Πηδάλιον

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τo «Πηδάλιον» αποτελεί συλλογή κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας που εκπονήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από τους λόγιους αγιορείτες μοναχούς Νικόδημο Αγιορείτη και Αγάπιο, σε δημώδη γλώσσα, και περιέχει παράθεση, ερμηνεία και «συμφωνία» των κανόνων των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών συνόδων, των τοπικών συνόδων και των Πατέρων της εκκλησίας, με σκοπό, όπως εξαγγέλλεται στο προοίμιο του βιβλίου, να ωφεληθούν οι χριστιανοί. Στις εκτεταμένες υποσημειώσεις, οι δύο μοναχοί ασχολούνται με πολλά σύγχρονά τους θέματα και συνήθειες, που κάποιες φορές υπερβαίνουν το κείμενο του κανόνα.

Ιστορικό και περιεχόμενο

Το εσώφυλλο του Πηδαλίου

Το Κανονικό Δίκαιο, ως επιστήμη, άρχισε να καλλιεργείται κατά την 2η χιλιετία μ.Χ., αν και οι πρώτες του καταβολές φτάνουν μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα[1]. Πληρέστερες επιστημονικές προσπάθειες για την κατάρτηση συλλογών των Ιερών Κανόνων εμφανίζονται τον 6ο αιώνα. Στις αρχές του ανάγεται η λεγόμενη «Κανονική Σύνοψις», η οποία αποδίδεται στον Στέφανο τον Εφέσιο όπως και η συλλογή Ιερών Κανόνων που μνημονεύεται από τον Ιωάννη Σχολαστικό, τον μετέπειτα (566-578) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος επίσης, κατά τα μέσα του ίδιου αιώνα συνέταξε συστηματική κανονική συλλογή. Η καλλιέργεια του Κανονικού Δικαίου συνεχίστηκε και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

«Προς το τέλος της τουρκοκρατίας, εμφανίζονται δύο εξέχοντες κανονολόγοι ο Αγάπιος Λεονάρδος και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, οι οποίοι [...] συνέταξαν την εν έτει 1800 το πρώτον εις δημώδη γλώσσαν και μετά σχολίων εκδοθείσαν συλλογήν των Ιερών Κανόνων, την γνωστήν υπό το όνομα «Πηδάλιον», η οποία θεωρείται ως επίσημος συλλογή της Ελληνικής Εκκλησίας.»[2].

Ο βιογράφος του Αγ. Νικοδήμου, ιερομόναχος Ευθύμιος, μαρτυρεί ότι ολόκληρη η εργασία του «Πηδαλίου» ανήκει στον Νικόδημο τον Αγιορείτη και πως η συνεργασία με τον Αγάπιο δεν προσέφερε ουσιαστική συγγραφική βοήθεια[3].

Για την ολοκλήρωση του «Πηδαλίου» χρειάστηκαν τρία χρόνια σκληρής εργασίας στη διάρκεια των οποίων ο Άγιος Νικόδημος ανέτρεξε στους Κανονικούς ή Νομικούς Πανδέκτες που προϋπήρχαν, μελέτησε σε βάθος όλο το σχετικό υλικό που βρήκε και συμβουλεύτηκε τους Πατέρες της Εκκλησίας. Συστηματοποίησε σε σχετικές εννοιολογικές ομάδες τους ιερούς κανόνες αφού τους πέρασε από αυστηρή φιλολογική κριτική. Ως συγκεκριμένες πηγές αναφέρονται οι εγκεκριμένες από την Εκκλησία ερμηνείες των ιερών κανόνων του Ιωάννου Ζωναρά (12ος αι.), του Θεοδώρου Βαλσαμώνος (13ος αι.), του Αλεξίου Αριστηνού (12ος αι.). Επίσης χρησιμοποίησε το νομοκάνονα του Ματθαίου Βλαστάρεως (14ος αι.), τις ερμηνείες των ι. κανόνων στα Αραβικά του Ιωσήφ του Αιγυπτίου (14ος αι.) και τα νομοκάνονα του Ιωάννου του Αντιοχέως και Ιωάννου του από σχολαστικών. Πιο πριν είχε υπ' όψη του το έργο «Νομοκάνων» του ιερού Φωτίου και τη βίβλο Index graecorum από τα Λατινικά. Τέλος, θεσπίσματα και νόμοι βασιλέων όπως και πολυάριθμες παραθέσεις από έργα εκκλησιαστικών ανδρών συμπληρώνουν τις επιστημονικές του πηγές[4].

