Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

58.799 bytes προστέθηκαν, 18:55, 4 Αυγούστου 2008
Λαός
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]] και της [[Συρία|Συρίας]], σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την εξουσία του σε περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί. Οι σλαβικές επιδρομές που αρχίζουν τον 6ο αιώνα, προκαλούν αναστάτωση στην εθνολογική σύσταση των επαρχιών της Χερσονήσου του Αίμου, για να υποστούν, όμως, σταδιακά την αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, χωρίς όμως η έννοια της λέξης "Έλληνας" της εποχής εκείνης να ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους του 18ου και 19ου αι.
 
===Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου===
 
Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από [[Ρωμαίος]] πολίτης και [[Χριστιανισμός|Χριστιανός]] με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους [[Έλληνες]] ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Με τη θεμελιακή εισφορά του εθνικού [[ιστοριογραφία|ιστοριογράφου]] [[Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος|Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου]], υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους.
 
Γνωρίζουμε ότι το τρίπτυχο ρωμαϊκή ''"αυτοκρατορική παράδοση, χριστιανική Ορθοδοξία, ελληνικός πολιτισμός"''<ref>Baynes και Moss ό.π., σελ. 42</ref> σημάδεψε το Βυζάντιο σε όλη την ιστορική του πορεία. Μπορούσε όμως η υπερεθνική συνείδηση της αποστολής της αυτοκρατορίας, να απορροφηθεί από την εθνική συνείδηση μιας μόνο εθνότητας, της ελληνικής;
 
Η απάντηση είναι αρνητική<ref>''Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 46 (Αθήνα: Δίας, 2004) στο λήμμ. "Βυζάντιο": "...η στενή έννοια της εθνικής προέλευσης δεν απέκτησε στο Βυζάντιο καθοριστική σπουδαιότητα...Η υπερεθνική αυτή συνείδηση της αποστολής της αυτοκρατορίας, η καθαρά οικουμενική χριστιανική συνείδηση, δεν μπορούσε να αποδυναμωθεί ή απορροφηθεί...από την εθνική συνείδηση μιας μόνο εθνότητας. Ο Ρωμαίος ή Βυζαντινός...αγωνιζόταν να πραγματοποιήσει το όραμα της συνένωσης ολόκληρης της οικουμένης στην ίδια αυτοκρατορία..."</ref> (κάτι ανάλογο άλλωστε ισχύει με την μεταγενέστερη οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και με την προγενέστερη ρωμαική), τουλάχιστον σε ότι αφορά το μεγαλύτερο τμήμα της βυζαντινής ιστορίας. Αν και πρόκειται για την ιστορία ενός κράτους στο οποίο δρα και επιδρά η πνευματική δύναμη του ελληνισμού, η βυζαντινή ελληνικότητα δεν εξαντλεί τον εθνικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, ενώ η γεωγραφία του βυζαντινού Ελληνισμού δεν συμπίπτει ούτε με τα εκτεταμένα σύνορα της αυτοκρατορίας, ούτε με τα στενά όρια της σύγχρονης [[Ελλάδα|Ελλάδας]]<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ό.π., σελ. 10</ref>. Αν και γεωγραφικα-ιστορικα η βυζαντινη αυτοκρατορια περιλαμβανει πολλες περιοχες της αρχαιας Ελλαδας(Ιωνια,Ποντος,Βυζαντιο,Μεγαλη Ελλαδα,κυριως Ελλαδα) η διαμόρφωση των κοινωνικών δομών και θεσμών με την εξαιρεση της Θεσσαλονικης και του Μυστρα, είναι αποκλειστικό σχεδόν επίτευγμα της βυζαντινής πρωτεύουσας και του μικρασιατικού κόσμου<ref>Στο ίδιο, σελ. 13</ref>.
 
Όμως, το Βυζάντιο παρουσίασε αρκετές μεταβολές στο πέρασμα των αιώνων και προς το τέλος της ιστορίας του, λόγοι δημογραφικοί συνέβαλαν στη μεταβολή αυτών των δεδομένων. Η απώλεια των κεντρικών περιοχών στη Χερσόνησο της Ανατολής και των βόρειων επαρχιών στη Χερσόνησο του Αίμου περιόρισε την Αυτοκρατορία σε εδάφη στην κυρίως [[Ελλάδα]], κατά μήκος των ακτών του [[Αιγαίο|Αιγαίου]] και του [[Εύξεινος Πόντος|Ευξείνου]] και σε νησιά, όπου είχαν ιδρυθεί αρχαιότατες ελληνικές αποικίες. Ασφαλώς, ξένες προσμίξεις και διασταυρώσεις πληθυσμών υπήρξαν, όμως οι Βυζαντινοί, συγκεντρωμένοι στα ιστορικά ελληνικά εδάφη, αισθάνονταν και γεωγραφικά Έλληνες και αποδέχονταν ότι και φυλετικά ήταν Έλληνες<ref>Steven Runciman, ''Η Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση'', μτφρ. Λάμπρος Καμπερίδης, (Αθήνα: Δόμος, 1991), σελ. 37</ref>.
 
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η πορεία που ακολούθησε η ελληνικότητα του Βυζαντίου, ήταν κοινή με την εξέλιξη του ονόματος ''Έλλην'', που ξεκινά ως εθνικό στην [[αρχαία Ελλάδα]], μετατρέπεται σε πολιτιστικό επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα θρησκευτικό με την εμφάνιση του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]]. Με την επικράτηση της νέας θρησκείας γίνεται κυρίως θρησκευτικό και παρ' όλο που ο ελληνικός πολιτισμός ήταν πάντοτε θεμέλιο της πνευματικής ζωής, με την ελληνική επιστήμη, [[ιστορία|ιστοριογραφία]], [[ποίηση]] και [[φιλοσοφία]] (με κάποιες προϋποθέσεις) να αποτελούν μορφωτικό αγαθό ακόμα και των ευσεβών Βυζαντινών, εν τούτοις, το όνομα ''Έλλην'', παρέμεινε θρησκευτικά φορτισμένο για πολλούς αιώνες.
 
