Οικουμενικές Σύνοδοι

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 02:20, 27 Μαρτίου 2011 από τον Kamasarye (Συζήτηση | Συνεισφορά) (interwiki mk)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι


Με τον τίτλο Οικουμενική Σύνοδος, αποκαλείται «η δια προσταγής Βασιλικής συναχθείσα, η περί πίστεως όρον δογματικόν εκθεμένη, η ευσεβή, και ορθόδοξα, και σύμφωνα ταις αγίαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς διορίζουσα, ην η συμφωνία απάντων των της καθολικής Εκκλησίας Πατριαρχών και Αρχιερέων απεδέξατο, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας, είτε δια τοποτηρητών ή και τούτων απόντων, δια γραμμάτων και υπογραφών αυτών»[1]. Έτσι ως Οικουμενικές Σύνοδοι χαρακτηρίζονται μεγάλες συνελεύσεις επισκόπων της Εκκλησίας απ' όλη τη χριστιανική οικουμένη, με σκοπό την κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων[2], κατά τις οποίες η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των επισκόπων δεν κρίνεται σκόπιμη, αφού ανέκαθεν, μια τέτοια συμμετοχή δεν θεωρήθηκε "νομικώς αναγκαία και απαραίτητος"· Αρκούσε μόνο το να εκπροσωπούνται, οπωσδήποτε επαρκώς, "τα Πατριαρχεία και αι διάφοροι εκκλησιαστικαί διοικήσεις" και περιφέρειες[3].

Τα χαρακτηριστικά ιδιώματα των Οικουμενικών Συνόδων είναι τέσσερα κατά τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων[4]:

  • Το να συναθροίζονται δια προσταγών Βασιλικών.
  • Το να γίνεται συζήτηση περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφαση και όρος δογματικός.
  • Το να είναι τα εκτιθέμενα δόγματα και Κανόνες ορθόδοξα και σύμφωνα με τις Γραφές και τις προλαβούσες οικουμενικές Συνόδους.
  • Το να συμφωνήσουν και αποδεχτούν πάντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας των, είτε δια τοποτηρητών, είτε απόντων και δια επιστολών αυτών τις αποφάσεις της εκάστοτε συνόδου.

Για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, με πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου, ξεκινούσε διαδικασία για την αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές αποφάσεις. Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754)[5].

Καθολικότητα και αλάθητο της Εκκλησίας ως σύνολο

Καθολικότητα "εν χρόνω" και "εν τόπω" της Οικ. Συνόδου.

Από την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το 325 μ.Χ. μέχρι το 787 μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία.

Για τους ορθοδόξους, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι στην Εκκλησία βρίσκεται η αλήθεια. Αυτό βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος όταν λέει για την Εκκλησία ότι είναι "στύλος και εδραίωμα της αληθείας"[6]. Και αυτό είναι φυσικό επειδή η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού[7]. Το σώμα αυτό της Εκκλησίας έχει το αλάθητο, επειδή έχει κεφαλή τον ίδιο τον Χριστό που ως Θεός είναι αλάθητος. Αυτό σημαίνει ότι, ως νομοθέτης, διδάσκαλος και κριτής, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όταν εκφράζεται ως σύνολο, εκφράζεται αλαθήτως[8].

Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτή η έννοια της καθολικότητας που πρέπει να περιλαμβάνουν οι αποφάσεις μιας Οικουμενικής Συνόδου, προσδιορίζεται σε δύο διαστάσεις[9]:

α) Καθολικότητα κατά βάθος ή καθέτως ή εν χρόνω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί όλους τους Χριστιανούς, οι όποιοι έζησαν και έδρασαν κατά τους προηγουμένους αιώνες μέσα στην Εκκλησία, και να τους εκπροσωπεί, όπως αυτοί έχουν εκφρασθεί στις αποφάσεις των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων. Άρα, κάθε μεταγενέστερη Οικουμενική Σύνοδος είναι υποχρεωμένη να συμφωνεί με τις προγενέστερες.
β) Καθολικότητα κατά πλάτος ή οριζοντίως ή εν τόπω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί και το σύγχρονο πλήρωμα της Εκκλησίας, το όποιο ζει σε όλα τα πλάτη της γης και βεβαίως να αναγνωρισθεί ως Οικουμενική και από το πλήρωμα της στρατευόμενης Εκκλησίας, και οι αποφάσεις της να γίνουν, ως αλάθητες, αποδεκτές (έστω σιωπηρώς) από όλη την επί γης ζώσα Εκκλησία.

