμενα ακόμη και σήμερα ίσως να ρίχνουν φως στο θέμα. Αυτά περιλαμβάνουν τύπους απαγγελίας, μελωδικούς τύπους, και τις τυποποιημένες φράσεις που είναι εμφανείς στη λαϊκή μουσική και την παραδοσιακή μουσική διαφόρων πολιτισμών της ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής των Εβραίων.<br />
<br />
Η δεύτερη, λιγότερο ισχυρή, αντίληψη ήταν αυτή της "κοινωνίας". Ο λόγος που φάνηκε πιο ευάλωτη ήταν ότι, μετά τον τέταρτο αιώνα, όταν αναλύθηκε και εισήχθη σε ένα θεολογικό σύστημα, ο δεσμός και η "ενότητα" του ιερατείου και των πιστών στη θεία λατρεία έγινε λιγότερο ισχυρός. Είναι, εντούτοις, μια από τις βασικές ιδέες κατανόησης διαφόρων δεδομένων για τα οποία έχουμε θεσπίσει σήμερα διαφορετικά ονόματα. Όσον αφορά τη μουσική απόδοση, η έννοια της "κοινωνίας" μπορεί να εφαρμοστεί στην αρχική χρήση της λέξης "χορός". Αναφέρονταν, όχι σε μια χωριστή ομάδα μέσα στην κοινότητα που επιφορτίστηκε με την ευθύνη της μουσικής, αλλά στην κοινότητα συνολικά. <br />
<br />
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τελετής της Θείας Λειτουργίας ήταν η ενεργός δράση των πιστών στην απόδοσή, ιδιαίτερα στην απαγγελία των ύμνων, των αποκρίσεων και των ψαλμών. Οι όροι χορός, κοινωνία, [[Εκκλησία]] χρησιμοποιούνταν ως ταυτόσημοι στην πρώιμη βυζαντινή Εκκλησία. Στους ψαλμούς 149 και 150, οι Εβδομήκοντα μετέφρασαν την εβραϊκή λέξη machol στα ελληνικά ως χορός. Κατά συνέπεια, η πρώιμη εκκλησία δανείστηκε αυτήν την λέξη από την κλασσική αρχαιότητα ως προσδιορισμό για την κοινότητα, τη λατρεία και τον αίνο στον ουρανό και τη γη. Σε λίγο, εντούτοις, μια κληρικαλιστική τάση άρχισε να φανερώνεται στη γλωσσική πρακτική, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Λαοδικείας, της οποίας ο δέκατος πέμπτος κανόνας επέτρεπε μόνο στους κανονικούς ψάλτες να συμμετέχουν σε χορωδίες εκκλησιών. Η λέξη "χορός" πλέον αναφέρονταν στην ειδική τάξη του κατώτερου κλήρου που έψαλλε στους ναούς- ακριβώς όπως, μιλώντας αρχιτεκτονικά, η χορωδία έγινε μια ιδιαίτερη περιοχή κοντά στο Ιερό - και ο χορός έγινε τελικά αντίστοιχος με τη λέξη κλήρος.<br />
<br />
Η ανάπτυξη υμνογραφικών μορφών μεγάλης κλίμακας αρχίζει τον πέμπτο αιώνα με την άνοδο του [[Κοντάκιον|Κοντακίου]], ενός εκτενούς και περίτεχνου μετρικού κηρύγματος, προερχόμενου κατά πάσα πιθανότητα από την περιοχή της [[Συρία|Συρίας]], το οποίο βρίσκει το αποκορύφωμά του στο έργο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού(έκτος αιώνας). Αυτό το ποιητικό κήρυγμα, που παραφράζει συνήθως κάποια βιβλική αφήγηση, περιλαμβάνει περίπου 20 έως 30 στροφές και ψάλεται κατά τη διάρκεια του [[Όρθρος|Όρθρου]] σε απλό και άμεσο συλλαβικό ύφος (μία νότα ανά συλλαβή). Οι προγενέστερες μουσικές εκδοχές, εντούτοις, είναι "μελισματικές" (δηλαδή πολλές νότες ανά συλλαβή του κειμένου), και ανήκουν στην περίοδο του ένατου αιώνα και μεταγενέστερα όταν μειώθηκαν τα κοντάκια στο προοίμιο και τον πρώτο οίκο. Στο δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα, το κοντάκιο αντικαταστάθηκε από έναν νέο τύπο ύμνου, τον [[Κανών|Κανόνα]], που εγκαινιάστηκε από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης([[660]] – [[740]] περίπου) και αναπτύχθηκε από τους Αγίους Ιωάννη Δαμασκηνό και [[Κοσμάς Ιεροσολυμίτης|Κοσμά Ιεροσολυμίτη]](και οι δύο τον όγδοο αιώνα).<br />
<br />
Ουσιαστικά, ο Κανόνας είναι ένας σύνθετος ύμνος που περιλαμβάνει εννέα ωδές, οι οποίες αρχικά αντιστοιχούσαν στις εννέα βιβλικές ωδές και συνδέονταν με αυτές δια μέσου της παράλληλης ποιητικής αναφοράς ή του Γραφικού εδαφίου.<br />
<br />
{|width="400px" align="right" cellspacing="4" cellpadding="4" style="border: 1px solid #aaa; font-size: 90%; padding: 4px; margin: 0 1em; margin-{{align}}:0; background-color: #f9f9f9;clear:{{{align}}};"<br />
|-<br />
|align="center"|''Διότι, ὅπως εἶναί τις ἱκανὸς να αἰσθανθὴ καὶ ἐκτιμήσῃ πρᾶγμα τόσον ἁβρόν, ὅσον ἡ Βυζαντινὴ μουσική, πρέπει να ἔχῃ ἢ ἁπλότητα ἢ λεπτότητα. Ἀλλ’ ἡ παρ’ ἡμῖν ψευδοαριστοκρατία τὴν μὲν ἁπλότητα, δυστυχῶς, ἀπώλεσε πρὸ πολλοῦ, εἰς βαθμὸν δέ τινα λεπτότητος οὐδέποτε κατώρθωσε να φθάσῃ. Ἄλλως, ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι τόσον Ἑλληνικὴ ὅσον πρέπει να εἶναι. Οὔτε ἡμεῖς τὴν θέλομεν, οὔτε τὴν φανταζόμεθα, ὣς αὐτὴν τὴν μουσικὴν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἀλλ’ εἶναι ἡ μόνη γνησία καὶ ἡ μόνη ὑπάρχουσα. Καὶ δι’ ἡμᾶς, ἐὰν δεν εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἀγγέλων''<br>&mdash;[[Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης]]<br />
|}<br />
Οι εννέα ωδές είναι:<br />
*1-2 Οι δύο ύμνοι του Μωυσέως (Έξοδος 15.1-19 και Δευτερονόμιο 32.1-43);<br />
*3-7 Οι προσευχές της Άννας, του Αβακούμ του Ησαΐου, του Ιωνά και των Τριών Παίδων (Α’ Βασσιλειών 2.1-10, Αβακούμ 3.1-19, Ησαΐας 26.9-20, Ιωνάς 2.3-10, Δανιήλ 3.26-56)<br />
*8. Ο ύμνος των Τριών Παίδων (Δανιήλ 3.57-88)<br />
*9. Ο ύμνος της Θεοτόκου και η ωδή του Ζαχαρίου (Λουκάς 1.46-55 και 68-79).<br />
<br />
Οι Κανόνες έχουν έναν ειρμό, μια στροφή πρότυπο για κάθε ωδή, ακολουθούμενο από τρία, τέσσερα ή περισσότερο τροπάρια που είναι οι ακριβείς μετρικές αναπαραγωγές του ειρμού, με αυτόν τον τρόπο εφαρμόζεται το ίδιο μέλος σε όλα τα τροπάρια εξίσου καλά. <br />
Οι εννέα ειρμοί, ωστόσο, είναι μετρικά ανόμοιοι, συνεπώς, ένας ολόκληρος Κανόνας περιλαμβάνει εννέα ανεξάρτητες μελωδίες (συνηθέστερα όμως οκτώ, καθώς η δεύτερη ωδή ψάλλεται μόνον κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λόγω του αυστηρά προτρεπτικού σε μετάνοια ύφους της), οι οποίες ενώνονται μουσικά με τον ίδιο τρόπο και νοηματικά από τις αναφορές στο γενικό θέμα της λειτουργικής περίπτωσης, και μερικές φορές από την ακροστιχίδα. Οι ειρμοί με συλλαβικό ύφος συγκεντρώθηκαν στο Ειρμολόγιο, έναν ογκώδη τόμο που εμφανίστηκε αρχικά στο μέσο του δέκατου αιώνα και περιέχει πέραν των χιλίων πρότυπων τροπαρίων ταξινομημένων κατά την Οκτώηχο.<br />
<br />
Ένα άλλο είδος ύμνου, σημαντικό και για το σύνολό του και για την ποικιλία της λειτουργικής χρήσης του, είναι το [[Στιχηρό]]. Τα εορταστικά στιχηρά, που συνοδεύουν και τους πάγιους ψαλμούς στην αρχή και στο τέλος του Εσπερινού και των Αίνων του Όρθρου, υφίστανται για όλες τις εορτάσιμες ημέρες του έτους, τις Κυριακές και τις καθημερινές, ταξινομημένα ώστε να καλύπτουν έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο οκτώ εβδομάδων με βάση τους Ήχους αρχίζοντας από την ημέρα του Πάσχα. Οι μελωδίες τους που βρίσκονται στο Στιχηράριον, είναι αρκετά πιό επιμελημένες και ποικίλες απ' ότι στην παράδοση του [[Ειρμολόγιον|Ειρμολογίου]].<br />
<br />
===Ύστερη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδος=== <br />
<br />
Με το τέλος της δημιουργικής ποιητικής σύνθεσης, το βυζαντινό άσμα εισήλθε στην τελική περίοδό του, που αφιερώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην παραγωγή των πιο επιμελημένων μουσικών διασκευών των παραδοσιακών κειμένων: είτε καλλωπισμοί των προηγούμενων απλούστερων μελωδιών, είτε διατήρηση της αρχικής μουσικής με αλλαγή του ύφους σε πιο εκλεπτυσμένο και διακοσμημένο. Αυτή ήταν η εργασία των αποκαλούμενων [[Μαΐστορες|Μαϊστόρων]], εκ των οποίων ο πλέον διάσημος υπήρξε ο Άγιος [[Ιωάννης ο Κουκουζέλης]], συγκρινόμενος στη βυζαντινή λογοτεχνία με τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, ως καινοτόμος στην ανάπτυξη του άσματος. Με τον πολλαπλασιασμό των νέων διατάξεων και την επεξεργασία των παλαιών που συνεχίστηκε στους αιώνες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μέχρι και το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα το αρχικό ρεπερτόριο των μεσαιωνικών μουσικών χειρογράφων είχε υποκατασταθεί σε μεγάλο μέρος από πιο πρόσφατες συνθέσεις, και ακόμη και το βασικό πρότυπο σύστημα είχε υποβληθεί σε βαθιά τροποποίηση.<br />
<br />
Ο [[Χρύσανθος Μαδύτου]], ο [[Γρηγόριος Λευίτης]] και ο [[Χουρμούζιος Χαρτοφύλακας]] ήταν αρμόδιοι για την αναγκαία μεταρρύθμιση της σημειογραφίας της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής. Ουσιαστικά, αυτή η εργασία απέδωσε την απλοποίηση των βυζαντινών μουσικών σύμβολων, τα οποία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, είχαν γίνει τόσο σύνθετα και τεχνικά ώστε μόνο πολύ καλά καταρτισμένοι ψάλτες ήταν σε θέση να τα ερμηνεύσουν σωστά. Παρά τα πολυάριθμα μειονεκτήματά του, το έργο των τριών μεταρρυθμιστών αποτελεί ορόσημο στη μουσική ιστορία της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, δεδομένου ότι εισήγαγαν το σύστημα της νεο-βυζαντινής μουσικής επάνω στο οποίο βασίζεται το σημερινό ελληνορθόδοξο εκκλησιαστικό μέλος.<br />
<br />
==Μουσική τέχνη==<br />
<br />
===Φθόγγοι και κλίμακες===<br />
{|width="400px" align="right" cellspacing="4" cellpadding="4" style="border: 1px solid #aaa; font-size: 90%; padding: 4px; margin: 0 1em; margin-{{align}}:0; background-color: #f9f9f9;clear:{{{align}}};"<br />
|-<br />
|align="center"|''Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία.''<br>&mdash;[[Μάνος Χατζιδάκις]]<br />
|}<br />
Οι φθόγγοι ή τόνοι στη βυζαντινή μουσική διακρίνονται σε επτά και ονομάζονται: Πα, Βου, Γα, Δι, Κε, Ζω και Νη. Αυτοί οι τόνοι εκφωνούνται κατέχοντας ο καθένας μία βαθμίδα. Ανεβαίνοντας από την πρώτη βαθμίδα έως την έβδομη(άνοδος ή επίτασις ή οξύτης) και κατεβαίνοντας από την έβδομη μέχρι την πρώτη(κάθοδος ή άνεσις ή βαρύτης) σχηματίζουμε μία κλίμακα. Η Βυζαντινή μουσική μεταχειρίζεται τρεις τέτοιες κλίμακες από τις οποίες η πρώτη ως κατώτατη ονομάζεται Υπάτη ή Βαρεία διά πασών, η δεύτερη Μέση διά πασών και η τρίτη ως ανώτατη Νήτη ή Οξεία διά πασών. Η χρήση τους ακολουθεί τρεις τρόπους? α) σε συνεχή ανάβαση ή κατάβαση, β) σε υπερβατή ανάβαση ή κατάβαση και γ) σε εναλλασσόμενη συνεχή και υπερβατή ανάβαση ή κατάβαση.<br />
Όταν ένας τόνος χωρίζεται σε δύο άνισσα μέρη και χρησιμοποιείται το ένα από αυτά τα διαστήματα, αυτό το διάστημα ονομάζεται ημιτόνιο.<br />
<br />
===Μουσικοί χαρακτήρες===<br />
<br />
Προκειμένου να εγγραφεί και να μεταδοθεί η ποσότητα της μελωδίας στη βυζαντινή μουσική δημιουργήθηκε ένα ιδιαίτερο σύστημα δέκα χαρακτήρων. Από αυτούς οι έξι είναι ανιόντες και οι τέσσερεις κατιόντες. <br />
Τα ονόματά τους είναι Ίσον, Ολίγον, Πεταστή, Κεντήματα, Κέντημα, Υψηλή, Απόστροφος, Ελαφρόν, Υπορροή, Χαμηλή. <br />
Οι δέκα χαρακτήρες της ποσότητας διαιρούνται σε τρεις τάξεις, στα Σώματα, τα Πνεύματα και τους Ουδέτερους.<br />
Άλλες ονομασίες των χαρακτήρων είναι μουσικά γράμματα και φθογγόσημα. Αν και εκφράζουν την ανάβαση και την κατάβαση των τόνων δεν έχει έκαστο ξεχωριστό τόνο αλλά τους ορίζουν όταν προηγείται κάποιος τόνος ως βάση. Αν δεν υπάρχει βάση δεν μπορούν να εκφράσουν κάποιο μουσικό νόημα. Όταν συμπλέκονται μεταξύ τους εκφράζουν όλους τους μουσικούς τόνους όλων των κλιμάκων.<br />
<br />
===Υποστατικά σημεία===<br />
<br />
Τα υποστατικά σημεία, τα οποία διαιρούνται σε έγχρονα και άχρονα, είναι έντεκα. Κλάσμα, Απλή, Γοργόν, Αργόν, Βαρεία, Ομαλόν, Αντικένωμα, Ψηφιστόν, Έτερον ή Σύνδεσμος, Ενδόφωνον και Σταυρός.<br />
Τα έγχρονα ή έγχρονες υποστάσεις ονομάστηκαν έτσι επειδή φανερώνουν χρονική ποσότητα ενώ τα άχρονα ή άχρονες υποστάσεις δε δαπανούν χρόνο.<br />
<br />
===Μουσικά γένη=== <br />
Γένος στη βυζαντινή μουσική ονομάζεται η διαίρεση της τετράχορδης τάξης των φθόγγων κατά το Διατεσσάρων σύστημα. Υπάρχουν τρία γένη : Διατονικόν, Χρωματικόν και Εναρμόνιον.<br />
<br />
'''Διατονικό γένος'''<br />
<br />
Η κλίμακα του Διατονικού γένους σύγκειται από δύο τετράχορδα χωρισμένα όμοια. Η ομοιότητά τους υφίσταται από τα αναλόγως ίσα διαστήματα των τόνων που περιέχουν.<br />
<br />
'''Χρωματικό γένος'''<br />
<br />
Χρώμα λέγεται στη μουσική εκείνο το οποίο μπορεί να βάψει την ποιότητα που παράγεται από τους φθόγγους της διατονικής κλίμακας και να παράσχει ποιότητα που έχει διαφορετικό ύφος. Αυτό μπορούν να το κάνουν οι υφέσεις και οι διέσεις. Χρωματικό γένος είναι λοιπόν εκείνο στου οποίου την κλίμακα βρίσκονται ημίτονα είτε σε ύφεση είτε σε δίεση ή και σε ύφεση και σε δίεση. <br />
<br />
'''Εναρμόνιο γένος'''<br />
<br />
Εναρμόνιο ονομάζεται το γένος το οποίο έχει στην κλίμακά του τεταρτημόριο του μείζονος τόνου. Αυτό το διάστημα λέγεται ύφεση ή δίεση εναρμόνιος.<br />
<br />
===Ήχοι===<br />
{|width="400px" align="right" cellspacing="4" cellpadding="4" style="border: 1px solid #aaa; font-size: 90%; padding: 4px; margin: 0 1em; margin-{{align}}:0; background-color: #f9f9f9;clear:{{{align}}};"<br />
|-<br />
|align="center"|''Η Βυζαντινή Μουσική αποτελεί το ωραιότερον ένδυμα της υμνολογίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το πλέον σεμνοπρεπές και θεάρεστον.''<br>&mdash;[[Πατριάρχης Βαρθολομαίος|Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος]]<br />
|}<br />
Η Βυζαντινή Μουσική ακολουθεί παραλλαγμένη σε κάποια σημεία την [[Πυθαγορική Οκτάχορδος|Πυθαγορική Οκτάχορδο]]. Οι οκτώ ήχοι ή τρόποι της είναι : ''Πρώτος'', ''Δεύτερος'', ''Τρίτος'', ''Τέταρτος'', ''Πλάγιος του Πρώτου'', ''Πλάγιος του Δευτέρου'', ''Βαρύς'' και ''Πλάγιος του Τετάρτου''. Οι ήχοι Πρώτος, Τέταρτος, Πλάγιος του Πρώτου και Πλάγιος του Τετάρτου ανήκουν στο Διατονικό γένος. Οι ήχοι Δεύτερος και Πλάγιος του Δευτέρου ανήκουν στο Χρωματικό γένος και οι ήχοι Τρίτος και Βαρύς στο Εναρμόνιο.<br />
<br />
==Πηγές==<br />
*Η ιστορική πλευρά του άρθρου έχεις ως βάση το αντίστοιχο άρθρο της αγγλικής Wikipedia, το οποίο έχει παραχωρηθεί από την [http://www.goarch.org ''Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής''] και συντάκτης του είναι ο Δρ. Δημήτριος Κονόμος.<br />
*Παύλος Παπαδάκης, ''"Byzantine music history"'', Article<br />
*Εγκυκλοπαίδεια Britannica, [[1981]].<br />
*Αγαθαγγέλου Κυριαζίδου, ''"Αι δύο Μέλισσαι"'', Εκδόσεις Ρηγοπούλου, ''Θεσσαλονίκη'', [[1994]]<br />
*Τσικνόπουλου Α., ''"Θεωρία και πρακτική διδασκαλία της παρ΄ ημίν Μουσικής, ήτοι Γραμματική της Βυζαντινής Μουσικής"'', ''Αθήναι'', [[1897]]<br />
*Μισαηλίδου Μισαήλ, ''"Νέον Θεωρητικόν Συντομώτατον ήτοι περί της καθ΄ ημάς εκκλησιαστικής και αρχαίας ελληνικής μουσικής"'', ''Αθήνα'', [[1902]]<br />
*Κοσμά Μαδυτινού, ''"Ποιμενικός Αυλός"'', Εκδόσεις Ρηγοπούλου, ''Θεσσαλονίκη'', [[1993]]<br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
<br />
*Δεβρέλη Αστερίου, ''"Πηδάλιον, Μέθοδος Βυζαντινής Μουσικής"'', ''Θεσσαλονίκη'', [[1984]]<br />
*''"Συλλειτουργικόν - ήτοι η Τάξις Αναγνώστου και Ψάλτου"'', Έκδοσις Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, ''Άγιον Όρος'', [[1997]]<br />
*Κηλτζανίδου Π., ''"Μεθοδική διδασκαλία θεωρητική τε και πρακτική προς εκμάθησιν και διάδοσιν του γνησίου εξωτερικού μέλους"'', εκδόσεις Ρηγοπούλου, ''Θεσσαλονίκη''<br />
*Παναγιώτου Αγαθοκλέους, ''"Θεωρητικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής"'', [[1855]]<br />
*Αβραάμ Χ. Ευθυμιάδη, ''"Μαθήματα Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής"'', εκδ. Δ', ''Θεσσαλονίκη'', 1997<br />
*Σίμωνος Καρά, ''Η Βυζαντινή μουσική σημειογραφία'', ''Αθήναι'', [[1933]]<br />
*Μουσική Επιτροπή του Οικ. Πατρ. ([[1881]]), ''"Στοιχειώδης διδασκαλία της Εκκλησιαστικής Μουσικής - εκπονηθείσα επί τη βάσει του ψαλτηρίου"'', ''Κωνσταντινούπολις'', [[1888]]<br />
*Χρυσάνθου Αρχιεπισκόπου Διρραχίου του εκ Μαδύτων, ''"Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής"'', ''Τεργέστη'', [[1832]]<br />
*Πέτρου Πρωτοψάλτου του Βυζαντίου, ''"Ειρμολόγιον"'', [[1825]]<br />
*Μαργαζιώτου Ιωάννου, ''"Θεωρητικόν Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής"'', ''Αθήνα'', [[1974]]<br />
*Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, ''"Εκλογή Ελληνικής Ορθοδόξου Υμνογραφίας"'', ''Αθήναι'', [[1949]]<br />
*Ψάχου Κ., ''"Το Οκτάηχον σύστημα της Βυζαντινής Μουσικής"'', Εκδόσεις Μιχ. Ι. Πολυχρονάκης, ''Νεάπολις Κρήτης'', [[1980]]<br />
*G. Reese, ''"Music in the Middle Ages"'', [[1940]]<br />
*Wellesz, Egon, ''"A history of Byzantine music and hymnography"'' 2d ed.''Oxford'' : Clarendon Press, [[1961]]<br />
*Szoverffy, Joseph, ''"A guide to Byzantine hymnography : a classified bibliography of texts and studies"'', ''Brookline'', Mass : Classical Folia Editions ; Leyden : world distributor, E. J. Brill, [[1978]] - [[1979]]<br />
*Follieri, Enrica, ''"Initia hymnorum ecclesiae Graecae"'', ''Citta del Vaticano'' : Biblioteca apostolica vaticana, [[1960]] -[[1966]]<br />
*Conomos, Dimitri E., ''"Byzantine Hymnography and Byzantine Chant"'', ''Brookline MA'' : Holy Cross Orthodox Press, [[1984]]<br />
*McGuickin, John A., ''"At the Lighting of the Lamps : Hymns of the Ancient Church"'', ''Harrisburg PA'' : Morehouse, [[1997]]<br />
*Tardo, Lorenzos, ''"L'Antica melurgia bizantina nell'interpretazione della Scuola Monastica di Grottaferrata"'', ''Grottaferrata'', [[1938]]<br />
*Tillyard, Henry Julius Wetenhall, ''"Byzantine Music and Hymnography"'', ''London'' : The Faith Press, [[1923]]. (repr. AMS Press, [[1976]])<br />
<br />
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==<br />
*[http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/papadopoulos_music.html Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)] - Γεώργιος Παπαδόπουλος<br />
*[http://www.ecclesia.gr/Multimedia/multimediaindex.html Ιστοσελίδα πολυμέσων της Εκκλησίας της Ελλάδος]<br />
*[http://www.stanthonysmonastery.org/music/Index.html Βυζαντινή Μουσική σε Δυτική και Βυζαντινή σημειογραφία]<br />
*[http://www.cmkon.org/ByzMusic.htm Ο εν Αθήναις Σύλλογος Μουσικόφιλων Κωνσταντινουπόλεως]<br />
*[http://www.stanthonysmonastery.org/music/ByzMusicFonts.html Γραμματοσειρά Βυζαντινής Μουσικής] που αυτόματα τελειοπείται με μακροεντολές<br />
*[http://www.0wned.org/~pavlos/ Ιστοσελίδα για τη Βυζαντινή Μουσική του σπουδαστή βυζαντινής μουσικής Παύλου Παπαδάκη]<br />
*[http://www.simonkaras.gr Σύλλογος Προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής "Σίμων Καράς"]<br />
*[http://www.stanthonysmonastery.org/music/Formula.html 10.000 Θέσεις Βυζαντινής Μουσικής] για όλους τους ήχους<br />
*[http://www.byzantine-musics.com/ Βυζαντινή μουσική και μουσικολογία]<br />
*[http://music.analogion.net/ Βυζαντινή μουσική και Κλίμακες]<br />
*[http://www.unicode.org/charts/PDF/U1D000.pdf Υποστήριξη βυζαντινής μουσικής στο πρότυπο Unicode (PDF)]<br />
*[http://users.forthnet.gr/ath/frc/ Ψαλτικά σημειώματα του πατρός Κωνσταντίνου Τερζοπούλου]<br />
*[http://www.theology.cn/index.php?option=com_zoom&Itemid=38&catid=33 Χειρόγραφα Βυζαντινής Μουσικής σε ψηφιακή μορφή]<br />
*[http://users.forthnet.gr/agn/ideogramma/byz/index.htm Εκδόσεις Βιβλίων Βυζαντινής Μουσικής «Ο Μιχαήλ Ι. Πολυχρονάκης»]<br />
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστική Μουσική]]<br />
<br />
[[en:Byzantine Chant]]<br />
[[ro:Cântarea bizantină]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%91%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%AE&diff=5945Αρετή2008-06-02T17:00:18Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ en</p>
<hr />
<div>'''Αρετή''' στην ορθοδοξία ονομάζονται οι αξίες που με πράξεις και ενέργειες πρέπει να ακολουθεί κάθε πιστός με στόχο τη σωτηρία του και είναι βασισμένες πάνω στις Κυριακές εντολές και ιδίως στο Κυριακό παράγγελμα «''έσεσθαι ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν''»<ref>Ματθ. 5:48.</ref>. Η '''Αρετή''' ''"είναι καρπός και συνέπεια της αγιοπνευματικής ζωής του Χριστιανού <ref>Ο [[Απόστολος Παύλος]] τονίζει ότι οι Χριστιανικές αρετές είναι καρποί του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]] (''Γαλ. 5:22-23'').</ref>...αποτέλεσμα της προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά και δωρεά της θείας Χάριτος στον αγωνιζόμενο Χριστιανό"''<ref>"Αρετή", Στύλιος Κ. Ευθύμιος (Επίσκοπος), ''Μικρό Χριστιανικό Λεξικό'' (Α' ανατύπωση της 2ης έκδ.), Αποστολική Διακονία, 1998.</ref>. <br />
<br />
Στόχος κάθε πιστού καταστάται η διαρκής προσπάθεια για εφαρμογή των εντολών που οδηγούν στο δρόμο του Κυρίου μέσα από τη μυστηριακή ζωή της εκκλησίας και του διαρκούς πνευματικού αγώνα για την προσωπική τελείωση. Οι αρετές στον χριστιανικό βίο δεν εξαντλούνται και δεν είναι μετρήσιμες, αλλά ανεξάντλητες όπως και ο Θεός:<br />
<br />
:''"Εκείνος που κατάλαβε ότι η αρετή είναι απεριόριστη, δεν παύει ποτέ να τρέχει προς αυτή, πρώτα για να μη χάσει την αρχή και το τέλος της αρετής, δηλαδή το θεό"''<ref>Μάξιμος o Oμολογητής, ''Διάφορα κεφάλαια περί θεολογίας, οικονομίας, αρετής και κακίας'' (Πέμπτη εκατοντάδα), 15, (στο ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 188).</ref>.<br />
<br />
== Ετυμολογία ==<br />
<br />
Η λέξη αρετή προέρχεται από τη λέξη ''αραρίσκω'' που αποδίδεται ως ο κατάλληλος για κάτι, αυτόν που ευχαριστεί κάποιον, γίνεται ευάρεστος σε κάποιον ή ικανοποιεί κάποιον. Έτσι ο όρος εισήλθε στην εκκλησία υπό την θεώρηση οτι αρετή είναι η ευχαρίστηση του Κυρίου, μέσω της εφαρμογής των εντολών του και του ''ορθού'' βίου.<br />
<br />
Κατά την αρχαιότητα η έννοια περιοριζόταν κατά βάση στη σωματική αρετή δηλαδή τη ρώμη, το κάλλος, τη δύναμη και άλλες συναφείς έννοιες, ενώ οι φιλόσοφοι ήταν αυτοί που ενέταξαν στην έννοια αρετή και πνευματικό περιεχόμενο χαρακτηρίζοντας ως αρετές τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, τη γνώση κ.α. Παρόλα αυτά δεν συμφωνούσαν στον αριθμό των αρετών, αν και κατά βάση υπήρχε ένα πυρήνας αρετών κοινά αποδεκτός από όλους.<br />
<br />
Σύμφωνα με τον [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννη Δαμασκηνό]]:<br />
<br />
:''"Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αιρείσθαι» γιατί είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνομε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλομε και αναγκαστικά"''<ref>Ιω. Δαμασκηνός, ''Λόγος ψυχωφελής και θαυμάσιος'' (στο ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 307).</ref><br />
<br />
== Η χριστιανική αρετή ==<br />
<br />
=== Στην Παλαιά Διαθήκη ===<br />
<br />
Ήδη στην Παλαια Διαθήκη γίνεται αναφορά για αρετές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ζει και να πορεύεται ο πιστός. Ως μέγιστη αρετή εμφανίζεται η εν ταπείνωση υποταγή στο θείο θέλημα.<br />
<br />
Στο βιβλίο Σοφίας Σολομώντος παρατηρείται να εξαίρονται η δικαοσύνη και η σωφροσύνη: <br />
<br />
: «''Και εί δικαιοσύνην αγαπάν τις, οι πόνοι αυτής εισίν αρεταί, σωφροσύνην γαρ και φρόνησιν εκδιδάσκει, δικαιοσύνην και ανδρείαν, ων χρησιμότερον ουδέν εστίν εν βίω ανθρώποις''»<ref>Σοφία Σολομώντος Η΄,7</ref><br />
<br />
Στις Παροιμίες Σολομώντος<ref>Κεφάλαιο Γ΄</ref> παρατηρείται μια απαρίθμηση αρετών. ''Ελεημοσύνη'', ''εμπιστοσύνη στο θεό'', ''σοφία θεού'', ''φόβος Θεού'', ''τιμή προς τον Κύριον'', ''φρόνησις'', ''δικαιοσύνη'', ''έλεος'', ''φιλία'' κ.α. Παρόλα αυτά καμία αξία δεν έχουν αν δεν συνοδεύονται από ''ταπείνωση'',<br />
<br />
: «''Επί τη Σοφία μη επαίρου''»,<br />
: «''μη ισθί φρόνιμος παρά σεαυτό''», διότι <br />
: «''Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν''»,<br />
<br />
ενώ κατά τον προφήτη Δανιήλ<ref>Δανιήλ Θ,87</ref>, μόνο οι όσιοι και οι ταπεινοί στην καρδιά ευλογούν πρεπόντως τον Θεό.<br />
<br />
=== Στην Καινή Διαθήκη ===<br />
<br />
<br />
Στην Καινή Διαθήκη παρατηρούνται πλήθος αρετών. Μεγίστη αυτών η αγάπη.<br />
<br />
Έτσι ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή, μας αναφέρει πως περιορισμός στον αριθμός των αρετών δεν υπάρχει:<br />
<br />
:«''Το λοιπόν αδελφοί, όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, '''ει τις αρετή''' και ει τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθαι''»<br />
<br />
Ο Απόστολος Πέτρος ανασηματοδοτεί τη έννοια αρετή συνταυτίζοντάς την με την έννοια της τελειότητας:<br />
<br />
:«''Υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως '''τας αρετάς''' εξαγγείλητε '''του''' εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως''»<ref>Α΄ Πέτρου Β΄,9</ref><br />
<br />
Ο ίδιος αναφέρει πως η αρετή είναι επακολούθημα πίστεως<ref>B΄ Πέτρου Α΄,5</ref>. Ο Απόστολος Παύλος από τη πλευρά του τονίζει πως οι τρείς μεγαλύτερες αρετές είναι η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη, με μέγιστη των τριών την αγάπη<ref>A΄ Κορινθίους ΙΓ΄,13</ref>, ενώ τονίζεται πως η ταπείνωση είναι ο ασφαλής δρόμος για την εν Χριστώ σωτηρία<ref>Πράξεις των αποστόλων Κ΄,9 - Εφεσίους Δ΄,2 - Ματθαίον ΙΗ΄ 4 - Ιακώβου Δ΄,10</ref>. Η δίψα και η πείνα για δικαιοσύνη, η καθαρότητα καρδιάς, η ειρήνη αναφέρονται στους Μακαρισμούς<ref>Ματθαίος Ι΄,22</ref>, όπως και η ευσέβεια, η υπομονή, αλλά και η πραότητα. Στόχος η ομοίωση και η τελείωση κατά το παράδειγμα του Πατρός<ref>Ματθαίος Ε΄,48</ref>.<br />
<br />
Οι αρετές όμως δεν είναι αποσπασματικές αλλά ενιαίες κατά τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο και γι'αυτό:<br />
<br />
:«''όστις...τον νόμον όλον τηρήσει, πταίσει δε εν ενί, γέγονε πάντων ένοχος''»<ref>Ιακώβου Β΄,10</ref>,<br />
<br />
ενώ βασική αρετή αποτελεί η αγαθή προαίρεση του ανθρώπου<ref>Ματθαίος Ι,42 - Β΄ Κορινθίους Θ΄,7 - Πράξεις Ζ΄,51</ref><br />
<br />
=== Η αρετή κατά τους Πατέρες ===<br />
<br />
Οι πατέρες της εκκλησίας υπομνημάτισαν αρκετά πάνω στην αρετή που πρέπει να ασκεί κάθε πιστός. Συνέχισαν έτσι την αποστολική παράδοση, καταγράφοντας τη βιωματική εμπειρία της αυθεντικής βίωσης της εν Χριστώ ζωής.<br />
<br />
Έτσι ο ιερός Χρυσόστομος συνεχίζοντας αυτή τη παράδοση ομιλεί πως μία μόνον αρετή δεν αρκεί,<br />
<br />
:«''Ου γαρ αρκεί μία μόνον αρετή παραστήσαι τω βήματι του Χριστού μετά παρηρησίας ημάς, αλλά μετά πολλής ημίν δει και ποικίλης παντοδαπής και πάσης αρετής''»<ref>Opera Omnia XII, 825</ref><br />
<br />
ενώ η τήρηση της αρετής επιφέρει αγλαούς καρπούς<br />
<br />
:«''Επί μεν αρετής πρώτα μεν τα επίπονα, μετά δε τα ηδέα...επί δε της κακίας, αντιστρόφως''»<ref>Opera Omnia IX, 609</ref>.<br />
<br />
O Μάξιμος ο Ομολογητής καλεί τους πιστούς να ακολουθήσουν δρόμο προθυμίας, εγρατείας, καρτερίας, σωφροσύνης, υπομονής, μακροθυμίας, ανοχής, πραΰτητος, αγάπης, παπεινοφροσύνης, ακτημοσύνης,επιείκιας<ref>Μαξίμου Ομολογητού, Λόγος ασκητικός</ref>, ενώ ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος να γίνουμε μιμητές του Κυρίου «...''εν πάση αγνεία και σωφροσύνη''»<ref>Αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου, Προς Εφεσίους Ι,2</ref>.<br />
<br />
Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει <br />
<br />
:«''Αι αρεταί εν τω κρυπτώ κατορθούμεναι, ολιγάκις διαφαίνονται τοις ανθρώποις''»<ref>Μεγάλου Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος Β΄,Ερώτησις ΙΖ</ref><br />
<br />
Σύμφωνα με τον [[Ευάγριος ο Ποντικός|Ευάγριο Μοναχό ή Ποντικό]] (επειδή καταγόταν από τον Πόντο) ''"πρώτοι δαίμονες που αντιστέκονται και πολεμούν στην πρακτική άσκηση της αρετής"'' είναι αυτοί της [[Γαστριμαργία|γαστριμαργίας]], της [[Φιλαργυρία|φιλαργυρίας]] και της [[Φιλοδοξία|φιλοδοξίας]]<ref>''Κεφάλαια περί διακρίσεως παθών και λογισμών'', 1 (στο ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 1ος, εκδ. Ε', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 73).</ref>.<br />
<br />
== Υποσημειώσεις ==<br />
<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
*«''Ορθόδοξος Πίστις και Ζωή''», Αρχιμ.Δοσιθέου, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας, Αθήνα.<br />
<br />
[[Κατηγορία:Χριστιανικός βίος]]<br />
<br />
[[en:Virtues]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%91%CE%B8%CE%B5%CF%8A%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82&diff=5944Αθεϊσμός2008-06-02T16:47:03Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ en</p>
<hr />
<div>Με τον όρο '''Αθεϊσμός''' ή '''Αθεΐα'''<ref>Απαντάται στην αρχαία γραμματεία (''Πλάτωνος, Νόμοι, 967'') καi στην [[Καινή Διαθήκη]] (''Eφεσ. 2:12'').</ref>, αναφερόμαστε σε κάθε άποψη που αρνείται την ύπαρξη του Θεού και την αξία της θρησκείας γενικότερα. Ιδίως από τον 17ο αιώνα και μετά, στην ευρωπαϊκή φιλοσοφική ορολογία χρησιμοποιείται με τη σημασία της αντίθεσης στη θρησκεία.<br />
<br />
Ο όρος έχει τρεις σημασίες:<br />
<br />
:*Μπορεί να έχει την έννοια της αμφισβήτησης του προσωπικού Θεού (όπως στον βουδισμό, ή τον ταοϊσμό) χωρίς όμως να περιέχει και τη σημασία της αντιθρησκευτικότητας.<br />
<br />
:*''Αθεϊσμός'' μπορεί επίσης να σημαίνει την άρνηση των ξένων θεών και να υπονοεί τον ''"αλλόθρησκο"''. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτοι "άθεοι" της ιστορίας σε μαζική κλίμακα ήταν οι [[Χριστιανισμός|χριστιανοί]] για τους Ρωμαίους, επειδή αρνήθηκαν τη λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα και γι αυτό διώχθηκαν.<br />
<br />
:*Κατά τους νεώτερους χρόνους, ''Αθεϊσμός'' έχει επικρατήσει να ονομάζεται η ολοσχερής άρνηση της θρησκείας, θεϊστικής και μη.<br />
<br />
Ο μοντέρνος ''αθεϊσμός'' ή αλλιώς ''αντιθρησκευτικότητα'', αποτελεί ένα νέο φαινόμενο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού καθώς καθίσταται μαζικός και εξαπλώνεται επηρεάζοντας κάθε θρησκευτικότητα, ενώ εμπεριέχει τη ριζική άρνηση της θρησκείας δίχως εξαίρεση. Επιχειρεί να μεταθέσει την υπόθεση ''"Θεός"'' στο περιθώριο της ζωής όπου δεν μπορεί να είναι πλέον το ερμηνευτικό κέντρο της κοινωνίας και να επηρεάσει την παιδεία, την πολιτική, την τέχνη και τον πολιτισμό γενικότερα.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
*Μπέγζος Μάριος, ''Φαινομενολογία της Θρησκείας'', Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 167-171<br />
<br />
[[Κατηγορία:Θρησκευτικές πίστεις, παραδόσεις και κινήματα]]<br />
<br />
[[en:Atheism]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%91%CE%B3%CE%AF%CE%B1_%CE%A4%CF%81%CE%AC%CF%80%CE%B5%CE%B6%CE%B1&diff=5943Αγία Τράπεζα2008-06-02T16:44:57Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ en, ro</p>
<hr />
<div>'''Αγία Τράπεζα''' ονομάζεται τετράγωνο οικοδομημένο τραπέζι (''"εκ πάσης ύλης στερεάς, οίον χρυσού, αργύρου και μαρμάρου"''<ref>Γεωργιάδης Βαρθολομαίος (Αρχιεπισκ. Κορινθίας), ''Επιτομή Λειτουργικής'', εκδ. 4η, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, 1995 (c1909), σελ. 22.</ref>), πάνω στο οποίο τελείται το [[Μυστήρια|Μυστήριο]] της [[Θεία Ευχαριστία|Θείας Ευχαριστίας]] και ονομάζεται και ''Ιερό Θυσιαστήριο''<ref>λήμμ. "Αγία Τράπεζα", Στύλιος Κ. Ευθύμιος Επίσκοπος, ''Μικρό Χριστιανικό Λεξικό'' (Α' ανατύπωση της 2ης έκδ.), Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1998.</ref> ''"διότι επ' αυτής τελείται η θυσία του Αμνού του Θεού υπέρ πάντων των πιστών, ζώντων και τεθνεώτων"''<ref>''Επιτομή Λειτουργικής'', ό.π..</ref>. Η '''Αγία Τράπεζα''' βρίσκεται μέσα στο [[Ιερό Βήμα]] και έχει σχήμα τετράγωνο για να συμβολίσει τη μετάδοση του σώματος και του αίματος του [[Ιησούς Χριστός|Χριστού]] ''"πανταχού της οικουμένης"''<ref>''Επιτομή Λειτουργικής'', ό.π..</ref>. Πάνω της βρίσκονται πάντοτε το Ιερό [[Ευαγγέλιο]], το Ιερό [[Αντιμήνσιο]], ο [[Σταυρός]] ευλογίας, το Ιερό [[Αρτοφόριο]] (ακίνητο) και το Αρτοφόριο των ασθενών (κινητό)<ref>''Μικρό Χριστιανικό Λεξικό'', ό.π..</ref>.<br />
<br />
Η Αγία Τράπεζα συμβολίζει:<br />
<br />
* ''"Την Τράπεζαν εκείνην, εφ' ης ο Ιησούς Χριστός εν τω μυστικω Δείπνω παρέδωκεν εις τους μαθητάς αυτού το μυστήριον της θείας ευχαριστίας"''<ref>''Επιτομή Λειτουργικής'', σελ. 22-23.</ref>.<br />
<br />
* Τον Τάφο του Χριστού<ref>λήμμα: "Τράπεζα", Μαλαβάκης Νίκος, ''Βυζαντινολόγιο-Λεξικό Εκκλησιαστικών και Θρησκευτικών όρων'', Αστήρ, Αθήνα 1999.</ref>.<br />
<br />
* Tους τάφους των αγίων Μαρτύρων<ref>''Μικρό Χριστιανικό Λεξικό'', ό.π..</ref>.<br />
<br />
* Τον θρόνο ''"του μεγάλου Βασιλέως, του Θεού ημών"'' και για το λόγο αυτό το [[Ευαγγέλιο]] που βρίσκεται επάνω στην Αγία Τράπεζα ''"εικονίζει τον Χριστόν καθήμενον επί θρόνου"''<ref>''Επιτομή Λειτουργικής'', σελ. 23.</ref>.<br />
<br />
Μέσα στην Αγία Τράπεζα, κατά την τελετή των εγκαινίων, ο [[Επίσκοπος]] ενσωματώνει ιερά λείψανα μαρτύρων, για να φανερώσει ότι η Εκκλησία στηρίχθηκε στη θυσία των μαρτύρων και να υπενθυμίσει την αρχαία συνήθεια να τελείται η Θεία Λειτουργία πάνω σε τάφους μαρτύρων.<br />
<br />
Από το β' μισό του 4ου αιώνα, οι χριστιανοί, ''"προφανώς χάριν ασφαλείας, ετοποθέτουν τα ιερά σκηνώματα είτε υπό την Αγίαν Τράπεζαν, είτε υπ' αυτήν εντός υπογείου 'κρύπτης'"''<ref>λήμμ. "Τράπεζα Αγία", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 828.</ref>. Ειδικότερα, στην Ελλάδα και στην Ανατολή γενικότερα η πλέον συνηθισμένη πρακτική είναι η τοποθέτηση Αγίων λειψάνων από τον [[Επίσκοπος|Επίσκοπο]] κατά τα [[εγκαίνια]] του [[Ναός|Ναού]] κάτω από το δάπεδο της Αγίας Τράπεζας ή σε κάποιο τμήμα της, πράξη που ονομάζεται ''"κατάθεσις, ή καταθέσιον ή εγκαίνιον"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> για να υπενθυμίσει την αρχαία συνήθεια να τελείται η Θεία Λειτουργία πάνω σε τάφους μαρτύρων.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* ''"Στοιχεία Ορθόδοξης Λατρείας"'', Έκδοσις Ιεράς Μονής Παναγίας Παραμυθίας, Ρόδος<br />
::<small>(Επίσης η αναφερόμενη στις υποσημειώσεις βιβλιογραφία).</small><br />
<br />
[[Κατηγορία:Μέρη Ναού]]<br />
<br />
[[en:Altar]]<br />
[[ro:Altar]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%84%CE%B1%CF%82_(%CE%9B%CE%B9%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%82)_%CE%A7%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA-%CE%9A%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA&diff=5940Νικήτας (Λιούλιας) Χονγκ-Κονγκ2008-06-02T15:03:39Z<p>Magda: en</p>
<hr />
<div>Ο Μητροπολίτης Χονγκ-Κονγκ '''Νικήτας Λιούλιας''' γεννήθηκε στην Τάμπα, της Φλόριντα, των Ηνωμένων Πολιτειών το 1955. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Φλόριντα [[Θρησκειολογία]] (αποφοίτησε το 1976), στη [[Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης]], απ’ όπου έλαβε πτυχίο Θεολογίας το 1980 και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη [[Θεολογική Σχολή ΑΠΘ]]. Χειροτονήθηκε [[Διάκονος]] και [[Πρεσβύτερος]] το 1985 από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής [[Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος|Ιάκωβο]], ακολούθως υπηρέτησε στην [[Επισκοπή Σικάγου|επισκοπή Σικάγου]]. To 1988 έλαβε το οφφίκιο του [[Αρχιμανδρίτης|Αρχιμανδρίτου]] και ανέλαβε [[Πρωτοσύγκελλος]] της Επισκοπής. Στις 2 Δεκεμβρίου 1996 εξελέγη [[Μητροπολίτης]] της νεοσύστατης [[Μητρόπολη Χονγκ-Κονγκ και Άπω Ανατολής|Μητροπόλεως Χονγκ-Κονγκ και Άπω Ανατολής]] και χειροτονήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου στο [[Άγιος Γεώργιος Φαναρίου|Πατριαρχείο]].<br />
<br />
{{επέκταση}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Επίσκοποι Οικουμενικού Πατριαρχείου|Ν]]<br />
<br />
[[en:Nikitas (Lulias) of Dardanellia]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%B9&diff=5939Οικουμενικές Σύνοδοι2008-06-02T14:58:32Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ en, ro</p>
<hr />
<div>{{ΟρθόδοξοςΧριστιανισμός}}<br />
<br />
Οι '''Οικουμενικές Σύνοδοι''' αποκαλούνται «''η δια προσταγής Βασιλικής συναχθείσα περί πίστεως όρον δογματικόν εκθέμενη, η ευσεβή, και ορθόδοξα, και σύμφωνα ταις αγίαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς διορίζουσα, ην η συμφωνία απάντων των της Καθολικής Εκκλησίας Πατριαρχών και Αρχιερέων απεδέξατο, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας, είτε δια τοποτηρητών ή και τούτων απόντων, δια γραμμάτων και υπογραφών αυτών''»<ref>Νικοδήμου Αγιορείτου, «''Πηδάλιον''», σελίς 119</ref>. Έτσι ως ''Οικουμενικές Σύνοδοι'' χαρακτηρίζονται ''"μεγάλαι συνελεύσεις"'' επισκόπων της Εκκλησίας ''"εξ απάσης της χριστιανικής οικουμένης"'' με σκοπό την κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων<ref>Καρμίρης Ιωάννης,''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 105.</ref>, κατά τις οποίες η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των επισκόπων δεν κρίνετο σκόπιμος, αφού ''"η τοιαύτη συμμετοχή δεν ελογίσθη ως νομικώς αναγκαία και απαραίτητος· ήρκει μόνον να εκπροσωπώνται οπωσδήποτε αποχρώντως τα Πατριαρχεία και αι διάφοροι εκκλησιαστικαί διοικήσεις"'' και περιφέρειες<ref>Καρμίρης, ό.π., σελ. 109</ref>.<br />