Η εποχή του [[Ηράκλειος|Ηρακλείου]] ήταν εκείνη που έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στο ελληνικό στοιχείο: αφού το Βυζάντιο απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των [[Ασία|ασιατικών]] και δυτικών χωρών του, έθεσε τέλος στη διγλωσσία που υπήρχε ανάμεσα στην κρατική διοίκηση και τον στρατό που χρησιμοποιούσαν τη [[Λατινική γλώσσα|Λατινική]] και τον λαό, που τη θεωρούσε ακατανόητη, και καθιέρωσε την [[Ελληνική γλώσσα|Ελληνική]] ως την επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο αυτό, η γλώσσα του λαού και της [[Εκκλησία|Εκκλησίας]] έγινε πλέον και γλώσσα του κράτους. Ο ίδιος, μάλιστα, υιοθέτησε τον τίτλο του βασιλέως, αντί του λατινικού ''imperator'' και έκοψε νομίσματα με την ελληνική επιγραφή ''"ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΝΙΚΑ"''. Σταδιακά, η γνώση της Λατινικής γλώσσας έγινε σπάνιο φαινόμενο στις επόμενες γενιές. Με το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου, αν και η αυτοκρατορία παρέμεινε σταθερά προσκολλημένη στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, με την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας, αρχίζει να μεταβάλλεται σταδιακά, για να καταλήξει προς το τέλος της ιστορίας της, σε ένα ''"Μεσαιωνικό ελληνικό κράτος"''<ref>Ostrogorsky ό.π., σελ. 217</ref> ή στην ''"Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής"''<ref>Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σελ. 16</ref>.
 
Παρ' όλ' αυτά όμως, για πολύ καιρό ακόμη, ο πιο στενός σύνδεσμος ενότητας μέσα στην αυτοκρατορία αναζητήθηκε, όχι στην ελληνική συνείδηση, αλλά στην κοινή αφοσίωση στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, που τελικά συνετέλεσε στον αποτελεσματικό έλεγχο της προώθησης του Ισλάμ προς την Πόλη<ref>Baynes και Moss ό.π., σελ. 55</ref>.
 
Αυτό δείχνουν και τα λόγια του [[Λέων ΣΤ'|Λέοντα ΣΤ']] (886-912), που εμψυχώνει τους διοικητές του λέγοντας ότι ''"οφείλουν να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα και την ορθή χριστιανική πίστη, όπως και oι στρατιώτες τους, που με την κραυγή: "Ο Σταυρός θα νικήσει", πολεμούν, σαν στρατιώτες του Χριστού, του Κυρίου μας, για τους γονείς, για τους φίλους, για την πατρίδα, για ολόκληρο το χριστιανικό έθνος"''.<ref>Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σ.σ. 40-41</ref>
 
Έτσι, παρ' όλη τη σταδιακή αποφόρτιση του ονόματος ''Έλλην'', το περιεχόμενο του βυζαντινού εθνικισμού, που έπρεπε να αναπτυχθεί για τη σωτηρία της πατρίδας, σχετιζόταν ακόμη με την πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία είναι ο καθορισμένος υπερασπιστής της χριστιανοσύνης.
 
Αυτό έμελλε να αλλάξει, και αφετηρία στάθηκε η καχυποψία των Βυζαντινών έναντι των Δυτικών, με αφορμή τις τρεις μεγάλες εκστρατείες των [[Νορμανδοί|Νορμανδών]], που εκδηλώθηκαν το 1081, το 1147 και το 1185 <ref>Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, ''Συνάντηση Ανατολής και Δύσης στα Εδάφη της Αυτοκρατορίας - Οι Απόψεις των Βυζαντινών για τους Σταυροφόρους'', Α' ανατύπωση, (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 2000), σελ. 29</ref>. Παρ' όλα τα προβλήματα που είχαν δημιουργήσει στις διμερείς σχέσεις, η ανατρεπτική ενέργεια του πάπα Λέοντα Γ΄, να στέψει το 800 μ.Χ. τον [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνο]] ''"Βασιλέα των Ρωμαίων"'' και το [[Σχίσμα του 1054]], οι επιδρομές αυτές ήταν που συντάραξαν τους Βυζαντινούς, καθώς ήταν η πρώτη φορά που χριστιανικός λαός της Δύσης, επιτίθετο εναντίον τους.
 
Ταυτόχρονα, όπως διαγράφεται σαφώς στα κείμενα του 12ου και 13ου αιώνα, κυρίως στις ιστοριογραφίες της [[Άννα Κομνηνή|Άννας Κομνηνής]] (1083 – 1148), του [[Ιωάννης Κίνναμος|Ιωάννη Κίνναμου]] (1143; – 1202;), του [[Νικήτας Χωνιάτης|Νικήτα Χωνιάτη]] (περ. 1155/7-1217) και άλλων, όχι μόνον δεν τονίζεται ο ιερός χαρακτήρας των [[Σταυροφορίες|Σταυροφοριών]], ή η σχέση του με το προσκύνημα, αλλά αντίθετα χρησιμοποιείται σαφώς στρατιωτική ορολογία και μάλιστα, προβάλλεται η επιθετική διάθεση του σταυροφορικού κινήματος και η ανησυχία για το φαινόμενο της κατά μάζες εμφάνισης των Δυτικών<ref>Στο ίδιο, σελ. 30</ref>. Έτσι, η επιθετική τακτική της Δύσης σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και η οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, που πήραν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και γενικότερα την οικονομία στα χέρια τους, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των βυζαντινών και προστριβές με τους Λατίνους.
 