Συνοδικό Σύστημα και Οικουμενικές Σύνοδοι

Το Συνοδικό Σύστημα στον χώρο της Εκκλησίας εμφανίστηκε αμέσως με τη συγκρότηση της. Η αρχή του ανάγεται στην πρώτη εκείνη Σύνοδο τη "συγκροτηθείσαν εν Ιεροσολύμοις τω 48 μ.Χ." την ονομαζόμενη Αποστολική Σύνοδο, και επομένως ο συνοδικός θεσμός είναι και αυτός αποστολικός, με αφετηρία και "χαρακτήρα αποστολικόν"[10]. Σήμερα, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι η σύγκληση των οποίων πρέπει να γίνει κατόπιν συμφωνίας των πατριαρχών και των προκαθημένων των επί μέρους αυτοκέφαλων Εκκλησιών[11].

Ο όρος Σύνοδος, με την έννοια της συναθροίσεως και "προς ανάκρισιν των δογμάτων της ευσέβειας" απαντάται πρώτα στον 37ο Αποστολικό κανόνα[12] ενώ η φράση «Οικουμενική σύνοδος» (Λατ. concilium universale/generale) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ.[13]. Όπως σημειώνει ο Βασ. Σταυρίδης: "Το επίθετον οικουμενικός,-ή, -όν ενωρίς εισήχθη εις την εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Συναντώμεν τας οικουμενικάς συνόδους, τα οικουμενικά σύμβολα, τους οικουμενικούς Πατέρας, τον οικουμενικόν πατριάρχην. Βλέπομεν ενταύθα να εξυπονοώνται αι έννοιαι της γεωγραφικής εκτάσεως, της ισότητος και της ενότητος ολοκλήρου της ανθρωπότητος, της καθολικότητος και της εκκλησιαστικής ακριβείας."[14].

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αυτοί που μετά από "αίτησιν εκκλησιαστικήν" συγκαλούσαν τις Οικουμενικές Συνόδους και κατ' αυτόν τον τρόπο "ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, ο Μ. Θεοδόσιος την Β', ο Θεοδόσιος ο μικρός την Γ', ο Μαρκιανός και η Πουλχερία την Δ', ο Ιουστινιανός Α' την Ε', ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος την ΣΤ', ο Ιουστινιανός Β' την Πενθέκτην και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' μετά της Ειρήνης της Αθηναίας την Ζ'"[15].

Σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων ήταν, μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις να εκδίδουν "σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίας και εκθέσεις, αναφερομένας εις την δογματικήν πίστιν"[16] εφόσον διάφορες αιρέσεις που εμφανίζονταν κατά καιρούς "δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα"[17]. Επίσης, συνέτασσαν Κανόνες "αναφερομένους εις την διοίκησιν, την ευταξίαν, το πολίτευμα και τον καθόλου βίον της Εκκλησίας", οι οποίοι μάλιστα, είχαν αξία "νόμων υποχρεωτικών δια τα μέλη της Εκκλησίας και δια το Κράτος."[18].

Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως Θεοκρατική, είτε ως Καισαροπαπική, εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου[19].

Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Βυζάντιο επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος[20], παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών[21]. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"[22].

Στην πραγματικότητα, ο χαρακτηρισμός του βυζαντινού συστήματος ως καισαροπαπισμός, είχε σκοπό δυσφημιστικό, τελικά όμως "απορρίφθηκε εμφαντικά από πολλούς ικανούς μελετητές του Βυζαντίου σαν πλήρης παρανόηση, σαν προκατειλημμένος αναχρονισμός"[23]. Σε αιρετικούς αυτοκράτορες δεν υπήρξε υπακοή[24]. Σημαντικά εκκλησιαστικά πρόσωπα όπως ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας (+373), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407), ο Μάξιμος ο Ομολογητής (+662), ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (+750), ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (+826), αντιστάθηκαν στην αυτοκρατορική εξουσία, ενώ, η μνήμη πολλών αυτοκρατόρων, ειδικά του Κωνσταντίου του Α΄ (337-361), του Λέοντος του Γ΄ (717-741), του Κωνσταντίνου του Ε΄ (του Κοπρωνύμου) (741-775) και του Μιχαήλ του Η΄ (1250-1282), αναθεματίστηκαν επίσημα, επειδή υποστήριξαν ετερόδοξες διδασκαλίες[25].

Η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατόρθωσε ποτέ να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό πυρήνα της Εκκλησίας, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια"[26].

(βλ. περισσότερα στο κύριο άρθρο: Καισαροπαπισμός).