<br />
Τα χαρακτηριστικά ιδιώματα των ''Οικουμενικών Συνόδων'' είναι τέσσερα κατά τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων<ref>Δωδεκάβιβλος, σελίς 1018</ref>, ήτις:<br />
<br />
*Το να συναθροίζονται δια προσταγών Βασιλικών<br />
*Το να γίνεται συζήτηση περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφαση και όρος δογματικός<br />
*Το να είναι τα εκτιθέμενα δόγματα και Κανόνες ορθόδοξα και σύμφωνα με τις Γραφές και τις προλαβούσες οικουμενικές Συνόδους.<br />
*Το να συμφωνήσουν και αποδεχτούν πάντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας των, είτε δια τοποτηρητών, είτε απόντων και δια επιστολών αυτών τις αποφάσεις της εκάστοτε συνόδου<br />
<br />
Για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, με πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου, ξεκινούσε διαδικασία για την αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές αποφάσεις. Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ''ληστρικής'' συνόδου της Εφέσου ([[449]]) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας ([[754]])<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 867</ref>.<br />
<br />
Οι [[Βυζαντινή αυτοκρατορία|Βυζαντινοί]] αυτοκράτορες ήταν αυτοί που μετά από ''"αίτησιν εκκλησιαστικήν"'' συγκαλούσαν τις Οικουμενικές Συνόδους και κατ' αυτόν τον τρόπο ''"ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, ο Μ. Θεοδόσιος την Β', ο Θεοδόσιος ο μικρός την Γ', ο Μαρκιανός και η Πουλχερία την Δ', ο Ιουστινιανός Α' την Ε', ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος την ΣΤ', ο Ιουστινιανός Β' την Πενθέκτην και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' μετά της Ειρήνης της Αθηναίας την Ζ'"''<ref>"Οικουμενικαί Σύνοδοι", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (ΘΗΕ), Τόμ. 09, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 690</ref>.<br />
<br />
Σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων ήταν, μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις να εκδίδουν ''"πρώτον μεν σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίας και εκθέσεις, αναφερομένας εις την δογματικήν πίστιν"''<ref>ΘΗΕ, ό.π.</ref> καθώς ''"αι διάφοροι αιρέσεις αι κατά καιρούς εμφανισθείσαι, αίτινες δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα"''<ref>Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 189</ref> αλλά και ''"κανόνας, αναφερομένους εις την διοίκησιν, την ευταξίαν, το πολίτευμα και τον καθόλου βίον της Εκκλησίας, και επέχοντας θέσιν νόμων υποχρεωτικών δια τα μέλη τής Εκκλησίας καί δια τό Κράτος."''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο</ref>.<br />
<br />
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κάθε τι που προσκρούει στην [[Αγία Γραφή]] ''"δεν είνε δυνατόν να αποτελέση στοιχείον της ιεράς παραδόσεως και της πράξεως της Εκκλησίας."''<ref>Στέργιος Σάκκος, ''Εισαγωγή...'', ό.π.</ref>. Κατ' αυτό τον τρόπο ''"και αύται δε αι οικουμενικαί Σύνοδοι αποφαίνονται πάντοτε μόνον ερμηνευτικώς και ουδέποτε εισηγητικώς, πάντοτε δηλαδή ερμηνεύουν, ουδέποτε αποκαλύπτουν κάτι νέον"''<ref>στο ίδιο</ref> αφού ''"εκ της Γραφής βάσις της αληθείας ταύτης ανεπτύχθη αυθεντικώς και κατωχυρώθη υπό Οικουμενικών Συνόδων"''<ref>ΘΗΕ, τόμ. 02, 1963, στ. 520</ref> των οποίων την ορθή ερμηνεία αποδέχονται οι Ορθόδοξοι<ref>πρβλ. Στ. Σάκκος, περιοδικό ''Απολύτρωσις'', Αύγουστος 1982, σελ. 103: ''"το Ευαγγέλιο σαν βιβλίο...τρόπο ζωής...και πίστεως, σαν νόημα και θεία αποκάλυψι το διαβάζουν σωστά μόνο οι ορθόδοξοι."''</ref>.<br />
<br />
Από την [[Ορθοδοξία|Ανατολική Ορθόδοξη]] και τη [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία]]) αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το [[325]] μ.Χ. μέχρι το [[787]] μ.Χ. στην [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια]]. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η παρουσία και η κύρωση των διαταγμάτων της Συνόδου από τον [[Ποντίφηκας|Ποντίφηκα]] έχει θεμελιώδη σημασία. <br />
<br />
Η αρχή των Συνόδων ''"ανάγεται εις την το πρώτον συγκροτηθείσαν εν Ιεροσολύμοις τω 48 μ.Χ. 'Αποστολικήν Σύνοδον', και επομένως ο συνοδικός θεσμός είναι αποστολικός, ούτως ώστε αι Σύνοδοι της Εκκλησίας έχουσιν αναντιλέκτως αρχήν και χαρακτήρα αποστολικόν."''<ref>''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία...'', στο ίδιο, σελ. 106</ref>.<br />
<br />
Ο όρος Σύνοδος, με την έννοια της συναθροίσεως και ''"προς ανάκρισιν των δογμάτων της ευσέβειας"'' απαντάται πρώτα στον 37ο [[Ιεροί Κανόνες|Αποστολικό κανόνα]]<ref>ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 687.</ref> ενώ η φράση «Οικουμενική σύνοδος» ([[Λατ.]] ''concilium universale/generale'') εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της [[Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης|Β΄ Οικουμενικής Συνόδου]] το 381 μ.Χ.<ref>Bernard Flusin, ''Τι γνωρίζω; Ο βυζαντινός πολιστισμός'', Presses Universitaires de France/ΔΟΛ, 2007, σ. 14.</ref>. Όπως σημειώνει ο Βασ. Σταυρίδης: ''"Το επίθετον οικουμενικός,-ή, -όν ενωρίς εισήχθη εις την εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Συναντώμεν τας οικουμενικάς συνόδους, τα οικουμενικά σύμβολα, τους οικουμενικούς Πατέρας, τον οικουμενικόν πατριάρχην. Βλέπομεν ενταύθα να εξυπονοώνται αι έννοιαι της γεωγραφικής εκτάσεως, της ισότητος και της ενότητος ολοκλήρου της ανθρωπότητος, της καθολικότητος και της εκκλησιαστικής ακριβείας."''<ref>ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 694</ref>.<br />
<br />
==Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός==<br />
<br />
Διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο [[Βυζάντιο]] επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος<ref>βλ. Diehl Charles, ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25</ref>, παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών<ref>(Βασίλειος Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181</ref>.<br />
<br />
Πάντως ''"οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων. Οι ιστορικοί θεωρούν επίσης ότι δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο...Πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"''<ref>"caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).</ref>. Σύμφωνα με τον π. [[Γεώργιος Μεταλληνός|Γεώργιο Μεταλληνό]], επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας<ref>Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, ''Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση'', Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24</ref>, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων. Επιπροσθέτως, ''"η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"''<ref>Μπούμης Ι. Παναγιώτης, ''Κανονικόν Δίκαιον'', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182</ref> ενώ και ''οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689</ref>.<br />
<br />
Αρκετοί είναι επίσης οι ερευνητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του ''Ευσεβίου'' και άλλες θέσεις τις οποίες χαρακτηρίζει ''"εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."''<ref>Φειδάς, ''Εκκλησιαστική Ιστορία...'', στο ίδιο, σελ. 428</ref>. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος ''"είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."''<ref>στο ίδιο, σελ. 430</ref>. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας ''"είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου"'' διαφορετικά, η σύνοδος ''"αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)."''<ref>στο ίδιο, σελ. 431</ref>.<br />
<br />
Γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε ''"ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."''<ref>Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 1.</ref> και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος ''"της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"''<ref>ό.π., στ. 2.</ref> παραβλέπουν ότι ''"θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών...εφ' όσον αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"''<ref>ό.π..</ref>. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να επανεξεταστεί το όλο ζήτημα με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας<ref>Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), ''Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism'', Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.</ref>, στον οποίο σε δογματικό επίπεδο, δεν αναγνωριζόταν κάτι περισσότερο από το να εκφράζει το δόγμα που όλοι οι [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξοι]] πίστευαν<ref>David Knowles, ''Church and State in Christian History'', Journal of Contemporary History, Vol. 2, No. 4, Church and Politics. (Oct., 1967), σελ. 8.</ref>. Εκτός αυτού, με μια συνοπτική θεώρηση της εκκλησιαστικής ιστορίας βλέπουμε ότι επανειλημμένα η αυτοκρατορική εξουσία προσπάθησε να επιβάλλει τις απόψεις της στην Εκκλησία σε σοβαρά ζητήματα χωρίς τελικά να το καταφέρει:<br />
<br />
* ''"Ο Κωνσταντίνος...επέβαλε τον αρειανισμό"''<ref>Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 4.</ref> και ο ''"Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού, εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 341.</ref>.<br />
<br />
* Καταγράφεται η ''"απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού"'' που ''"αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"''<ref>Καραμπελιάς Γιώργος, ''1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού'', Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.</ref>.<br />
<br />
* Ο σφετεριστής ''"Βασιλίσκος [επέβαλε] τον Μονοφυσιτισμό"''<ref>λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..</ref>, ''"καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"''<ref>Σαββίδης Αλέξης, ''Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ.'', Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.</ref>.<br />
<br />
* Ο αυτοκράτορας ''"Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"''<ref>Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.</ref> και τελικά ''"παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> η οποία πλέον δεν μνημονευόταν ''"ως υποχρεωτική"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα'', 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.</ref>.<br />
<br />
* Ο Ιουστινιανός ''"δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και </ref> με διάταγμα του [[564]] μ.Χ.<ref>Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον'', 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.</ref> και ''"όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"''<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', ''Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.'', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.</ref>.<br />
<br />
* Ο Ηράκλειος ''"επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> με την ''"Έκθεση"'' του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το [[638]] μ.Χ.<ref>Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.</ref>.<br />
<br />
* Ο ''"Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι [επέβαλαν] την εικονομαχίαν"''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο.</ref>. <br />
<br />
* H ''"προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους...βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτωρ αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"''<ref>Vasiliev Α.Α., ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.</ref>.<br />
<br />
* Η αυτοκρατορική πολιτική ''"εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν μαρτυρεί τάσεις προς καισαροπαπισμόν, ο οποίος όμως απέτυχεν"''<ref>ΘΗΕ, ό.π..</ref> όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που ''"στη σύνοδο του [[1277]]...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"''<ref>Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, ''Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων'', Αθήνα 1995.</ref>.<br />
<br />
Φαίνεται τελικά ότι η ''"πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό"'' δεν φαίνεται ικανή ''"να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."''<ref>Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.</ref>. <br />
<br />
Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:<br />
<br />
:''"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.</ref>.<br />
<br />
Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις, ''"ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής, ακριβέστερον των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"''<ref>λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.</ref> και ακόμη περισσότερο, η αυτοκρατορική εξουσία συνάντησε πολύ σοβαρές αντιστάσεις ώστε να μην κατορθώσει ποτέ ''"να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το [[δόγμα]] και τα [[μυστήρια]]"''<ref>Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), ''Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism'', Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), 397.</ref>.<br />
<br />
Κατά συνέπεια, ο όρος ''Καισαροπαπισμός'' ''"έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της [[Βυζάντιο|Βυζαντινής]] πολιτικής πραγματικότητας"''<ref>Στο πρωτότυπο: ''"The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality."'' (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", ''The Oxford Dictionary of Byzantium'', Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).</ref>.<br />
<br />
==Οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι==<br />
<br />
Οι κατωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της α) Πρεσβυτέρας Ρώμης, β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, γ) Αλεξανδρείας, δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451 ε) των Ιεροσολύμων. Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμαίοι Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε τώρα το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βίαια από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με τη βοήθεια των Νορμανδών. Μία σφοδρή επίθεση που ξεκίνησε το 983 και ολοκληρώθηκε το 1009 - 1046. Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης εκτός του Βενέδικτου του 10ου (1058-9), δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό.<br />
<br />
Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν τη παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν "Οικουμενικές" είναι απλά γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει "Αυτοκρατορικές" επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου. Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με όχι μικρότερο κύρος από τις Οικουμενικές Συνόδους.<br />
<br />
Σήμερα που δεν υπάρχει πλέον η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι.<br />
<br />
===Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
:''Βλέπε κύριο άρθρο [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας]].''<br />
<br />
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη [[Νίκαια Βιθυνίας|Νίκαια]] της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]]. Συνεκλήθη από τον [[Μέγας Κωνσταντίνος|Μέγα Κωνσταντίνο]] στις [[20 Μαΐου]] του [[325]] και σε αυτή έλαβαν μέρος τριακόσιοι δεκαοχτώ επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του [[Σύμβολο της Νικαίας|Συμβόλου της Νικαίας]] (α’ μέρος του [[Σύμβολο της Πίστεως|Συμβόλου της Πίστεως]]) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του [[Πάσχα]]. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του [[Άρειος|Αρείου]] ενάντια στη θεότητα του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]]. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διεκήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.<br />
<br />
===Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
<br />
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ το Μέγα στην [[Κωνσταντινούπολη]] το [[381]] και συμμετείχαν εκατόν πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι και τριάντα έξι Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του [[Μακεδόνιος|Μακεδόνιου]], που αμφισβητούσαν τη θεότητα του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]] (''"πνευματομάχοι"'') και, για ακόμα μια φορά, τον Άρειο και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).<br />
<br />
===Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
<br />
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην [[Έφεσος|Έφεσο]], εντός της βασιλικής της Παναγίας, το [[431]] από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν διακόσιοι επίσκοποι ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος [[Κύριλλος Αλεξανδρείας]] ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως [[Νεστόριος|Νεστορίου]], ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας λέγοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι το Θεό. Διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο [[Θεοτόκος]].<br />
<br />
===Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
<br />
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το [[451]] στη [[Χαλκηδόνα]]. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Αρχιμανδρίτη [[Ευτυχής|Ευτυχούς]] για την πλήρη απορρόφηση της θείας φύσης του Ιησού από την ανθρώπινη, το [[Μονοφυσιτισμός|Μονοφυσιτισμό]].<br />
<br />
===Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
<br />
Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις [[5 Μαΐου]] έως τις [[21 Ιουνίου]] του [[553]] στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Τη συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς τους ([[Ευάγριος|Ευάγριο]], [[Δίδυμος|Δίδυμο]], [[Ωριγένης|Ωριγένη]] κ.α.). <br />
<br />
===Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
<br />
Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το [[680]] από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθή ενανθρώπιση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των [[Μονοθελητισμός|Μονοθελητών]]. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία. <br />
<br />
===Η Πρωτοδευτέρα ή [[Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος]]===<br />
<br />
Η Πρωτοδευτέρα ή Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το [[691]] στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία "Εν Τρούλλω Σύνοδος".<br />
Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ΄ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε "Πενθέκτη", ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.<br />
<br />
===Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
<br />
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη [[Νίκαια Βιθυνίας|Νίκαια]] της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]], στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό.<br />
<br />
===Η ''"Εν Αγία Σοφία"'' Η΄ Οικουμενική Σύνοδος===<br />
<br />
Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα [[Βασίλειος Α'|Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα]] το [[879]] στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα [[Πάπας Ιωάννης Η΄|Ιωάννη Η΄]] ([[872]] - [[882]]) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος ο Μέγας]] ([[858]] - [[867]], [[877]] - [[886]]). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της Z΄ Οικουμενικής Συνόδου. Kαταδίκασε τις Συνόδους του [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνου]] στη [[Φραγκφούρτη]] ([[794]]) και το [[Άαχεν]] ([[809]]).<br />
<br />
===Η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος των ετών 1341 - 1351===<br />
<br />
Σειρά συνόδων ([[1341]],[[1349]],[[1351]]) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις [[Ησυχαστικές Έριδες]]. Η [[Σύνοδος του 1341]] δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον [[Ησυχασμός|Ησυχασμό]], καταδικάζοντας τον [[Βαρλαάμ Καλαβρός|Βαρλαάμ Καλαβρό]]. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) συμμετείχε [[Θεούμενος]] (Άγιος [[Γρηγόριος Παλαμάς]]), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου για τους [[Ορθόδοξοι|Ορθοδόξους]]. Επισης καταδίκασε τον πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε πηγή έμπνευσης τη δυτική σχολαστική θεολογία.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
<br />
{{Οικουμενικές Σύνοδοι}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Σύνοδοι]]<br />
<br />
[[en:Ecumenical Councils]]<br />
[[ro:Sinoade Ecumenice]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF&diff=5938Οικουμενικό Πατριαρχείο2008-06-02T14:56:11Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ ar, en, es, fr, ro</p>
<hr />
<div>Η ονομασία '''Οικουμενικό Πατριαρχείο''' αναφέρεται στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης η οποία εδρεύει στην [[Κωνσταντινούπολη]]. Άλλη ονομασία με την οποία είναι γνωστό είναι ''Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (Μ.Τ.Χ.Ε.)''. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι το πρώτο τη τάξει, μεταξύ των 14 συνολικά Ορθόδοξων [[Αυτοκέφαλη Εκκλησία|Αυτοκέφαλων Εκκλησιών]]. Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του περιλαμβάνει Επισκοπές οι οποίες βρίσκονται σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Αφρική. Ο προκαθήμενός του φέρει τον τίτλο ''Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης'' και είναι σήμερα ο [[Πατριάρχης Βαρθολομαίος|Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος]].<br />
<br />
<br />
== Ιστορία ==<br />
=== Ίδρυση της Επισκοπής Βυζαντίου (38-330) ===<br />
Η ίδρυση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης ανάγεται στην [[Αποστολική περίοδος|αποστολική περίοδο]]. Ιδρυτής της φέρεται ο [[Απόστολος Ανδρέας|απόστολος Ανδρέας ο πρωτόκλητος]], ο οποίος έδρασε στις περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο και στη Θράκη, για να καταλήξει τελικά στην Αχαΐα, όπου και μαρτύρησε. Μάλιστα η εορτή του αγίου αποστόλου Ανδρέα στις [[Πρότυπο:30 Νοέμβριος|30 Νοεμβρίου]], αποτελεί και τη θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γιορτάζεται με λαμπρότητα έως σήμερα. Η εκκλησία ιδρύθηκε με τον τίτλο ''Επισκοπή Βυζαντίου'' και υπαγόταν στη [[Μητρόπολη Ηρακλείας]] της Θράκης, ενώ πρώτος επίσκοπός της τοποθετήθηκε από τον ιδρυτή της ο [[Απόστολος Στάχυς|άγιος απόστολος Στάχυς]], περίπου το [[38]]. <br />
Η ιστορία της ακολουθεί την ιστορία της πόλης, παραμένοντας μια άσημη επισκοπή, έως την απόφαση για μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν γίνεται μνεία της Επισκοπής κατά την [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Α' Οικουμενική Σύνοδο]] (325), παρ' ότι είχε ήδη αποφασιστεί η μεταφορά της πρωτεύουσας. Μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, είχαν διατελέσει συνολικά 25 επίσκοποι Βυζαντίου, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι, εκτός του αποστόλου Στάχυος (38-54), οι [[Ονήσιμος Κωνσταντινουπόλεως|Ονήσιμος]] (54-68), [[Καστίνος Κωνσταντινουπόλεως|Καστίνος]] (230-237) και [[Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως|Μητροφάνης]] (306-314).<br />
<br />
=== Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως (330-381) ===<br />
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]] στην Κωνσταντινούπολη, από τον [[Μέγας Κωνσταντίνος|Μέγα Κωνσταντίνο]] το [[330]], ήταν επόμενο να αναβαθμίσει και την εκκλησιαστική θέση της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο προκαθήμενός της προσαγορεύεται ''Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως'' χωρίς να υπάγεται πλέον σε άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Πρώτος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τιτλοφορείται ο Αλέξανδρος. Η εξέλιξη της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης είναι ραγδαία, αφού μέσα σε μια περίοδο 50 περίπου ετών αποκτά ηγετικό ρόλο, ως αποτέλεσμα της πολιτικής και πολιτιστικής αίγλης με την οποία περιβλήθηκε η νέα πρωτεύουσα της χριστιανικής πλέον αυτοκρατορίας, καθώς και εξαιτίας του πρωταγωνιστικού ρόλου τον οποίο διαδραμάτισαν οι προκαθήμενοί της κατά την περίοδο των τριαδολογικών αιρέσεων. Έτσι, κατά τις εργασίες της [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β' Οικουμενικής Συνόδου]] (381), μετά τον θάνατο του προεδρεύοντος [[Μελέτιος Αντιοχείας|Μελετίου Αντιοχείας]], αναλαμβάνουν διαδοχικά την προεδρία οι αρχιεπίσκοποί της Γρηγόριος ο Θεολόγος και Νεκτάριος. Κατά αυτήν τη χρονική περίοδο προκαθήμενοι χρημάτισαν 9 αρχιεπίσκοποι, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι οι [[Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως|Αλέξανδρος]] (314-337), [[Παύλος Α' Κωνσταντινουπόλεως|Παύλος ο Α']] (337-339, 341-342, 346-351) και [[Γρηγόριος Θεολόγος|Γρηγόριος ο Α' ο Ναζιανζηνός]] (379-381).<br />
<br />
=== Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (381-595) ===<br />
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, ρυθμίζοντας την παγιωμένη ήδη θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, της δίνει τη δεύτερη τάξη μεταξύ των Πατριαρχείων, ορίζοντας στον 3ο κανόνα της ότι "τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην" <ref>π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ''Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. B’, 4η έκδοση, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 14</ref>. "Ο 3ος κανών δεν υπήρξε προϊόν αυθαιρεσίας, αλλά αποτέλεσμα της εξελίξεως των 50 ετών καί ώριμος καρπός της ιστορικής συνειδήσεως των εκκλησιών της ανατολής και των νέων συνθηκών της Αυτοκρατορίας" <ref>Μαξίμου Μητροπολίτου Σάρδεων, ''Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία'', Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 109</ref>. <br />
<br />
Η [[Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Δ' Οικουμενική Σύνοδος]] (451) ολοκληρώνει την εκκλησιαστική εξύψωση του Πατριαρχείου, συμπληρώνοντας τις ρυθμίσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Με τον 28ο κανόνα οι συμμετέχοντες πατέρες θεσπίζουν ότι ο Θρόνος της Κωνσταντινούπολης έχει τα ίσα πρεσβεία με τον Ρώμης: "τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω" <ref>Ρωμανίδης, ό.π. σ.σ. 52-53</ref>. Με τον ίδιο κανόνα υπάγονται στο πατριαρχείο οι επίσκοποι των διοικήσεων του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης και ακόμη όσοι επίσκοποι θα βρίσκονταν "εν τοις βαρβαρικοίς", επεκτείνοντας κατ' ουσίαν τη δικαιοδοσία του στις εκτός της αυτοκρατορίας και εκτός των ορίων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών χριστιανικές κοινότητες. Εξ ίσου σημαντικά είναι τα αναφερόμενα στους κανόνες 9 και 17 της ίδιας Συνόδου, όπου δίνεται στον Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα του '''εκκλήτου''', του να δικάζει, δηλαδή, σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της απόφασης των υπολοίπων Εκκλησιών, όποιους κληρικούς προσφεύγουν σ' αυτό: "ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην επίσκοπος ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω [...] τον της βασιλευούσης Κωνσταντινινουπόλεως θρόνον και επ' αυτώ δικαζέσθω" <ref>Στο ίδιο, σ.σ. 51-52</ref>. Με τον θεσμό της υπερόριας δικαιοδοσίας και της υπάτης δικαστικής εξουσίας, εκδηλώνεται εμφανώς η πρωτεύουσα θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς σε καμία άλλη Εκκλησία δεν επιτρέπουν οι κανόνες παρόμοιες δικαιοδοσίες. Κατά αυτήν τη χρονική περίοδο Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως έγιναν 22 επίσκοποι, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι οι [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκτάριος]] (381-397), [[Ιωάννης Χρυσόστομος|Ιωάννης Α' ο Χρυσόστομος]] (398-404), [[Αρσάκιος Κωνσταντινουπόλεως|Αρσάκιος]] (404-405), [[Αττικός Κωνσταντινουπόλεως|Αττικός]] (406-425), [[Σισίνιος Κωνσταντινουπόλεως|Σισίνιος]] (425-426), [[Μαξιμιανός Κωνσταντινουπόλεως|Μαξιμιανός]] (431-434), [[Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως|Πρόκλος]] (434-446), [[Φλαβιανός Κωνσταντινουπόλεως|Φλαβιανός]] (446-449), [[Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως|Ανατόλιος]] (449-458), [[Γεννάδιος Κωνσταντινουπόλεως|Γεννάδιος]] (458-471), [[Μακεδόνιος Β' Κωνσταντινουπόλεως|Μακεδόνιος Β']] (495-511), [[Ιωάννης Β' Κωνσταντινουπόλεως|Ιωάννης Β']] (518-520), [[Επιφάνιος Κωνσταντινουπόλεως|Επιφάνιος]] (520-535), [[Μηνάς Κωνσταντινουπόλεως|Μηνάς]] (536-552), [[Ευτύχιος Κωνσταντινουπόλεως|Ευτύχιος]] (552-565,577-582) και [[Ιωάννης Γ' Κωνσταντινουπόλεως ο Σχολαστικός|Ιωάννης Γ' ο Σχολαστικός]] (565-577).<br />
<br />
<br />
=== Οικουμενικό Πατριαρχείο (595-1204) ===<br />
<br />
== Υποσημειώσεις ==<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
[[Κατηγορία:Οικουμενικό Πατριαρχείο]]<br />
<br />
[[ar:بطريركية القسطنطينية]]<br />
[[en:Church of Constantinople]]<br />
[[es:Iglesia Ortodoxa de Constantinopla]]<br />
[[fr:Église de Constantinople]]<br />
[[ro:Biserica Ortodoxă a Constantinopolului]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82&diff=5937Οικουμενισμός2008-06-02T14:53:27Z<p>Magda: en</p>
<hr />
<div>'''Οικουμενισμός''' αποκαλείται η παγκόσμια κίνηση η οποία κηρύττει «''τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας δια της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών''»<ref>Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τομ. Α' σελίς 377, Αθήναι 1969</ref>. Ο οικουμενισμός επίσης αποκαλείται και ''συγκρητισμός'', ενώ κατά την ορθόδοξη εκκλησία αποτελεί [[αίρεση]]. Στόχος της κίνησης αυτής καθίσταται η ενότητα του διαιρεμένου χριστιανικού κόσμου (''Ορθοδόξων'', ''Ρωμαιοκαθολικών'', ''Προτεσταντών'', κ.ά.).<br />
<br />
{{επέκταση}}<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
[[en:Ecumenism]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CF%8E%CE%BD_%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CF%89%CF%82&diff=5936Κατάλογος Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως2008-06-02T14:51:05Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ ro</p>
<hr />
<div>== Ρωμαϊκοί Χρόνοι ==<br />
Την περίοδο αυτή έφεραν τον τίτλο του '''επισκόπου Βυζαντίου''', υπαγόμενοι στη δικαιοδοσία του [[Μητρόπολις Ηρακλείας|Μητροπολίτη Ηρακλείας]].<br />
<br />
'''Ιδρυτής''' [[Απόστολος Ανδρέας]]<br />
<br />
*38-54 [[Απόστολος Στάχυς]]<br />
*54-68 [[Ονήσιμος]]<br />
*71-89 [[Πολύκαρπος Α΄]]<br />
*89-105 [[Επίσκοπος Πλούταρχος|Πλούταρχος]]<br />
*105-114 [[Σεδεκίων]]<br />
*114-129 [[Επίσκοπος Διογένης|Διογένης]]<br />
*129-136 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Ελευθέριος|Ελευθέριος]]<br />
*136-141 [[Φήλιξ]]<br />
*141-144 [[Πολύκαρπος Β΄]]<br />
*144-148 [[Αθηνόδωρος]]<br />
*148-154 [[Ευζώιος]]<br />
*154-166 [[Λαυρέντιος]]<br />
*166-169 [[Αλύπιος]]<br />
*169-187 [[Περτίναξ (Επίσκοπος Βυζαντίου)|Περτίναξ]]<br />
*187-198 [[Ολυμπιανός]]<br />
*198-211 [[Μάρκος Α΄]]<br />
*211-214 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Φιλάδελφος|Φιλάδελφος]]<br />
*214-230 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Κυριακός Α΄|Κυριακός Α΄]]<br />
*230-237 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Καστίνος|Καστίνος]]<br />
*240-245 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Ευγένιος Α΄|Ευγένιος Α΄]]<br />
*245-272 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Τίτος|Τίτος]]<br />
*272-284 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Δομέτιος|Δομέτιος]]<br />
*284-293 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Ρουφίνος Α΄|Ρουφίνος Α΄]]<br />
*293-305 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Πρόβος|Πρόβος]]<br />
*306-314 [[Επίσκοπος Βυζαντίου Μητροφάνης Α΄|Μητροφάνης Α΄]]<br />
*314-330 [[Αλέξανδρος Βυζαντίου]]<br />
<br />
== Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (330-843)==<br />
<br />
=== Αρχιεπίσκοποι Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ===<br />
<br />
*330-337 [[Αλέξανδρος Βυζαντίου]]<br />
*337-339 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄|Παύλος Α΄]]<br />
*339-341 [[Ευσέβιος ο Νικομηδείας|Ευσέβιος ο Νικομηδείας]]<br />
*341-342 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄|Παύλος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*342-346 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Μακεδόνιος Α΄|Μακεδόνιος Α΄]]<br />
*346-351 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄|Παύλος Α΄]] (γ΄ φορά)<br />
*351-360 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Μακεδόνιος Α΄|Μακεδόνιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*360-370 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Ευδόξιος ο Αντιοχείας|Ευδόξιος ο Αντιοχείας]]<br />
*370 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Ευάγριος|Ευάγριος]]<br />
*370-380 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Δημόφιλος|Δημόφιλος]]<br />
*379-380 [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]]<br />
*380 [[Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης Μάξιμος ο Κυνικός|Μάξιμος ο Κυνικός]]<br />
*380-381 [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]] (β΄ φορά)<br />
<br />
=== Πατριάρχες Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ===<br />
<br />
*381-397 [[Πατριάρχης Νεκτάριος|Νεκτάριος]]<br />
*398-404 [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Ιωάννης Α΄ Χρυσόστομος]]<br />
*404-405 [[Πατριάρχης Αρσάκιος|Αρσάκιος]]<br />
*406-425 [[Πατριάρχης Αττικός|Αττικός]]<br />
*426-427 [[Πατριάρχης Σισίνιος Α΄|Σισίνιος Α΄]]<br />
*428-431 [[Πατριάρχης Νεστόριος|Νεστόριος]]<br />
*431-434 [[Πατριάρχης Μαξιμιλιανός|Μαξιμιλιανός]]<br />
*434-446 [[Πατριάρχης Πρόκλος|Πρόκλος]]<br />
*446-449 [[Πατριάρχης Φλαβιανός|Φλαβιανός]]<br />
*449-458 [[Πατριάρχης Ανατόλιος|Ανατόλιος]]<br />
*458-471 [[Πατριάρχης Γεννάδιος Α΄|Γεννάδιος Α΄]]<br />
*472-489 [[Πατριάρχης Ακάκιος|Ακάκιος]]<ref>Υπήρξε ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο οποίος χρησιμοποίησε επισήμως τον τίτλο Οικουμενικός, ο οποίος επικυρώθηκε οριστικά επί Ιωάννου Δ' του Νηστευτού</ref><br />
* 489 [[Πατριάρχης Φραβίτας|Φραβίτας]]<br />
*489-495 [[Πατριάρχης Ευφήμιος|Ευφήμιος]]<br />
*495-511 [[Πατριάρχης Μακεδόνιος Β΄|Μακεδόνιος Β΄]]<br />
*511-518 [[Πατριάρχης Τιμόθεος Α΄|Τιμόθεος Α΄]]<br />
*518-520 [[Πατριάρχης Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης|Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης]]<br />
*520-535 [[Πατριάρχης Επιφάνιος|Επιφάνιος]]<br />
*535-536 [[Πατριάρχης Άνθιμος Α΄|Άνθιμος Α΄]]<br />
*536-552 [[Πατριάρχης Μηνάς|Μηνάς]]<br />
*552-565 [[Πατριάρχης Ευτύχιος|Ευτύχιος]]<br />
*565-577 [[Πατριάρχης Ιωάννης Γ΄ Σχολαστικός|Ιωάννης Γ΄ Σχολαστικός]]<br />
*577-582 [[Πατριάρχης Ευτύχιος|Ευτύχιος]] (β΄ φορά)<br />
<br />
=== Αρχιεπίσκοποι Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικοί Πατριάρχες ===<br />
<br />
*582-595 [[Πατριάρχης Ιωάννης Δ΄ Νηστευτής|Ιωάννης Δ΄ Νηστευτής]]<br />
*595-606 [[Πατριάρχης Κυριακός|Κυριακός]]<br />
*607-610 [[Πατριάρχης Θωμάς Α΄|Θωμάς Α΄]]<br />
*610-638 [[Πατριάρχης Σέργιος Α΄|Σέργιος Α΄]]<br />
*638-641 [[Πατριάρχης Πύρρος|Πύρρος]]<br />
*641-653 [[Πατριάρχης Παύλος Β΄|Παύλος Β΄]]<br />
*654 [[Πατριάρχης Πύρρος|Πύρρος]] (β΄ φορά)<br />
*654-666 [[Πατριάρχης Πέτρος|Πέτρος]]<br />
*667-669 [[Πατριάρχης Θωμάς Β΄|Θωμάς Β΄]]<br />
*669-675 [[Πατριάρχης Ιωάννης Ε΄|Ιωάννης Ε΄]]<br />
*675-677 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος Α΄|Κωνσταντίνος Α΄]]<br />
*677-679 [[Πατριάρχης Θεόδωρος Α΄|Θεόδωρος Α΄]]<br />
*679-686 [[Πατριάρχης Γεώργιος Α΄|Γεώργιος Α΄]]<br />
*686-687 [[Πατριάρχης Θεόδωρος Α΄|Θεόδωρος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*688-693 [[Πατριάρχης Παύλος Γ΄|Παύλος Γ΄]]<br />
*693-706 [[Καλλίνικος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Α΄]]<br />
*706-712 [[Πατριάρχης Κύρος|Κύρος]]<br />
*712-715 [[Πατριάρχης Ιωάννης ΣΤ΄|Ιωάννης ΣΤ΄]]<br />