Όλα αυτά, δημιούργησαν νέα δεδομένα στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης. Ο [[χριστιανισμός]] δεν επαρκούσε πλέον για ν' απαλλάξει το Βυζάντιο από τους εχθρούς του, και η χριστιανική Δύση συγκαταλεγόταν ανάμεσα σ' αυτούς. Σε μια εποχή που ο αντίπαλος ήταν επίσης χριστιανός, έπρεπε να βρεθεί ένας νέος άξονας για τον Βυζαντινό εθνικισμό. Έτσι, το αίσθημα υπεροχής των Βυζαντινών έναντι των Δυτικών, που οφειλόταν στην πολιτική τους θεωρία και στις πολιτιστικές αξίες της ελληνικής αρχαιότητας που εξασφάλιζαν την πολιτιστική υπεροχή του Βυζαντίου, έκανε αισθητή την παρουσία του:
 
Από το 13ο αι. και εξής, οι όροι ''Έλλην'', ''Ελληνισμός'', ''ελληνικός'', κ.λπ. απέβαλλαν σε κάποιο βαθμό την παλιά τους συνωνυμική ταύτιση με την έννοια της ειδωλολατρίας και επανήλθαν σε χρήση από τον Βυζαντινό πολίτη χωρίς ενδοιασμούς, και χωρίς να χαρακτηρίζουν πλέον μόνο τον ''"εθνικό"'', δηλαδή τον μη Χριστιανό. Ο όρος Ρωμαίος, ο οποίος στο Βυζάντιο αποτέλεσε τίτλο τιμής<ref>Αλέξης Σαββίδης, ''Μελέτες Βυζαντινής Ιστορίας 11ου - 13ου αιώνα'' <sup>''2''</sup>, (Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1995), σελ. 81</ref> από την αρχή μέχρι το τέλος της ιστορίας του, αντικαταστάθηκε σε ευρεία κλίμακα από τον όρο ''Έλλην''. Μία από τις πρώτες μαρτυρίες όπου οι ''Ρωμαίοι'' έπαψαν να είναι πολιτική οντότητα για να γίνουν θρησκευτική κοινότητα, βρίσκεται στη διαθήκη της [[Άννα Νοταρά Παλαιολογίνα|Άννας Παλαιολογίνας Νοταρά]], που γράφει το 1493 στη Βενετία: ''"Πρώτον να με μνημονεύουν κατά την τάξιν των Ρωμαίων Χριστιανών"''<ref>Πάρις Γουναρίδης, "Γένος Ρωμαίων, Βυζαντινές και Νεοελληνικές Ερμηνείες" στο ''Βυζαντινή πραγματικότητα και νεοελληνικές ερμηνείες'' (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1996), σελ. 21</ref>. Η συνύπαρξη του ''Έλλην'' και του ''Ρωμαίος'', φαίνεται στο συμπέρασμα που καταγράφει ο [[Μανουήλ Χρυσολωράς]] (1350-1415), ότι δηλαδή η Κωνσταντινούπολη είναι το δημιούργημα των δύο φρονιμότερων και δυνατότερων εθνών, των [[Ρωμαίος|Ρωμαίων]] που τότε κυριαρχούσαν στην οικουμένη και των [[Έλληνας|Ελλήνων]] που είχαν κυριαρχήσει προηγουμένως<ref>Στο ίδιο, σ.σ. 18-19</ref>.
 
Νεώτεροι μελετητές της ιστορίας και των θεσμών του μεσαιωνικού Ελληνισμού κάνουν συχνά λόγο για τη σταδιακή γένεση και εξάπλωση μιας ιδεολογίας ενός βυζαντινού εθνικισμού, που αποτέλεσε την απαρχή για τη μορφοποίηση του νεοελληνικού πατριωτισμού και της νεοελληνικής ιστορίας. Η χρονολογία που συμβολικά χρησιμοποιήθηκε ως αρχή της νέας αυτή φάσης της ελληνικής ιστορίας είναι το 1204<ref>Σχετικά με τη σπουδαιότητα του "1204" στη διαμόρφωση των ιδεών του νεώτερου ελληνισμού βλ.:
 
:* Baynes και Moss ό.π., σελ. 82
:* Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ό.π., σελ. 29
:* ''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τόμ. Θ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1980), σ.σ. 5,244
:* Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σελ. 127
:* Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ''Το Βυζαντινό Κράτος'', Τόμος Β', (Αθήνα:Ερμής, 1988), σελ. 148
:* Runciman, "Η Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση" ό.π., σ.σ. 33-34
:* Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, ''Νέα Ελληνική Ιστορία (1204-1985)'' <sup>''8''</sup> (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1993), σελ. 12
:* Γιώργος Καραμπελιάς, ''1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού'' (Αθήνα: Eναλλακτικές Eκδόσεις, 2006)</ref>, χρονολογία της άλωσης και άγριας λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της [[Δ' Σταυροφορία|Δ' Σταυροφορίας]]. Στο κήρυγμα για αντίσταση εναντίον τών κατακτητών, οι νέοι αρχηγοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί ή πνευματικοί, ζητούν πρότυπα για να τονώσουν το ηθικό του λαού. ''"Και πού θα τα βρουν αυτά παρά στους μεγάλους των προγόνους, στους αρχαίους Έλληνες;"''<ref>Βακαλόπουλος ό.π., σελ. 13</ref>.
 