Ο αριθμός των Οικουμενικών Συνόδων

Επτά είναι οι αναγνωρισμένες Οικουμενικές Σύνοδοι, όπως αναφέρονται και περιγράφονται στα εγχειρίδια κανονικού δικαίου[27] ή στις αναγνωρισμένες συλλογές Ιερών Κανόνων[28].

Παρ όλ' αυτά, θέμα αναγνώρισης και άλλων, πέρα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, υπάρχει και συζητείται εδώ και αιώνες στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας. Επάνω στο ζήτημα αυτό, ο καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, έχει κάνει μια σύντομη, συνολική τοποθέτηση[29]:

«Σύνοδοι οικουμενικαί αναγνωρίζονται υπό της καθ' ημάς Εκκλησίας επτά. Εσημειώθησαν εν τούτοις και επί μέρους γνώμαι, καθ' ας και εις άλλας συνόδους δέον να αποδοθή το κύρος της οικουμενικής. Ούτως ως ογδόην Οικουμενικήν Σύνοδον εθεώρησαν την αποκληθείσαν Πρωτοδευτέραν Σύνοδον, την εν έτει 861 υπό του Φωτίου συγκληθείσαν, αυτός δε ο Φώτιος παρετήρησεν, ότι η Εκκλησία τους κανόνας αυτής «τοις τών αδελφών συνόδων κανόσι συνέταξε». (Pitra, Juris ecclesiast. Graecorum historia et monumenta τομ. II σελ. 449), καθώς και ο Βαλσαμών (εις τον πρώτον κανόνα της εν Κων)λει συνόδου, Migne 137, 1004) και ο Βλάσταρις (εν Συντάγματι αλφαβητική Migne 144, 992) και άλλοι τινές. Αλλά και η υπό του Φωτίου εν έτει 879-880 συγκληθείσα εις τας οικουμενικάς συνόδους εντάσσεται υπό του Βαλσαμώνος, Νείλου Καβάσιλα, Νείλου μητροπολίτου Ρόδου. Μακαρίου του Αγκύρας, Συμεών του Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ του Βρυεννίου, Μάρκου του Έφεσίου, Γεωργίου του Σχολαρίου, Νεκταρίου του Ιεροσολυμίτου (πρβλ. Jugie μν. έργ. Ι σελ. 664-665). Περί ταύτης Αθανάσιος ο Πάριος εν τη Επίτομη αυτού (σελ. 48) γράφει, ότι κοινή μεν οι Χριστιανοί πάντες επτά Οικουμενικάς Συνόδους εγνώρισαν, υπάρχει όμως και ογδόη τις Οικουμενική Σύνοδος, «αλλά μόνοις τοις λογίοις γνωστή». Και εν τη κατά το έτος 1848 εκδοθείση εγκυκλίω επιστολή των τεσσάρων Πατριαρχών προς πάντας τους Ορθοδόξους (Mansi XL στήλ. 383), καθώς και εις Κατηχήσεις τινάς (Νεκταρίου Κεφάλα, Ορθόδοξος ιερά Κατήχησις, Αθήναι 1899 σελ. 181 και Βερναρδάκη Ιερά Κατήχησις, Κων)λις 1872 σελ. 41) ως ογδόη Οικουμ. Σύνοδος χαρακτηρίζεται αύτη. Ο Γεώργιος Σχολάριος κύρος οικουμενικής συνόδου αποδίδει και εις την εν Κων)λει επί Ανδρονίκου του Β' κατά του λατινόφρονος Βέκκου συγκροτηθείσαν εν έτει 1283 «αγίαν και μεγάλην σύνοδον», (Παρά Jugie μν. έργ. Ι σελ. 665). Ο δε Νείλος Μητροπολίτης Ρόδου ως ενάτην οικουμ. σύνοδον αριθμεί την επί «της βασιλείας του μακαρίτου και αοιδίμου βασιλέως κυρίου Ανδρονίκου» συγκροτηθείσαν εν έτει 1341 εξ αφορμής των Ησυχαστικών ερίδων. Οικουμενικήν εκάλεσε και την επί Μιχαήλ του Κηρουλαρίου αναθεματίσασαν τους Λατίνους εν έτει 1054 σύνοδον ο Ιώβ ο Ιασίτης (Jugie αυτόθ. σελ. 666). Εν δε τω Συντάγματι των Ι. Κανόνων Ράλλη και Ποτλή (τόμ. V σελ. 143) ονομάζεται οικουμενική σύνοδος και η εν Κων)λει εν έτει 1484 συγκληθείσα υπό τον Οικουμ. Πατριάρχην Συμεών σύνοδος, η ανατρέψασα πρώτη την εν Φλωρεντία σύνοδον. Προδήλως όμως αι γνώμαι αύται είναι όλως ατομικαί.».