*715-730 [[Πατριάρχης Γερμανός Α΄|Γερμανός Α΄]]<br />
*730-754 [[Πατριάρχης Αναστάσιος|Αναστάσιος]]<br />
*754-766 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄|Κωνσταντίνος Β΄]]<br />
*766-780 [[Πατριάρχης Νικήτας Α΄|Νικήτας Α΄]]<br />
*780-784 [[Πατριάρχης Παύλος Δ΄|Παύλος Δ΄]]<br />
*784-806 [[Πατριάρχης Ταράσιος|Ταράσιος]]<br />
*806-815 [[Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄|Νικηφόρος Α΄]]<br />
*815-821 [[Πατριάρχης Θεόδοτος Α΄ Κασσιτεράς|Θεόδοτος Α΄ Κασσιτεράς]]<br />
*821-836 [[Πατριάρχης Αντώνιος Α΄ Κασσιμάτης|Αντώνιος Α΄ Κασσιμάτης]]<br />
*836-842 [[Πατριάρχης Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός|Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός]]<br />
<br />
== Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι (843-1204) ==<br />
<br />
=== Εποχή της Ιεραποστολικής Δράσης ===<br />
*842-846 [[Πατριάρχης Μεθόδιος Α΄|Μεθόδιος Α΄]]<br />
*846-858 [[Πατριάρχης Ιγνάτιος|Ιγνάτιος]]<br />
*858-867 [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος Α΄]]<br />
*867-877 [[Πατριάρχης Ιγνάτιος|Ιγνάτιος]] (β΄ φορά)<br />
*877-886 [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*886-893 [[Πατριάρχης Στέφανος Α΄|Στέφανος Α΄]]<br />
*893-901 [[Πατριάρχης Αντώνιος Β΄ο Καυλέας|Αντώνιος Β΄ Καυλέας]]<br />
*901-907 [[Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός|Νικόλαος Μυστικός]]<br />
*907-912 [[Πατριάρχης Ευθύμιος Α΄|Ευθύμιος Α΄]]<br />
*912-925 [[Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός|Νικόλαος Α΄ Μυστικός]] (β΄ φορά)<br />
*925-928 [[Πατριάρχης Στέφανος Β΄|Στέφανος Β΄]]<br />
*928-931 [[Πατριάρχης Τρύφων|Τρύφων]]<br />
*933-956 [[Πατριάρχης Θεοφύλακτος|Θεοφύλακτος]]<br />
*956-970 [[Πατριάρχης Πολύευκτος|Πολύευκτος]]<br />
*970-974 [[Πατριάρχης Βασίλειος Α΄ Σκαμανδρηνός|Βασίλειος Α΄ Σκαμανδρηνός]]<br />
*974-980 [[Πατριάρχης Αντώνιος Γ΄ο Στουδίτης|Αντώνιος Γ΄ Στουδίτης]]<br />
*980-995 [[Πατριάρχης Νικόλαος Β΄ Χρυσοβέργης|Νικόλαος Β΄ Χρυσοβέργης]]<br />
*996-999 [[Πατριάρχης Σισίνιος Β΄|Σισίνιος Β΄]]<br />
*999-1019 [[Πατριάρχης Σέργιος Β΄|Σέργιος Β΄]]<br />
*1020-1025 [[Πατριάρχης Ευστάθιος|Ευστάθιος]]<br />
*1025-1043 [[Πατριάρχης Αλέξιος ο Στουδίτης|Αλέξιος Στουδίτης]]<br />
*1043-1059 [[Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος]]<br />
<br />
=== Από το Σχίσμα στην Α' Άλωση ===<br />
*1059-1063 [[Κωνσταντίνος Γ΄ Λειχούδης]]<br />
*1063-1075 [[Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος]]<br />
*1075-1081 [[Κοσμάς Α΄ Ιεροσολυμίτης]]<br />
*1081-1084 [[Ευστράτιος Γαριδάς]]<br />
*1084-1111 [[Νικόλαος Γ΄ Κυρδινιάτης]]<br />
*1111-1134 [[Ιωάννης Θ΄ Ιερομνήμων]]<br />
*1134-1143 [[Λέων Στυππής]]<br />
*1143-1146 [[Μιχαήλ Β΄ Κουρκούας]]<br />
*1146-1147 [[Κοσμάς Β΄ Αττικός]]<br />
*1147-1151 [[Νικόλαος Δ΄ Μουζάλων]]<br />
*1151-1153 [[Πατριάρχης Θεοδόσιος Α΄ ή Θεόδοτος|Θεοδόσιος Α΄ ή Θεόδοτος]]<br />
*1153-1154 [[Νεόφυτος Α΄]]<br />
*1154-1156 [[Κωνσταντίνος Δ΄ Χλιαρηνός]]<br />
*1156-1170 [[Λουκάς Χρυσοβέργης]]<br />
*1170-1177 [[Πατριάρχης Μιχαήλ Γ΄|Μιχαήλ Γ΄]]<br />
*1177-1178 [[Χαρίτων Ευγενειώτης]]<br />
*1178-1183 [[Θεοδόσιος Β΄ Βορραδιώτης]]<br />
*1183-1187 [[Βασίλειος Β΄ Καματηρός]]<br />
*1187-1189 [[Νικήτας Β΄ Μουντάνης]]<br />
*1189-1190 [[Λεόντιος Θεοτοκίτης]]<br />
*1190-1191 [[Πατριάρχης Θεοδόσιος Γ΄ ή Δοσίθεος|Θεοδόσιος Γ΄ ή Δοσίθεος]]<br />
*1191-1198 [[Γεώργιος Β΄ Ξιφιλίνος]]<br />
*1198-1206 [[Ιωάννης Ι΄ Καματηρός]]<br />
<br />
== Υστεροβυζαντινοί Χρόνοι (1204-1453) ==<br />
<br />
=== Το εξόριστο Πατριαρχείο ===<br />
*1207-1213 [[Μιχαήλ Δ΄ Αυτωρειανός]]<br />
*1213-1215 [[Θεόδωρος Β΄ Ειρηνικός]]<br />
*1215 [[Μάξιμος Β΄]]<br />
*1215-1222 [[Μανουήλ Α΄ Χαριτόπουλος]]<br />
*1222-1240 [[Γερμανός Β΄]]<br />
*1240 [[Μεθόδιος Β΄]]<br />
*1240-1255 [[Μανουήλ Β΄]]<br />
*1255-1260 [[Αρσένιος Αυτωρειανός]]<br />
*1260-1261 [[Νικηφόρος Β΄]]<br />
<br />
=== Από την Παλινόρθωση στην Δεύτερη Άλωση ===<br />
*1261-1267 [[Αρσένιος Αυτωρειανός]] (β΄ φορά)<br />
*1267 [[Γερμανός Γ΄]]<br />
*1267-1275 [[Ιωσήφ Α΄]]<br />
*1275-1282 [[Ιωάννης ΙΑ΄ Βέκκος]]<br />
*1282-1283 [[Ιωσήφ Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1283-1289 [[Γρηγόριος Β΄ Κύπριος]]<br />
*1289-1293 [[Αθανάσιος Α΄]]<br />
*1294-1304 [[Ιωάννης ΙΒ΄]]<br />
*1304-1310 [[Αθανάσιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1311-1315 [[Νήφων Α΄]]<br />
*1316-1320 [[Ιωάννης ΙΓ΄Γλυκύς]]<br />
*1320-1321 [[Γεράσιμος Α΄]]<br />
*1323-1334 [[Πατριάρχης Ησαΐας|Ησαΐας]]<br />
*1334-1347 [[Ιωάννης ΙΔ΄Καλέκας]]<br />
*1347-1350 [[Ισίδωρος Α΄]]<br />
*1350-1354 [[Κάλλιστος Α΄]]<br />
*1354-1355 [[Φιλόθεος Κόκκινος]]<br />
*1355-1363 [[Κάλλιστος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1364-1376 [[Φιλόθεος Κόκκινος]] (β΄ φορά)<br />
*1376-1379 [[Πατριάρχης Μακάριος|Μακάριος]]<br />
*1380-1388 [[Πατριάρχης Νείλος|Νείλος]]<br />
*1389-1390 [[Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄|Αντώνιος Δ΄]]<br />
*1390-1391 [[Πατριάρχης Μακάριος|Μακάριος]] (β΄ φορά)<br />
*1391-1397 [[Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄|Αντώνιος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1397 [[Κάλλιστος Β΄ Ξανθόπουλος]]<br />
*1397-1410 [[Ματθαίος Α΄]]<br />
*1410-1416 [[Ευθύμιος Β΄]]<br />
*1416-1439 [[Πατριάρχης Ιωσήφ Β΄|Ιωσήφ Β΄]]<br />
*1440-1443 [[Μητροφάνης Β΄]]<br />
*1443-1450 [[Γρηγόριος Γ΄ Μαμμής]]<br />
*1450-1453 [[Αθανάσιος Περιβλέπτου]] <ref>Κατά την παράδοση μετά τη φυγή του Μάμμαντα εξελέγη Πατριάρχης ο Ηγούμενος της Μονής Περιβλέπτου. Όμως αυτή η εκλογή θεωρείται αμφισβητούμενη και ερχόμενη σε αντίθεση με την επαρκώς μαρτυρούμενη αναφορά ότι κατά την Άλωση ο Πατριαρχικός θρόνος ήταν ήδη από χρόνια (μετά τη φυγή του Μάμμαντα) κενός</ref><br />
<br />
== Οθωμανικοί Χρόνοι (1453-1924)==<br />
<br />
*1454-1456 [[Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος]]<br />
*1456-1462 [[Ισίδωρος Β΄]]<br />
*1463 [[Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος]] (β΄ φορά)<br />
*1463-1464 [[Σωφρόνιος Α΄]]<br />
*1464-1465 [[Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος]] (γ΄ φορά)<br />
*1465-1466 [[Ιωάσαφ Α΄ Κόκκας]]<br />
*1466 [[Μάρκος Β΄ Ξυλοκαράβης]]<br />
*1467 [[Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος]]<br />
*1467-1471 [[Πατριάρχης Διονύσιος Α΄|Διονύσιος Α΄]]<br />
*1471-1475 [[Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος]] (β΄ φορά)<br />
*1475-1476 [[Ραφαήλ Α΄]]<br />
*1476-1482 [[Μάξιμος Γ΄ Χριστώνυμος]]<br />
*1482-1486 [[Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος]] (γ΄ φορά)<br />
*1486-1488 [[Νήφων Β΄]]<br />
*1488-1490 [[Πατριάρχης Διονύσιος Α΄|Διονύσιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1491-1497 [[Μάξιμος Δ΄]]<br />
*1497-1498 [[Νήφων Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1498-1502 [[Ιωακείμ Α΄]]<br />
*1502 [[Νήφων Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1503-1504 [[Παχώμιος Α΄]]<br />
*1504 [[Ιωακείμ Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1504-1513 [[Παχώμιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1513-1522 [[Θεόληπτος Α΄]]<br />
*1522-1524 [[Ιερεμίας Α΄]]<br />
*1524-1525 [[Ιωαννίκιος Α΄]]<br />
*1525-1546 [[Ιερεμίας Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1546-1556 [[Διονύσιος Β΄]]<br />
*1556-1565 [[Ιωάσαφ Β΄ Μεγαλοπρεπής]]<br />
*1565-1572 [[Μητροφάνης Γ΄]]<br />
*1572-1579 [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός]]<br />
*1579-1580 [[Μητροφάνης Γ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1580-1584 [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός]] (β΄ φορά)<br />
*1584-1585 [[Παχώμιος Β΄ Πάτεστος]]<br />
*1585-1586 [[Θεόληπτος Β΄]]<br />
*1587-1595 [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός]] (γ΄ φορά)<br />
*1596 [[Ματθαίος Β΄]]<br />
*1596 [[Γαβριήλ Α΄]]<br />
*1597 [[Θεοφάνης Α΄ Καρύκης]]<br />
*1597-1598 [[Μελέτιος Πηγάς|Μελέτιος Α΄ Πηγάς]] (Τοποτηρητής)<ref>Αν και κατείχε το θρόνο μόνο ως τοποτηρητής προσμετράται στους Οικουμενικούς Πατριάρχες, όπως και η τοποτηρητεία του Λούκαρη μετράται ως η πρώτη Πατριαρχεία του</ref><br />
*1598-1602 [[Ματθαίος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1602-1603 [[Νεόφυτος Β΄]]<br />
*1603 [[Ματθαίος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1603-1607 [[Ραφαήλ Β΄]]<br />
*1607-1612 [[Νεόφυτος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1612 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (Τοποτηρητής)<br />
*1612-1620 [[Τιμόθεος Μαρμαρηνός|Τιμόθεος Β΄]]<br />
*1620-1623 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (β΄ φορά)<br />
*1623 [[Γρηγόριος Δ΄ Στραβοαμασείας]]<br />
*1623 [[Ανθιμος Β΄]]<br />
*1623-1633 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (γ΄ φορά)<br />
*1633 [[Κύριλλος Β΄ Κονταρής]]<br />
*1633-1634 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (δ΄ φορά)<br />
*1634 [[Αθανάσιος Γ΄ Πατελάρος]]<br />
*1634-1635 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (ε΄ φορά)<br />
*1635-1636 [[Κύριλλος Β΄ Κονταρής]] (β΄ φορά)<br />
*1636-1637 [[Νεόφυτος Γ΄]]<br />
*1637-1638 [[Κύριλλος Α΄ Λούκαρης]] (στ΄ φορά)<br />
*1638-1639 [[Κύριλλος Β΄ Κονταρής]] (γ΄ φορά)<br />
*1639-1644 [[Παρθένιος Α΄]]<br />
*1644-1646 [[Παρθένιος Β΄]]<br />
*1646-1648 [[Ιωαννίκιος Β΄]]<br />
*1648-1651 [[Παρθένιος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1651-1652 [[Ιωαννίκιος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1652 [[Κύριλλος Γ΄]]<br />
*1652 [[Αθανάσιος Γ΄ Πατελάρος]] (β΄ φορά)<br />
*1652-1653 [[Παΐσιος Α΄]]<br />
*1653-1654 [[Ιωαννίκιος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1654 [[Κύριλλος Γ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1654-1655 [[Παΐσιος Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1655-1656 [[Ιωαννίκιος Β΄]] (δ΄ φορά)<br />
*1656-1657 [[Παρθένιος Γ΄]]<br />
*1657 [[Γαβριήλ Β΄]]<br />
*1657-1662 [[Παρθένιος Δ΄]]<br />
*1662-1665 [[Διονύσιος Γ΄ Βαρδαλής]]<br />
*1665-1667 [[Παρθένιος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1667 [[Κλήμης]]<br />
*1668-1671 [[Μεθόδιος Γ΄]]<br />
*1671 [[Παρθένιος Δ΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1671-1673 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]]<br />
*1673-1674 [[Γεράσιμος Β΄]]<br />
*1675-1676 [[Παρθένιος Δ΄]] (δ΄ φορά)<br />
*1676-1679 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (β΄ φορά)<br />
*1679 [[Αθανάσιος Δ΄]]<br />
*1679-1682 [[Πατριάρχης Ιάκωβος|Ιάκωβος]]<br />
*1682-1684 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (γ΄ φορά)<br />
*1684-1685 [[Παρθένιος Δ΄]] (ε΄ φορά)<br />
*1685-1686 [[Πατριάρχης Ιάκωβος|Ιάκωβος]] (β΄ φορά)<br />
*1686-1687 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (δ΄ φορά)<br />
*1687-1688 [[Πατριάρχης Ιάκωβος|Ιάκωβος]] (γ΄ φορά)<br />
*1688 [[Καλλίνικος Β΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Β΄]]<br />
*1688-1689 [[Νεόφυτος Δ΄]]<br />
*1689-1693 [[Καλλίνικος Β΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1693-1694 [[Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης]] (ε΄ φορά)<br />
*1694-1702 [[Καλλίνικος Β΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1702-1707 [[Γαβριήλ Γ΄]]<br />
*1707 [[Νεόφυτος Ε΄]]<br />
*1707-1709 [[Πατριάρχης Κυπριανός Α΄|Κυπριανός Α΄]]<br />
*1709-1711 [[Αθανάσιος Ε΄]]<br />
*1711-1713 [[Κύριλλος Δ΄]]<br />
*1713-1714 [[Πατριάρχης Κυπριανός Α΄|Κυπριανός Α΄]] (β΄ φορά)<br />
*1714-1716 [[Κοσμάς Γ΄]]<br />
*1716-1726 [[Ιερεμίας Γ΄]]<br />
*1726 [[Καλλίνικος Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος]]<ref>Αν και εξελέγει Πατριάρχης, πέθανε από εγκεφαλικό αμέσως μετά το άκουσμα της είδησεις, με αποτέλεσμα να μην εντάσσεται στους περισσότερους των Πατριαρχικών Καταλόγων. Γι' αυτό και στον παρόντα κατάλογο τίθεται εκτός αρίθμησης</ref><br />
*1726-1732 [[Παΐσιος Β΄]]<br />
*1732-1733 [[Ιερεμίας Γ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1733-1734 [[Σεραφείμ Α΄]]<br />
*1734-1740 [[Νεόφυτος ΣΤ΄]]<br />
*1740-1743 [[Παΐσιος Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1743-1744 [[Νεόφυτος ΣΤ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1744-1748 [[Παΐσιος Β΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1748-1751 [[Κύριλλος Ε΄]]<br />
*1751-1752 [[Παΐσιος Β΄]] (δ΄ φορά)<br />
*1752-1757 [[Κύριλλος Ε΄]] (β΄ φορά)<br />
*1757 [[Καλλίνικος Γ΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Γ΄]]<br />
*1757-1761 [[Σεραφείμ Β΄]]<br />
*1761-1763 [[Ιωαννίκιος Γ΄]]<br />
*1763-1768 [[Σαμουήλ Α΄ Χαντζερής]]<br />
*1768-1769 [[Μελέτιος Β΄]]<br />
*1769-1773 [[Θεοδόσιος Β΄]]<br />
*1773-1774 [[Σαμουήλ Α΄ Χαντζερής]] (β΄ φορά)<br />
*1774-1780 [[Σωφρόνιος Β΄]]<br />
*1780-1785 [[Παλαιών Πατρών Γαβριήλ Δ΄|Γαβριήλ Δ΄]]<br />
*1785-1789 [[Προκόπιος Α΄]]<br />
*1789-1794 [[Νεόφυτος Ζ΄]]<br />
*1794-1797 [[Γεράσιμος Γ΄]]<br />
*1797-1798 [[Γρηγόριος Ε΄]]<br />
*1798-1801 [[Νεόφυτος Ζ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1801-1806 [[Καλλίνικος Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Δ΄]]<br />
*1806-1808 [[Γρηγόριος Ε΄]] (β΄ φορά)<br />
*1808-1809 [[Καλλίνικος Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως|Καλλίνικος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1809-1813 [[Ιερεμίας Δ΄]]<br />
*1813-1818 [[Κύριλλος ΣΤ΄]]<br />
*1818-1821 [[Γρηγόριος Ε΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1821-1822 [[Ευγένιος Β΄]]<br />
*1822-1824 [[Ανθιμος Γ΄]]<br />
*1824-1826 [[Χρύσανθος Α΄]]<br />
*1826-1830 [[Αγαθάγγελος]]<br />
*1830-1834 [[Κωνστάντιος Α΄]]<br />
*1834-1835 [[Κωνστάντιος Β΄]]<br />
*1835-1840 [[Γρηγόριος ΣΤ΄]]<br />
*1840-1841 [[Ανθιμος Δ΄]]<br />
*1841-1842 [[Ανθιμος Ε΄]]<br />
*1842-1845 [[Πατριάρχης Γερμανός Δ΄|Γερμανός Δ΄]]<br />
*1845 [[Μελέτιος Γ΄]]<br />
*1845-1848 [[Ανθιμος ΣΤ΄]]<br />
*1848-1852 [[Ανθιμος Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1852-1853 [[Πατριάρχης Γερμανός Δ΄|Γερμανός Δ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1853-1855 [[Ανθιμος ΣΤ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1855-1860 [[Κύριλλος Ζ΄]]<br />
*1860-1863 [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]]<br />
*1863-1866 [[Σωφρόνιος Γ΄]]<br />
*1867-1871 [[Γρηγόριος ΣΤ΄]] (β΄ φορά)<br />
*1871-1873 [[Ανθιμος ΣΤ΄]] (γ΄ φορά)<br />
*1873-1878 [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]] (β΄ φορά)<br />
*1878-1884 [[Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής]]<br />
*1884-1886 [[Ιωακείμ Δ΄]]<br />
*1887-1891 [[Διονύσιος Ε΄]]<br />
*1891-1894 [[Πατριάρχης Νεόφυτος Η΄|Νεόφυτος Η΄]]<br />
*1895-1897 [[Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄|Άνθιμος Ζ΄]]<br />
*1897-1901 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄|Κωνσταντίνος Ε΄]]<br />
*1901-1912 [[Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής]] (β΄ φορά)<br />
*1913-1918 [[Γερμανός Ε΄]]<br />
*1921-1923 [[Μελέτιος Μεταξάκης|Μελέτιος Δ΄]]<br />
*1923-1924 [[Γρηγόριος Ζ΄]]<br />
<br />
== Σύγχρονη Εποχή (1924-σήμερα) ==<br />
<br />
*1924-1925 [[Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄|Κωνσταντίνος ΣΤ΄]]<br />
*1925-1929 [[Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄|Βασίλειος Γ΄]]<br />
*1929-1936 [[Πατριάρχης Φώτιος Β΄|Φώτιος Β΄]]<br />
*1936-1946 [[Πατριάρχης Βενιαμίν|Βενιαμίν]]<br />
*1946-1948 [[Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄|Μάξιμος Ε΄]]<br />
*1948-1972 [[Πατριάρχης Αθηναγόρας|Αθηναγόρας]]<br />
*1972-1991 [[Πατριάρχης Δημήτριος Α'|Δημήτριος Α']]<br />
*1991- [[Πατριάρχης Βαρθολομαίος|Βαρθολομαίος]]<br />
<br />
== Άλλοι ιστότοποι ==<br />
* Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, [http://www.ec-patr.gr/list/index.php?lang=gr Κατάλογος Πατριαρχών]<br />
<br />
== Υποσημειώσεις ==<br />
<references /><br />
<br />
[[Κατηγορία:Οικουμενικοί Πατριάρχες|*]]<br />
<br />
[[en:List of Patriarchs of Constantinople]]<br />
[[ro:Listă a patriarhilor de Constantinopol]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9C%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%B7_%CE%B5%CE%B2%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1&diff=5935Μεγάλη εβδομάδα2008-06-02T14:47:58Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ en, fr, ro</p>
<hr />
<div>'''Μεγάλη εβδομάδα''' ή ''Αγία εβδομάδα'' ή ''εβδομάδα των Αγίων Παθών'' (από τα Πάθη του Σωτήρα [[Ιησούς Χριστός|Χριστού]] που εορτάζονται κατά τις ημέρες αυτές), από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες<ref>"Μεγάλη εβδομάς", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (Θ.Η.Ε.), τόμ. 08, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 867.</ref> ονομάστηκε η εβδομάδα πριν το [[Πάσχα]] επειδή, σύμφωνα με τον [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Ιωάννη τον Χρυσόστομο]] ''"μεγάλα τινά και απόρρητα τυγχάνει τα υπάρξαντα ημίν εν αυτή αγαθά...Διά τούτο τοίνυν μεγάλην την εβδομάδα καλούμεν, επειδή τοσούτον πλήθος δωρεών ημίν εν αυτή κεχάρισται ο Δεσπότης"''<ref>Ιωάννη Χρυσοστόμου, ''Ομιλία λ' εις την Γένεσιν'', PG 53,273-274.</ref>.<br />
<br />
Η ''Μεγάλη εβδομάδα'' που ξεκινά από την ''"Κυριακή των Βαΐων"'' και τελειώνει το ''"Μεγάλο Σάββατο"'' είναι μετά το τέλος της [[Μεγάλη τεσσαρακοστή|Μεγάλης τεσσαρακοστής]], δηλ. της νηστείας των σαράντα ημερών που προηγείται του [[Πάσχα]]. Στην Ορθόδοξη [[Λειτουργική]] οι μέρες της ''Μεγάλης Εβδομάδας'' αφιερώθηκαν είτε σε γεγονότα που είχαν συμβεί πριν, κατά και μετά το πάθος, είτε στη διδασκαλία του Χριστού που αναπτύσσεται τότε.<br />
<br />
==Κυριακή των Βαΐων==<br />
Είναι η Κυριακή προ του [[Πάσχα]], και ονομάζεται έτσι επειδή συνδέεται με την ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού Χριστού στα [[Ιεροσόλυμα]], κατά την οποία ο λαός τον υποδέχθηκε με επευφημίες και με ''"βαΐα των φοινίκων"''<ref>''Ιω. 12, 12-18''. ''Ματθ. 21, 1-11''. ''Μάρκ. 11, 1-11''. ''Λουκ. 19, 28-40''.</ref>.<br />
<br />
==Μεγάλη Δευτέρα==<br />
Η ''Μ. Δευτέρα'' είναι αφιερωμένη στον τύπο του Χριστού, στον [[Ιωσήφ]] τον Πάγκαλο<ref>''Γεν. 30,22-25''.</ref>, γιο του Ιακώβ, και στην παραβολή της ξηραμένης συκιάς<ref>''Ματθ. 21,18'' κ.ε..</ref>.<br />
<br />
==Μεγάλη Τρίτη==<br />
Η ''Μ. Τρίτη'' είναι αφιερωμένη στην παραβολή των δέκα παρθένων<ref>''Ματθ. 25,1-13''.</ref>.<br />
<br />
==Μεγάλη Τετάρτη==<br />
Η ''Μ. Τετάρτη'' είναι αφιερωμένη στην άλειψη του Κυρίου με μύρο από την πόρνη<ref>''Λουκ. 7,36-48''.</ref>. Το απόγευμα της ημέρας αυτής τελείται η ακολουθία του [[Ευχέλαιο|Ευχελαίου]].<br />
<br />
==Μεγάλη Πέμπτη==<br />
Η ''Μ. Πέμπτη'' είναι αφιερωμένη στον [[Μυστικός Δείπνος|Μυστικό Δείπνο]]<ref>''Μάρκ. 14,17-25''.</ref>.<br />
<br />
==Μεγάλη Παρασκευή==<br />
Η ''Μ. Παρασκευή'' είναι αφιερωμένη στο Σταυρικό Πάθος του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα με το [[Συναξάρι]] της ημέρας:<br />
<br />
:''"Τη αγία και μεγάλη Παρασκευή τα άγια και σωτήρια φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν, τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προ πάντων τον Σταυρόν και τον θάνατον α δι' ημάς εκών κατεδέξατο. Έτι δε την του ευγνώμονος ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ σωτήριω εν τω σταυρό ομολογίαν."''<br />
<br />
==Μεγάλο Σάββατο==<br />
Το ''Μ. Σάββατο'' είναι αφιερωμένο στην Ταφή και την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη<ref>''Α' Πέτρ. 3,19. 4,6''.</ref>.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
[[Κατηγορία:Εορταί]]<br />
<br />
[[en:Holy Week]]<br />
[[fr:Semaine Sainte]]<br />
[[ro:Săptămâna Patimilor]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CE%9C%CE%B1%CE%B3%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%AE&diff=5934Μαρία Μαγδαληνή2008-06-02T14:44:50Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ en</p>
<hr />
<div>Η '''Μαρία η Μαγδαληνή''' ήταν μια νέα γυναίκα που ανήκε στον κύκλο των γυναικών οι οποίες ακολουθούσαν τον Ιησού και τους [[Απόστολοι|αποστόλους]] και βοηθούσαν στο έργο τους με κάθε δυνατό τρόπο. Η καταγωγή της ήταν από τα ''Μάγδαλα'', μια μικρή πόλη στα δυτικά της Λίμνης [[Γεννησαρέτ]] και νότια της πεδιάδας της [[Γαλιλαία|Γαλιλαίας]].<br />
<br />
==Η Μαγδαληνή και η άστοχη ταύτιση της με την πόρνη του ''Λκ. 7:37-38''==<br />
<br />
Καταρχάς θα πρέπει να διαχωριστούν τέσσερις παρόμοιες αναφορές των ευαγγελίων :<br />
<br />
* Οι τρεις διηγήσεις από αυτές (''Μκ. 14:3-9'', ''Μτ. 26:6-13'' και ''Ιω. 12:3-8'') φαίνεται να αναφέρονται στο ίδιο γεγονός (βλ. [[Μαρία Μαγδαληνή#Διαφωνίες επάνω στην ερμηνεία των τεσσάρων περικοπών|ανάλυση πιο κάτω]]), με τη διαφορά ότι το εκθέτουν με περισσότερες ή λιγότερες λεπτομέρειες. Πρόκειται για την άλειψη του Ιησού με μύρο από κάποια γυναίκα στο σπίτι του ''Σίμωνα του λεπρού'' στη Βηθανία. Το γεγονός αυτό, ο Ιωάννης το τοποθετεί ''"προ εξ ημερών του πάσχα"'', και προσδιορίζει τη γυναίκα: είναι η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου τον οποίο ανέστησε ο [[Ιησούς Χριστός|Ιησούς]]. Φυσικά σε καμμιά περίπτωση η Μαρία αυτή δεν είναι η Μαγδαληνή.<br />
<br />
* Αντιθέτως, η διήγηση του Λουκά στην περικοπή ''7:36-50'' είναι αναφορά σε παρόμοιο γεγονός που έλαβε χώρα στο σπίτι του ''Σίμωνα του Φαρισαίου'' και έχει ως κεντρικό πρόσωπο μία πόρνη που μετενόησε. Πρόκειται προφανώς για διαφορετικό γεγονός, με διαφορετικό πρωταγωνιστικό πρόσωπο, που συνέβει πολύ πρίν από το πάθος του Ιησού.<br />
<br />
Η αναφερόμενη από διαφόρους συγγραφείς, παράδοση δυτικής προέλευσης, ότι η αμαρτωλή γυναίκα και πόρνη που έπλυνε με μύρο τα πόδια του Ιησού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, στο επεισόδιο του ''Λκ. 7:37-38'' ταυτίζεται με τη Μαγδαληνή, δεν μαρτυρείται από τις ιερές πηγές αφού δεν αναφέρεται όνομα για τη γυναίκα αυτή και πρόκειται για μια παρεξήγηση που διαιώνισαν αγιογράφοι και ζωγράφοι της δύσης που απεικόνισαν αυθαίρετα τη Μαγδαληνή ως πόρνη με τα μαλλιά λυτά.<br />
<br />
Είναι πιθανόν ότι τα κοινά στοιχεία των τεσσάρων αυτών περιγραφών (η γυναίκα, το μύρο, το σπίτι κάποιου ''Σίμωνα'') οδήγησαν στην ταύτισή τους, με ταυτόχρονη όμως παράβλεψη των διαφορών. Επίσης, η αναφορά στο όνομα ''Μαρία'', στη μία εκ των τεσσάρων περιγραφών, παρόλο που δεν προσδιορίζει ότι επρόκειτο για την Μαγδαληνή (και έμμεσα αναφέρεται στην αδελφή του Λαζάρου), μεγάλωσε τη σύγχυση κάποιων συγγραφέων.<br />
<br />
==Διαφωνίες επάνω στην ερμηνεία των τεσσάρων περικοπών==<br />
<br />
Όπως καταγράφει στα υπομνήματά του ο καθ. [[Παναγιώτης Τρεμπέλας|Παν. Τρεμπέλας]], ανάμεσα στους ερμηνευτές της Εκκλησίας δεν υπάρχει ομοφωνία για το πόσες και ποιες είναι τελικά οι γυναίκες που αναφέρονται στις τέσσερις περικοπές<ref>''Μκ. 14:3-9''. ''Μτ. 26:6-13''. ''Ιω. 12:3-8''. ''Λκ. 7:37-38''.</ref>:<br />
<br />
:''"Κατ' άλλους «τρεις εισίν αι γυναίκες αι τον Κύριον αλείψασαι μύρω. Πρώτη μεν η πάρα τω Λουκά (Λουκ, ζ 37) ήτις και αμαρτωλός ήν και περί τα μέσα του κηρύγματος τούτο πεποίηκε και εν τη οικία Σίμωνος του Φαρισαίου...δευτέρα δε η παρά τω Ιωάννη (ιβ 3), η αδελφή του Λαζάρου, βίον έχουσα σεμνόν και χαριστήριον της του αδελφού παλινζωίας προσήγαγε το μύρον..τρίτη δε εστιν αυτή περί ης Ματθαίος και Μάρκος ομοίως διαλαμβάνουσι»"''<ref>Τρεμπέλας Ν. Παν., ''Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον'', 4η έκδ., 'Ο Σωτήρ', Αθήνα 1989, σελ. 454Α.</ref>.<br />
<br />
Αυτή η ερμηνεία που παραθέτει ο Παν. Τρεμπέλας είναι του [[Ευθύμιος Ζιγαβηνός|Ευθ. Ζιγαβηνού]] (''PG 129,645Β'') που συμφωνεί με τον Μ. Φώτιο (βλ. [http://patrologia.ct.aegean.gr/PG_Migne/Photius%20of%20Constantinople_PG%20101-104/Commentarii%20in%20Matthaeum.pdf εδώ, σελ. 26]) και μιλάει για τρεις γυναίκες:<br />
<br />
:* Άλλη στον Λουκά<br />
:* Άλλη στον Ιωάννη<br />
:* Άλλη στους δύο συνοπτικούς<br />
<br />
Και συνεχίζει ο Παν. Τρεμπέλας:<br />
<br />
:''"Κατ' άλλους «η γυνή αύτη παρά μεν τοις τρισί μία τις είναι μοι δοκεί και η αύτη, παρά δε τω Ιωάννη ουκ έτι, αλλ' ετέρα τις θαυμαστή, η του Λαζάρου αδελφή». Κατά την έκδοχήν δηλαδή ταυτην η προκείμενη γυνή ταυτίζεται προς την εν Λουκ. ζ 37 πόρνην."''<ref>Τρεμπέλας Ν. Παν., ό.π., σελ. 454Β.</ref>.<br />
<br />
Η παραπάνω ερμηνεία που παραθέτει ο καθηγητής είναι του [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Χρυσοστόμου]] (''PG 58,723'') και μιλάει για δύο γυναίκες:<br />
<br />
:* Άλλη στους τρεις συνοπτικούς<br />
:* Άλλη στον Ιωάννη<br />
<br />
Εκτός των δύο αυτών, ο Παν. Τρεμπέλας παραθέτει και μία τρίτη ερμηνευτική παράδοση από τον [[Βίκτωρ Αντιοχείας|Βίκτωρα Αντιοχείας]] (5ος αιώνας) του οποίου σώζεται η μοναδική των πρώτων αιώνων<ref>''"Εις την αρχαιότητα επεκράτει η άποψις...ότι το κατά Μάρκον αποτελεί περίληψιν του Ματθαίου και του Λουκά, διό και δεν άπεδόθη εις αυτό ιδιαιτέρα προσοχή με αποτέλεσμα ουδείς να αναλάβη την ερμηνείαν του"'' και από τους αρχαίους ''"ο μόνος συγγράψας ερμηνείαν του Μάρκου"'' ήταν ο ''"Βίκτωρ ο εξ Αντιοχείας"'' (Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ''Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην'', τόμ. Α', Αθήνα 2003, σελ. 175 / βλ. και Τρεμπέλας Ν. Παν., ''Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον'', 4η έκδ., 'Ο Σωτήρ', Αθήνα 1993, σελ. 21: ''"Υπομνήματα εκκλησ. συγγραφέων εις το κατά Μάρκον ευαγγέλιον είχομεν υπ' όψει κυρίως δύο, το του Θεοφύλακτου [11ος αι.]...και το του Βίκτωρος πρεσβυτέρου Αντιοχείας"'' / βλ. και Παναγόπουλος Ιωάννης, ''Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη'', Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 85.</ref> ερμηνεία στο ''κατά Μάρκον'':<br />
<br />
:''"Περί δε της γυναικός δοκεί μεν μία και η αυτή γυνή παρά τοις ευαγγελιοταίς άπασιν, ουκ ην δε. Αλλά παρά τοις τρισοί μεν μία τις είναι δοκεί και η αυτή, παρά δ τω Ιωάννη ουκέτι, αλλ' ετέρα τις θαυμαμαστή, η του Λαζάρου αδελφή. Και ταύτα μέν φησιν ο της βασιλίδος πόλεως επίσκοπος Ιωάννης [ο Χρυσόστομος]. Ωριγένης δε πάλιν άλλην μέν φησι την παρά Ματθαίω και Μάρκω εκχέουσαν της κεφαλής το μύρον εν οικία Σίμωνος του λεπρού, άλλην δε την παρά τω Λουκά γεγραμμένην αμαρτωλόν κατεκχέουσαν των ποδών αυτό το μύρον εν τη οικία του Φαρισαίου. Απολινάριος δε και Θεόδωρος μίαν και την αυτήν φασι παρά πάσι τοις ευαγγελισταίς, ακριβέστερον δε τον Ιωάννην την ιστορίαν εκδεδωκέναι...'''Φαίνονται δε Ματθαίος και Μάρκος και Ιωάννης περί της αυτής λέγοντες'''· εν Βηθανία γαρ γεγενήσθαι φασι... Λουκάς δε περί ετέρας..ως είναι ταύτην αμαρτωλόν και εν τη πόλει. εκείνην δε μη αμαρτωλόν...και εν Βηθανία τη κώμη»"''<ref>Τρεμπέλας Ν. Παν., ''Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον'', 4η έκδ., 'Ο Σωτήρ', Αθήνα 1993, σελ. 259Β-260Α.</ref>.<br />
<br />
Αναφέρεται έτσι σε δύο γυναίκες αλλά:<br />
<br />
:* Άλλη στον Λουκά<br />
:* Άλλη στον Ιωάννη και στους δύο συνοπτικούς<br />
<br />
Αυτή την ερμηνεία φαίνεται να ακολουθεί και ο όσιος ''Αθανάσιος Κορίνθου''<ref>''Σχόλια παλαιά εις ευαγγέλιον κατά Λουκάν'', PG 106,1193.</ref> διαχωρίζοντας ότι μόνο η γυναίκα στο κατά Λουκάν ήταν ''αμαρτωλός'':<br />
<br />
:''"η εν τη οικία του Φαρισαίου ελθούσα γυνή ήτις '''ην αμαρτωλός''', ούτε η παρά τω Μάρκω εστίν, ούτε η παρά τω Ιωάννη, ούτε η παρά τω Ματθαίω"''. <br />
<br />
Ο καθ. Τρεμπέλας θεωρεί την ερμηνεία του Βίκτωρα Αντιοχείας ως την ''"ορθοτέρα εκδοχή"'' και με αυτό φαίνεται να συμφωνεί και ο [[Νικόλαος Δαμαλάς|Ν. Δαμαλάς]]:<br />
<br />
:''"Ορθότερον η γυνή αυτή διακρίνεται μεν της του Λουκά, δι' ους λόγους εκθέτει άριστα ο Ζιγαβηνός, ταυτίζεται όμως προς την του Ιω. ιβ 1-8."''<ref>Τρεμπέλας Ν. Παν., ό.π..</ref>.<br />
<br />
<br />
Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και ο καθηγητής Ιω. Καραβιδόπουλος:<br />
<br />
:''"Το ερώτημα που εξετάζουν αρχαιότεροι και νεώτεροι ερμηνευτές είναι η σχέση της διήγησης των Μάρκου και Ματθαίου προς αυτήν του Ιωάννη: Εάν οι τρεις αυτές διηγήσεις περιγράφουν το ίδιο γεγονός πως εξηγείται η έστω και ελάχιστη διαφορά στη χρονολογία (δύο μέρες — έξι μέρες πριν από το Πάσχα); Εάν πάλι πρόκειται για δύο όμοια αλλά πάντως διαφορετικά επεισόδια — όπως δέχονται ορισμένοι ερμηνευτές...αναρρωτιέται κανείς πως είναι δυνατό να έχουμε ακριβώς την ίδια περιγραφή του μύρου, τον ίδιο τόπο (Βηθανία), τις ίδιες αντιδράσεις και συζητήσεις των μαθητών, την ίδια ερμηνεία της πράξης της γυναίκας από τον Ιησού; Νομίζουμε ότι τα κοινά στοιχεία του τόπου, της ερμηνείας τής πράξης, ως προανακρούσματος του ενταφιασμού, της αντίδρασης των μαθητών...ευνοούν την άποψη ότι το ίδιο γεγονός περιγράφουν οι Μάρκος, Ματθαίος και Ιωάννης, με τη διαφορά ότι ο τελευταίος έχει ακριβέστερες πληροφορίες για το όνομα της γυναίκας (που σε καμμία από τις τρεις διηγήσεις δεν παρουσιάζεται ως μετανοούσα αμαρτωλή) και για τη χρονολογία του γεγονότος."''<ref>Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 431-432.</ref>.<br />
<br />
Την ίδια άποψη με τους Δαμαλά, Τρεμπέλα και Καραβιδόπουλο αποδέχονται οι [[Σάββας Αγουρίδης]]<ref>Αγουρίδης Σάββας, ''Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο'', τόμ. Α', Πουρναράς, θεσσαλονίκη 2005, σελ. 532-533.</ref>, [[Γεώργιος Πατρώνος]]<ref>Πατρώνος Π. Γεώργιος, ''Η Ιστορική Πορεία του Ιησού'', Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 442.</ref>, η [[Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια|Θ.Η.Ε.]]<ref>"Ελεημοσύνη", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'', τόμ. 05, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 555.</ref> και άλλοι<ref>π.χ. βλ. Μελέτιος (μητροπ. Αθηνών), ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', εν Κωνσταντινουπόλει 1853, σελ. 100 / Ρηγόπουλος Χρ. Γεώργιος, ''Ο Ιησούς και οι μαθηταί του'', Άρτος Ζωής, Αθήνα 1997, σελ. 78 / Τσιάκος Ηλίας, ''Θεματολογικό Ευρετήριο της Αγίας Γραφής'', έκδ. 2η αναθεωρημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2005, σελ. 244.</ref>.<br />
<br />
==Οι αναφορές των κανονικών ευαγγελίων στη Μαγδαληνή==<br />
<br />
Σύμφωνα με τα κανονικά ευαγγέλια, η Μαγδαληνή ήταν μία από τις πολλές ακολούθους που ευεργετήθηκαν από τον Ιησού και ίσως, όπως οι μαθητές, έτσι κι εκείνες, κατά καιρούς εγκατέλειπαν τα σπίτια και τους συγγενείς τους για να υπηρετήσουν το ιεραποστολικό έργο του Ιησού (ο [[Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον|Ματθαίος]] μάλιστα, εισάγει το όνομά της για πρώτη φορά στο χωρίο ''27:56'' σαν να ήταν κάποιο γνωστό πρόσωπο παρόλο που δεν την είχε μνημονεύσει πάλι μέχρι τότε).<br />
<br />
Βλέπουμε, συγκεκριμένα, μερικές από τις γυναίκες που κατάγονταν από τα μέρη της Γαλιλαίας, να βρίσκονται στα νότια της Ιουδαίας και στην πόλη των Ιεροσολύμων ακόμη, και να βοηθούν το έργο του Ιησού (''Λκ. 23:56''). Ο ευαγγελιστής Λουκάς υπογραμμίζει μερικές φορές, ότι ολόκληρο σχεδόν το ιεραποστολικό έργο το συντηρούσαν οικονομικά πολλές από τις "μαθήτριες" αυτές, διαθέτοντας προφανώς τα οικονομικά μέσα ''"εκ των υπαρχόντων αυταίς"'', για τη συντήρηση, μετακίνηση και διαμονή της συνοδείας του Ιησού (''Λκ. 8:3'').<br />
<br />
* Η ''Μαρία Μαγδαληνή'' είναι εκείνη από την οποία ο Ιησούς διώχνει ''επτά δαιμόνια'' (''Μκ 16:9''), δηλ. "πολλά" καθώς αυτή ήταν η συνήθης χρήση του αριθμού επτά από τους εβραίους.<br />
* Η ''Μαρία η Μαγδαληνή'' μαζί με την ''Μαρία Ιωσή'' παρακολούθησαν την ταφή του Ιησού από τον ''Ιωσήφ Αριμαθαίας'' (''Μκ. 15:47'').<br />
* Η ''Μαρία η Μαγδαληνή'' μαζί με άλλες ακολούθους του Ιησού, βρίσκεται στο [[Γολγοθάς|Γολγοθά]] την ώρα της σταύρωσης (''Μτ. 27:56'').<br />
* Η ''Μαρία η Μαγδαληνή'' ήταν από τους πρώτους που είδαν ότι η πέτρα του τάφου του Ιησού είχε μετακινηθεί (''Μτ 28:1-2'').<br />
* Η ''Μαρία η Μαγδαληνή'' έτρεξε με τις υπόλοιπες γυναίκες να πει στους [[Απόστολοι|μαθητές]] ότι το σώμα του Ιησού έλειπε αλλά εκείνοι δεν το πίστεψαν (''Λκ. 24:10'').<br />
* Η ''Μαρία η Μαγδαληνή'' είναι εκείνη στην οποία πρώτα εμφανίζεται ο αναστημένος Ιησούς (''Μκ. 16:9''), τον οποίο όμως, (σύμφωνα με άλλη διήγηση), δεν τον αναγνωρίσει αμέσως θεωρώντας τον ως κηπουρό (''Ιω. 20:11-18'').<br />
<br />
==Η Μαγδαληνή της [[Απόκρυφα|απόκρυφης]] παράδοσης==<br />
<br />
Σύντομες αναφορές στο πρόσωπο της Μαρίας Μαγδαληνής που δεν ξεφεύγουν όμως από το περιεχόμενο των ''"κανονικών"'' ευαγγελίων συναντάμε στα:<br />
<br />
* Απόκρυφη ''"Επιστολή Τιβερίου προς Πιλάτο"'' κείμενο στα ελληνικά του [[11ος αιώνας|11ου μ.Χ. αιώνα]], δυτικής προέλευσης.<br />
* Απόκρυφο ''"Ευαγγέλιο Πέτρου"'' που η συγγραφή του χρονολογείται στα τέλη του [[2ος αιώνας|2ου αιώνα]].<br />
<br />
Εκεί που οι διηγήσεις φεύγουν μακριά από τα δεδομένα των κανονικών ευαγγελίων είναι στο λεγόμενο ''[http://www.webcom.com/gnosis/naghamm/gop.html Ευαγγέλιο του Φιλίππου]'', ένα ψευδεπίγραφο [[Γνωστικισμός|Γνωστικό]] κείμενο της συλλογής του [[Ναγκ Χαμαντί]], που αποδίδεται στο μαθητή του Ιησού Φίλιππο. Εκεί αναφέρεται για τον Ιησού: <br />
<br />
* ''"[...] Μαρία λεγόταν η αδελφή του και η μητέρα του και η σύζυγος του"'',<br />
* ''"Η σύζυγος του ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς την αγάπησε πολύ [...]"'', και<br />
* ''"Την αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους μαθητές και την φιλούσε συχνά στο στόμα"''<br />
<br />
Επίσης, και το ''Ευαγγέλιο της Μαρίας'' που βρέθηκε στο Γνωστικό Κώδικα του Βερολίνου που έχει χρονολογηθεί στις αρχές του [[5ος αιώνας|5ου αιώνα μ.Χ.]] (αλλά μάλλον η συγγραφή του τοποθετείται πιο πριν) αναφέρει:<br />
<br />
* ''"Ο Πέτρος είπε στη Μαρία, "Αδελφή, ξέρουμε ότι ο Σωτήρας σε αγαπούσε περισσότερο από τις υπόλοιπες γυναίκες"''<br />
<br />
Με αφορμή τα [[Απόκρυφα]] αυτά ευαγγέλια, πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς, αναφέρθηκαν στον "νεανικό έρωτα" του Ιησού με τη Μαρία Μαγδαληνή. Ανάμεσα σε συγγραφείς με αναφορές σε διάφορες συζύγους ή απλά συντρόφους του Ιησού που ταυτίζονται είτε με την Μαγδαληνή είτε με άλλες γυναίκες βρίσκουμε τους ''Νίκο Καζαντζάκη'' (''"Τελευταίος Πειρασμός"''), ''Νίκο Κόκκινο'' (''"Το αίνιγμα του Ιησού της Γαλιλαίας"''), ''Έρνεστ Χέμινγουεϊ'' (''"Σήμερα Παρασκευή"''), ''Ρόμπερτ Γκρέιβς'' ("''Βασιλιάς Ιησούς"''), ''Άντονι Μπέρτζες'' (''"Ο άνθρωπος από τη Ναζαρέτ"'') κ.ά.<br />
<br />
==Η Ορθόδοξη παράδοση για την Μαγδαληνή==<br />
<br />
Σύμφωνα με την παράδοση της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης Εκκλησίας]], μετά την Ανάληψη του Χριστού και την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα, η Μαρία η Μαγδαληνή εξακολούθησε να υπηρετεί το ευαγγελικό κήρυγμα. Όταν μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εγκαταστάθηκε στην [[Έφεσος|Έφεσο]], τον ακολούθησε και η Μαγδαληνή εκεί, όπου και πέθανε. Η μνήμη της εορτάζεται στις [[22 Ιουλίου]].<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
* Πατρώνος Π. Γεώργιος, ''Η Ιστορική Πορεία του Ιησού'', Δόμος, Αθήνα 1991<br />
* Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ''Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα'' (Βιβλική Βιβλιοθήκη #13), τόμ. Α', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999<br />
* ''Χριστιανικός Γνωστικισμός - τα Κοπτικά Κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο'', επιμέλεια - Σάββας Αγουρίδης, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 2004<br />
<br />
[[Κατηγορία:Πρόσωπα της Καινής Διαθήκης]]<br />
<br />
[[en:Mary Magdalene]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%8C%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CF%82&diff=5933Όρθρος2008-06-02T14:43:24Z<p>Magda: en</p>
<hr />
<div>'''Όρθρος''' (από το ρήμα ''όρνυμι''= κινώ, εγείρομαι) ονομάζεται η Ιερή Ακολουθία της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης Εκκλησίας]] που τελείται κάθε πρωί περί την ανατολή του ηλίου, είτε ανεξάρτητα (κάθε πρωί), είτε σε συνδυασμό με τη [[Θεία Λειτουργία]] (κάθε [[Κυριακή]] και στις γιορτές). Όταν συνάπτεται με τον [[Εσπερινός|Μέγα Εσπερινό]], αποτελεί την [[Αγρυπνία]].<br />