Πράγματι, οι Δυτικοί, που ονομάζονταν υποτιμιτικά ''"Φράγκοι"'' από τους Βυζαντινούς, πήραν πλέον τη θέση των ''"βαρβάρων"'' σε αντιστοιχία με την αρχαιοελληνική πραγματικότητα. Ο [[Νικήτας Χωνιάτης]], το έργο του οποίου αποτελεί πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα από το 1118 μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204, δηλώνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει τη συγγραφή της ιστορίας, που είναι το ''"κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων"'', περιγράφοντας βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων:
 
:''"{{πολυτονικό|Π?ς ?ν ε?ην ?γ? τ? βέλτιστον χρ?μα, τ?ν ?στορίαν, τ? κάλλιστον ε?ρημα τ?ν ?λλήνων, βαρβαρικα?ς καθ' ?λλήνων πράξεσι χαριζόμενος;}}"''<ref>Νικήτα Χωνιάτη, ''Χρονική Διήγησις'', 5,580</ref>
 
Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε μια περίοδο συρρίκνωσης του Βυζαντινού Κράτους, ο αυτοκράτορας [[Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης|Ιωάννης Γ' Βατάτζης]] (1222-1254) δέχεται την ελληνική εθνική καταγωγή του. Απαντώντας στον πάπα Γρηγόριο Θ', ο οποίος απευθύνεται σ' αυτόν ονομάζοντας τον [[Γραικός|Γραικό]], ο βυζαντινός αυτοκράτορας βεβαιώνει ότι ''"ο Μέγας Κωνσταντίνος παραχώρησε τη βασιλεία των Ρωμαίων στο γένος των Ελλήνων"''<ref>Γουναρίδης ό.π., σελ. 14</ref>.
 
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Χρήστου: ''"Η επανεμφάνισις του ονόματος Έλλην με την εθνική του σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθή πλέον η ύπαρξις των ειδωλολατρών και η χρήσις του ήταν ακίνδυνη για τον Χριστιανισμό. Η επανεμφάνισις ακολούθησε την ίδια οδό με την εξαφάνισι. Το όνομα από εθνικό είχε εκπέσει πρώτα σε πολιτιστικό κι έπειτα σε θρησκευτικό και τέλος εξαφανίστηκε. [...] Με την επανεμφάνισί του τώρα, για την δήλωσι καταστάσεων του παρόντος, γίνεται πρώτα πολιτιστικό κι έπειτα πάλι εθνικό"''<ref>Παναγιώτης Χρήστου, ''Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων'' <sup>''2''</sup> (Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος, 1993), σελ. 129</ref>.
 
====Συμπερασματικά====
 
Το πρόβλημα, αν στο σύνολο της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα <ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', σελ. 10</ref>, καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η [[Ιταλία|ιταλική]] χερσόνησος, οι [[Βαλκάνια|βαλκανικοί]] πληθυσμοί και οι [[Σλάβοι|σλαβικοί]] λαοί της βορειοανατολικής [[Ευρώπη|Ευρώπης]], ο κόσμος της [[Μικρά Ασία|Μικράς Ασίας]] και του [[Αρμενία|αρμενικού]] έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο.
 
Άρα, δεν είναι εύκολο να ταυτίσουμε τη ζωή, την ιστορία και τον πολιτισμό ολόκληρης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, με την κληρονομιά που δέχθηκε από το Βυζάντιο ο σύγχρονος Ελληνισμός. Είναι πολλοί οι λαοί και οι χώρες που έμειναν εκτός της νεοελληνικής επίδρασης, αν και απλώνουν τις ρίζες τους, όπως και η Ελλάδα, στην κοινή βυζαντινή πραγματικότητα.
 
Βέβαια, εύλογα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι, ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε πως αυτή πηγάζει κυρίως από τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες<ref>''"Είναι αληθές ότι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες το Βυζάντιο ησθάνθη εαυτόν περισσότερον ελληνικόν από οποτεδήποτε άλλοτε, αφού μάλιστα περιωρίσθη γεωγραφικώς εις τον Βαλκανικόν χώρον και τας νήσους"'' (Ν. Τωμαδάκης, ''Οι Λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του βασιλείου της Νικαίας'' (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1993, σελ. 8)</ref>, εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και απομάκρυνσης των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών.
 
==Βυζάντιο και Δύση==
 
Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]], αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της [[Δ' Σταυροφορία|Τέταρτης Σταυροφορίας]] κορυφώθηκε με την κατάληψη της [[Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολης]], το έτος 1204. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας<ref>Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ''Το Βυζαντινό Κράτος'', Τόμος Α', (Αθήνα:Ερμής, 1988), σελ. 225</ref>.
 
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της ''"Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"'', μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα ''"Βυζάντιο"'', συσχετίζοντας τη ''Νέα Ρώμη'', [[Κωνσταντινούπολη]], απλώς με μια [[Βυζάντιο|αρχαία ελληνική αποικία]], προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση<ref>Χρήστος Γιανναράς, ''Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα'', (Αθήνα: Δόμος, 2003), σ.σ. 15-16</ref> και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης<ref>Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σελ. 22</ref>. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας<ref>Ζακ Λε Γκοφ στο ''Βυζάντιο και Ευρώπη'' <sup>''2''</sup> (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σελ. 93</ref>.
 