Πράγματι, αυτή φαίνεται να είναι και η συνολική εικόνα που υπάρχει σήμερα επί του ζητήματος αυτού. Eπτά θεωρούν τις Οικουμενικές Συνόδους, όχι μόνο θεολόγοι όπως οι:

  • Αλιβιζάτος Αμίλκας[30]: "Η Ορθόδοξος Εκκλησία...θα ηδύνατο ίσως να συγκαλέσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας την 8ην Οικουμενικήν Σύνοδον...".
  • Ανδρέας Θεοδώρου[31]: "Όπως είναι γνωστό, στήν Εκκλησία αυτή συγκλήθηκαν συνολικά επτά οικουμενικές σύνοδοι. Η τελευταία συγκλήθηκε στη Νίκαια τό 787 για το ζήτημα των ιερών εικόνων. Υπάρχει η άποψη ότι όγδοη οικουμενική σύνοδος δεν μπορεί να συγκληθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία...η γνώμη όμως αύτη είναι δογματικά λανθασμένη...".

Αλλά και άγιοι της Εκκλησίας ή τοπικές σύνοδοι:

  • "Αποκρίσεις των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τους Αγγλικανούς Ανωμότους (1716/25)"[32]: "...η ημετέρα Ορθόδοξος ανατολική καθολική και αποστολική Εκκλησία ουδέν αλλότριον της του Κυρίου διδασκαλίας παρεδέξατο...αλλ' αεί διακρατεί και φυλάττει εκείνα τα δόγματα καθαρά καί ανόθευτα, οσάπερ εξ αρχής παρ' αυτών των θείων Γραφών εδιδάχθη και δια των Αποστόλων και των θείων και ιερών επτά οικουμενικών Συνόδων παρέλαβε".
  • "Ομολογία Πίστεως της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1727"[33]: "...τούτο επισφραγίζομεν ασφαλώς πιστευόμενον, την αγίαν του Χριστού καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν...εις το διηνεκές διαλάμπουσαν, και συγκροτουμένην κανόσι των Αποστόλων και των επτά οικουμενικών Συνόδων και των λοιπών τοπικών...".
  • "Απάντηση της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1895 προς τον Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄"[34]: "Η μία λοιπόν αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία των επτά οικουμενικών Συνόδων επίστευε και εδογμάτιζε συνωδά τοις ευαγγελικοίς ρήμασιν..."[35].
  • Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην "Ομολογία της ορθοδόξου πίστεως"[36], δεν εντάσσει την Σύνοδο του 879 στις Οικουμενικές Συνόδους, αφού ξεκινά με την Α΄ και τελειώνει στην Ζ΄ οικ. Σύνοδο[37]: "Δεχόμεθα δε και ασπαζόμεθα τας αγίας και Οικουμενικάς Συνόδους, την εν Νικαία των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων κατά του θεομάχου Αρείου...και την εν Νικαία πάλιν των επτά και εξήκοντα και τριακοσίων Πατέρων κατά των Εικονομάχων". Από εκεί και πέρα διαφοροποιείται και κατατάσσει τις υπόλοιπες συόδους στις "κατά καιρόν ή τόπον...αγίας Συνόδους". Επίσης, δεν εντάσσει στις Οικουμενικές Συνόδους την σύνοδο "κατά του Καλαβρού Βαρλαάμ, και του μετ' εκείνον τα εκείνου φρονούντος και δόλω σπεύδοντας επεκδικείν Ακινδύνου" που για μερικούς θεωρείται η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος.
  • Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον πίνακα των Συνόδων που παραθέτει[38], την Σύνοδο του 879 επί Φωτίου την κατατάσσει στις "Τοπικές Συνόδους".
  • Ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης σημειώνει[39]: "Η έβδομη τέλος εν Νικαία...αναστηλώσασα τας Αγίας είκόνας...Αι επτά Οικουμενικαί ιεραί Σύνοδοι...εισίν οι επτά ακράδαντοι στύλοι της Εκκλησίας...οι επτά υπερύψηλοι πύργοι της αληθείας...οι επτά της πίστεως προμαχώνες...κατά της απιστίας και οι επτά περίβολοι της ορθοδοξίας...".
  • Επίσης, στις ιστοσελίδες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η εν Αγία Σοφία σύνοδος επί Φωτίου αναφέρεται απλά ως "Σύνοδος": "Η...ιστορική μαρτυρία ευρίσκεται εις τα πρακτικά της επί Πατριάρχου Φωτίου του Μεγάλου Συνόδου το 879...".