<br />
Τα μέρη του ''Όρθρου'' είναι:<br />
<br />
* Ο [[Εξάψαλμος]]<br />
* Το [[Τροπάριο]] ''"Θεός Κύριος"'' και το [[Απολυτίκιο]]<br />
* Τα [[Κάθισμα|Καθίσματα]]<br />
* Τα [[Ευλογητάριο|Ευλογητάρια]]<br />
* Οι [[Αναβαθμοί]]<br />
* Οι [[Κανόνας|Κανόνες]]<br />
* Το [[Κοντάκιο]] ο [[Οίκος]] και το [[Μηνολόγιο]]<br />
* Οι [[Καταβασίες]]<br />
* Το Εωθινό [[Ευαγγέλιο]] που εξιστορεί γεγονότα από την [[Ανάσταση]] του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]]<br />
* Ανάγνωση του 50ου [[Ψαλμοί|ψαλμού]] του [[Δαβίδ]] (τη στιγμή εκείνη ο [[ιερέας]] κρατάει το Ευαγγέλιο και οι πιστοί το ασπάζονται).<br />
* Η Θ' Ωδή της [[Θεοτόκος|Θεοτόκου]]<br />
* Οι [[Αίνοι]]<br />
* Η [[Δοξολογία]]<br />
<br />
Στα παραπάνω υπάρχουν διαφοροποιήσεις στο [[Τυπικό]], αν πρόκειται για όρθρο Κυριακής ή των Δεσποτικών, Θεομητορικών και των εορταζόμενων Αγίων εορτών ή των καθημερινών (χωρίς εορτή).<br />
<br />
Η Ακολουθία του όρθρου αρχίζει με τη δοξολογική εκφώνηση του ιερέα ''"Δόξα τη αγία και ομοουσίω και ζωοποιώ και αδιαιρέτω Τριάδι"'' και κατακλείεται με τη Δοξολογία ''"Δόξα Σοι τω δείξαντι το φως"''.<br />
<br />
[[Κατηγορία:Ακολουθίες]]<br />
<br />
[[en:Matins]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1&diff=5932Χριστούγεννα2008-06-02T14:40:47Z<p>Magda: /* Πρόσθετη ανάγνωση */ en, mk, ro</p>
<hr />
<div>'''Χριστούγεννα''' ονομάζεται η σημαντική [[Δεσποτικές εορτές|Δεσποτική εορτή]] της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]], ο οποίος σύμφωνα με το [[Σύμβολο της Πίστεως]] της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης Εκκλησίας]], ενσαρκώθηκε ''"εκ [[Άγιο Πνεύμα|Πνεύματος αγίου]] και [[Θεοτόκος|Μαρίας της Παρθένου]]"'' και κατήλθε ''"εκ των ουρανών"'' ''"δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν"''.<br />
<br />
Η αρχαία αυτή εορτή, κατά τον 3ο αιώνα ταυτιζόταν με τα [[Θεοφάνεια]] (6 Ιανουαρίου), αλλά μετατέθηκε στις 25 Δεκεμβρίου στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα ''"προφανώς στη [[Ρώμη]] για να εξισορροπηθή η λαμπρότητα της εθνικής εορτής του Ηλίου (dies invicti Solis)"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 917.</ref>.<br />
<br />
Ως ιστορικό γεγονός, η γέννηση του Χριστού τοποθετείται στο 747/6 από κτίσεως Ρώμης ή το 7/6 π.Χ. και συντελέσθηκε κατά την περίοδο της βασιλείας του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα, του Οκταβιανού Αυγούστου (27 π.Χ. - 14 μ.Χ.) και της ακμής της Pax Romana (Ρωμαϊκής Ειρήνης)<ref>Δεσπότης Σ. Σωτήριος, ''Ο Κώδικας των Ευαγγελίων'', Άθως, Αθήνα 2007, σελ. 425</ref>.<br />
<br />
==Γεγονότα που σχετίζονται με τη γέννηση του Χριστού στην Καινή Διαθήκη==<br />
<br />
* Ο Λόγος γίνεται σαρξ (''Ιωάν. 1:1—18'').<br />
* Οι γενεαλογικοί κατάλογοι των προπατόρων του Ιησού (''Ματθ. 1:2—17. Λουκ. 3:32—38'').<br />
* Ο Ευαγγελισμός της [[Θεοτόκος|Θεοτόκου]] από τον αρχάγγελο [[Γαβριήλ]] (''Λουκ. 1:26—38'').<br />
* Ο μνήστωρ [[Ιωσήφ]] μπροστά στο μυστήριο της θείας σαρκώσεως (''Ματθ. 1:18— 25''. ''Λουκ. 2:1—7'').<br />
* Η Γέννηση και η προσκύνηση των ποιμένων (''Λουκ. 2:8—29'').<br />
* Η περιτομή και η Υπαπαντή (''Λουκ. 2:21—40'').<br />
* Η προσκύνηση των μάγων (''Ματθ. 2:1—12'').<br />
* Η φυγή στην Αίγυπτο και η επιστροφή στη [[Ναζαρέτ]] (''Ματθ. 2:13—23'').<br />
<br />
==Ιστορία του εορτασμού των Χριστουγέννων==<br />
<br />
Η γέννηση του Ιησού ως ανθρώπου παρουσιάζεται στην [[Καινή Διαθήκη]] ως ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία όλης την ανθρωπότητας<ref>''Ματθ. 1:18-23''. ''Λουκ.2:1-7''. ''Φιλιπ. 2:6–7''.</ref> και παρόμοια εκφράζονται και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες.<br />
<br />
Αυτή η σημαντική ''Δεσποτική'' γιορτή της κατά σάρκα γεννήσεως του Χριστού είναι ξεχωριστή και σύμφωνα με τον [[Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός|Γρηγόριο Ναζιανζηνό]] δεν θα πρέπει να συγχέεται με τα γενέθλια οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, αφού στα Γενέθλια αυτά<ref>Ο [[Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός]] αναφέρεται στα ''"Γενέθλια του Σωτήρος"'' και σχολιάζει: ''"Τα δε νυν Θεοφάνια, η πανήγυρις͵ είτουν Γενέθλια· λέγεται γάρ αμφότερα, δύο κειμένων προσηγοριών ενί πράγματι. Εφάνη γάρ Θεός ανθρώποις διά γεννήσεως· τό μέν ών, καί αεί ών εκ τού αεί όντος, υπέρ αιτίαν καί λόγον (ουδέ γάρ ήν τού Λόγου λόγος ανώτερος)· τό δέ, δι΄ ημάς γενόμενος ύστερον, ίν΄ ο τό είναι δούς, καί τό εύ είναι χαρίσηται· μάλλον δέ, ρεύσαντας ημάς από τού εύ είναι διά κακίαν, πρός αυτό πάλιν επαναγάγη διά σαρκώσεως. Όνομα δέ, τώ φανήναι μέν, "Θεοφάνια"· τώ δέ γεννάσθαι, "Γενέθλια". Τούτό εστιν ημίν η πανήγυρις, τούτο εορτάζομεν σήμερον, επιδημίαν Θεού πρός ανθρώπους [...] Τοιγαρούν εορτάζωμεν, μή πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς· μή κοσμικώς, αλλ΄ υπερκοσμίως"''. (Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος ΛΗ')</ref> εορτάζουμε το μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός ότι ''"εφάνη γαρ Θεός ανθρώποις δια γεννήσεως"''<ref>PG 36, 313</ref>. Τα ''Γενέθλια του Σωτήρα'', με την έννοια που δίνει ο Γρηγόριος δηλ. ως ''Θεοφάνια'', είναι γιορτή ''"αρχαιότατη"'' που ''"συνεωρτάζετο μέχρι της Δ' εκατονταετίας, υπό την καθολικωτέραν επίκλησιν Επιφάνεια, την στ' Ιανουαρίου...μετά της μεγάλης...εορτής του Βαπτίσματος...ο συνεορτασμός των δύο αυτών...εορτών εστηρίζετο εις την, ευθύς μετά την ιστόρησιν του Βαπτίσματος του Ιησού παρά του Ιωάννου, ρήσιν του Ευαγγελιστού Λουκά 'και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος'...Πρώτος ποιείται μνείαν της εορτής Κλήμης ο Αλεξανδρεύς..."''<ref>"Χριστούγεννα", ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 351.</ref>.<br />
<br />
Στην [[Καινή Διαθήκη]] αναφέρεται ότι η ημέρα της γέννησης του Ιησού ήταν ένα εξαιρετικά χαρμόσυνο γεγονός για ανθρώπους και [[Άγγελος|αγγέλους]] λόγω της γέννησης του Σωτήρα<ref>''"ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τώ λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ"'' (Λουκ. 2: 10-11), ''"αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών"'' (Ματθ. 1:21)</ref>. Η χαρά αυτή, στα ιερά κείμενα εκδηλώνεται με ύμνους<ref>''"καί εξαίφνης εγένετο σύν τώ αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τόν Θεόν καί λεγόντων· δόξα εν υψίστοις Θεώ καί επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία."'' (Λουκ. 2:13-14)</ref> και κατά το πρότυπο αυτό εορτάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με ιδιαίτερη υμνολογία<ref>Απολυτίκιο Θείας Λειτουργίας των Χριστουγέννων ''"Σήμερον τής σωτηρίας ημών τό Κεφάλαιον, καί τού απ' αιώνος Μυστηρίου η φανέρωσις, ο Υιός τού Θεού, Υιός τής Παρθένου γίνεται, καί Γαβριήλ τήν χάριν ευαγγελίζεται, Διό σύν αυτώ τή Θεοτόκω βοήσωμεν, Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού"''.</ref> η Γέννηση του Θεανθρώπου αφού κάθε θεσμός ή συνήθειά της θεωρείται ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει και να εξελιχθεί μέσα στον οργανισμό της αν δεν έχει καινοδιαθηκική κατοχύρωση<ref>Ι. Παναγιωτόπουλος, ''Συνείσακτοι'', Αθήνα 2000, σελ. 33.</ref>.<br />
<br />
Κοντά στην χρονική περίοδο που γεννήθηκε "ο Σωτήρας" της ανθρωπότητας, δεν υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας στην οποία γεννήθηκε ο Ιησούς. Στην πραγματικότητα, ούτε ο χρονικός προσδιορισμός της έναρξης εορτασμού των γενεθλίων του Ιησού μπορεί γίνει με βεβαιότητα. Για μερικούς ερευνητές, τις πρώτες αναφορές περί εορτασμού της γέννησης του Χριστού (στις [[6 Ιανουαρίου]]), τις συναντάμε στα κείμενα του [[Πάπας Τελεσφόρος|Πάπα Τελεσφόρου]] ([[125]]-[[136]] μ.Χ.)<ref><br />
* ''"In fact, the early church did not celebrate the birth of Christ at all until 125, when Telesphorus, the second bishop of Rome, declared that church services should be held to memorialize "the Nativity of our Lord and Savior"...Eventually, the most common date for celebrating Christ's birth was January 6th"'' (Ace Collins, ''Stories Behind the Great Traditions of Christmas'', Zondervan, 2003, 12-13)<br />
* ''"Το ουσιαστικό πρόβλημα ανέκυψε όταν ο πάπας Τελεσφόρος (125-136 μ.Χ.), για πρώτη φορά γύρω στο 135 μ.Χ., αποφάσισε να μνημονεύσει το ιδιαίτερο γεγονός της έλευσης του Θεανθρώπου στον κόσμο, θεσπίζοντας τη γιορτή των Χριστουγέννων, επί βασιλείας τού αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.)."'' (Στράτος Θεοδοσίου-Μάνος Δανέζης, ''Στα ίχνη του ΙΧΘΥΣ'', Δίαυλος, Αθήνα, 2000, σελ. 533)</ref>, στοιχεία που από άλλους δεν θεωρούνται αυθεντικά, αλλά μεταγενέστερες παρεμβολές<ref>:''"According to the later spurious "decretals" it would appear that Telesphorus, as Bishop of Rome, established many festivals about 130 AC, settling Lent and Ember days, as well as Christmas."'' (J. G. R. Forlong, Encyclopedia of Religions Or Faiths of Man, Kessinger Publishing, 2003, c1906, 459)</ref>. Σε άλλες περιπτώσεις, έναρξη εορτασμού της γέννησης του Χριστού πιθανολογείται γενικά ο δεύτερος<ref><br />
* ''"The church in Rome chose that day to celebrate His birth in the second or third century in order to obscure a thoroughly pagan holiday that was traditionally celebrated on that day. Earlier the Eastern Orthodox church chose to honor Christ’s birth on January 6, Epiphany."'' (J.I. Packer et al., Nelson's Illustrated Manners and Customs of the Bible, Thomas Nelson, 1997, 40)<br />
* ''"Άλλοι πάλι ερευνητές διατυπώνουν την άποψη ότι τα πρώτα ίχνη της γιορτής των Χριστουγέννων ανεφάνησαν όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λούκιος Κόμμοδος (180-192 μ.Χ.)"'' (Στράτος Θεοδοσίου-Μάνος Δανέζης, ''Στα ίχνη του ΙΧΘΥΣ'', Δίαυλος, Αθήνα, 2000, σελ. 533)</ref> ή και ο τρίτος αιώνας<ref><br />
* ''"Epiphany (Gk. επιφάνεια, ‘manifestation’; later τα επιφάνια is used of the feast). Feast of the Church on 6 Jan. It originated in the E., where it was celebrated in honour of the Baptism of Christ (sometimes also in connection with the Nativity) from the 3rd cent. onwards."'' (F. L. Cross and Elizabeth A. Livingstone, ''The Oxford Dictionary of the Christian Church'', Oxford University Press, 2005, 557)</ref>. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο εορτασμός των Χριστουγέννων έγινε για πρώτη φορά στην [[Αντιόχεια]] κατά τον 4ο αιώνα από τους [[Ευσταθιανοί|Ευσταθιανούς]], ένα χριστιανικό κίνημα που είχε άμεση σχέση με την Εκκλησία της Ρώμης<ref>''[[Το Βήμα]]'', 24 Δεκεμβρίου 2005, σ. A20, «[http://www.tovima.gr/print_article.php?e=B&f=14649&m=A20&aa=1 Τα μυστήρια των Χριστουγέννων]».</ref>.<br />
<br />
Σύμφωνα με αμφισβητούμενη παράδοση του 8ου αιώνα<ref>"Χριστούγεννα", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (ΘΗΕ), τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 351</ref>, στο έργο ''Περί της Γεννήσεως του Χριστού προς Ζαχαρίαν τον Καθολικόν της Μεγάλης Αρμενίας'' του [[Αρχιεπίσκοπος Νικαίας Ιωάννης|αρχιεπισκόπου Νικαίας Ιωάννη]]<ref>Σχολάριος Δωρόθεος, ''Κλείς πατρολογίας και βυζαντινών συγγραφέων'', εν Αθήναις 1879, σελ. 421</ref>, στα αρχεία της [[Εκκλησία της Ρώμης|Εκκλησίας της Ρώμης]] φέρεται να υπήρχε έγγραφο του [[Φλάβιος Ιώσηπος|Ιωσήπου]] το οποίο καταδείκνυε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε την 9η του μηνός Σαπέτ, που αντιστοιχεί στην 25η Δεκεμβρίου<ref>PG 96, 1441. Πρβλ. και Δημητρίου Θ. Κόκκορη, ''Ορθοδοξία & Κακοδοξία'', τ. Γ', Αθήνα 1993, σελ. 159-160: ''"Είναι γνωστό από το Οδοιπορικό της Αιθερίας, ότι ο επίσκοπος Ιεροσολύμων ετέλη την μεν εορτή της γεννήσεως στα Ιεροσόλυμα, την δε της βαπτίσεως στον Ιορδάνη. Επειδή ήτο αδύνατο την αυτή ημέρα, λόγω αποστάσεων να ευρίσκεται και στα δύο, παρεκάλεσε δι' επιστολής τον πάπα Ρώμης Ιούλιο, να ερευνήση τα αρπαγέντα υπό του Τίτου αρχεία των Ιεροσολύμων μήπως ανεύρη τι. Κατά την έρευνα ανευρέθη χρονογράφημα του Εβραίου ιστορικού Ιωσήπου στο οποίο ανεφέρετο ότι ο Χριστός εγεννήθη την 9η του Εβραϊκού μηνός Σαπέτ, η οποία αντιστοιχεί με την 25η Δεκεμβρίου. Έτσι από το 335 μ.Χ. ήρχισε νά εορτάζεται η ημέρα αυτή ως γενέθλιος του Χρίστου"''.</ref>.<br />
<br />
Οι ιστορικές πηγές υποδεικνύουν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο [[335]]<ref>* Β. Στεφανίδης: «Η εκκλησιαστική εορτή των ''Χριστουγέννων'' της 25ης Δεκεμβρίου εισήχθη περί το 335 εν Ρώμη. Εις την εισαγωγήν τής εορτής πιθανώς συνετέλεσεν η κατά την αυτήν ημέραν μεγάλη εθνική εορτή του ηλίου (dies solis invictis). Εκ της Ρώμης η εορτή των Χριστουγέννων μετεδόθη εις την επίλοιπον Δύσιν και εις την Ανατολήν». (Β. Στεφανίδη, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', εκδ. Παπαδημητρίου, 1959, σελ. 313).</ref>, αν και κάποιοι ερευνητές βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ''Πατρολογία'', Τόμος Α', Αθήνα, 2000, έκδ. 4η, σελ. 474: ''"O πάπυρος Rainer 542 παραδίδει τρεις αρχαίους ύμνους, οι οποίοι ανήκουν μάλλον στον Γ' αιώνα, αφού ο πάπυρος είναι των άρχων του Δ'. [...] Πιθανόν να πρόκειται για ύμνο στα Χριστούγεννα: "Ο γεννηθείς εν Βηθλεέμ / και ανατραφείς εν Ναζαρέτ / και οικήσας εν τη Γαλιλαία...Ποιμένες αγραυλούντες / εθαύμασαν ουν / γονυπεσόντες έλεγον..."''</ref> θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον [[Βασίλειος Καισαρείας|Μέγα Βασίλειο]] στην [[Καισάρεια]] της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ.<ref><br />
* Β. Στεφανίδου, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', Παπαδημητρίου, 1959, σελ. 778: ''"376 (περίπου) καθιερούται και εν Ανατολή ο εορτασμός των Χριστουγέννων κατά την 25ην Δεκεμβρίου."''<br />
* Στράτος Θεοδοσίου-Μάνος Δανέζης, ''Στα ίχνη του ΙΧΘΥΣ'', Δίαυλος, Αθήνα, 2000, σελ. 537:''"[...] η συμβατική ημερομηνία γέννησης του Ιησού, πρέπει να καθιερώθηκε στην Ανατολή γύρω στο 376 μ.Χ. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισαρεία της Καππαδοκίας το συγκεκριμένο αυτό έτος."''</ref>.<br />
<br />
Μία από τις πολλές ερμηνείες για τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού, αναφέρεται στην επιθυμία του Χριστιανισμού να εξοβελίσει σημαντικές παγανιστικές (μη χριστιανικές) γιορτές που τηρούνταν εκείνον τον καιρό<ref><br />
* ''"Η εκκλησία της Ρώμης επέλεξε εκείνη την ημέρα για να γιορτάσει τη γέννησή του (σ.σ. Χριστού) το δεύτερο ή τρίτο αιώνα προκειμένου να εξαφανίσει εντελώς τις παραδοσιακά εορταζόμενες ειδωλολατρικές γιορτές εκείνης της περιόδου"'' (J.I. Packer et al., ''Nelson's Illustrated Manners and Customs of the Bible'', Nashville: Thomas Nelson, 1995, 40)<br />
<br />
*''"Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, η δημοφιλέστερη και ευρέως κρατούσα άποψη σχετικά με την ημερομηνία των Χριστουγέννων είναι ότι οι πρώτοι Χριστιανοί, εκχριστιάνισαν σκόπιμα την ειδωλολατρική γιορτή του ήλιου"'' (Robert Webber, ''The Services of the Christian Year'', Nashville: Star Song Pub. Group, 1994, 159).</ref>.<br />
<br />
Aυτά τα γεγονότα ''"με κανένα τρόπο δεν άλλαξαν τον ουσιώδη χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστεως"''<ref>Ward McAfee, ''Τα πέντε μεγάλα ζωντανά θρησκεύματα'', (Μτφρ: Σάββας Αγουρίδης), Άρτος Ζωής, 2001, 3η έκδ. σελ. 192</ref> και πλέον στις γιορτές αυτές ο ''Ήλιος της Δικαιοσύνης'' ήταν ο Χριστός της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]]<ref>Με βάση το θεωρούμενο ως προφητικό για το πρόσωπο του Χριστού χωρίο του ''Μαλ. 3:20'': ''"ανατελεί υμίν τοίς φοβουμένοις το όνομά μου ήλιος δικαιοσύνης"'' (βλ. και ''Ζαχ. 6:12'' ''"ανατολή όνομα αυτώ"'' όπως και ''Ψαλμ. 18:6 ''"εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού"''). Σε πατερικές ερμηνείες βλέπουμε το συσχετισμό αυτό: ''"Χριστός Κύριος ο της αναστάσεως ήλιος"'' (Κλήμ. Αλεξ. ''Προτρεπτικός'', 9.84), ''"Ο Κύριος υμών ο ήλιος της Δικαιοσύνης εστίν"'' (Ωριγ. "Υπόμνημα και Ομιλίαι εις τους Ψαλμούς", 12.1241), ''"ήλιος Δικαιοσύνης και ανατολή εν ταις Γραφαίς ωνόμασται ο Χριστός"'' (Ιωάν. Δαμασκ. ''Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως'', 8.5) κ.ά.</ref>, το ''"φως του κόσμου"'' (''Ιωάν. 8:12'') και όχι ο θεός Ήλιος των Ρωμαίων, ενώ ο χριστιανικός κόσμος γιόρταζε με δοξολογία (''"σύν τώ αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων...δόξα εν υψίστοις Θεώ καί επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία"'' ''Λουκ. 2:13-14'') αυτό το χαρμόσυνο για όλους γεγονός (''"ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τώ λαώ"'' (''Λουκ. 2:10'').<br />
<br />
Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις [[25 Δεκεμβρίου]] πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο [[376]]. Με τον χρόνο επεκράτησε σε όλο τον [[Χριστιανικός κόσμος|χριστιανικό κόσμο]] εκτός της [[Αρμενική Ορθόδοξη Εκκλησία|Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας]] που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνια.<br />
<br />
==Το νόημα του εορτασμού των Χριστουγέννων στην Ορθόδοξη Εκκλησία==<br />
<br />
Η σπουδαιότητα της εορτής των Χριστουγέννων είναι δεδομένη για τους [[Πατρολογία|Πατέρες]] της Εκκλησίας αφού όπως λέει ο [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος]] είναι ''"η πασών των εορτών σεμνότατη καί φρικωδέστατη...Από γαρ ταύτης τα Θεοφάνια και το Πάσχα το Ιερόν και η Ανάληψις και η Πεντηκοστή την αρχήν και την υπόθεσιν έλαβον"''<ref>PG 48,752.</ref>, δηλ. η γέννηση του Χριστού ήταν η αρχή μιας σειράς σπουδαίων γεγονότων στην πορεία της [[Θεία Οικονομία|Θείας Οικονομίας]].<br />
<br />
Για τους Ορθοδόξους, ''"η γιορτή των Χριστουγέννων δεν έχει μόνο έντονο θεοκεντρικό χαρακτήρα άλλα και βαθύτατη και ουσιαστική ανθρωπολογική σημασία. Το γεγονός της γέννησης του Ιησού και της σάρκωσης του Λόγου δίνει μια εντελώς νέα διάσταση στην κατανόηση του ανθρώπου και της ιστορίας του. Με το γεγονός της [[Βηθλεέμ]] δεν έχουμε ουσιαστικά ύψωση του Θεού αλλά ύψωση και θέωση του ανθρώπου. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να γίνουμε εμείς 'θεοί' κατά χάρη. Ο Θεός στη φάτνη φανερώνεται και γίνεται ως 'εις εξ ημών'. Γι' αυτό η θεολογία της σαρκώσεως είναι ουσιαστικά 'κενωτική' θεολογία. Ο Θεός 'κατέρχεται' στον κόσμο μας, 'κενούται', για να υψωθούμε εμείς και 'πληρωθούμε' από τη 'δόξα' του, όπως ύμνησαν οι Άγγελοι την ιερή εκείνη νύχτα. Στη Βηθλεέμ σαρκώθηκε ο Λόγος και γεννήθηκε ο Άνθρωπος, ο 'πνευματικός' Αδάμ. Η έννοια της θεανδρικότητας τίθεται πλέον ως ουσιαστικό 'στοιχείο' στη νέα χριστιανική ανθρωπολογία. Τα Χριστούγεννα παρουσιάζονται πιο πολύ ως γιορτή του ανθρώπου παρά του Θεού. Είναι η γενέθλια ημέρα του Χριστού αλλά και του καθενός ανθρώπου μέσα στην πίστη"''<ref>Πατρώνος Π. Γεώργιος, ''Η Ιστορική Πορεία του Ιησού'', Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 135.</ref>.<br />
<br />
:Όπως αναφέρει σχετικά ο άγ. [[Μάξιμος ο Ομολογητής]] πρόκειται για ένα ''μυστήριο'':<br />
<br />
''"Ας παρατηρήσομε με πίστη το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως και ας δοξάσομε μόνο με απλότητα Εκείνον που ευδόκησε να γίνει αυτό για μας. Γιατί ποιος μπορεί, θαρρώντας σε λογικές αποδείξεις, να πει πώς γίνεται σύλληψη του Θεού Λόγου; Πώς γίνεται σχηματισμός σάρκας χωρίς σπορά; Πώς γίνεται γέννηση χωρίς φθορά της παρθενίας; Πώς είναι μητέρα εκείνη που και μετά τον τοκετό έμεινε παρθένος;...πώς ο Θεός γίνεται άνθρωπος;...Πώς ο ίδιος, και όλος είναι Θεός κατά φύση, και όλος έγινε κατά φύση άνθρωπος, χωρίς ν' απαρνηθεί καθόλου καμία φύση, ούτε τη θεία κατά την οποία είναι Θεός, ούτε τη δική μας κατά την οποία έγινε άνθρωπος; Μόνο η πίστη χωρεί αυτά τα μυστήρια, γιατί αυτή κάνει χειροπιαστά τα πράγματα που υπερβαίνουν το νου και τη λογική."''<ref>Άγιος Μάξιμος Ομολογητής, ''Κεφάλαια διάφορα περί θεολογίας, οικονομίας, αρετής και κακίας, Γ' εκατοντάς'', 13 (στο ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 150).</ref>.<br />
<br />
==Υμνογραφία Χριστουγέννων==<br />
<br />
Η Βυζαντινή υμνογραφία των εορτών των Χριστουγέννων χαρακτηρίζεται όχι μόνο πλούσια και πανηγυρική αλλά έχει και μεγάλη ποιητική αξία. Οι καταβασίες, τα μεγαλυνάρια, τα στιχηρά ιδιόμελα, τα κοντάκια των ύμνων, οι κανόνες εκφράζουν αισθήματα δέους και θάμβους, κατάνυξης και ευλάβειας. Οι μεγάλοι υμνογράφοι στους ύμνους τους συμπυκνώνουν σε απαράμιλλους στίχους όλη τη θεολογία της Εκκλησίας.<br><br />
<br />
[[Απολυτίκιο]] Χριστουγέννων<br><br />
{{Πολυτονικό|«''Ἡ Γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν''<br><br />
''ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως''<br><br />
''ἐν αυτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες''<br><br />
''ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο''<br><br />
''Σὲ προσκυνεῖν τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης''<br><br />
''καὶ Σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν''<br><br />
''Κύριε δόξα Σοι''.»}}<br />
<br />
Ο [[Ιωάννης ο Δαμασκηνός]] (8ος αι.) συνέθεσε τον «κανόνα εις την Χριστού γέννησιν»:<br> <br />
<br />
{{Πολυτονικό|«''Νύμφης πανάγνου τὸν πανόλβιον τόκον,''<br/><br />
''ἰδεῖν ὑπὲρ νοῦν ἠξιωμένος χορός,'' <br/><br />
''ἄγραυλος, ἐκλονεῖτο τῷ ξένῳ τρόπῳ'' <br/><br />
''τάξιν μελωδούσάν τε τῶν Ἀσωμάτων,'' <br/><br />
''Ἄνακτα Χριστόν, ἀσπόρως σαρκούμενον''»}}<br />
<br />
Ο Μέγιστος των Υμνογράφων [[Ρωμανός ο Μελωδός]] συνθέτει στιχηρά προεόρτια και τρία κοντάκια για τα Χριστούγεννα μεταξύ των οποίων το πλέον γνωστό:<br><br />
{{Πολυτονικό|«''Ἡ Παρθένος σήμερον''<br/><br />
''τὸν Ὑπερούσιον τίκτει''<br/><br />
''καὶ ἡ Γῆ τὸ σπήλαιον''<br/><br />
''τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει''<br/><br />
''Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι''<br/><br />
''Μάγοι δὲ μετὰ αστέρος ὁδοιποροῦσι''<br/><br />
''Δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον''<br/><br />
''ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.''»}}<br />
<br />
<br />
Στιχηρά ιδιόμελα για την Γέννηση έχουν γράψει επίσης ο Μοναχός Κυπριανός (σύγχρονος του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού) που φέρεται και ως ο δημιουργός των σύντομων στιχηρών (όπως «''Οίκος του Εφραθά, η πόλις η Αγία, των προφητών η δόξα, ευτρέπισον τον οίκον, εν ω το θείον τίκτεται''»), ο Ανατόλιος ο Στουδίτης (ίδιας εποχής) στον οποίο αποδίδονται τα απόστιχα της κυριώνυμης ημέρας και το μεθεόρτιο δοξαστικό: «''Αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού ...''», ο Ανδρέας ο Πηρός ή Τυφλός (8ος αι.): «''Χριστού τα γενέθλια πιστώς προεορτάσωμεν...''», ο Βυζάντιος ή Βύζας : «''Φάτνη δε υπεδέχου τον τω λόγω λύσαντα της αλόγου πράξεως ημάς τους γηγενείς ...''» κ.ά.<br />
<br />
Από τους υμνογράφους της εορτής γνωστοί είναι οι Ιωάννης ο Μοναχός, ο γνωστός Κοσμάς ο Μαϊουμά ο μελωδός: «''Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστόν εξ Ουρανού απαντήσατε ...''», ο Ανδρέας Κρήτης, η Κασσία, ποιήτρια του δοξαστικού ιδιόμελου του Εσπερινού «''Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης ...''» κ.ά.<br />
<br />
==Εσφαλμένες προσπάθειες εντοπισμού της ημερομηνίας γέννησης του Κυρίου==<br />
<br />
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γιορτάζονται ημερομηνίες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία κηρύττουμε το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και την μια μέρα τονίζουμε την Γέννησή Του, την άλλη μέρα τονίζουμε το γεγονός ότι βαπτίστηκε, το γεγονός ότι υπάκουε στον προφήτη του Θεού, την άλλη μέρα τονίζουμε το γεγονός ότι σταυρώθηκε για μας, την άλλη μέρα τονίζουμε ότι αναλήφθηκε. Οποιαδήποτε μέρα του έτους θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα, διότι ο στόχος μας δεν είναι να τονίσουμε ημερομηνίες. Είναι να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο του Χριστού, που περιλαμβάνει τα πάντα: την Γέννησή Του, την Βάπτισή Του, την Σάρκωση, την επι γης πρώτη Του Παρουσία, την σταυρική του Θυσία, την Ανάστασή Του.<br />
<br />
Είναι λοιπόν εσφαλμένα τα κίνητρα όσων προσπαθούν να προσδιορίσουν την ημερομηνία γέννησης του Κυρίου, είτε για να γιορτάζουν την ημέρα αυτή "ακριβώς", είτε για να αποδείξουν ότι δήθεν η ημερομηνία γιορτής της Εκκλησίας είναι εσφαλμένη.<br />
<br />
===Η προσπάθεια εντοπισμού με βάση την Εφημερία Αβιά===<br />
<br />
Μία προσπάθεια εντοπισμού αυτής της ημέρας, με στόχο να "αποδείξει" ότι δήθεν είναι λάθος η ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου ως ημερομηνία εορτής των Χριστουγέννων, στηρίζεται στον υπολογισμό της γέννησης του Ιωάννη του Βαπτιστή, που γνωρίζουμε ότι είχε 6 μήνες διαφορά από τον Ιησού Χριστό στην ηλικία. Και η ημερομηνία γέννησης του Ιωάννη, γίνεται προσπάθεια να εντοπισθεί, με βάση την ημερομηνία της σύλληψής του, με δεδομένη την εφημερία του πατέρα του που ήταν Ιερέας.<br />
<br />
'''Η "λογική" αυτού του υπολογισμού'''<br />
<br />
Η Αγία Γραφή μας λέει ότι ο Ιωάννης γεννήθηκε 6 μήνες πριν από τον Κύριο Ιησού (Λουκάς 1/α΄ 24 - 26).<br />
<br />
Σ' αυτά τα εδάφια, φαίνεται ότι η Παναγία συνέλαβε τον Ιησού 6 μήνες μετά τη σύλληψη του Ιωάννη από την Ελισάβετ, συνεπώς αυτή ήταν και η διαφορά ηλικίας τους.<br />
<br />
Για να υπολογίσουν την ημερομηνία γεννήσεως του Ιωάννη, χρησιμοποιούν το εδάφιο Λουκάς 1/α΄ 23, 24, όπου αναφέρεται ότι η Ελισάβετ έμεινε έγκυος αμέσως ΄΄μετά τις ημέρες της λειτουργίας΄΄ του ιερέα Ζαχαρία στο Ναό, που ήταν πατέρας του Ιωάννη. Αν λοιπόν βρούμε πότε ήταν οι ημέρες λειτουργίας του Ζαχαρία, μπορούμε να βρούμε τη γέννηση του Ιωάννη, και κατ' επέκτασιν τη γέννηση του Ιησού Χριστού.<br />
<br />
Από το Λουκάς 1/α΄ 5, πληροφορούμαστε ότι ο Ζαχαρίας ιεράτευε κατά την ΄΄εφημερία Αβιά΄΄. Αυτή ήταν μία από τις 24 εφημερίες που είχαν οι Ισραηλίτες για τους ιερείς τους.<br />
<br />
Τα ονόματα και η σειρά των 24 εφημεριών, φαίνονται στο Α΄ Χρονικών 24/κδ΄ 7 - 18. Εκεί, στο εδάφιο 10, φαίνεται ότι η εφημερία του Αβιά ήταν η 8η. Έτσι, διαιρώντας τους 12 μήνες του χρόνου με το 24, βγαίνουν 15 ημέρες για κάθε εφημερία. Η εφημερία του Αβιά λοιπόν, είναι το 8ο δεκαπενθήμερο της κάθε χρονιάς.<br />
<br />
Από πότε όμως θα πρέπει να αρχίσουμε να μετράμε; Το Εβραϊκό έτος, δεν άρχιζε τον Ιανουάριο. Αυτό το βλέπουμε στην Έξοδο 12/ιβ΄ 1,2, που λέει για το μήνα Νισσάν ή Αβίβ της Εξόδου του Ισραήλ από την Αίγυπτο: ΄΄Ο μην ούτος θέλει είσθαι εις εσάς αρχή μηνών. Πρώτος των μηνών...΄΄ Έτσι λοιπόν, για να βρουν την εφημερία Αβιά, λογαριάζουν 8 δεκαπενθήμερα, αρχίζοντας από τα μέσα Μαρτίου, στα οποία αντιστοιχεί η αρχή του μηνός Νισσάν ή Αβίβ.<br />
<br />
΄Εχουμε λοιπόν: 15 Μαρτίου + 8 δεκαπενθήμερα = 15 Ιουλίου: Τέλος εφημερίας Αβιά, και αρχή εγκυμοσύνης της Ελισάβετ.<br />
<br />
15 Ιουλίου + 6 μήνες = 15 Ιανουαρίου: Εγκυμοσύνη της Παναγίας.<br />
<br />
15 Ιανουαρίου + 9 μήνες = 15 Οκτωβρίου περίπου η γέννηση του Ιησού.<br />
<br />
<br />
'''Tα λάθη τού παραπάνω υπολογισμού'''<br />
<br />
'''1ο σφάλμα:''' Ο υπολογισμός αυτός, στηρίζεται στη σειρά των εφημεριών, τότε που πρωτοξεκίνησαν να λειτουργούν. Όταν όμως η [[Καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους|Ιερουσαλήμ καταστράφηκε το 587 π.Χ.]], οι εφημερίες έπαψαν, και οι εφημέριοι σκορπίστηκαν.<br />
<br />
Όταν λοιπόν επέστρεψαν από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, και ξανάρχισαν να λειτουργούν, η σειρά ήταν πλέον διαφορετική! Μπορούμε να τη διαβάσουμε στην Αγία Γραφή, στο Νεεμία 12/ιβ΄ 1 - 7.<br />
<br />
Τότε επέστρεψαν μόνο 4 από τις 24 εφημερίες. Εκεί παρατηρούμε ότι η εφημερία του Αβιά, δεν είναι πλέον 8η, αλλά 12η! Έτσι, θα πρέπει να προσθέσουμε στον παραπάνω υπολογισμό, ακόμα 4 δεκαπενθήμερα, και έτσι η γέννηση του Ιησού Χριστού, γίνεται:<br />
<br />
15 Οκτωβρίου + 60 ημέρες = 15 Δεκεμβρίου περίπου η γέννηση του Χριστού!<br />
<br />
Σκεφτείτε, πως αυτή η ημερομηνία, είναι εξαιρετικά κοντινή στις 25 Δεκεμβρίου, και θα ήταν εύκολο να εξηγηθούν αυτές οι 10 ημέρες, ώστε να υποστηρίξουμε ότι πράγματι ο Κύριος Ιησούς γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου.<br />
<br />
Επειδή όμως θέλουμε να είμαστε συνεπείς και σοβαροί με τα πιστεύω μας, δεν θα επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότερα σφάλματα στον υπολογισμό τους.<br />
<br />
'''2ο σφάλμα:''' Στην πραγματικότητα, καμία σοβαρή μελέτη επί του θέματος, δεν λέει ότι η κάθε εφημερία ιεράτευε επί δεκαπέντε ημέρες. Η εφημερία ήταν μόνο για μία εβδομάδα, από Σάββατο σε Σάββατο, και αυτό γινόταν δύο φορές το χρόνο. (Φλάβιος Ιώσηπος: ΄΄Αρχαιότητες΄΄, βιβλίο 7ο, 14: 7).<br />
<br />
'''3ο σφάλμα:''' Αν και οι εφημερίες προχωρούν κατ' έτος, οι Ισραηλίτες κάθε 3 χρόνια είχαν έναν εμβόλιμο μήνα. Εφ' όσον λοιπόν σε αυτό το μήνα θα υπηρετούσαν κάποιες εφημερίες, το νέο έτος θα αρχίσει με κάποια άλλη απ' ότι τα προηγούμενα.<br />
<br />
Με τα παραπάνω, θέλουμε να πούμε ότι τουλάχιστον προς το παρόν, δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε την ημερομηνία γέννησης του Κυρίου, και κατά συνέπεια το επιχείρημα της εφημερίας Αβιά είναι άτοπο.<br />
<br />
===Η καταλληλότητα του χρόνου απογραφής===<br />
<br />
Σε μια προσπάθεια να προσβάλλουν την 25η Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας γέννησης του Χριστού, πολλοί χρησιμοποιούν και μια άλλη είδους συλλογιστική. Λένε ότι δεν μπορεί, –δήθεν–, να είναι η 25η Δεκεμβρίου η ημέρα Γεννήσεως του Χριστού διότι κατ’ εκείνον τον καιρό έγινε η απογραφή. Και δεν θα μπορούσε να βγει διάταγμα περί απογραφής καιρό χειμώνος, διότι δεν θα μπορούσαν –δήθεν– να μετακινηθούν οι άνθρωποι. Ή ότι αναφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα ότι υπήρχαν ποιμένες αγραυλούντες. Σ’ αυτά τα δυο περιστασιακά, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε τα εξής με λίγα λόγια.<br />
<br />
Κατ’ αρχήν, οι ποιμένες που ήταν αγραυλούντες φύλαγαν «φυλακάς», δηλαδή σκοπιές, την νύχτα. Δεν λέει το κείμενο ότι παρέμεναν όλη τη νύχτα στο ύπαιθρο. Γνωρίζουμε από τα κλιματολογικά στοιχεία για την περιοχή εκείνη ότι ο χειμώνας είναι αρκετά ήπιος και τουλάχιστον, για κάποια μικρή χρονική περίοδο της νύχτας και εναλλάξ, θα μπορούσαν οι ποιμένες να φυλούν πραγματικά σκοπιές χωρίς να υπάρχει άμεσο πρόβλημα ψύχους. Όσο δε, για το επιχείρημα που χρησιμοποιούν περί του ότι ο χειμώνας δεν είναι κατάλληλη εποχή για τις απογραφές, θα θέλαμε να πούμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Διότι οι περίοδοι της απογραφής πρέπει να επιλέγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη συμπίπτουν με περιόδους κατά τις οποίες υπάρχουν αυξημένες γεωργικές ή κτηνοτροφικές εργασίες. Δηλαδή, δεν θα έπρεπε οι πολίτες, ο κόσμος που θα απεγραφόταν, να είναι απασχολημένος με αγροτικές εργασίες ούτως ώστε να μπορεί να μετακινηθεί όπως στη περίπτωσή μας, ο Ιωσήφ με την Παρθένο Μαρία.<br />
<br />
==Οι "κοσμικότητες" κατά την εορτή των Χριστουγέννων==<br />
<br />
όταν κανείς γιορτάζει και όταν χαίρεται για όσα έκανε ο Κύριος για μας, πραγματικά μοιράζεται με τους αδερφούς του ό,τι έχει. Όπως λ.χ. ο Νεεμίας στο Νεεμ. η΄/8, 9: «αύτη είναι αγία εις Κύριον τον Θεόν σας μη πενθείτε μηδέ κλαίετε. Και είπε προς αυτούς· υπάγετε φάγετε παχέα και πίετε γλυκάσματα και αποστείλατε μερίδας προς τους μη έχοντας μηδέν ητοιμασμένον διότι η ημέρα είναι αγία εις τον Κύριον ημών» (απόδ. Βάμβα). Το να μοιραζόμαστε με τους αδερφούς μας ό,τι έχουμε είναι άγιο. Δεν επιμένουμε ούτε στα δώρα που υπάρχουν στη Δύση, ούτε σε κραιπάλες, ούτε σε οινοποσίες. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έλεγε ότι «δεν εορτάζουμε κοσμικώς αλλά υπερκοσμίως».<br />
<br />
Όσον αφορά τις ιστορίες σχετικά με τον Άγιο Βασίλειο: κατ’ αρχήν την πρώτη Ιανουαρίου, τιμούμε την περιτομή του Κυρίου μας. Βεβαίως, τιμούμε και την μνήμη του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας άνθρωπος που έκανε πάρα πολλά για τον κόσμο, πνευματικώς και υλικώς. Στη Δύση υπάρχει ο Άγιος Νικόλαος, ο λεγόμενος Santa Claus, ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος που τα μοίρασε όλα στους ανθρώπους που είχαν ανάγκες. Και μάλιστα κατά το αγιογραφικό «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. ς΄/6, 3), πολλές φορές νύχτα πήγαινε μεταμφιεσμένος, για να μη τον γνωρίσουν. Μάλιστα ήταν πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση όπου πέταξε τρία τσουβάλια χρυσάφι σε έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν σε φοβερή ανάγκη, είχε πολλά χρέη και ήταν έτοιμος, κυριολεκτικά, να πουλήσει τις τρεις θυγατέρες του.<br />
<br />
Υπάρχει μια βάση για όλα αυτά αλλά όχι και να φτάσουμε σ’ αυτή την εμπορική διαφήμιση που υπάρχει. Προς Θεού, δεν είναι ούτε μέρος της πίστης μας ούτε μέρος της χριστιανικής μας πορείας. Το τι κάνει ο υπόλοιπος κόσμος είναι δικό του θέμα και ο Θεός θα κρίνει, για όλα αυτά τα ζητήματα.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
==Πρόσθετη ανάγνωση==<br />
*[http://www.oodegr.com/oode/orthod/eortes/xristougenna2.htm Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών τού Μιχάλη Μαυροφοράκη]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Εορταί]]<br />
<br />
[[en:Nativity]]<br />
[[mk:Рождество Христово]]<br />
[[ro:Crăciun]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A3%CF%87%CE%AF%CF%83%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_1054&diff=5931Σχίσμα του 10542008-06-02T14:36:13Z<p>Magda: /* Πρόσθετη ανάγνωση */ en, es</p>
<hr />
<div>{{Επιμέλεια}}<br />
{{ανακρίβεια}}<br />
Γνωστό επίσης ως Μεγάλο [[Σχίσμα]] ήταν το γεγονός που διαίρεσε το [[Χαλκηδόνιος Χριστιανισμός|Χαλκηδόνιο Χριστιανισμό]] σε [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Δυτικό καθολικισμό]] και [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ανατολική ορθοδοξία]]. Αν και εντοπίζεται χρονολογικά στο έτος [[1054]], όταν ο [[Πάπας Λέων Θ΄]] και ο [[Πατριάρχης]] [[Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος]] αντάλλαξαν μεταξύ τους Αναθέματα, το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης περιόδου αποξένωσης μεταξύ των δύο εκκλησιών. Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν διαφωνίες σχετικά με την παπική αρχή — ο [[Πάπας]] απαιτούσε να έχει εξουσία ανώτερη των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής και να ασκεί δικαιοδοσία πάνω τους, ενώ οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη [[Ρώμη|Ρώμης]] ήταν μόνο τιμητική, και έτσι είχε εξουσία μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης — και η εισαγωγή του όρου [[filioque]] στο [[Σύμβολο της Νικαίας]]. Υπήρχαν και άλλοι, λιγότερο σημαντικοί καταλύτες για το σχίσμα, συμπεριλαμβανομένης της διαφοράς στη λειτουργική πρακτική και των συγκρουόμενων αξιώσεων περί της αρμοδιότητας.<br />
<br />
Η διάσπαση των εκκλησιών με βάση δογματικά, θεολογικά, γλωσσικά, πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, και το θεμελιώδες ρήγμα δεν θεραπεύτηκαν ποτέ. Αν και θεωρείται ότι οι δύο εκκλησίες επανασυνδέθηκαν το [[1274]] (με τη [[Β΄ Σύνοδος της Λυών|Β΄ Σύνοδο της Λυών]]) και το [[1439]] (με τη [[Σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας|Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας]]), αυτές οι σύνοδοι αποκηρύχθηκαν από τον ορθόδοξο κόσμο συνολικά, δεδομένου ότι οι ιεράρχες είχαν υπερβεί την αρμοδιότητά τους με τη συγκατάθεση σε αυτές τις αποκαλούμενες "ενώσεις". Οι περαιτέρω προσπάθειες να συμφιλιωθούν οι δύο οργανισμοί έχουν αποτύχει, εντούτοις, διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες που πλαισίωσαν αρχικά την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία έπειτα προσκολλήθηκαν στο Βατικανό, και καλούνται τώρα Ελληνόρυθμες Καθολικές εκκλησίες ([[Ουνία]]). Ως επί το πλείστον, όμως, οι δυτικές και ανατολικές εκκλησίες βρίσκονται σε διάσταση. Καθεμία υποστηρίζει ότι είναι η ''"Μια Αγία, Καθολική και Αποστολική εκκλησία",'' υπονοώντας ότι ήταν η άλλη ομάδα που άφησε την αληθινή εκκλησία κατά τη διάρκεια του σχίσματος.<br />
<br />
==Προέλευση== <br />