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το [[Σχίσμα του 1054|Σχίσμα]] των δύο εκκλησιών, [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης]] και [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Ρωμαιοκαθολικής]], όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 65</ref>, τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές<ref> Νίκος Α. Ματσούκας, ''Ιστορία της Φιλοσοφίας'' <sup>''7''</sup> (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 2001), σελ. 292</ref>. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιο Α']] το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
 
Ο όρος [[Μεσαίωνας]], που ''"επινοήθηκε για να στιγματίσει μια χιλιετία πνευματικής καθυστέρησης και κοινωνικής αδικίας, όπως τη θεωρούσαν κάποτε οι ιστορικοί"'' της [[Αναγέννηση|Αναγέννησης]]<ref>Nicholas David, ''Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου (312-1500)'', (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 1999), σελ. 15</ref>, ξεκινά, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, από το έτος 476 μ.Χ., έτος κατάρρευσης της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας λόγω της επικράτησης των γερμανικών φύλων<ref>Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, "Συνάντηση Ανατολής και Δύσης στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Οι απόψεις των Βυζαντινών για τους σταυροφόρους", στο ''Υλικό, Φυσικό και Πνευματικό Περιβάλλον στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο'', τόμ. 5 (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1996), σελ. 9</ref> και φτάνει μέχρι την ιταλική Αναγέννηση, τον 15ο αιώνα<ref>David, ό.π.</ref>.
 
Σ' αυτή την υπερχιλιόχρονη πορεία, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο:
 
===Γλωσσική αποξένωση===
 
Στον τομέα της γλώσσας, αν και από τον 2ο π.Χ. αιώνα, η χρήση της [[ελληνική γλώσσα|ελληνικής]] είναι διαδεδομένη ακόμα και στη [[Ρώμη]]<ref>Γιανναράς ό.π., σελ. 14</ref>, που είναι διαποτισμένη από τον ελληνιστικό πολιτισμό<ref>Carcopino Jerome, ''Η Καθημερινή Ζωή στη Ρώμη στο Απόγειο της Αυτοκρατορίας'', μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα: Παπαδήμας, 1981, σελ. 169</ref> με αποτέλεσμα ο μορφωμένος Ρωμαίος να είναι δίγλωσσος<ref>Εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 52, (Αθήνα: Δίας, 2004), στο λήμμ. "Ρώμη και Ρωμαϊκός πολιτισμός > Η μέση περίοδος της Δημοκρατίας > Οικονομία"</ref>, εν τούτοις, στα τέλη του 2ου αιώνα η Δύση είχε εκρωμαϊστεί σε σημαντικό βαθμό και η γλώσσα της περιοχής του [[Λάτιο|Λατίου]] έγινε σταδιακά η γλώσσα της Δύσης<ref>Μεθόδιος Γ. Φούγιας , ''Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού'' (Αθήνα: Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992), σελ. 132</ref>. Η [[Λατινική γλώσσα|Λατινική]] υιοθετήθηκε ακόμη και από τις κατώτερες τάξεις, ενώ τα στρατεύματα που στάθμευαν σε μεγάλο αριθμό στην κεντρική Ευρώπη υπήρξαν δυναμικοί παράγοντες εκλατινισμού, δεδομένου ότι αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του στρατού, αλλά και η κοινή γλώσσα συνεννόησης των ετερόγλωσσων στρατιωτών<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα:ό.π., στο λήμμ. "Ρώμη και Ρωμαϊκός πολιτισμός > Ιστορία > Οι εξελίξεις στις επαρχίες"</ref>.
 
Στην Ανατολή, την ίδια εποχή, η ελληνική είχε το καθεστώς επίσημης γλώσσας και η [[Ρώμη]] αποδέχθηκε ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσει να επιβάλει εκεί τη λατινική. Έτσι, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν βρέθηκαν ποτέ στην ανάγκη να μάθουν τη λατινική γλώσσα, ενώ, σπάνια επιδίωκαν να κατακτήσουν κάποια παιδεία διαφορετική από την ελληνική, γιατί θεωρούσαν τη δική τους πολύ ανώτερη από τη λατινική<ref>Graf Fritz, ''Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία'' <sup>''2''</sup>, τόμ. Β' (Αθήνα: Παπαδήμας, 2001), σελ. 25</ref>.
 
Η απόσταση ανάμεσα στους δύο κόσμους αρχίζει να μεγαλώνει με την κρίση του ρωμαϊκού κόσμου κατά τον 3ο αιώνα. Πολύ πριν από την πτώση της Ρώμης, τόσο το εμπόριο όσο και οι πόλεις βρίσκονταν σε μια πορεία παρακμής. Οι βαρβαρικές επιδρομές σαρώνουν την αντίσταση των ακραίων φρουρών, καταπατούν τα δυτικά αυτοκρατορικά εδάφη και ανατρέπουν στο πέρασμά τους κάθε οργανωμένη και συγκροτημένη ζωή. Στις πόλεις, η αποδιοργάνωση, η ερήμωση και η φτώχεια προκαλούν χάος, ενώ ο [[πολιτισμός]] και η κουλτούρα διατηρούν μια αβέβαιη ύπαρξη<ref>Marjorie Rowling, ''Η Καθημερινή Ζωή στο Μεσαίωνα'' <sup>''2''</sup>, (Αθήνα: Παπαδήμας, 1988), σελ. 58</ref>.
 
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, το ναυάγιο της ελληνικής γλώσσας στη Δύση είναι γεγονός<ref>Paul Lemerle, ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκπαίδευση και παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα'' <sup>''3''</sup>, (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 2001), σελ. 291</ref>: οι δύο πλευρές της αυτοκρατορίας δεν κατανοούν, ούτε διαβάζουν η μία την άλλη, παρά μέσω διερμηνέων και μεταφράσεων<ref>Ζακ Λε Γκοφ ό.π., σ.σ. 95-6</ref>. Ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα ήταν σπάνιο να βρεθεί καθηγητής ικανός να διδάξει σωστά την ελληνική, ενώ από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα, η Δύση έχασε κάθε επαφή με την ελληνική σκέψη, μέσα από τα πρωτότυπα κείμενα<ref>Lemerle ό.π.</ref>.
 