Σε άλλες περιπτώσεις, διαπιστώνουμε μια στάση ουδετερότητας στο θέμα:

  • Ο Νικόλαος Τωμαδάκης γράφει[40]: "Τούτο εγένετο δια της καλούμενης ογδόης οικουμενικής συνόδου (879-880), η οποία συνελθούσα εν Κωνσταντινουπόλει ανεγνώρισεν ως κανονικήν την πρώτην εκλογήν του Φωτίου".
  • Και ο Μητρ. Δράμας, Διονύσιος[41]: "...δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην λεγομένη ογδόη οικουμενική σύνοδο, την συγκληθείσα δηλαδή επί Φωτίου με τη συμμετοχή και αντιπροσώπων του πάπα.".

Εντούτοις, σε κανονικά και θεολογικά έργα ή έργα εκκλησιαστικής ιστορίας και συνοδικά κείμενα, συχνά βλέπουμε αναφορές με θετικό τρόπο σε μια Η΄(όγδοη) ή και -σπανιώτερα- σε μία Θ΄(έννατη) Οικουμενική Σύνοδο:

  • "Απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα Πίο Θ’ (1848)"[42]: "...κατά την Η΄ οικουμενικήν Σύνοδον, την εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσαν επί ειρήνη των ανατολικών τε και δυτικών Εκκλησιών".
  • Ο Άγιος Μάρκος ο Εφέσου[43]: "Αποδέχομαι και ασπάζομαι προς ταις ειρημέναις επτά Συνόδοις, και την μετ' αυτάς αθροισθείσαν επί...του αγιωτάτου Πατριάρχου Φωτίου, την και Οικουμενικήν ογδόην ονομασθείσαν".
  • Ο Νείλος, Μητροπολίτης Ρόδου[44]: "Η αγία και οικουμενική αύτη όγδοη σύνοδος...κατά το από Χριστού 879 έτος..."[45]. Επίσης αναφέρεται και σε 9η Οικ. Σύνοδο[46]: "Η αγία και οικουμενική αύτη εννάτη σύνοδος γέγονεν επί της βασιλείας του μακαρίτου και αοιδίμου βασιλέως, κυρίου Ανδρονίκου του Παλαιολόγου...". Σημ.: Ο Ιωάννης Καρμίρης σχολιάζει την αναφορά σε 9η Οικ. Σύνοδο, του Νείλου Ρόδου, ως εξής: "Η παρούσα Σύνοδος εχαρακτηρίσθη υπό του Νείλου Ρόδου ως Θ' Οικουμενική (!)"[47].
  • Ο Θεόδωρος Βαλσαμών, στην ερμηνεία του στους "Κανόνες εκτεθέντες παρά της αγίας συνόδου της εν των περιωνύμω ναώ της του Θεού Λόγου Σοφίας συστάσης..."[48] αναφέρει[49]: "...εκ τούτου σκάνδαλα μέσον των δύο εκκλησιών ανεφύοντο, ελαλήθησαν τα περί τούτου κατά τον καιρόν της οικουμενικής ταύτης συνοδού."
  • Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Ηλίας Τανταλίδης:[50]: "...ο Φώτιος δια ταύτην...την γενναίαν πάλην...και δια την συγκρότησιν της Η΄ ταύτης Οικουμενικής Συνόδου...".
  • Ο Διομήδης-Κυριακός Αναστάσιος[51]: "Η αληθής όγδοη οικουμενική σύνοδος (879)".
  • O Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος[52]:"...δεν κατέστη δυνατή, για την Ορθόδοξο Ανατολική Εκκλησία, η σύγκλιση μιας ένατης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία και θα επεκύρωνε τα πρακτικά και τα αποφασισθέντα από την Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο του έτους 879.".
  • Ο Σ. Κελαρτζής[53]: "Περί της ογδόης οικουμενικής συνόδου, της εν Κωνσταντινουπόλει".
  • Ο Ιωάννης Ρωμανίδης[54]: "Η επί Μεγάλου Φωτίου Η΄ Οικουμενική Σύνοδος του 879 κατεδίκασε το Φραγκικόν FILIOQUE...". Και αναφέρεται επιπλέον σε 9η Οικουμενική Σύνοδο[55]: "Αυτήν την αίρεσιν του Βαρλαάμ κατεδίκασε η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 1341".
  • Το ίδιο και ο καθηγητής Γεώργιος Μεταλληνός[56]: "Η επί Μ. Φωτίου Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 879 είναι για την Ορθοδοξία η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος...όπως οι Ησυχαστικές Σύνοδοι του 14ου αι. (1341, 1347, 1351) είναι η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Ορθοδοξίας. Δεν μπορεί να υπάρξει Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδοξίας, που δεν θα τις διακηρύξει ως Οικουμενικές.".