Από τους πρώτους ακόμα αιώνες, η εκκλησία αναγνώριζε την ιδιαίτερη θέση τριών επισκόπων, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως Πατριάρχες: του Επισκόπου Ρώμης, του [[Πατριαρχείο Αλεξανδρείας|Επισκόπου Αλεξανδρείας]], και του [[Πατριαρχείο Αντιοχείας|Επισκόπου Αντιοχείας]]. Σε αυτούς προστέθηκαν οι Επίσκοποι [[Οικουμενικό Πατριαρχείο|Κωνσταντινουπόλεως]] και [[Πατριαρχείο Ιεροσολύμων|Ιεροσολύμων]] που αναγνωρίστηκαν ως Πατριάρχες από τη [[Σύνοδος της Χαλκηδόνος|Σύνοδο της Χαλκηδόνος]] το [[451]]. Οι Πατριάρχες κατείχαν τα πρωτεία έναντι των άλλων επισκόπων της εκκλησίας. Ανάμεσά τους, ο επίσκοπος Ρώμης διατήρησε πρωτείο τιμής, λόγω της θέσης του ως διάδοχου του [[Απόστολος Πέτρος|Αποστόλου Πέτρου]]. Επιπλέον, η παπική έδρα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]]. Ακόμα και μετά τη μετακίνηση της έδρας της Αυτοκρατορίας από το [[Μέγας Κωνσταντίνος|Μέγα Κωνσταντίνο]] στην [[Κωνσταντινούπολη]] (Νέα Ρώμη) το [[330]], ο Πάπας διατήρησε τη θέση του ως "πρώτος μεταξύ ίσων" (''primus inter pares'') στην ιεραρχία, αν και αυτό δεν συνοδεύθηκε από οποιοδήποτε είδος αρνησικυρίας ή άλλων εξουσιαστικών απαιτήσεων πάνω στους άλλους Πατριάρχες.<br />
<br />
Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέβαλλε στη περαιτέρω εκκλησιαστική διάσταση. Ο [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιος ο Μέγας]], ο οποίος πέθανε το [[395]], ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε την ενωμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά το θάνατό του, το έδαφός της Αυτοκρατορίας διαιρέθηκε σε δυτικό και ανατολικό κράτος, έχοντας το καθένα δικό του Αυτοκράτορα. Μέχρι το τέλος του πέμπτου αιώνα, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε αποδεκατιστεί από τους βαρβάρους, ενώ η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (γνωστή επίσης ως [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]]) συνέχισε να αναπτύσσεται. Κατά συνέπεια, η πολιτική ενότητα στην αυτοκρατορία ήταν η πρώτη που κατέρρευσε. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα στην Ρώμη που κατηγόρησαν τότε την Ανατολική Αυτοκρατορία για την έλλειψη βοήθειας μπροστά στις επιδρομές των Γότθων. Αυτή ήταν μια ιστορία που επρόκειτο να επαναληφθεί από την αντίθετη μεριά όταν το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια ενάντια στους Τούρκους.<br />
<br />
Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στη μεταξύ Ανατολής και Δύσης διάσταση. Κυρίαρχη γλώσσα στη Δύση ήταν τα [[λατινική γλώσσα|Λατινικά]], ενώ στην Ανατολή επικρατούσε η [[ελληνική γλώσσα]]. Σύντομα μετά την πτώση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, ο αριθμός των ατόμων που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες άρχισε να ελαττώνεται, και η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών έγινε δυσκολότερη. Μετά τη γλωσσική ενότητα, η πολιτιστική ενότητα άρχισε επίσης να θρυμματίζεται. Τα δύο μέρη της εκκλησίας, που διαιρέθηκαν σύμφωνα με τα πολιτικά σύνορα, χρησιμοποιούσαν διαφορετικό λειτουργικό τυπικό και είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω σε θρησκευτικά δόγματα. Αν και το μεγάλο σχίσμα ήταν ακόμα αιώνες μακριά, είχε αρχίσει ήδη να σκιαγραφείται.<br />
<br />
==Προγενέστεροι κλυδωνισμοί στην ενότητα της Εκκλησίας==<br />
Το Σχίσμα του 1054 δεν ήταν το πρώτο σχίσμα ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, στην πραγματικότητα, είχαν υπάρξει πάνω από δύο αιώνες σχίσματος κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας της εκκλησίας.<br />
Από το [[343]] έως το [[398]], η εκκλησία ήταν χωρισμένη εξ αιτίας του [[Αρειανισμός|Αρειανισμού]], μίας αίρεσης που βρήκε πολλούς υποστηρικτές στην Ανατολή, αλλά συνάντησε την έντονη αντίδραση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Μια νέα διαμάχη προέκυψε το [[404]], όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας [[Αρκάδιος]] απέπεμψε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Ιωάννη Χρυσόστομο]]. Ο Πάπας διέκοψε σύντομα την κοινωνία με όλα τα Πατριαρχεία της Ανατολής, γιατί είχαν επιτρέψει την εξορία του Χρυσοστόμου. Η διχοστασία σταμάτησε μόνο το [[415]], όταν αναγνώρισαν αναδρομικά οι Πατριάρχες της Ανατολής το Χρυσόστομο ως κανονικό Πατριάρχη.<br />
<br />
Μια άλλη σύγκρουση ξέσπασε όταν, το [[482]], ο βυζαντινός αυτοκράτορας [[Ζήνων (αυτοκράτορας)|Ζήνων]] εξέδωσε ένα διάταγμα γνωστό ως "Ενωτικόν", το οποίο επιδίωξε να ρυθμίσει τις διαφορές μεταξύ της επίσημης εκκλησίας (που πρέσβευε ότι ο [[Ιησούς Χριστός]] έχει δύο φύσεις: ανθρώπινη και θεία) και των Μονοφυσιτών (που πρέσβευαν ότι ο Ιησούς Χριστός είχε μόνο μια θεία φύση). Το διάταγμα, εντούτοις, καταδικάστηκε από τον [[Πάπας Φήλιξ Γ΄|Πάπα Φήλικα Γ΄]]. Στα [[484]], ο Πάπας διέκοψε την κοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο που ώθησε το Ζήνωνα να εκδώσει το "Ενωτικόν". Το σχίσμα έληξε το [[519]] — πάνω από τριάντα έτη αργότερα — όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστίνος Α΄ αναγνώρισε την εκκλησιαστική ρήτρα προς τον Ακάκιο. Παρά ταύτα μεγάλο μέρος του ποιμνίου των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, κυρίως τοπικοί πληθυσμοί που αποζητούσαν την ανεξαρτησία τους από τους Βυζαντινούς, στράφηκαν προς το Μονοφυσιτισμό και απέρριψαν τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Κατά συνέπεια, αν και επανασυνδέεται τεχνητά, η εκκλησία απέκλινε στην πράξη.<br />
<br />
==Ο παράγων Φώτιος==<br />
[[Εικόνα:Βιβλιοθήκη του Φωτίου.jpg|thumb|right|180px|Μεταγενέστερη έκδοση της "Βιβλιοθήκης" του Μεγάλου Φωτίου]]<br />
Όταν καθαιρέθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως [[Πατριάρχης Ιγνάτιος|Ιγνάτιος]] ([[858]]) εξελέγη στη θέση του ο [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος]], ένας λαϊκός αξιωματούχος της Αυτοκρατορικής Αυλής, λαμβάνοντας σε τρεις μέρες τους αντίστοιχους ιερατικούς βαθμούς. Το [[861]] οι απεσταλμένοι του [[Πάπας Νικόλαος Α΄|Πάπα Νικολάου Α΄]] ενέκριναν την εκλογή του Φωτίου, αλλά ο ίδιος ο Πάπας αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει. Στα [[867]], ο Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο που αμφισβήτησε τα δικαιώματα της Εκκλησίας της Ρώμης στη [[Βουλγαρία]] καθώς και το δικαίωμα του Πάπα να κρίνει την κανονικότητα της εκλογής άλλων Πατριαρχών και κατεδίκασε ορισμένες λατινικές δογματικές θέσεις.<br />
<br />
Το 867 Αυτοκράτορας ανεδείχθη ο [[Βασίλειος Α']], ο οποίος εξόρισε το Φώτιο στην [[Κύπρος|Κύπρο]] και επανέφερε τον Ιγνάτιο στον Πατριαρχικό Θρόνο. Αν και ο Φώτιος καταδικάστηκε, δύο έτη αργότερα συμφιλιώθηκε με τον Αυτοκράτορα Βασίλειο και τον Ιγνάτιο και μετά το θάνατο του δευτέρου έγινε πάλι Πατριάρχης ([[877]]). Ο [[Πάπας Ιωάννης Η΄]] τον αναγνώρισε και έστειλε τους απεσταλμένους στην 8η Οικουμενική Σύνοδο ([[879]] – [[880]]), που συγκάλεσε ο Φώτιος στην Κωνσταντινούπολη. Η Σύνοδος εκτός των άλλων επιβεβαίωσε την κανονικότητα της εκλογής του Φωτίου και ακύρωσε τις συνόδους που τον είχαν καταδικάσει. Ο Μέγας Φώτιος υπήρξε καταλυτικός παράγοντας του διαχωρισμού των Εκκλησιών, ασκώντας έντονη πολεμική μέσω του πολυσχιδούς και ογκωδέστατου έργου του ενάντια στις θεολογικές θέσεις που η Ανατολική Εκκλησία θεωρούσε λατινικές παρεκκλίσεις.<br />
<br />
==Αιτίες του Μεγάλου Σχίσματος==<br />
===Διαφορές στις σχέσεις μεταξύ εκκλησίας και κράτους (καισαροπαπισμός)=== <br />
<br />
Ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Κωνσταντίνος Α΄ο Μέγας]] θεώρησε ότι το κράτος ήταν ο ''"φορέας"'' της θρησκείας στον κόσμο. Επομένως, το κράτος έπρεπε να είναι χριστιανικό{{πηγή}}. Αισθάνθηκε την ευθύνη για το μήνυμα και το περιεχόμενο του χριστιανισμού και στήριξε την αυτοκρατορική εξουσία στη νέα θρησκεία. Εξ άλλου ήταν αυτός που έθεσε το πλαίσιο των σχέσεων εκκλησίας και κράτους{{πηγή}}. <br />
<br />
Ο Αυτοκράτορας παραμερίζοντας τον Πάπα ή τον Πατριάρχη έλεγχε την Ανατολική Εκκλησία{{πηγή}} σε μια προσπάθεια ομοίωσής της με την Αυτοκρατορική εξουσία, που στην ''εθνική'' θρησκεία αντιπροσώπευσε ένα μίγμα ιερέα και βασιλιά, καθώς ως τότε η αυτοκρατορική δύναμη θεωρειτο ως μια γήινη αντανάκλαση της θεϊκής κυριαρχίας . Ο αυτοκράτορας ως επικεφαλής της Εκκλησίας{{πηγή}}, προήδρευσε των τοπικών και οικουμενικών Συνόδων και είχε το δικαίωμα να εγκρίνει όλους τους υποψηφίους για τη θέση του Πατριάρχη{{πηγή}}. Η εκκλησία στην Ανατολή ήταν ''"τμήμα του κρατικού οργανισμού"'' και επικράτησε το φαινόμενο του Καισαροπαπισμού{{πηγή}}.<br />
<br />
Στη Δύση αντίθετα αυξήθηκε η δύναμη και η ανεξαρτησία της εκκλησίας έναντι της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, με αποτέλεσμα τη διάθεση των Παπών να ελέγχουν τους κοσμικούς κυβερνήτες. Ανεφάνησαν εντάσεις μεταξύ της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και των ευρωπαίων βασιλιάδων επειδή η εκκλησία προσπάθησε να αναλάβει πολιτικό ρόλο{{πηγή}}. Αποτέλεσμα αυτής της δράσης υπήρξε η ίδρυση των παπικών κρατών και η ανάπτυξη του αντίθετου φαινομένου του Παποκαισαρισμού.<br />
<br />
===Δογματικές Αντεγκλήσεις===<br />
Η Ανατολική Εκκλησία έτεινε πάντα στη θεολογική ερμηνεία δυσνόητων μεταφυσικών ερωτημάτων επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και τους πρώτους χριστιανούς θεολόγους, των οποίων το ύφος ακολουθούσε την ελληνική και ελληνιστική φιλοσοφική παράδοση ([[Ωριγένης]], [[Κλήμης Αλεξανδρείας]]). <br />
Η Εκκλησία στη Δύση στράφηκε σε πιο πραγματιστικές αναζητήσεις ασχολούμενη με τη φύση του ανθρώπου και τον προσδιορισμό του τρόπου ζωής του σύμφωνα με την χριστιανική ηθική. <br />
<br />
====Ο ορισμός του Πασχαλίου====<br />
<br />
Ενδείξεις της επερχόμενης διάσπασης παρατηρούνται από το [[200]] μ.Χ. όταν οι εκκλησίες των δύο πλευρών της Αυτοκρατορίας διαφώνησαν για τον προσδιορισμό του [[Πασχάλιο|Πασχαλίου]]. Οι ανατολικοί Χριστιανοί προσδιόρισαν το [[Πάσχα]] σύμφωνα με το εβραϊκό ημερολόγιο. Οι [[Εβραίοι]] γιόρταζαν τη Διάβαση της [[Ερυθρά θάλασσα|Ερυθράς θάλασσας]] (Εβραϊκό Πάσχα) τη 14η μέρα του μήνα [[Νισσάν]]. Έτσι οι ανατολικοί έθεσαν τον εορτασμό του Πάσχα τη "σωστή ημέρα" μετά το Εβραϊκό, ανεξάρτητα από την ημέρα. <br />
<br />
Οι δυτικοί Χριστιανοί προσδιόρισαν την ημέρα της Αναστάσεως την πρώτη Κυριακή μετά το Εβραϊκό Πάσχα. Ο [[Πάπας Βίκτωρ Α΄|Επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ]] ([[189]] - [[199]]), μελέτησε το ζήτημα και πρότεινε την τήρηση της Κυριακής. Οι ανατολικοί αρνήθηκαν να το δεχτούν και ο Βίκτωρ διέκοψε τη μεταξύ τους κοινωνία για κάποιο διάστημα. Το [[222]] ο [[Ιππόλυτος]] συνέταξε έναν κατάλογο ημερομηνιών του Πάσχα βασισμένο σε έναν κύκλο 112 ετών. Τέλος, η [[Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας]] διευθέτησε το ζήτημα. Οι Χριστιανοί συμφώνησαν γενικά να γιορτάζουν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά το πρώτο πλήρες φεγγάρι της εαρινής ισημερίας.<br />
<br />
====Το Filioque====<br />
<small>Κύριο άρθρο [[Filioque]]</small><br />
<br />
Ανατολικοί και Δυτικοί Χριστιανοί διαχωρίστηκαν επίσης για το ζήτημα της προσθήκης του [[Filioque]]. Το "[[Σύμβολο της Νικαίας]]" που ήταν προϊόν της αντίστοιχης Οικουμενικής Συνόδου το [[381]] αναφέρεται στο [[Άγιο Πνεύμα]] ''"το εκ του Πατρός εκπορευόμενον".'' Μια τοπική ισπανική Σύνοδος ιεραρχών στο [[Τολέδο]] το [[589]] παρενέβαλε στην παραπάνω φράση την προσθήκη ''"και εκ του Υιού"'' (λατινικά: ''filioque''). Το [[796]] η Σύνοδος του Cividale υπό τον Παουλίνο Β΄ της Ακυληίας (Paulinus von Aquileja) υιοθέτησε την προσθήκη σε μία προσπάθεια καταπολέμησης της αίρεσης του Adoptianismus, που είχε εισάγει ο Επίσκοπος Ελιπάνδος του Τολέδο. <br />
<br />
Στα [[809]] ο [[Καρλομάγνος]] ενέκρινε στη [[Σύνοδος του Άαχεν|Σύνοδο του Άαχεν]] τον τύπο του Συμβόλου με το filioque, προσπαθώντας να τo μεταβάλει σε επίσημο δόγμα της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Επιπλέον ανέθεσε στο Σμάραγδο (''Smaragdus'' ή ''Smaragde'') ηγούμενο της Μονής του Αγίου Μιχαήλ στο [[Βερντέν]] τη συγγραφή επιστολής προς τον Πάπα και τη διαπραγμάτευση μαζί του. Ο Πάπας Λέων αρνήθηκε να κυρώσει την προσθήκη και διέταξε την αναγραφή του αυθεντικού κειμένου του Συμβόλου της Νικαίας σε δύο ασημένιες πλάκες και την τοποθέτησή τους στη [[Βασιλική του Αγίου Πέτρου]] με την επισήμανση ''"Haec Leo posui amore et cautela orthodoxae"'' (Τις τοποθετώ εγώ ο Λέων για την αγάπη και την προστασία της ορθοδοξίας). Στη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το [[879]]-[[880]] καταδικάστηκε οποιαδήποτε προσθαφαίρεση στο Σύμβολο της Πίστεως με τη σύμφωνη γνώμη του [[Πάπας Ιωάννης Η΄|Πάπα Ιωάννη Η΄]]. Το Filioque συνέχισε να παρεμβάλεται από τους Φράγκους στο Σύμβολο και με την επικράτησή τους στην έδρα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας υιοθετήθηκε από τους Επισκόπους Ρώμης περί τις αρχές του 11ου αιώνα. <br />
<br />
Ο Johannes Grohe, μέλος της οργάνωσης [[Opus Dei]] και καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας, σε μελέτη του υποστήριξε ότι μία πρώιμη μορφή του filioque είχε εμφανιστεί ήδη από το [[410]] σε κάποια εκκλησιαστική Σύνοδο στην [[Περσία]].<br />
<br />
====Εικονομαχικές έριδες====<br />
<br />
Η χρήση των εικόνων στη λατρεία υπήρξε ακόμα μία πηγή έντασης. <br />
Όταν οι [[Μουσουλμάνοι]] εισβολείς περιέβαλαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία γύρω στο [[700]] ο Αυτοκράτορας [[Λέων Γ΄]]([[717]] - [[741]]) επιτέθηκε στη χρήση των εικόνων επειδή ήξερε πως οι Μουσουλμάνοι απέφευγαν τις εικονικές αντιπροσωπεύσεις των ιερών μορφών. Το [[726]], ο Λέων συγκάλεσε Σύνοδο Επισκόπων και Συγκλητικών για να συζητηθεί το ζήτημα. Η Σύνοδος αυτή απαγόρευσε την προσκύνηση των εικόνων. Διέταξε επίσης όλες οι θρησκευτικές απεικονίσεις πλην του Σταυρού να αφαιρεθούν από τις εκκλησίες για να αντικρούσει τις μουσουλμανικές αιτιάσεις για ειδωλολατρεία των χριστιανών. Το μεγαλύτερο μέρος της ανώτατης ιεραρχίας υποστήριξε τις αποφάσεις της Συνόδου ενώ ο λαός αντέδρασε έντονα. Ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να επιβάλει στρατιωτικά τις διαταγές του. Οι βυζαντινοί αντιστάθηκαν και ακόμη και ο Πατριάρχης στάθηκε ενάντια στον αυτοκράτορα. Ο Λέων τον καθαίρεσε και συνέχισε την εικονομαχική πολιτική του. <br />
<br />
Τότε ο [[Πάπας Γρηγόριος Β΄]] καταδίκασε και αναθεμάτισε τους εικονοκλάστες και υποστήριξε ότι αυτόπτες μάρτυρες έκαναν τις εικόνες του Χριστού, των αποστόλων και των μαρτύρων για εκπαιδευτικούς λόγους. Ο Γρηγόριος στηρίχτηκε σε μία αρχαία παράδοση που ανέφερε ότι ο Ιησούς, ο ίδιος, έστειλε μια εικόνα του στο βασιλιά [[Άβγαρος|Άβγαρο της Εδέσσης]]. <br />
<br />
Μετά από αιώνες διαμάχης μεταξύ εικονολατρών και εικονοκλαστών η έβδομη Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας διευθέτησε το ζήτημα το [[787]], καταδικάζοντας τους εικονοκλάστες και προβαίνοντας στην αναστήλωση των εικόνων, διαχωρίζοντας σαφώς την τιμητική προσκύνηση από τη λατρεία. Η απόφαση αυτή τιμάται στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής με τον εορτασμό της [[Κυριακή της Ορθοδοξίας|Κυριακής της Ορθοδοξίας]]. <br />
<br />
===Το Παπικό Πρωτείο===<br />
<small>Κύριο άρθρο [[Παπικό πρωτείο]]</small><br />
<br />
Ο επίσκοπος της Ρώμης πρεσβεύει ότι έχει την πρωτοκαθεδρία της δικαιοδοσίας σε όλες τις εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένων των Πατριαρχείων της Ανατολής. Θεωρεί ότι πρέπει να υπόκεινται σε αυτόν δεδομένου ότι ''"είναι όχι μόνο επίσκοπος Ρώμης και Πατριάρχης της Δύσης αλλά και τοποτηρητής του Χριστού στη γη, διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και ανώτατος Ποντίφικας".'' <br />
<br />
Οι Βυζαντινοί δεν απασχολούνταν εάν η Δυτική Εκκλησία διοικούνταν συγκεντρωτικά, εφ' όσον δεν παρενέβαινε ο παπισμός στην Ανατολή. Ο Πάπας, εντούτοις, θεώρησε ότι η άμεση αρμοδιότητά του επεκτείνονταν στην Ανατολή όπως και στη Δύση και μόλις προσπάθησε να επιβάλει αυτήν την αξίωση στα Πατριαρχεία της Ανατολής, προέκυψε το πρόβλημα. Οι Έλληνες όρισαν στον Πάπα πρωτοκαθεδρία τιμής, αλλά όχι την καθολική υπεροχή που θεωρούσε η δυτική θεολογία ως οφειλόμενη. Ο Πάπας είδε το αλάθητο ως δικαίωμά αυθεντικής κύρωσης από τον Άκρο Αρχιερέα των αποφάσεων των Συνόδων ενώ οι Έλληνες υποστήριξαν ότι σε θέματα πίστης η τελική απόφαση στηρίζεται όχι στον Πάπα, αλλά στην απόφαση των Συνόδων όπου κυριαρχεί πλήρης ισότητα των επισκόπων. Εδώ διαπιστώθηκαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις της ορατής οργάνωσης της Εκκλησίας.<br />
<br />
Ένας Βυζαντινός εκκλησιαστικός συγγραφέας του 12ου αιώνα, ο [[Αρχιεπίσκοπος Νικομηδείας Νικήτας]], γράφει προς τον Πάπα: ''"Πολυφίλητε αδελφέ μου, δεν αρνούμαστε στη ρωμαϊκή εκκλησία την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των πέντε αδελφών Πατριαρχείων και αναγνωρίζουμε το δικαίωμά της στην πιό τιμητική θέση στην Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά έχει χωριστεί από μας από τις πράξεις της, όταν μέσω της υπερηφάνειας ανέλαβε μια μοναρχία που δεν αρμόζει στη θέση της."''<br />
<br />
Οι δυτικοί θεολόγοι πρόβαλαν ορισμένες θεωρίες, που έμελλε να γίνουν αποδεκτές ως αληθινές για αιώνες, αργότερα όμως αναγνωρίστηκαν από τους ιστορικούς ως νόθες. Από αυτές ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τρεις: Οι Ψευδοκλημεντίνιες Γραφές, οι Ψευδοισιδώρειες Διατάξεις και η [[Δωρεά του Κωνσταντίνου|Ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά]].<br />
<br />
====Οι Ψευδοκλημεντίνιες Γραφές====<br />
<br />
'''Η προσπάθεια να ανυψωθεί ο Πέτρος και η έδρα της Ρώμης.'''<br />
<br />
Οι Ψευδοκλημεντίνιες γραφές είναι συλλογή ομιλιών που αποδίδονταν λανθασμένα στον επίσκοπο της Ρώμης [[Πάπας Κλήμης Α΄|Κλήμεντα]] ([[93]] - [[101]]), ο οποίος προσπάθησε να επαναδιατυπώσει τη ζωή του Αποστόλου Πέτρου. Σκοπός ήταν η ανύψωση του Πέτρου πάνω από τους άλλους Αποστόλους και ειδικότερα τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]], και η εμφάνιση της υπεροχής της Ρωμαϊκής Έδρας ως "Έδρας του Πέτρου" έναντι κάθε άλλης επισκοπής.<br />
<br />
====Οι Ψευδοισιδώρειες Διατάξεις και η [[Ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά]]====<br />
<br />
'''Η προσπάθεια νομιμοποίησης του πρωτείου.'''<br />
<br />
Αυτές οι διατάξεις είναι μια συλλογή, που συγκεντρώνεται τον 9ο αιώνα και αποτελείται από συνοδικούς κανόνες καθώς επίσης και από, ως επί το πλείστον, νόθα παπικά διατάγματα, τα οποία προστέθηκαν αργότερα. Η προσπάθεια των συντακτών βρίσκεται στην ειδικευμένη πλαστογράφηση των κανονικών πηγών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεικνύεται η υπεροχή του Πάπα. Η ιεροσύνη, υποστηρίζεται, πως είναι πάνω από την πολιτική εξουσία και προϊστάμενος της ιεροσύνης είναι ο Πάπας, ως εκ τούτου καθίσταται η "Κεφαλή του κόσμου" (''caput orbis totius''). Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίχθηκε και από μια άλλη νόθα πηγή, την Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά, στην οποία εμφανίζεται ο Μέγας Κωνσταντίνος να δωρίζει στον Επίσκοπο Ρώμης τη βασιλική εξουσία της θέσης του στη Ρώμη.<br />
<br />
===Ελάσσονες διαφορές===<br />
<br />
Η Δυτική Εκκλησία επέβαλε την αγαμία των επισκόπων και των κληρικών όλων των βαθμών ενώ αντίθετα οι ιερείς της Ανατολικής Εκκλησίας πριν τη [[χειροτονία]] τους μπορούσαν να επιλέξουν τον έγγαμο βίο. Επίσης οι ιερωμένοι στη Δύση ήταν ελεύθεροι να ξυριστούν ή να αφήσουν γένια ενώ οι κληρικοί στην Ανατολή υποχρεούνταν να έχουν γενειάδα. <br />
<br />
Ο τύπος άρτου που χρησιμοποιούνταν στην [[Θεία Κοινωνία]] (ένζυμος στην Ανατολή,άζυμος στη Δύση) και η ενθάρρυνση από τους δυτικούς της νηστείας του Σάββατου, πράξη που απαγορεύεται στους ορθοδόξους. Επιπλέον η κατανάλωση κρέατος από στραγγαλισμένα ζώα στη Δύση, θεωρούνταν από τους ανατολικούς άμεση παραβίαση της απόφασης της Αποστολικής Συνόδου της Ιερουσαλήμ που καταγράφεται στις [[Πράξεις των Αποστόλων]] κεφ. 15.<br />
<br />
==Το χρονικό του Σχίσματος==<br />
Το [[1054]] υπήρξε και πάλι μια σφοδρή διαμάχη. Συγκεκριμένα οι Νορμανδοί ανάγκαζαν τους Έλληνες στη βυζαντινή Νότια Ιταλία να προσαρμοστούν στις λατινικές πρακτικές αλλάζοντας τη γλώσσα τους. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Κηρουλάριος, αντιδρώντας απαίτησε να υιοθετήσουν οι λατινικές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ρωμαϊκό - "βυζαντινό" τυπικό. <br />
[[Εικόνα:Μιχαήλ Κηρουλάριος.jpg|thumb|left|220px|Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος ένθρονος (Μικρογραφία από το "Χρονικόν" του [[Ιωάννης Σκυλίτζης|Ιωάννη Σκυλίτζη]] 12ος αιώνας)]]<br />
Το [[1053]], εντούτοις, ο Κηρουλάριος έλαβε μια πιο κατευναστική τοποθέτηση και έγραψε στον παπά Λέοντα Θ΄, προσφερόμενος να αποκαταστήσει το όνομά του στα Δίπτυχα. Ως απάντηση σε αυτήν την προσφορά, και για να συζητήσουν τα θέματα των ελληνικών και λατινικών τυπικών, ο Λέων το 1054 απέστειλε τρεις απεσταλμένους του στην Κωνσταντινούπολη με επικεφαλής τον Καρδινάλιο - Λεγάτο [[Ουμβέρτος Ντα Σίλβα|Ουμβέρτο]], Επίσκοπο της Silva Candida. <br />
<br />
Οι απεσταλμένοι, όταν έγιναν δεκτοί από τον Κηρουλάριο, δε δημιούργησαν ευνοϊκή εντύπωση, ασκώντας έντονη ρητορεία ενάντια στις ρωμαϊκές θεολογικές θέσεις και επικρίνοντας την απροθυμία των ανατολικών Ρωμαίων να δεχτούν την προσθήκη του Filioque. Παραδίδοντάς του μια επιστολή από τον Πάπα αποχώρησαν χωρίς την ανταλλαγή των συνηθισμένων χαιρετισμών. Ο Πατριάρχης, αν και η επιστολή υπογράφονταν από το Λέοντα, λόγω του εχθρικού της τόνου και της διαφοράς μεταξύ των παλαιών και των νέων παπικών σφραγίδων, υπέθεσε ότι είχε συνταχθεί στην πραγματικότητα από τον Ουμβέρτο. Μετά από αυτό αρνήθηκε να έχει περαιτέρω επαφές με τους απεσταλμένους. <br />
<br />
Τελικά το πρωί του Σαββάτου της [[16 Ιουλίου]] [[1054]], και ενώ είχε αρχίσει η θεία Λειτουργία στο [[Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)|Ναό της του Θεού Σοφίας]] στην Κωνσταντινούπολη, ο [[Καρδινάλιος]] Ουμβέρτος και οι δύο άλλοι απεσταλμένοι του Πάπα εισήλθαν στο ναό και κατευθύνθηκαν στο [[Ιερό Βήμα]]. Εκεί κατέθεσαν ένα έγγραφο (μία παπική Βούλα) που περιείχε τον αφορισμό του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης [[Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος|Μιχαήλ Κηρουλάριου]] πάνω στην [[Αγία Τράπεζα]] και απεχώρησαν αναθεματίζοντας τον Πατριάρχη ενώπιον του Αυτοκράτορα και του λαού που εκκλησιάζονταν εκείνη την στιγμή. Σημειώνεται πως ο Πάπας Λέων Θ΄ που το είχε υπογράψει είχε ήδη πεθάνει προ τριμήνου, στις [[13 Απριλίου]] [[1054]]. Καθώς δε πέρασε ο Καρδινάλιος μέσω της δυτικής πύλης, τίναξε τη σκόνη από τα πόδια του με τις λέξεις: ''"Videat Deus et judicet"'' (Βλέπει ο Θεός και κρίνει). Ένας [[Διάκονος]] έτρεξε και τον ικέτευσε να πάρει πίσω το έγγραφο. Ο Ουμβέρτος αρνήθηκε και ο Διάκονος το πέταξε στο δρόμο.<br />
<br />
Σύμφωνα με το έργο ''Εκκλησιαστική Ιστορία'' του Καθηγητή της [[Θεολογική Σχολή Αθηνών|Θεολογικής Σχολής Αθηνών]] [[Βασίλειος Στεφανίδης|Βασίλειου Στεφανίδη]], οι κατηγορίες που απηύθυναν μέσω του αφορισμού στους ποιμένες του Πατριαρχείου ήταν για [[σιμωνία]] αλλά και διότι «χειροτονούσιν [[Ευνουχισμός|ευνούχους]], αναβαπτίζουσι τους λατίνους, θεωρούσιν έγκυρα [[Ιερά μυστήρια|μυστήρια]] μόνον τα ιδικά των, επιτρέπουσι γάμον εις κληρικούς, απέκοψαν το [[Filioque]] εκ του [[Σύμβολο της Πίστης|συμβόλου της Πίστεως]], παν εν ζυμώσει θεωρούσιν έμψυχον, δεν βαφτίζουσι τα θνήσκοντα νήπια προ του καθαρμού της ογδόης ημέρας, δεν δίδουσι το βάπτισμα και την [[Θεία Ευχαριστία|Θείαν Ευχαριστίαν]] εις κινδυνευούσας γυναίκας εν εμμήνω ή τοκετώ, τρέφουσι κόμην και γένεια και δεν δέχονται εις κοινωνίαν τους ταναντία πράττοντας κληρικούς. Ο [[Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος|Μιχαήλ ο Κηρουλάριος]], νουθετηθείς υπό του [[Πάπας|Πάπα]], εδείχθη αδιόρθωτος, ύβρισε τους λατίνους ως αζυμίτας, παντού λόγω και έργω κατεδίωξεν αυτούς εν τοις υιοίς αυτού ανεθεμάτισε την αποστολικήν έδραν».<br />
<br />
Μετά από αυτό το γεγονός αποχώρησε αμέσως από την Κωνσταντινούπολη χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις της πράξης του, και στην επιστροφή του στην Ιταλία παρουσίασε το γεγονός ως μια μεγάλη νίκη της Ρώμης.<br />
<br />
Στο σημείο αυτό σημειώνεται η επισήμανση πολλών ιστορικών ότι ο Πατριάρχης Μιχαήλ θα μπορούσε να επικαλεστεί την αντικανονικότητα της παπικής αυτής Βούλας, αφού ο Πάπας είχε πεθάνει πριν προκύψει το θέμα, αντίθετα όμως, εκείνος προέβη σε ενέργειες που όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Και 24 ώρες μετά την κατάθεση του κειμένου στην Αγία Τράπεζα ο Πατριάρχης συγκαλεί την Σύνοδο. <br />
<br />
Έτσι στις [[20 Ιουλίου]] ο Πατριάρχης Μιχαήλ και η Σύνοδος του Πατριαρχείου ανταπέδωσαν τα αυτά αναθεματίζοντας το περιεχόμενο του εγγράφου, τον Ουμβέρτο και τους άλλους απεσταλμένους, ως συντάκτες αυτού, όχι όμως και τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Όλα δε τα αντίγραφα του επίμαχου κειμένου ρίχθηκαν στην πυρά πλην ενός που κρατήθηκε καλά φυλαγμένο στο αρχείο του Πατριαρχείου. Με τις αποφάσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης συντάχθηκαν και οι Πατριάρχες της Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων. <br />
<br />
*Την Κυριακή [[24 Ιουλίου]] ο αναθεματισμός αναγνώστηκε επίσημα στην Αγία Σοφία. <br />
<br />
Βέβαια όταν επιδόθηκε το έγγραφο των Αναθεμάτων από τους Λατίνους επισκόπους ο Πάπας Λέων ήταν ήδη νεκρός από τις [[19 Απριλίου]] οπότε ιστορικά τίθεται εν αμφιβόλω η αντιπροσώπευσή του. Αλλά όταν ως διάδοχός του τοποθετήθηκε από το Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Γ' ο Φρειδερίκος της Λορένης ([[Πάπας Στέφανος Θ΄]]), ένας από τους δυο συνοδούς του Ουμβέρτου στην πρεσβεία του 1054, η κατάσταση, έναντι και των αντιφορισμών, παγιοποιήθηκε.<br />
<br />
==Κινήσεις για επανένωση==<br />
Αλλά ακόμα και μετά το 1054 οι φιλικές σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης συνεχίστηκαν. Πρώτοι οι Αυτοκράτορες κατέβαλαν πολλές και επίπονες προσπάθειες επανένωσης. Τα δύο μέρη της χριστιανοσύνης δεν είχαν επίγνωση ακόμη του μεγάλου χάσματος που τους χώριζε, και οι άνθρωποι και στις δύο πλευρές ήλπιζαν ότι οι παρανοήσεις θα μπορούσαν να τακτοποιηθούν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Η διαφωνία παρέμεινε κάτι για το οποίο οι απλοί Χριστιανοί στην ανατολή και τη δύση ήταν κατά μεγάλο μέρος απληροφόρητοι. Ήταν οι σταυροφορίες που κατέστησαν το σχίσμα οριστικό. Εισήγαγαν ένα νέο πνεύμα έχθρας και πικρίας, και έκαναν την πράξη των Αναθεματισμών γνωστή στο λαό. <br />
<br />
Κατά τον 12ο αιώνα η Μαρωνίτικη Εκκλησία του Λιβάνου και της Συρίας ενώθηκε με την Καθολική Εκκλησία, διατηρώντας ταυτόχρονα το συριακό ρυθμό της Θείας Λειτουργίας. Τους επόμενους αιώνες μέχρι και τον 20ο πολλοί Ορθόδοξοι εισήλθαν σε πλήρη ένωση με την Καθολική Εκκλησία, δημιουργόντας έτσι τους Ελληνόρυθμους Καθολικούς, Ηνωμένους Ρωμαιοκαθολικούς ή Ουνίτες (''Uniti''). Το πρόβλημα των Ουνιτών είναι μία από τις βασικότερες δυσκολίες στην πορεία του διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Η κίνηση της Ουνίας καταδικάστηκε από την επιτροπή διαλόγου Ορθοδόξων και Καθολικών το 1990 στο Freising της Γερμανίας αλλά δεν υπήρξαν περεταίρω κινήσεις για τη λύση του θέματος από την πλευρά της Καθoλικής Εκκλησίας.<br />
<br />
Έπρεπε να περάσουν 9 αιώνες μέχρι τελικά να βρεθούν στο τιμόνι των Εκκλησιών δύο μεγάλες μορφές, πραγματικοί Πνευματικοί Ηγέτες για να αρθούν τα αναθέματα. Το 1965 ο [[Πατριάρχης Αθηναγόρας|Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας]] και ο [[Πάπας Παύλος ΣΤ΄]] προχώρησαν σε από κοινού άρση των αναθεμάτων του 1054. Στις [[27 Νοεμβρίου]] [[1965]] στην [[Κωνσταντινούπολη]], με εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και με συντριπτική πλειοψηφία των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου, η Ιερά Σύνοδος αυτού σε ειδική τελετή άρει τις αποφάσεις του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου. Στη συνέχεια στις στις [[7 Δεκεμβρίου]] [[1965]], κατά την διάρκεια της Β' Βατικάνειας Συνόδου στη [[Ρώμη]] και κατά ειδική τελετή ακολουθεί η κοινή ανακοίνωση Καθολικών και Ορθοδόξων που διαβάστηκε από τον Καρδινάλιο Αυγουστίνο Μπέα. <br />
<br />
Από τις 7 έως τις 9 Μαΐου του 1999 μετά από πρόσκληση του [[Πατριάρχης Βουκουρεστίου Θεόκτιστος|Θεόκτιστου]], Πατριάρχη της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο [[Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄]] επισκέφθηκε τη [[Ρουμανία]]. Ήταν ο πρώτος Πάπας που επισκέφθηκε Ορθόδοξη χώρα μετά το Σχίσμα του 1054. Κατόπιν της Θείας Λειτουργίας, που τελέστηκε στο Πάρκο Ίζβορ στο [[Βουκουρέστι]], το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί (αποτελούμενο από Ορθόδοξους κυρίως αλλά και Καθολικούς) φώναζε μαζί "Ένωση!". Σε ανταπόδωση της επίσκεψης ο Πατριάρχης Θεόκτιστος επισκέφθηκε το Βατικανό από τις 7 έως τις 14 Οκτωβρίου 2002.<br />
<br />
Στις [[4 Μαΐου]] [[2001]] ο [[Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄]] πραγματοποίησε επίσκεψη στην Αθήνα. Συναντήθηκε με τον [[Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος|Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο]] και ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τα επώδυνα τραύματα που προκάλεσαν στο παρελθόν οι Καθολικοί έναντι των Ορθοδόξων. Ζήτησε έλεος από το Θεό για την επούλωση των τραυμάτων του παρελθόντος και πρόσθεσε ότι πρέπει να σταματήσει η διαίρεση και να επιδειχθεί πνεύμα αγάπης.<br />
<br />
Στις [[27 Νοεμβρίου]] [[2004]] σε μία ένδειξη καλής θέλησης επεστράφησαν τα λείψανα των Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου]] και [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου]] από την Αγία Έδρα του [[Βατικανό|Βατικανού]] στο [[Οικουμενικό Πατριαρχείο]].<br />
<br />
Τον Νοέμβριο του [[2006]], ο [[Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ']] επισκέφθηκε τον [[Πατριάρχης Βαρθολομαίος|Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α']] στην έδρα του Πατριαρχείου στο [[Φανάρι]], συνεχίζοντας την παράδοση των ''"ειρηνικών επισκέψεων"'', που είχε εγκαινιάσει ο προκάτοχός του, Πάπας Παύλος ΣΤ' το [[1967]]. Οι δύο προκαθήμενοι συνυπέγραψαν [[s:Διακήρυξη της 30ης Νοεμβρίου 2006|κοινή διακήρυξη]] που μεταξύ άλλων αφορούσε τις σχέσεις και τον διάλογο των δύο Εκκλησιών.<br />
<br />
==Πρόσθετη ανάγνωση==<br />
*[http://www.parembasis.gr/2004/04_05_10.htm "Ημέρες του Σχίσματος του 1054"]<br />
*[http://orthodoxeurope.org/print/13/1.aspx#n4 The Great Schism υπό Επισκόπου Καλλίστου Wear]<br />
*''Καθολική Εγκυκλοπαίδεια'', λήμματα «[http://www.newadvent.org/cathen/13529a.htm Σχίσμα]», «[http://www.newadvent.org/cathen/06752a.htm Ελληνική Εκκλησία]», στην αγλική.<br />
<br />
[[Εικόνα:paradeigma.jpg]]<br />
<br />
[[en:Great Schism]]<br />
[[es:Gran Cisma]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CF%8C%CF%82&diff=5930Σταυρός2008-06-02T14:32:45Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ en, ro</p>
<hr />
<div>'''Σταυρός''' ονομάζεται το κυριότερο σύμβολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και της χριστιανικής θρησκείας γενικότερα, το οποίο υπενθυμίζει την Σταύρωση του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]] και την σωτηρία των ανθρώπων μέσω του Πάθους και του θανάτου Του. Συμβολίζει επομένως τόσο τον ίδιο τον Χριστό όσο και την πίστη των χριστιανών.<br />
<br />
Ο σταυρός υπήρξε επίσης μέσο βασανισμού και θανατικής εκτελέσεως στους Ασσυρίους, Πέρσες, Καρχηδονίους, Αιγυπτίους, Έλληνες και Ρωμαίους. Εκτός από το ξύλινο όργανο εκτέλεσης πάνω στο οποίο θανατώθηκε ο [[Ιησούς Χριστός]], με τη λέξη '''σταυρός''' αναφερόμαστε σε:<br />
<br />
# ([[εκκλ.]]) Σχήμα σε μορφή [<font size="4"> † </font>] ως σύμβολο του [[Χριστιανισμός|χριστιανισμού]].<br />
# ([[αρχ.]]) Όρθιο πάσσαλο, παλούκι, συνήθως ξύλινο.<br />
# Όργανο θανατικής εκτέλεσης που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα και αποτελούνταν είτε από μία μυτερή κάθετη δοκό, είτε από δύο δοκούς συνδεδεμένες σε ορθή γωνία ή και σε σχήμα "Τ", στο οποίο δενόταν ή καρφωνόταν ο κατάδικος.<br />
# Σχήμα που διαγράφουν οι χριστιανοί με τη κίνηση του χεριού τους κατά την [[προσευχή]].<br />
# Σύνολο θρησκευτικών ή πολιτικών συμβόλων ή έργων τέχνης τα οποία προέρχονται από τους εξής βασικούς τύπους σταυρού: <br />
::α) ο ''απλός σταυρός'', ''ξύλο'' ή ''crux simplex'', σε σχήμα γιώτα ( '''|''' ) ενώ όταν έχει γίνει αιχμηρό το άνω άκρο του περιγράφεται και ως ''acuta crux'',<br />
::β) ο ''ελληνικός σταυρός'' ή ''crux quadrata'', με τέσσερα ισοσκελή άκρα ('''+'''),<br />
::γ) ο ''λατινικός σταυρός'' ή ''crux immissa'' του οποίου το κατακόρυφο σκέλος είναι μακρύτερο από το οριζόντιο ('''†'''),<br />
::δ) ο ''συνεπτυγμένος σταυρός'', ''σταυρός του Αγίου Αντωνίου'' ή ''crux commissa'' (ή ''patibulata''), σε σχήμα ταυ ('''Τ''') και<br />
::ε) ο ''χιαστός σταυρός'', ''σταυρός του Αγίου Ανδρέα''<br />
<br />
==Ετυμολογία==<br />
<br />
{{πολυτονικό|Η λ. στα-υ-ρός έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με την φωνηεντική του μορφή -ῠ- και μάλιστα βραχύ αναφορικά με το -ῡ τής λ. στῦλος· βλ. και λ. στύλος, στοά) και επίθημα -ρός (πρβλ. σω-ρός).}}<ref>λήμμα: "Σταυρός", ''Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας'', Πάπυρος, 2005</ref><br />
<br />
==Η Ορθόδοξη ερμηνεία για την αποδοχή του Σταυρού στην Καινή Διαθήκη και στον Πρωτοχριστιανισμό==<br />
<br />
Αν και στην πραγματικότητα, ο σταυρός, ήταν για τον Ιησού ένα όργανο βασανισμού και θανάτου, στα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων αιώνων όπως του ''Ιγνατίου'', του ''Πολυκάρπου'', του ''Ιουστίνου'', του ''Ειρηναίου'', του ''Θεόφιλου Αντιοχείας'', του ''Μινούκιου Φήλιξ'', του ''Κλήμη Αλεξανδρείας'', του ''Τερτυλλιανού'' κ.ά., δεν βρίσκουμε αναφορές που να δείχνουν αποστροφή ή απαξίωση για τον Σταυρό.<ref>βλ. ''Theological dictionary of the New Testament'', Vol. 7, σελ. 577, λήμμα: ''Σταυρός''/''Σταυρός in the New Testament''/''IV. The Later Use of the Word'' * ''The Ante-Nicene Fathers'' Vol. Ι,ΙΙ,ΙΙΙ,IV: Translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325<br></ref>.<br />
<br />
Το ίδιο πνεύμα στην αντιμετώπιση του σταυρού, βλέπουμε και στην [[Καινή Διαθήκη]]. Όπως λέει και ο απ. Παύλος:<br />
<br />
:''"Χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα, εξαλείψας το καθ' ημών χειρόγραφον τοις δόγμασιν ο ην υπεναντίον ημίν, και αυτό ήρεν εκ του μέσου προσηλώσας αυτό τω σταυρώ απεκδυσάμενος τάς αρχάς καί τάς εξουσίας εδειγμάτισεν έν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ"''<br><br />
:(''Κολ. 2:13-15'')<br />
<br />
Συγχώρησε ο Χριστός δηλ. όλα τα παραπτώματα και κατήργησε το χρεόγραφο με τις διατάξεις του, που ήταν εναντίον μας, και το έβγαλε από τη μέση καρφώνοντας το στο σταυρό. Και αφαίρεσε τη δύναμη που είχε το εξουσιαστικό κακό που τώρα νικηθηκε από το θρίαμβο του σταυρού. Έτσι ο Σταυρός αποτελεί σύμβολο ελευθερίας και όργανο απελευθέρωσης του ανθρώπου από το κακό.<br />
<br />
Επίσης είναι και σύμβολο ειρήνης:<br />
<br />
:''"Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού, υμείς οι ποτέ όντες μακράν, εγγύς εγεννήθητε έν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γάρ έστιν ή ειρήνη ημών, ό ποιήσας τά αμφότερα έν καί τό μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν έν τή σαρκί αύτοΰ τόν νόμον τών εντολών έν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση έν έαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών είρήνην, καί αποκαταλλάξη τους αμφότερους έν ενί σώματι τω θεώ διά του Σταυρού, αποκτείνας την έχθραν έν αύτώ"''<br><br />
:(''Εφ. 2:13-16'').<br />
<br />
Ο Παύλος διδάσκει πως όσοι ήταν μακριά από το θεό, ήρθαν πλέον κοντά με τη σταυρική θυσία του Χριστού. Ο Ιησούς έκανε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους (Ιουδαίους και εθνικούς) ένα λαό και γκρέμισε με το σταυρικό του θάνατο ότι τους χώριζε και προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους. Θανάτωσε με το σταυρό του την έχθρα, και συμφιλίωσε τους δύο πρώην εχθρούς σε ένα σώμα και με το θεό.<br />
<br />
Οι Χριστιανοί δεν ζητούσαν μεσσία που δίνει σημεία δυνάμεως και εξουσίας:<br />
<br />
:''"Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον"'' (''Α' Κορ. 23'' εξ.)<br />
<br />
Ο σταυρός και η ανάσταση ξεπερνούν τα ιουδαϊκά σχήματα της ηθικής και της νομιμότητας καθώς αυτές οι δύο έννοιες είναι αχώριστες στην αφήγηση των Ευαγγελιστών. Ο σταυρός είναι πλέον ένα σύμβολο-καύχημα, της νίκης του Ιησού (και μέσω αυτού και του ανθρώπου) κατά της φθοράς και του θανάτου. Ο Ιωάννης, παρουσιάζει το σταυρό ως τη στιγμή που ο Υιός του ανθρώπου ''"υψώθη"'' (''Ιω 8:28'', ''12:32'' εξ), σαν ένα νέο σημείο σωτηρίας (Ιω. 3:14-16) ενώ όλη η διήγηση του ευαγγελιστή, θα έλεγε κανείς ότι δείχνει τον Ιησού να προχωρεί προς το σταυρό με μεγαλοπρέπεια.<br />
<br />
Συχνά παρουσιάζεται ως επιχείρημα ενάντια στο σταυρό, αυτό που έχει γραφτεί στην [[Παλαιά Διαθήκη]]:<br><br />
:''"κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επι ξύλου"'' (''Δευτ. 21:22-23''),<br />
<br />
και το υπενθυμίζει και ο Παύλος:<br><br />
:''"επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου"'' (''Γαλ. 3:13'')<br />
<br />
Στην πραγματικότητσ, τα δύο εδάφια δεν αναφέρονται στο όργανο βασανισμού, αλλά στο πρόσωπο που πεθαίνει επάνω στο όργανο αυτό. Όμως οι χριστιανοί δεν θεωρούν τον Ιησού ως ένα ''"κεκατηραμένο υπό Θεού"'' πρόσωπο, ούτε ασφαλώς ο Παύλος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Απευθυνόμενος μάλιστα προς Ιουδαίους και Εθνικούς για τους οποίους ο σταυρός ήταν αισθητικά αποκρουστικός και περισσότερο απόδειξη αδυναμίας παρά δυνάμεως<ref>''υπέμεινεν σταυρόν, αισχύνης καταφρονήσας'' ''Εβρ. 12:2''</ref>, λέει, μην αφήνοντας περιθώρια για ανάλογους ισχυρισμούς:<br />
<br />
:'''''"άρα κατήργηται το σκάνδαλον του σταυρού"''''' (''Γαλ. 5:11'')<br />
<br />
Πριν το [[Πάσχα]], ο Ιησούς ήταν ο μόνος που βεβαίωνε την αναγκαιότητα του σταυρού (''Μτ 16:21'') για να υπακούσει στο θέλημα του Πατέρα (''Πράξ. 2:23''). Μετά όμως από την [[Πεντηκοστή]], οι μαθητές, φωτισμένοι πλέον, κηρύττουν και εκείνοι με τη σειρά τους την αναγκαιότητα αυτή, τοποθετώντας το σκάνδαλο του Σταυρού στη πραγματική του θέση μέσα στη [[Θεία Οικονομία]]:<br><br />
<br />
:Ο Μεσσίας σταυρώθηκε ''"κρεμασθείς επί ξύλου"'' (''Πράξ. 5:30'') με σκανδαλώδη τρόπο (βλ ''Δευτ. 21:23''), όμως αυτό, κάτω από το φως της προφητείας, παίρνει μια νέα διάσταση: εκπληρώνει ''"πάντα τα περί Χριστού γεγραμμένα"'' (Πράξ 13:29). <br />
<br />
Για το λόγο αυτό, τα ευαγγελικά κείμενα που περιγράφουν το θάνατο του Ιησού, περιέχουν πολλές αναφορές στους Ψαλμούς (''Μτ 27:33-60'' / ''Ιω 19:24,28,36 εξ''): ''"ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν"'', σύμφωνα με τις Γραφές, όπως θα πει κι ο ίδιος ο Αναστημένος Χριστός (''Λκ. 24:25'' εξ).<br />
<br />
Ο σταυρός δεν είναι πια όνειδος, αλλά απαίτηση και τίτλος δόξας, πρώτα για το Χριστό και έπειτα για τους χριστιανούς:<br><br />
:"''Όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναι μου μαθητής"'' (''Λκ. 14:27'')<br><br />
:''"Ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ εστί μου άξιος"'' (''Μτ. 10:38'')<br><br />
:''"Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και άράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι"'' (''Μτ. 16:24'', ''Μκ. 8:34'', ''Λκ. 8:23'')<br />
<br />
Ο σταυρός δεν είναι αποκρουστικός, αλλά αντιθέτως αποτελεί καύχημα:<br><br />
:''"Εμοί δε μη γένοιτο καυχασθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού"'' (''Γαλ. 6:14'')<br />
<br />
Στην καθημερινή ζωή του χριστιανού, ''"ο παλαιός άνθρωπος συνεσταυρώθη"'' (''Ρωμ. 6:6'') και ελευθερώθηκε τελείως από το κακό και πλέον η αποδοχή του σταυρού, χαρακτηρίζει τους φίλους ή μή του Χριστού:<br><br />
:''"νυν δε και κλαίων λέγω, τους εχθρούς του σταυρού του Χριστού, ων το τέλος απώλεια"'' (''Φιλ. 3:18-19'').<br />
<br />
==Ιστορία: η Σταύρωση ως Μέθοδος Εκτέλεσης==<br />
<br />
Ως '''Σταύρωση''' ορίζεται η μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής με κάρφωμα ή και δέσιμο του θύματος επάνω σε πάσσαλο, δένδρο ή σε σταυρό σχήματος <big>'''T'''</big>. Αν και ο [[Ηρόδοτος]] χρησιμοποιεί τους όρους ''ανασκολοπίζειν'' για την τοποθέτηση των θυμάτων εν ζωή και ''ανασταυρούν'' για την καθήλωση των πτωμάτων τους, μετά από εκείνον, τα δύο ρήματα γίνονται συνώνυμα και εκφράζονται με τον όρο ''Σταύρωση-Σταυρώνω''.<br />
<br />
Η σταύρωση, εφαρμοζόταν από αρκετούς λαούς όπως οι [[Πέρσες]], οι [[Ιουδαίος|Ιουδαίοι]], οι [[Καρχηδόνα|Καρχηδόνιοι]] οι [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|Ρωμαίοι]] κ.ά., από τον 6ο π.Χ. αιώνα έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα.<br><br />
Αυτή η μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα [[Μέγας Κωνσταντίνος|Μ. Κωνσταντίνο]] το 337 σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από σεβασμό προς το σταυρικό μαρτύριο του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]].<br />
<br />
Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν την σταύρωση ως μέθοδο εκτέλεσης και ίσως την εφηύραν κιόλας, ήταν οι Πέρσες. Ο λόγος για τον οποίο την χρησιμοποιούσαν ήταν πιθανόν για να μην έρχεται σε επαφή το σώμα του καταδικασμένου με τη γη και την μολύνει, καθώς ήταν αφιερωμένη στην αρχαία ιρανική θεότητα του Ζωροαστρισμού, τον [[Αχούρα Μάζντα]]. Σύμφωνα με τον [[Ηρόδοτος|Ηρόδοτο]], το 519 π.X. ο Δαρείος ο Α', βασιλιάς των Περσών, σταύρωσε 3.000 πολιτικούς αντίπαλους του στην Βαβυλώνα.<br />
<br />
Άλλες αρχαίες πηγές αναφέρουν τη χρήση της σταύρωσης από τους Ινδούς (''Διόδ. Σικ. 2.18.1''), τους Ασσυρίους (''Διόδ. Σικ. 2.1.10''), τους Σκύθες (''Διόδ. Σικ. 2.44.2''), τους Θράκες (''Διόδ. Σικ. 33.15.1''). Ο Τάκιτος αναφέρει ότι οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τη σταύρωση (''Χρονικά 1.61.4'') όπως και οι Κέλτες (''Χρονικά 14.33.2'') ενώ ο Σαλλούστιος αναφέρει ότι και οι Νουμίδες χρησιμοποιούσαν αυτόν τον τρόπο εκτέλεσης (''Ιουγουρθικός πόλεμος 14.15''). Επίσης, σύμφωνα με αρκετές πηγές, οι Καρχηδόνιοι εφάρμοζαν τη σταύρωση (''Πολύβ. 1.11.5, 24.6, 86.4'' / ''Διόδ. Σικ. 25.5.2, 26.23.1'' / ''Λίβιος 22.13.9'' κ.ά.). Από τους Καρχηδόνιους, η σταύρωση πέρασε και στους Ρωμαίους οι οποίοι ονόμαζαν το εκτελεστικό όργανο, ''crux''.<br />
<br />
Στον ελληνιστικό κόσμο, οι εγκληματίες συχνά τοποθετούνταν επάνω σε σανίδα όπου γινόταν η διαπόμπευση, ο βασανισμός και η δημόσια εκτέλεσή τους. Η τιμωρία αυτή έμοιαζε με μία μορφή σταύρωσης, αυτή όπου καρφωνόταν το θύμα σε πάσσαλο. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, ο Διονύσιος Α', τύραννος των Συρακουσών, συνέλαβε και σταύρωσε Έλληνες μισθοφόρους που είχαν στη δούλεψή τους οι Καρχηδόνιοι (''14.53.4'').<br />
<br />
Επίσης, ο [[Μέγας Αλέξανδρος]] εφάρμοσε επανειλημμένα τη σταύρωση. Σε κάποια περίπτωση σταύρωσε συνολικά 2.000 επιζόντες από την πολιορκία της Τύρου (''Κούρτιος Ρούφος 4.4.17'') ενώ είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο [[Αρριανός]], πως ο Αλέξανδρος όταν πέθανε ο Ηφαιστίων, διέταξε να σταυρώσουν τον Γλαυκία (το γιατρό του Ηφαιστίωνα), επειδή τον θεώρησε υπαίτιο για τον θάνατο του φίλου του.<br />
<br />
H εφαρμογή της σταύρωσης μαρτυρείται στην [[Ελλάδα]] και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Στα 314 π.Χ. ένας διοικητής του βασιλείου του Αλεξάνδρου, κατέστειλε εξέγερση στην πόλη Συκιώνα κοντά στην Κόρινθο, όπου σταύρωσε 30 από τους κατοίκους (''Διόδ. Σικ. 19.67.2''). Κατόπιν, στα 303 π.Χ. όταν η Συκιώνα έπεσε στα χέρια του Δημητρίου του Πολιορκητή, σταυρώθηκαν 80 αντίπαλοι στρατιώτες μαζί με τον διοικητή τους (''Διόδ. Σικ. 20.103.6'').<br />
<br />
Στους προρωμαϊκούς χρόνους, στην ελληνόφωνη ανατολή η σταύρωση εφαρμόσθηκε στα πλαίσια του πολέμου ή για τις πράξεις υψίστης προδοσίας. Το 267 π.Χ., στην Ιουδαία που βρισκόταν κάτω από τις διαταγές του Αντιόχου του Δ' του ''Επιμανή'' ο οποίος προσπάθησε να εξαλείψει την ιουδαϊκή θρησκεία, σταυρώνονταν όσοι παρέμεναν πιστοί στον εβραϊκό νόμο (''Ιώσηπ. Ιουδ. Αρχ. 12.256''). Μετά την εφαρμόγή του ρωμαϊκού δικαίου, η σταύρωση χρησιμοποιήθηκε επίσης ως τιμωρία για τους σκλάβους και τους βίαιους εγκληματίες. <br />
<br />
Στους Εβραίους, η σταύρωση εφαρμόσθηκε περιστασιακά κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Το 88 π.Χ. ο Αλέξανδρος Ιανναίος βασιλιάς της Ιουδαίας και αρχιερέας, σταύρωσε 800 Φαρισαιους αντίπαλους του αφού πρώτα τους υποχρέωσε να παρακολουθήσουν τη σφαγή των συζύγων και των παιδιών τους (''Ιώσηπ. Ιουδ. Αρχ. 13.380 & Ιουδ. Πόλεμ. 1.97-98'').<br />
<br />
Σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, τα πτώματα των εκτελεσμένων ειδωλολατρών και των βλάσφημων, τα κρεμούσαν σε ένα δέντρο για να δείξουν ότι ήταν καταραμένοι από το Θεό (''Δευτ. 21:22-23'').<br />
<br />
==Ιστορία: ο Σταυρός του Ιησού Χριστού==<br />
<br />
Ο '''Σταυρός του Ιησού Χριστού''', αναφέρεται στο όργανο θανατικής εκτέλεσης, πάνω στο οποίο πέθανε ο [[Ιησούς Χριστός]], γεγονός που απετέλεσε την κατάληξη της τριετούς δράσης του ιδρυτή του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]]. Σύμφωνα με τις [[Ευαγγέλιο|ευαγγελικές]] διηγήσεις, ο [[Χριστός|Ιησούς]], με εντολή του [[Πόντιος Πιλάτος|Πιλάτου]], οδηγήθηκε εκτός των τειχών της [[Ιερουσαλήμ]], στο μικρό λόφο [[Γολγοθάς|Γολγοθά]], για να [[Σταύρωση|σταυρωθεί]] από ειδικό εκτελεστικό τμήμα στρατού, που το διοικούσε κάποιος [[εκατόνταρχος]]. <br />
<br />
Ο Ιησούς, υποχρεώθηκε να μεταφέρει στους ώμους του τον [[Σταυρός|σταυρό]], καθώς ήταν συνήθεια για τους κατάδικους, και μόνο αργότερα, όταν ήταν εξαντλημένος από τις μαστιγώσεις και την κόπωση, επέβαλλαν την «αγγάρευση» της μεταφοράς σε κάποιο περαστικό αγρότη με το όνομα [[Σίμων ο Κυρηναίος]] (''Μάρκ. 15:21'').<br />
<br />
===Ο Σταυρός ως όργανο σχήματος <font size="4"> † </font> ή '''Τ'''===<br />
<br />
Όσοι από τους ειδικούς αποδέχονται ότι ο σταυρός επάνω στον οποίο πέθανε ο Χριστός ήταν σχήματος ΤΑΥ ή παρομοίου, στηρίζονται σε χριστιανικές αλλά και εξωχριστιανικές μαρτυρίες από τον 1ο έως και τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα.<br />
<br />
====Ρωμαϊκή σταύρωση σε σχήμα ΤΑΥ====<br />
<br />
Όταν η Ρώμη με σειρά εκστρατειών μετέβαλε σε επαρχίες της, την [[Ισπανία]], τη Ναρβονική Γαλατία, μέρος της [[Μικρά Ασία|Μικράς Ασίας]], ενώ υπέταξε την [[Ελλάδα]] (στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.) και την καρχηδονιακή [[Αφρική]], η [[pax romana]] επιβλήθηκε σε όλη τη [[Μεσόγειος|Μεσόγειο]] και η Ρώμη εισχώρησε στην πνευματική σφαίρα του ελληνιστικού κόσμου, του οποίου έγινε κληρονόμος με την ενοποίηση του μεσογειακού χώρου. <br />
<br />
Οι αρχαίες μαρτυρίες δείχνουν ότι η λέξη ''σταυρός'' απόκτησε την σημερινή της έννοια κάτω από την επιρροή της λατινικής λέξης '''''crux''''' που αναφερόταν σε ποικίλους τρόπους σταύρωσης. Έχει ενδιαφέρον μια σχετική περιγραφή του ''Σενέκα του Νεώτερου'', σύγχρονου του Ιησού:<br><br />
<br />
'''Λατινικό κείμενο''':<br><br />
:''Video istic cruces ne unius quidem generis sed aliter ab aliis fabricatas: [...] alii brachia patibulo explicuerunt''<br><br />
:''(Dial. 6 [Cons. Marc.] 20.3)''<br />
<br />
'''Αγγλική μετάφραση''' (<small>''The Anchor Bible Dictionary'', Doubleday, 1996, λήμμα: ''crucifixion'', (Vol.1, p. 1207)</small><br><br />
:''I see crosses there, not just of one kind but made in many different ways: [...] others stretch out their arms on the patibulum''<br><br />
:''(Dial. 6 [Cons. Marc.] 20.3)''.<br />
<br />
που σημαίνει:<br />
<br />
:''"Βλέπω σταυρούς εκεί, όχι ενός είδους αλλά διαφορετικούς: [...] σε κάποιους βρίσκονται με τα χέρια σε έκταση επάνω στο patibulum"''<br />
:''(Dial. 6 [Cons. Marc.] 20.3)''.<br />
<br />
O Σενέκας (η μαρτυρία του οποίου θεωρείται ότι βοηθά στα συμπεράσματα μας για τη σταύρωση την εποχή της Κ.Δ. και του Χριστού ειδικότερα<ref>''"There is good evidence to suggest that to "stretch out the hands" would be readily recognized as alluding to crucifixion. In Barnabas 12:2-4...Moses stretching out his hands (εξέτεινεν τας χείρας...)...understood as prophetic of the crucifixion of Jesus...The specific phrase εκτείνω τας χείρας or εκπετάννυμι τας χείρας as an allusion to crucifixion seems to have become fixed in Christian usage, but there is evidence in pagan authors also that the posture referred to was associated with crucifixion (Epictetus 3.26.22: εκτείνας σεαυτόν ως οι εσταυρωμένοι; '''Seneca, De consol. ad Marc. 20.3: brachia patibulo explicuerunt'''...)"'' (''Aufstieg und Niedergang der romischen Welt'' (ANRW). Tl. II, Principat. Bd 26, 1 : Religion (Vorkonstantinisches Christentum : Neues Testament [Sachthemen] / Ed. Haase, Wolfgang. -Berlin : W. de Gruyter, 1992, σελ. 547)</ref> ονομάζει ''crux'' (σε μετάφραση ''"cross"''<ref>''The Anchor Bible Dictionary'', Doubleday, 1996, λήμμα: ''crucifixion'', Τόμος 1, σελ. 1207'' '''<big>*'''</big> Loeb Classical Library, De Consolatione, 20,3, transl. Basore, John W., London: William Heinemann, 1932 '''<big>*'''</big> L. Annaeus Seneca Troades, Atze Johannes Keulen, Lucius Annaeus Seneca, Brill Academic Publishers, 2001, σελ. 352</ref> ή ''"Σταυρός"''<ref>Aufstieg und Niedergang der romischen Welt, 3 Tle. in Einzelbdn., von Hildegard Temporini, Wolfgang Haase, Gruyter; Auflage: 1, 1982, σελ. 680 '''<big>*'''</big> Evans, C. A., "Word Biblical Commentary": Mark 8:27-16:20, Vol. 34B, σελ. 499, Dallas: Word, Incorporated, 2002 '''<big>*'''</big> ''Aufstieg Und Niedergang Der Romischen Welt (ANRW): Geschichte Und Kultur Roms Im Spiegel Der Neueren Forschung, Teil IΙ: Principat, Hildegard Temporini, Wolfgang Haase, Walter de Gruyter-Berlin-New York, 1992, σελ. 547''</ref>), είτε τον απλό πάσσαλο, είτε το σύνθετο σχήμα κάθετου-οριζόντιου πασσάλου.<br />
<br />
Την ίδια εποχή (1ος αιώνας μ.Χ.) οι ειδικοί καταγράφουν άλλη μια μαρτυρία που θεωρούν ότι αναφέρεται σε σύνθετο σταυρικό σχήμα οριζόντιου και κάθετου άξονα. Είναι αυτή του φιλοσόφου [[Επίκτητος|Επίκτητου]]:<br />
<br />
:''"εκδυσάμενος και εκτείνας σεαυτόν ως οι εσταυρωμένοι τρίβη ένθεν και ένθεν"''<ref>ANRW: Geschichte Und Kultur Roms Im Spiegel Der Neueren Forschung, Teil IΙ: Principat, Hildegard Temporini, Wolfgang Haase, Walter de Gruyter-Berlin-New York, 1992, σελ. 547: ''"[...] there is evidence in pagan authors also that the posture referred to was associated with crucifixion (Epictetus 3.26.22: εκτείνας σεαυτόν ως οι εσταυρωμένοι) [...] the allusion is to the practice of binding of the outstretched arms of the criminal to the crossbeam, which he had then to carry to the place of execution."''</ref><br />
:(''Επικτήτου, Διατριβαί, 3.26.22'')<br />
<br />
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι οι Ρωμαίοι είναι εκείνοι που εισήγαγαν το εκτελεστικό όργανο που εκτός από την κάθετη δοκό, συχνά περιελάμβανε και μία οριζόντια η οποία ονομαζόταν '''''patibulum'''''<ref>Ενδεικτικά, αναφέρουν για το '''patibulum''': * '''The Wycliffe Bible Encyclopedia. Moody Press, λήμμα Cross''': ''"The patibulum, a wooden crossbar"'' * '''Theological dictionary of the New Testament. 1964-c1976, (Vol. 7, σελ. 573)''': ''"Crucifixion took place as follows. The condemned person carried the patibulum (cross-beam) to the place of execution"'' * '''New Bible Dictionary, InterVarsity Press, σελ. 245''': ''"He was then made to carry the cross-beam (patibulum) [..] It was this patibulum, not the whole cross"'' * '''The murder of Jesus: A study of how Jesus died, Nashville, TN: Word Pub, 2000, σελ. 193''': ''"to carry only the lateral crossbeam (known as the patibulum)"'' * '''The International Standard Bible Encyclopedia, Revised (Vol. 1, σελ. 826)''': ''"The initial variation in form of the primitive cross was apparently the addition of the cross-beam. This development, in the Roman world at least, may be related to the carrying of the patibulum"'' * '''Art in the Early Church, Walter Lowrie, σελ. 129''': "The patibulum (fig. I on pl. 32a), an upright stake with a transverse bar above it, is the most realistic form of the cross on which criminals were hung" * '''The Seven Books of History against the Pagans, Roy J. Deferrari, Paulus Orosius, 1964''': ''"The transverse beam was called the patibulum and, in Rome at least, it was customary for the criminal to carry only this beam."'' * '''A Dictionary of the Bible: Dealing with Its Language, Literature, and Contents, Including the Biblical Theology, C. Scribner's Sons, σελ. 140''': ''"the leaders of all the peoples fastened to the patibulum."'' * '''Treatises on Penance: On Penitence and on Purity, Newman Press, σελ. 294''': ''"Patibulum (from patere) [...] In executions, this was fastened to the stipes or palus to form a cross. Hence, by metonymy, patibulum is often used for crux."'' * '''The Mythical Interpretation of the Gospels: Critical Studies in the Historic Narratives, Thomas James Thorburn, σελ. 276''': ''"In accordance with the usual custom in the case of condemned criminals, Jesus had to bear the horizontal beam (patibulum) of his cross to the place of execution."'' * '''On the Trial of Jesus, Paul Winter, σελ. 65''': ''"A heavy wooden bar (patibulum) was placed upon the neck of the condemned man, and his outstretched arms were fastened to the beam. In this position, he was led to the place of execution. There he was lifted up, the beam being secured to a vertical stake (simplex), fixed in the ground, so that his feet hung suspended in the air."'' * '''The New Schaff-Herzog Encyclopedia of Religious Knowledge Vol. 3, σελ. 312''': ''"the cross-piece ( patibulum ) was either bolted fast to the upright post"'' * '''Dallas Theological Seminary. (1983). Bibliotheca Sacra Volume 140 σελ. 120)''': ''"It is this writer’s position that the phrase “take up his cross” is a figure of speech derived from the Roman custom requiring a man convicted of rebellion against Rome’s sovereign rule to carry the cross-beam (patibulum) to his place of execution."'' * '''Oxford Readings in the Roman Novel, S. J. Harrison, Oxford University Press, 1999, σελ. 260''': "Patibulum seems to be used here as a synonym for crux"<br></ref> και η μέθοδος αυτή σταύρωσης είχε εφαρμογή σε όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας<ref>Γρατσέας Γ., "Σταυρός", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 460 (''"Ελέχθη ήδη ότι επί του σταυρού, κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας, αι χείρες ηπλούντο προς τα πλάγια, προσδεδεμέναι ή προσηλωμένοι επί του οριζοντίου ξύλου του σταυρού."''</ref> και η σημασιολογία της ελληνικής λέξης την εποχή της Καινής Διαθήκης περιελάμβανε και το σταυρικό όργανο σε σχήμα''' <big>'''T'''</big> <ref>ΘΗΕ, ό.π., στ. 455 (''"κατά τους χρόνους της Κ. Διαθήκης, πέραν των σχήματος Τ σταυρών, υπήρχον εν χρήσει και τετραμερείς, οίτινες θα είχον το σχήμα του ανισοσκελούς σταυρού."'')</ref>.<br />
<br />
Στην περίπτωση του ''σταυρού'' σχήματος '''Τ''', ή στις περιπτώσεις που ο Σταυρός είχε σχήμα όπου η κατακόρυφη κεραία ήταν μακρύτερη από την οριζόντια, το σχήμα το προσδιόριζε η θέση του ονομαζόμενου από τους Ρωμαίους, ''Patibulum'', της οριζόντιας δοκού δηλ. επάνω στην οποία τοποθετούσαν συνήθως το σώμα του μελλοθάνατου. Αν το ''patibulum'' υψωνόταν στην κορυφή του κάθετου πασσάλου, έδινε το σχήμα ''crux commissa'' ('''<big>Τ</big>''') ενώ αν καρφωνόταν λίγο χαμηλότερα, έδινε το σχήμα του ''crux immissa'' (<font size="4"> † </font>)<ref>The Cambridge Companion to Jesus, Cambridge University Press, 2001, σελ. 90-91 * The Anchor Bible Dictionary, New York-Doubleday, Vol. 1, Page 1207<br></ref>.<br />
<br />
Γενικά, οι περιγραφές σταυρώσεων είναι σπάνιες, γεγονός που δεν προξενεί έκπληξη λόγω της ευρείας αποστροφής για τη συγκεκριμένη μέθοδο<ref>Boles, K. L. (1993). ''Galatians & Ephesians. The College Press NIV commentary'' (Ga 6:14). Joplin, Mo.: College Press.<br></ref>. Σύμφωνα με τον [[Κικέρων|Κικέρωνα]], ακόμη και η λέξη ''σταυρός'' (crux) ήταν απαγορευμένη στα μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας (''Pro Rabirio, 16'').<br />
<br />
Από τις πληροφορίες που σώζονται, γνωρίζουμε ότι πριν από τη σταύρωση οι Ρωμαίοι έγδυναν και μαστίγωναν τα θύματα τους σε δημόσιο χώρο. Κατόπιν, με τα χέρια προσαρτημένα επάνω στο ''patibulum'', υποχρεώνονταν να περάσουν μέσα από τους δρόμους των κατοικημένων περιοχών και κάτω από τη χλεύη των κατοίκων να οδηγηθούν στο σημείο όπου θα σταυρώνονταν.<br />
<br />
Μία από τις αρχαιότερες ρωμαϊκές περιγραφές της σταύρωσης αυτής, μας δίνει ο λατίνος κωμικός ποιητής ''Πλαύτος'' (254-184 π.Χ.):<br><br />
<br />
:''"Patibulum ferat per urbem, deinde adfigatur cruci."''<br><br />
:(''Plautus, [http://www.forumromanum.org/literature/plautus/fragmenta.html Carbonaria], fragment 2'')<br />
<br />
που σημαίνει:<br />
<br />
::''Θα φέρω/βαστάξω/κρατήσω το '''Patibulum''' περνώντας μέσα από την πόλη, και μετά θα προσαρτηθώ στο σταυρό'' (cruci/crux)<br />
:(''Plautus, Carbonaria, fragment 2'')<br />
<br />
Με παρόμοιο τρόπο ο [[Διονύσιος Αλικαρνασσεύς]] (τέλη του 1ου αι. π.Χ. - αρχές του 1ου αι. μ.Χ.), ο ιστορικός που έζησε στη Ρώμη και κατέγραψε την λεγόμενη ''"Ρωμαϊκή αρχαιολογία"'' σε 20 βιβλία, περιγράφει και επιβεβαιώνει την πορεία εξευτελισμού όπως και τον τρόπο με τον οποίο σταύρωναν οι Ρωμαίοι:<br />
<br />
:''"Ρωμαίος ουκ αφανής θεράποντα ίδιον επί τιμωρία θανάτου παραδούς τοις ομοδούλοις άγειν, ίνα δη περιφανής η τιμωρία του ανθρώπου γένηται, δι' αγοράς αυτόν εκέλευσε μαστιγούμενον έλκειν και ει τις άλλος ην της πόλεως τόπος επιφανής ήγούμενον της πομπής, ην έστελλε τω θεώ κατ' εκείνον τον καιρόν η πόλις. Οι δ' άγοντες τον θεράποντα επί την τιμωρίαν τας χείρας αποτείναντες αμφοτέρας και ξύλω προσδήσαντες παρά τα στέρνα τε και τους ώμους και μέχρι των καρπών διήκοντι παρηκολούθουν ξαίνοντες μάστιξι γυμνόν όντα."''<br><br />
:(''Ρωμαϊκή αρχαιολογία, 69.1-2'')<br />
<br />
Οι περιγραφές αυτές θυμιζουν τη μέθοδο σταύρωσης του Ιησού<ref>''"βαστάζων τον σταυρόν αυτού εξήλθεν εις τον λεγόμενον κρανίου τόπον"'' (''Ιωάν. 19:17'')</ref>:<br />
<br />
:''"Η έκφρασις 'αίρω τον σταυρόν' είναι ειλημμένη από των συμβαινόντων κατά τας σταυρώσεις. Πλείσται όσαι πληροφορίαι μαρτυρούν ότι οι οδηγούμενοι εις τόπον τινά μαρτυρίου, προκειμένου να σταυρωθούν, ήσαν υποχρεωμένοι να αίρουν τον σταυρόν, επί του οποίου αργότερον θα προσηλούντο. Συγγραφεύς του Β' π.Χ. αιώνος πληροφορεί, ομιλών περί καταδίκων, ότι 'έκαστος αυτών τον σταυρόν έφερεν' (Χαρίτωνος, Τα κατά Χαιρέαν καί Καλλιρρόην...Κατά Πλούταρχον, έκαστος '...εκφέρει τον εαυτού σταυρόν'...Η έκφρασις του Ιησού 'αίρειν τον σταυρόν'...προϋποθέτει την γνώσιν των κατά τας σταυρώσεις γινομένων...κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας..."''<ref>ΘΗΕ, ό.π., στ. 456</ref>.<br />
<br />
Αρκετοί λόγιοι θεωρούν ότι στην περίπτωση του Ιησού ακολουθήθηκε η ίδια ακριβώς διαδικασία προσάρτησης στο ''patibulum'', κατά τη γνωστή μέθοδο των Ρωμαίων<ref>The Cambridge Companion to Jesus, Markus Bockmuehl, Cambridge University Press, 2001, σελ. 90-91: ''"If we can accept the certainty of Jesus' crucifixion as an historical datum, what can we say about the manner of his death? [...] In spite of the paucity and ambiguity of the evidence, Martin Hengel suggests a summary sketch of the Roman procedure of crucifixion. Crucifixion included a flogging beforehand, with victims generally made to carry their own crossbeams to the location of their execution, where they were bound or nailed to the cross with arms extended, raised up, and, perhaps seated on a small wooden peg (Hengel 1977: 22–32)."'' '''<big>*</big>''' New Bible Dictionary, Wood, D. R. W., Wood, D. R. W., & Marshall, I. H., InterVarsity Press, 1996, σελ 246 '''<big>*</big>''' Theological dictionary of the New Testament, λήμμα: ''Σταυρός'', Τόμος 7, σελ. 574, σημείωση #21 (αναφορά σε ''Cf. Benz, 1055''), Grand Rapids, MI: Eerdmans, 1976</ref>.<br />
<br />
Τελικά, "σταυρός" στην εποχή της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]] φαίνεται να σήμαινε ένα όργανο εκτέλεσης με ή χωρίς προσθήκη οριζόντιας δοκού<ref>Dictionary of Paul and his letters, Hawthorne, G. F., Martin, R. P., & Reid, D. G., Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press, 1993, σελ. 198: ''"the noun “cross”(stauros [...] the cross, with or without a crossbeam"''</ref> όπως αντίστοιχα παρόμοια σημασία είχε και ο όρος ''crux''. Σε σχέση με το ζήτημα αλλαγής της ομηρικής έννοιας του σταυρού στη Ρωμαϊκή εποχή, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε αν οι Έλληνες είχαν κάποια ειδική λέξη για τη μέθοδο σταύρωσης των Ρωμαίων:<br />
<br />
:''"Eνω γνωρίζομεν τι ηννόουν οι αρχαίοι Έλληνες δια της λέξεως σταυρός, εν τούτοις δεν γνωρίζομεν πως ωνόμαζον τα γεωμετρικά εκείνα σχήματα τα οποία οι μεταγενέστεροι ονομάζομεν σταυρούς. Επιθυμούντες να...δείξωμεν την μεταξύ της, κατά τους αρχαίους Έλληνας, εννοίας του σταυρού και του κατά τους μεταγενεστέρους σχήματος του σταυρού...εκ των έργων του Λουκιανού...Ο Λουκιανός...επιτρέπει δια τής περιγραφής του βασανισμού του σώματος του Προμηθέως να υπονοήσωμεν το σχήμα του σταυρού, δια τό οποίον όμως δίδει στοιχεία ακριβή εις την «Δίκην των φωνηέντων», πληροφορών ότι είχε σχήμα Τ <ref>ΘΗΕ, ό.π., στ. 451-452</ref>...Κατά την εποχήν της Κ. Διαθήκης...ο σταυρός συνίστατο εκ δύο καθέτων ξύλων. Ταύτα ηδύναντο να έχουν σχήμα Ταυ, ήτοι Τ, ως επιτρέπει να συμπεράνωμεν η «Δίκη των φωνηέντων» του Λουκιανού, αλλά και η ερμηνεία ην δίδει ο Βαρνάβας...Θα δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ενταύθα ότι...οι προαναφερθέντες και ελληνιστί γράφοντες συγγραφείς δέν είχον έτερον ελληνικόν γράμμα, όπερ να απέδιδε πιστότερον το σχήμα του σταυρού."''<ref>ΘΗΕ, ό.π., στ. 458</ref>.<br />
<br />
===Οι αρχαίες μαρτυρίες για το σχήμα του Σταυρού του Ιησού ως '''Τ''' ή <font size="4"> † </font>===<br />
<br />
====Η μαρτυρία της ''"Επιστολής Βαρνάβα"'' (χρονολ. από 70 έως 130 μ.Χ.)====<br />
Στην [[Επιστολή Βαρνάβα]] γίνεται η εξής αναφορά στο σχήμα του Σταυρού:<br />
<br />
:«{{Πολυτονικό|Μάθετε οὖν, τέκνα ἀγάπης, περὶ πάντων πλουσίως, ὅτι Ἀβραάμ, πρῶτος περιτομὴν δούς, ἐν πνεύματι προβλέψας εἰς τὸν Ἰησοῦν περιέτεμεν, λαβὼν τριῶν γραμμάτων δόγματα. Λέγει γάρ· "Καὶ περιέτεμεν Ἀβραὰμ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἄνδρας δεκαοκτὼ καὶ τριακοσίους". Τίς οὖν ἡ δοθεῖσα αὐτῷ γνῶσις; Μάθετε, ὅτι τοὺς δεκαοκτὼ πρώτους, καὶ διάστημα ποιήσας λέγει τριακοσίους. Τὸ δεκαοκτὼ ι’ δέκα, η’ ὀκτώ· ἔχεις Ἰησοῦν. Ὃτι δὲ ὁ σταυρὸς '''ἐν τῷ ταῦ''' ἤμελλεν ἔχειν τὴν χάριν, '''λέγει καὶ τοὺς "τριακοσίους"'''. Δηλοῖ οὖν τὸν μὲν Ἰησοῦν ἐν τοῖς δυσὶν γράμμασιν, καὶ '''ἐν τῷ ἑνὶ τὸν σταυρόν'''}}».<br />
:(''Επιστολή Βαρνάβα 9.7, 8'')<br />
<br />
Η έκφραση ''«λέγει καὶ τοὺς "τριακοσίους"»'' συνδέει το σχήμα του συνεπτυγμένου σταυρού (''crux commissa'', δηλ. '''Τ''') με το ελληνικό αριθμητικό '''[[τ|τ’]]''' που αντιστοιχεί στον αριθμό 300 και με τον ιστορικό Ιησού που επάνω στο όργανο αυτό «{{Πολυτονικό|σταυρωθεὶς ἐποτίζετο ὄξει καὶ χολῇ}}». ([[s:Επιστολή Βαρνάβα#7|Επ. Βαρν. 7.3]])<br />
<br />
====Οι μαρτυρίες Κέλσου-Λουκιανού-Ωριγένη====<br />
<br />
Ο Κέλσος έγραψε περίπου το 170-180 μ.Χ. ένα αντιχριστιανικό έργο που ονομάζεται ''"Αληθής λόγος"'' και ο [[Ωριγένης]] μετά από λίγες δεκαετίες, στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. απάντησε πρόταση-πρόταση στα επιχειρήματα του Κέλσου με το απολογητικό του έργο ''"Κατά Κέλσου"''. Εξαιτίας αυτού, μας σώζονται σήμερα τα 3/4 από το έργο του Κέλσου παρόλο που το πρωτότυπο έχει χαθεί.<br />
<br />
Όπως σώζει ο Ωριγένης, ο [[Κέλσος]] μέσα στο έργο του αναφέρει σε διάφορα σημεία την εκτέλεση του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]] ως Ανασκολοπισμό:<br />
<br />
:''"Είτα φησιν ο Κέλσος: '''Τι φησι και ανασκολοπιζομένου του σώματος;'''"''<br><br />
:(''Ωριγένης, Κατά Κέλσου 2.36'')<br />
<br />
Ο Ωριγένης στο έργο του απαντά στον Κέλσο, ταυτίζοντας τους όρους ''Σταύρωση'' και ''Ανασκολοπισμός'':<br />
<br />
:''"και "Κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα", προλαβών τους '''επί των ανασκολοπιζομένων δήμιους''', '''υποτέμνοντας τά σκέλη των σταυρουμένων'''"''<br><br />
:(''Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 3.32.20'')<br />
<br />
Την ίδια αυτή εννοιολογική ταύτιση του ''Σταυρού'' με τον ''Σκόλοπα'' κάνει και σε άλλο σημείο ο Ωριγένης γράφοντας για τον θάνατο του Ιησού:<br />
<br />
:''"'''σταυρωθήναι''' τον Ιησούν"'' (''Κατά Κέλσου 3.56.27'') '''και''' ''"υπομείναι το '''επί σκόλοπος κρεμασθήναι'''"'' (''Κατά Κέλσου 2.69.50'')<br />
<br />
Μάλιστα, με τους δύο αυτούς όρους, ο Ωριγένης αναφέρεται σε σταυρό σχήματος '''Τ''':<br />
<br />
:''"τα αρχαία στοιχεία εμφερές έχειν το '''Θαυ τω του σταυρού χαρακτήρι'''"''<br><br />
:(''Ωριγένη, Εκλογαί εις τον Ιεζεκιήλ, 9.4'')<br />
<br />
Τα παραπάνω μπορούν να συνδυαστούν με τις μαρτυρίες του Λουκιανού που έγραψε την ίδια περίπου εποχή με τον Κέλσο. Ο Λουκιανός, κάνοντας μια άμεση αναφορά στα γεγονότα της Καινής Διαθήκης και στη σταύρωση, περιγράφει τον Ιησού ως ''"εν τη Παλαιστίνη ανασκολοπισθέντα"'' (''Περί της Περεγρίνου τελευτής, 11.11'').<br />
<br />
Χρησιμοποιεί το ''ανασκολοπίζω'' για τον Ιησού, όρος που χρησιμοποιήθηκε και από τον Κέλσο και από τον Ωριγένη, ενώ στο έργο του ''Δίκη Φωνηέντων'', ο Λουκιανός μας εξηγεί τι ακριβώς εννοούσε όταν αναφερόταν σε ''ανασκολοπισμό'':<br />
<br />
:''"'''το Ταυ''' ες το των στοιχείων γένος παρήγαγε: '''τω γαρ τούτου σώματι''' φασι τους τυράννους ακολουθήσαντας και '''μιμησαμένους αυτού το πλάσμα''' έπειτα '''σχήματι τοιούτου ξύλα τεκτήναντας ανθρώπους ανασκολοπίζειν επ' αυτά''': από δε τούτου και τω τεχνήματι τω πονηρω την πονηράν επωνυμίαν συνελθείν. Τούτων ούν απάντων ένεκα πόσων θανάτων το Ταυ άξιον είναι νομίζετε;"''<br><br />
:(''Δίκη Φωνηέντων, 12.4-13'')<br />
<br />
Οι τύραννοι λοιπόν, παρατηρώντας τη μορφή του γράμματος '''Τ''', αντέγραψαν το σχήμα του και έφτιαξαν μία ξύλινη κατασκευή για να ''ανασκολοπίζουν'' ανθρώπους επάνω σ’ αυτά και έτσι ο ανασκολοπισμός γινόταν σε όργανο με σχήμα '''Τ'''.<br />
<br />
Εκτός αυτού, ο Λουκιανός εξηγεί τη μέθοδο του σταυρικού μαρτυρίου και περιγράφει τη μορφή που αποδεχόμαστε για τον σταυρό σήμερα:<br />
<br />
:"''ει δοκεί κατά μέσον ενταύθα που υπέρ της φάραγγος ανεσταυρώσθω εκπετασθείς τω χείρε από τουτουι του κρημνού προς τον εναντίον […] και όλως επικαιρότατος αν ο σταυρός γένοιτο, […] αλλ' όρεγε την δεξιών: συ δε, ω Ήφαιστε, κατάκλειε και προσήλου και την σφύραν ερρωμένως κατάφερε, δος και την ετέραν: κατειλήφθω ευ μάλα και αύτη. ευ έχει."''<br><br />
:(''Λουκιανού, Προμηθέας,1-2'')<br />
<br />
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ''"ο Προμηθεύς αναγκάζεται αρχικώς να απλώση την δεξιάν χείρα, την οποίαν ο Ήφαιστος, τη υποδείξει του Ερμού, έδεσε και εκάρφωσε κτυπών την σφύραν ερρωμένως. Αφού επανελήφθησαν τα αυτά και δια την αριστεράν χείρα, προς την ετέραν κατεύθυνσιν, επερατώθη η σταύρωσις"''<ref>ΘΗΕ, ό.π., στ. 451</ref>.<br />
<br />
====Η μαρτυρία Ειρηναίου (τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.)====<br />
Ο [[Ειρηναίος]], αντιρρητικός και αντι[[Γνωστικισμός|γνωστικός]] χριστιανός συγγραφέας του 2ου αιώνα μ.Χ., περιγράφει ένα σταυρό με πέντε άκρα στα οποία περιλαμβάνεται και η ξύλινη ''sedecula'' όπου στηριζόταν το σώμα του θύματος:<br />
<br />
:''"Το ίδιο το σχήμα του σταυρού, διαθέτει πέντε άκρα: δύο κατά μήκος, δύο κατά πλάτος, και ένα στο κέντρο του, επάνω στο οποίο στηρίζεται εκείνος που είναι καθηλωμένος με τα καρφιά.<ref>Η περιγραφή προσδιορίζει σταυρό σε σχήμα <font size="4"> † </font> ή <font size="4"> + </font> (πρβλ. "Cross", Charles F. Pfeiffer et al., ''The Wycliffe Bible Encyclopedia'', Moody Press 1975 / D. R. W. Wood et al., ''The New Bible Dictionary'', InterVarsity Press 1982, σελ. 245 / R. Laird Harris et al., ''Theological Wordbook of the Old Testament'', Moody Press 1980, σελ. 971.</ref>"'' (''Κατά Αιρέσεων'' , ΙΙ, 24.4)<ref>"The very form of the cross, too, has five extremities, two in length, two in breadth, and one in the middle, on which [last] the person rests who is fixed by the nails." Αγγλικό κείμενο από ''The Ante-Nicene Fathers Vol.I: translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325'', Roberts-Donaldson, Eerdmans publishing company, 1997, [http://www.ccel.org/ccel/schaff/anf01/Page_395.html σελ. 395] και ''Irenaeus Against Heresies'', Kessinger Publishing, 2004, σελ. 70. Η συγκεκριμένη αναφορά από το έργο του Ειρηναίου έχει σωθεί μόνο στη [[Λατινική γλώσσα|Λατινική]].</ref><br />
<br />
====Η μαρτυρία του Τερτυλλιανού (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.)====<br />
<br />
Ο Εκκλησιαστικός συγγραφέας [[Τερτυλλιανός]] (γεν. 155 μ.Χ.) σπούδασε νομικά και ελληνική και λατινική φιλολογία στην πατρίδα του και από θαυμασμό προς το θάρρος των χριστιανών στους διωγμούς, έγινε χριστιανός και ο ίδιος. Έγραψε πολλά συγγράμματα, ανάμεσά τους και μελέτες κατά των, κατά την αντίληψη του, αιρετικών. Στο έργο του ''Κατά Μαρκίωνος'' αναφέρει για το σχήμα του Σταυρού:<br />
<br />
:''"the Greek letter Tau and our own letter T is the very form of the cross, which He predicted would be the sign on our foreheads in the true Catholic Jerusalem<ref>Αγγλικό κείμενο από: ''The Ante-Nicene Fathers Vol. IV: translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325'', Roberts-Donaldson, Eerdmans publishing company, 1997, σελ. 340<br></ref>."''<br><br />
:(''Adversus Marcionem, ΙΙΙ,22'')<br />
<br />
που σημαίνει:<br />
<br />
:''"'''το Ελληνικό γράμμα Ταυ και το δικό μας γράμμα 'Τ' είναι ολόιδιο με το σχήμα του Σταυρού''', που ο ίδιος είχε προβλέψει πως θα γινόταν το σημείο στα μέτωπά μας, στην αληθινή καθολική Ιερουσαλήμ."''<br><br />
:(''Κατά Μαρκίωνος, ΙΙΙ,22'')<br />
<br />
===Σταυρός και αρχαιολογία: ΑΛΕΞΑΜΕΝΟC CΕΒΕΤΕ ΘΕΟΝ===<br />
<br />
Το φθινόπωρο του 1856, ο αρχαιολόγος Raffaelle Garrucci, βρήκε σε θάλαμο οικοδομήματος που ανήκε στα ανάκτορα του Παλατινού λόφου της Ρώμης, ένα γελοιογραφικό εντοίχιο ακιδογράφημα, που χρονολογείται λίγο μετά το 200 μ.Χ. και παριστάνει άντρα προσευχόμενο σε εσταυρωμένο με κεφαλή όννου, και με τη συνοδευτική επιγραφή:<br />
<br />
:'''"[http://www.utexas.edu/courses/romanciv/Romancivimages18/christparody.jpg AΛΕΞAMENOC CEBETE ΘΕΟΝ]"''' (= Αλεξαμενός σέβεται θεόν), ενώ πάνω από το αριστερό χέρι του εσταυρωμένου είναι γραμμένο ενα '''Υ'''. Σε διπλανό θάλαμο βρέθηκε χαραγμένη η λατινόγλωσση επιγραφή: '''ALEXAMENOS FIDELIS''' (=Αλεξαμενός πιστός). <br />
<br />
Τον θάλαμο όπου βρέθηκε το εντοίχιο ακιδογράφημα, μερίδα αρχαιολόγων τον θεωρεί ως κτίριο στρατωνισμού της ανακτορικής φρουράς, ενώ άλλοι τον χαρακτηρίζουν ως ''παιδαγωγείο'', αυτοκρατορικό δηλαδή σχολείο όπου μαθήτευαν έφηβοι ευγενών οικογενειών προοριζόμενοι για τ' ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας.<br />
<br />
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ''Αλεξαμενός'' (μετοχή αορίστου του ''αλέξομαι'', με μετακίνηση του τόνου προς τη λήγουσα λ.χ. ''Αλεξαμενός'', ''Γισαμενός'', ''Σωζομενός'' κ.ά.) είναι Χριστιανός, Ρωμαίος στρατιώτης ή φοιτητής και σκοπός του μή χριστιανού συστρατιώτη ή συμφοιτητή του που χάραξε τη γελοιογραφία και την επιγραφή της, ήταν προφανώς να πειράξει τον Αλεξαμενό, και να γελάσει με τους συναδέλφους του.<br />
<br />
Ο χρόνος του χαράγματος αυτού θα πρέπει να τοποθετηθεί σε μια εποχή όπου οι εχθροί των Χριστιανών δεν μπορούσαν ούτε να τους θανατώσουν, ούτε να προκαλέσουν την απομάκρυνση τους από έναν τομέα εμπιστοσύνης όπως η ανακτορική φρουρά ή ένα αυτοκρατορικό σχολείο προορισμένο να αναδείξει μελλοντικούς αξιωματούχους, κι έτσι έμεναν στα πειράγματα. Έτσι μάλλον πρόκειται για την εποχή των αυτοκρατόρων ''Αντωνίνου Πίου'' (138-161) ή του ''Μακρινού'' (217-218) ή του ''Αλεξάνδρου Σεβήρου'' (222-235), οι οποίοι έδειξαν μια ανεκτικότητα στη Χριστιανική πίστη.<br />
<br />
Ένα επιπλέον στοιχείο χρονολόγησης μας δίνει η εσταυρωμένη μορφή του ακιδογραφήματος που έχει κεφαλή όνου. O ''Μινούκιος Φήλιξ Μάρκος'' (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.) στο έργο του ''Octavius, 9.4'', κάνει σχετικές αναφορές υπεράσπισης των χριστιανών ενάντια στην ''ονολατρεία'', ενώ στο ίδιο πνεύμα κινείται και το έργο του Τερτυλλιανού, ''Ad nationes'' (Προς τα έθνη), όπου στο πρώτο από τα δύο βιβλία, ο Τερτυλλιανός ασχολείται μεταξύ άλλων, με τις κατηγορίες ότι δήθεν οι Χριστιανοί λατρεύουν ως θεό το κεφάλι του γαϊδάρου (''Ad Nat. 1.14'').<br />
<br />
Το θέμα αυτό, μας θυμίζει τις επικρίσεις για ''ονολατρεία'' από τους "εθνικούς" ενάντια στους Ιουδαίους, η οποία περιελάμβανε τις εξής μορφές λατρείας:<br />
<br />
* του γαϊδάρου<br />
* ατόμου με κεφάλι γαϊδάρου<br />
* μόνο την κεφαλή του γαϊδάρου<br />
<br />
Ο Ιώσηπος έγραφε σχετικά:<br />
<br />
:''"Μέσα στον ναό αυτό, ο Απίων έχει το θράσος να υποστηρίζει ότι οι Ιουδαίοι διατηρούν το κεφάλι ενός γαϊδάρου ('''asini caput'''), ότι λατρεύουν αυτό το ζώο και υποκλίνονται μπροστά του με μεγάλο σεβασμό."''<br><br />
:(Ιώσηπος, Άπαντα 1, ''Ιωσήπου Βίος - Περί αρχαιότητος Ιουδαίων (Κατ' Άπίωνος)'', μετφρ. ''Κάκτος'', σελ. 309)<br />
<br />
και απαντά λίγο πιο κάτω:<br />
<br />
:''"Εμείς οι Ιουδαίοι δεν τιμούμε ούτε λατρεύουμε γαϊδάρους [...]"''<br> <br />
:(Ιώσηπος, Άπαντα 1, ''Ιωσήπου Βίος - Περί αρχαιότητος Ιουδαίων (Κατ' Άπίωνος)'', μετφρ. ''Κάκτος'', σελ. 311)<br />
<br />
Καθώς δεν υπάρχουν αναφορές για εβραϊκή λατρεία εσταυρωμένου ή ανασκολοπισμένου γαϊδάρου, όταν η κατηγορία της ''ονολατρείας'' περνάει στους χριστιανούς τους οποίους θεωρούσαν ιουδαϊκή αίρεση, αυτή τη φορά η μορφή του ανθρώπου με κεφάλι γαϊδάρου, βρίσκεται επάνω σε σταυρό, και έτσι αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία που σχετίζεται σαφώς με τον χριστιανισμό και τον Ιησού Χριστό όπως φαίνεται και από τη σχετική βιβλιογραφία<ref>* ''Religions of Rome'', Volume 2, Mary Beard, Simon Price, John North, ISBN: 0521456460, σελ. 57 * ''The New Schaff-Herzog Encyclopedia of Religious Knowledge'', Funk & Wagnalls Company, 1908, σελ. 318 * ''Apologetical Works and Minucius Felix Octavius'', Catholic University of America Press, 1950, σελ. 336 * ''Rise of Christianity'', A Sociologist Reconsiders History, Rodney Stark, ISBN: 0691027498, σελ. 146 * ''Backgrounds of Early Christianity'', Everett Ferguson, ISBN: 0802822215, σελ. 597 * ''The Monuments of Ancient Rome'', "L'Erma" di Bretschneider, 1950, σελ. 48 * ''Christianity, Judaism and Other Greco-Roman Cults'', Morton Smith, Jacob Neusner, ISBN: 9004042156, σελ. 168 * ''The Early Christians'', Frederick A. Praeger, 1961, σελ. 83 * ''Ancient Rome in the Light of Recent Discoveries'', Houghton Mifflin, 1888, σελ. 122 * ''Matthew, a Commentary'', Frederick Dale Bruner, ISBN: 0802826709, σελ. 730 * ''Early Christian Families in Context'', David L Balch, Carolyn Osiek, ISBN: 080283986X, σελ. 103 * ''The Mass'', Lucien Deiss, ISBN: 0814620582, σελ. 17 * ''Homilies for the Sundays of Advent and Lent'', Richard Viladesau, ISBN: 0809136260, σελ. 46 * ''The Myriad Christ'', Merrigan T., Haers J., ISBN: 9042909005, σελ. 147 * ''The Suffering of the Impassible God'', The Dialectics of Patristic Thought, Paul Gavrilyuk, ISBN: 0199269823, σελ. 75 * ''Visual Communication with Infotrac: Images with Messages'', Paul Martin Lester, ISBN: 0534637205, σελ. 207 * ''Tagging: Changing Visual Patterns and the Rhetorical Implications of a New Form of Graffiti'', Journal article, ETC.: A Review of General Semantics, Vol. 50, 1993 * ''The Church of Apostles and Martyrs Vol. 1'', Henri Daniel-Rops Image Books, 1960, σελ. 220 & 258 * ''History of Mediaeval Art'', Harper & Brothers, 1887, σελ. 74 * ''Laughing Gods, Weeping Virgins: Laughter in the History of Religion'', Routledge, 1997, σελ. 54 * ''Graphic Arts'', Garden City Pub. Co., 1936, σελ. 81 * ''Central Italy and Rome'', K. Baedeker, 1909, σελ. 236 * ''Evangelism In The Early Church'', Michael Green, ISBN: 0802827683, σελ. 244 * ''Art History-An Anthology of Modern Criticism, Vintage Books, 1963, σελ. 299 * ''The Forum and the Palatine'', A. Bruderhausen, 1928, σελ. 72-73 * ''Roman Sources of Christian Art'', Columbia University Press, 1951, σελ. 160 * ''The Remains of Ancient Rome'', John Henry Middleton, A. and C. Black, 1892, σελ. 208 * ''Light from the Ancient Past-The Archeological Background of the Hebrew-Christian Religion'', Princeton University Press, 1946, σελ. 292<br></ref>.<br />
<br />
==Σταυρός και ''Φαινομενολογία της Θρησκείας''==<br />
<br />
Συχνά, οι χριστιανοί που τιμούν τον Σταυρό του μαρτυρίου του Χριστού, έχουν κατηγορηθεί για δάνειο ή εισαγωγή λατρευτικού σχήματος από λαούς με φυσιοκρατική και πολυθεϊστική θρησκεία<ref>πρβλ. λήμμα: ''CROSS, CRUCIFY'' στο ''Vine's complete expository dictionary of Old and New Testament words'', Vine, W. E., Unger, M. F., & White, W., Nashville: T. Nelson, 1996, Vol. 2, p. 256 του [[Προτεσταντισμός|Προτεστάντη]] λόγιου '''W'''(illiam) '''E'''(dwy) '''Vine''' ([[1873]]–[[1949]])</ref>.<br />
<br />
Αν και σύμφωνα με τον καθ. Τσάκωνα, ο όρος ''δάνειο'', δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός ειδικά από τη στιγμή που ένα φαινόμενο, έστω και αν διαθέτει εξωτερικές ομοιότητες με άλλα φαινόμενα, έχει απαλλαγεί από τα στοιχεία του πρότερου συμβολισμού του και χρησιμοποιείται με μία νέα διάσταση, σύμφωνη προς το νέο θρησκευτικό πλαίσιο<ref>Τσάκωνα Β., ''Αι Ωδαί του Σολομόντως-Εισαγωγή, Κείμενον, Ερμηνεία'', Συμμετρία, 1994, σελ. 182<br></ref> οι απόψεις αυτές είναι υπαρκτές και σχετίζονται με τη Φαινομενολογία της Θρησκείας και τον λεγόμενο συγκρητισμό που σύμφωνα με τον καθ. Μ. Μπέγζο αφορά στη ''"λογική της άκριτης συγχώνευσης ετερόκλητων θρησκευτικών παραδόσεων υπό ενιαία στέγη"'' οπότε ''"ελαχιστοποιούνται οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών και των ομολογιών για να επιτευχθεί κάποιο συγκρητιστικό αμάλγαμα"''<ref>Μάριος Π. Μπέγζος, ''Φαινομενολογία της Θρησκείας'', Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1995, σελ. 153-154</ref>.<br />
<br />
Επάνω στο ζήτημα αυτό, γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Αναστάσιος (ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών):<br />
<br />
:''"Οι θρησκείες είναι οργανικά σύνολα και όχι αθροίσματα παραδόσεων και λατρευτικών εθίμων. Ο κίνδυνος της επιπόλαιης αναγνώσεως της φαινομενολογίας της θρησκείας έγκειται στην ταύτιση στοιχείων, που παρουσιάζονται και λειτουργούν σε διαφορετικά πλαίσια και συναρτήσεις. Οι θρησκείες είναι ζώντες οργανισμοί και σε κάθε θρησκεία τα επιμέρους βρίσκονται σε σχέση προς άλληλα. Δεν μπορούμε να απομονώσουμε μερικά σημεία από τη διδασκαλία και τη λατρεία τους και να τα ταυτίσουμε με παρόμοιες εκδηλώσεις άλλων θρησκειών, για να διατυπώσουμε ωραίες και εύκολες θεωρίες."''<ref>Αναστασίου Γιαννουλάτου, ''Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού'', εκδ. Ακρίται, Αθήνα 2004, σελ. 425-426</ref>. <br />
<br />
Για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, οι πηγές των συμβολισμών δεν σχετίζονται με τις "θύραθεν" διδασκαλίες:<br />
<br />
:''"Δεδομένου ότι πηγαί και θεμελιώδεις προϋποθέσεις της Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας είναι η Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, τα Μαρτυρολόγια και οι βίοι Αγίων, τα εκκλησιαστικά βιβλία και η εν γένει εκκλησιαστική Γραμματεία, μάλιστα δε αυτά ταύτα τα χριστιανικά μνημεία, γίνεται φανερόν ότι...άνευ της [Θεολογίας]...είναι όλως αδύνατος η ορθή ερμηνεία και η κατανόησις των χριστιανικών και βυζαντινών μνημείων. Διά τούτο οι μακράν της Θεολογίας...ευρίσκουν παντού και πάντοτε επιδράσεις και δάνεια εκ του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου, προκατειλημμένοι δε εκ της συγκριτικής μεθόδου και των θρησκειολογικών σχολών παραθεωρούν την θείαν Αποκάλυψιν, θεμελιώδη προϋπόθεσιν ερμηνείας της ιδιοτυπίας τής χριστιανικής τέχνης"''<ref>Κων/νος Καλοκύρης, ΘΗΕ, τόμ. 03, Αθήνα 1963, στ. 304 </ref>.<br />
<br />
Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, ο Σταυρός δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνεται με κάποιο παγανιστικό σύμβολο, αφού συνδέεται με τον Χριστό και το σταυρικό του θάνατο στον Γολγοθά, άρα έχουμε διαφορετικό περιεχόμενο από το παγανιστικό σύμβολο<ref>''Theological Dictionary of the New Testament'', edited by Gerhard Kittel, Geoffrey William Bromiley and Gerhard Friedrich, Eerdmans, 1964-c1976, τόμ. 4, σελ. 794</ref>.<br />
<br />
Εκείνοι που διαφωνούν με τις διατυπώσεις περί δανείου θεωρούν ότι το μοναδικό γεγονός που συντελεί στην αναγνώριση του Σταυρού ως ''"εν των συμπαθέστερων θεμάτων της ορθοδόξου χριστιανικής θεολογίας και ευσέβειας"'' είναι ''"ο σταυρικός θάνατος του Ιησού. Είναι σαφές ότι ''"εκείθεν δε και ο σταυρός"''<ref>Γρατσέας Γ., ''"Σταυρός"'', ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 414</ref>.<br />
<br />
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, ''Walter Burkert'', δεν είναι δυνατόν ένα μεμονομένο μοτίβο να μας δώσει σύνδεση ανάμεσα σε διαφορετικά θρησκευτικά συστήματα:<br />
<br />
:''"Τα μοτίβα...μπορούν να προβληθούν και να χρησιμοποιηθούν για να προκαλέσουν έκπληξη, αλλά όχι για να αποδείξουν οτιδήποτε: βρίσκουμε παντού τα ίδια σχεδόν μοτίβα και θέματα. Αντί, λοιπόν, να εξετάσουμε μεμονωμένα μοτίβα, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε πιο περίπλοκες δομές, στις οποίες η απλή σύμπτωση είναι λιγότερο πιθανή: σε ένα σύστημα θεοτήτων και σε μια βασική κοσμολογική ιδέα..."''<ref>Walter Burkert, ''Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, η επίδραση της Ανατολής'', Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 135</ref><br />
<br />
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει το θέμα των δανείων και ο καθηγητής ''Charles Penglase'':<br />
<br />
:''"Για να βεβαιωθούμε για μια επιρροή ή τουλάχιστον την πιθανότητα της επιρροής […] είναι απαραίτητο να καθιερωθεί η ιστορική δυνατότητα της επιρροής, και έπειτα, τα παράλληλα μεταξύ των ιστοριών να εκπληρώνουν ένα αρκετά αυστηρό σύνολο σχετικών κριτηρίων...Είναι πάρα πολύ εύκολο κάποιος να βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα μετά από επιφανειακά παράλληλα μεταξύ διηγήσεων που δεν μπορούν πραγματικά να στηριχτούν μετά από μια πιο στενή διερεύνηση. Συνεπώς, τα παράλληλα πρέπει να περιέχουν στο υπόβαθρο παρόμοιες ιδέες και επίσης, για να ευσταθεί οποιαδήποτε εικασία επιρροής, απαιτεί τα παράλληλα αυτά να είναι πολυάριθμα, σύνθετα και λεπτομερή, με μια παρόμοια εννοιολογική χρήση...Τέλος, τα παράλληλα και οι παρόμοιες ελλοχεύουσες ιδέες τους πρέπει να περιλαμβάνουν και τα κεντρικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στο υλικό που συγκρίνεται. Μόνο τότε, θα φαινόταν, ισχυρή οποιαδήποτε αξίωση πέρα από μια απλή σύμπτωση"''<ref>Charles Penglase, ''Greek Myths and Mesopotamia - Parallels and Influence in the Homeric Hymns and Hesiod'', Routledge, 1994, σελ. 5-7</ref>.<br />
<br />
Σε καμμία περίπτωση οι επιφανειακές ομοιότητες, τα επουσιώδη και οι εξωτερικές μορφές δεν αποτελούν δάνειο εφόσον είναι αποσυνδεδεμένες από τα αρχικά τους κύρια χαρακτηριστικά:<br />
<br />
''"Ο τονισμός της ανάγκης προς αποφυγή οποιουδήποτε συγκρητισμού είναι προφανής...Όλα τα επί μέρους κοινά στοιχεία στη δραστηριότητα των Αποστόλων και των Θείων Ανδρών έχουν στην περίπτωση των πρώτων εμβαπτισθεί στο κεντρικό χριστιανικό γεγονός, κι η ύπαρξη τους γίνεται δεκτή ή ανεκτή, γιατί τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν αυθυπόστατα, καθεαυτό, αλλά είναι πάντοτε δεμένα με το κεντρικό γεγονός, με το κεντρικό πρόσωπο του χριστιανικού κηρύγματος, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Ενώ, λοιπόν, είναι δυνατός ο συμβιβασμός στα επουσιώδη και στις εξωτερικές μορφές, ο συγκρητισμός στην ουσία απορρίπτεται διαρρήδην."''<ref>Αγουρίδης Σάββας, 'Άρα γε Γινώσκεις α Αναγινώσκεις; - Ερμηνευτικές και Ιστορικές Μελέτες σε Ζητήματα των Αρχών του Χριστιανισμού', Άρτος Ζωής, Αθηνα 1989, σελ. 182-183</ref><br />
<br />
Η προϊστορία λοιπόν του χριστιανικού σταυρού είναι διαφορετική από τα παγανιστικά σύμβολα: για τους ''"ανά τους αιώνας Πατέρες και συγγραφείς...ο σταυρός συνεσχετίσθη μετά γεγονότων της Π. Διαθήκης, πολλά των οποίων θεωρούνται ως ο τύπος, ή προεικόνισις του σταυρού."''<ref>ΘΗΕ, ό.π.</ref>.<br />
<br />
Οι [[Πατρολογία|Πατέρες]] της Εκκλησίας συνέδεσαν τον Σταυρό με την [[Παλαιά Διαθήκη]] και τις εκεί προεικονίσεις του:<br />
<br />
''"...η αναγραφή του Χ, όπερ θα ηδύνατο να ταυτισθεί προς το "ταυ", το οποίον ετίθετο επί του μετώπου των Ισραηλιτών και όπερ...θα έφερον επί του μετώπου των οι εκλεκτοί του Αρνίου. Πρόκειται, επομένως περί της αρχαιοτέρας μαρτυρίας της χρήσεως του σημείου του σταυρού υπό των εκλεκτών των αφωσιωμένων εις το "αρνίον, όπερ ως ποιμήν ποιμαίνει αυτούς και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών" (Αποκ. ζ' 17)."''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 419</ref><br />
<br />
Από εκεί, ''"αναζητούντες στοιχεία μαρτυρούντα περί της επικρατήσεως του συμβόλου του σταυρού, από του A' ή του Β' μ.Χ. αιώνος, θεωρούμεν σκόπιμον όπως αναφερθώμεν εις την δια κινήσεως της χειρός διαγραφήν του σχήματος αυτού. Το ούτω σχηματιζόμενον σημείον του σταυρού ήτο παλαιότατον, μαρτυρούμενον προ του τέλους του Β' αιώνος...το σημείον του σταυρού επί του μετώπου ήτο απανταχού της αρχαίας Εκκλησίας διαδεδομένον."''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 422</ref><br />
<br />
Η σύνδεση αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ''"ουδείς λόγος συντρέχει όπως αναζητήσωμεν την συνήθειαν αυτήν...εις μη χριστιανικός λατρείας..."''<ref>ΘΗΕ, ό.π.</ref><br />
<br />
Άλλωστε, η αρχαία Εκκλησία, είχε συνείδηση των διαφορών και της αποστάσεως ανάμεσα σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς. Ο Σταυρός του Ιησού για παράδειγμα, δεν γίνεται δεκτός ως τμήμα του ''βουλήματος των εθνών'', αλλά αποτελούσε σημείο διαφοροποίησης και σύνορο ανάμεσα στις δύο ιδεολογίες:<br />
<br />
::''"το βούλημα των εθνών κατειργάσθαι, πεπορευμένους εν ασελγείαις, επιθυμίαις, οινοφλυγίαις, κώμοις, πότοις και αθεμίτοις ειδωλολατρείαις. Όρον έχωμεν τον σταυρόν του κυρίου, ω περισταυρούμεθα [...]"''<ref>Κλήμης Αλεξανδρείας (τέλη 2ου αιώνα), ''Παιδαγωγός, 3.12.85''</ref>.<br />
<br />
Για εκείνους που τιμούν το Σταυρό ''"...η θρησκευτική αυτή και συμβολική έννοια του σταυρού, η παρά τοις εθνικοίς απαντώσα, ουδέ επ' ελάχιστον επέδρασεν επί της θρησκευτικής εννοίας του σταυρού παρά τοις Χριστιανοίς, παρ' οις η θρησκευτική σημασία του σταυρού προήλθεν εξ ώρισμένου ιστορικού γεγονότος, του θανάτου του σταυρικού του Χριστού."''<ref>''"Σταυρός"'', ''Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια'', εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1927-1934, τόμ. 22, σελ. 304-305</ref><br />
<br />
Πράγματι ''"στην Καινή Διαθήκη...το κεντρικό σύμβολο είναι η σκληρή πραγματικότητα του σταυρού, ο οποίος δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον προσωποπαγή χαρακτήρα του και το ιστορικό περιβάλλον, με τα οποία κανένας μύθος δεν μπορεί να συνδεθεί και στα οποία κανένας μύθος δεν μπορεί να επιβληθεί."''<ref>''Theological Dictionary Of The New Testament'' (Abridged In One Volume), edited By Gerhard Kittel And Gerhard Friedrich, W.B. Eerdmans 1985, σελ. 614</ref>.<br />
<br />
Για τον λόγο αυτό απορρίπτεται η οποιαδήποτε περίπτωση συγκρητισμού στην περίπτωση του Σταυρού. Ο Σταυρός δεν έχει αξία ως ανεξάρτητο αντικείμενο όπως στις αρχαίες λατρείες αλλά του ''"αποδίδεται τιμητική προσκύνηση, που άλλωστε είναι γνωστή στη Γραφή (Γεν. μζ' 31), όχι όμως λατρεία, γιατί πάντοτε στη σκέψη μας έχουμε τον σταυρό του Χριστού, και όχι κάποιο αντικείμενο που το ταυτίζουμε με τον Θεό ή το εκλαμβάνουμε πως εικονίζει θεό (=είδωλο)."''<ref>Αλεβιζόπουλος Αντώνιος, ''Η Λατρεία της Σκοπιάς'', ("Μάρτυρες του Ιεχωβά και Ορθοδοξία"), τόμ. Γ', Αθήνα 1995, σελ. 51</ref>.<br />
<br />
Απορρίπτεται κατηγορηματικά η οποιαδήποτε πιθανότητα ειδωλολατρείας και στην περίπτωση που επάνω στο Σταυρό εικονίζεται ο [[Χριστός|Ιησούς]]:<br />
<br />
:''"...η δευτέρα εντολή απαγορεύει την ειδωλολατρείαν των ψευδών Θεών...η εικών του Σωτήρος Χριστού δεν είναι είδωλο ψεύδους Θεού μη υπάρχοντος, ουδέ θεοποιηθέν άγαλμα, ουδέ λατρεία αύτη προσφέρεται, αλλά τιμητική προσκύνησις προς το πρωτότυπον αναφερομένη. Το είδωλον αφιστά τον λάτρην εαυτού από του αληθινού Θεού αλλ' η εικών του Σωτήρος...ανάγουσιν ημάς εις τον μόνον αληθινόν Θεόν..."''<ref>Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 111-112</ref><br />
<br />
Όπως αναφέρεται στον ''Όρο Πίστεως'' της εν Νίκαια Ζ' Οικουμενικής Συνόδου:<br />
<br />
:''"...του τιμίου και ζωοποιού σταυρού...τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται. Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν."''<ref>Καρμίρης Ιωάννης,''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 239</ref>.<br />
<br />
Προφανώς, η ανάγνωση της φαινομενολογίας της θρησκείας, δεν πρέπει να έγκειται στην ταύτιση στοιχείων που παρουσιάζονται και λειτουργούν σε διαφορετικά πλαίσια και συναρτήσεις, ούτε οδηγεί σε σωστά συμπεράσματα το να απομονώνονται σημεία από μια διδασκαλία και τη λατρεία της, που ταυτίζονται με παρόμοιες εκδηλώσεις άλλων θρησκειών, αφού υπάρχει ο κίνδυνος να διατυπωθούν θεωρίες, με αποσπασματική άποψη επάνω στα ιστορικά δεδομένα των θρησκειών και με κενά ως προς τις ερμηνείες των θρησκευτικών φαινομένων.<br />
<br />
==Επιπλέον ανάγνωση==<br />
<br />
* [http://en.wikipedia.org/wiki/Death_and_Resurrection_of_Jesus Death and Resurrection of Jesus]<br />
* [http://en.wikipedia.org/wiki/Crucifix Crucifix]<br />
* [http://en.wikipedia.org/wiki/Christian_cross Christian cross]<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div><br />
<br />
[[Κατηγορία:Θεολογία]]<br />
[[Κατηγορία:Σύμβολα]]<br />
<br />
[[en:Cross]]<br />
[[ro:Cruce]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%87%CE%BF%CF%82&diff=5929Πεντάτευχος2008-06-02T14:14:52Z<p>Magda: /* Βιβλιογραφία */ en, ro</p>
<hr />
<div>Πεντάτευχος ονομάζονται τα πρώτα πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η ονομασία αυτή αποδόθηκε από τους Ο΄ παρά την Εβραϊκή [[Παλαιά Διαθήκη]], η οποία της απέδιδε την ονομασία «''Τορά''», δηλαδή Νόμος ή ''Τανάκ''. Εκτός από Πεντάτευχος, συναντάται επίσης και ως «''νόμος του Κυρίου ή του Θεού''» ή «''βίβλος του Μωϋσή''», ενώ ο όρος χρονολογικά μαρτυρείτε ως κυρίαρχος περί το 160 μ.Χ. Τα βιβλία τα οποία την αποτελούν είναι η [[Γένεσις]], η [[Έξοδος]], Το [[Δευτερονόμιο]], το [[Λευιτικό]] και οι [[Αριθμοί]], τα οποία περιλαμβάνουν την ιστορία της Θείας Αποκαλύψεως από τη δημιουργία του κόσμου ώς το θάνατο του Μωϋσή, δηλαδή λίγο πριν την είσοδο στη γη της επαγγελίας. Πρέπει να τονιστεί πως για πρακτικούς λόγους το έργο χωρίστηκε, πιθανότατα κατά τον [[4ος αιώνας π.Χ.|4ο αιώνα π.Χ.]], σε πέντε σχεδόν ισομεγέθη βιβλία και έτσι προέκυψε η «Πεντάτευχος».<br />
<br />
Η βασική ιδέα που κυριαρχεί στην πεντάτευχο είναι ενέργεια του ενός και μόνου παντοδύναμου Θεού, ο οποίος παρά την πτώση της ανθρωπότητας από την αμαρτία, δεν την εγκαταλείπει, αλλά διαλέγει ένα εκλεκτό λαό, τον Ισραήλ, ως φυτώριο θείας αποκαλύψεως και ως μέσο μεταδόσεως της Θείας ευλογίας στο ανθρώπινο γένος. Ουσιαστικός στόχος του συγγραφέα είναι η σκιαγράφηση της καταγωγής λαών της ανθρωπότητας και ειδικά του λαού του ισραήλ, μέσα από τις περιπέτειες του. Οι διηγήσεις αυτές πλαισιόνονται πέρα απο την ιστορική αφήγηση με νομοθετικές διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν το θρησκευτικό και κοινωνικό βίο των Ισραηλιτών.<br />
<br />
Σε οτι αφορά τη διαίρεση των βιβλίων της ''Πεντατεύχου'' είναι βέβαιο πως αυτή έγινε προ της μεταφράσεως των Ο΄, αλλά δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς συνέβη, αν και πιθανότερη εποχή σλημερα θεωρείται ο [[4ος αιώνας π.Χ.]]. Μάλιστα η λεγόμενη κριτική σχολή συνέδεσε το βιβλίο του Ιησού του Ναυή με την ''Πεντάτευχο'', μιλώντας για εξάτευχο, κάτι που όμως σήμερα δε βρίσκει πολλούς υποστηρικτές<ref>Εισαγωγικές παραδόσεις Παλαιάς Διαθήκης, Ελένη Χριστινάκη, Εκδόσεις Συμμετρία, 2005, σελίς 46</ref>. Μιά αλλη όμως άποψη εκφράστηκε απο τον Wellhausen. Η λεγόμενη «''θεωρία των πηγών''», εκφράστηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και βρίσκει ακόμα και σήμερα υποστηρικτές. Κατ'αυτή την θεωρία η ''Πεντάτευχος'' αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές πηγές. Τον «''Γιαχβιστη''», τον «''ελωχειμιστή''», τον «''Δευτερονομιστή''» και τον «''ιερατικό κώδικα''», οι οποίες χαρακτηρίζονται από τα γράμματα J, E, D και P αντίστοιχα. Έτσι ενώ από την αρχαιότητα ήταν αποδεκτό ότι συγγραφέας των πέντε βιβλίων υπήρξε ο [[Μωυσής]], αν και ειδικά η Γένεση φαίνεται να αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συρραφή του υλικού που είχε ο Μωυσής στη διάθεσή του από τους προγόνους του, αποδίδονται σήμερα αρκετές αμφιβολίες για το αν όντως ήταν αυτός ο συγγραφέας. Διάφορες απόψεις διατυπώνονται πως είτε δεν συνεγράφη από τον Μωϋσή, είτε συνεγράφη εν μέρη. Όμως καμία αμφιβολία δεν εγείρεται σχετικά με το οτι η Πενταύτεχος απηχεί στη μωσαϊκή παράδοση, δηλαδή την εποχή του Μωϋσή, του νόμους και τα έθιμα αλλά, τις παραδόσεις και τη νομοθεσία της εποχής της οποίας δεσπόζουσα μορφή, οργανωτής, εμπνευστής και νομοθέτης υπήρξε ο ίδιος ο Μωϋσής.<br />
<br />
== Βιβλία και περιεχόμενα ==<br />
<br />
=== Βιβλία ===<br />
<br />
Στον εβραϊκό [[Βιβλικός κανόνας#Ιουδαϊκός κανόνας|Βιβλικό κανόνα]] τα ονόματα αυτών των πέντε βιβλίων είναι:<br />
<br />
:* «''Στην αρχή''», εβρ. ''Μπερεσίθ'' <br />
:* «''Και αυτά τα ονόματα''», εβρ. ''Σεμώθ'' <br />
:* «''Και εκάλεσε''», εβρ. ''Βαγικρά'' <br />
:* «''Και είπε''», εβρ. ''Μπεμιδμπάρ'' <br />
:* «''Αυτοί οι λόγοι''», εβρ. ''Ντεβαρίμ'' <br />
<br />
Όταν πραγματοποιήθηκε η [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα|μετάφραση των Ο' (εβδομήκοντα)]], τα πέντε βιβλία του ''Νόμου'' ονομάστηκαν με βάση το περιεχόμενο τους ως εξής:<br />
<br />
:* [[Γένεση (βιβλίο)|Γένεσις]] (εξιστορεί τα γεγονότα από τη γένεση του κόσμου)<br />
:* [[Έξοδος (βιβλίο)|Έξοδος]] (εξιστορεί τα γεγονότα της εξόδου από την Αίγυπτο)<br />
:* [[Λευιτικό (βιβλίο)|Λευιτικόν]] (περιέχει τη νομοθεσία των ιερέων της φυλής Λευί)<br />
:* [[Αριθμοί (βιβλίο)|Αριθμοί]] (ονομασία που προέκυψε από την απαρίθμηση των Ισραηλιτών που βλέπουμε στα κεφάλαια 1—4)<br />
:* [[Δευτερονόμιο (βιβλίο)|Δευτερονόμιον]] («''δεύτερος νόμος''» ο οποίος δόθηκε στον Μωυσή λίγο πριν το θάνατο του)<br />
<br />
<br />
=== Περιεχόμενο ===<br />
<br />
Στην ''Πεντάτευχο'' εκτίθεται η ιστορία της θείας αποκαλύψεως από τη γένεση του κόσμου μέχρι τον θάνατο του Μωυσή. Καταγράφεται σ' αυτά, η καταγωγή των διαφόρων λαών της ανθρωπότητας και ειδικότερα του «περιουσίου λαού» του Θεού, του οποίου εξιστορούνται κατά σειρά τα εξής γεγονότα:<br />
<br />
* Η δουλεία στην [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]]<br />
* Η άφιξη στην κοιλάδα του Ιορδάνη<br />
* Η προετοιμασία εισόδου στη γη της επαγγελίας. <br />
<br />
Ενδιάμεσα, οι διηγήσεις αυτές αναφέρονται στις νομικές διατάξεις που ρυθμίζουν τον θρησκευτικό και κοινωνικό βίο των [[Ισραήλ|Ισραηλιτών]] και από εκεί προέρχεται η ονομασία «Νόμος» (εβρ. ''Τορά'') που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα από τους [[Ιουδαϊσμός|Ιουδαίους]].<br />
<br />
=== Διάγραμμα περιεχομένου ===<br />
<br />
* '''Γένεσις'''<br />
::Παγκόσμια ιστορία (1:1-11:32)<br />
::Δημιουργία. Από Αδάμ μέχρι Νώε (1:1-6:4)<br />
::Από Νώε μέχρι Αβραάμ (6:5-11:32)<br />
::Πατριαρχική ιστορία. Αβραάμ (12:1-25:18)<br />
::Ισαάκ και Ιακώβ (25:19-36:43)<br />
::Ιωσήφ και οι αδελφοί του (37:1-50:26)<br />
<br />
* '''Έξοδος'''<br />
::Η απελευθέρωση (1:1-18:27)<br />
::Η διαθήκη (19:1-20:21)<br />
::Η σκηνή του μαρτυρίου και ο χρυσός μόσχος (25:1-40:38)<br />
<br />
* '''Λευιτικόν'''<br />
::Τα είδη των θυσιών (1:1-7:38)<br />
::Καθιέρωση του ιερατείου (8:1—10:20)<br />
::Οι διατάξεις περί ακαθάρτων (11:1-16:34)<br />
::Ο νόμος περί αγιότητας (17:1-26:46)<br />
::Διατάξεις για τις ευχές και τη δεκάτη (27:1-34)<br />
<br />
* '''Αριθμοί'''<br />
::Διαμονή στο Σινά (1:1-10:10)<br />
::Πορεία από το Σινά μέχρι τις στέπες του Μωάβ (10:11-22:1)<br />
::Διαμονή στη Μωάβ (22:2-36:13)<br />
<br />
* '''Δευτερονόμιον'''<br />
::Προλεγόμενα (1:1-11:32)<br />
::Νομικές διατάξεις (12:1-26:19)<br />
::Επιλεγόμενα (27:1-30:20)<br />
::Οι τελευταίες ημέρες του Μωυσή (31:1—34:12)<br />
<br />
==Βλέπε επίσης==<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
* [[Παλαιά Διαθήκη]]<br />
* [[Τανάκ]]<br />
<br />
==Βιβλιογραφία==<br />
<br />
* ''Nelson's complete book of Bible maps & charts'', Nashville, Tenn.: Thomas Nelson, 1993<br />
* ''The Outline Bible'', Tyndale House Publishers, 1999<br />
* ''A survey of Old Testament introduction'', Moody Press, 3rd. ed. 1998<br />
* ''The books of history'', Smith, J. E., College Press, 1995<br />
* ''The Major Prophets'', Smith, J. E., College Press, 1992 <br />
* ''The Minor Prophets'', Smith, J. E., College Press, 1992<br />
* ''The Pentateuch'' (2nd ed.), Smith, J. E., College Press, 1993 <br />
* ''The wisdom literature and Psalms'', Smith, J. E., College Press, 1996 <br />
* ''Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην'', Αθ. Π. Χαστούπη, Πανεπ. Αθηνών, 1986<br />
* ''Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη'', Στ. Καλαντζάκη, Πουρνάρας, 1999<br />
* ''Η Παλαιά Διαθήκη-Διάγραμμα Περιεχομένου'' Τόμος Α', Ι. Μούρτζιου, Πουρναράς, 1998<br />
* ''Η Παλαιά Διαθήκη-Διάγραμμα Περιεχομένου'' Τόμος Β', Ι. Μούρτζιου, Πουρναράς, 2000 <br />
<br />
Το άρθρο αυτό βασίστηκε σε παρόμοιο άρθρο που παρουσιάσθηκε στην Ελληνική Βικιπαίδεια [http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%87%CE%BF%CF%82]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]<br />
[[Κατηγορία:Παλαιά Διαθήκη]]<br />
<br />
[[en:Pentateuch]]<br />
[[ro:Pentateuh]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1&diff=5928Πατρολογία2008-06-02T14:11:09Z<p>Magda: /* Εξωτερικοί σύνδεσμοι */ en</p>
<hr />
<div>Η '''Πατρολογία''' είναι κλάδος της [[θεολογία|Θεολογίας]], ο οποίος ασχολείται με την μελέτη των έργων και της διδασκαλίας των πατέρων της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών συγγραφέων γενικότερα από την ίδρυση της Εκκλησίας μέχρι και την ολοκλήρωση της [[Βυζάντιο|βυζαντινής]] περιόδου και καλύπτει όχι μόνο την [[Ελληνική γραμματεία|ελληνική]], αλλά και την [[λατινική γραμματεία]] (συνήθως των πρώτων αιώνων). Ειδικότερα, η πατρολογία, εκτός από το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, εξετάζει και τη γνησιότητα ή μη των έργων τους, τις επιδράσεις που δέχτηκαν καθώς και τις πηγές που χρησιμοποίησαν.<br />
<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν γενικά η ελληνική έως τα τέλη του 2ου αι. Ύστερα στη Δύση προτιμήθηκε η λατινική, αλλά και στην Ανατολή, εκτός από την ελληνική, υπήρξαν και μερικοί Πατέρες που έγραψαν στη συριακή, όπως ο Εφραίμ ο Σύρος, ή σε άλλες ανατολικές γλώσσες.<br />
<br />
Υπάρχουν πολλές συλλογές πατερικών έργων. H πιo γνωστή καi πλήρης είναι η έκδοση του [[Jacques Paul Migne]] (1800-1875). Η συλλογή αυτή με τίτλο Patrologiae cursus completus έχει δύο Σειρές: η ελληνική σειρά ([[Patrologia Greca|Series Graeca]], Paris 1857-1866) αποτελείται από 161 τόμους και περιέχει έργα που γράφτηκαν μέχρι το 1439 ενώ η λατινική σειρά ([[Patrologia Latina|Series Latina]], Paris 1844-1855) αποτελείται από 221 τόμους και φθάνει μέχρι το 1216. Επίσης η τρίτομη Πατρολογία του J. Quasten (από την αποστολική εποχή μέχρι την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας) αναγνωρίζεται από τους πατρολόγους ως έργο κλασικό.<br />
<br />
==Περίοδοι της ορθόδοξης εκκλησιαστικής γραμματείας==<br />
<br />
Το τεράστιο υλικό που αποτελεί το αντικείμενο σπουδής της Ορθόδοξης πατρολογίας και αφορά το έργο των [[Απολογητική|Απολογητών]], των [[Αίρεση|Αντιαιρετικών]] Συγγραφέων, των [[Εκκλησία|εκκλησιαστικών]] συγγραφέων της Αιγύπτου, Μ. Ασίας, Συρίας και Παλαιστίνης, καθώς και των συγγραφέων της Δύσης κυρίως κατά τους πέντε πρώτους αιώνες, κατανέμεται χρονικά στις εξής περιόδους:<br />
<br />
===1η Περίοδος: Από την αποστολική εποχή έως την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325)===<br />
<br />
Στην περίοδο αυτή περιλαμβάνονται οι λεγόμενοι «''[[Αποστολικοί Πατέρες]]''». Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί πως ο όρος ''Αποστολικοί Πατέρες'' δεν αναφέρεται στους [[Απόστολοι|Αποστόλους]] αλλά στην περίοδο αμέσως μετά το θάνατο των Αποστόλων. Καθώς η Πατρολογία εξετάζει το πλήρες έργο του χρονικού εκείνου διαστήματος, στην ομάδα των έργων της περιόδου των Αποστολικών Πατέρων που εξετάζονται, περιλαμβάνονται και ανώνυμα έργα όχι απολύτως [[Ορθοδοξία|ορθόδοξα]] και οι λεγόμενοι ''Αποστολικοί Πατέρες'' δεν έχουν όλοι ούτε γνωριμία με τους Αποστόλους ούτε και φρόνημα αποστολικό, δεν έχουν δηλαδή πάντα, προϋποθέσεις αποστολικότητας. Εκτός των τριών, [[Κλήμης Ρώμης|Κλήμη Ρώμης]], [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνάτιου Αντιοχείας]] και [[Επιστολή προς Φιλιππισίους Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης|Πολυκάρπου Σμύρνης]], ο άγνωστος συντάκτης της ''[[Επιστολή Βαρνάβα|Επιστολής του Βαρνάβα]]'', ο συντάκτης του ''[[Ποιμήν του Ερμά|Ποιμένα του Ερμά]]'', ο [[Παπίας|Παπίας Ιεραπόλεως]], ο άγνωστος συντάκτης της ''[[Προς Διόγνητον Επιστολή|προς Διόγνητον επιστολής]]'', καθώς και οι συντάκτες της ''[[Διδαχή Αποστόλων|Διδαχής των Αποστόλων]]'', είναι αμφίβολο αν έστω γνώρισαν τους Αποστόλους, ενώ είναι βέβαιο ότι δεν ήταν πάντοτε φορείς του φρονήματός τους.<br />
<br />
===2η Περίοδος: Από την Α' Οικουμενική Σύνοδο έως τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451)===<br />
<br />
===3η Περίοδος: Η Βυζαντινή περίοδος===<br />
<br />
Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της περιόδου αυτής εξετάζονται σε δύο κεφάλαια:<br><br />
::Πρώτοβυζαντινή περίοδος (5ος-10ος αι.)<br><br />
::Υστεροβυζαντινή περίοδος (11ος-14ος αι.)<br><br />
<br />
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί πως η προκατάληψη της Δύσης για το Βυζάντιο, για λόγους ιστορικούς και [[Δόγμα|δογματικούς]], οδήγησε τους Πατρολόγους να περιορίζουν την Πατερική περίοδο, στη χρονική περίοδο των τεσσάρων πρώτων [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Οικουμενικών Συνόδων]] ή να σταματούν την εξέταση της πατερικής γραμματείας στον [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννη Δαμασκηνό]]. Συχνά μάλιστα η περίοδος των πρώτων [[Χριστιανισμός|χριστιανών]] συγγραφέων χαρακτηρίζεται ως ακμή της πατερικής γραμματείας, ενώ οι μεταγενέστερες ως παρακμή και πολλές φορές δεν εξετάζονται καθόλου.<br><br />
<br />
===4η Περίοδος: Νεώτερη εποχή (μέχρι και τον 18ο αι.)===<br />
<br />
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η [[Ορθοδοξία|ορθόδοξη]] [[παράδοση]] δεν μπορεί να δεχτεί χρονικά όρια στην Πατρολογία, γιατί σύμφωνα με την εκκλησιολογία της, συνεχώς αναδεικνύονται Πατέρες της [[Εκκλησία]]ς. Η πατερική περίοδος επεκτείνεται όσο και η ζωή της Εκκλησίας και αρχίζει από την ημέρα της Πεντηκοστής και φθάνει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή τη αντίληψη, η αγιαστική ενέργεια του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]], που καθοδηγεί την [[Εκκλησία]], αποτελεί ένα ενιαίο και συνεχές ρεύμα που είναι πάντοτε παρόν και επίκαιρο μέσα στην [[Ιστορία]] και έτσι, η [[Βυζαντινή αυτοκρατορία|βυζαντινή περίοδος]] όπως και η Νεώτερη εποχή, είναι η φυσική συνέχεια της χριστιανικής αρχαιότητας με την οποία συνδέονται οργανικά και αδιάσπαστα.<br />
<br />
==Ορισμός του Πατρός==<br />
<br />
Οι ρωμαιοκαθολικοί πατρολόγοι δέχονται ότι, για να χαρακτηριστεί κάποιος ''"Πατήρ της Εκκλησίας"'' πρέπει να έχει τα εξής τέσσερα διακριτικά γνωρίσματα: <br />
<br />
:α) Ορθόδοξη διδασκαλία<br><br />
:β) Αγιότητα βίου<br><br />
:γ) Εκκλησιαστική αναγνώριση<br><br />
:δ) Αρχαιότητα<br><br />
<br />
Η [[Θεολογία|θεολογική]] αυτή θεώρηση, που με το γνώρισμα της αρχαιότητας περιορίζει τους Πατέρες της Εκκλησίας στους πρώτους [[Χριστιανισμός|χριστιανικούς]] αιώνες, δεν είναι αποδεκτή από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Η [[Εκκλησία]] είναι ο ιστορικός χώρος όπου εκδηλώνεται συνεχώς η ενέργεια του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]] και συνεχώς αναδεικνύει Πατέρες. Γι' αυτό η ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει πλήθος Πατέρων και μετά τον [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννη Δαμασκηνό]], όπως τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο, το [[Συμεών νέος Θεολόγος|Συμεών το νέο Θεολόγο]], το [[Γρηγόριος Παλαμάς|Γρηγόριο Παλαμά]], το [[Νικόδημος Αγιορείτης| Νικόδημο τον Αγιορείτη]] και πολλούς άλλους. Η [[Ορθοδοξία]] ποτέ δε θεώρησε στατικά τους Πατέρες της Εκκλησίας ούτε τους περιόρισε σε χρονικά όρια ή συνέδεσε την αναγνώρισή τους με εξωτερικά κριτήρια, όπως είναι η αρχαιότητα.<br><br />
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, εξέχουσες προσωπικότητες και για τις δύο εκκλησίες, θεωρούνται ο [[Μέγας Αθανάσιος]], ο [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]], ο [[Μέγας Βασίλειος]] ο [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Ιωάννης Χρυσόστομος]] στην ανατολή, και οι [[Ιερώνυμος]], [[Αμβρόσιος]] και [[Αυγουστίνος]], στη Δύση. Στους τελευταίους σημαντικούς Πατέρες ανήκουν οι [[Μέγας Γρηγόριος]] για τη Δυτική Εκκλησία και [[Ιωάννης Δαμασκηνός]] για την Ανατολική.<br><br />
<br />
===Πατέρες και Πατέρες-Διδάσκαλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας===<br />
<br />
Μία σημαντική διάκριση που πρέπει να απασχολεί την σύγχρονη θεολογική έρευνα, είναι αυτή ανάμεσα στους πολλούς [[Άγιος|αγίους]] πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς και στους μεγάλους πατέρες-διδασκάλους της [[Εκκλησία|εκκλησιαστικής]] ιστορίας. Ο διαχωρισμός αυτός δεν σκοπεύει στην υποτίμηση των σπουδαίων εκείνων προσώπων της Εκκλησίας, που με την ποιμαντική τους φροντίδα (Αγ. Σπυρίδων) ή τον ασκητικό τους αγώνα ([[Μέγας Αντώνιος|Μ. Αντώνιος]]) αγίασαν κι έγιναν φωτεινά παραδείγματα. Ούτε στην παραγνώριση των σημαντικών εκκλησιαστικών συγγραφέων που [[Θεολογία|θεολόγησαν]] και έγραψαν τα πολύτιμα έργα τους. Οι άγιοι και οι συγγραφείς γενικά της Εκκλησίας ασφαλώς και δεν είναι κατ' ανάγκην λιγώτερο άγιοι ή λιγώτερο [[Ορθόδοξος|ορθόδοξοι]] από τους Πατέρες-Διδασκάλους, η ορθή όμως προσέγγιση του θέματος αυτού, επιβάλλει να παρατηρήσουμε ότι τα χαρίσματά τους αυτά δεν δόθηκαν για να γίνουν [[θεολογία]] χάριν της όλης [[Εκκλησία]]ς, όταν αυτή περνούσε κρίση ή δοκίμαζε αμφιβολία σχετικά με την [[πίστη]] και τη [[σωτηρία]].<br><br />
Γενικά, θα λέγαμε ότι, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες της εκκλησίας, έγραψαν τα έργα τους κάτω από τις εξής κυρίως αφορμές και ανάγκες:<br />
<br />
* Του [[Κήρυγμα|κηρύγματος]]<br />
* Της εκφράσεως θείων εμπειριών<br />
* Της λατρείας και της [[δοξολογία]]ς<br />
* Της διατηρήσεως της μνήμης<br />
* Της φανερώσεως της αληθείας και αντικρούσεως της [[κακοδοξία]]ς<br />
<br />