===Ο Αυγουστίνος και η ''"μετανάστευση των λαών"''===
 
Σ' αυτήν την ταραγμένη περίοδο, της ''"μετανάστευσης των λαών"'' όπως ονομάζεται, εμφανίζεται ο ''ιερός'' [[Άγιος Αυγουστίνος|Αυγουστίνος]] (354-430). Οι κατηγορηματικές επισημάνσεις διαπρεπών στοχαστών απηχούν έναν κοινό τόπο της έρευνας, ότι δηλαδή ο Αυγουστίνος και η φραγκική επικυριαρχία στη Δύση είναι το προσωπικό και το ιστορικό γεγονός που καθιστούν τον 5ο αιώνα αποφασιστική τομή στην πορεία του δυτικού πολιτισμού<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 82 (παρατίθενται τα σχετικά σχόλια των Χάρνακ ([[w:en:Adolf von Harnack|Adolf von Harnack]]) και Σενύ ([[w:en:Marie-Dominique Chenu|Marie-Dominique Chenu]])</ref>. Το έργο του Αυγουστίνου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στην προσωπική του περίπτωση φαίνεται καθαρά πια η διαφοροποίηση ανάμεσα στην ελληνική Ανατολή και στη λατινική Δύση<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 86</ref>.
 
Ο ίδιος ο Αυγουστίνος, έζησε σε μια εποχή που λίγοι μόνο δυτικοί θεολόγοι γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και τα έργα των σημαντικών Ελλήνων [[Πατρολογία|Πατέρων]] του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα ήταν ελλιπέστατα γνωστά στον λατινικό κόσμο<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ό.π., τόμ. Ζ', σελ. 193</ref>. Ο Αυγουστίνος, που επίσης αγνοούσε τα κείμενα των ελληνόφωνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, αφού ούτε μιλούσε, ούτε διάβαζε ελληνικά, είχε καθολική αναγνώριση στη Δύση, για το λαμπρό παράδειγμα της μετάνοιας και μεταστροφής του στον Χριστιανισμό<ref>Γιανναράς όπ., σελ. 31</ref> (από τον [[Μανιχαϊσμός|Μανιχαϊσμό]]) καθώς και για τον όγκο των κειμένων που έγραψε.
 
Καθοριστική στιγμή για την πορεία της Δυτικής θρησκευτικής αλλά και φιλοσοφικής σκέψης αποτέλεσε το έργο του ιερού Αυγουστίνου ''"Περί της Πολιτείας του Θεού"'' (''De civitate Dei''), η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση για την κατανόηση της ιστορίας<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π΄, τόμ. 30, στο λήμμ. "Ιστορίας, φιλοσοφία"</ref>. Είναι η περίοδος που οι γερμανοί [[Γότθοι]], υπό την ηγεσία του βασιλιά τους [[Αλάριχος|Αλαρίχου]], οδηγήθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου περιπλάνηση λεηλασίας σε διάφορες περιοχές της [[Βαλκάνια|Βαλκανικής]] και της [[Ιταλία|Ιταλίας]] με αποκορύφωμα την άλωση και της ίδιας της [[Ρώμη|Ρώμης]] το 410. Η είδηση του γεγονότος της πτώσης της ''"αιώνιας πόλης"'' συγκλόνισε, όπως ήταν φυσικό, ολόκληρη την οικουμένη και ο [[Αυγουστίνος Ιππώνος|Αυγουστίνος]] εξέφρασε την αντικειμενική ιστορική κρίση την οποία έζησε, με την ''"Πολιτεία του Θεού"'', έργο το οποίο κατανοείται ως απάντηση στην πτώση αυτή της Ρώμης<ref>Μπέγζος ό.π., σ.σ. 83-84</ref>. Ο Αυγουστίνος βλέπει την ιστορία ως αέναο αγώνα της ''πολιτείας του διαβόλου'', όλων δηλαδή των δυνάμεων που αντιμάχονται τη θεία βούληση, ενάντια στην ''πολιτεία του θεού''<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π.</ref>, ταυτόχρονα όμως, με την πραγματεία του αυτή ο Αυγουστίνος, είναι αυτός που υποστήριξε περισσότερο την ηγεμονία της καθολικής Εκκλησίας<ref>Χέλμουτ ντε Γκλάζεναπ, ''Παγκόσμιος Ιστορία των θρησκειών'', μτφρ. Νικηφόρου Βρετάκου, (Αθήνα: Βιβλιοαθηναϊκή, χ.χ.), σελ. 375</ref>.
 
==="Η Πολιτεία του θεού"===
 
Ο ρόλος του έργου του Αυγουστίνου αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικός εξαιτίας της εισβολής των βόρειων φύλων και της ταυτόχρονης κατάρρευσης της Δυτικής [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]] που, σύμφωνα με τον [[Στήβεν Ράνσιμαν|Ράνσιμαν]], άφησε ένα τεράστιο κενό, το οποίο ανέλαβε να καλύψει αποκλειστικά η [[Εκκλησία]] ως εκφραστής και θεματοφύλακας όχι μόνο των ρωμαϊκών παραδόσεων και του ρωμαϊκού [[δίκαιο|δικαίου]], σε αντίθεση προς τα έθιμα που έφεραν οι νέοι, "βάρβαροι" εξουσιαστές, αλλά και της μαθήσεως και της παιδείας<ref>''"When the Roman Empire collapsed in the West, the Roman Church was left as the repository not only of Roman traditions and Roman law, as opposed to the customs introduced by the new barbarian rulers, but also of learning and education."''(Steven Runciman, ''The Great Church in Captivity'' (London: Cambridge University Press, 1968), σελ. 6)</ref>. Μέσα στο απερίγραπτο χάος οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι προσκλήθηκαν συχνά ν' αναλάβουν τη διοίκηση πόλεων ή και ολόκληρων περιοχών<ref>''"In the chaos of the invasions, with the former lay governors fleeing or dispossessed, ecclesiastical officers were often called upon to take over the administration of cities and whole districts."''(Στο ίδιο)</ref> βασισμένοι πάνω στη γερή θεωρητική θεμελίωση του έργου του Αυγουστίνου<ref>Νίκος Α. Ματσούκας, ''Οικουμενική Κίνηση'' (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1986), σελ. 31</ref>.
 