Κατά συνέπεια, το θέμα της αναγνώρισης Οικ. Συνόδων πέρα των αρχαίων επτά είναι ένα σημαντικό έργο που αναμένεται να επιτελέσει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθώς φαίνεται, το πιθανότερο να συμβεί είναι πράγματι, η επίσημη αναγνώριση μια όγδοης Οικ. Συνόδου (ίσως και μίας έννατης). Τουλάχιστον όσον αφορά την "εν Αγία Σοφία" σύνοδο επί Φωτίου του 879, οι αποφάσεις της, σιωπηλά, φαίνεται να έχουν αναγνωρισμένο κύρος, χωρίς εντούτοις να δύναται η εν λόγω σύνοδος να ονομαστεί επισήμως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος:

  • Γράφει ο Ιωάννης Καρμίρης[57]: "Η παρούσα Σύνοδος [του 879] κατατάσσεται μεν συνήθως μεταξύ των αρχαίων Τοπικών Συνόδων, ων κατακλείει την σειράν, αλλ' εν τη πραγματικότητι είναι η τελευταία γενική Σύνοδος της ηνωμένης αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας, εκδούσα αποφάσεις δογματικοσυμβολικού και κανονικού περιεχομένου...Αποτελεσθείσα αύτη εκ 383 Πατέρων ανατολικών τε καί δυτικών, εκπροσωπούντων τα πέντε αρχαία Πατριαρχεία, παρουσίασε...τοιούτον επιβλητικόν θέαμα, οίον δεν παρουσιάσθη από των χρονών της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου. Δια τούτο...φέρει η Σύνοδος αύτη εξωτερικώς...και εσωτερικώς...πάντα τα γνωρίσματα Οικουμενικής Συνόδου. Ουδόλως άρα άπορον, ότι ως ογδόην Οικουμενικήν εθεώρουν αυτήν οι Θεόδωρος Βαλσαμών, Νείλος Θεσσαλονίκης, Νείλος Ρόδου, Συμεών Θεσσαλονίκης, Μάρκος Εφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κωνσταντίνος Οικονόμος και άλλοι. Αλλά και η ιδία Σύνοδος, εχαρακτήρισεν εαυτήν ως Οικουμενικήν πολλαχού εν τοις πρακτικοίς αυτής...Παρά ταύτα δ' όμως η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία επισήμως δεν ανεκήρυξεν αυτήν εισέτι ως ογδόην Οίκουμενικήν, θεωρούσα ως θεμέλιον της Ορθοδοξίας τας επτά αρχαίας Οικουμενικάς Συνόδους.".
  • Και η Δέσποινα Κοντοστεργίου συμφωνεί[58]: "Διά την Σύνοδον αυτήν υπάρχουν διάφοροι ονομασίαι: ο μεν Ιω. Καρμίρης, την ονομάζει: «Η εν Κωνσταντινουπόλει γενική Σύνοδος του 879-80, ό.π. σελ. 261 κ.ε., ο δε Ιω. Ρωμανίδης: «Η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει τω 879-80, ό.π. σελ. 166 κ.ε. και Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α', Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 342 κ.ε. Και ο Β. Σταυρίδης: «Η Σύνοδος του 879-880, Γ' Φωτιανή Σύνοδος, ό.π. σελ. 238 κ.ε. Το γεγονός είναι ότι η Σύνοδος αύτη δεν ανεκηρύχθη επισήμως ως Η΄ Οικουμενική, αν και είχεν όλα τα γνωρίσματα Οικουμενικής Συνόδου".
  • Και προσθέτει ο Νικόλαος Ματσούκας[59]: "Η σύνοδος...του 879/80, στην Κωνταντινούπολη, είχε τη συνείδηση πως ήταν οικουμενική, αναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τό πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Η σύνοδος αυτή, που αναγνωρίστηκε ήδη από πολλούς ως οικουμενική...μπορεί ν' αναγνωριστεί ως οικουμενική και επίσημα από μια άλλη γενική σύνοδο. Ωστόσο η προτεραιότητα ανήκει στο φρόνημα της κοινότητας.". και αλλού[60]: "Θα μπορούσε να πει κανείς ότι και η σύνοδος του 879/80, στην Κωνσταντινούπολη, είναι οικουμενική, όχι μόνο γιατί η ίδια είχε τη συνείδηση ότι είναι οικουμενική...αλλά γιατί έγινε αποδεκτή από το πλήρωμα της Εκκλησίας, μια και ο ρόλος της ήταν οικουμενικός...Επομένως θα μπορούσε να καταταγεί στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Η΄ οικουμενική σύνοδος."[61].

Η παράδοση που ισχύει στην Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την Α΄ Οικ. Σύνοδο, είναι να αναγνωρίζουν οι επόμενες Σύνοδοι τις προγενέστερες. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με την πιθανή αναγνώριση της όγδοης ή και έννατης Οικ. Συνόδου:

  • Όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Μπούμης[62]: "Την διαδικασίαν ταύτην μαρτυρεί η πραξις της ηνωμένης Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, κατά την οποίαν παρατηρείται το φαινόμενον, μεταγενέστεροι σύνοδοι π.χ. οικουμενικαί να επικυρώνουν προηγουμένας οικουμενικάς ή και τοπικάς συνόδους."
  • Ενώ ο ιστορικός Βασίλειος Στεφανίδης αναφέρει[63]: "Εφ' όσον δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως ογδόη οικουμενική σύνοδος, η τυχόν μέλλουσα να συνέλθη οικουμενική σύνοδος πρέπει να ασχοληθή και με το ζήτημα τούτο."
  • Αυτή είναι η γνώμη και του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης[64]: "..η εν έτει 879 μ.Χ. επί Φωτίου...συγκροτηθείσα ογδόη Σύνοδος...έχουσα μεν οικουμενικόν το κύρος, αλλ' ουχί ακόμη και το όνομα, πριν ανακήρυξη αυτήν ως τοιαύτην, κατά το επικρατήσαν έθος, άλλη διάδοχος οικουμενική Σύνοδος.".

Οι επίσημα αναγνωρισμένες Οικουμενικές Σύνοδοι

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Α΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και σε αυτή έλαβαν μέρος τριακόσιοι δεκαοχτώ επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διεκήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Β΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ το Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν εκατόν πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι και τριάντα έξι Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδόνιου, που αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος ("πνευματομάχοι") και, για ακόμα μια φορά, τον Άρειο και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, εντός της βασιλικής της Παναγίας, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν διακόσιοι επίσκοποι ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας λέγοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι το Θεό. Διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο Θεοτόκος.

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς για την πλήρη απορρόφηση της θείας φύσης του Ιησού από την ανθρώπινη, το Μονοφυσιτισμό.

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Τη συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς τους (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).

Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 680 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθή ενανθρώπιση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία "Εν Τρούλλω Σύνοδος". Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ΄ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε "Πενθέκτη", ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό.

Σύνοδοι με οικουμενικό κύρος για την Ορθόδοξη Εκκλησία

Η "Εν Αγία Σοφία" Σύνοδος (γνωστή και ως Η΄ Οικουμενική)

Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα το 879 στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η΄ (872 - 882) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ο Μέγας (858 - 867, 877 - 886). Aναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τo πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Επίσης, καταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809).

Οι Σύνοδοι των ετών 1341-1351 (ως Θ΄ Οικουμενική)

Σειρά συνόδων (1341, 1347, 1351) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις Ησυχαστικές Έριδες και που οι αποφάσεις τους στρέφονται "εμμέσως...και κατά της Λατινικής Εκκλησίας"[65]. Καταρχάς, οι λατινίζοντες Βαρλαάμ Καλαβρός και Ακίνδυνος, έχοντας στρεβλή εικόνα για το πνευματικό κίνημα του Ησυχασμού, κατηγόρησαν τους ησυχαστές ως αιρετικούς, των οποίων την υπεράσπιση είχε αναλάβει ο Γρηγόριος Παλαμάς. Η Σύνοδος του 1341 στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον Βαρλαάμ, εκείνος ζήτησε συγγνώμη, και απογοητευμένος εγκατέλειψε τον Ελλαδικό χώρο[66]. Παρά τα γεγονότα του 1341 όμως, ο Βαρλαάμ συνέχισε τις επιθέσεις κατά των ησυχαστών, οπότε το 1347 και το 1351 καταδικάστηκε από τις εκκλησιαστικές αρχές, αυτή τη φορά μαζί με τους Ακίνδυνο και Νικηφόρο Γρηγορά, γιατί επέκριναν τον ησυχασμό ακολουθώντας δυτικούς τρόπους σκέψης[67]. Τελικά, η σύνοδος του 1351, "δύναται να λεχθή ότι...ανύψωσε την διδασκαλίαν του Γρηγορίου Παλαμά και του Ησυχασμού καθόλου εις δόγμα"[68].

Υποσημειώσεις

  1. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σελίς 119.
  2. Καρμίρης Ιωάννης,Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 105.
  3. Καρμίρης, ό.π., σελ. 109
  4. Δωδεκάβιβλος, σελίς 1018
  5. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 867
  6. Α΄ Τιμ. 3:15.
  7. Πρβλ. Εφεσ. 5:23 και Κολ. 1:18.
  8. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 175-176.
  9. Η έννοια αυτή περιγράφεται στο: Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, ό.π., σελ. 176-178.
  10. Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., στο ίδιο, σελ. 106
  11. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 183.
  12. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 687.
  13. Bernard Flusin, Τι γνωρίζω; Ο βυζαντινός πολιστισμός, Presses Universitaires de France/ΔΟΛ, 2007, σ. 14.
  14. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 694
  15. "Οικουμενικαί Σύνοδοι", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), Τόμ. 09, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 689
  16. ΘΗΕ, ό.π.
  17. Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 189
  18. ΘΗΕ, στο ίδιο
  19. Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.
  20. βλ. Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: "H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη".
  21. (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181
  22. "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
  23. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Χριστιανισμός και πολιτισμός (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 98.
  24. Μέγιεντορφ Ιωάννης, Η Βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Μόσχος Δημήτρης), Αρμός, Αθήνα 1990, σελ. 19.
  25. Μέγιεντορφ, Η Βυζαντινή κληρονομιά..., ό.π.
  26. Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 397: "Αs we have shown, the em­peror was never able successfully to penetrate into the church's inner core, the more spiritual form relating to dogma and the sacraments".
  27. Βλ. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 37-39.
  28. Βλ. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. Β', Αθήνησιν 1852, σελ. 113.165.192.216.292.293.295.555 / Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 763.
  29. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 136, υποσημ. #53.
  30. Περί της εννοίας της θέσεως της Οικ. Συνοδού εν τη εκκλησιά κατά το κανονικών δίκαιον της ορθοδόξου εκκλησίας, ΠΑΑ, τόμ.42, τεύχ.1, σελ.168-184, 1967, σελ. 177.
  31. Η Ουσία της Ορθοδοξίας, 2η έκδ. βελτιωμένη, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1998, σελ. 43-44.
  32. Καρμίρης, Τα δογματικά..., Β', ό.π., σελ. 792.
  33. Καρμίρης, Τα δογματικά..., Β', ό.π., σελ. 868.
  34. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 930.
  35. Ό.π., σελ. 936.
  36. Καρμίρης, Τα δογματικά..., Α΄, ό.π., σελ. 407.
  37. Ό.π., σελ. 409-410.
  38. Πηδάλιον (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 763.
  39. Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 191-192.
  40. "Φώτιος ο Α΄", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 26.
  41. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης και η Δύση (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 60.
  42. Καρμίρης, Τα δογματικά..., τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 907.
  43. Πηδάλιον, ό.π., σελ. 361, υποσημ. #1.
  44. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. Α', Αθήνησιν 1852, σελ. 392.
  45. Ό.π., υποσημ. #2.
  46. Ό.π., σελ. 394.
  47. Καρμίρης, Τα δογματικά..., ό.π., σελ. 351.
  48. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. Β', Αθήνησιν 1852, σελ. 705
  49. Ό.π., σελ. 706
  50. Παπιστικών ελέγχων (Κατά Λατίνων στηλιτευτική επιστολή), τόμ. Β', εν Κωνσταντινουπόλει 1850, σελ. 256.
  51. Εκκλησιαστική ιστορία από της ιδρύσεως της εκκλησίας μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, τόμ. Β', εν Αθήναις 1881, σελ. 19
  52. Ορθοδοξία, η σύγχρονη πρόκληση, 3η έκδ., εκδ. Άλφα-Δέλτα, Αθήνα 1990, σελ. 117.
  53. Ιστορία Εκκλησιαστική, Κωνσταντινούπολις 1847, σελ. 89.
  54. Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1973), σελ. 73.
  55. Ό.π., σελ. 43.
  56. Ουνία-Πρόσωπο και Προσωπείο, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 49.
  57. Τα δογματικά..., τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 261-262.
  58. Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 275, υποσημ. #1.
  59. Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 443-444.
  60. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 296.
  61. Ό.π., υποσημ. #74.
  62. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Τα Αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και Κανονικότης της Άρσεως αυτών, Αθήνα 1980, σελ. 219.
  63. Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 364.
  64. Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 192.
  65. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 348.
  66. "Βαρλαάμ Καλαβρός", λήμμα στο Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 91.
  67. Toynbee Arnold, Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1992, σελ. 228.
  68. Καρμίρης, Τα δογματικά..., ό.π., σελ. 352.