Κριτική

Είναι αλήθεια ότι διαφωνίες ακούστηκαν αρκετές φορές, κυρίως για το ύφος του «Πηδαλίου». Ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς[5], ενώ είναι αυτός που τιμά τον Άγιο Νικόδημο, «το μεταφραστή του Συμεών του Νέου Θεολόγου», αυτόν «που ξαναθύμισε στους Ορθοδόξους τον Γρηγόριο Παλαμά και τη διδασκαλία του», τον εκδότη της Φιλοκαλίας, την οποία ονομάζει «επίτευγμα» και «εμπειρική μαρτυρία της εκκλησιαστικής γνησιότητας»[6], ταυτόχρονα, κατηγορεί το «Πηδάλιον» για «λογική της δικανικής θεολογίας των Δυτικών, που προϋποθέτει νομικές κωδικοποιήσεις για ευκολότερη αντικειμενική προσμέτρηση της ενοχής και των συνεπειών της»[7] και θεωρεί «μάλλον αναπόφευκτο, ένα συνεχώς και μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων να διαρρηγνύει τη σχέση του με την Εκκλησία, ύστερα από μία και μόνη έστω εμπειρία τραυματικής εξομολόγησης με τις προδιαγραφές της δικανικής συναλλαγής»[8].

O αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Δεληδήμου, στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του στη φωτογραφική ανατύπωση της Γ' Έκδοσης του Πηδαλίου (σελ. ιη'-ιθ') αναφέρει σχετικά:

«Το αυστηρόν πνεύμα, το οποίον διέπει τας ερμηνείας και τα σχόλια του Αγίου Νικόδημου εις τους Κανόνας, δημιουργεί εις πολλούς το αίσθημα ότι το Πηδάλιον εκφράζει ένα ακραίον συντηρητισμόν, ο οποίος τυραννεί τον άνθρωπον και τον καταδικάζει εις παθητικήν στασιμότητα [...] πρέπει εξ αρχής να διακρίνωμεν την διαφοράν μεταξύ συντηρητισμού αφ' ενός και αγάπης προς την Ορθόδοξον Παράδοσιν αφ' έτερου [...] η αγάπη προς την Ορθόδοξον Παράδοσιν είναι κάτι πολύ διαφορετικόν. Είναι έρως προς ό,τι ωραίον, γνήσιον, αληθινόν και αιώνιον [...] Ακριβώς αυτή η αγάπη της Ορθοδόξου Παραδόσεως, σφοδρός έρως Ορθοδοξίας, συνείχε τον Άγιον Νικόδημον και τον ωδήγησεν εις αγώνας διά πράγματα αληθώς επαναστατικά δια την εποχήν του, όπως ήσαν η συνεχής θεία Μετάληψις και η μετάφρασις και διάδοσις Ιερών κειμένων εις την γλώσσαν του λαού [...] Είναι βεβαίως αυστηρόν και ασκητικόν το πνεύμα του Πηδαλίου. Όμως η αυστηρότης αυτή δεν προέρχεται εκ σκληρότητος και απανθρωπιάς. Πηγάζει ακριβώς εξ αγάπης προς τον άνθρωπον, εις τον οποίον αποκαλύπτει την οδόν της τελειότητος [...] διαρκής υπόμνησις της θείας προτροπής: «Εσεσθε ούν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. ε' 48). Ο Άγιος Νικόδημος, όπως όλοι οι Άγιοι όλων των εποχών, εφλέγετο υπό του πόθου της τελειότητος. Όμως η πρόσκλησις προς την τελειότητα, την οποίαν μας απευθύνει δια του Πηδαλίου, δεν ευρίσκει ευκόλως ανταπόκρισιν. Ο άνθρωπος [...] βλέπει τον δρόμον των Αγίων ως αβάστακτον [...] Προτρέπων ο Άγιος όλους τους Χριστιανούς να τηρούν την ακρίβειαν των ιερών Κανόνων, εγνώριζε βεβαίως πόσον τούτο είναι δύσκολον εξ αιτίας των ανθρωπίνων αδυναμιών [..] Δεν παρεσύρθη εν τούτοις εις προσωπικάς επιθέσεις και δημοσίας καταδίκας των παραβατών [...] παρεκάλει τουλάχιστον να μη εμποδίζωνται εις την τήρησιν της ακριβείας, όσοι την επιθυμούν. Διά τους άλλους, ας επεκράτει η οικονομία, η οποία ανέκαθεν συγκαταβατικώς εφηρμόζετο εν τη Ορθοδοξία. Ο ίδιος γράφει: "δύω είδη κυβερνήσεως ευρίσκονται εν τη του Χριστού Αγία Εκκλησία και το μεν πρώτον είδος, ονομάζεται Ακρίβεια, το δε άλλο, ονομάζεται Οικονομία, και συγκατάβασις».

Και διευκρινίζει (σελ. ιε'):

«Εκείνος βεβαίως, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται δια την διόρθωσιν του εαυτού του, αλλά δια τον έλεγχον μόνον των άλλων, δύναται, εάν θέλη, να αναζητά και να ανευρίσκη εντός του Πηδαλίου Ιερούς Κανόνας, επί τη βάσει των οποίων θα καταδικάζη τους αδελφούς του διά κανονικά παραπτώματα. Όποιος όμως με ειλικρινή διάθεσιν μελετήση ολόκληρον το Πηδάλιον, θα ανακάλυψη πλήθος ιδικών του παραπτωμάτων, θα οδηγηθή εις βαθείαν ταπείνωσιν [...] θα δυσκολεύεται πλέον να κατακρίνη τον αδελφόν του και θα επικαλήται το έλεος του Θεού και την βοήθειάν Του»

Η Θέση του «Πηδαλίου» στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Το «Πηδάλιον» ανήκει στις «επίσημες συλλογές» κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας[9] και θεωρείται ως η «πληρεστέρα και πλουσιωτέρα μέχρι των χρόνων των[10] συλλογή», ενώ ως «πληρεστέρα και επιστημονικότερα συλλογή» μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζεται το «Σύνταγμα των θείων και Ιερών Κανόνων» των Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή[11]. Το «Πηδάλιον» τυπώθηκε για πρώτη φορά, μετά από κάποιες περιπέτειες, στη Λειψία το έτος 1800, ενώ έχει εγκριθεί από την Πατριαρχική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως το 1791 όπως και το 1841 κατά τη δεύτερη έκδοσή του.

Ασφαλώς, το περιεχόμενο του αποτελείται από δύο τμήματα: τους Ιερούς Κανόνες και τα ερμηνευτικά σχόλια του Αγ. Νικοδήμου. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, θεωρείται «ο μεγαλύτερος από τους νεώτερους κανονολόγους»[12], αλλά «βεβαίως οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ της συλλογής των ιερών πράγματι κανόνων και του όλου συγγράμματος του «Πηδαλίου», το οποίο εκτός από τους ιερούς κανόνες περιλαμβάνει και ερμηνείες αυτών, ή και διάφορες σημειώσεις και υποσημειώσεις επ' αυτών»[13]. Είναι γνωστό ότι, στην Ορθόδοξη Παράδοση, μόνον «η Εκκλησία ως όλον είναι αλάθητος, επομένως [...] ουδείς πιστός, ως άτομον δύναται να είναι αλάθητος»[14]. Όπως σχετικά ο Ειρηναίος παρατηρεί: «όπου η Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού, και όπου το Πνεύμα του Θεού εκεί και η Εκκλησία και πάσα χάρις»[15]. Από την άλλη όμως πλευρά, η Ορθόδοξη Εκκλησία «αναγνωρίζει πλήθος Πατέρων και μετά τoν Ιωάννη Δαμασκηνό», περιλαμβάνοντας μέσα σε αυτούς «τo Νικόδημο τoν Αγιορείτη και πολλούς άλλους»[16], αφού το «το κύρος του [...] ανεγνωρίσθη [...] και εξήρθη κατόπιν της ανακηρύξεως του ως αγίου της Εκκλησίας»[17].

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος εκφράσει διαφορετική άποψη επάνω σε κάποια από τα σχόλια του Αγίου Νικοδήμου, θα πρέπει ταυτόχρονα να κατανοεί πως οι Ιεροί Κανόνες και ο ρόλος τους στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν, καθώς έχουν περιβληθεί με «ακατάλυτο» Οικουμενικό κύρος:

«[Οι Ιεροί Κανόνες] αποτελούν βασικά κείμενα της όλης εκκλησιαστικής παράδοσης και θεωρούνται κριτήρια τόσο για τον έλεγχο της αυθεντικότητας κάθε νέας μορφής στην οργάνωση και την εκκλησιαστική τάξη όσο και για τη συστηματική καταγραφή τού Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας. Η κατοχύρωση όλων των ιερών κανόνων από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο του Τρούλλου (692) επιβεβαίωσε το ακατάλυτο κύρος του πνεύματος τους το οποίο λειτουργεί ως κριτήριο συνέχειας και ανανέωσης στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Το γράμμα των ιερών κανόνων συνδέεται με τις ιστορικές συνθήκες της εποχής κατά την οποία θεσπίστηκαν οι κανόνες αυτοί, αλλά καταγράφουν το διαρκές είναι στο συνεχές γίγνεσθαι της εκκλησιαστικής παράδοσης»[18].

Υποσημειώσεις

  1. Κοτσώνης Ι. Ιερώνυμος, Κανονικόν και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 07, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962-1968, στ. 303
  2. Ό.π., στ. 304
  3. Πρωτοπρ. Σαράντη Σαράντου, Κωδικοποίηση των Ιερών Κανόνων;, «Παρακαταθήκη», τεύχ. 8, σελ. 14
  4. Πρωτοπρ. Σαράντη Σαράντου, ό.π., σελ. 16
  5. Καθηγητής φιλοσοφίας και πολιτιστικής διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διδάκτωρ θεολογίας στή Θεσσαλονίκη και φιλοσοφίας στο Παρίσι.
  6. Γιανναράς Χρήστος, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα 2003, σελ. 189
  7. Ό.π., σελ. 204
  8. Ό.π., σελ. 206
  9. Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, Κώδικας Ιερών Κανόνων, έκδ. Γ', Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 11
  10. εννοεί των Αγ. Νικοδήμου και Αγαπίου μοναχού
  11. Σταυρίδης Βασ., «Οικουμενικόν Πατριαρχείον», Θ.Η.Ε., τόμ. 9, στ. 776
  12. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 22
  13. Ό.π., υποσημ. #23
  14. Κρικώνης Θ. Χρίστος, Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων, Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 271-272
  15. Ειρηναίου, Έλεγχος III, 24, 1, PG 7:966
  16. Τσάμης Γ. Δημητρίος, 'Εκκλησιαστική Γραμματολογία', (ανατύπωση Α' έκδ. 1983), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 20
  17. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Αγία Γραφή - Εκκλησία - Παράδοσις, β' ανατύπ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 155.
  18. Φειδάς Βλ., Κανών (Καν. Δικ.), Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 32