Για αιώνες, έξω από τις τάξεις του κλήρου, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εγγράμματοι, ενώ όλοι οι νομικοί και οι γραμματείς των κοσμικών ηγεμόνων ήταν [[κλήρος|κληρικοί]]. Όλα έτειναν να δώσουν στη ρωμαϊκή [[εκκλησία]] μια νομική υπόσταση. Η [[πάπας|παπική]] πρωτοσυγκελλία ήταν αναγκασμένη να είναι πάντοτε επανδρωμένη με μορφωμένους νομικούς, που οι τάσεις τους άρχισαν να κυριαρχούν στη θεολογία. Οι Ρωμαίοι [[Θεολογία|θεολόγοι]] προτιμούσαν τους σαφείς ορισμούς και η θεολογία έτεινε σε μια συστηματοποιημένη φιλοσοφία<ref>''"[...] there were for many centuries few literate men outside of ecclesiastical ranks. Churchmen provided the lawyers and clerks on whom the lay rulers depended. This all tended to give the Roman Church a legal outlook. The Papal chancery was obliged to fill itself with trained lawyers, whose tastes began to dominate theology, Roman theologians liked clear-cut definitions [...] tended to give way to Scholastic tastes, to the desire to turn theology into a systematized philosophy."'' (Runciman, ''The Great Church in Captivity'' ό.π.)</ref>.
 
Μεγάλη ήταν η συμβολή του Αυγουστίνου στην πορεία αυτή, καθώς αγνοώντας τα ελληνικά κείμενα των θεολογικών ζυμώσεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, προσάρμοσε τη χριστιανική του διδασκαλία σε πιο απλουστευτικά σχήματα της νομικής σκέψης<ref>''"Το προπατορικό αμάρτημα κατά τη δυτική θεολογία αμέσως θεωρήθηκε ως παρακοή στη θεία δικαιική τάξη [...] ως δεινή προσβολή της θείας δικαιοσύνης, και συνεπώς δίκαια ο Σατανάς έγινε το τιμωρό όργανο όχι μονάχα των ένοχων πρωτοπλάστων, αλλά και όλων των ένοχων απογόνων τους. Η κληρονομική ενοχή για την προσβολή της θείας δικαιοσύνης καθιερώθηκε με άκρα συνέπεια. Ο άνθρωπος χάνει το καθ' ομοίωσιν και ως ένοχος τιμωρείται για την παράβαση που έκανε."'' (Νίκος Α. Ματσούκας, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'' <sup>''2''</sup>, τόμ. Β' (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1998), σελ. 204) / ''"...ο Αυγουστίνος...επιχειρεί ν' αποδείξει ότι το πυρ της κολάσεως είναι ατελεύτητη υλική φωτιά, φέρνοντας παραδείγματα από τη φυσική πραγματικότητα: μικροοργανισμούς και σκουλήκια που ζουν σε υψηλές θερμοκρασίες, τα ηφαίστεια της Σικελίας, τον ασβέστη..."'' (Ματσούκας Α. Νίκος, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'', τόμ. Δ', (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1999), σελ. 158)</ref>, ίσως και λόγω της αναγκαιότητας να επιβληθεί η εκκλησιαστική αυθεντία στο νέο πνευματικό περιβάλλον των "βαρβάρων", που στο μεταξύ ασπάζονταν τον [[χριστιανισμός|χριστιανισμό]]<ref>Γιανναράς ό.π., σ.σ. 30-32</ref>.
 
Επιπλέον, ίσως και λόγω κάποιων [[νεοπλατωνισμός|νεοπλατωνικών]] επιρροών για τα χαρακτηριστικά των οποίων οι μελετητές εκφράζουν διαφορετικές απόψεις<ref>Graf Fritz ό.π., σελ. 648</ref>, ο Αυγουστίνος κάνει μια στροφή προς τον ψυχολογισμό, τον υποκειμενισμό<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 90</ref> και την ενδοσκόπηση<ref>Graf Fritz ό.π., σελ. 649</ref>, αποτέλεσμα, ίσως, της ιστορικής απογοήτευσης του ανθρώπου του 5ου αιώνα στη Δύση, που βιώνει την παρακμή του πολιτισμού και ζητά καταφύγιο στην εσωστρέφεια<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 91</ref>.
 
Αυτή η διαφορετική κατεύθυνση της θεολογίας σε σχέση με την Ανατολή, είχε ως θετικό αποτέλεσμα, την έμφαση που δόθηκε στην εσωτερικότητα του ανθρώπου<ref>Στο ίδιο, σελ. 92</ref>, ενώ έστρεψε την προσοχή της επιστήμης στον ψυχολογικό παράγοντα του θρησκευτικού φαινομένου<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π., τόμ. 61, στο λήμμ. "Ψυχολογία > Ιστορία της Ψυχολογίας"</ref>. Εν τούτοις, η θεολογία αυτή, χωρίς αναφορές στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, περιορίζει την πίστη σε μια εσωτερική υπόθεση, που για την Ανατολή αρχίζει μεν με την ψυχή, αλλά δεν τελειώνει εκεί και ακτινώνεται στο φυσικό και ιστορικό περίγυρο του ανθρώπου<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 90</ref>.
 