Με την τελευταία αυτή αφορμή της φανερώσεως της [[αλήθεια]]ς, γίνεται αναφορά στην επίπονη προσπάθεια των συγγραφέων της Εκκλησίας να αντικρούσουν ύποπτες κι εσφαλμένες γνώμες και αντιλήψεις, διατυπωμένες από μέλη πάλι της [[Εκκλησία]]ς. Οι αντιλήψεις αυτές αποτελούσαν μικρό ή μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική προκοπή των πιστών, κι έθεταν σε κίνδυνο τη σωτηρία τους, αφού εξέφραζαν όχι την πραγματική αλήθεια, αλλά μια φανταστική κι ανύπαρκτη αλήθεια. Όπου κάποια μέλη της Εκκλησίας απέτυχαν και χαρακτηρίστηκαν κακόδοξοι κι [[Αίρεση|αιρετικοί]], πέτυχαν άλλα, που εργάσθηκαν με ακρίβεια μεγαλύτερη, ήταν γνησιώτεροι φορείς της Παραδόσεως και, σύμφωνα με την πεποίθηση της εκκλησίας, φωτίσθηκαν από το [[Άγιο Πνεύμα]] ώστε να γίνουν Πατέρες-Διδάσκαλοι. Έτσι, Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της [[Εκκλησία]]ς, που με αφορμή μία μεγάλη θεολογική κρίση φωτίζεται και εκφράζει θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με αποτέλεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσεως, που αφορά στη σωτηρία.<br />
<br />
Τα πολυάριθμα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέρων που αναφέρονται σε θέματα όπως [[κατήχηση]], [[κήρυγμα]], [[δοξολογία]], διήγηση θείων εμπειριών και θεοπτικών καταστάσεων, απαιτούν πολλά προσόντα, μεγάλη θεολογική κατάρτιση, βίωση και γνώση της Παραδόσεως της Εκκλησίας, ικανότητα και άσκηση στην ερμηνεία της Γραφής, ευρεία γνώση του πνευματικού και [[Φιλοσοφία|φιλοσοφικού]] κόσμου της εποχής τους. Όλα αυτά τα έργα προέρχονται από αξιόλογους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς της [[Εκκλησία]]ς που όμως δεν είναι ''Πατέρες-Διδάσκαλοι'' καθώς δεν παρουσιάζεται στο έργο τους αυτή η ιδιαιτερότητα ''διασάφησης'' της αληθείας με τρόπο ευρύτερο και βαθύτερο απ' όσο είχαν επιτύχει μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα της Παραδόσεως, που προηγούνταν αυτών, για τους οποίους η Εκκλησία έχει εκφράσει συνοδικά τη βεβαιότητά της για τη θεία φώτισή τους επάνω στο θεολογικό τους έργο, βεβαιότητα που δεν αντιπροσωπεύεται από προσωπικές γνώμες, αλλά από κυρωμένο φρόνημα της Εκκλησίας.<br />
<br />
==Αντιμετώπιση του σφάλματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία==<br />
<br />
Δύο διαπιστώσεις μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτές μέσα από την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας:<br />
<br />
* Οι Πατέρες, θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά τους εφόδια<br><br />
* Οι Πατέρες έσφαλαν σε ωρισμένες περιπτώσεις. <br />
<br />
Οι διδασκαλίες που υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς τη Γραφή, δείχνουν την πεποίθηση της εκκλησίας για μια γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Οι διδασκαλίες αυτές κυρώθηκαν από [[Οικουμενικές σύνοδοι|οικουμενικές Συνόδους]] κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Αντίθετα, το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την [[Εκκλησία]], λησμονήθηκαν, παραμερίσθηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα αποτελούν οι απόψεις του [[Μέγας Αθανάσιος|Μ. Αθανασίου]] στα περί ταυτότητας, ουσίας και υποστάσεως στο Θεό ή τα περί της ''των πάντων αποκαταστάσεως'' που είπε ο Γρηγόριος Νύσσης. Από το σφάλμα του Πατρός δεν ξενίζεται η Εκκλησία και δεν περιφρονεί αυτόν που πλανήθηκε, διότι γνωρίζει καλά πως κάποια πλάνη του, δεν μειώνει την μεγάλη προσφορά του. Όπως επισημαίνει ο ιερός [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος]], δεν υπήρξε ποτέ πλάνη επάνω σε προβλήματα καίρια μιας εποχής, που προκαλούσαν κρίση και οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν τις απαντήσεις με τη σωτηρία τους. Αντίθετα, η πλάνη παρουσιάστηκε σε περιόδους όπου δεν ζητήθηκε η γνώμη των πατέρων επάνω σε κάποιο σημαντικό για την πορεία της εκκλησίας και την σωτηρία, ζήτημα.(Η άποψη αυτή προέρχεται από ΣΤ. Παπαδόπουλου,ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ,τομ. Α ,Αθήνα 2000,σελ.44κ.εξ<br />
<br />
==Γενικός πίνακας Πατέρων και άλλων συγγραφέων μέχρι τον 3ο αι. που κείμενα τους σχετίστηκαν με τον Χριστιανισμό==<br />
<br />
{|<br />
|-<br />
!Όνομα!!Χρόνος δράσης!!Τόπος Καταγωγής!!Τόπος Δράσεως!!Γλώσσα!!Εκκλησιαστικός, Αιρετικός, Γνωστικός ή Ιουδαΐζων<br />
|-<br />
|'''''Κλήμης Πάππας Ρώμης'''''||92-101||Ρώμη||Ρώμη||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Κήρινθος'''''||70/99|| ||Μικρασία||ελληνική||αιρετικός-γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Σίμων Μάγος'''''||μέσα 1ου αι.||Παλαιστίνη (Σαμάρεια)||και Ρώμη||ελληνική||αιρετικός-γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Ιγνάτιος ο Θεοφόρος'''''||+107/117||Συρία||Αντιόχεια||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Πολύκαρπος Σμύρνης'''''||+167/8|| ||Σμύρνη||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Κοδράτος Αθηνών'''''||123/9||Μικρασία||Μικρασία||ελληνική||απολογητής<br />
|-<br />
|'''''Καρποκράτης'''''||117-138|| ||Αλεξάνδρεια||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Επιφανής'''''||138-155|| ||Αλεξ.-Κεφαλληνία||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Παπίας Ιεραπόλεως'''''||100-130|| ||Ιεράπολη Μικρασίας||ελληνική||εκκλησιαστ. λαϊκός<br />
|-<br />
|'''''Αριστείδης φιλόσοφος'''''||140||Αθήνα||Αθήνα||ελληνική||απολογητής<br />
|-<br />
|'''''Αρίστων Πελλαίος'''''||140||Παλαιστίνη (Πέλλα)||Παλαιστίνη||ελληνική||απολογητής<br />
|-<br />
|'''''Βασιλείδης'''''||120-145|| ||Αλεξάνδρεια||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Ισίδωρος'''''||μέσα 2ου αι.|| ||Αλεξάνδρεια;||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Βαλεντίνος'''''||135-160;||Αίγυπτος||Αλεξ-Ρώμη-Κύπρος||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Μαρκίων'''''||140-160;||Πόντος (Σινώπη)||Ρώμη||ελληνική||γνωστικός-αιρετικός<br />
|-<br />
|'''''Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτυς'''''||+ 165||Παλαιστίνη, Νεάπολη||Ρώμη||ελληνική||εκκλ.-απολογητής<br />
|-<br />
|'''''Θεόδοτος'''''||150-||Ανατολή||Ανατολή||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
||'''''Μιλτιάδης|'''''||165/169;||Μικρασία||και Ρώμη||ελληνική||απολ. αντιρρητικός<br />
|-<br />
|'''''Κλαύδιος Απολλινάριος'''''||161-180;||Μικρασία||Μικρασία (Ιεράπολη)||ελληνική||αντιμονταν.-απολογ.<br />
|-<br />
|'''''Πτολεμαίος'''''||150-170;|| ||Ιταλία;||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Ιούλιος Κασσιανός'''''||170;|| ||Αίγυπτος||ελληνική||γνωστικός-δοκήτης<br />
|-<br />
|'''''Ηρακλέων'''''||175;|| ||Ιταλία;||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
||'''''Κέλσος|'''''||178|| ||Αίγυπτος||ελληνική||εθνικός φιλόσοφος<br />
|-<br />
|'''''Ερμείας'''''||140-178;|| || ||ελληνική||απολογητής<br />
|-<br />
|'''''Μοντανός'''''||170/80;||Μικρασία;||Μικρασία (Φρυγία)||ελληνική||μοντανιστής<br />
|-<br />
|'''''Μελίτων Σάρδεων'''''||160/80||Μικρασία||Μικρασία (Σάρδεις)||ελληνική||εκκλησ.-απολογητής<br />
|-<br />
|'''''Απελλής'''''||—180;||Ρώμη;||Ρώμη-Αλεξάνδρεια||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Φλωρίνος'''''||—180;||Μικρασία (Σμύρνη)||Ρώμη||ελληνική||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Διονύσιος Κορίνθου'''''||160/80;|| ||Κόρινθος||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Αθηναγόρας φιλόσοφος'''''||—180;||Αθήνα||Αθήνα;||ελληνική||απολογ.-φιλόσοφος<br />
|-<br />
|'''''Θεόφιλος Αντιοχείας'''''||169-188;|| ||Αντιόχεια||ελληνική||ιουδαιοχριστ. θεολ.<br />
|-<br />
|'''''Ηγήσιππος'''''||—190;||Παλαιστίνη||Παλαιστίνη;||ελληνική||ιστορικός<br />
|-<br />
|'''''Τατιανός Ασσύριος'''''||-190;||Συρία||Ρώμη-Συρία||ελλην.-συριακ.||χριστιανίζων δυαλιστής φιλόσοφος<br />
|-<br />
|'''''Λουκιανός Σαμοσατέας'''''||-192||Συρία||Αθήνα-Αίγυπτος||ελληνική||εθνικός φιλόσοφος<br />
|-<br />
|'''''Ρόδων'''''||-195;||Μικρασία||Ρώμη;||ελληνική||αντιγνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Πολυκράτης Εφέσου'''''||195||Μικρασία||Μικρασία (Έφεσος)||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Απολλώνιος'''''||196/7||Μικρασία||Μικρασία||ελληνική||άντιμοντανιστής<br />
|-<br />
|'''''Ειρηναίος'''''||+ 202;||Μικρασία (Σμύρνη)||Λυών (Γαλλία)||ελλην.-κελτική||αντιρρητικός-αντιγνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Θεόδοτος Βυζάντιος'''''||—200|| ||Ρώμη||ελληνική||αιρετικός<br />
|-<br />
|'''''Σεραπίων Αντιοχείας'''''||192-212||Συρία||Αντιόχεια (Συρία)||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Μινούκιος Φήλιξ Μάρκος'''''||215/7||Β. Αφρική||Ρώμη||λατινική||απολογητής<br />
|-<br />
|'''''Γάιος'''''||-217||Ρώμη||Ρώμη||ελληνική||αντιμοντανιστής<br />
|-<br />
|'''''Βαρδεσάνης'''''||+222||Συρία (Έδεσσα)||Έδεσσα-Αρμενία||ελλην.-συριακ.||γνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Κλήμης Αλεξανδρέας'''''||+222/31|| ||Αλεξάνδρεια||ελληνική||ηθικολόγος<br />
|-<br />
|'''''Τερτυλλιανός'''''||+225/40||Καρθαγένη||Καρθαγένη||λατιν.-ελλην.||ηθικολ.- μοντανιστής<br />
|-<br />
|'''''Ιππόλυτος'''''||+235||Ανατολή (ελληνική)||Ρώμη||ελληνική||αντιρρητικός - αντιγνωστικός<br />
|-<br />
|'''''Σαβέλλιος'''''||240;||Λιβύη (Πεντάπολη)||Ρώμη-Λιβύη (Πεντάπολη)||ελληνική||αιρετικός<br />
|-<br />
|'''''Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός'''''||λίγο μετά 240;||Ιεροσόλυμα||Παλαιστ. (Εμμαούς)-Ρώμη||ελληνική||χρονογράφος<br />
|-<br />
|'''''Αλέξανδρος Ιεροσολύμων'''''||+250||Καππαδοκία||Ιεροσόλυμα||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Αμμώνιος'''''||μέσα 3ου αι.|| ||Αίγυπτος||ελληνική||φιλόσοφος<br />
|-<br />
|'''''Κορνήλιος Ρώμης'''''||251-253|| ||Ρώμη||λατινική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Ωριγένης'''''||+254/5||Αλεξάνδρεια||Αλεξάνδ.-Καισάρεια (Παλαιστίνης)||ελληνική||αλληγοριστής-θεολόγος<br />
|-<br />
|'''''Νοουατιανός'''''||+253/6;||Ρώμη;||Ρώμη||λατινική||σχισματικός<br />
|-<br />
|'''''Στέφανος Ρώμης'''''||254-257|| ||Ρώμη|| ||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Κυπριανός'''''||+258||Καρθαγένη||Καρθαγένη||λατινική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Διονύσιος Αλεξανδρείας'''''||+264/5||Αλεξάνδρεια||Αλεξάνδρεια||ελληνική||αντιρρητικός<br />
|-<br />
|'''''Διονύσιος Ρώμης'''''||+267||ελληνική καταγωγή||Ρώμη||ελλην.-λατιν.||αντιρρητικός<br />
|-<br />
|'''''Φιρμιλιανός Καισαρείας'''''||+266/8||Καππαδοκία||Καισάρεια (Καππαδ.)||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός'''''||+ 270/5||Πόντος (Νεοκαισάρ.)||Πόντος (Νεοκαισάρ.)||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|-<br />
|'''''Παύλος Αντιοχείας'''''||+272||Σαμόσατα (Ευφράτη)||Αντιόχεια||ελληνική||αιρετικός<br />
|-<br />
|'''''Μάνης'''''||+277||Βαβυλωνία||Περσία Μεσοποταμία||συριακή||μανιχαίος<br />
|-<br />
|'''''Θεόγνωστος Αλεξανδρείας'''''||+281|| ||Αλεξάνδρεια||ελληνική||εκκλησιαστικός<br />
|}<br />
<br />
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==<br />
*[http://books.google.com/books?lr=&as_brr=1&q=Migne+graeca+cursus+completus Η ''Patrologia Graeca'' του ''Migne'' στο διαδίκτυο από το Google]<br />
*[http://patrologia.ct.aegean.gr/patrologia.htm Η ''Patrologia Graeca'' του ''Migne'' στο διαδίκτυο από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου]<br />
*[http://www.patristique.org www.patristique.org]<br />
<br />
:''Η αρχική μορφή του λήμματος βασίστηκε στην έκδοση 11:37, 23 Αυγούστου 2007 του [http://el.wikipedia.org/wiki/Πατρολογία αντίστοιχου] της [http://el.wikipedia.org/wiki/Κύρια_Σελίδα ελληνικής Βικιπαίδειας] υπό την άδεια [[GFDL]]. Βλ. σχετ. [http://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1&action=history ιστορικό]''.<br />
<br />
[[Κατηγορία:Θεολογία]]<br />
[[Κατηγορία:Πατρολογία]]<br />
<br />
[[en:Patristics]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%92%CE%B1%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CF%89%CF%82&diff=5927Βαρθολομαίος Κωνσταντινουπόλεως2008-06-02T14:09:24Z<p>Magda: /* Διακρίσεις */ fr</p>
<hr />
<div>Ο '''Βαρθολομαίος''', κατά κόσμον Δημήτριος Αρχοντώνης, είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και [[Οικουμενικό Πατριαρχείο|Οικουμενικός Πατριάρχης]]. Είναι ο προκαθήμενος του πρώτου στην τάξη [[Πατριαρχείο|Πατριαρχείου]] της Ορθόδοξης Εκκλησίας.<br />
[[Image:Ecum. Patriarch Bartholomew.jpg|200px|right|thumb|Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος]]<br />
== Βιογραφία ==<br />
<br />
=== Γέννηση και πρώτα χρόνια ===<br />
<br />
=== Εκκλησιαστική Δράση ===<br />
<br />
== Πατριαρχία ==<br />
<br />
=== Εκλογή ===<br />
<br />
=== Εκκλησιαστική Διακονία ===<br />
<br />
==== Αγώνας για τα δίκαια του Πατριαρχείου ====<br />
<br />
=== Αγώνας για το Περιβάλλον ===<br />
<br />
=== Διάλογος ===<br />
<br />
==== Διορθόδοξη κίνηση ====<br />
<br />
==== Διαχριστιανική κίνηση ====<br />
<br />
==== Διαθρησκειακή κίνηση ====<br />
<br />
== Διακρίσεις ==<br />
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι επίτιμος Διδάκτωρ:<br />
* της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών<br />
* της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας<br />
* της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης<br />
* του City University του Λονδίνου<br />
* του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου<br />
* του Καθολικού Πανεπιστημίου Leuven του Βελγίου<br />
* του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου Αγίου Σεργίου Παρισίων<br />
* της Σχολής Κανονικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Aix-en-Provence στη Γαλλία<br />
* του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου<br />
* της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης<br />
* του Θεολογικού Ινστιτούτου Αγίου Βλαδίμηρου Νέας Υόρκης<br />
* της Θεολογικής Σχολής Ιασίου<br />
* της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης<br />
* του Πανεπιστημίου Yale <br />
* του Πανεπιστημίου Georgetown<br />
* του Πανεπιστημίου Tufts <br />
* του Πανεπιστημίου Southern Methodist <br />
* του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης<br />
* του Τμήματος Ιστορίας - Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων<br />
<br />
Του έχει απονεμηθεί το χρυσό μετάλλιο του Αμερικανικού Κογκρέσσου, καθώς και τα διεθνή βραβεία Νέας Υόρκης, Όσλο και Λίχτενσταϊν για τις οικολογικές του δραστηριότητες.<br />
Επιπλέον είναι ιδρυτικό μέλος της ''Ἑταιρείας τοῦ Δικαίου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν'', εταίρος της ''Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης'', επίτιμο μέλος του ιδρύματος ''Pro Oriente'', που εδρεύει στη Βιέννη, έχει κληθεί να απευθύνει λόγο στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Εν γένει θεωρείται μια από τις πλέον αναγνωρίσημες και αγαπητές προσωπικότητες.<br />
<br />
[[Κατηγορία:Οικουμενικοί Πατριάρχες|Β]]<br />
<br />
[[ar:برثلماوس الاول]]<br />
[[en:Bartholomew I (Archontonis) of Constantinople]]<br />
[[es:Bartolomé I (Archontonis) de Constantinopla]]<br />
[[fr:Bartholomée Ier (Archontonis) de Constantinople]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%A6%CE%BB%CE%BF%CF%81%CF%8C%CF%86%CF%83%CE%BA%CF%85&diff=5926Γεώργιος Φλορόφσκυ2008-06-02T14:07:49Z<p>Magda: Ανακατεύθυνση στο Γεώργιος Φλορόφσκι</p>
<hr />
<div>#REDIRECT [[Γεώργιος Φλορόφσκι]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CE%95%CF%83%CE%B8%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82&diff=5925Εκκλησία Εσθονίας2008-06-02T14:07:39Z<p>Magda: Ανακατεύθυνση στο Εκκλησία της Εσθονίας</p>
<hr />
<div>#REDIRECT [[Εκκλησία της Εσθονίας]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A6%CE%B1%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BF&diff=5924Φαιλόνιο2008-06-02T14:07:28Z<p>Magda: Ανακατεύθυνση στο Φελώνιο</p>
<hr />
<div>#REDIRECT [[Φελώνιο]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%AE%CF%82&diff=5923Πρεσβεία τιμής2008-06-02T14:07:16Z<p>Magda: Ανακατεύθυνση στο Πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών</p>
<hr />
<div>#REDIRECT [[Πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B5%CE%B8%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%84&diff=5922Πατριάρχης Μεθόδιος Α΄2008-06-02T14:06:55Z<p>Magda: Ανακατεύθυνση στο Μεθόδιος Α΄ ο Ομολογητής</p>
<hr />
<div>#REDIRECT [[Μεθόδιος Α΄ ο Ομολογητής]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%AC_%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7&diff=5921Παλαιά Διαθήκη2008-06-02T13:59:37Z<p>Magda: /* Υποσημειώσεις */ ro</p>
<hr />
<div>Ο όρος '''Παλαιά Διαθήκη''' δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την [[Χριστιανισμός|χριστιανική]] [[Αγία Γραφή]] και αναφέρεται στην αποκάλυψη του [[Θεός|Θεού]] μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, τη συνδιαλλαγή του με το έθνος [[Ισραήλ]], με σκοπό να ευλογηθεί όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία της, γράφτηκαν από πολλούς συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων.<br />
<br />
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστό]], τους [[Απόστολοι|αποστόλους]] και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. <br />
<br />
Για τους Χριστιανούς, η Αγία Γραφή αποτελείται από δύο μέρη: την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη, ενώ η Παλαιά Διαθήκη αναγνωρίζεται ότι κατέχει ίσο κύρος με την Καινή Διαθήκη<ref>«Η Καινή διαθήκη είνε το έτερον ήμισυ της Αγίας Γραφής, του πρώτου όντος της Π. Διαθήκης. [...] Εις την Εκκλησίας την ιδρυθείσαν υπό του Κυρίου Ιησού Χριστού η Π. Διαθήκη αναγνωρίζεται ως ισόκυρος προς την Καινήν και υπό των ιερών συγγραφέων της Καινής και υπό της μετέπειτα γενεάς». (''Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην'', Στέργιος Σάκκος, Διδάκτωρ Θεολογίας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Β' Έκδοσις, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 86)</ref>. Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία, η σύναψη της Καινής Διαθήκης προφητεύεται ήδη μέσα στην Παλαιά Διαθήκη.<br />
<br />
Το σύνολο των βιβλίων που θεωρούνται «[[Βιβλικός κανόνας|κανονικά]]» ποικίλει μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων. Έτσι, η [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] περιλαμβάνει στον κανόνα της 49 βιβλία, η [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία]] 46 βιβλία και οι Εκκλησίες της [[Μεταρρύθμιση|Μεταρρύθμισης]] 39 βιβλία. Πάντως, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες εμπεριέχουν στην Παλαιά Διαθήκη τους τα 39 βιβλία που αναγνωρίζονται από τον [[Ιουδαϊσμός|Ιουδαϊσμό]] ως η [[Βίβλος]], η αλλιώς ''[[Τανάκ]]''.<br />
<br />
Ο [[Εβραϊκή γλώσσα|εβραϊκός]] Βιβλικός όρος ''μπερίθ'' που αποδίδεται ''διαθήκη'' σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη [[Βίβλο]] ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. <br />
<br />
Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον [[3ος αιώνας|3ο αιώνα μ.Χ.]] ο όρος «''Παλαιά'' Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη [[Καινή Διαθήκη]], τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]], μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας.<br />
<br />
Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην [[ελληνική γλώσσα]] και έχει επικρατήσει να ονομάζεται ''[[Μετάφραση των Εβδομήκοντα]]''.<br />
<br />
==Υποσημειώσεις==<br />
<div style="font-size: 85%"><references/></div><br />
<br />
<br />
{{Παλαιά Διαθήκη}}<br />
<br />
[[en:Old Testament]]<br />
[[ro:Vechiul Testament]]<br />
<br />
==Σχετικά κύρια άρθρα==<br />
* [[Αγία Γραφή]]<br />
* [[Απόκρυφα]]<br />
* [[Βιβλικός κανόνας]]<br />
* [[Δευτεροκανονικά βιβλία]]<br />
* [[Ιουδαϊσμός]]<br />
* [[Καινή Διαθήκη]]<br />
* [[Πεντάτευχος]]<br />
* [[Τανάκ]]<br />
* [[Χριστιανισμός]]<br />
<br />
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==<br />
<br />
*[http://www.magister.msk.ru/library/bible/greek/greek.htm Η Παλαιά Διαθήκη] (Μετάφραση [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα|Εβδομήκοντα]], από διάφορα αρχαία χειρόγραφα).<br />
*[http://www.apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=old_testament/contents.asp&main=OldTes Η Παλαιά Διαθήκη από την Αποστολική Διακονία] (Μετάφραση [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα|Εβδομήκοντα]]).<br />
* [http://www.jesuslovesyou.gr/Bible_club/Bible/Bible_ch2.htm#ιουδαϊκή Προτεσταντική ιστοσελίδα σχετικά με την «Ιουδαϊκή Βίβλο»]<br />
* [http://copernikos.tripod.com/profities.htm Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης]<br />
* [http://home.it.net.au/%7Ejgrapsas/pages/old_testament.html Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας:] «Η Παλαιά Διαθήκη στην Ορθόδοξη Εκκλησία» (The Old Testament in the Orthodox Church) {{en}}.<br />
<br />
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%84%CE%B1%CF%82_(%CE%9B%CE%B9%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%82)_%CE%A7%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA-%CE%9A%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA&diff=5920Νικήτας (Λιούλιας) Χονγκ-Κονγκ2008-06-02T13:57:25Z<p>Magda: en</p>
<hr />
<div>Ο Μητροπολίτης Χονγκ-Κονγκ '''Νικήτας Λιούλιας''' γεννήθηκε στην Τάμπα, της Φλόριντα, των Ηνωμένων Πολιτειών το 1955. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Φλόριντα [[Θρησκειολογία]] (αποφοίτησε το 1976), στη [[Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης]], απ’ όπου έλαβε πτυχίο Θεολογίας το 1980 και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη [[Θεολογική Σχολή ΑΠΘ]]. Χειροτονήθηκε [[Διάκονος]] και [[Πρεσβύτερος]] το 1985 από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής [[Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος|Ιάκωβο]], ακολούθως υπηρέτησε στην [[Επισκοπή Σικάγου|επισκοπή Σικάγου]]. To 1988 έλαβε το οφφίκιο του [[Αρχιμανδρίτης|Αρχιμανδρίτου]] και ανέλαβε [[Πρωτοσύγκελλος]] της Επισκοπής. Στις 2 Δεκεμβρίου 1996 εξελέγη [[Μητροπολίτης]] της νεοσύστατης [[Μητρόπολη Χονγκ-Κονγκ και Άπω Ανατολής|Μητροπόλεως Χονγκ-Κονγκ και Άπω Ανατολής]] και χειροτονήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου στο [[Άγιος Γεώργιος Φαναρίου|Πατριαρχείο]].<br />
<br />
{{επέκταση}}<br />
<br />
[[Κατηγορία:Επίσκοποι Οικουμενικού Πατριαρχείου|Ν]]<br />
<br />
[[en:Nikitas (Lulias)]]</div>Magdahttps://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=%CE%95%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%BF&diff=5919Εορτολόγιο2008-06-02T13:41:59Z<p>Magda: /* Δείτε επίσης */ en, ro</p>
<hr />
<div>Το '''Ορθόδοξο εορτολόγιο''' δηλαδή το εορτολόγιο της [[Ορθοδοξία|Ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας]] ορίζει τις εορτές και επετείους της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε ετήσια βάση. Αυτές σχετίζονται με την ανάμνηση συμβάντων από την επίγεια παρουσία του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]], περιγραφές και πρόσωπα από την [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιά]] και την [[Καινή Διαθήκη]], αλλά και γεγονότα από τον βίο Αγίων, οσίων, μαρτύρων, νεομαρτύρων και γενικότερα προσώπων που προσκυνούνται και τιμούνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.<br />
<br />
Το εορτολόγιο έχει κεντρική σημασία για την ζωή των πιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας αφού καθορίζει μεταξύ των άλλων τις ετήσιες περιόδους [[νηστεία|νηστειών]], αλλά και τις επίσημες κρατικές αργίες θρησκευτικού περιεχομένου στα κράτη με επίσημη θρησκεία την [[Ορθοδοξία]]. Οι Έλληνες εορτάζουν σύμφωνα με το εορτολόγιο την [[ονομαστική εορτή|ονομαστική τους εορτή]], δηλαδή εορτάζουν το [[Κατάλογος ελληνικών ονομάτων|όνομά]] τους. <br />
<br />
Οι εορτές της Ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας είναι δύο ειδών: σταθερές και [[κινητές εορτές|κινητές]]. Οι σταθερές εορτάζονται την ίδια ημερομηνία κάθε χρόνο, ενώ η ημερομηνία των κινητών εορτών μεταβάλλεται από χρόνο σε χρόνο. Συνήθως οι κινητές εορτές σχετίζονται με την ημερομηνία εορτασμού του [[Πάσχα]], που και αυτή είναι μεταβαλλόμενη από χρόνο σε χρόνο.<br />
<br />
Η τάξη και οι απαραίτητες οδηγίες για όλες τις κινητές και ακίνητες εορτές του έτους περιλαμβάνονται στο Τυπικό της Εκκλησίας (βλέπε http://www.ec-patr.org/gr/typikon και http://www.typikon.gr)<br />
<br />
Στην επόμενη λίστα υπάρχουν σύνδεσμοι προς τις εορτές και επετείους '''σταθερής''' ημερομηνίας για την [[Ορθοδοξία]]. Όλες οι ημερομηνίες εορτών που σχετίζονται με το [[Πάσχα]] είναι κινητές και δεν περιλαμβάνονται. Οι εορτές και επέτειοι που αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, εορτάζονται από τους [[Παλαιοημερολογίτες]] 13 μέρες αργότερα.<br />
<br />
<br />
<br />
{|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Ιανουαρίου|Ιανουάριος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Ιανουάριος|1]] [[Πρότυπο:2 Ιανουάριος|2]] [[Πρότυπο:3 Ιανουάριος|3]] [[Πρότυπο:4 Ιανουάριος|4]] [[Πρότυπο:5 Ιανουάριος|5]] [[Πρότυπο:6 Ιανουάριος|6]] [[Πρότυπο:7 Ιανουάριος|7]] [[Πρότυπο:8 Ιανουάριος|8]] [[Πρότυπο:9 Ιανουάριος|9]] [[Πρότυπο:10 Ιανουάριος|10]] [[Πρότυπο:11 Ιανουάριος|11]] [[Πρότυπο:12 Ιανουάριος|12]] [[Πρότυπο:13 Ιανουάριος|13]] [[Πρότυπο:14 Ιανουάριος|14]] [[Πρότυπο:15 Ιανουάριος|15]] [[Πρότυπο:16 Ιανουάριος|16]] [[Πρότυπο:17 Ιανουάριος|17]] [[Πρότυπο:18 Ιανουάριος|18]] [[Πρότυπο:19 Ιανουάριος|19]] [[Πρότυπο:20 Ιανουάριος|20]] [[Πρότυπο:21 Ιανουάριος|21]] [[Πρότυπο:22 Ιανουάριος|22]] [[Πρότυπο:23 Ιανουάριος|23]] [[Πρότυπο:24 Ιανουάριος|24]] [[Πρότυπο:25 Ιανουάριος|25]] [[Πρότυπο:26 Ιανουάριος|26]] [[Πρότυπο:27 Ιανουάριος|27]] [[Πρότυπο:28 Ιανουάριος|28]] [[Πρότυπο:29 Ιανουάριος|29]] [[Πρότυπο:30 Ιανουάριος|30]] [[Πρότυπο:31 Ιανουάριος|31]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Φεβρουαρίου|Φεβρουάριος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Φεβρουάριος|1]] [[Πρότυπο:2 Φεβρουάριος|2]] [[Πρότυπο:3 Φεβρουάριος|3]] [[Πρότυπο:4 Φεβρουάριος|4]] [[Πρότυπο:5 Φεβρουάριος|5]] [[Πρότυπο:6 Φεβρουάριος|6]] [[Πρότυπο:7 Φεβρουάριος|7]] [[Πρότυπο:8 Φεβρουάριος|8]] [[Πρότυπο:9 Φεβρουάριος|9]] [[Πρότυπο:10 Φεβρουάριος|10]] [[Πρότυπο:11 Φεβρουάριος|11]] [[Πρότυπο:12 Φεβρουάριος|12]] [[Πρότυπο:13 Φεβρουάριος|13]] [[Πρότυπο:14 Φεβρουάριος|14]] [[Πρότυπο:15 Φεβρουάριος|15]] [[Πρότυπο:16 Φεβρουάριος|16]] [[Πρότυπο:17 Φεβρουάριος|17]] [[Πρότυπο:18 Φεβρουάριος|18]] [[Πρότυπο:19 Φεβρουάριος|19]] [[Πρότυπο:20 Φεβρουάριος|20]] [[Πρότυπο:21 Φεβρουάριος|21]] [[Πρότυπο:22 Φεβρουάριος|22]] [[Πρότυπο:23 Φεβρουάριος|23]] [[Πρότυπο:24 Φεβρουάριος|24]] [[Πρότυπο:25 Φεβρουάριος|25]] [[Πρότυπο:26 Φεβρουάριος|26]] [[Πρότυπο:27 Φεβρουάριος|27]] [[Πρότυπο:28 Φεβρουάριος|28]] [[Πρότυπο:29 Φεβρουάριος|(29)]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Μαρτίου|Μάρτιος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Μάρτιος|1]] [[Πρότυπο:2 Μάρτιος|2]] [[Πρότυπο:3 Μάρτιος|3]] [[Πρότυπο:4 Μάρτιος|4]] [[Πρότυπο:5 Μάρτιος|5]] [[Πρότυπο:6 Μάρτιος|6]] [[Πρότυπο:7 Μάρτιος|7]] [[Πρότυπο:8 Μάρτιος|8]] [[Πρότυπο:9 Μάρτιος|9]] [[Πρότυπο:10 Μάρτιος|10]] [[Πρότυπο:11 Μάρτιος|11]] [[Πρότυπο:12 Μάρτιος|12]] [[Πρότυπο:13 Μάρτιος|13]] [[Πρότυπο:14 Μάρτιος|14]] [[Πρότυπο:15 Μάρτιος|15]] [[Πρότυπο:16 Μάρτιος|16]] [[Πρότυπο:17 Μάρτιος|17]] [[Πρότυπο:18 Μάρτιος|18]] [[Πρότυπο:19 Μάρτιος|19]] [[Πρότυπο:20 Μάρτιος|20]] [[Πρότυπο:21 Μάρτιος|21]] [[Πρότυπο:22 Μάρτιος|22]] [[Πρότυπο:23 Μάρτιος|23]] [[Πρότυπο:24 Μάρτιος|24]] [[Πρότυπο:25 Μάρτιος|25]] [[Πρότυπο:26 Μάρτιος|26]] [[Πρότυπο:27 Μάρτιος|27]] [[Πρότυπο:28 Μάρτιος|28]] [[Πρότυπο:29 Μάρτιος|29]] [[Πρότυπο:30 Μάρτιος|30]] [[Πρότυπο:31 Μάρτιος|31]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Απριλίου|Απρίλιος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Απρίλιος|1]] [[Πρότυπο:2 Απρίλιος|2]] [[Πρότυπο:3 Απρίλιος|3]] [[Πρότυπο:4 Απρίλιος|4]] [[Πρότυπο:5 Απρίλιος|5]] [[Πρότυπο:6 Απρίλιος|6]] [[Πρότυπο:7 Απρίλιος|7]] [[Πρότυπο:8 Απρίλιος|8]] [[Πρότυπο:9 Απρίλιος|9]] [[Πρότυπο:10 Απρίλιος|10]] [[Πρότυπο:11 Απρίλιος|11]] [[Πρότυπο:12 Απρίλιος|12]] [[Πρότυπο:13 Απρίλιος|13]] [[Πρότυπο:14 Απρίλιος|14]] [[Πρότυπο:15 Απρίλιος|15]] [[Πρότυπο:16 Απρίλιος|16]] [[Πρότυπο:17 Απρίλιος|17]] [[Πρότυπο:18 Απρίλιος|18]] [[Πρότυπο:19 Απρίλιος|19]] [[Πρότυπο:20 Απρίλιος|20]] [[Πρότυπο:21 Απρίλιος|21]] [[Πρότυπο:22 Απρίλιος|22]] [[Πρότυπο:23 Απρίλιος|23]] [[Πρότυπο:24 Απρίλιος|24]] [[Πρότυπο:25 Απρίλιος|25]] [[Πρότυπο:26 Απρίλιος|26]] [[Πρότυπο:27 Απρίλιος|27]] [[Πρότυπο:28 Απρίλιος|28]] [[Πρότυπο:29 Απρίλιος|29]] [[Πρότυπο:30 Απρίλιος|30]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Μαΐου|Μάιος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Μαΐου|1]] [[Πρότυπο:2 Μαΐου|2]] [[Πρότυπο:3 Μαΐου|3]] [[Πρότυπο:4 Μαΐου|4]] [[Πρότυπο:5 Μαΐου|5]] [[Πρότυπο:6 Μαΐου|6]] [[Πρότυπο:7 Μαΐου|7]] [[Πρότυπο:8 Μαΐου|8]] [[Πρότυπο:9 Μαΐου|9]] [[Πρότυπο:10 Μαΐου|10]] [[Πρότυπο:11 Μαΐου|11]] [[Πρότυπο:12 Μαΐου|12]] [[Πρότυπο:13 Μαΐου|13]] [[Πρότυπο:14 Μαΐου|14]] [[Πρότυπο:15 Μαΐου|15]] [[Πρότυπο:16 Μαΐου|16]] [[Πρότυπο:17 Μαΐου|17]] [[Πρότυπο:18 Μαΐου|18]] [[Πρότυπο:19 Μαΐου|19]] [[Πρότυπο:20 Μαΐου|20]] [[Πρότυπο:21 Μαΐου|21]] [[Πρότυπο:22 Μαΐου|22]] [[Πρότυπο:23 Μαΐου|23]] [[Πρότυπο:24 Μαΐου|24]] [[Πρότυπο:25 Μαΐου|25]] [[Πρότυπο:26 Μαΐου|26]] [[Πρότυπο:27 Μαΐου|27]] [[Πρότυπο:28 Μαΐου|28]] [[Πρότυπο:29 Μαΐου|29]] [[Πρότυπο:30 Μαΐου|30]] [[Πρότυπο:31 Μαΐου|31]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Ιουνίου|Ιούνιος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Ιουνίου|1]] [[Πρότυπο:2 Ιουνίου|2]] [[Πρότυπο:3 Ιουνίου|3]] [[Πρότυπο:14 Ιουνίου|4]] [[Πρότυπο:5 Ιουνίου|5]] [[Πρότυπο:6 Ιουνίου|6]] [[Πρότυπο:7 Ιουνίου|7]] [[Πρότυπο:8 Ιουνίου|8]] [[Πρότυπο:9 Ιουνίου|9]] [[Πρότυπο:10 Ιουνίου|10]] [[Πρότυπο:11 Ιουνίου|11]] [[Πρότυπο:12 Ιουνίου|12]] [[Πρότυπο:13 Ιουνίου|13]] [[Πρότυπο:14 Ιουνίου|14]] [[Πρότυπο:15 Ιουνίου|15]] [[Πρότυπο:16 Ιουνίου|16]] [[Πρότυπο:17 Ιουνίου|17]] [[Πρότυπο:18 Ιουνίου|18]] [[Πρότυπο:19 Ιουνίου|19]] [[Πρότυπο:20 Ιουνίου|20]] [[Πρότυπο:21 Ιουνίου|21]] [[Πρότυπο:22 Ιουνίου|22]] [[Πρότυπο:23 Ιουνίου|23]] [[Πρότυπο:24 Ιουνίου|24]] [[Πρότυπο:25 Ιουνίου|25]] [[Πρότυπο:26 Ιουνίου|26]] [[Πρότυπο:27 Ιουνίου|27]] [[Πρότυπο:28 Ιουνίου|28]] [[Πρότυπο:29 Ιουνίου|29]] [[Πρότυπο:30 Ιουνίου|30]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Ιουλίου|Ιούλιος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Ιούλιος|1]] [[Πρότυπο:2 Ιούλιος|2]] [[Πρότυπο:3 Ιούλιος|3]] [[Πρότυπο:4 Ιούλιος|4]] [[Πρότυπο:5 Ιούλιος|5]] [[Πρότυπο:6 Ιούλιος|6]] [[Πρότυπο:7 Ιούλιος|7]] [[Πρότυπο:8 Ιούλιος|8]] [[Πρότυπο:9 Ιούλιος|9]] [[Πρότυπο:10 Ιούλιος|10]] [[Πρότυπο:11 Ιούλιος|11]] [[Πρότυπο:12 Ιούλιος|12]] [[Πρότυπο:13 Ιούλιος|13]] [[Πρότυπο:14 Ιούλιος|14]] [[Πρότυπο:15 Ιούλιος|15]] [[Πρότυπο:16 Ιούλιος|16]] [[Πρότυπο:17 Ιούλιος|17]] [[Πρότυπο:18 Ιούλιος|18]] [[Πρότυπο:19 Ιούλιος|19]] [[Πρότυπο:20 Ιούλιος|20]] [[Πρότυπο:21 Ιούλιος|21]] [[Πρότυπο:22 Ιούλιος|22]] [[Πρότυπο:23 Ιούλιος|23]] [[Πρότυπο:24 Ιούλιος|24]] [[Πρότυπο:25 Ιούλιος|25]] [[Πρότυπο:26 Ιούλιος|26]] [[Πρότυπο:27 Ιούλιος|27]] [[Πρότυπο:28 Ιούλιος|28]] [[Πρότυπο:29 Ιούλιος|29]] [[Πρότυπο:30 Ιούλιος|30]] [[Πρότυπο:31 Ιούλιος|31]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Αυγούστου|Αύγουστος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Αύγουστος|1]] [[Πρότυπο:2 Αύγουστος|2]] [[Πρότυπο:3 Αύγουστος|3]] [[Πρότυπο:4 Αύγουστος|4]] [[Πρότυπο:5 Αύγουστος|5]] [[Πρότυπο:6 Αύγουστος|6]] [[Πρότυπο:7 Αύγουστος|7]] [[Πρότυπο:8 Αύγουστος|8]] [[Πρότυπο:9 Αύγουστος|9]] [[Πρότυπο:10 Αύγουστος|10]] [[Πρότυπο:11 Αύγουστος|11]] [[Πρότυπο:12 Αύγουστος|12]] [[Πρότυπο:13 Αύγουστος|13]] [[Πρότυπο:14 Αύγουστος|14]] [[Πρότυπο:15 Αύγουστος|15]] [[Πρότυπο:16 Αύγουστος|16]] [[Πρότυπο:17 Αύγουστος|17]] [[Πρότυπο:18 Αύγουστος|18]] [[Πρότυπο:19 Αύγουστος|19]] [[Πρότυπο:20 Αύγουστος|20]] [[Πρότυπο:21 Αύγουστος|21]] [[Πρότυπο:22 Αύγουστος|22]] [[Πρότυπο:23 Αύγουστος|23]] [[Πρότυπο:24 Αύγουστος|24]] [[Πρότυπο:25 Αύγουστος|25]] [[Πρότυπο:26 Αύγουστος|26]] [[Πρότυπο:27 Αύγουστος|27]] [[Πρότυπο:28 Αύγουστος|28]] [[Πρότυπο:29 Αύγουστος|29]] [[Πρότυπο:30 Αύγουστος|30]] [[Πρότυπο:31 Αύγουστος|31]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Σεπτεμβρίου|Σεπτέμβριος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Σεπτέμβριος|1]] [[Πρότυπο:2 Σεπτέμβριος|2]] [[Πρότυπο:3 Σεπτέμβριος|3]] [[Πρότυπο:4 Σεπτέμβριος|4]] [[Πρότυπο:5 Σεπτέμβριος|5]] [[Πρότυπο:6 Σεπτέμβριος|6]] [[Πρότυπο:7 Σεπτέμβριος|7]] [[Πρότυπο:8 Σεπτέμβριος|8]] [[Πρότυπο:9 Σεπτέμβριος|9]] [[Πρότυπο:10 Σεπτέμβριος|10]] [[Πρότυπο:11 Σεπτέμβριος|11]] [[Πρότυπο:12 Σεπτέμβριος|12]] [[Πρότυπο:13 Σεπτέμβριος|13]] [[Πρότυπο:14 Σεπτέμβριος|14]] [[Πρότυπο:15 Σεπτέμβριος|15]] [[Πρότυπο:16 Σεπτέμβριος|16]] [[Πρότυπο:17 Σεπτέμβριος|17]] [[Πρότυπο:18 Σεπτέμβριος|18]] [[Πρότυπο:19 Σεπτέμβριος|19]] [[Πρότυπο:20 Σεπτέμβριος|20]] [[Πρότυπο:21 Σεπτέμβριος|21]] [[Πρότυπο:22 Σεπτέμβριος|22]] [[Πρότυπο:23 Σεπτέμβριος|23]] [[Πρότυπο:24 Σεπτέμβριος|24]] [[Πρότυπο:25 Σεπτέμβριος|25]] [[Πρότυπο:26 Σεπτέμβριος|26]] [[Πρότυπο:27 Σεπτέμβριος|27]] [[Πρότυπο:28 Σεπτέμβριος|28]] [[Πρότυπο:29 Σεπτέμβριος|29]] [[Πρότυπο:30 Σεπτέμβριος|30]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Οκτωβρίου|Οκτώβριος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Οκτώβριος|1]] [[Πρότυπο:2 Οκτώβριος|2]] [[Πρότυπο:3 Οκτώβριος|3]] [[Πρότυπο:4 Οκτώβριος|4]] [[Πρότυπο:5 Οκτώβριος|5]] [[Πρότυπο:6 Οκτώβριος|6]] [[Πρότυπο:7 Οκτώβριος|7]] [[Πρότυπο:8 Οκτώβριος|8]] [[Πρότυπο:9 Οκτώβριος|9]] [[Πρότυπο:10 Οκτώβριος|10]] [[Πρότυπο:11 Οκτώβριος|11]] [[Πρότυπο:12 Οκτώβριος|12]] [[Πρότυπο:13 Οκτώβριος|13]] [[Πρότυπο:14 Οκτώβριος|14]] [[Πρότυπο:15 Οκτώβριος|15]] [[Πρότυπο:16 Οκτώβριος|16]] [[Πρότυπο:17 Οκτώβριος|17]] [[Πρότυπο:18 Οκτώβριος|18]] [[Πρότυπο:19 Οκτώβριος|19]] [[Πρότυπο:1 Οκτώβριος|20]] [[Πρότυπο:1 Οκτώβριος|21]] [[Πρότυπο:1 Οκτώβριος|22]] [[Πρότυπο:1 Οκτώβριος|23]] [[Πρότυπο:20 Οκτώβριος|24]] [[Πρότυπο:21 Οκτώβριος|25]] [[Πρότυπο:26 Οκτώβριος|26]] [[Πρότυπο:27 Οκτώβριος|27]] [[Πρότυπο:28 Οκτώβριος|28]] [[Πρότυπο:29 Οκτώβριος|29]] [[Πρότυπο:30 Οκτώβριος|30]] [[Πρότυπο:31 Οκτώβριος|31]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Νοεμβρίου|Νοέμβριος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Νοέμβριος|1]] [[Πρότυπο:2 Νοέμβριος|2]] [[Πρότυπο:3 Νοέμβριος|3]] [[Πρότυπο:4 Νοέμβριος|4]] [[Πρότυπο:5 Νοέμβριος|5]] [[Πρότυπο:6 Νοέμβριος|6]] [[Πρότυπο:7 Νοέμβριος|7]] [[Πρότυπο:8 Νοέμβριος|8]] [[Πρότυπο:9 Νοέμβριος|9]] [[Πρότυπο:10 Νοέμβριος|10]] [[Πρότυπο:11 Νοέμβριος|11]] [[Πρότυπο:12 Νοέμβριος|12]] [[Πρότυπο:13 Νοέμβριος|13]] [[Πρότυπο:14 Νοέμβριος|14]] [[Πρότυπο:15 Νοέμβριος|15]] [[Πρότυπο:16 Νοέμβριος|16]] [[Πρότυπο:17 Νοέμβριος|17]] [[Πρότυπο:18 Νοέμβριος|18]] [[Πρότυπο:19 Νοέμβριος|19]] [[Πρότυπο:20 Νοέμβριος|20]] [[Πρότυπο:21 Νοέμβριος|21]] [[Πρότυπο:22 Νοέμβριος|22]] [[Πρότυπο:23 Νοέμβριος|23]] [[Πρότυπο:24 Νοέμβριος|24]] [[Πρότυπο:25 Νοέμβριος|25]] [[Πρότυπο:26 Νοέμβριος|26]] [[Πρότυπο:27 Νοέμβριος|27]] [[Πρότυπο:28 Νοέμβριος|28]] [[Πρότυπο:29 Νοέμβριος|29]] [[Πρότυπο:30 Νοέμβριος|30]]</small><br />
|-<br />
| [[Ορθόδοξο εορτολόγιο Δεκεμβρίου|Δεκέμβριος]]<br />
|<small>[[Πρότυπο:1 Δεκέμβριος|1]] [[Πρότυπο:2 Δεκέμβριος|2]] [[Πρότυπο:3 Δεκέμβριος|3]] [[Πρότυπο:4 Δεκέμβριος|4]] [[Πρότυπο:5 Δεκέμβριος|5]] [[Πρότυπο:6 Δεκέμβριος|6]] [[Πρότυπο:7 Δεκέμβριος|7]] [[Πρότυπο:8 Δεκέμβριος|8]] [[Πρότυπο:9 Δεκέμβριος|9]] [[Πρότυπο:10 Δεκέμβριος|10]] [[Πρότυπο:11 Δεκέμβριος|11]] [[Πρότυπο:12 Δεκέμβριος|12]] [[Πρότυπο:13 Δεκέμβριος|13]] [[Πρότυπο:14 Δεκέμβριος|14]] [[Πρότυπο:15 Δεκέμβριος|15]] [[Πρότυπο:16 Δεκέμβριος|16]] [[Πρότυπο:17 Δεκέμβριος|17]] [[Πρότυπο:18 Δεκέμβριος|18]] [[Πρότυπο:19 Δεκέμβριος|19]] [[Πρότυπο:20 Δεκέμβριος|20]] [[Πρότυπο:21 Δεκέμβριος|21]] [[Πρότυπο:22 Δεκέμβριος|22]] [[Πρότυπο:23 Δεκέμβριος|23]] [[Πρότυπο:24 Δεκέμβριος|24]] [[Πρότυπο:25 Δεκέμβριος|25]] [[Πρότυπο:26 Δεκέμβριος|26]] [[Πρότυπο:27 Δεκέμβριος|27]] [[Πρότυπο:28 Δεκέμβριος|28]] [[Πρότυπο:29 Δεκέμβριος|29]] [[Πρότυπο:30 Δεκέμβριος|30]] [[Πρότυπο:31 Δεκέμβριος|31]]</small><br />
|}<br />
<br />
==Δείτε επίσης==<br />
*[[Μέγα Εορτολόγιο]]<br />
<br />
[[Κατηγορία:Εορταί]]<br />
<br />
[[en:Church Calendar]]<br />
[[ro:Calendar]]</div>Magda