Σημαντική, επίσης, διαφοροποίηση, απετέλεσε η έμφαση που έδωσε ο Αυγουστίνος στην ουσία του [[Αγία Τριάδα|τριαδικού]] Θεού, σε σχέση με το πρόσωπο ή την υπόσταση<ref>πρβλ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, ''Πατρολογία'' <sup>2</sup>, τόμ. Β', (Αθήνα: 1999), σελ. 227</ref>. Η δυτική [[Ουσιοκρατία]] σε σχέση με την ανατολική [[Προσωποκρατία]], προκρίνει την ενότητα του τριαδικού [[Θεός|Θεού]] αντί να δώσει έμφαση στις υποστάσεις<ref>πρβλ. ''Θρησκειολογικό Λεξικό'', (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000), στο λήμμ. "Αυγουστινισμός"</ref> και στην ''ετερότητά'' τους όπως γινόταν στην ανατολή<ref>Μαξίμου Ομολογητού, ''Περί των δύο του Χριστού φύσεων'', PG 91,145Β: ''"Οίον επί της Αγίας Τριάδος, ταυτότης μεν έστιν ουσίας· ετερότης δε προσώπων. μίαν γάρ ουσίαν ομολογούμεν, τρεις δε υποστάσεις."''</ref>. Αυτή η διαφοροποίηση, πράγματι, προετοίμασε τη θεωρητική κατοχύρωση της διδασκαλίας του [[Filioque]]<ref>''"Η δυτική Θεολογία διέφερε της ανατολικής Θεολογίας και μάλιστα όσον αφορά εις το δόγμα της Αγίας τριάδος. Η ανατολική Θεολογία ως βάσιν έθετε τα τρία πρόσωπα και εζήτει να κατανοήση την ενότητα αυτών, ενω η δυτική Θεολογία ως βάσιν έθετε την ενότητα του Θεού και εζήτει να κατανοήση το τρισυπόστατον αυτού. Εκ τούτου κυρίως προέκυψεν η διδασκαλία της δυτικής εκκλησίας περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque)."'' (Βασίλειος Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον'' <sup>''6''</sup>, (Αθήνα: Παπαδημητρίου, 1998, σ.σ. 343-344)</ref>. Τελικά, η θεολογία του Αυγουστίνου θα οδηγούσε αργότερα σε εντάσεις και παρεξηγήσεις ανάμεσα σε ανατολή και δύση.
 
Είναι πάντως βέβαιο ότι, ο Αυγουστίνος επέδρασε και επί της μετέπειτα σχολαστικής θεολογίας, καθώς και επί των σημερινών ρευμάτων της μεταφυσικής ηθικής, της [[κοινωνιολογία|κοινωνιολογίας]], της [[φιλοσοφία|φιλοσοφίας]] και της [[ψυχολογία της θρησκείας|ψυχολογίας της θρησκείας]]<ref>Φούγιας ό.π., σελ. 190</ref>.
 
===Ανταγωνισμός===
 
Ύστερα από εξήντα περίπου χρόνια, μετά τον θάνατο του Αυγουστίνου, το 492 φαίνεται πως για πρώτη φορά ο [[Πάπας Γελάσιος Α΄]] αποφαίνεται επίσημα για την προτεραιότητα και την ανωτερότητα της εκκλησιαστικής εξουσίας απέναντι στην πολιτική<ref>Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση ό.π.</ref>. Το όραμα για την ίδρυση ενός κραταιού κράτους, όπου η αυτοκρατορική εξουσία θα είναι υποτελής αναζητά κάποια δύναμη, που κατ' αρχήν θα έθετε τα θεμέλια και την υπόσταση του κράτους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση βρέθηκαν οι Φράγκοι, που κι αυτοί με τη σειρά τους είχαν παρόμοια οράματα<ref>Στο ίδιο, σελ. 32</ref>.
 
==Υποσημειώσεις==
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div>
 
==Βιβλιογραφία==
 
* Βαλτέρ, Ζεράρ. ''Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών (1081-1180)''. Αθήνα: Παπαδήμας, 1990.
* Baynes, Norman H. και H. St. L. B. Moss. ''Βυζάντιο, εισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό''. Μτφρ. Δημήτριος Ν. Σακκάς. Αθήνα: Παπαδήμας, 1986.* Ζακυθηνός, Διονύσιος Α. ''Βυζαντινή Ιστορία 327-1071''. Αθήναι: 1977.
* Καραγιαννόπουλος, Ι. ''Το Βυζαντινό Κράτος'' <sup>''4''</sup>. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1996.
* Mango, Cyril. ''Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης''. Μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης. Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 1988.
* Nicol, Donald M. ''Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453''. Μτφρ. Στάθης Κομνηνός. Αθήνα: Παπαδήμας, 1996.
* Του ιδίου. ''Βυζάντιο και Βενετία''. Μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου. Αθήνα: Παπαδήμας, 2004.
* Ostrogorsky, Georg. ''Ιστορία του Βυζαντινού κράτους'' <sup>''7''</sup>, 3 τόμοι. Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002.* Φειδάς, Βλάσιος Ιω. ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', 2 τόμοι. Αθήνα: 1997-1998.
* Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη. ''Βυζαντινή Ιστορία'' <sup>''2''</sup>, 3 τόμοι. Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006.
==Εξωτερικές Συνδέσεις==
4.720
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης